×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, XVII. Ο Θάνατος του Γλάουρουνγκ (2)

XVII. Ο Θάνατος του Γλάουρουνγκ (2)

Πέρασε ώρα και ο Μπράντιρ στεκόταν ακόμη σιωπηλός δίπλα της, κοίταζε μέσα στη νύχτα και αφουγκραζόταν. Αλλά δεν έβλεπε τίποτα και δεν άκουγε κανένα ήχο παρά μόνο την πτώση των νερών του Νεν Γκίριθ και σκέφτηκε: “Τώρα σίγουρα ο Γκλάουρουνγκ έχει προχωρήσει και έχει μπει μέσα στο Μπρέθιλ”. Όμως δεν λυπόταν πια το λαό του, τους ανόητους που περιφρόνησαν τις συμβουλές του και τον χλεύασαν. "Ας πάει ο Δράκος στο Άμον Όμπελ και θα υπάρχει τότε χρόνος να ξεφύγω και να πάρω τη Νίνιελ μακριά". Πού, δεν ήξερε, γιατί δεν είχε ταξιδέψει ποτέ έξω από το Μπρέθιλ.

Τελικά έσκυψε και άγγιξε τη Νίνιελ στο χέρι και της είπε:

“Ο χρόνος περνά, Νίνιελ! Έλα! Είναι ώρα να φύγουμε. Αν με αφήσεις, θα σε οδηγήσω”. Τότε αυτή σηκώθηκε σιωπηλά και πήρε το χέρι του και πέρασαν τη γέφυρα και κατέβηκαν το μονοπάτι προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Αλλά όσοι τους είδαν να κινούνται σαν σκιές μέσα στο σκοτάδι δεν ήξεραν ποιοι είναι και δεν τους ένοιαζε. Και όταν είχαν προχωρήσει λίγο μέσα στα σιωπηλά δέντρα, βγήκε το φεγγάρι πέρα από το Άμον Όμπελ και τα ξέφωτα του δάσους γέμισαν μ' ένα γκρίζο φως. Τότε η Νίνιελ σταμάτησε και είπε στον Μπράντιρ:

“Αυτός είναι ο δρόμος;”

Κι αυτός απάντησε:

“Ποιος δρόμος; Παρ' όλες τις ελπίδες μας το Μπρέθιλ έχει τελειώσει. Δεν έχουμε άλλο δρόμο πέρα από το να σωθούμε από τον Δράκοντα και να φύγουμε μακριά του όσο υπάρχει ακόμη καιρός”.

Η Νίνιελ τον κοίταξε με απορία και είπε:

“Δεν προσφέρθηκες να με οδηγήσεις σ' αυτόν; Ή ήθελες να με ξεγελάσεις; Το Μαύρο Σπαθί ήταν ο αγαπημένος μου και ο άντρας μου και μόνο για να βρω αυτόν ξεκίνησα. Τι άλλο θα μπορούσες να πιστέψεις; Τώρα εσύ κάνε όπως θέλεις, αλλά εγώ πρέπει να βιαστώ”.

Και καθώς ο Μπράντιρ απόμεινε για μια στιγμή κατάπληκτος, αυτή απομακρύνθηκε γοργά, και αυτός φώναξε πίσω της:

“Περίμενε, Νίνιελ! Μην πας μόνη! Δεν ξέρεις τι θα βρεις. Θα έρθω μαζί σου!”

Αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία και προχωρούσε τώρα λες και το αίμα έβραζε μέσα της εκεί που πριν ήταν παγωμένο. Και, παρόλο που ο Μπράντιρ την ακολουθούσε όπως μπορούσε, γρήγορα την έχασε από τα μάτια του. Τότε εκείνος καταράστηκε τη μοίρα του και την αδυναμία του, μα δεν έλεγε να σταματήσει.

Στο μεταξύ το φεγγάρι υψώθηκε λευκό στον ουρανό, σχεδόν γεμάτο, και καθώς η Νίνιελ κατέβαινε από το υψίπεδο προς την περιοχή κοντά στο ποτάμι, της φάνηκε ότι θυμήθηκε το μέρος και φοβήθηκε. Γιατί είχε φτάσει στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και το Χάουδ-εν-Έλλεθ υψωνόταν εκεί μπροστά της, χλωμό μέσα στο φεγγαρόφωτο, με μια μαύρη σκιά διαγώνια πάνω του. Και μέσα από τον τύμβο έβγαινε ένας μεγάλος τρόμος.

Τότε γύρισε με μια κραυγή και έτρεξε νότια δίπλα στο ποτάμι και πέταξε το μανδύα της καθώς έτρεχε, σαν να πετούσε ένα σκοτάδι που ήταν κολλημένο πάνω της. Και από κάτω ήταν ντυμένη όλη στα λευκά και άστραφτε μέσα στο φεγγαρόφωτο τρέχοντας ανάμεσα στα δέντρα. Έτσι την είδε ο Μπράντιρ πάνω στη λοφοπλαγιά κι έστριψε για να βρεθεί μπροστά της αν τα κατάφερνε. Και βρίσκοντας από τύχη το στενό μονοπάτι που είχε χρησιμοποιήσει ο Τουράμπαρ, που έφευγε από τον πιο πολυσύχναστο δρόμο και κατέβαινε απότομα νότια ως το ποτάμι, έφτασε επιτέλους κοντά, πίσω πάλι. Αλλά αν και τη φώναξε, εκείνη δεν έδωσε σημασία, ή δεν άκουσε, και γρήγορα απομακρύνθηκε πάλι μπροστά απ' αυτόν. Και έτσι πλησίασαν στο δάσος δίπλα στο Κάμπεντ-εν-Άρας και το μέρος της αγωνίας του Γκλάουρουνγκ. Το φεγγάρι έφεγγε στο νότο ασυννέφιαστο και το φως του ήταν ψυχρό και καθαρό. Φτάνοντας στις παρυφές της καταστροφής που είχε προκαλέσει ο Γκλάουρουνγκ, η Νίνιελ είδε το σώμα του να κείτεται εκεί και την κοιλιά του γκρίζα στη λάμψη της σελήνης. Αλλά δίπλα του κειτόταν ένας άντρας. Τότε ξεχνώντας το φόβο της έτρεξε μέσα στη φωτιά που σιγόκαιγε κι έφτασε στον Τουράμπαρ. Ήταν πεσμένος στο πλάι και το σπαθί ήταν από κάτω του, αλλά το πρόσωπό του ήταν χλωμό σαν το θάνατο μέσα στο λευκό φως. Τότε η Νίνιελ έπεσε πάνω του θρηνώντας και τον φίλησε. Και της φάνηκε ότι ανέπνεε αμυδρά, μα νόμισε ότι την ξεγελούσαν ψεύτικες ελπίδες, γιατί ήταν κρύος και δεν κινιόταν, ούτε της απαντούσε. Και καθώς τον χάιδευε, είδε ότι το χέρι του ήταν μαυρισμένο σαν να είχε καεί και το έπλυνε με τα δάκρυά της και σκίζοντας μια λωρίδα από το ρούχο της το έδεσε. Αλλά αυτός ακόμη δεν κινιόταν από το άγγιγμά της κι εκείνη πάλι τον φίλησε και φώναξε δυνατά:

“Τουράμπαρ, Τουράμπαρ, γύρνα πίσω! Άκουσέ με! Ξύπνα! Γιατί είμαι η Νίνιελ. Ο Δράκος είναι νεκρός, νεκρός, και μόνο εγώ είμαι εδώ δίπλα σου”. Όμως ο Τουράμπαρ δεν απαντούσε. Άκουσε ο Μπράντιρ την κραυγή της, γιατί είχε φτάσει στις παρυφές της καταστροφής. Όμως τη στιγμή που προχωρούσε προς τη Νίνιελ, σταμάτησε κι έμεινε ακίνητος. Γιατί με την κραυγή της Νίνιελ ο Γκλάουρουνγκ αναδεύτηκε για τελευταία φορά κι ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το σώμα. Κι άνοιξε τα ολέθρια μάτια του σε μια σχισμή και το φεγγάρι γυάλισε μέσα τους καθώς μίλησε αγκομαχώντας:

“Χαίρε, Νίενορ, κόρη του Χούριν. Συναντιόμαστε πάλι πριν τελειώσουμε. Σου δίνω τη χαρά να ξαναβρείς τον αδελφό σου επιτέλους. Και τώρα θα τον γνωρίσεις: ύπουλα μαχαιρώνει στο σκοτάδι, προδοτικός για τους εχθρούς, άπιστος στους φίλους, μια κατάρα για το γένος του, ο Τούριν ο γιος του Χούριν! Αλλά το χειρότερο απ' όλα του τα έργα θα το νιώσεις μέσα σου”.

Τότε η Νίενορ έμεινε άναυδη, μα ο Γκλάουρουνγκ πέθανε. Και με το θάνατό του το πέπλο της κακίας του έφυγε από πάνω της και όλη της η μνήμη αναδύθηκε μπροστά της, από μέρα σε μέρα, και ούτε ξέχασε τίποτα απ' όσα της είχαν συμβεί από τη μέρα που βρέθηκε να κείτεται στο Χάουδ-εν-Έλλεθ. Και όλο της το σώμα άρχισε να τρέμει από φρίκη και αγωνία. Και ο Μπράντιρ, που τα είχε ακούσει όλα, έμεινε εμβρόντητος και ακούμπησε σ' ένα δέντρο.

Τότε ξαφνικά η Νίενορ πετάχτηκε όρθια και στάθηκε χλωμή σαν φάντασμα μέσα στο φεγγάρι και κοίταξε κάτω τον Τούριν και φώναξε:

“Έχε γεια, ω διπλά αγαπημένε! Α Τούριν Τουράμπαρ τουρούν, αμπαρτάνεν: κύριε της μοίρας, από τη μοίρα υποταγμένε! Ω ευτυχισμένε, που είσαι νεκρός!” Μετά, ταραγμένη από τη συμφορά και τη φρίκη που την είχε κυριέψει, έφυγε τρέχοντας αλλόφρονη από κείνο το μέρος. Και ο Μπράντιρ έτρεξε σκοντάφτοντας πίσω της και φωνάζοντας:

“Περίμενε! Περίμενε, Νίνιελ!” Για μια στιγμή αυτή σταμάτησε και κοίταξε πίσω επίμονα. “Να περιμένω;” φώναξε. “Να περιμένω; Αυτή ήταν πάντα συμβουλή σου. Μακάρι να την είχα ακούσει! Αλλά τώρα είναι πολύ αργά. Και τώρα δεν θα περιμένω άλλο πάνω στη Μέση γη”. Και έφυγε από μπροστά του τρέχοντας.

Γρήγορα έφτασε στο χείλος του Κάμπεντ-εν-Άρας και εκεί στάθηκε και κοίταξε το βροντερό νερό φωνάζοντας:

“Νερό, νερό! Πάρε τώρα τη Νίνιελ Νίενορ, κόρη του Χούριν, το Πένθος, το Πένθος, την κόρη της Μόργουεν! Πάρε με και πήγαινέ με στη Θάλασσα!”

Και μ' αυτά τα λόγια ρίχτηκε στο κενό, μια λάμψη λευκού που το κατάπιε το σκοτεινό χάσμα, μια κραυγή χαμένη μέσα στο βρυχηθμό του ποταμού.

--

Τα νερά του Τέιγκλιν συνέχισαν να κυλούν, μα το Κάμπεντ-εν-Άρας δεν υπήρχε πια: Κάμπεντ Ναεράμαρθ, το Πήδημα της Τρομερής Μοίρας, το ονόμαζαν στο εξής οι άνθρωποι. Γιατί κανένα ελάφι δεν ξαναπήδησε ποτέ εκεί και όλα τα ζωντανά πλάσματα το απόφευγαν, και κανένας άνθρωπος δεν βάδιζε στις όχθες του. Ο τελευταίος των ανθρώπων που κοίταξε κάτω μέσα στο σκοτάδι του ήταν ο Μπράντιρ, γιος του Χάντιρ, και απέστρεψε το πρόσωπό του με φρίκη, γιατί η καρδιά του δείλιασε και, παρόλο που μισούσε τώρα τη ζωή του, δεν μπορούσε να ακολουθήσει εκεί το θάνατο που επιθυμούσε. Τότε η σκέψη του γύρισε στον Τούριν Τουράμπαρ και φώναξε:

“Σε μισώ ή σε λυπάμαι; Μα είσαι νεκρός. Δεν σου χρωστώ ευχαριστίες, σ' εσένα που πήρες όλα όσα είχα ή ήθελα να έχω. Αλλά ο λαός μου σου οφείλει ένα χρέος. Είναι ταιριαστό να μάθουν γι' αυτό από μένα”.

Και έτσι κουτσαίνοντας πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Νεν Γκίριθ, αποφεύγοντας το μέρος του Δράκοντα μ' ένα ρίγος. Και καθώς ανέβαινε πάλι το απότομο μονοπάτι, συνάντησε έναν άντρα που κρυφοκοίταζε μέσα από τα δέντρα και βλέποντάς τον, τραβήχτηκε πίσω. Αλλά ο Μπράντιρ είχε διακρίνει το πρόσωπό του μέσα στη λάμψη του φεγγαριού που χαμήλωνε.

“Α, Ντόρλας!” φώναξε. “Τι νέα έχεις να μου πεις; Πώς βγήκες ζωντανός; Και τι απέγινε ο συγγενής μου;”

“Δεν ξέρω”, απάντησε σκυθρωπά ο Ντόρλας.

“Τότε αυτό είναι παράξενο”, είπε ο Μπράντιρ.

“Αν θέλεις να μάθεις”, είπε ο Ντόρλας. “το Μαύρο Σπαθί ήθελε να περάσουμε τα ορμητικά ρεύματα του Τέιγκλιν μέσα στο σκοτάδι. Είναι παράξενο που δεν μπορούσα; Είμαι καλύτερος στο τσεκούρι από μερικούς, αλλά δεν έχω κατσικίσια πόδια”.

“Έτσι συνέχισαν χωρίς εσένα για να φτάσουν στο Δράκοντα;” είπε ο Μπράντιρ. “Μα τι έκανες όταν πέρασε αυτός; Τουλάχιστον θα 'μεινες κοντά και θα είδες τι συνέβη”.

Αλλά ο Ντόρλας δεν απάντησε και κοίταζε μόνο τον Μπράντιρ με μίσος στα μάτια του. Τότε, ξαφνικά, ο Μπράντιρ κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε εγκαταλείψει τους συντρόφους του και μετά, τσακισμένος από ντροπή, κρύφτηκε στο δάσος.

“Ντροπή σου, Ντόρλας!” είπε. “Εσύ είσαι ο δημιουργός των συμφορών μας: παρακινούσες το Μαύρο Σπαθί, έφερες τον Δράκοντα εναντίον μας, τους έκανες να με περιφρονούν, παρέσυρες τον Χούνθορ στο θάνατό του και μετά το βάζεις στα πόδια και κρύβεσαι μέσα στο δάσος!” Και καθώς μιλούσε, μια άλλη σκέψη πέρασε από το νου του και είπε με μεγάλο θυμό: “Γιατί δεν έφερες νέα; Ήταν η μικρότερη εξιλέωση που θα μπορούσες να προσφέρεις. Αν το έκανες αυτό, η Λαίδη Νίνιελ δεν θα χρειαζόταν να τα αναζητήσει μόνη της. Δεν θα έβλεπε ποτέ τον Δράκοντα. Μπορεί να είχε ζήσει. Ντόρλας, σε μισώ!”

“Κράτα το μίσος σου!” είπε ο Ντόρλας. “Είναι εξίσου αδύναμο όπως και όλες οι συμβουλές σου. Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχαν έρθει οι Ορκ και θα σε είχαν κρεμάσει σαν σκιάχτρο στον κήπο σου. Δεν κρύβομαι εγώ, εσύ κρύβεσαι!” Και μ' αυτά τα λόγια, όντας λόγω της ντροπής του πιο κοντά στην οργή, σήκωσε τη μεγάλη γροθιά του για να χτυπήσει τον Μπράντιρ και έτσι τέλειωσε η ζωή του πριν ακόμη φύγει από τα μάτια του το βλέμμα της κατάπληξης: γιατί ο Μπράντιρ τράβηξε το σπαθί του και του κατάφερε πλήγμα θανάσιμο. Μετά, για μια στιγμή, στάθηκε τρέμοντας, αηδιασμένος από το αίμα, και πετώντας το σπαθί του γύρισε και συνέχισε το δρόμο του, σκυφτός πάνω στο μπαστούνι του.

Καθώς ο Μπράντιρ έφτανε στο Νεν Γκίριθ, το χλωμό φεγγάρι είχε χαθεί και η νύχτα έσβηνε, στην ανατολή άνοιγε το χάραμα. Εκείνοι που ήταν ακόμη ζαρωμένοι δίπλα στη γέφυρα τον είδαν να έρχεται σαν μια γκρίζα σκιά μέσα στην αυγή και μερικοί του φώναξαν απορώντας: “Πού ήσουν; Την είδες; Γιατί η Λαίδη Νίνιελ χάθηκε”.

“Ναι”, είπε ο Μπράντιρ, “χάθηκε. Χάθηκε, χάθηκε και δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ! Αλλά ήρθα για να σας φέρω νέα. Ακούστε τώρα, λαέ του Μπρέθιλ, και πείτε αν υπήρξε ποτέ τέτοια ιστορία σαν αυτή που σας φέρνω! Ο Δράκοντας είναι νεκρός, αλλά νεκρός επίσης είναι ο Τουράμπαρ δίπλα του. Και αυτές είναι καλές ειδήσεις: ναι, είναι καλές και οι δύο”.

Τότε ο κόσμος μουρμούρισε, απορώντας με τα λόγια του, και μερικοί είπαν ότι ήταν τρελός αλλά ο Μπράντιρ φώναξε:

“Ακούστε με ως το τέλος! Η Νίνιελ είναι κι αυτή νεκρή, η Νίνιελ η ωραία που την αγαπούσατε και πιο πολύ απ' όλους την αγαπούσα εγώ. Πήδησε στο κενό στο Πήδημα του Ελαφιού και την πήραν τα δόντια του Τέιγκλιν. Χάθηκε μισώντας το φως της μέρας. Γιατί να τι έμαθε πριν πηδήσει: παιδιά του Χούριν ήταν και οι δύο, αδελφός και αδελφή. Μόρμεγκιλ τον έλεγαν, Τουράμπαρ αυτοονομάστηκε κρύβοντας το παρελθόν του: και ήταν ο Τούριν, ο γιος του Χούριν. Νίνιελ την ονομάσαμε, μην ξέροντας το παρελθόν της: η Νίενορ ήταν, η κόρη του Χούριν. Στο Μπρέθιλ τους έφερε η σκιά της σκοτεινής τους μοίρας. Εδώ βρήκαν την καταδίκη τους και από τη θλίψη αυτή η γη δεν θα ελευθερωθεί ποτέ ξανά. Μην τη λέτε Μπρέθιλ ούτε γη του Χάλεθριμ, αλλά Σαρχ νία Χιν Χούριν, Τάφο των Παιδιών του Χούριν!”

Τότε, αν και δεν καταλάβαιναν ακόμη πώς είχε γίνει αυτό το κακό, όσοι τον άκουσαν άρχισαν να κλαίνε και μερικοί είπαν:

“Τάφος έγινε ο Τέιγκλιν για τη Νίνιελ την αγαπημένη, τάφος πρέπει να βρεθεί και για τον Τουράμπαρ, τον γενναιότερο των ανθρώπων. Ο λυτρωτής μας δεν θα μείνει να κείτεται κάτω από τον ουρανό. Πάμε κοντά του”.

XVII. Ο Θάνατος του Γλάουρουνγκ (2) XVII. The Death of Glaurung (2)

Πέρασε ώρα και ο Μπράντιρ στεκόταν ακόμη σιωπηλός δίπλα της, κοίταζε μέσα στη νύχτα και αφουγκραζόταν. Time passed and Brandir still stood silently by her side, looking into the night and listening. Αλλά δεν έβλεπε τίποτα και δεν άκουγε κανένα ήχο παρά μόνο την πτώση των νερών του Νεν Γκίριθ και σκέφτηκε: “Τώρα σίγουρα ο Γκλάουρουνγκ έχει προχωρήσει και έχει μπει μέσα στο Μπρέθιλ”. But he saw nothing and heard no sound except the falling of the waters of Nen Girith, and thought, "Now surely Glaurung has gone and entered Brethill." Όμως δεν λυπόταν πια το λαό του, τους ανόητους που περιφρόνησαν τις συμβουλές του και τον χλεύασαν. But he no longer felt sorry for his people, the fools who despised his advice and ridiculed him. "Ας πάει ο Δράκος στο Άμον Όμπελ και θα υπάρχει τότε χρόνος να ξεφύγω και να πάρω τη Νίνιελ μακριά". "Let the Dragon go to Amon Obel and then there will be time to escape and take Ninel away." Πού, δεν ήξερε, γιατί δεν είχε ταξιδέψει ποτέ έξω από το Μπρέθιλ. Where, he didn't know, for he had never traveled outside Brethil.

Τελικά έσκυψε και άγγιξε τη Νίνιελ στο χέρι και της είπε: Finally he bent down and touched Ninel on the arm and said:

“Ο χρόνος περνά, Νίνιελ! “Time flies, Ninel! Έλα! Come! Είναι ώρα να φύγουμε. It's time to go. Αν με αφήσεις, θα σε οδηγήσω”. If you let me, I will lead you." Τότε αυτή σηκώθηκε σιωπηλά και πήρε το χέρι του και πέρασαν τη γέφυρα και κατέβηκαν το μονοπάτι προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Then she rose silently and took his hand and they crossed the bridge and down the path to the Teiglin Passes. Αλλά όσοι τους είδαν να κινούνται σαν σκιές μέσα στο σκοτάδι δεν ήξεραν ποιοι είναι και δεν τους ένοιαζε. But those who saw them moving like shadows in the dark did not know who they were and did not care. Και όταν είχαν προχωρήσει λίγο μέσα στα σιωπηλά δέντρα, βγήκε το φεγγάρι πέρα από το Άμον Όμπελ και τα ξέφωτα του δάσους γέμισαν μ' ένα γκρίζο φως. And when they had advanced a little through the silent trees, the moon rose beyond Amon Obel, and the glades of the forest were filled with a gray light. Τότε η Νίνιελ σταμάτησε και είπε στον Μπράντιρ: Then Ninielle stopped and said to Brandir:

“Αυτός είναι ο δρόμος;” "Is this the way?"

Κι αυτός απάντησε: And he answered:

“Ποιος δρόμος; Παρ' όλες τις ελπίδες μας το Μπρέθιλ έχει τελειώσει. “Which road? Despite all our hopes, Brettil is over. Δεν έχουμε άλλο δρόμο πέρα από το να σωθούμε από τον Δράκοντα και να φύγουμε μακριά του όσο υπάρχει ακόμη καιρός”. We have no other way but to save ourselves from the Dragon and get away from him while there is still time."

Η Νίνιελ τον κοίταξε με απορία και είπε: Ninel looked at him quizzically and said:

“Δεν προσφέρθηκες να με οδηγήσεις σ' αυτόν; Ή ήθελες να με ξεγελάσεις; Το Μαύρο Σπαθί ήταν ο αγαπημένος μου και ο άντρας μου και μόνο για να βρω αυτόν ξεκίνησα. "Did you not offer to take me to him?" Or did you want to fool me? The Black Sword was my favorite and my husband and only to find him I started. Τι άλλο θα μπορούσες να πιστέψεις; Τώρα εσύ κάνε όπως θέλεις, αλλά εγώ πρέπει να βιαστώ”. What else could you believe? Now you do as you wish, but I must hurry."

Και καθώς ο Μπράντιρ απόμεινε για μια στιγμή κατάπληκτος, αυτή απομακρύνθηκε γοργά, και αυτός φώναξε πίσω της: And as Brandir stood for a moment astonished, she hurried away, and he called after her:

“Περίμενε, Νίνιελ! “Wait, Ninel! Μην πας μόνη! Don't go alone! Δεν ξέρεις τι θα βρεις. You never know what you'll find. Θα έρθω μαζί σου!” I will come with you!"

Αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία και προχωρούσε τώρα λες και το αίμα έβραζε μέσα της εκεί που πριν ήταν παγωμένο. But she paid no attention to him and was moving forward now as if the blood were boiling inside her where before it had been frozen. Και, παρόλο που ο Μπράντιρ την ακολουθούσε όπως μπορούσε, γρήγορα την έχασε από τα μάτια του. And though Brandir followed her as best he could, he soon lost sight of her. Τότε εκείνος καταράστηκε τη μοίρα του και την αδυναμία του, μα δεν έλεγε να σταματήσει. Then he cursed his fate and his weakness, but he would not stop.

Στο μεταξύ το φεγγάρι υψώθηκε λευκό στον ουρανό, σχεδόν γεμάτο, και καθώς η Νίνιελ κατέβαινε από το υψίπεδο προς την περιοχή κοντά στο ποτάμι, της φάνηκε ότι θυμήθηκε το μέρος και φοβήθηκε. Meanwhile the moon rose white in the sky, almost full, and as Niniel descended from the plateau to the area near the river, she seemed to remember the place and was frightened. Γιατί είχε φτάσει στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και το Χάουδ-εν-Έλλεθ υψωνόταν εκεί μπροστά της, χλωμό μέσα στο φεγγαρόφωτο, με μια μαύρη σκιά διαγώνια πάνω του. For she had reached the Passes of Teiglin, and Haud-en-Elleth stood there before her, pale in the moonlight, with a black shadow diagonally across it. Και μέσα από τον τύμβο έβγαινε ένας μεγάλος τρόμος. And a great terror came out of the tomb.

Τότε γύρισε με μια κραυγή και έτρεξε νότια δίπλα στο ποτάμι και πέταξε το μανδύα της καθώς έτρεχε, σαν να πετούσε ένα σκοτάδι που ήταν κολλημένο πάνω της. Then she turned with a cry and ran south by the river and threw off her cloak as she ran, as if throwing off a darkness that clung to her. Και από κάτω ήταν ντυμένη όλη στα λευκά και άστραφτε μέσα στο φεγγαρόφωτο τρέχοντας ανάμεσα στα δέντρα. And underneath she was dressed all in white and glittered in the moonlight as she ran through the trees. Έτσι την είδε ο Μπράντιρ πάνω στη λοφοπλαγιά κι έστριψε για να βρεθεί μπροστά της αν τα κατάφερνε. So Brandir saw her on the hillside and turned to face her if he could. Και βρίσκοντας από τύχη το στενό μονοπάτι που είχε χρησιμοποιήσει ο Τουράμπαρ, που έφευγε από τον πιο πολυσύχναστο δρόμο και κατέβαινε απότομα νότια ως το ποτάμι, έφτασε επιτέλους κοντά, πίσω πάλι. And finding by chance the narrow path that Turabar had used, which left the more busy road and descended steeply south to the river, he came at last close, back again. Αλλά αν και τη φώναξε, εκείνη δεν έδωσε σημασία, ή δεν άκουσε, και γρήγορα απομακρύνθηκε πάλι μπροστά απ' αυτόν. Και έτσι πλησίασαν στο δάσος δίπλα στο Κάμπεντ-εν-Άρας και το μέρος της αγωνίας του Γκλάουρουνγκ. Το φεγγάρι έφεγγε στο νότο ασυννέφιαστο και το φως του ήταν ψυχρό και καθαρό. But though he called to her, she paid no heed, or did not hear, and quickly withdrew before him again. And so they drew near to the wood by Camped-en-Arras and the place of Glaurung's agony. The moon reached the south cloudless and its light was cold and clear. Φτάνοντας στις παρυφές της καταστροφής που είχε προκαλέσει ο Γκλάουρουνγκ, η Νίνιελ είδε το σώμα του να κείτεται εκεί και την κοιλιά του γκρίζα στη λάμψη της σελήνης. Arriving at the edges of the devastation Glaurung had caused, Ninielle saw his body lying there, his belly gray in the moonlight. Αλλά δίπλα του κειτόταν ένας άντρας. But next to him lay a man. Τότε ξεχνώντας το φόβο της έτρεξε μέσα στη φωτιά που σιγόκαιγε κι έφτασε στον Τουράμπαρ. Then, forgetting her fear, she ran into the smoldering fire and reached Turabar. Ήταν πεσμένος στο πλάι και το σπαθί ήταν από κάτω του, αλλά το πρόσωπό του ήταν χλωμό σαν το θάνατο μέσα στο λευκό φως. He was lying on his side and the sword was beneath him, but his face was as pale as death in the white light. Τότε η Νίνιελ έπεσε πάνω του θρηνώντας και τον φίλησε. Then Ninielle fell upon him weeping and kissed him. Και της φάνηκε ότι ανέπνεε αμυδρά, μα νόμισε ότι την ξεγελούσαν ψεύτικες ελπίδες, γιατί ήταν κρύος και δεν κινιόταν, ούτε της απαντούσε. And it seemed to her that he was breathing faintly, but she thought that she was deceived by false hopes, for he was cold and did not move, nor answer her. Και καθώς τον χάιδευε, είδε ότι το χέρι του ήταν μαυρισμένο σαν να είχε καεί και το έπλυνε με τα δάκρυά της και σκίζοντας μια λωρίδα από το ρούχο της το έδεσε. And as she caressed him, she saw that his hand was blackened as if it had been burned, and she washed it with her tears, and tearing a strip of her garment she bound it. Αλλά αυτός ακόμη δεν κινιόταν από το άγγιγμά της κι εκείνη πάλι τον φίλησε και φώναξε δυνατά: But he still did not move from her touch, and she kissed him again and cried aloud:

“Τουράμπαρ, Τουράμπαρ, γύρνα πίσω! “Turabar, Turabar, come back! Άκουσέ με! Listen to me! Ξύπνα! Wake up! Γιατί είμαι η Νίνιελ. Because I'm Ninel. Ο Δράκος είναι νεκρός, νεκρός, και μόνο εγώ είμαι εδώ δίπλα σου”. The Dragon is dead, dead, and only I am here by your side." Όμως ο Τουράμπαρ δεν απαντούσε. But Turabar did not answer. Άκουσε ο Μπράντιρ την κραυγή της, γιατί είχε φτάσει στις παρυφές της καταστροφής. Brandir heard her cry, for she had reached the brink of destruction. Όμως τη στιγμή που προχωρούσε προς τη Νίνιελ, σταμάτησε κι έμεινε ακίνητος. But as he was walking towards Niniel, he stopped and remained motionless. Γιατί με την κραυγή της Νίνιελ ο Γκλάουρουνγκ αναδεύτηκε για τελευταία φορά κι ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το σώμα. For at Ninielle's cry Glaurung stirred for the last time, and a shudder ran through his whole body. Κι άνοιξε τα ολέθρια μάτια του σε μια σχισμή και το φεγγάρι γυάλισε μέσα τους καθώς μίλησε αγκομαχώντας: And he opened his malevolent eyes to a slit, and the moon shone in them as he spake warily:

“Χαίρε, Νίενορ, κόρη του Χούριν. "Hail, Nienor, daughter of Hurin. Συναντιόμαστε πάλι πριν τελειώσουμε. We meet again before we finish. Σου δίνω τη χαρά να ξαναβρείς τον αδελφό σου επιτέλους. I give you the joy of finally finding your brother again. Και τώρα θα τον γνωρίσεις: ύπουλα μαχαιρώνει στο σκοτάδι, προδοτικός για τους εχθρούς, άπιστος στους φίλους, μια κατάρα για το γένος του, ο Τούριν ο γιος του Χούριν! And now you shall know him: slyly stabbing in the dark, treacherous to foes, unfaithful to friends, a curse to his race, Túrin the son of Húrin! Αλλά το χειρότερο απ' όλα του τα έργα θα το νιώσεις μέσα σου”. But you will feel the worst of all his works inside you ".

Τότε η Νίενορ έμεινε άναυδη, μα ο Γκλάουρουνγκ πέθανε. Then Nienor was stunned, but Glaurung died. Και με το θάνατό του το πέπλο της κακίας του έφυγε από πάνω της και όλη της η μνήμη αναδύθηκε μπροστά της, από μέρα σε μέρα, και ούτε ξέχασε τίποτα απ' όσα της είχαν συμβεί από τη μέρα που βρέθηκε να κείτεται στο Χάουδ-εν-Έλλεθ. And with his death the veil of his wickedness departed from her and all her memory emerged before her, day by day, and she did not forget anything that had happened to her since the day she was found lying in the House. Έλλεθ. Και όλο της το σώμα άρχισε να τρέμει από φρίκη και αγωνία. And her whole body began to tremble with horror and agony. Και ο Μπράντιρ, που τα είχε ακούσει όλα, έμεινε εμβρόντητος και ακούμπησε σ' ένα δέντρο. And Brandir, who had heard all this, was amazed and leaned against a tree.

Τότε ξαφνικά η Νίενορ πετάχτηκε όρθια και στάθηκε χλωμή σαν φάντασμα μέσα στο φεγγάρι και κοίταξε κάτω τον Τούριν και φώναξε: Then suddenly Nienor sprang to her feet and stood pale as a ghost in the moon and looked down at Túrin and cried:

“Έχε γεια, ω διπλά αγαπημένε! "Hello, oh double beloved! Α Τούριν Τουράμπαρ τουρούν, αμπαρτάνεν: κύριε της μοίρας, από τη μοίρα υποταγμένε! A Turin Turabar tourur, abartanen: lord of fate, submissive to fate! Ω ευτυχισμένε, που είσαι νεκρός!” Μετά, ταραγμένη από τη συμφορά και τη φρίκη που την είχε κυριέψει, έφυγε τρέχοντας αλλόφρονη από κείνο το μέρος. O happy one, that thou art dead!” Then, agitated by the calamity and horror that had overtaken her, she ran away from that place in a frenzy. Και ο Μπράντιρ έτρεξε σκοντάφτοντας πίσω της και φωνάζοντας: And Brandir ran stumbling after her, crying:

“Περίμενε! "Wait! Περίμενε, Νίνιελ!” Για μια στιγμή αυτή σταμάτησε και κοίταξε πίσω επίμονα. Wait, Ninel!” For a moment she stopped and stared back. “Να περιμένω;” φώναξε. "I wait;" cried. “Να περιμένω; Αυτή ήταν πάντα συμβουλή σου. "I wait; That was always your advice. Μακάρι να την είχα ακούσει! I wish I had heard it! Αλλά τώρα είναι πολύ αργά. But now it's too late. Και τώρα δεν θα περιμένω άλλο πάνω στη Μέση γη”. And now I will wait no longer on Middle-earth." Και έφυγε από μπροστά του τρέχοντας. And she ran away from him.

Γρήγορα έφτασε στο χείλος του Κάμπεντ-εν-Άρας και εκεί στάθηκε και κοίταξε το βροντερό νερό φωνάζοντας: Quickly he came to the brink of Cambend-en-Arras, and there he stood and looked at the thundering water, crying:

“Νερό, νερό! "Water WATER! Πάρε τώρα τη Νίνιελ Νίενορ, κόρη του Χούριν, το Πένθος, το Πένθος, την κόρη της Μόργουεν! Now take Ninel Nienor, daughter of Hurin, Mourning, Mourning, daughter of Morwen! Πάρε με και πήγαινέ με στη Θάλασσα!” Take me and take me to the Sea! ”

Και μ' αυτά τα λόγια ρίχτηκε στο κενό, μια λάμψη λευκού που το κατάπιε το σκοτεινό χάσμα, μια κραυγή χαμένη μέσα στο βρυχηθμό του ποταμού. And with these words he was thrown into the void, a flash of white swallowed up by the dark chasm, a cry lost in the roar of the river.

--

Τα νερά του Τέιγκλιν συνέχισαν να κυλούν, μα το Κάμπεντ-εν-Άρας δεν υπήρχε πια: Κάμπεντ Ναεράμαρθ, το Πήδημα της Τρομερής Μοίρας, το ονόμαζαν στο εξής οι άνθρωποι. The waters of Teiglin continued to flow, but Camped-en-Aras no longer existed: Camped Naeramarth, the Leap of Terror, was hereafter called by the people. Γιατί κανένα ελάφι δεν ξαναπήδησε ποτέ εκεί και όλα τα ζωντανά πλάσματα το απόφευγαν, και κανένας άνθρωπος δεν βάδιζε στις όχθες του. Because no deer ever jumped there again and all living creatures avoided it, and no man walked on its shores. Ο τελευταίος των ανθρώπων που κοίταξε κάτω μέσα στο σκοτάδι του ήταν ο Μπράντιρ, γιος του Χάντιρ, και απέστρεψε το πρόσωπό του με φρίκη, γιατί η καρδιά του δείλιασε και, παρόλο που μισούσε τώρα τη ζωή του, δεν μπορούσε να ακολουθήσει εκεί το θάνατο που επιθυμούσε. The last of men who looked down in its darkness was Brandir, son of Hadir, and he turned away his face in horror, for his heart grew afraid, and though he now hated his life, he could not follow there the death that he wished Τότε η σκέψη του γύρισε στον Τούριν Τουράμπαρ και φώναξε: Then his mind turned to Túrin Turabar and he called out:

“Σε μισώ ή σε λυπάμαι; Μα είσαι νεκρός. “Do I hate you or pity you? But you're dead. Δεν σου χρωστώ ευχαριστίες, σ' εσένα που πήρες όλα όσα είχα ή ήθελα να έχω. I do not owe you thanks, to you who got everything I had or wanted to have. Αλλά ο λαός μου σου οφείλει ένα χρέος. But my people owe you a debt. Είναι ταιριαστό να μάθουν γι' αυτό από μένα”. It's appropriate for them to learn about it from me. "

Και έτσι κουτσαίνοντας πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Νεν Γκίριθ, αποφεύγοντας το μέρος του Δράκοντα μ' ένα ρίγος. And so he limped his way back to Nen Girith, avoiding the Dragon's place with a shudder. Και καθώς ανέβαινε πάλι το απότομο μονοπάτι, συνάντησε έναν άντρα που κρυφοκοίταζε μέσα από τα δέντρα και βλέποντάς τον, τραβήχτηκε πίσω. And as he went up the steep path again, he met a man peeping through the trees, and seeing him, drew back. Αλλά ο Μπράντιρ είχε διακρίνει το πρόσωπό του μέσα στη λάμψη του φεγγαριού που χαμήλωνε. But Brady had seen his face in the glow of the waning moon.

“Α, Ντόρλας!” φώναξε. "Ah, Dorlas!" cried. “Τι νέα έχεις να μου πεις; Πώς βγήκες ζωντανός; Και τι απέγινε ο συγγενής μου;” "What news do you have to tell me?" How did you come out alive? And what happened to my relative? ”

“Δεν ξέρω”, απάντησε σκυθρωπά ο Ντόρλας. "I don't know," answered Dorlas sullenly.

“Τότε αυτό είναι παράξενο”, είπε ο Μπράντιρ. "Then this is strange," said Brandir.

“Αν θέλεις να μάθεις”, είπε ο Ντόρλας. "If you want to know," Dorlas said. “το Μαύρο Σπαθί ήθελε να περάσουμε τα ορμητικά ρεύματα του Τέιγκλιν μέσα στο σκοτάδι. "The Black Sword wanted us to pass the rushing currents of Teiglin in the dark. Είναι παράξενο που δεν μπορούσα; Είμαι καλύτερος στο τσεκούρι από μερικούς, αλλά δεν έχω κατσικίσια πόδια”. Is it weird that I could not? "I'm better at axing than some, but I don't have goat legs."

“Έτσι συνέχισαν χωρίς εσένα για να φτάσουν στο Δράκοντα;” είπε ο Μπράντιρ. "So they continued without you to reach the Dragon?" said Bradir. “Μα τι έκανες όταν πέρασε αυτός; Τουλάχιστον θα 'μεινες κοντά και θα είδες τι συνέβη”. "But what did you do when he passed? At least you would stay close and see what happened ".

Αλλά ο Ντόρλας δεν απάντησε και κοίταζε μόνο τον Μπράντιρ με μίσος στα μάτια του. But Dorlas did not answer and only looked at Brandir with hatred in his eyes. Τότε, ξαφνικά, ο Μπράντιρ κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε εγκαταλείψει τους συντρόφους  του και μετά, τσακισμένος από ντροπή, κρύφτηκε στο δάσος. Then, suddenly, Bradir realized that this man had abandoned his companions and then, crushed with shame, hid in the forest.

“Ντροπή σου, Ντόρλας!” είπε. "Shame on you, Dorlas!" he said. “Εσύ είσαι ο δημιουργός των συμφορών μας: παρακινούσες το Μαύρο Σπαθί, έφερες τον Δράκοντα εναντίον μας, τους έκανες να με περιφρονούν, παρέσυρες τον Χούνθορ στο θάνατό του και μετά το βάζεις στα πόδια και κρύβεσαι μέσα στο δάσος!” Και καθώς μιλούσε, μια άλλη σκέψη πέρασε από το νου του και είπε με μεγάλο θυμό: “Γιατί δεν έφερες νέα; Ήταν η μικρότερη εξιλέωση που θα μπορούσες να προσφέρεις. "You are the creator of our misfortunes: you incited the Black Sword, you brought the Dragon against us, you made them despise me, you dragged Hundthor to his death and then you put him on his feet and hid in the forest!" And as he was speaking, another thought went through his mind and he said with great anger: “Why did you not bring news? It was the smallest atonement you could offer. Αν το έκανες αυτό, η Λαίδη Νίνιελ δεν θα χρειαζόταν να τα αναζητήσει μόνη της. If you did that, Lady Ninielle wouldn't have to look for them herself. Δεν θα έβλεπε ποτέ τον Δράκοντα. He would never see the Dragon. Μπορεί να είχε ζήσει. He might have lived. Ντόρλας, σε μισώ!” Dorlas, I hate you!”

“Κράτα το μίσος σου!” είπε ο Ντόρλας. "Hold your hate!" Dorlas said. “Είναι εξίσου αδύναμο όπως και όλες οι συμβουλές σου. "It's as weak as all your advice. Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχαν έρθει οι Ορκ και θα σε είχαν κρεμάσει σαν σκιάχτρο στον κήπο σου. If it weren't for me, the Orcs would have come and hung you like a scarecrow in your garden. Δεν κρύβομαι εγώ, εσύ κρύβεσαι!” Και μ' αυτά τα λόγια, όντας λόγω της ντροπής του πιο κοντά στην οργή, σήκωσε τη μεγάλη γροθιά του για να χτυπήσει τον Μπράντιρ και έτσι τέλειωσε η ζωή του πριν ακόμη φύγει από τα μάτια του το βλέμμα της κατάπληξης: γιατί ο Μπράντιρ τράβηξε το σπαθί του και του κατάφερε πλήγμα θανάσιμο. I am not hiding, you are hiding! ” And with these words, being closer to the rage because of his shame, he raised his big fist to hit Bradir and so his life ended before the gaze of astonishment even left his eyes: why Bradir pulled the his sword and struck him deadly. Μετά, για μια στιγμή, στάθηκε τρέμοντας, αηδιασμένος από το αίμα, και πετώντας το σπαθί του γύρισε και συνέχισε το δρόμο του, σκυφτός πάνω στο μπαστούνι του. Then for a moment he stood trembling, disgusted with the blood, and throwing away his sword he turned and went on his way, leaning on his staff.

Καθώς ο Μπράντιρ έφτανε στο Νεν Γκίριθ, το χλωμό φεγγάρι είχε χαθεί και η νύχτα έσβηνε, στην ανατολή άνοιγε το χάραμα. As Brandir reached Nen Girith the pale moon was gone and the night was fading, the chasm opening in the east. Εκείνοι που ήταν ακόμη ζαρωμένοι δίπλα στη γέφυρα τον είδαν να έρχεται σαν μια γκρίζα σκιά μέσα στην αυγή και μερικοί του φώναξαν απορώντας: “Πού ήσουν; Την είδες; Γιατί η Λαίδη Νίνιελ χάθηκε”. Those who were still wrinkled by the bridge saw him coming like a gray shadow at dawn and some shouted at him, wondering: “Where have you been? Did you see her; "Because Lady Niniel was lost."

“Ναι”, είπε ο Μπράντιρ, “χάθηκε. “Yes,” said Brandir, “it's lost. Χάθηκε, χάθηκε και δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ! It's gone, it's gone and it's never coming back! Αλλά ήρθα για να σας φέρω νέα. But I came to bring you news. Ακούστε τώρα, λαέ του Μπρέθιλ, και πείτε αν υπήρξε ποτέ τέτοια ιστορία σαν αυτή που σας φέρνω! Listen now, Brethel people, and tell me if there has ever been a story like the one I am bringing to you! Ο Δράκοντας είναι νεκρός, αλλά νεκρός επίσης είναι ο Τουράμπαρ δίπλα του. The Dragon is dead, but dead too is Turabar beside him. Και αυτές είναι καλές ειδήσεις: ναι, είναι καλές και οι δύο”. And that's good news: yes, they're both good."

Τότε ο κόσμος μουρμούρισε, απορώντας με τα λόγια του, και μερικοί είπαν ότι ήταν τρελός αλλά ο Μπράντιρ φώναξε: Then the people murmured, wondering at his words, and some said he was mad but Brandir cried out:

“Ακούστε με ως το τέλος! "Listen to me until the end! Η Νίνιελ είναι κι αυτή νεκρή, η Νίνιελ η ωραία που την αγαπούσατε και πιο πολύ απ' όλους την αγαπούσα εγώ. Ninielle is also dead, Ninielle the beautiful whom you loved and I loved most of all. Πήδησε στο κενό στο Πήδημα του Ελαφιού και την πήραν τα δόντια του Τέιγκλιν. She leapt into the void at Leap of the Deer and was taken by Teiglin's teeth. Χάθηκε μισώντας το φως της μέρας. He disappeared hating the light of day. Γιατί να τι έμαθε πριν πηδήσει: παιδιά του Χούριν ήταν και οι δύο, αδελφός και αδελφή. For what he learned before he jumped: they were both children of Hurin, brother and sister. Μόρμεγκιλ τον έλεγαν, Τουράμπαρ αυτοονομάστηκε κρύβοντας το παρελθόν του: και ήταν ο Τούριν, ο γιος του Χούριν. He was called Mormegil, Turabar called himself hiding his past: and he was Turin, Hurin's son. Νίνιελ την ονομάσαμε, μην ξέροντας το παρελθόν της: η Νίενορ ήταν, η κόρη του Χούριν. Nieniel we named her, not knowing her past: Nienor was, the daughter of Húrin. Στο Μπρέθιλ τους έφερε η σκιά της σκοτεινής τους μοίρας. To Brethil the shadow of their dark fate brought them. Εδώ βρήκαν την καταδίκη τους και από τη θλίψη αυτή η γη δεν θα ελευθερωθεί ποτέ ξανά. Here they found their condemnation and from this sorrow the earth will never be liberated again. Μην τη λέτε Μπρέθιλ ούτε γη του Χάλεθριμ, αλλά Σαρχ νία Χιν Χούριν, Τάφο των Παιδιών του Χούριν!” Do not call it Bretil or the land of Halethrim, but Sarh nia Hin Hurin, Tomb of the Children of Hurin! ”

Τότε, αν και δεν καταλάβαιναν ακόμη πώς είχε γίνει αυτό το κακό, όσοι τον άκουσαν άρχισαν να κλαίνε και μερικοί είπαν: Then, although they still did not understand how this evil had been done, those who heard him began to weep and some said:

“Τάφος έγινε ο Τέιγκλιν για τη Νίνιελ την αγαπημένη, τάφος πρέπει να βρεθεί και για τον Τουράμπαρ, τον γενναιότερο των ανθρώπων. "Teglin became a grave for Niniel the beloved, a grave must be found for Turabar, the bravest of men. Ο λυτρωτής μας δεν θα μείνει να κείτεται κάτω από τον ουρανό. Our Redeemer will not be left lying under the sky. Πάμε κοντά του”. Let's go to him."