×

Мы используем cookie-файлы, чтобы сделать работу LingQ лучше. Находясь на нашем сайте, вы соглашаетесь на наши правила обработки файлов «cookie».


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. II. γ) Αναμνήσεις...

6. II. γ) Αναμνήσεις...

γ) Αναμνήσεις εκ της εφηβικής και νεανικής ηλικίας τον στάρετς Ζωσιμά, πριν ακολουθήσει τον μοναστικόν βίον. Η μονομαχία.

Στην Πετρούπολη έμεινα κάπου οχτώ χρόνια στη Στρατιωτική Σχολή και η καινούργια ανατροφή έπνιξε μέσα μου πολλές παιδικές εντυπώσεις, αν και δεν ξέχασα τίποτα. Σε αντάλλαγμα απόχτησα τόσες καινούργιες συνήθειες και ιδέες έτσι που έγινα ένα πλάσμα σχεδόν άγριο, άσπλαχνο κι ανόητο. Απόχτησα το λούστρο της κοσμικότητας και της καλής συμπεριφοράς μαζί με τα γαλλικά μου, μα τους στρατιώτες που μας υπηρετούσαν στη Σχολή τους θεωρούσα, όπως κι όλοι οι άλλοι, πραγματικά κτήνη. Ίσως μάλιστα και περισσότερο απ' τους άλλους γιατί εγώ επηρεαζόμουν απ' το περιβάλλον πιο πολύ απ' όλους τους φίλους μου. Όταν γίναμε αξιωματικοί, ήμασταν έτοιμοι να χύσουμε αίμα για μια προσβολή που θα κάνανε στο σύνταγμά μας, όμως για την πραγματική τιμή κανένας σχεδόν από μας δεν είχε καν ιδέα τι πράγμα είναι. Μα κι αν μάθαινε τι είναι αυτή η τιμή, τότε αυτός πρώτος θα την κορόιδευε αμέσως. Σχεδόν περηφανευόμαστε για τα μεθύσια, τις ακολασίες μας και τους παλικαρισμούς μας. Δεν μπορώ να πω πως ήμασταν όλοι κακοί. Όλοι τούτοι οι νέοι ήταν καλοί, μονάχα που φέρονταν άσχημα και περισσότερο απ' όλους εγώ. Και το κυριότερο είναι που βρέθηκα με δικά μου λεφτά. Βάλθηκα λοιπόν να ζω όπως μου 'κανε κέφι, μ' όλη την ασυγκρατησιά της νιότης. Μα το παράξενο είναι τούτο: διάβαζα τότε και βιβλία, και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση. Μονάχα τη Γραφή δεν άνοιγα σχεδόν ποτέ μου εκείνον τον καιρό, αν και ποτέ δεν την αποχωριζόμουν και πάντα την κουβαλούσα μαζί μου: πραγματικά το φύλαγα αυτό το βιβλίο, χωρίς να το ξέρω κι ο ίδιος «ώσπου να 'ρθει το πλήρωμα του χρόνου». Υπηρετούσα πια κάπου τέσσερα χρόνια όταν βρέθηκα στην πολιτεία όπου στάθμευε τότε το σύνταγμά μας. Η κοινωνία της πολιτείας ήταν πολυάριθμη, πολυποίκιλη, εύθυμη, φιλόξενη και πλούσια. Παντού με δέχονταν καλά γιατί από φυσικού μου ήμουν εύθυμος και γιατί περνούσα για πλούσιος, πράγμα που 'χει μεγάλη σημασία για τον κόσμο. Τότε ήταν που 'γινε ένα περιστατικό που στάθηκε η αρχή για όλα τ' άλλα. Γνωρίστηκα με μια νέα και πολύ όμορφη κοπέλα, έξυπνη κι άξια, με περίφημο χαρακτήρα, ευγενική, κόρη ευυπόληπτων γονέων. Ήταν άνθρωποι με περιουσία, είχαν επιρροή και δύναμη, εμένα με δέχονταν πρόθυμα και με χαρά στο σπίτι τους. Όπου μου φάνηκε πως η κοπέλα μ' αγαπάει. Η καρδιά μου φλογίστηκε σ' αυτή τη σκέψη. Αργότερα κατάλαβα πως ίσως να μην την αγαπούσα και τόσο, μονάχα που εχτιμούσα την εξυπνάδα και τον ανώτερο χαρακτήρα της, πράγμα που δεν μπορούσε να μη συμβαίνει. Όμως ο εγωισμός μ' εμπόδισε τότε να ζητήσω το χέρι της: μου φάνηκε βαρύ και δύσκολο να χάσω τις απολαύσεις της ακόλαστης εργένικης, ελεύθερης ζωής μου από τόσο νέος, αφού μάλιστα είχα και λεφτά. Ωστόσο έκανα μερικούς υπαινιγμούς. Πάντως ανέβαλα για λίγο κάθε αποφασιστικό διάβημα. Τότε με στείλανε ξαφνικά σ' άλλη πολιτεία, για δυο μήνες. Γυρίζω ύστερα από δυο μήνες και μαθαίνω πως η κοπέλα παντρεύτηκε πια, πήρε έναν πλούσιο τσιφλικά της περιοχής, έναν άνθρωπο που, αν και ήταν μεγαλύτερος από μένα, ήταν νέος ακόμα, που είχε σχέσεις στην πρωτεύουσα και μάλιστα με τον καλύτερο κόσμο, πράγμα που δεν είχα εγώ, που ήταν πολύ ευγενικός και μορφωμένος, ενώ εγώ δεν είχα καμιά μόρφωση. Τόσο με έπληξε αυτό το αναπάντεχο γεγονός που θόλωσε το μυαλό μου. Το σπουδαίο ήταν που, όπως έμαθα τότε, τούτος ο νέος τσιφλικάς ήταν αρραβωνιαστικός της από καιρό και τον συναντούσα και γω ο ίδιος πολλές φορές στο σπίτι της κοπέλας, μα δεν είχα παρατηρήσει τίποτα, τυφλωμένος απ' τη μεγάλη ιδέα που 'χα για τον εαυτό μου. Αυτό ήταν που με πείραξε πιο πολύ απ' όλα: πώς δηλαδή έγινε να το ξέρουν σχεδόν όλοι και γω μονάχα να μην το ξέρω; Κι ένιωσα ξαφνικά πραγματική μανία. Άρχισα να θυμάμαι —και σ' αυτές τις στιγμές μου ερχόταν το αίμα στο κεφάλι— πως πολλές φορές της μίλησα σχεδόν καθαρά για την αγάπη μου και, μια και δε με σταματούσε και δε με προειδοποιούσε, θα πει, συμπέρανα τώρα, πως με κορόιδευε. Αργότερα τα σκέφτηκα καλύτερα, βέβαια, και θυμήθηκα πως καθόλου δεν κορόιδευε μα απεναντίας έκοβε παιχνιδιάρικα αυτές τις κουβέντες κι άρχιζε να μιλάει για κάτι άλλο. Μα τότε δεν μπόρεσα να το καταλάβω αυτό και διψούσα για εκδίκηση. Θυμάμαι τώρα με απορία πως ο θυμός μου εκείνος και η δίψα της εκδίκησης φαίνονταν και σε μένα τον ίδιο καταθλιπτικά και σιχαμερά, γιατί με τον επιπόλαιο χαρακτήρα μου συνήθως ξεχνούσα γρήγορα το θυμό μου. Γι' αυτό εξερέθιζα επίτηδες τον εαυτό μου και τελικά κατάντησα σιχαμένος κι ανόητος. Περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία και μια φορά, μπροστά σε πολύ κόσμο, κατάφερα να προσβάλω τον «αντίζηλό» μου για μια εντελώς άσχετη αιτία. Τον ειρωνεύτηκα για μια γνώμη που είπε πάνω σ' ένα σπουδαίο γεγονός —είμαστε τότε στα 1826—και τον ειρωνεύτηκα, καθώς λέγανε, έξυπνα και πετυχημένα. Ύστερα τον ανάγκασα να μου ζητήσει εξηγήσεις και τότε εγώ απάντησα με τόση αγένεια που δέχτηκε την πρόκλησή μου σε μονομαχία, παρ' όλη την τεράστια διαφορά που υπήρχε ανάμεσά μας. Γιατί εγώ ήμουνα νεότερος του, ασήμαντος και είχα μικρό βαθμό. Αργότερα έμαθα θετικά πως δέχτηκε την πρόκληση γιατί κι αυτός κατά κάποιον τρόπο με ζήλευε: με ζήλευε και πρώτα λιγάκι, όταν ακόμα δεν είχε παντρευτεί. Τώρα σκέφτηκε, αν η γυναίκα του μάθει πως υπόμεινε την προσβολή μου και δεν τόλμησε να με καλέσει σε μονομαχία, ίσως να τον περιφρονούσε άθελά της και να κλονιζόταν η αγάπη της γι' αυτόν. Μάρτυρα βρήκα εύκολα, ένα φίλο μου υπολοχαγό του συντάγματος μας. Αν και τότε απαγορευόταν αυστηρά η μονομαχία, ωστόσο ήταν πολύ της μόδας, ιδιαίτερα στους στρατιωτικούς— τόση είναι η δύναμη των άγριων προλήψεων. Τέλειωνε ο Ιούνιος, και η συνάντησή μας ορίστηκε για την άλλη μέρα, έξω απ' την πολιτεία, στις εφτά το πρωί. Και τότε έγινε κάτι που άλλαξε τα πάντα. Σαν γύρισα το βράδυ στο σπίτι, άγριος κι αποτρόπαιος, θύμωσα με την ορντινάντσα μου, τον Αθανάση, και τον χτύπησα δυο φορές μ' όλη μου τη δύναμη στο πρόσωπο, τόσο που έτρεξε αίμα. Δεν είχε πολύ καιρό στην υπηρεσία μου και συνέβη κι άλλες φορές να τον χτυπήσω, μα ποτέ με τόση θηριώδικη αγριότητα. Και —το πιστεύετε τάχα, αγαπητοί μου;— έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε, μα το θυμάμαι ακόμα με ντροπή και με οδύνη. Έπεσα να κοιμηθώ, με πήρε ο ύπνος κάπου για τρεις ώρες, ξυπνάω, είχε αρχίσει να χαράζει. Σηκώθηκα, δεν ήθελα πια να κοιμηθώ, πλησίασα στο παράθυρο, τ' άνοιξα —έβλεπε στον κήπο— βλέπω που σκάει ο ήλιος, είναι ζεστά, όμορφα, τα πουλιά κελαϊδούσαν. Τι να 'ναι αυτό, σκέφτομαι, που νιώθω στην ψυχή μου, σαν κάτι ποταπό κι επαίσχυντο; Μήπως τάχα γιατί πάω να χύσω αίμα; Όχι, σκέφτομαι, σαν να μην είναι αυτό. Μήπως είναι τάχα που φοβάμαι το θάνατο, φοβάμαι πως θα σκοτωθώ; Όχι δεν είναι αυτό, καθόλου δεν είναι αυτό... Και ξαφνικά κατάλαβα μονομιάς τι έτρεχε: ήταν που χτες το βράδι είχα χτυπήσει τον Αθανάση! Όλα τα ξανάδα ξαφνικά, λες και ξαναγίνανε: αυτός να στέκεται μπροστά μου και γω να τον χτυπάω μ' όλη μου τη φόρα, κι αυτός να μένει προσοχή, κλαρίνο, με το κεφάλι ψηλά, με τα μάτια διεσταλμένα, να ταλαντεύεται στο κάθε χτύπημα και να μην τολμάει ούτε τα χέρια του να σηκώσει για να προφυλαχτεί. Ένας άνθρωπος να καταντήσει έτσι. Ένας άνθρωπος να χτυπάει έναν άλλον άνθρωπο. Τι έγκλημα! Ήταν σαν μια σουβλερή βελόνα να διαπέρασε την ψυχή μου. Στέκομαι εκεί σαν χαμένος κι ο ήλιος λάμπει, τα φυλλαράκια χαρούμενα λαμπυρίζουν, και τα πουλάκια, τα πουλάκια υμνούν τον Κύριο... Σκέπασα με τις δυο παλάμες μου το πρόσωπο, σωριάστηκα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω μ' αναφυλλητά. Θυμήθηκα τότε τον αδερφό μου τον Μάρκελο και τα λόγια που 'λεγε στους υπηρέτες πριν πεθάνει:

— Αγαπημένοι μου, καλοί μου, γιατί με υπηρετείτε; Γιατί μ' αγαπάτε; Τ' αξίζω τάχα να δουλεύουν άλλοι για μένα;

«Ναι, τ' αξίζω τάχα;» σκέφτηκα ξαφνικά.

Αλήθεια, από πού κι ως πού έγινα άξιος να με υπηρετεί ένας άνθρωπος που πλάστηκε κι αυτός όπως κι εγώ, κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού; Τότε για πρώτη φορά μου καρφώθηκε τούτη η σκέψη στο κεφάλι.

— Μητερούλα μου, σταγονίτσα του αίματός μου, αλήθεια στο λέω: ο καθένας είναι ένοχος μπροστά σ' όλους, μονάχα που δεν το ξέρουν αυτό οι άνθρωποι, μα αν το ξέρανε, αμέσως θα γινόταν Παράδεισος η γη!

«Θεέ μου, μα μήπως τάχα είναι ψέματα αυτό;» σκέφτομαι γω και κλαίω. «Ίσως και στ' αλήθεια να 'μαι πιο ένοχος απ' όλους, κι όλους να τους αδίκησα, ίσως να 'μαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου!»

Και είδα ξαφνικά όλη την αλήθεια, σ' όλη της τη λάμψη: τι πάω να κάνω; Πάω να σκοτώσω έναν άνθρωπο αγαθό, μυαλωμένο, που δε μου 'φταιξε σε τίποτα, και θα κάνω ταυτόχρονα τη γυναίκα του δυστυχισμένη, θα τη βασανίσω, θα τη σκοτώσω. Έμενα έτσι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μπρούμυτα, με το πρόσωπο στο μαξιλάρι κι ούτε κατάλαβα καθόλου πώς πέρασε η ώρα. Ξάφνου μπαίνει ο φίλος μου ο υπολοχαγός να με πάρει, κρατώντας και τα πιστόλια:

— Α, μου λέει, καλά που σηκώθηκες, είναι ώρα πια, πάμε. Τότε εγώ τα 'χασα εντελώς, είχαμε βγει για να μπούμε στ' αμάξι:

— Περίμενε δυο λεπτά του λέω, θα γυρίσω αμέσως, ξέχασα το πορτοφόλι μου.

Έτρεξα μέσα μονάχος μου και πήγα κατευθείαν στο καμαράκι του Αθανάση:

— Αθανάση, του λέω, χτες σε χτύπησα δυο φορές στο πρόσωπο, συγχώρεσέ με.

Αυτός ανατρίχιασε, σαν να τρόμαξε, με κοιτάζει, και βλέπω πως αυτό είναι λίγο, λίγο είναι, και ξαφνικά, έτσι όπως ήμουν με τη στολή μου, πέφτω στα γόνατα μπροστά του και κάνω μια υπόκλιση ως το πάτωμα:

— Συγχώρα με! του λέω.

Τότε πια έμεινε εντελώς αποσβολωμένος:

— Η ευγένειά σας, πατερούλη, αφέντη μου, μα πώς εσείς... μα το αξίζω τάχα... και ξαφνικά έβαλε τα κλάματα, όπως και γω πριν από λίγο.

Σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπό του, γύρισε προς το παράθυρο κι άρχισε να τρέμει σύγκορμος απ' τα αναφυλλητά και γω έτρεξα έξω, πήδηξα στο αμάξι.

— Τράβα, φωνάζω στον αμαξά. Κοίτα, φωνάζω στο φίλο μου, κοίτα έναν νικητή, νάτος, μπροστά σου!

Ήμουνα σαν σε έκσταση, γελούσα, σ' όλο το δρόμο μιλούσα, μιλούσα, δε θυμάμαι πια τι είπα. Αυτός με κοιτάει και λέει:

— Μωρέ, αδερφέ μου, μπράβο σου, βλέπω πως θα τιμήσεις τη στολή μας.

Έτσι φτάσαμε στον τόπο της μονομαχίας. Οι άλλοι ήταν κιόλας εκεί και μας περίμεναν. Μας βάλανε σ' απόσταση δώδεκα βημάτων, αυτός θα πυροβολούσε πρώτος. Στέκομαι μπροστά του χαρούμενος, κατά πρόσωπο, ούτε το μάτι μου δεν παίζει, τον κοιτάζω και τον αγαπώ, ξέρω τι θα κάνω. Έριξε αυτός πρώτος- μόλις μου γρατζούνισε μονάχα το μάγουλο κι άγγιξε τ' αυτί.

— Δόξα να 'χει ο Θεός, φωνάζω εγώ, δε σκοτώσατε άνθρωπο! Άρπαξα τότε το δικό μου πιστόλι, γύρισα και το πέταξα μακριά μου, στο δάσος:

— Εκεί είναι η θέση σου.

Ύστερα γύρισα στον αντίπαλό μου:

— Ευγενέστατε κύριε, του λέω, συγχωρέστε με τον ανόητο νεαρό που σας πρόσβαλα και σας λύπησα και σας ανάγκασα τώρα να με πυροβολήσετε. Είμαι δέκα φορές χειρότερος από σας, ίσως και περισσότερο. Πέστε τα αυτά και σε κείνο το πρόσωπο που το τιμάτε περισσότερο απ' όλα στον κόσμο.

Μόλις τα πρόφερα αυτά και οι τρεις τους βάλανε τις φωνές.

— Μα τι είναι αυτά, μου λέει ο αντίπαλός μου θύμωσε κιόλας. Αφού δε θέλατε να χτυπηθείτε προς τι όλα αυτά;

— Χτες ήμουν ανόητος ακόμα, μα σήμερα έβαλα μυαλό, του λέω όλος χαρά.

— Για τα χτεσινά σας πιστεύω, μου λέει, μα για το σημερινό είναι δύσκολο να το συμπεράνει κανείς απ' τα λεγόμενά σας.

— Μπράβο, του φωνάζω, χειροκρότησα κιόλας, συμφωνώ και σ' αυτό μαζί σας, μου αξίζει!

— Θα πυροβολήσετε, αξιότιμε κύριε, ή όχι;

— Όχι, του λέω. Μα αν θέλετε μπορείτε να πυροβολήσετε ακόμα μια φορά, όμως νομίζω πως καλύτερα θα 'ταν να μην το κάνετε.

Φώναζαν και οι μάρτυρες, και περισσότερο ο δικός μου.

— Αυτό είναι αίσχος για το σύνταγμά μας, να ζητάς συγνώμη στο πεδίο της τιμής. Αν το 'ξερα πως θα γινόταν έτσι....

Τότε στάθηκα εκεί μπροστά σ' όλους και δε γελούσα πια:

— Κύριοι, τους λέω, ώστε είναι τόσο εκπληκτικό λοιπόν για την εποχή μας να συναντήσετε έναν άνθρωπο που να μετανιώνει για την ανοησία του και να παραδεχτεί δημόσια πως έχει άδικο;

— Ναι, μα όχι στο πεδίο της τιμής, μου φωνάζει και πάλι ο μάρτυράς μου.

— Σωστά, τους απαντάω, έπρεπε να παραδεχτώ το άδικο μόλις φτάσαμε εδώ πέρα, πριν ακόμα πυροβολήσει, και να μην τον παρασύρω στο μεγάλο αυτό και θανάσιμο αμάρτημα, μα τόσο πια έχουμε εξαχρειωθεί όλοι μας, τους λέω, που μου ήταν σχεδόν αδύνατο να φερθώ έτσι, γιατί μονάχα τώρα που δέχτηκα τον πυροβολισμό του από δώδεκα βήματα απόσταση, μπορούν τα λόγια μου κάτι ν' αξίζουν για σας. Αν τα 'λεγα πριν απ' τον πυροβολισμό, μόλις φτάσαμε δω πέρα, τότε θα λέγατε: Είναι δειλός, φοβήθηκε το πιστόλι. Δεν αξίζει ούτε να τον ακούσουμε. Κύριοι, φώναξα ξαφνικά μέσα απ' την καρδιά μου, κοιτάχτε τριγύρω τα δώρα του Θεού: τον φωτεινό ουρανό, τον καθάριο αγέρα, το απαλό χορτάρι, τα πουλάκια, όλη την πανώρια κι αθώα φύση, και μεις, μονάχα εμείς είμαστε άθεοι κι ανόητοι και δεν καταλαβαίνουμε πως η ζωή είναι Παράδεισος, γιατί φτάνει να θελήσουμε να το καταλάβουμε και τότε θα δούμε γύρω μας τον Παράδεισο σ' όλη του την ομορφιά, θ' αγκαλιαστούμε και θα κλάψουμε από χαρά...

Ήθελα να συνεχίσω ακόμα μα δεν μπόρεσα, η πνοή μου κόπηκε, ένιωθα τόσο γλυκά, τόσο νεανικά και τόση ευτυχία στην καρδιά μου, όση δεν ένιωσα σ' όλη μου τη ζωή.

— Σωφρονέστατα και ευσεβέστατα τα όσα λέτε, μου λέει ο αντίπαλος, πάντως είστε πολύ πρωτότυπος.

— Γελάστε, του λέω γελώντας και γω. Μα αργότερα θα μ' επαινέσετε κι ο ίδιος.

— Μα και τώρα, μου λέει, είμαι έτοιμος να σας επαινέσω, ορίστε, σας απλώνω το χέρι μου γιατί, καθώς φαίνεται, είστε ειλικρινής.

— Όχι, λέω γω, τώρα δεν είναι ανάγκη, μα ύστερα, όταν θα γίνω καλύτερος κι άξιος της εκτίμησής σας, τότε να μου δώσετε το χέρι σας, καλά θα κάνετε.

Γυρίσαμε στο σπίτι, ο μάρτυράς μου σ' όλο το δρόμο μ' έβριζε, και γω τον φιλούσα. Αμέσως τα μάθανε όλοι οι συνάδελφοί μου και μαζεύτηκαν να με δικάσουν εκείνη την ίδια μέρα:

— Ατίμασε, λέγανε, τη στολή, ας παραιτηθεί.

Βρέθηκαν και υπερασπιστές:

— Όμως στάθηκε να τον πυροβολήσουν, λέγανε αυτοί.

— Ναι, μα φοβήθηκε τους άλλους πυροβολισμούς και ζήτησε συγνώμη στο πεδίο της τιμής.

— Μα αν φοβόταν τους πυροβολισμούς, αντιλέγανε οι υπερασπιστές, θα 'ριχνε πρώτα κι αυτός πριν να ζητήσει συγνώμη. Όμως το πιστόλι του, γεμάτο ακόμα, το πέταξε στο δάσος. Όχι, εδώ συμβαίνει κάτι άλλο, πολύ πρωτότυπο.

Τους ακούω εγώ και διασκεδάζω κοιτάζοντάς τους:

— Φίλοι μου, τους λέω, σύντροφοί μου, μη νοιάζεστε για την παραίτησή μου, γιατί το 'κανα κιόλας, την υπέβαλα σήμερα το πρωί στη Γραμματεία κι όταν τη δεχτούν, τότε θα πάω αμέσως σε μοναστήρι, γι' αυτό παραιτούμαι.

Μόλις το είπα αυτό, βάλανε όλοι τους, ως τον τελευταίο, τα γέλια:

—Δε μας το 'λεγες απ' την αρχή; Ε, τώρα όλα εξηγούνται, τον καλόγερο ποιος τον κρίνει!

Γελάνε, δεν μπορούν να κρατήσουν τα χάχανά τους, μα χωρίς να με κοροϊδεύουν, έτσι χαϊδευτικά, εύθυμα· μ' αγάπησαν ξαφνικά όλοι τους, ακόμα και οι πιο μανιασμένοι κατήγοροι, κι αργότερα, όλο εκείνο το μήνα, ώσπου να εγκριθεί η παραίτησή μου, με είχανε μη στάξει και μη βρέξει:

— Αχ, καλόγερέ μας, μου λέγανε.

O καθένας τους έβρισκε να μου πει κι από έναν καλό λόγο, προσπαθούσαν να με κάνουν ν' αλλάξω γνώμη, με λυπόνταν μάλιστα:

— Δε σκέφτεσαι τι κακό πας να κάνεις στον εαυτό σου;

— Όχι, λένε, δεν είναι φοβιτσιάρης, στάθηκε και τον πυροβόλησαν και μπορούσε να ρίξει κι αυτός, μα είχε δει ένα όνειρο την προηγούμενη νύχτα να γίνει καλόγερος, νά γιατί έκανε ό,τι έκανε.

Τα ίδια έλεγε κι ο κόσμος της πολιτείας. Πρώτα δε με πρόσεχαν και τόσο πολύ, με δέχονταν μονάχα στα σπίτια τους, μα τώρα άρχισαν να με καλούν όλοι: γελούσαν μαζί μου και ταυτόχρονα μ' αγαπούσαν κιόλας. Θα παρατηρήσω εδώ πως αν και μιλούσαν όλοι για τη μονομαχία, οι Αρχές αποσιώπησαν την υπόθεση γιατί ο αντίπαλός μου ήταν κοντινός συγγενής του στρατηγού μας και μια κι όλα τελειώσανε χωρίς να χυθεί αίμα, σαν να γίνανε στ' αστεία, και μια και γω παραιτήθηκα, το γυρίσανε κι αυτοί στ' αστείο. Κι άρχισα τότε να μιλάω ανοιχτά κι άφοβα, παρ' όλα τα γέλια, γιατί όλοι γελούσαν, χωρίς κακία βέβαια, με καλοσύνη. Αυτές οι κουβέντες γίνονταν το περισσότερο στις συγκεντρώσεις των κυριών· στις γυναίκες άρεσε πιο πολύ να μ' ακούν κι αυτές αναγκάζανε και τους άντρες.

— Μα πώς μπορεί να φταίω γω για τα κρίματα όλων των άλλων; γελούσε ο καθένας μπροστά μου. Μπορώ να φταίω τάχα για σας λόγου χάρη;

— Μα πού να το καταλάβετε αυτό, τους απαντάω, όταν όλος ο κόσμος από καιρό πια έχει πάρει άλλο δρόμο, κι όταν το ψέμα το νομίζουμε γι' αλήθεια και απαιτούμε κι απ' τους άλλους το ίδιο ψέμα; Νά, εγώ μια φορά στη ζωή μου φέρθηκα ειλικρινά και τι έγινε; Με νομίζετε όλοι σας για παλαβό. Αν και μ' αγαπήσατε, τους λέω, γελάτε ωστόσο μαζί μου.

— Μα πώς μπορεί να μην αγαπήσει κανείς έναν άνθρωπο σαν και σας; μου απαντάει η οικοδέσποινα και βάζει τα γέλια και οι καλεσμένοι της ήταν πολλοί.

Ξαφνικά βλέπω να σηκώνεται εκείνη η κοπέλα που γι' αυτήν προκάλεσα τη μονομαχία και που 'χα σκοπό να την παντρευτώ. Δεν το παρατήρησα καθόλου πως είχε έρθει τώρα σ' αυτήν την εσπερίδα. Σηκώθηκε, με πλησίασε, μου 'δωσε το χέρι:

— Επιτρέψτε μου, μου λέει, να σας εξηγήσω πως εγώ δε γελάω καθόλου μαζί σας, μα απεναντίας σας ευχαριστώ με δάκρυα στα μάτια και σας εκτιμώ γι' αυτό σας το φέρσιμο.

Με πλησίασε τότε κι ο άντρας της και ύστερα άρχισαν ξαφνικά να 'ρχονται όλοι κοντά μου, μονάχα που δε με φιλούσαν. Ήμουν τόσο, μα τόσο χαρούμενος. Μα περισσότερο από κάθε άλλον πρόσεξα τότε έναν κύριο, έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, που με πλησίασε κι αυτός. Αν και ήξερα τ' όνομά του, ποτέ δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά κι ως εκείνο το βράδι δεν είχα κουβεντιάσει ούτε μια φορά μαζί του.

6. II. γ) Αναμνήσεις... 6. II. c) Memories...

γ) Αναμνήσεις εκ της εφηβικής και νεανικής ηλικίας τον στάρετς Ζωσιμά, πριν ακολουθήσει τον μοναστικόν βίον. Η μονομαχία. c) Memories of the adolescent and young age of starets Zosimas, before he followed the monastic life. The duel.

Στην Πετρούπολη έμεινα κάπου οχτώ χρόνια στη Στρατιωτική Σχολή και η καινούργια ανατροφή έπνιξε μέσα μου πολλές παιδικές εντυπώσεις, αν και δεν ξέχασα τίποτα. I stayed in Petrograd for about eight years at the Military School and the new upbringing drowned in me many childhood impressions, although I have not forgotten anything. Σε αντάλλαγμα απόχτησα τόσες καινούργιες συνήθειες και ιδέες έτσι που έγινα ένα πλάσμα σχεδόν άγριο, άσπλαχνο κι ανόητο. In return I acquired so many new habits and ideas that I became a creature almost savage, ruthless and foolish. Απόχτησα το λούστρο της κοσμικότητας και της καλής συμπεριφοράς μαζί με τα γαλλικά μου, μα τους στρατιώτες που μας υπηρετούσαν στη Σχολή τους θεωρούσα, όπως κι όλοι οι άλλοι, πραγματικά κτήνη. I lost the glaze of worldliness and good manners along with my French, but the soldiers who served us at the School I considered them, like everyone else, to be real brutes. Ίσως μάλιστα και περισσότερο απ' τους άλλους γιατί εγώ επηρεαζόμουν απ' το περιβάλλον πιο πολύ απ' όλους τους φίλους μου. Maybe even more than the others because I was more influenced by my environment than all my friends. Όταν γίναμε αξιωματικοί, ήμασταν έτοιμοι να χύσουμε αίμα για μια προσβολή που θα κάνανε στο σύνταγμά μας, όμως για την πραγματική τιμή κανένας σχεδόν από μας δεν είχε καν ιδέα τι πράγμα είναι. When we became officers, we were ready to shed blood for an insult to our regiment, but as for the real honor, almost none of us had any idea what it was. Μα κι αν μάθαινε τι είναι αυτή η τιμή, τότε αυτός πρώτος θα την κορόιδευε αμέσως. But if she found out what that price was, then he would be the first to laugh at her immediately. Σχεδόν περηφανευόμαστε για τα μεθύσια, τις ακολασίες μας και τους παλικαρισμούς μας. We almost pride ourselves on our drunkenness, our debauchery and our foolishness. Δεν μπορώ να πω πως ήμασταν όλοι κακοί. I can't say we were all bad. Όλοι τούτοι οι νέοι ήταν καλοί, μονάχα που φέρονταν άσχημα και περισσότερο απ' όλους εγώ. All these young men were good, except that they behaved badly, and most of all I did. Και το κυριότερο είναι που βρέθηκα με δικά μου λεφτά. And the main thing is that I was found with my own money. Βάλθηκα λοιπόν να ζω όπως μου 'κανε κέφι, μ' όλη την ασυγκρατησιά της νιότης. So I started to live as I pleased, with all the restraint of youth. Μα το παράξενο είναι τούτο: διάβαζα τότε και βιβλία, και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση. But the strange thing is this: at that time I was also reading books, and with great pleasure. Μονάχα τη Γραφή δεν άνοιγα σχεδόν ποτέ μου εκείνον τον καιρό, αν και ποτέ δεν την αποχωριζόμουν και πάντα την κουβαλούσα μαζί μου: πραγματικά το φύλαγα αυτό το βιβλίο, χωρίς να το ξέρω κι ο ίδιος «ώσπου να 'ρθει το πλήρωμα του χρόνου». Only the Bible I hardly ever opened at that time, although I never parted with it and always carried it with me: I really kept that book, without knowing it myself, "until the fullness of time". Υπηρετούσα πια κάπου τέσσερα χρόνια όταν βρέθηκα στην πολιτεία όπου στάθμευε τότε το σύνταγμά μας. I had been in service for about four years when I found myself in the state where our constitution was then stationed. Η κοινωνία της πολιτείας ήταν πολυάριθμη, πολυποίκιλη, εύθυμη, φιλόξενη και πλούσια. The society of the state was numerous, diverse, cheerful, hospitable and rich. Παντού με δέχονταν καλά γιατί από φυσικού μου ήμουν εύθυμος και γιατί περνούσα για πλούσιος, πράγμα που 'χει μεγάλη σημασία για τον κόσμο. Everywhere I was well received because I was naturally cheerful and because I thought I was rich, which is of great importance to the world. Τότε ήταν που 'γινε ένα περιστατικό που στάθηκε η αρχή για όλα τ' άλλα. It was then that there was an incident that was the beginning of everything else. Γνωρίστηκα με μια νέα και πολύ όμορφη κοπέλα, έξυπνη κι άξια, με περίφημο χαρακτήρα, ευγενική, κόρη ευυπόληπτων γονέων. I met a young and very beautiful girl, intelligent and deserving, with a fine character, kind, daughter of respectable parents. Ήταν άνθρωποι με περιουσία, είχαν επιρροή και δύναμη, εμένα με δέχονταν πρόθυμα και με χαρά στο σπίτι τους. They were men of property, influence and power, and they welcomed me willingly and gladly into their home. Όπου μου φάνηκε πως η κοπέλα μ' αγαπάει. Where it seemed to me that the girl loved me. Η καρδιά μου φλογίστηκε σ' αυτή τη σκέψη. My heart burned at that thought. Αργότερα κατάλαβα πως ίσως να μην την αγαπούσα και τόσο, μονάχα που εχτιμούσα την εξυπνάδα και τον ανώτερο χαρακτήρα της, πράγμα που δεν μπορούσε να μη συμβαίνει. Later I realized that maybe I didn't love her that much, only that I appreciated her intelligence and superior character, which could not be otherwise. Όμως ο εγωισμός μ' εμπόδισε τότε να ζητήσω το χέρι της: μου φάνηκε βαρύ και δύσκολο να χάσω τις απολαύσεις της ακόλαστης εργένικης, ελεύθερης ζωής μου από τόσο νέος, αφού μάλιστα είχα και λεφτά. But selfishness then prevented me from asking for her hand: it seemed to me heavy and difficult to lose the pleasures of my licentious, single, free life at such a young age, since I had money. Ωστόσο έκανα μερικούς υπαινιγμούς. However, I did make a few hints. Πάντως ανέβαλα για λίγο κάθε αποφασιστικό διάβημα. Τότε με στείλανε ξαφνικά σ' άλλη πολιτεία, για δυο μήνες. Then I was suddenly sent to another state for two months. Γυρίζω ύστερα από δυο μήνες και μαθαίνω πως η κοπέλα παντρεύτηκε πια, πήρε έναν πλούσιο τσιφλικά της περιοχής, έναν άνθρωπο που, αν και ήταν μεγαλύτερος από μένα, ήταν νέος ακόμα, που είχε σχέσεις στην πρωτεύουσα και μάλιστα με τον καλύτερο κόσμο, πράγμα που δεν είχα εγώ, που ήταν πολύ ευγενικός και μορφωμένος, ενώ εγώ δεν είχα καμιά μόρφωση. I come back after two months and learn that the girl is now married, married to a rich local cheif, a man who, although older than me, was still young, who had connections in the capital and even with the best people, which I did not have, who was very polite and educated, while I had no education. Τόσο με έπληξε αυτό το αναπάντεχο γεγονός που θόλωσε το μυαλό μου. I was so overwhelmed by this unexpected event that it clouded my mind. Το σπουδαίο ήταν που, όπως έμαθα τότε, τούτος ο νέος τσιφλικάς ήταν αρραβωνιαστικός της από καιρό και τον συναντούσα και γω ο ίδιος πολλές φορές στο σπίτι της κοπέλας, μα δεν είχα παρατηρήσει τίποτα, τυφλωμένος απ' τη μεγάλη ιδέα που 'χα για τον εαυτό μου. The great thing was that, as I learned then, this new chevalier had long been her fiancé, and I myself had met him many times at the girl's house, but I had noticed nothing, blinded by the great idea I had of myself. Αυτό ήταν που με πείραξε πιο πολύ απ' όλα: πώς δηλαδή έγινε να το ξέρουν σχεδόν όλοι και γω μονάχα να μην το ξέρω; Κι ένιωσα ξαφνικά πραγματική μανία. That was what bothered me most of all: how come almost everyone knew about it and I was the only one who didn't? And I suddenly felt a real fury. Άρχισα να θυμάμαι —και σ' αυτές τις στιγμές μου ερχόταν το αίμα στο κεφάλι— πως πολλές φορές της μίλησα σχεδόν καθαρά για την αγάπη μου και, μια και δε με σταματούσε και δε με προειδοποιούσε, θα πει, συμπέρανα τώρα, πως με κορόιδευε. I began to remember - and at these moments the blood came to my head - that many times I had spoken to her almost plainly of my love, and, as she did not stop me and warn me, she would say, I now concluded, that she was laughing at me. Αργότερα τα σκέφτηκα καλύτερα, βέβαια, και θυμήθηκα πως καθόλου δεν κορόιδευε μα απεναντίας έκοβε παιχνιδιάρικα αυτές τις κουβέντες κι άρχιζε να μιλάει για κάτι άλλο. Later I thought better of it, of course, and I remembered that he was not making fun of me at all, but on the contrary, he was playfully cutting off these conversations and starting to talk about something else. Μα τότε δεν μπόρεσα να το καταλάβω αυτό και διψούσα για εκδίκηση. But at the time I couldn't understand this and I was hungry for revenge. Θυμάμαι τώρα με απορία πως ο θυμός μου εκείνος και η δίψα της εκδίκησης φαίνονταν και σε μένα τον ίδιο καταθλιπτικά και σιχαμερά, γιατί με τον επιπόλαιο χαρακτήρα μου συνήθως ξεχνούσα γρήγορα το θυμό μου. I remember now with wonder how my anger and thirst for revenge seemed to me equally depressing and disgusting, for with my frivolous nature I usually forgot my anger quickly. Γι' αυτό εξερέθιζα επίτηδες τον εαυτό μου και τελικά κατάντησα σιχαμένος κι ανόητος. That's why I deliberately exposed myself and eventually became disgusted and stupid. Περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία και μια φορά, μπροστά σε πολύ κόσμο, κατάφερα να προσβάλω τον «αντίζηλό» μου για μια εντελώς άσχετη αιτία. I waited for the right opportunity and once, in front of a large crowd, I managed to insult my "rival" for a completely unrelated reason. Τον ειρωνεύτηκα για μια γνώμη που είπε πάνω σ' ένα σπουδαίο γεγονός —είμαστε τότε στα 1826—και τον ειρωνεύτηκα, καθώς λέγανε, έξυπνα και πετυχημένα. I ridiculed him for an opinion he gave on a great event-we were then in 1826-and I ridiculed him, as they said, cleverly and successfully. Ύστερα τον ανάγκασα να μου ζητήσει εξηγήσεις και τότε εγώ απάντησα με τόση αγένεια που δέχτηκε την πρόκλησή μου σε μονομαχία, παρ' όλη την τεράστια διαφορά που υπήρχε ανάμεσά μας. Then I forced him to ask me for an explanation and then I replied with such rudeness that he accepted my challenge to a duel, despite the huge difference between us. Γιατί εγώ ήμουνα νεότερος του, ασήμαντος και είχα μικρό βαθμό. Because I was younger than him, insignificant and had a low grade. Αργότερα έμαθα θετικά πως δέχτηκε την πρόκληση γιατί κι αυτός κατά κάποιον τρόπο με ζήλευε: με ζήλευε και πρώτα λιγάκι, όταν ακόμα δεν είχε παντρευτεί. Later I learned positively that he accepted the challenge because he too was jealous of me in a way: he was jealous of me even a little bit at first, when he was not yet married. Τώρα σκέφτηκε, αν η γυναίκα του μάθει πως υπόμεινε την προσβολή μου και δεν τόλμησε να με καλέσει σε μονομαχία, ίσως να τον περιφρονούσε άθελά της και να κλονιζόταν η αγάπη της γι' αυτόν. Now he thought, if his wife were to learn that he had suffered my insult and did not dare to challenge me to a duel, she might unwittingly despise him and shake her love for him. Μάρτυρα βρήκα εύκολα, ένα φίλο μου υπολοχαγό του συντάγματος μας. I found a witness easily, a friend of mine, a lieutenant in our regiment. Αν και τότε απαγορευόταν αυστηρά η μονομαχία, ωστόσο ήταν πολύ της μόδας, ιδιαίτερα στους στρατιωτικούς— τόση είναι η δύναμη των άγριων προλήψεων. Although duelling was then strictly forbidden, it was nevertheless very fashionable, especially among the military; such is the power of wild superstitions. Τέλειωνε ο Ιούνιος, και η συνάντησή μας ορίστηκε για την άλλη μέρα, έξω απ' την πολιτεία, στις εφτά το πρωί. June was ending, and our meeting was set for the next day, outside the state, at seven in the morning. Και τότε έγινε κάτι που άλλαξε τα πάντα. And then something happened that changed everything. Σαν γύρισα το βράδυ στο σπίτι, άγριος κι αποτρόπαιος, θύμωσα με την ορντινάντσα μου, τον Αθανάση, και τον χτύπησα δυο φορές μ' όλη μου τη δύναμη στο πρόσωπο, τόσο που έτρεξε αίμα. When I returned home in the evening, wild and hideous, I was angry with my orderly, Athanasius, and I hit him twice in the face with all my strength, so much so that blood flowed. Δεν είχε πολύ καιρό στην υπηρεσία μου και συνέβη κι άλλες φορές να τον χτυπήσω, μα ποτέ με τόση θηριώδικη αγριότητα. He had not been in my service long, and I happened to hit him a few times, but never with such savagery. Και —το πιστεύετε τάχα, αγαπητοί μου;— έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε, μα το θυμάμαι ακόμα με ντροπή και με οδύνη. And - can you believe it, my dears?- forty years have passed since then, but I still remember it with shame and pain. Έπεσα να κοιμηθώ, με πήρε ο ύπνος κάπου για τρεις ώρες, ξυπνάω, είχε αρχίσει να χαράζει. I fell asleep, fell asleep for about three hours, woke up, it was dawning. Σηκώθηκα, δεν ήθελα πια να κοιμηθώ, πλησίασα στο παράθυρο, τ' άνοιξα —έβλεπε στον κήπο— βλέπω που σκάει ο ήλιος, είναι ζεστά, όμορφα, τα πουλιά κελαϊδούσαν. I got up, I didn't want to sleep anymore, I went to the window, opened it - he was looking into the garden - I see the sun shining, it's warm, beautiful, the birds were singing. Τι να 'ναι αυτό, σκέφτομαι, που νιώθω στην ψυχή μου, σαν κάτι ποταπό κι επαίσχυντο; Μήπως τάχα γιατί πάω να χύσω αίμα; Όχι, σκέφτομαι, σαν να μην είναι αυτό. What is this, I think, that I feel in my soul, like something vile and shameful?Is it because I am going to shed blood?No, I think, as if it were not that. Μήπως είναι τάχα που φοβάμαι το θάνατο, φοβάμαι πως θα σκοτωθώ; Όχι δεν είναι αυτό, καθόλου δεν είναι αυτό... Και ξαφνικά κατάλαβα μονομιάς τι έτρεχε: ήταν που χτες το βράδι είχα χτυπήσει τον Αθανάση! Is it because I'm afraid of death, afraid of being killed?No, it's not that, it's not that at all... And suddenly I suddenly realized what was going on: it was that last night I had hit Athanasius! Όλα τα ξανάδα ξαφνικά, λες και ξαναγίνανε: αυτός να στέκεται μπροστά μου και γω να τον χτυπάω μ' όλη μου τη φόρα, κι αυτός να μένει προσοχή, κλαρίνο, με το κεφάλι ψηλά, με τα μάτια διεσταλμένα, να ταλαντεύεται στο κάθε χτύπημα και να μην τολμάει ούτε τα χέρια του να σηκώσει για να προφυλαχτεί. I suddenly saw it all again, as if it were happening all over again: him standing in front of me and me hitting him with all my strength, and him standing at attention, clarinet, with his head up, his eyes dilated, swinging at every blow and not daring to raise his hands to protect himself. Ένας άνθρωπος να καταντήσει έτσι. A man can end up like that. Ένας άνθρωπος να χτυπάει έναν άλλον άνθρωπο. A man hitting another man. Τι έγκλημα! Ήταν σαν μια σουβλερή βελόνα να διαπέρασε την ψυχή μου. It was like a needle piercing my soul. Στέκομαι εκεί σαν χαμένος κι ο ήλιος λάμπει, τα φυλλαράκια χαρούμενα λαμπυρίζουν, και τα πουλάκια, τα πουλάκια υμνούν τον Κύριο... Σκέπασα με τις δυο παλάμες μου το πρόσωπο, σωριάστηκα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω μ' αναφυλλητά. I stand there like a lost man and the sun is shining, the leaves are shining happily, and the birds, the birds are singing praises to the Lord... I covered my face with my two palms, fell down on the bed and started crying with bubbles. Θυμήθηκα τότε τον αδερφό μου τον Μάρκελο και τα λόγια που 'λεγε στους υπηρέτες πριν πεθάνει: I then remembered my brother Marcellus and the words he used to say to the servants before he died:

— Αγαπημένοι μου, καλοί μου, γιατί με υπηρετείτε; Γιατί μ' αγαπάτε; Τ' αξίζω τάχα να δουλεύουν άλλοι για μένα; - My beloved, my good ones, why do you serve me?Why do you love me?Do I deserve to have others work for me?

«Ναι, τ' αξίζω τάχα;» σκέφτηκα ξαφνικά. "Yes, do I deserve it?" I suddenly thought.

Αλήθεια, από πού κι ως πού έγινα άξιος να με υπηρετεί ένας άνθρωπος που πλάστηκε κι αυτός όπως κι εγώ, κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού; Τότε για πρώτη φορά μου καρφώθηκε τούτη η σκέψη στο κεφάλι. Truly, how did I become worthy to be served by a man who was created like me, in the image and likeness of God?Then for the first time this thought struck me.

— Μητερούλα μου, σταγονίτσα του αίματός μου, αλήθεια στο λέω: ο καθένας είναι ένοχος μπροστά σ' όλους, μονάχα που δεν το ξέρουν αυτό οι άνθρωποι, μα αν το ξέρανε, αμέσως θα γινόταν Παράδεισος η γη! - My little mother, droplet of my blood, I tell you the truth: everyone is guilty in front of everyone, only that people don't know this, but if they knew it, the earth would immediately become Paradise!

«Θεέ μου, μα μήπως τάχα είναι ψέματα αυτό;» σκέφτομαι γω και κλαίω. "My God, but is this a lie?", I think and cry. «Ίσως και στ' αλήθεια να 'μαι πιο ένοχος απ' όλους, κι όλους να τους αδίκησα, ίσως να 'μαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου!» "Maybe I really am guiltier than everyone, and I've wronged everyone, maybe I'm the worst person in the world!"

Και είδα ξαφνικά όλη την αλήθεια, σ' όλη της τη λάμψη: τι πάω να κάνω; Πάω να σκοτώσω έναν άνθρωπο αγαθό, μυαλωμένο, που δε μου 'φταιξε σε τίποτα, και θα κάνω ταυτόχρονα τη γυναίκα του δυστυχισμένη, θα τη βασανίσω, θα τη σκοτώσω. And I suddenly saw the whole truth, in all its glory: what am I going to do?I'm going to kill a good, intelligent man who has done me no harm, and I'm going to make his wife miserable at the same time, I'm going to torture her, I'm going to kill her. Έμενα έτσι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μπρούμυτα, με το πρόσωπο στο μαξιλάρι κι ούτε κατάλαβα καθόλου πώς πέρασε η ώρα. I was lying face down on the bed, with my face on the pillow, and I didn't even realize how the time had passed. Ξάφνου μπαίνει ο φίλος μου ο υπολοχαγός να με πάρει, κρατώντας και τα πιστόλια: Suddenly my friend the lieutenant comes in to pick me up, carrying the pistols:

— Α, μου λέει, καλά που σηκώθηκες, είναι ώρα πια, πάμε. - Ah, he says, good you're up, it's time to go, let's go. Τότε εγώ τα 'χασα εντελώς, είχαμε βγει για να μπούμε στ' αμάξι: Then I completely lost it, we had gone out to get in the car:

— Περίμενε δυο λεπτά του λέω, θα γυρίσω αμέσως, ξέχασα το πορτοφόλι μου. - Wait two minutes, I said, I'll be right back, I forgot my wallet.

Έτρεξα μέσα μονάχος μου και πήγα κατευθείαν στο καμαράκι του Αθανάση: I ran in alone and went straight to Athanasi's cabin:

— Αθανάση, του λέω, χτες σε χτύπησα δυο φορές στο πρόσωπο, συγχώρεσέ με. - "Athanasi," I say, "yesterday I hit you twice in the face, forgive me.

Αυτός ανατρίχιασε, σαν να τρόμαξε, με κοιτάζει, και βλέπω πως αυτό είναι λίγο, λίγο είναι, και ξαφνικά, έτσι όπως ήμουν με τη στολή μου, πέφτω στα γόνατα μπροστά του και κάνω μια υπόκλιση ως το πάτωμα: He shudders, as if startled, he looks at me, and I see that this is a little bit, it's a little bit, and suddenly, as I was in my uniform, I drop to my knees in front of him and take a bow to the floor:

— Συγχώρα με! - Forgive me! του λέω.

Τότε πια έμεινε εντελώς αποσβολωμένος: Then he was completely stunned:

— Η ευγένειά σας, πατερούλη, αφέντη μου, μα πώς εσείς... μα το αξίζω τάχα... και ξαφνικά έβαλε τα κλάματα, όπως και γω πριν από λίγο. - Your kindness, father, my lord, but how you... but how I deserve it... and suddenly he cried, as I had just now.

Σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπό του, γύρισε προς το παράθυρο κι άρχισε να τρέμει σύγκορμος απ' τα αναφυλλητά και γω έτρεξα έξω, πήδηξα στο αμάξι. He covered his face with his palms, turned to the window and started to shake from the shakes and I ran out, jumped into the car.

— Τράβα, φωνάζω στον αμαξά. - Go on, I call to the coachman. Κοίτα, φωνάζω στο φίλο μου, κοίτα έναν νικητή, νάτος, μπροστά σου! Look, I shout to my friend, look at a winner, there he is, right in front of you!

Ήμουνα σαν σε έκσταση, γελούσα, σ' όλο το δρόμο μιλούσα, μιλούσα, δε θυμάμαι πια τι είπα. I was in a trance, I was laughing, all the way I was talking, talking, I don't remember what I said. Αυτός με κοιτάει και λέει: He looks at me and says:

— Μωρέ, αδερφέ μου, μπράβο σου, βλέπω πως θα τιμήσεις τη στολή μας. - Boy, my brother, well done, I see you're going to honor our uniform.

Έτσι φτάσαμε στον τόπο της μονομαχίας. So we arrived at the place of the duel. Οι άλλοι ήταν κιόλας εκεί και μας περίμεναν. The others were already there waiting for us. Μας βάλανε σ' απόσταση δώδεκα βημάτων, αυτός θα πυροβολούσε πρώτος. Στέκομαι μπροστά του χαρούμενος, κατά πρόσωπο, ούτε το μάτι μου δεν παίζει, τον κοιτάζω και τον αγαπώ, ξέρω τι θα κάνω. I stand in front of him, happy, face to face, my eye doesn't even bat an eye, I look at him and I love him, I know what I'm going to do. Έριξε αυτός πρώτος- μόλις μου γρατζούνισε μονάχα το μάγουλο κι άγγιξε τ' αυτί. He shot first; he just scratched my cheek and touched my ear.

— Δόξα να 'χει ο Θεός, φωνάζω εγώ, δε σκοτώσατε άνθρωπο! - Thank God, I shout, you didn't kill a man! Άρπαξα τότε το δικό μου πιστόλι, γύρισα και το πέταξα μακριά μου, στο δάσος: I then grabbed my own pistol, turned around and threw it away from me in the woods:

— Εκεί είναι η θέση σου. - That's where you belong.

Ύστερα γύρισα στον αντίπαλό μου: Then I turned to my opponent:

— Ευγενέστατε κύριε, του λέω, συγχωρέστε με τον ανόητο νεαρό που σας πρόσβαλα και σας λύπησα και σας ανάγκασα τώρα να με πυροβολήσετε. - 'Your noble sir,' I say, 'forgive me, the foolish young man, for having offended and regretted you, and now for having forced you to shoot me. Είμαι δέκα φορές χειρότερος από σας, ίσως και περισσότερο. I am ten times worse than you, maybe even more. Πέστε τα αυτά και σε κείνο το πρόσωπο που το τιμάτε περισσότερο απ' όλα στον κόσμο. Tell this to the person you honour most of all in the world.

Μόλις τα πρόφερα αυτά και οι τρεις τους βάλανε τις φωνές. As soon as I mentioned this, all three of them started shouting.

— Μα τι είναι αυτά, μου λέει ο αντίπαλός μου θύμωσε κιόλας. - But what are these, my opponent says to me, he is already angry. Αφού δε θέλατε να χτυπηθείτε προς τι όλα αυτά; If you didn't want to get hit, what's the point?

— Χτες ήμουν ανόητος ακόμα, μα σήμερα έβαλα μυαλό, του λέω όλος χαρά. - Yesterday I was still a fool, but today I've come to my senses, I tell him.

— Για τα χτεσινά σας πιστεύω, μου λέει, μα για το σημερινό είναι δύσκολο να το συμπεράνει κανείς απ' τα λεγόμενά σας. - I believe in what you said yesterday, he says, but it is difficult to deduce what you say about today.

— Μπράβο, του φωνάζω, χειροκρότησα κιόλας, συμφωνώ και σ' αυτό μαζί σας, μου αξίζει! - Well done, I shout at him, I even applauded, I agree with you on that too, I deserve it!

— Θα πυροβολήσετε, αξιότιμε κύριε, ή όχι; - Are you going to shoot, honorable sir, or not?

— Όχι, του λέω. Μα αν θέλετε μπορείτε να πυροβολήσετε ακόμα μια φορά, όμως νομίζω πως καλύτερα θα 'ταν να μην το κάνετε. But if you want you can shoot one more time, but I think you'd better not.

Φώναζαν και οι μάρτυρες, και περισσότερο ο δικός μου. The witnesses were also shouting, and more so my witness.

— Αυτό είναι αίσχος για το σύνταγμά μας, να ζητάς συγνώμη στο πεδίο της τιμής. - This is a disgrace to our constitution, to apologize on the field of honor. Αν το 'ξερα πως θα γινόταν έτσι.... If I'd known it was going to be like this.

Τότε στάθηκα εκεί μπροστά σ' όλους και δε γελούσα πια: Then I stood there in front of everyone and I wasn't laughing anymore:

— Κύριοι, τους λέω, ώστε είναι τόσο εκπληκτικό λοιπόν για την εποχή μας να συναντήσετε έναν άνθρωπο που να μετανιώνει για την ανοησία του και να παραδεχτεί δημόσια πως έχει άδικο; - Gentlemen, I say to them, how is it so amazing, then, for our time to meet a man who regrets his folly and publicly admits that he is wrong?

— Ναι, μα όχι στο πεδίο της τιμής, μου φωνάζει και πάλι ο μάρτυράς μου. - Yes, but not on the field of honour, my witness shouts at me again.

— Σωστά, τους απαντάω, έπρεπε να παραδεχτώ το άδικο μόλις φτάσαμε εδώ πέρα, πριν ακόμα πυροβολήσει, και να μην τον παρασύρω στο μεγάλο αυτό και θανάσιμο αμάρτημα, μα τόσο πια έχουμε εξαχρειωθεί όλοι μας, τους λέω, που μου ήταν σχεδόν αδύνατο να φερθώ έτσι, γιατί μονάχα τώρα που δέχτηκα τον πυροβολισμό του από δώδεκα βήματα απόσταση, μπορούν τα λόγια μου κάτι ν' αξίζουν για σας. - That's right, I reply, I should have admitted the wrong as soon as we got here, before he had even fired, and not to drag him into this great and mortal sin, but we have all become so depraved, I tell them, that it was almost impossible for me to behave like that, because only now that I have taken his shot from twelve paces away, can my words be worth anything to you. Αν τα 'λεγα πριν απ' τον πυροβολισμό, μόλις φτάσαμε δω πέρα, τότε θα λέγατε: Είναι δειλός, φοβήθηκε το πιστόλι. If I told you before the shooting, when we got here, you'd say: he's a coward, he's afraid of the gun. Δεν αξίζει ούτε να τον ακούσουμε. He's not even worth listening to. Κύριοι, φώναξα ξαφνικά μέσα απ' την καρδιά μου, κοιτάχτε τριγύρω τα δώρα του Θεού: τον φωτεινό ουρανό, τον καθάριο αγέρα, το απαλό χορτάρι, τα πουλάκια, όλη την πανώρια κι αθώα φύση, και μεις, μονάχα εμείς είμαστε άθεοι κι ανόητοι και δεν καταλαβαίνουμε πως η ζωή είναι Παράδεισος, γιατί φτάνει να θελήσουμε να το καταλάβουμε και τότε θα δούμε γύρω μας τον Παράδεισο σ' όλη του την ομορφιά, θ' αγκαλιαστούμε και θα κλάψουμε από χαρά... Gentlemen, I suddenly cried out from my heart, look around at the gifts of God: the bright sky, the clear field, the soft grass, the little birds, all the innocent and innocent nature, and we are the only ones who are atheists and fools and do not understand that life is Paradise, because we only have to want to understand it and then we will see Paradise in all its beauty around us, we will embrace it and we will cry for joy...

Ήθελα να συνεχίσω ακόμα μα δεν μπόρεσα, η πνοή μου κόπηκε, ένιωθα τόσο γλυκά, τόσο νεανικά και τόση ευτυχία στην καρδιά μου, όση δεν ένιωσα σ' όλη μου τη ζωή. I wanted to go on still but I couldn't, my breath was cut off, I felt so sweet, so youthful and such happiness in my heart, as I had never felt in my whole life.

— Σωφρονέστατα και ευσεβέστατα τα όσα λέτε, μου λέει ο αντίπαλος, πάντως είστε πολύ πρωτότυπος. - What you say, the opponent tells me, is pure and pious, but you are very original.

— Γελάστε, του λέω γελώντας και γω. - Laugh, I say to him, laughing too. Μα αργότερα θα μ' επαινέσετε κι ο ίδιος. But later you will praise me yourself.

— Μα και τώρα, μου λέει, είμαι έτοιμος να σας επαινέσω, ορίστε, σας απλώνω το χέρι μου γιατί, καθώς φαίνεται, είστε ειλικρινής. - But now, he says, I am ready to praise you, here, I extend my hand to you because, it seems, you are sincere.

— Όχι, λέω γω, τώρα δεν είναι ανάγκη, μα ύστερα, όταν θα γίνω καλύτερος κι άξιος της εκτίμησής σας, τότε να μου δώσετε το χέρι σας, καλά θα κάνετε. - No, I say, there is no need now, but afterwards, when I am better and worthy of your esteem, then give me your hand, you will do well.

Γυρίσαμε στο σπίτι, ο μάρτυράς μου σ' όλο το δρόμο μ' έβριζε, και γω τον φιλούσα. We went back home, my witness was cursing me all the way home, and I was kissing him. Αμέσως τα μάθανε όλοι οι συνάδελφοί μου και μαζεύτηκαν να με δικάσουν εκείνη την ίδια μέρα: Immediately all my colleagues found out and gathered to try me that very day:

— Ατίμασε, λέγανε, τη στολή, ας παραιτηθεί. - They said, "Disgrace the uniform, let him resign.

Βρέθηκαν και υπερασπιστές: There were defenders:

— Όμως στάθηκε να τον πυροβολήσουν, λέγανε αυτοί. - But he stood to be shot, they said.

— Ναι, μα φοβήθηκε τους άλλους πυροβολισμούς και ζήτησε συγνώμη στο πεδίο της τιμής. - Yes, but he was afraid of the other shots and apologized on the field of honor.

— Μα αν φοβόταν τους πυροβολισμούς, αντιλέγανε οι υπερασπιστές, θα 'ριχνε πρώτα κι αυτός πριν να ζητήσει συγνώμη. - But if he was afraid of being shot, the defenders argued, he would have shot first before apologizing. Όμως το πιστόλι του, γεμάτο ακόμα, το πέταξε στο δάσος. But his pistol, still loaded, he threw it into the forest. Όχι, εδώ συμβαίνει κάτι άλλο, πολύ πρωτότυπο. No, there's something else going on here, something very original.

Τους ακούω εγώ και διασκεδάζω κοιτάζοντάς τους: I listen to them and have fun looking at them:

— Φίλοι μου, τους λέω, σύντροφοί μου, μη νοιάζεστε για την παραίτησή μου, γιατί το 'κανα κιόλας, την υπέβαλα σήμερα το πρωί στη Γραμματεία κι όταν τη δεχτούν, τότε θα πάω αμέσως σε μοναστήρι, γι' αυτό παραιτούμαι. - My friends, I say to them, my comrades, don't worry about my resignation, because I have already submitted it to the Secretariat this morning, and when they accept it, then I will immediately go to a monastery, so I am resigning.

Μόλις το είπα αυτό, βάλανε όλοι τους, ως τον τελευταίο, τα γέλια: As soon as I said that, everyone, down to the last one, started laughing:

—Δε μας το 'λεγες απ' την αρχή; Ε, τώρα όλα εξηγούνται, τον καλόγερο ποιος τον κρίνει! -Didn't you tell us from the beginning?Well, now everything is explained, who can judge the monk!

Γελάνε, δεν μπορούν να κρατήσουν τα χάχανά τους, μα χωρίς να με κοροϊδεύουν, έτσι χαϊδευτικά, εύθυμα· μ' αγάπησαν ξαφνικά όλοι τους, ακόμα και οι πιο μανιασμένοι κατήγοροι, κι αργότερα, όλο εκείνο το μήνα, ώσπου να εγκριθεί η παραίτησή μου, με είχανε μη στάξει και μη βρέξει: They laugh, they can't hold back their giggles, but without mocking me, so affectionately, cheerfully; they suddenly loved me, all of them, even the most furious accusers, and later, all that month, until my resignation was approved, they had me rain or shine:

— Αχ, καλόγερέ μας, μου λέγανε. - Ah, our monk, they told me.

O καθένας τους έβρισκε να μου πει κι από έναν καλό λόγο, προσπαθούσαν να με κάνουν ν' αλλάξω γνώμη, με λυπόνταν μάλιστα: Each one of them found a good reason to tell me, they tried to make me change my mind, and even took pity on me:

— Δε σκέφτεσαι τι κακό πας να κάνεις στον εαυτό σου; - Don't you think about the harm you're trying to do to yourself?

— Όχι, λένε, δεν είναι φοβιτσιάρης, στάθηκε και τον πυροβόλησαν και μπορούσε να ρίξει κι αυτός, μα είχε δει ένα όνειρο την προηγούμενη νύχτα να γίνει καλόγερος, νά γιατί έκανε ό,τι έκανε. - No, they say, he is not a coward, he stood and was shot, and he could have shot too, but he had had a dream the night before of becoming a monk, that's why he did what he did.

Τα ίδια έλεγε κι ο κόσμος της πολιτείας. The people of the state were saying the same thing. Πρώτα δε με πρόσεχαν και τόσο πολύ, με δέχονταν μονάχα στα σπίτια τους, μα τώρα άρχισαν να με καλούν όλοι: γελούσαν μαζί μου και ταυτόχρονα μ' αγαπούσαν κιόλας. At first they didn't pay much attention to me, they only received me in their homes, but now they all started to invite me: they laughed at me and at the same time they loved me. Θα παρατηρήσω εδώ πως αν και μιλούσαν όλοι για τη μονομαχία, οι Αρχές αποσιώπησαν την υπόθεση γιατί ο αντίπαλός μου ήταν κοντινός συγγενής του στρατηγού μας και μια κι όλα τελειώσανε χωρίς να χυθεί αίμα, σαν να γίνανε στ' αστεία, και μια και γω παραιτήθηκα, το γυρίσανε κι αυτοί στ' αστείο. I will note here that although everyone was talking about the duel, the authorities hushed up the case because my opponent was a close relative of our general and since it all ended without bloodshed, as if it were a joke, and since I gave up, they turned it into a joke. Κι άρχισα τότε να μιλάω ανοιχτά κι άφοβα, παρ' όλα τα γέλια, γιατί όλοι γελούσαν, χωρίς κακία βέβαια, με καλοσύνη. And then I began to speak openly and fearlessly, despite all the laughter, because everyone was laughing, without malice of course, with kindness. Αυτές οι κουβέντες γίνονταν το περισσότερο στις συγκεντρώσεις των κυριών· στις γυναίκες άρεσε πιο πολύ να μ' ακούν κι αυτές αναγκάζανε και τους άντρες. These conversations took place mostly at ladies' gatherings; women liked to listen to me the most and they forced the men to listen to me.

— Μα πώς μπορεί να φταίω γω για τα κρίματα όλων των άλλων; γελούσε ο καθένας μπροστά μου. - But how can I be to blame for everyone else's faults?Everyone laughed in front of me. Μπορώ να φταίω τάχα για σας λόγου χάρη; Can I be blamed for you, for instance?

— Μα πού να το καταλάβετε αυτό, τους απαντάω, όταν όλος ο κόσμος από καιρό πια έχει πάρει άλλο δρόμο, κι όταν το ψέμα το νομίζουμε γι' αλήθεια και απαιτούμε κι απ' τους άλλους το ίδιο ψέμα; Νά, εγώ μια φορά στη ζωή μου φέρθηκα ειλικρινά και τι έγινε; Με νομίζετε όλοι σας για παλαβό. - But how can you understand that, I reply, when the whole world has long since changed its ways, and when we think a lie is the truth and demand the same lie from others?Well, I was honest for once in my life, and so what?You all think I'm crazy. Αν και μ' αγαπήσατε, τους λέω, γελάτε ωστόσο μαζί μου. Though you love me, I say to them, yet laugh at me.

— Μα πώς μπορεί να μην αγαπήσει κανείς έναν άνθρωπο σαν και σας; μου απαντάει η οικοδέσποινα και βάζει τα γέλια και οι καλεσμένοι της ήταν πολλοί. - But how can one not love a man like you?The hostess replies and laughs and her guests were many.

Ξαφνικά βλέπω να σηκώνεται εκείνη η κοπέλα που γι' αυτήν προκάλεσα τη μονομαχία και που 'χα σκοπό να την παντρευτώ. Suddenly I see the girl who I had provoked the duel for and who I had intended to marry getting up. Δεν το παρατήρησα καθόλου πως είχε έρθει τώρα σ' αυτήν την εσπερίδα. I didn't notice at all that he had now come to this soiree. Σηκώθηκε, με πλησίασε, μου 'δωσε το χέρι: He stood up, approached me, gave me his hand:

— Επιτρέψτε μου, μου λέει, να σας εξηγήσω πως εγώ δε γελάω καθόλου μαζί σας, μα απεναντίας σας ευχαριστώ με δάκρυα στα μάτια και σας εκτιμώ γι' αυτό σας το φέρσιμο. - Let me explain, he says, that I am not laughing at you at all, but on the contrary, I thank you with tears in my eyes and I appreciate you for your behaviour.

Με πλησίασε τότε κι ο άντρας της και ύστερα άρχισαν ξαφνικά να 'ρχονται όλοι κοντά μου, μονάχα που δε με φιλούσαν. Then her husband approached me and then suddenly they all started to come near me, except that they didn't kiss me. Ήμουν τόσο, μα τόσο χαρούμενος. I was so, so happy. Μα περισσότερο από κάθε άλλον πρόσεξα τότε έναν κύριο, έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, που με πλησίασε κι αυτός. But more than anyone else I noticed a gentleman, an old man, who also approached me. Αν και ήξερα τ' όνομά του, ποτέ δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά κι ως εκείνο το βράδι δεν είχα κουβεντιάσει ούτε μια φορά μαζί του. Although I knew his name, I had never met him personally and until that night I had never once had a conversation with him.