5. III. Τ’ Αδέρφια Γνωρίζονται
Όμως ο Ιβάν δε βρισκόταν σε ιδιαίτερο δωμάτιο. Ήταν μονάχα μια γωνιά κοντά στο παράθυρο που χωριζόταν με παραβάν. Πάντως κι έτσι δεν τους έβλεπε κανένας. Το δωμάτιο αυτό ήταν το πρώτο απ' την είσοδο μ' ένα μπουφέ στον πλαϊνό τοίχο. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν συνεχώς. Μοναδικός θαμώνας ήταν ένας γέρος απόστρατος αξιωματικός που έπινε τσάι στη γωνιά. Αντίθετα, στ' άλλα δωμάτια η συνηθισμένη φασαρία: ακούγονταν φωνές, που καλούσαν τους σερβιτόρους, ανοίγονταν με κρότο μπουκάλια μπύρας, ακούγονταν οι χτύποι απ' τις μπίλιες του μπιλιάρδου, θορυβούσε ένα οργανέτο. O Αλιόσα το 'ξερε πως ο Ιβάν δεν ερχόταν ποτέ σ' αυτή την ταβέρνα και πως γενικά δεν αγαπούσε να συχνάζει σε τέτοια μέρη. Θα πει λοιπόν πως ο μόνος λόγος που βρέθηκε δω πέρα ήταν για να συναντήσει τον Ντιμήτρι. Κι όμως ο Ντιμήτρι δεν ήταν εκεί.
— Θα σου παραγγείλω μια ψαρόσουπα ή ότι άλλο θέλεις. Δε ζεις βέβαια μονάχα με τσάι, φώναξε ο Ιβάν που φαινόταν τρομερά ευχαριστημένος γιατί κατάφερε τον Αλιόσα να 'ρθει. Είχε τελειώσει πια το φαΐ του κι έπινε τσάι.
— Φέρε ψαρόσουπα, φέρε και τσάι ύστερα. Πείνασα, είπε εύθυμα ο Αλιόσα.
— Και γλυκό βύσινο; Θυμάσαι πόσο σου άρεσε το γλυκό βύσινο όταν ήσουνα μικρός, στου Πολένοβ;
— Το θυμάσαι και συ; Φέρε και γλυκό. Μ' αρέσει και τώρα.
O Ιβάν φώναξε το γκαρσόνι και παράγγειλε ψαρόσουπα, τσάι και γλυκό.
— Όλα τα θυμάμαι, Αλιόσα· σε θυμάμαι ως τα έντεκά σου χρόνια, εγώ τότε ήμουνα δεκαπέντε. Δεκαπέντε κι έντεκα είναι μια τόση διαφορά που τ' αδέρφια ποτέ δεν γίνονται φίλοι. Δεν ξέρω μάλιστα αν σ' αγαπούσα κιόλας. Όταν πήγα στη Μόσχα, τα πρώτα χρόνια, ούτε καν σε σκεφτόμουν. Αργότερα, όταν και συ βρέθηκες στη Μόσχα, μια φορά μου φαίνεται, συναντηθήκαμε κάπου. Και τώρα νά, είναι τέταρτος μήνας πια που ζω εδώ πέρα και δεν είπαμε λέξη ακόμα. Αύριο φεύγω, καθόμουνα λοιπόν και σκεφτόμουνα: Πώς να κάνω τώρα να τον δω και να τον αποχαιρετήσω; Και εκείνη τη στιγμή, νά 'σε.
— Και το 'θελες πολύ να με δεις;
— Πολύ. Θέλω να σε γνωρίσω μια για πάντα, και να με γνωρίσεις και συ. Και ύστερα να σ' αποχαιρετήσω. Νομίζω πως το καλύτερο απ' όλα είναι να γνωρίζεται κανείς λίγο πριν απ' το χωρισμό. Έβλεπα πώς με κοίταζες όλους αυτούς τους τρεις μήνες, τα μάτια σου είχαν κάποια ακατάπαυστη προσμονή κι αυτό ακριβώς δεν το χωνεύω, γι' αυτό και δε σε πλησίασα. Μα στο τέλος έμαθα να σε εκτιμάω: Τούτος ο ανθρωπάκος, είπα μέσα μου, έχει σταθερό χαραχτήρα. Πρέπει να 'χεις υπόψη σου πως αν και γελάω τώρα που στα λέω όλα αυτά, σου κουβεντιάζω σοβαρά. Έχεις σταθερές πεποιθήσεις, έτσι δεν είναι; Κάτι τέτοιους σταθερούς τους αγαπάω, ό,τι κι αν πιστεύουν, κι ας είναι και μικρά παιδιά, όπως είσαι εσύ. Το βλέμμα σου, που όλο και κάτι περίμενε, στο τέλος έπαψε να μου είναι αντιπαθητικό- απεναντίας, τ' αγάπησα στο τέλος το βλέμμα σου αυτό που όλο και πρόσμενε... Αν δεν κάνω λάθος, μ' αγαπάς για κάποιο λόγο. Έτσι δεν είναι, Αλιόσα;
— Σ' αγαπώ, Ιβάν. O αδερφός μας ο Ντιμήτρι λέει για σένα: «O Ιβάν είναι τάφος». Εγώ λέω για σένα: «O Ιβάν είναι αίνιγμα». Και τώρα είσαι αίνιγμα για μένα, όμως κάτι άρχισα να καταλαβαίνω, μόλις από σήμερα το πρωί!
— Τι κατάλαβες λοιπόν; γέλασε ο Ιβάν.
— Δε θα θυμώσεις αν στο πω; γέλασε κι ο Αλιόσα.
— Λοιπόν;
— Κατάλαβα πως και συ είσαι ένας νέος όπως κι όλοι οι άλλοι νέοι, εικοστριώ χρονών, το ίδιο νέος, πολύ νέος, ένα αξιαγάπητο παιδί, πώς να στο πω; Ένα άβγαλτο παιδί τέλος πάντων! Μήπως σε πείραξα;
— Απεναντίας. Απορώ μονάχα με τη σύμπτωση! αναφώνησε εύθυμα και με ζέση ο Ιβάν. Το πιστεύεις πως μετά τη συνάντησή μας στο σπίτι της αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα για τον εαυτό μου; Γι' αυτή την απλοϊκότητα των εικοσιτριώ χρονών. Και νά που τώρα εσύ ξαφνικά, λες και το μάντεψες, αρχίζεις την κουβέντα ακριβώς απ' αυτό. Τώρα που καθόμουνα δω πέρα, έλεγα μέσα μου: Κι αν ακόμα πάψω να πιστεύω στη ζωή, κι αν ακόμα χάσω την εμπιστοσύνη μου στη γυναίκα που αγαπώ, κι αν δεν πιστεύω πια στην τάξη των πραγμάτων, κι αν ακόμα πειστώ πως όλα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα χάος χωρίς καμιά αρμονία, ένα χάος καταραμένο και ίσως ίσως διαβολικό, κι αν ακόμα υποστώ όλη τη φρίκη της ανθρώπινης απογοήτευσης, θα θελήσω παρ' όλα αυτά να ζήσω και, μια κι άρχισα να πίνω απ' αυτή την κούπα, δε θα την παρατήσω ώσπου να πιώ και την τελευταία σταγόνα! Για να λέμε την αλήθεια, ίσως στα τριάντα μου χρόνια να πετάξω την κούπα, ακόμα κι αν δεν την έχω πιει ολάκερη, και να φύγω... και γω δεν ξέρω για πού. Μα ως τα τριάντα, γι' αυτό είμαι βέβαιος, θα νικάει συνεχώς η νιότη μου, θα νικάει την κάθε απογοήτευση, την κάθε αποστροφή για τη ζωή. Ρώτησα πολλές φορές τον εαυτό μου: Υπάρχει τάχα στον κόσμο μια απελπισία που να μπορέσει να νικήσει την παράφορη κι ανάρμοστη ίσως δίψα μου για τη ζωή; Κι έβγαλα το συμπέρασμα πως, όπως φαίνεται, δεν υπάρχει· δηλαδή ως τα τριάντα εννοώ, αργότερα ούτε και γω ο ίδιος δε θα θελήσω, έτσι μου φαίνεται. Αυτή τη δίψα της ζωής μερικοί χτικιάρηδες μιξοηθικιστές τη λένε συχνά πρόστυχη, ειδικά οι ποιητές. Είναι αλήθεια πως τούτο το χαρακτηριστικό το 'χουν οι Καραμάζοβ, αυτή η δίψα της ζωής, που δε λογαριάζει τίποτα, βρίσκεται και μέσα σου, μα γιατί να 'ναι χυδαία; O πλανήτης μας, Αλιόσα, έχει ακόμα τεράστια κεντρομόλο δύναμη. Υπάρχει θέληση για ζωή, και γω ζω έστω κι ενάντια σε κάθε λογική. Ας μη πιστεύω στην τάξη των πραγμάτων, όμως αγαπώ τα μικρά ανοιξιάτικα φυλλαράκια, τα νωπά ακόμα, αγαπώ το γαλάζιο ουρανό, αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο ή εκείνον εκεί, και μερικές φορές (θα το πιστέψεις;) ούτε και γω το ξέρω γιατί μου είναι αγαπητό ένα ανθρώπινο κατόρθωμα που σ' αυτό ίσως και να 'χω πάψει από πολύ καιρό να πιστεύω κι όμως, από συνήθεια, το εκτιμάω. Νά που σου φέρανε την ψαρόσουπα, τρώγε. Η ψαρόσουπα είναι περίφημη, μαγειρεύουν καλά εδώ. Θέλω να πάω στην Ευρώπη, Αλιόσα, θέλω να φύγω από δω. Κι ας ξέρω πως θα πάω σ' ένα νεκροταφείο! Είναι όμως το πιο αξιαγάπητο νεκροταφείο! Είναι θαμμένα εκεί πέρα πρόσωπα αγαπημένα και η κάθε πέτρα από πάνω τους μαρτυράει για μια τόσο φλογερή ζωή, που πέρασε πια, για μια τόσο φλογερή πίστη στο έργο τους, στην αλήθεια τους, στον αγώνα τους και στην επιστήμη τους, που εγώ, το ξέρω από τώρα, θα γονατίσω και θ' αρχίσω να φιλάω αυτές τις πέτρες και θα κλαίω, όντας σίγουρος ταυτόχρονα πως όλα αυτά είναι από καιρό πεθαμένα, πως δε βρίσκομαι παρά σ' ένα νεκροταφείο. Και δε θα κλάψω από απελπισία, μα μόνο και μόνο γιατί θα 'μαι ευτυχισμένος με τα δάκρια που θα χύσω. Θα μεθύσω με την ίδια μου τη συγκίνηση. Αγαπάω τα μικρά, νωπά, ανοιξιάτικα φύλλα, το γαλάζιο ουρανό. Αυτό είναι! Αυτό δεν είναι μυαλό, δεν είναι λογική, αγαπάς με τα σπλάχνα σου, με την κοιλιά σου, αγαπάς τις πρώτες σου νεανικές δυνάμεις... Καταλαβαίνεις τίποτα απ' τις σαχλαμάρες μου, Αλιόσα, ή όχι; γέλασε ξαφνικά ο Ιβάν.
— Πολύ καλά τα καταλαβαίνω, Ιβάν. Θέλει κανείς ν' αγαπάν με τα σπλάχνα του, με την κοιλιά του· θαυμάσια το είπες αυτό και είμαι τρομερά χαρούμενος που θέλεις τόσο πολύ να ζήσεις, αναφώνησε ο Αλιόσα. Νομίζω πως όλοι σε τούτον τον κόσμο πρέπει ν' αγαπήσουν πρώτα απ' όλα τη ζωή.
— Ν' αγαπήσουν τη ζωή περισσότερο απ' το νόημά της;
— Αυτό είναι απαραίτητο. Πρέπει να την αγαπήσουν πριν από τη λογική, όπως το 'πες απαραίτητα πριν από τη λογική, και τότε μονάχα θα καταλάβουν και το νόημα. Νά τι τριγυρνάει από καιρό στο μυαλό μου. Το μισό της δουλειάς σου έγινε πια, Ιβάν το κατέχτησες: αγαπάς να ζεις. Τώρα πρέπει να προσπαθήσεις και για το άλλο μισό και τότε θα 'χεις σωθεί.
— Πάει κιόλας να με σώσει, όμως εγώ ίσως και να μη χάθηκα καθόλου! Και ποιο είναι αυτό το άλλο μισό;
— Θα πρέπει ν' αναστήσεις τους νεκρούς σου, που ίσως και να μην πέθαναν ποτέ. Φέρε μου τώρα το τσάι. Είμαι χαρούμενος που κουβεντιάζουμε μαζί, Ιβάν.
— Βλέπω ότι βρίσκεσαι σε έμπνευση. Τις αγαπώ τρομερά κάτι τέτοιες professions de foi (ομολογίες πίστεως) από κάτι τέτοιους... δόκιμους μοναχούς. Είσαι άνθρωπος σταθερός, Αλιόσα. Είναι αλήθεια πως θέλεις να φύγεις απ' το μοναστήρι;
— Αλήθεια. O στάρετς μου με στέλνει στον κόσμο.
— Θα πει λοιπόν πως θα ξανασυναντηθούμε στον κόσμο, θα συναντηθούμε πριν γίνω τριάντα χρονών κι απαρνηθώ την κούπα. O πατέρας δε θέλει να παρατήσει τη δική του κούπα ως τα εβδομήντα του χρόνια, ονειρεύεται μάλιστα να την κρατήσει ως τα ογδόντα, ο ίδιος το 'λεγε, και είναι πολύ σοβαρό, μ' όλο που αυτός είναι παλιάτσος. Στάθηκε ακλόνητος πάνω στη φιληδονία του σαν σ' ένα βράχο... αν και μετά τα τριάντα δεν υπάρχει ίσως και πού αλλού να σταθείς... Μα ως τα εβδομήντα καταντάει πια ποταπότητα, καλύτερα ως τα τριάντα: έτσι μπορείς να διατηρήσεις μιαν «επίφαση ευγένειας», κοροϊδεύοντας ο ίδιος τον εαυτό σου. Δεν είδες σήμερα τον Ντιμήτρι;
— Όχι, δεν τον είδα, μα συνάντησα τον Σμερντιακόβ. Κι ο Αλιόσα διηγήθηκε γρήγορα γρήγορα και με λεπτομέρειες τη συνάντησή του με τον Σμερντιακόβ. O Ιβάν ακούγοντάς τον έγινε ξαφνικά προσεχτικός, για μερικά πράγματα μάλιστα τον ξαναρώτησε.
— Με παρακάλεσε όμως να μην το πω στον Ντιμήτρι πως μου μίλησε γι' αυτόν, πρόσθεσε ο Αλιόσα.
O Ιβάν σκυθρώπιασε και κάτι σκεφτόταν.
— Για τον Σμερντιακόβ σκυθρώπιασες; ρώτησε ο Αλιόσα.
— Ναι, γι' αυτόν. Άστον να πάει στο διάολο. Τον Ντιμήτρι πραγματικά ήθελα να τον δω, μα τώρα δε χρειάζεται πια... πρόφερε άκεφα ο Ιβάν.
— Αλήθεια, λοιπόν, φεύγεις τόσο γρήγορα;
— Ναι.
— Τι θα γίνει λοιπόν με τον Ντιμήτρι και τον πατέρα; Πώς θα τελειώσουν όλα αυτά; είπε ταραγμένα ο Αλιόσα.
— Εσύ το χαβά σου! Και τι είμαι εγώ εδώ πέρα; Μπας και με βάλανε φύλακα του αδερφού μου Ντιμήτρι; πρόφερε ερεθισμένος ο Ιβάν, μα ξαφνικά χαμογέλασε κάπως πικρά: Η απάντηση του Κάιν στο Θεό για τον αδερφό που σκότωσε, ε; Αυτό σκέφτεσαι μήπως; Μα που να πάρει ο διάολος, δεν μπορώ, μα την αλήθεια, να κάθομαι εδώ πέρα και να τους φυλάω. Τέλειωσα τις δουλειές μου και φεύγω. Δεν πιστεύω να νομίζεις πως ζήλευα τον Ντιμήτρι και πως όλους αυτούς τους τρεις μήνες προσπαθούσα να του πάρω την ομορφονιά του, την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Όχι, διάολε, είχα δικές μου δουλειές. Τέλειωσα τις υποθέσεις μου και φεύγω. Τις τέλειωσα πριν από λίγο, ήσουν και συ μάρτυρας.
— Θες να πεις στης Κατερίνας Ιβάνοβνα;
— Ναι, εκεί. Ξεμπέρδεψα μονομιάς. Τι λοιπόν; Τι με νοιάζει εμένα ο Ντιμήτρι; O Ντιμήτρι δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτά. Είχα προσωπικές υποθέσεις με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Το ξέρεις κι ο ίδιος εξάλλου πως ο Ντιμήτρι φερόταν μ' έναν τρόπο, σαν να τα είχα συμφωνήσει μαζί του. Γιατί εγώ καθόλου δεν τον παρακάλεσα, «αυτός ο ίδιος επίσημα μου την παραχώρησε και μας ευλόγησε κιόλας. Όλα αυτά είναι για γέλια. Όχι, Αλιόσα, όχι. Αν ήξερες πόσο ανάλαφρος νιώθω τώρα! Καθόμουνα εδώ πέρα κι έτρωγα και —το πιστεύεις τάχα;— ήθελα να παραγγείλω κιόλας σαμπάνια για να γιορτάσω την πρώτη ώρα της λευτεριάς μου. Φτου, μισό χρόνο σχεδόν βάσταξε αυτή η ιστορία και ξαφνικά, με μιας, τα πέταξα όλα από πάνω μου. Και μήπως τάχα το υποπτευόμουν, και χτες ακόμα, πως φτάνει να το θελήσω και δε θα μου κοστίσει τίποτα να ξεμπερδέψω;
— Για τον έρωτά σου μιλάς, Ιβάν;
— Για τον έρωτα, αν θέλεις. Ναι, ερωτεύτηκα μια δεσποινίδα, μια μαθητριούλα. Βασανιζόμουνα μαζί της κι αυτή με βασάνιζε. Ήταν το είδωλό μου... και ξαφνικά όλα γκρεμίστηκαν. Το πρωί μιλούσα με πάθος, μα όταν βγήκα έβαλα τα γέλια. Το πιστεύεις; Μα την αλήθεια, αυτό έγινε. Κυριολεκτικά.
— Και τώρα τα λες πολύ εύθυμα, παρατήρησε ο Αλιόσα εξετάζοντας το πρόσωπό του, που πραγματικά έδειχνε ευθυμία.
— Μα πού να το ξέρω πως καθόλου δεν την αγαπάω! Χε, χε! Μα νά που αποδείχτηκε πως δεν την αγαπάω. Κι όμως πόσο μ' άρεσε! Πόσο μ' άρεσε και το πρωί ακόμα, όταν έβγαζε εκείνον το λόγο. Και ξέρεις, και τώρα μ' αρέσει τρομερά, όμως μου είναι πολύ εύκολο να την αφήσω. Νομίζεις πως είμαι φανφαρόνος;
— Όχι. Μονάχα που δεν επρόκειτο ίσως για έρωτα.
— Αλιόσκα, γέλασε ο Ιβάν, μην αρχίζεις να κάνεις συλλογισμούς για τον έρωτα. Αυτό δε σου ταιριάζει. Το πρωί, πώς μπήκες στη μέση! Ξέχασα να σε φιλήσω γι' αυτό... Και πόσο με βασάνιζε! Με είχε φέρει σχεδόν σε σπαραγμό! Αυτή το 'ξερε πως την αγαπάω! Μ' αγαπούσε εμένα κι όχι τον Ντιμήτρι, επέμενε εύθυμα ο Ιβάν. O Ντιμήτρι ήταν μονάχα ο σπαραγμός της. Όλα εκείνα που της είπα το πρωί είναι αλήθεια. Μα το σπουδαίο είναι πως θα της χρειαστούνε δεκαπέντε ή και είκοσι χρόνια για ν' ανακαλύψει πως τον Ντιμήτρι καθόλου δεν τον αγαπάει, μα αγαπάει εμένα που με βασανίζει. Ίσως μάλιστα και να μην το καταλάβει ποτέ, παρ' όλο το σημερινό μάθημα. Καλύτερα λοιπόν: σηκώθηκα κι έφυγα για πάντα. Μια και το 'φερε η κουβέντα, τι κάνει τώρα; Τι έγινε εκεί πέρα όταν έφυγα;
O Αλιόσα του διηγήθηκε πως την έπιασε υστερία και πως τώρα βρίσκεται, καθώς φαίνεται, σε βύθος και πως παραμιλάει.
— Μήπως λέει ψέματα η Χοχλάκοβα;
— Μάλλον όχι.
— Πρέπει να μάθουμε. Πάντως ποτέ δεν πέθανε κανένας από υστερία. Όμως δεν πα να την έπιασε υστερία. O Θεός την έστειλε στις γυναίκες γιατί τις αγαπάει. Δε θα πάω να τη δω.
Γιατί να ξαναχώσω τη μύτη μου;
— Κι όμως το πρωί της είπες πως ποτέ δε σ' αγάπησε.
— Επίτηδες της το 'πα. Αλιόσκα, θα παραγγείλω σαμπάνια να πιούμε στην λευτεριά μου. Αν ήξερες πόσο είμαι χαρούμενος!
— Όχι, αδερφέ μου, καλύτερα να μην πιούμε, είπε ξαφνικά ο Αλιόσα, εξάλλου είμαι κάπως θλιμμένος.
— Ναι, από καιρό τώρα είσαι θλιμμένος, αυτό το βλέπω πολύ καιρό πια.
— Ώστε θα φύγεις οπωσδήποτε αύριο το πρωί;
— Το πρωί. Δεν είπα τίποτα για πρωί... Όμως μπορεί και πρωί να φύγω. Το πιστεύεις τάχα πως έφαγα σήμερα εδώ πέρα μόνο και μόνο για να μη φάω μαζί με το γέρο; Τόσο πολύ τον σιχάθηκα. Θα 'χα φύγει από καιρό και μονάχα εξαιτίας του. Μα εσύ γιατί ανησυχείς τόσο πολύ που φεύγω; Εμείς οι δυο έχουμε, ένας Θεός ξέρει, πόσο καιρό μπροστά μας ως τότε. Μιαν ολάκερη αιωνιότητα!
— Αν φύγεις αύριο πού είναι η αιωνιότητα;
— Μα τι μας νοιάζει αυτό εμάς τους δυο; γέλασε ο Ιβάν. Εμείς θα προφτάσουμε, όπως και να 'ναι, να πούμε τα δικά μας, να πούμε όλα εκείνα που 'ρθαμε να κουβεντιάσουμε εδώ. Τι με κοιτάς απορώντας; Πες μου: Γιατί συναντηθήκαμε εδώ; Για να μιλήσουμε για τον έρωτά μου με την Κατερίνα Ιβάνοβνα, για το γέρο, για τον Ντιμήτρι; Για το εξωτερικό; Για τη μοιραία κατάσταση της Ρωσίας; Για τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα; Γι' αυτά τάχα;
— Όχι, όχι γι' αυτά.
— Θα πει λοιπόν πως και μόνος σου το καταλαβαίνεις για ποιο λόγο συναντηθήκαμε. Τούτα τα θέματα είναι γι' άλλους, μα εμείς πρέπει να λύσουμε πριν απ' όλα τα προαιώνια προβλήματα, νά ποια είναι η λαχτάρα μας. Όλη η νεολαία της Ρωσίας δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να συζητάει για τα προαιώνια προβλήματα. Τώρα ακριβώς που οι γέροι βάλθηκαν ξαφνικά ν' ασχοληθούνε με πραχτικά ζητήματα. Γιατί με κοίταζες τρεις ολόκληρους μήνες σαν κάτι να περίμενες; Για να με ρωτήσεις: «Ποια είναι η πίστη σου; έχεις καμιά πίστη;» Αυτό εκφράζανε τρεις μήνες τώρα τα βλέμματά σου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. 'Ετσι δεν είναι;
— Ίσως να 'ναι κι έτσι, χαμογέλασε ο Αλιόσα. Δε με κοροϊδεύεις λοιπόν πια, αδερφέ;
— Εγώ να σε κοροϊδέψω; Δε θα θελήσω ποτέ να λυπήσω τον αδερφούλη μου, που με κοίταζε τρεις μήνες με μια τέτοια προσμονή. Κοίτα καλά, Αλιόσα: Είμαι και γω δα ένα μικρό παιδί σαν και σένα, μονάχα που δεν είμαι δόκιμος. Τι κάνουν λοιπόν τα ρωσόπαιδα; Μερικά δηλαδή. Νά, λόγου χάρη τούτη η βρωμερή ταβέρνα. Συναντιόνται εδώ πέρα, κάθονται σε μια γωνιά. Όλη τους τη ζωή δεν ξέρανε ο ένας τον άλλον, θα βγούνε από την ταβέρνα και για σαράντα χρόνια δε θα ξέρουν πάλι ο ένας τον άλλον. Λοιπόν, για τι θα συζητήσουνε σε μια τέτοια στιγμή; Για τα παγκόσμια προβλήματα το δίχως άλλο: Υπάρχει Θεός; Υπάρχει αθανασία; Κι όσοι δεν πιστεύουν σε Θεό, εκείνοι θα μιλήσουν για σοσιαλισμό κι αναρχισμό, για την ανοικοδόμηση της ανθρωπότητας σε νέες βάσεις. Ουσιαστικά το ίδιο είναι κι αυτό, τα προβλήματα είναι τα ίδια, μονάχα που τα θέτουν αντίστροφα. Τα πιο πολλά παλιόπαιδα στον καιρό μας δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να συζητάνε για τα προαιώνια προβλήματα. Έτσι δεν είναι;
— Ναι, για τους πραγματικούς Ρώσους τα προβλήματα του Θεού και της αθανασίας ή τα ίδια παρμένα αντίστροφα, όπως είπες, είναι βέβαια τα σπουδαιότερα και τα πιο πρωταρχικά, μα έτσι και πρέπει να 'ναι, πρόφερε ο Αλιόσα εξακολουθώντας να κοιτάει τον αδερφό του με το ίδιο ήσυχο κι εξεταστικό χαμόγελο.
— Νά τι λέω εγώ, Αλιόσα. Το να 'σαι Ρώσος μερικές φορές δεν είναι και πολύ έξυπνο, μα δεν μπορείς να φανταστείς μεγαλύτερη ανοησία απ' αυτό που κάνουν τώρα τα παιδιά στη Ρωσία, όμως εγώ αγαπώ τρομερά ένα ρωσόπουλο, τον Αλιόσκα.
— Τι ωραία που το 'φερες, είπε ο Αλιόσα και ξαφνικά γέλασε.
— Λέγε λοιπόν. Από πού ν' αρχίσουμε; Πρόσταξε. Απ' το Θεό; Για το αν υπάρχει Θεός δηλαδή;
— Απ' όπου θέλεις άρχισε, ακόμα κι «αντίστροφα». Χτες μόλις υποστήριξες στου πατέρα πως δεν υπάρχει Θεός, είπε ο Αλιόσα και κοίταξε εξεταστικά τον αδερφό του.
— Χτες το μεσημέρι τα 'λεγα επίτηδες αυτά για να σε θυμώσω κι έβλεπα πώς φλογίζονταν τα ματάκια σου. Μα τώρα δεν έχω καμιά αντίρρηση να τα ξανασυζητήσουμε και μιλάω πολύ σοβαρά. Θέλω να συνδεθώ μαζί σου, Αλιόσα, γιατί δεν έχω φίλους, θέλω να δοκιμάσω. Φαντάσου λοιπόν πως ίσως και γω να πιστεύω στο Θεό, γέλασε ο Ιβάν. Αυτό πια δεν το περίμενες, ε;
— Μα και βέβαια. Εκτός πια κι αν αστειεύεσαι και τώρα.
— Αστειεύομαι! Αυτό το είπαν και χτες στου στάρετς, πως αστειεύομαι. Βλέπεις, καλέ μου, υπήρχε ένας γέρος αμαρτωλός τον δέκατο όγδοο αιώνα που είπε πως αν δεν υπήρχε Θεός θα 'πρεπε να τον εφεύρουμε. S' il n' existait pas Dieu il faudrait l' inventer. Και πραγματικά ο άνθρωπος εφεύρε το Θεό. Και δεν είναι παράξενο κι ούτε θα 'ταν αξιοθαύμαστο που υπάρχει πραγματικά ο Θεός, μα είναι αξιοθαύμαστο που μια τέτοια ιδέα —η ιδέα της αναγκαιότητας του Θεού— μπόρεσε να τρυπώσει στο κεφάλι ενός τόσο άγριου και κακού ζώου όπως είναι ο άνθρωπος. Τόσο ιερή είναι αυτή η σκέψη, τόσο συγκινητική, τόσο σοφή και τιμάει τόσο τον άνθρωπο. Όσο για μένα, από καιρό πια τ' αποφάσισα να μη σκέφτομαι για το αν ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό ή ο Θεός τον άνθρωπο. Ούτε θα κάτσω φυσικά να ξεσκαλίσω όλα τ' αξιώματα των νεαρών της σύγχρονης Ρωσίας, που είναι όλα, ως το τελευταίο, απόρροια υποθέσεων που έγιναν κιόλας στην Ευρώπη. Γιατί, αυτό που εκεί είναι μονάχα υπόθεση, οι νεαροί της Ρωσίας το κάνουν παρευθύς αξίωμα κι όχι μονάχα οι νεαροί μα ίσως ίσως και οι καθηγητές μας σκέφτονται πολύ συχνά σαν τους νεαρούς μας. Γι' αυτό κι αντιπαρέρχομαι όλες τις υποθέσεις. Εμείς οι δυο τι σκοπό έχουμε τώρα; Να σου εξηγήσω, όσο γίνεται πιο γρήγορα, την ουσία μου, δηλαδή τι είδους άνθρωπος είμαι, τι πιστεύω και τι ελπίζω. Έτσι δεν είναι; Γι' αυτό και δηλώνω πως παραδέχομαι το Θεό απλά και σκέτα. Όμως νά τι θα πρέπει παρ' όλα αυτά να σημειώσεις: Αν υπάρχει Θεός κι αν πραγματικά δημιούργησε τη γη, τότε, όπως ξέρουμε όλοι, τη δημιούργησε σύμφωνα με την γεωμετρία του Ευκλείδη και το ανθρώπινο μυαλό το 'φτιαξε με τέτοιον τρόπο που να συλλαμβάνει μονάχα τις τρεις διαστάσεις. Πάρ' όλα αυτά, βρίσκονταν και βρίσκονται ακόμα γεωμέτρες και φιλόσοφοι, που είναι μάλιστα απ' τους πιο σημαντικούς, που αμφιβάλλουν αν όλη η οικουμένη ή ακόμα γενικότερα όλο το σύμπαν είναι δημιουργημένο μονάχα με τους νόμους της ευκλείδειας γεωμετρίας, τολμούν μάλιστα να φαντάζονται πως δυο παράλληλες ευθείες, που σύμφωνα με τον Ευκλείδη είναι αδύνατο να συναντηθούνε σ' αυτή τη γη, ίσως και να συναντιόνται κάπου στο άπειρο. Λοιπόν, αγαπητέ μου, σκέφτηκα πως μια και δεν μπορώ ούτε αυτό να το καταλάβω, τότε πώς να καταλάβω το Θεό; Παραδέχομαι ταπεινά πως δεν έχω καμιά ικανότητα να λύνω κάτι τέτοια προβλήματα, το δικό μου το μυαλό είναι ευκλείδειο, γήινο. Πώς να λύσω λοιπόν προβλήματα που δεν προέρχονται από τούτη τη γη; Μα και σένα σε συμβουλεύω, φίλε μου Αλιόσα, να μην τα σκέφτεσαι αυτά, μα περισσότερο απ' όλα να μην σκέφτεσαι αν υπάρχει ή όχι Θεός. Όλα τούτα τα ζητήματα δεν είναι κατάλληλα για το λογικό μας, που δημιουργήθηκε έτσι που να εννοεί μονάχα τις τρεις διαστάσεις. Λοιπόν όχι μονάχα παραδέχομαι το Θεό πρόθυμα, μα παραδέχομαι και τη σοφία Του και το σκοπό Του —που αυτά πια μας είναι εντελώς άγνωστα— πιστεύω στην τάξη, στο νόημα της ζωής, πιστεύω στην αιώνια αρμονία που μέσα της θα διαλυθούμε όλοι μας, πιστεύω στον Λόγο που προς αυτόν τείνει το Σύμπαν, το Λόγο που ην προς τον Θεόν και που είναι ο ίδιος ο Θεός, κ.ο.κ. εις το άπειρον! Από λόγια πάνω σ' αυτό άλλο τίποτα. Νομίζω πως βρίσκομαι σε καλό δρόμο, ε; Κι όμως φαντάσου πως στο τέλος δεν παραδέχομαι αυτόν τον κόσμο του Θεού, δεν τον παραδέχομαι, αν και ξέρω πως υπάρχει, μα δεν τον αναγνωρίζω καθόλου. Δεν είναι πως δεν παραδέχομαι το Θεό, νιώσε το αυτό, μα τον κόσμο που δημιούργησε αυτός, τον κόσμο του Θεού δεν τον παραδέχομαι κι αρνιέμαι να τον παραδεχτώ. Εξηγούμαι: Είμαι σίγουρος σαν μικρό παιδί πως όλες οι οδύνες θα γιατρευτούν και θα πραϋνθούν, πως όλη η προσβλητική κωμικότητα των ανθρώπινων αντιθέσεων θα εξαφανιστεί σαν τρισάθλιος αντικατοπτρισμός, σαν μια μυσαρή φαντασίωση, σαν ένα μόριο αδύνατου κι ασήμαντου ευκλείδειου ανθρώπινου μυαλού, πως, τέλος, στο παγκόσμιο φινάλε, τη στιγμή της αιώνιας αρμονίας θα παρουσιαστεί και θα συμβεί κάτι που θα 'ναι τόσο πολύτιμο, που θα επαρκέσει για όλες τις καρδιές, για τον καθησυχασμό όλων των αγαναχτήσεων, για την εξαγορά όλων των ανθρωπίνων εγκλημάτων, όλου του χυμένου αίματος, θα φτάσει όχι μονάχα για τη συγνώμη μα και για τη δικαίωση του κάθε τι που έχει συμβεί στους ανθρώπους. Ας είναι, ας είναι, όλα αυτά θα γίνουν, το παραδέχομαι, μα δεν το αποδέχομαι κι ούτε θέλω να το αποδεχτώ! Ας συναντηθούν ακόμα και οι παράλληλες ευθείες κι ας το δω και μονάχος μου: θα το δω και θα πω πως συναντήθηκαν, μα δε θα το αποδεχτώ. Νά η ουσία μου, Αλιόσα, νά η θέση μου. Αυτό πια στο είπα σοβαρά. Επίτηδες άρχισα τούτη την κουβέντα με τον πιο ανόητο τρόπο που μπορούσε να γίνει, μα την έφερα ως την εξομολόγησή μου γιατί αυτό είναι το μόνο που χρειάζεσαι εσύ. Δε σου χρειαζότανε να συζητήσουμε για το Θεό, μα ήθελες να μάθεις μονάχα με τι ζει ο αγαπημένος σου αδερφός. Ε, λοιπόν, στο είπα.
O Ιβάν τέλειωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.
— Και για ποιο λόγο άρχισες «με τον πιο ανόητο τρόπο που μπορούσε να γίνει»; ρώτησε ο Αλιόσα κοιτάζοντάς τον σκεφτικά.
— Μα πρώτα πρώτα χάριν ρωσισμού: οι ρούσικες συζητήσεις σε τούτα τα θέματα γίνονται με τον πιο ανόητο τρόπο. Και δεύτερο γιατί όσο πιο ανόητος ο τρόπος, τόσο πιο κοντά στο θέμα βρισκόμαστε. Όσο πιο ανόητα, τόσο η σαφήνεια είναι μεγαλύτερη. Η ανοησία είναι σύντομη κι απονήρευτη, μα το μυαλό κάνει ένα σωρό τζιριτζάντζουλες και κρύβεται. Το μυαλό είναι ύπουλο, μα η ανοησία έχει τιμιότητα και ντομπροσύνη. Έφερα την κουβέντα και σου μίλησα για την απελπισία μου, κι όσο πιο ανόητα την εξέφρασα, τόσο πιο συμφερτικό στάθηκε για μένα.
— Θα μου εξηγήσεις γιατί δεν «αποδέχεσαι τον κόσμο»; πρόφερε ο Αλιόσα.
— Μα και βέβαια θα στο εξηγήσω, δεν το 'χω δα μυστικό, αυτό ακριβώς είχα σκοπό να σου πω. Αδερφούλη μου, δεν το θέλω να σε διαφθείρω και να σου κλονίσω την πίστη σου, ίσως απεναντίας να 'θελα να σώσω τον εαυτό μου με τη βοήθειά σου, είπε και χαμογέλασε ξαφνικά ο Ιβάν εντελώς σαν μικρό και πράο αγόρι.
Ποτέ ως τα τώρα δεν τον είχε δει ο Αλιόσα μ' αυτό το χαμόγελο.