5.2 Παράξενα πράγματα...
Είναι όμορφα το καλοκαίρι στο Λαμαγάρι, με τα παιδιά και το Νίκο.
- ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ! Γιατί μένουμε στο Λαμαγάρι, στο πιο όμορφο μέρος της γης!
Την άλλη όμως μέρα όλα έγιναν ΛΥ-ΠΟ.
Το κακό άρχισε την Κυριακή το πρωί. Παρόλο που νομίζαμε πως θα πήγαινε καλά η μέρα, γιατί δεν είχε έρθει η μαμά κι ο μπαμπάς στο Λαμαγάρι και δεν είχανε την απελπισία μας. Ο Νίκος έφυγε πρωί για τη χώρα. Όχι για την αρραβωνιαστικιά του. Τώρα ξέραμε που πήγε. Πήγανε μαζί με τον Οδυσσέα στην πόλη να δούνε τον πατέρα του στη φυλακή. Η Σταματίνα, από το Σάββατο το βράδυ, έψηνε κουλουράκια και τυρόπιτες να του τα πάνε. Η θεία Δέσποινα ήταν όλο γκρίνια, γιατί δεν είχε προλάβει η Σταματίνα να πλύνει τις βεράντες. Εμείς πήγαμε στο τσαρδάκι της Άρτεμης.
- Ελάτε, μαρή, να με βοηθήσετε, που θα βάλω μπουγάδα! είπε σε μένα και τη Μυρτώ. Όχι που νιώθετε τίποτε από πλύσιμο, μα να... θα μου κάνετε παρέα και δε θα βαριέμαι.
Εγώ πήρα το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» να διαβάσω της Άρτεμης την ώρα που θα πλένει και η Μυρτώ φορτώθηκε ένα καλαθάκι μπούκνες, γιατί η Άρτεμη τρελαίνεται γι' αυτές και γύρω στο τσαρδάκι τους δεν έχουνε μήτε ένα δέντρο. Μόνο βράχια και άμμος. Οι μπούκνες δε φυτρώνουνε σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας, ίσως και πουθενά σ' ολόκληρη τη γη, μονάχα στο Λαμαγάρι. Μοιάζουνε με σύκα, μα είναι πιο μεγάλες και το σχήμα τους είναι μακρουλό. Άμα τις μαζέψεις τα χαράματα είναι κρύες κρύες από τη δροσιά και μένουν έτσι δροσερές όλη μέρα. Είναι γλύκες, συροπάτες και μόλις πας να βγάλεις το φλούδι, έρχεται μια δυνατή κι όμορφη μυρωδιά.
- Αν με καλέσουν να γίνω βασίλισσα της Αγγλίας, λέει η Άρτεμη, δε θα πάω, γιατί εκεί δεν έχει μπούκνες...
Εμείς δεν μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε στην μπουγάδα, μόνο την κοιτάζαμε, απορημένες, με τι γρηγοράδα έτριβε το κάθε ρούχο και το 'κανε άσπρο σαν χαρτί. Το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» ούτε πρόλαβα να τον ανοίξω. Η Άρτεμη δεν ήξερε να διαβάζει, μα γνώρισε το βιβλίο από το εξώφυλλο.
- Να χαρείς, Μέλια, λέει, μη μου διαβάσεις λυπητερά πράγματα, γιατί θα παρατήσω την μπουγάδα και θα βάλω τα κλάματα.
Μετά, πήραμε όλες μαζί τα ρούχα και πήγαμε να τ' απλώσουμε πάνω στα βράχια να στεγνώσουν.
- Δεν ακούτε; λέει η Άρτεμη και στήνει τ' αυτί της κατά τη θάλασσα.
Σε λίγο, ο θόρυβος ξεκαθαρίστηκε και φάνηκε μια ατμάκατος, που έσχιζε με φόρα το νερό. Σαν έφτασε πιο κοντά είδαμε πως μέσα ήτανε ο δεσπότης, ο νομάρχης κι ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.
- Γι' αυτό γλιτώσαμε από την Πιπίτσα, λέει η Μυρτώ. Περιμένουνε επισκέψεις.
Η ατμάκατος, αντί να τραβήξει προς το μουράγιο, ερχόταν προς εμάς και πέρασε κοντά απ' τα βραχάκια όπου στεκόμαστε.
- Τρεχάτε να ειδοποιήσετε τη θεία σας, πως ερχόμαστε να τη δούμε, μας φώναξε ο νομάρχης.
Η ατμάκατος τράβηξε κατά το μουράγιο κι εγώ με τη Μυρτώ το βάλαμε στα πόδια, να προλάβουμε το νέο στη θεία Δέσποινα.
- Να γυρίσετε γρήγορααααα! φτάνει η φωνή της Άρτεμης στ' αυτιά μας.
Βρήκαμε τη θεία Δέσποινα στην κουζίνα. Ήτανε με τη ρόμπα του σπιτιού κι έφτιαχνε με τη Σταματίνα ντομάτες γεμιστές. Μόλις της είπαμε για τις επισκέψεις, τα 'χασε και στριφογύριζε στην κουζίνα, με μια ντομάτα στο χέρι. Ύστερα, φώναξε να της φέρουμε το φουστάνι της και τα καλά της παπούτσια.
Ο παππούς, που καθότανε στη βεράντα κι είχε απλώσει σ' ένα τραπεζάκι τους αρχαίους του, σηκώθηκε αμέσως να πάει στο πάνω πάτωμα.
- Περίεργο, λέει. Τι να θέλουνε πρωινιάτικα;
- Για καλό δε θα 'ρχονται, μουρμουρίζει η Σταματίνα.
- Μη λες ανοησίες! την κόβει η θεία Δέσποινα. Θα ήρθανε να δούνε τις αποθήκες του.
Τα βήματά τους ακούστηκαν πιά στις πλάκες της αυλής κι η θεία Δέσποινα βγήκε στην πόρτα να τους καλωσορίσει.
Η Μυρτώ κι εγώ πεθαίνουμε από περιέργεια. Τι να θένε άραγε Κυριακάτικα; Στο Λαμαγάρι έρχονται πολύ σπάνια κι αν έρθουν, πάνε στο σπίτι της Πιπίτσας.
Να κρυφακούσει κανείς, το ξέρουμε, είναι πολύ άσχημο, μα πάλι να 'ρχονται τέτοιες επισκέψεις πρωί πρωί, δε γίνεται κάθε μέρα. Ακόμα και ο Πικιπικιράμ, που δεν έχει καν αποθήκες στο Λαμαγάρι.
Μείναμε στην κουζίνα να βοηθήσουμε τη Σταματίνα να γεμίσει τις ντομάτες, γιατί ξέραμε, πως οι επισκέψεις θα καθίσουν στην πίσω αυλή, που είχε δροσιά κι εκεί, απ' το παράθυρο της κουζίνας ακούγονται όλα. Στην αρχή λέγανε για τη ζέστη που έχει στη χώρα, για τη δροσιά που έχει στο Λαμαγάρι - παινεύσανε τη θεία Δέσποινα, για την κληματαριά που έχει φουντώσει και σκέπασε όλη την αυλή, σαν τέντα. Κι όταν, πιά, είχαμε γεμίσει από τρεις ντομάτες η καθεμιά, μίλησε ο δεσπότης. Είπε για το καπλάνι!!! Είπε πως τα ξέρουν όλα: Τι κρύβεται πίσω από το καπλάνι!
Μετά συνέχισαν ο νομάρχης κι ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ και είπαν ένα ένα για όλα τα παιχνίδια μας: για το πως γίνεται το χαρτί και το γυαλί. («Ακούς εκεί! λέει ο νομάρχης. Είχαν βλέπεις ανάγκη τα χωριατόπουλά να ξέρουν πως γίνεται το γυαλί και το χαρτί»). Είπαν, ακόμα, για τη Μεγάλη Άρκτο και τον κομήτη και τέλος για την Ισπανία. Που πάει κι έρχεται το καπλάνι και φέρνει νέα... Μα κείνοι θα μάθουνε ποιο είναι αυτό το καπλάνι και…
- Να του πείτε να μαζευτεί, κυρία Δέσποινα, γιατί σε λίγο καιρό θ' αναγκαστούμε να πάρουμε μέτρα εμείς.
- Τα καπλάνι! ψιθυρίζω απορεμένα.
- Αχ , ο Νίκος, κουτό, λέει η Σταματίνα.
- Ο Νίκος!! !
Το τι έγινε, σα φύγανε οι επισκέψεις, δεν περιγράφεται. Η θεία Δέσποινα μισολιποθύμησε, η Σταματίνα την έτριβε με κολόνια, κατέβηκε ο παππούς, του τα 'λεγε η Σταματίνα: Πως ο τράγος (ο δεσπότης) τα 'βαλε με το βαλσαμωμένο καπλάνι της βιτρίνας. Ο παππούς δεν πολυκαταλάβαινε, η θεία Δέσποινα αναστέναζε:
- Αχ, μας άναψε φωτιές! Αχ, θα το φάει το κεφάλι του! Αχ , η μάνα του η κακομοίρα!
Άρχισαν πάλι οι μεγάλοι τα πολύ παράξενά τους. Η Μυρτώ κι εγώ, όμως, ένα καταλάβαμε: Που έμαθε ο δεσπότης κι ο νομάρχης κι ο Πικιπικιράμ για τα παιχνίδια μας;
Βγήκαμε τρεχάτες από το σπίτι, Πήγαμε στ' αμπέλι του παππού κι η Μυρτώ άρχισε να κάνει το τζιτζίκι. Αυτό ήτανε το σύνθημά μας. Σε λίγο έφτασε ο Νώλης, η Άρτεμη και η μικρούλα Αυγή. Τους είπαμε τα νέα. Ο Νώλης μας κοίταζε όλους στη σειρά και είπε:
- Κάποιος από μας πρόδωσε.
Κοιταχτήκαμε όλοι και δε βγάλαμε μιλιά. Μονάχα η Άρτεμη μίλησε:
- Τρίχα τρίχα θα της βγάλω το μαλλί.
Γιατί, βέβαια, όλοι το ξέραμε, πως ποιος άλλος από την Πιπίτσα θα μπορούσε να προδώσει; Είπαμε τότε να τη θάψουμε μέσα στην καυτή άμμο, η να τη βάλουμε στη βαρέλα, να την καρφώσουμε από πάνω και να την αφήσουμε να πλέει, να πλέει, ώσπου να χαθεί στο πέλαγος. Μα ο Νώλης λέει, πως πρέπει να μάθουμε πρώτα σίγουρα, αν το είπε αυτή. Η Μυρτώ έφυγε να τη φωνάξει, πως θα πάμε, τάχα, να μαζέψουμε καβούρια. Σαν έφυγε, η Άρτεμη, η Αυγή κι εγώ βάλαμε τα κλάματα, δίχως να ξέρουμε γιατί.
- Τι κλαίτε, μόμολα; έλεγε ο Νώλης, μα η φωνή του έτρεμε κι εκείνου.
———
Βαδίζαμε αμίλητοι πηγαίνοντας για τα καβούρια· μόνο η Πιπίτσα φλυαρούσε. Θα ζητούσε, λέει, από τον μπαμπά της άλλη μια βαρέλα, για να μην τσακωνόμαστε πιά ποιος θα πρωτόμπαινε μέσα και τότε θα μπορούσαμε να βγάλουμε την καινούρια «Δαβίδ Κόπερφηλδ», όπως ήθελα εγώ... Εμείς την αφήναμε να λέει, δύο ήθελε. Σαν φτάσαμε στο λιμανάκι, ο Νώλης κι η Μυρτώ την έπιασαν από τα δύο χέρια κι ο Νώλης την κοίταξε κατάματα.
- Μαρή, γιατί μαρτύρησες;
- Εγώ... τι είπα; τα 'χασε η Πιπίτσα κι άρχισε να ψελλίζει.
Φαίνεται της παρασφίξανε τα χέρια, γιατί ξεφώνισε:
- Θα το πω του μπαμπά τι μου κάνετε... Θα σας πάει όλους φυλακή...
- Τι μαρτύρησες για τα παιχνίδια μας; αγρίεψε η Μυρτώ.
- Είπα... είπα μόνο... δεν είπα τίποτα, κλαψούρισε εκείνη.
Όλοι το βλέπαμε, πως λέει ψέματα. Ήτανε ψεύτρα. Κι ας πήγαινε σχολείο κι ας είχε ο μπαμπάς της ένα σωρό αποθήκες δικές του. Τα παιδιά από τα τσαρδάκια δεν ξέρανε γράμματα, λέγανε, που και που, καμιά άσχημη λέξη, μα ψέματα κανείς τους δεν έλεγε!
Τότε θυμώσαμε τόσο πολύ όλοι μας, ως κι η μικρή Αυγή. Την κυλήσαμε κάτω κι αρχίσαμε να την κουκουλώνουμε με άμμο. Εκείνη τσίριζε, μα δεν μπορούσε να κουνήσει, γιατί ο Νώλης κι η Μυρτώ της κράταγαν σφιχτά τα χέρια και τα πόδια. Η Άρτεμη, η Αυγή κι εγώ ρίχναμε, όσο γρήγορα μπορούσαμε, με τις χούφτες την άμμο να τη θάψουμε. Η άμμος ζεμάταγε και ο ήλιος πύρωνε τα κεφάλια μας, μα μείς δε συλλογιόμασταν τίποτα άλλο, παρά πως ο Νίκος θα βρει τον μπελά του από τους μεγάλους και για όλα αυτά φταίει η Πιπίτσα, ο «μεγάλος μπελάς».
Μια σκιά ήρθε και στάθηκε πάνω από τα κεφάλια μας.
- Τι κάνετε εκεί!
Ήτανε ο Νίκος. Τράβηξε το Νώλη και τη Μυρτώ κι άρχισε να ξεθάβει την Πιπίτσα, που την είχαμε κάνει ένα μικρό βουναλάκι. Μόνο το κεφάλι της δεν είχαμε θάψει.
Ποτέ δεν είδαμε το Νίκο τόσο θυμωμένο... Δεν έβγαζε μιλιά. Σήκωσε την Πιπίτσα που μυξόκλαιγε, την ξέπλυνε με θάλασσα κι ύστερα μας κοίταξε έναν έναν όλους αυστηρά.
- Σαν δε ντρέπεστε! λέει στο τέλος.
- Εσύ δεν ξέρεις, Νίκο, γι' αυτό τα βάζεις μαζί μας, μίλησε πρώτα ο Νώλης.
- Ξέρω, απαντάει εκείνος.
Η Πιπίτσα άρχισε πάλι τους όρκους: «Να νεκροφιλήσω τη μαμά, δε θα το ξανακάνω». Κι άρχισε να λέει, χωρίς να τη ρωτήσει κανείς, πως της αγόρασαν ένα μπάνιο για την κούκλα με αληθινό ντεπόζιτο για το νερό, πως της έταξαν και πιανάκι παιχνίδι με ουρά, φτάνει μονάχα να διηγιόταν τι μας έλεγε ο Νίκος και τι παίζαμε στα παιχνίδια μας. Μα να μην τη θάψουμε και δε θα ξαναπεί τίποτα πιά, ακόμα και ποδήλατο να της τάξουν.
Ο Νίκος όμως το ίδιο, δε θύμωνε με την Πιπίτσα, που ήτανε προδότρα και ψεύτρα, αλλά τα 'βαζε μαζί μας.
- Ακούς εκεί να θέλετε να θάψετε άνθρωπο! Έτσι οι φασίστες μόνο κάνουν!
Στο γυρισμό για το σπίτι κλαίγαμε σ' όλο το δρόμο, ως κι ο Νώλης ακόμα.
Το μεσημέρι μήτε να φάμε θέλαμε, παρόλο που εκτός από τις ντομάτες είχε και σαλιγκάρια, που η Μυρτώ κι εγώ τρελαινόμαστε. Μα κι οι μεγάλοι δεν είχανε πολύ όρεξη και κανένας τους δε μιλούσε. Τέλος, μίλησε η θεία Δέσποινα:
- Πότε αποφάσισες να φύγεις; ρώτησε το Νίκο.
- Μεθαύριο με το «Φρίντων», απάντησε κείνος.
Να φύγει ο Νίκος! Η Μυρτώ μου κλότσησε το πόδι κάτω από το τραπέζι. Ήτανε το σύνθημά μας. Τελειώσαμε γρήγορα γρήγορα το φρούτο μας και σηκωθήκαμε από το τραπέζι.
- Μην ετοιμάζεστε να πάτε στην κουζίνα, μας πρόλαβε η θεία Δέσποινα. Η Σταματίνα δεν ξέρει τίποτα περισσότερα να σας πει.
Μαρμαρώσαμε. Ο παππούς κι ο Νίκος βάλανε τα γέλια.
- Μύτη που την έχει η θεία Δέσποινα! λέει ο παππούς. Αμέσως το κατάλαβε για που τραβάτε.
Εμείς ξαλαφρώσαμε που γέλασε ο Νίκος, γιατί πολύ είχαμε στεναχωρηθεί, που ίσαμε τώρα ούτε μια κουβέντα δε μας είχε πει.
- Το καπλάνι, λέει ο Νίκος, άνοιξε για καλά το μαύρο του μάτι, γι' αυτό φεύγω.
- Σε παρακαλώ, Νίκο, νεύριασε η θεία Δέσποινα, να μην ξανακούσω γι' αυτό το ζωντανό.
Ο Νίκος γέλασε τότε για τα καλά.
- Μπας και πίστεψες κι εσύ, θείτσα, πως το καπλάνι σου ζωντανεύει τις νύχτες;
- Αδιόρθωτος είσαι, τον μάλωσε κείνη πιο μαλακωμένα.