×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Philosophy - Βιβλιοεμβριθής, Σκέπτομαι, υπάρχω

Σκέπτομαι, υπάρχω

Η πίστη στην ικανότητα του ανθρώπινου λογικού. Ο καρτεσιανός δυϊσμός. Η ταύτιση Θεού και Φύσης. Το ατομικό και το καθολικό

Η περίοδος της νεότερης φιλοσοφίας ξεκινάει, κατά σύμβαση, τον 17ο αιώνα, διαμορφώνοντας το θεωρητικό πλαίσιο της εποχής και της κοσμοαντίληψης που σήμερα ονομάζουμε νεωτερικότητα. Ετσι η νεότερη φιλοσοφία αγκαλιάζει δύο τουλάχιστον αιώνες στους οποίους δεσπόζουν τρεις μεγάλοι φιλοσοφικοί σταθμοί: ο εμπειρισμός, ο ορθολογισμός και η κριτική φιλοσοφία του Καντ, η οποία ανοίγει τον δρόμο για τον γερμανικό ιδεαλισμό.

Την ίδια περίοδο υπάρχουν ασφαλώς και άλλα ρεύματα σκέψης, όπως για παράδειγμα ο Διαφωτισμός, τα οποία όμως εντάσσονται μάλλον στην ιστορία των ιδεών παρά στην ιστορία της φιλοσοφίας. Βεβαίως η προηγούμενη διάκριση, κάπως σχηματική, αναφέρεται στην ενδιαφέρουσα θεωρητική συζήτηση που άνοιξε τα τελευταία χρόνια γύρω από τα ζητήματα της ιστορίας της φιλοσοφίας, συζήτηση που κατέδειξε την ανάγκη να διατυπωθεί ένα είδος κριτικής ιστορίας και κριτικής φιλοσοφίας της ίδιας της ιστορίας της φιλοσοφίας.

Ειδικότερα εδώ θα ασχοληθούμε με τον κλασικό ορθολογισμό.

Ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός είναι η φιλοσοφική θέση που διδάσκει ότι η αληθινή φύση της πραγματικότητας μπορεί να γίνει γνωστή αποκλειστικά μέσω του ορθού λόγου, της recta ratio, σύμφωνα με τη λατινική έκφραση των φιλοσόφων της εποχής. Αν ο ορθολογισμός ασχολείται κυρίως με τη γνώση, την προέλευσή της και την κατάκτησή της από τον άνθρωπο, ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο στο γνωσιοθεωρητικό πεδίο, αλλά επεκτείνεται στον χώρο της μεταφυσικής και της οντολογίας.

Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους επειδή η πραγματικότητα έχει μια εγγενώς ορθολογική δομή, υπάρχουν αλήθειες τις οποίες ο νους μπορεί να συλλάβει άμεσα δίχως τη διαμεσολάβηση των αισθήσεων. Ασφαλώς με αυτή την έννοια στοιχεία ορθολογισμού εντοπίζονται σε πολλές φιλοσοφίες από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας. Ωστόσο ο ορθολογισμός ως σταθμός που ορίζει και θέτει τους κανόνες της νεότερης ορθολογικότητας γεννιέται με το έργο τριών σπουδαίων στοχαστών: Καρτέσιος, Σπινόζα, Λάιμπνιτς. Η μεταφυσική ένταση με την οποία οι φιλόσοφοι αυτοί προβάλλουν τη δύναμη του λόγου οδήγησε έναν σύγχρονο φιλόσοφο, τον Μερλό-Ποντύ, να μιλήσει για Μεγάλο Ορθολογισμό.

Ο Καρτέσιος

Ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας, και τούτο κατά γενική σχεδόν ομολογία, θεωρείται ο Καρτέσιος (1596-1650). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, δεν πρόκειται απλώς για ιδρυτή αλλά για κανονικό ήρωα ο οποίος τόλμησε να ξαναπάρει τα πράγματα από την αρχή. Είναι αλήθεια ότι ο Καρτέσιος ξεκινά τη φιλοσοφία του από μηδενική βάση. Τούτο σημαίνει ότι με μια εντυπωσιακή πράγματι χειρονομία παραμερίζει όλη την προηγούμενη σχολαστική φιλοσοφία και προχωρά στην άρθρωση ενός καινοτόμου φιλοσοφικού λόγου, με κεντρικό άξονα την πίστη στην ικανότητα του ανθρώπινου λογικού.

Ο Καρτέσιος ισχυρίζεται ότι η μαθηματική μέθοδος είναι το πρότυπο της ασφαλούς γνώσης των πραγμάτων στο σύνολό τους. Με εκκίνηση τη μέθοδο της ριζικής αμφιβολίας, η οποία θα καταλήξει στην πρώτη αδιαμφισβήτητη αλήθεια, το «cogito ergo sum», καθίσταται δυνατή, μέσω των σαφών και ευκρινών ιδεών, η θεμελίωση ενός επιστημονικού λόγου που τείνει να αγκαλιάσει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης γνώσης και δράσης.

Η μεταφυσική αναζήτηση στην καρτεσιανή φιλοσοφία προσπαθεί να απαντήσει σε δύο κυρίως ερωτήματα.

Το πρώτο μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: αν έχω μια σαφή και ευκρινή ιδέα, η οποία είναι αληθής σύμφωνα με τις εσωτερικές απαιτήσεις του λόγου, υπάρχει άραγε κάποιο πραγματικό ον που να ανταποκρίνεται σ' αυτήν; Η απάντηση είναι καταφατική, διότι πρόκειται ακριβώς για τον εαυτό μου, ο οποίος υπάρχει όπως ακριβώς τον νοώ: εγώ σκέφτομαι και, εφόσον σκέφτομαι, υπάρχω.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά το αν οι σαφείς και ευκρινείς ιδέες μου έχουν αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, δηλαδή αν ό,τι μου δείχνει καθαρά ο λόγος μου αποτελεί έκφραση ενός καθολικού λόγου ή αν πρόκειται απλώς για υποκειμενική κρίση. Η απάντηση είναι και εδώ καταφατική, επειδή την εγγυάται ο ίδιος ο Θεός: ο λόγος μου, στο μέτρο που εκφράζει σαφείς και ευκρινείς ιδέες, δεν μπορεί παρά να είναι ορθός. Ετσι, με την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ο Καρτέσιος πετυχαίνει την εγκυρότητα κάθε λογικής απόδειξης, ώστε να θεμελιωθεί αναμφίβολα η πλήρης αντιστοιχία μεταξύ των ορθολογικών ιδεών μας και των νόμων της φύσης. Κατά συνέπεια ακολουθώντας τους κανόνες του ορθού λόγου η σκέψη μας μπορεί να γνωρίσει το πραγματικό.

Σε τι συνίσταται όμως η πραγματικότητα; Σε δύο υποστάσεις ή ουσίες: την έκταση (χώρος, υλικά σώματα) και τη νόηση (ψυχή, νους, ιδέες). Αυτός είναι επιγραμματικά ο περίφημος καρτεσιανός δυϊσμός. Με την έννοια αυτή ο άνθρωπος ορίζεται ως ένωση δύο υποστάσεων, σώμα-ψυχή, οι οποίες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, με το ψυχικονοητικό στοιχείο να κατέχει πάντως προνομιακή θέση. Σ' αυτή τη θέση εξάλλου ο Καρτέσιος αποδίδει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, το αυτεξούσιο: ως προς την ελευθερία του ο άνθρωπος αποτελεί τρόπον τινά μικρογραφία του Θεού.

Ωστόσο υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος με τον λόγο, και τούτο είναι η ουσία της θεϊκής φύσης: ο Θεός παραμένει κατά βάθος ακατανόητος, εφόσον είναι άπειρος, ενώ αντίθετα ο ανθρώπινος νους είναι πεπερασμένος. Ακριβώς στο σημείο αυτό θα αντιδράσουν έντονα τόσο ο Σπινόζα όσο και ο Λάιμπνιτς, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Με την αντιπαράθεση των δύο αυτών στοχαστών στο καρτεσιανό πρότυπο, το οποίο προφανώς προϋποθέτουν, μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά η περίοδος των μετακαρτεσιανών φιλοσόφων.

Ο Σπινόζα

Η σκέψη του Σπινόζα (1632-1677) διαφέρει από την καρτεσιανή σε ορισμένα καίρια σημεία, έτσι ώστε έχουμε να κάνουμε με διαφορετική φιλοσοφία, παρά τη θεματική συνάφεια και το παρεμφερές εννοιολογικό πλαίσιο των δύο συστημάτων.

Κατ' αρχάς ο σπινοζισμός δεν αποτελεί μόνο μεταφυσικό οικοδόμημα αλλά είναι και μια εντυπωσιακή προσπάθεια για να βρεθεί και να καταδειχθεί ένας μη θρησκευτικός δρόμος για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο δηλωμένος αυτός στόχος του φιλοσόφου οδηγεί τον Σπινόζα στην παραγωγή μιας πρωτότυπης θεωρίας των παθών, μιας πολιτικής φιλοσοφίας, καθώς και μιας θεωρίας της ιστορίας, σε αντίθεση με τον Καρτέσιο, ο οποίος δηλώνει αδιάφορος για την πολιτική και απορρίπτει ως περίπου άχρηστη την ιστορική γνώση.

Αλλά η βασική διαφωνία του Σπινόζα ως προς τον καρτεσιανισμό σχετίζεται με την καθολική εμβέλεια του ορθολογισμού. Η πραγματικότητα ή είναι απολύτως κατανοήσιμη ή είναι εντελώς ακατανόητη, θα ισχυριστεί ο Σπινόζα, σύμφωνα με την τολμηρή πρόταση του οποίου η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να γνωρίσει στην εντέλεια τον Θεό, πράγμα που η σπινοζική φιλοσοφία δηλώνει με τρόπο λιτό: «Εχουμε την ιδέα του Θεού». Το γεγονός ότι ο σπινοζικός ορθολογισμός είναι απόλυτος, δεν σημαίνει ότι είναι και τυφλός ή αφελής: αναγνωρίζει πράγματι την ισχύ των παθών, των αισθήσεων, της φαντασίας και της εμπειρίας· στον βαθμό αυτό εξάλλου ο ορθολογισμός του Σπινόζα είναι απόλυτος: ενσωματώνει πράγματι τις ανορθόλογες πλευρές τόσο της σκέψης όσο και της συμπεριφοράς μας.

Σε ό,τι αφορά την περιγραφή της πραγματικότητας ο Σπινόζα απορρίπτει τον δυϊσμό, δεχόμενος μία και μοναδική υπόσταση την οποία ονομάζει Θεό ή Φύση. Συνέπεια του γεγονότος αυτού αποτελεί η ισοτιμία ή ο παραλληλισμός μεταξύ σώματος και ψυχής, όπου ψυχή είναι η ιδέα του σώματος, δηλαδή το ίδιο πράγμα θεωρημένο υπό διαφορετικό κατηγόρημα ή, απλούστερα, από διαφορετική σκοπιά: το σώμα είναι μια τροπή της έκτασης, η ψυχή μια τροπή της νόησης.

Ενα καίριο επακόλουθο της ταύτισης του Θεού με τη Φύση είναι και η σπινοζική αντίληψη περί ελευθερίας. Ολα τα πράγματα στη φύση είναι καθορισμένα να υπάρχουν και να ενεργούν με συγκεκριμένους τρόπους. Οι άνθρωποι καθορίζονται από δεδομένες αιτίες, ώστε να ενεργούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Συνήθως όμως αγνοούν παντελώς αυτές τις αιτίες, ενώ ταυτοχρόνως έχουν συνείδηση των επιθυμιών και των επιδιώξεών τους. Εξαιτίας της πλήρους αυτής άγνοιας ως προς τις αιτίες, θεωρούν ότι είναι ελεύθεροι τόσο στις αποφάσεις όσο και στις πράξεις τους: σε τούτο συνίσταται η ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης.

Η ελευθερία στον Σπινόζα είναι το άλλο όνομα της αναγκαιότητας. Στην προοπτική αυτή, απόλυτη ελευθερία θα ήταν η τέλεια γνώση της αναγκαιότητας, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για τους ανθρώπους, εφόσον αγνοούν την άπειρη αλυσίδα των εξωτερικών, αλλά και των εσωτερικών, αιτίων που τους καθορίζουν ανά πάσα στιγμή. Οι εξωτερικές αιτίες όμως, και τούτο πρέπει να τονιστεί, δεν προκύπτουν βάσει ενός ορισμένου προϋπάρχοντος σχεδίου, δεν επιτελούν δηλαδή κάποιον σκοπό ή, με άλλα λόγια, η οντολογία δεν υποτάσσεται στην τελεολογία.

Στον Σπινόζα η πραγματικότητα είναι κατανοητή στο σύνολό της, χωρίς όμως να τη βαραίνει κανένα υπερβατικό νόημα, κανενός είδους έξωθεν σκοπός. Κατά συνέπεια στο οντολογικό επίπεδο είναι άτοπο να μιλούμε για σκοπό ή, τέλος, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι η αναγκαιότητα συνιστά αυτοσκοπό, δηλαδή δεν έχει άλλο τέλος εκτός του εαυτού της.

Ο σπινοζικός ντετερμινισμός είναι λοιπόν απόλυτος από μεταφυσική και από οντολογική άποψη. Εν τούτοις επειδή ακριβώς πρόκειται για ντετερμινισμό που δεν εμπεριέχει το παραμικρό ίχνος τελεολογίας, η σπινοζική σύλληψη περί αναγκαιότητας δεν καταλήγει να είναι για τους ανθρώπους ένα πεπρωμένο, δεν οδηγεί στο κισμέτ ή σε οποιασδήποτε μορφής μοιρολατρία. Αντίθετα η κατανόηση του καθορισμένου και αναγκαίου χαρακτήρα των όσων συμβαίνουν στη φύση και στη ζωή τους βοηθάει και διευκολύνει τελικά τους ανθρώπους, στο μέτρο που συλλαμβάνουν τα γεγονότα ως αναγκαία και, άρα, ταράζονται λιγότερο εξαιτίας τους. Ετσι μπορούν να αντιδρούν καλύτερα, δηλαδή πιο ενεργητικά και πιο αυτόνομα, στα εξωτερικά ερεθίσματα, στους εξωτερικούς καθορισμούς. Ακριβώς στο μέτρο που οι άνθρωποι είναι ενεργητικοί και αυτόνομοι, είναι επίσης χαρούμενοι, παραγωγικοί και, εν τέλει, ελεύθεροι και ευτυχισμένοι.

Ο Λάιμπνιτς

Ο Λάιμπνιτς (1646-1716) θα αντιπαρατεθεί τόσο στον καρτεσιανισμό όσο και στον σπινοζισμό. Ο καρτεσιανός δυϊσμός απορρίπτεται, καθώς η έκταση (ή ο χώρος) δεν θεωρείται πλέον υπόσταση ούτε κατηγόρημα, αλλά εκλαμβάνεται ως τάξη σύμφωνα με την οποία υπάρχουν οι άπειρες υποστάσεις τις οποίες ο Λάιμπνιτς ονομάζει μονάδες. Κάθε μονάδα, παρ' όλο που είναι ατομική, αποτελεί από μόνη της έναν ολόκληρο κόσμο ή μάλλον μία άποψη του κόσμου, έναν μικρόκοσμο. Κάθε μονάδα προϋποθέτει όλες τις άλλες και συγχρόνως αντικατοπτρίζει τρόπον τινά ολόκληρο το Σύμπαν.

Ετσι ξεδιπλώνεται η σαγηνευτική λαϊμπνιτσιανή διαλεκτική μεταξύ του ατομικού και του καθολικού. Οι μονάδες χωρίζονται σε ανώτερες και κατώτερες, αναλόγως με την ενέργεια που περιέχουν, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο ένα ιεραρχικό σύστημα. Η κάθε μονάδα χαρακτηρίζεται από αυτονομία και αυτενέργεια, καθώς δεν επικοινωνεί με τις άλλες. Ο Θεός είναι εκείνος που συνδυάζει μεταξύ τους τις κλειστές, «δίχως πόρτες και παράθυρα», μονάδες. Ο Θεός έχει υπολογίσει εκ των προτέρων τα πάντα μέσα στον κόσμο, όπου και κυριαρχεί μια προκαθορισμένη ή προδιαγεγραμμένη αρμονία. Σε τούτο οφείλεται άλλωστε και η δυνατότητα ορθολογικής γνώσης για τους ανθρώπους: ο Θεός γίνεται αντιληπτός σαν αρχιτέκτονας της μηχανής του Σύμπαντος και σαν μονάρχης στο θεϊκό βασίλειο των πνευμάτων.

Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του σώματος με την ψυχή, ο Λάιμπνιτς θέτει την πλήρη αυτονομία των δύο αυτών στοιχείων. Το σώμα και η ψυχή ακολουθούν το καθένα τους δικούς του νόμους: η ψυχή καθορίζεται από τα τελικά αίτια (τελεολογία), το σώμα από τα ποιητικά αίτια (φυσική μηχανική) χωρίς να έχει τη δυνατότητα το ένα να δρα επί του άλλου, παρ' όλο που εμφανίζονται σαν σε διαρκή αλληλεπίδραση. Πηγή αυτής της ψευδαίσθησης είναι η αρμονία που ο Θεός όρισε να βασιλεύει ανάμεσά τους. Η αρμονία σώματος-ψυχής οφείλεται λοιπόν σε μια προκαθορισμένη εσωτερική αρχή, σαν να επρόκειτο για δύο συγχρονισμένα ρολόγια που έχουν ρυθμιστεί και λειτουργούν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δίχως το ένα να επιδρά στο άλλο.

Μέσα στο λαϊμπνιτσιανό σύμπαν, που διέπεται εξαρχής από τη θεία πρόνοια, πώς μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξη του κακού; Πώς γίνεται να υπάρχει κακό στον καλύτερο δυνατό κόσμο, τον οποίο ο Θεός επιλέγει και ενεργοποιεί ανά πάσα στιγμή; Στην πραγματικότητα ο Θεός δεν είναι υπεύθυνος για το προπατορικό αμάρτημα: μπορεί να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού αλλά επιθυμεί μόνο το καλό. Η ρίζα του κακού βρίσκεται στον άνθρωπο επειδή αυτός, ως δημιούργημα, είναι ατελής και όχι τέλειος σαν τον δημιουργό Θεό. Μέσα στον καλύτερο δυνατό κόσμο λοιπόν η ανθρώπινη ελευθερία κατέχει την εξέχουσα θέση που της αρμόζει. Η ελευθερία συνίσταται τελικά στο ότι ο Θεός δίνει μια μικρή κλίση στην ψυχή του ανθρώπου, χωρίς όμως να την εξαναγκάζει σε οποιαδήποτε πράξη.

Ως συμπέρασμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο κλασικός ορθολογισμός αποτέλεσε σημαντικό σταθμό, ο οποίος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της φιλοσοφίας. Δίχως υπερβολή, τίποτε δεν θα ήταν ίδιο στη σύγχρονη σκέψη αν δεν υπήρχαν τα τρία φιλοσοφικά συστήματα που συνοπτικά εκτέθηκαν προηγουμένως. Αφήνοντας κατά μέρος την πρόοδο των επιστημών (κυρίως των μαθηματικών, χάρη στους Καρτέσιο και Λάιμπνιτς), ας θυμηθούμε ότι η καρτεσιανή φιλοσοφία συνέβαλε στη συγκρότηση του νεωτερικού υποκειμένου και άνοιξε τον δρόμο προς τις φιλοσοφίες της συνείδησης, τη φαινομενολογία και τον υπαρξισμό. Ακόμη και η «γενετική γραμματική» που προσφάτως πρότεινε ο Τσόμσκι έχει χαρακτηριστεί καρτεσιανής έμπνευσης.

Η σκέψη του Λάιμπνιτς τροφοδότησε φιλοσόφους και καλλιτέχνες, άνοιξε τον δρόμο στον προοπτικισμό, έδωσε υλικό στην επιστήμη αλλά και στη λογοτεχνία με την ιδέα των άπειρων δυνατών κόσμων. Τέλος ο σπινοζισμός, εμπνέοντας τα εντονότερα αισθήματα θαυμασμού (π.χ. στους Φρόιντ, Αϊνστάιν, Μπόρχες) αλλά και αποστροφής, ανάγκασε τον Χέγκελ να αποφανθεί ότι «ο Σπινόζα αποτελεί κομβικό σημείο στη νεότερη φιλοσοφία· το δίλημμα είναι: ή Σπινόζα ή όχι φιλοσοφία».

* Αρης Στυλιανού – λέκτωρ Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πηγή: tovima

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σκέπτομαι, υπάρχω Ich denke, ich existiere I think, I exist Pienso, existo Eu penso, eu existo

Η πίστη στην ικανότητα του ανθρώπινου λογικού. The belief in the ability of human reason. Ο καρτεσιανός δυϊσμός. Cartesian dualism. Η ταύτιση Θεού και Φύσης. The identification of God and Nature. Το ατομικό και το καθολικό The individual and the universal

Η περίοδος της νεότερης φιλοσοφίας ξεκινάει, κατά σύμβαση, τον 17ο αιώνα, διαμορφώνοντας το θεωρητικό πλαίσιο της εποχής και της κοσμοαντίληψης που σήμερα ονομάζουμε νεωτερικότητα. The period of modern philosophy begins, by convention, in the 17th century, shaping the theoretical framework of the time and the worldview that we now call modernity. Ετσι η νεότερη φιλοσοφία αγκαλιάζει δύο τουλάχιστον αιώνες στους οποίους δεσπόζουν τρεις μεγάλοι φιλοσοφικοί σταθμοί: ο εμπειρισμός, ο ορθολογισμός και η κριτική φιλοσοφία του Καντ, η οποία ανοίγει τον δρόμο για τον γερμανικό ιδεαλισμό. Thus modern philosophy embraces at least two centuries dominated by three major philosophical stations: empiricism, rationalism, and Kant's critical philosophy, which paves the way for German idealism.

Την ίδια περίοδο υπάρχουν ασφαλώς και άλλα ρεύματα σκέψης, όπως για παράδειγμα ο Διαφωτισμός, τα οποία όμως εντάσσονται μάλλον στην ιστορία των ιδεών παρά στην ιστορία της φιλοσοφίας. At the same time, of course, there are other currents of thought, such as the Enlightenment, which, however, are part of the history of ideas rather than the history of philosophy. Βεβαίως η προηγούμενη διάκριση, κάπως σχηματική, αναφέρεται στην ενδιαφέρουσα θεωρητική συζήτηση που άνοιξε τα τελευταία χρόνια γύρω από τα ζητήματα της ιστορίας της φιλοσοφίας, συζήτηση που κατέδειξε την ανάγκη να διατυπωθεί ένα είδος κριτικής ιστορίας και κριτικής φιλοσοφίας της ίδιας της ιστορίας της φιλοσοφίας. Of course, the previous distinction, somewhat schematic, refers to the interesting theoretical discussion that has opened in recent years around the issues of the history of philosophy, a discussion that has shown the need to formulate a kind of critical history and critical philosophy of the history of philosophy itself.

Ειδικότερα εδώ θα ασχοληθούμε με τον κλασικό ορθολογισμό. In particular here we will deal with classical rationalism.

Ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός είναι η φιλοσοφική θέση που διδάσκει ότι η αληθινή φύση της πραγματικότητας μπορεί να γίνει γνωστή αποκλειστικά μέσω του ορθού λόγου, της recta ratio, σύμφωνα με τη λατινική έκφραση των φιλοσόφων της εποχής. Rationalism is the philosophical position that teaches that the true nature of reality can be known exclusively through correct reason, the recta ratio, according to the Latin expression of the philosophers of the time. Αν ο ορθολογισμός ασχολείται κυρίως με τη γνώση, την προέλευσή της και την κατάκτησή της από τον άνθρωπο, ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο στο γνωσιοθεωρητικό πεδίο, αλλά επεκτείνεται στον χώρο της μεταφυσικής και της οντολογίας. If rationalism deals mainly with knowledge, its origin and its conquest by man, however, it is not limited only to the epistemological field, but extends to the field of metaphysics and ontology.

Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους επειδή η πραγματικότητα έχει μια εγγενώς ορθολογική δομή, υπάρχουν αλήθειες τις οποίες ο νους μπορεί να συλλάβει άμεσα δίχως τη διαμεσολάβηση των αισθήσεων. According to rationalist philosophers because reality has an inherently rational structure, there are truths that the mind can grasp directly without the mediation of the senses. Ασφαλώς με αυτή την έννοια στοιχεία ορθολογισμού εντοπίζονται σε πολλές φιλοσοφίες από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας. Of course in this sense elements of rationalism are found in many philosophies from antiquity to the present day. Ωστόσο ο ορθολογισμός ως σταθμός που ορίζει και θέτει τους κανόνες της νεότερης ορθολογικότητας γεννιέται με το έργο τριών σπουδαίων στοχαστών: Καρτέσιος, Σπινόζα, Λάιμπνιτς. However, rationalism as a station that defines and sets the rules of modern rationality is born with the work of three great thinkers: Descartes, Spinoza, Leibniz. Η μεταφυσική ένταση με την οποία οι φιλόσοφοι αυτοί προβάλλουν τη δύναμη του λόγου οδήγησε έναν σύγχρονο φιλόσοφο, τον Μερλό-Ποντύ, να μιλήσει για Μεγάλο Ορθολογισμό. The metaphysical intensity with which these philosophers project the power of speech led a modern philosopher, Merlot-Ponty, to speak of Great Rationalism.

Ο Καρτέσιος

Ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας, και τούτο κατά γενική σχεδόν ομολογία, θεωρείται ο Καρτέσιος (1596-1650). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Χέγκελ, δεν πρόκειται απλώς για ιδρυτή αλλά για κανονικό ήρωα ο οποίος τόλμησε να ξαναπάρει τα πράγματα από την αρχή. In fact, according to Hegel, he is not just a founder but a regular hero who dared to take things from the beginning again. Είναι αλήθεια ότι ο Καρτέσιος ξεκινά τη φιλοσοφία του από μηδενική βάση. It is true that Descartes starts his philosophy from scratch. Τούτο σημαίνει ότι με μια εντυπωσιακή πράγματι χειρονομία παραμερίζει όλη την προηγούμενη σχολαστική φιλοσοφία και προχωρά στην άρθρωση ενός καινοτόμου φιλοσοφικού λόγου, με κεντρικό άξονα την πίστη στην ικανότητα του ανθρώπινου λογικού. This means that with a truly impressive gesture he sets aside all previous meticulous philosophy and proceeds to articulate an innovative philosophical discourse, with a central focus on the belief in the ability of human reason.

Ο Καρτέσιος ισχυρίζεται ότι η μαθηματική μέθοδος είναι το πρότυπο της ασφαλούς γνώσης των πραγμάτων στο σύνολό τους. Descartes claims that the mathematical method is the model of safe knowledge of things as a whole. Με εκκίνηση τη μέθοδο της ριζικής αμφιβολίας, η οποία θα καταλήξει στην πρώτη αδιαμφισβήτητη αλήθεια, το «cogito ergo sum», καθίσταται δυνατή, μέσω των σαφών και ευκρινών ιδεών, η θεμελίωση ενός επιστημονικού λόγου που τείνει να αγκαλιάσει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης γνώσης και δράσης. Starting with the method of radical doubt, which will lead to the first indisputable truth, the "cogito ergo sum", it becomes possible, through clear and insightful ideas, to establish a scientific discourse that tends to embrace all aspects of human knowledge and action.

Η μεταφυσική αναζήτηση στην καρτεσιανή φιλοσοφία προσπαθεί να απαντήσει σε δύο κυρίως ερωτήματα. The metaphysical search in Cartesian philosophy tries to answer two main questions.

Το πρώτο μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: αν έχω μια σαφή και ευκρινή ιδέα, η οποία είναι αληθής σύμφωνα με τις εσωτερικές απαιτήσεις του λόγου, υπάρχει άραγε κάποιο πραγματικό ον που να ανταποκρίνεται σ' αυτήν; Η απάντηση είναι καταφατική, διότι πρόκειται ακριβώς για τον εαυτό μου, ο οποίος υπάρχει όπως ακριβώς τον νοώ: εγώ σκέφτομαι και, εφόσον σκέφτομαι, υπάρχω. The first can be expressed as follows: if I have a clear and unambiguous idea, which is true according to the inner requirements of speech, is there any real being that corresponds to it? The answer is yes, because it is precisely myself, who exists exactly as I think he is: I think and, if I think, I exist.

Το δεύτερο ερώτημα αφορά το αν οι σαφείς και ευκρινείς ιδέες μου έχουν αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, δηλαδή αν ό,τι μου δείχνει καθαρά ο λόγος μου αποτελεί έκφραση ενός καθολικού λόγου ή αν πρόκειται απλώς για υποκειμενική κρίση. The second question is whether my clear and unambiguous ideas have a bearing on reality, that is, whether what my speech clearly shows me is an expression of a universal discourse or whether it is merely a subjective judgment. Η απάντηση είναι και εδώ καταφατική, επειδή την εγγυάται ο ίδιος ο Θεός: ο λόγος μου, στο μέτρο που εκφράζει σαφείς και ευκρινείς ιδέες, δεν μπορεί παρά να είναι ορθός. The answer is yes here too, because it is guaranteed by God himself: my speech, insofar as it expresses clear and unambiguous ideas, can only be correct. Ετσι, με την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, ο Καρτέσιος πετυχαίνει την εγκυρότητα κάθε λογικής απόδειξης, ώστε να θεμελιωθεί αναμφίβολα η πλήρης αντιστοιχία μεταξύ των ορθολογικών ιδεών μας και των νόμων της φύσης. Thus, by proving the existence of God, Descartes achieves the validity of every logical proof, in order to undoubtedly establish the complete correspondence between our rational ideas and the laws of nature. Κατά συνέπεια ακολουθώντας τους κανόνες του ορθού λόγου η σκέψη μας μπορεί να γνωρίσει το πραγματικό. Therefore, following the rules of right speech, our thinking can know the real thing.

Σε τι συνίσταται όμως η πραγματικότητα; Σε δύο υποστάσεις ή ουσίες: την έκταση (χώρος, υλικά σώματα) και τη νόηση (ψυχή, νους, ιδέες). But what does reality consist of? In two beings or substances: the expanse (space, material bodies) and the intellect (soul, mind, ideas). Αυτός είναι επιγραμματικά ο περίφημος καρτεσιανός δυϊσμός. This is the famous Cartesian dualism. Με την έννοια αυτή ο άνθρωπος ορίζεται ως ένωση δύο υποστάσεων, σώμα-ψυχή, οι οποίες βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, με το ψυχικονοητικό στοιχείο να κατέχει πάντως προνομιακή θέση. In this sense man is defined as the union of two beings, body-soul, which are in interaction with each other, with the psycho-cognitive element still holding a privileged position. Σ' αυτή τη θέση εξάλλου ο Καρτέσιος αποδίδει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, το αυτεξούσιο: ως προς την ελευθερία του ο άνθρωπος αποτελεί τρόπον τινά μικρογραφία του Θεού. In this position, after all, Descartes attributes the free will of man, the autonomous: in terms of his freedom man is in a way a miniature of God.

Ωστόσο υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος με τον λόγο, και τούτο είναι η ουσία της θεϊκής φύσης: ο Θεός παραμένει κατά βάθος ακατανόητος, εφόσον είναι άπειρος, ενώ αντίθετα ο ανθρώπινος νους είναι πεπερασμένος. Yet there is something that man cannot know by reason, and that is the essence of the divine nature: God remains profoundly incomprehensible, since he is infinite, while on the contrary the human mind is finite. Ακριβώς στο σημείο αυτό θα αντιδράσουν έντονα τόσο ο Σπινόζα όσο και ο Λάιμπνιτς, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. It is at this point that both Spinoza and Leibniz will react strongly, each for different reasons. Με την αντιπαράθεση των δύο αυτών στοχαστών στο καρτεσιανό πρότυπο, το οποίο προφανώς προϋποθέτουν, μπορούμε να πούμε ότι ξεκινά η περίοδος των μετακαρτεσιανών φιλοσόφων. By contrasting these two thinkers with the Cartesian model, which they obviously presuppose, we can say that the period of post-Cartesian philosophers begins.

Ο Σπινόζα

Η σκέψη του Σπινόζα (1632-1677) διαφέρει από την καρτεσιανή σε ορισμένα καίρια σημεία, έτσι ώστε έχουμε να κάνουμε με διαφορετική φιλοσοφία, παρά τη θεματική συνάφεια και το παρεμφερές εννοιολογικό πλαίσιο των δύο συστημάτων. The thought of Spinoza (1632-1677) differs from that of Cartesian in some key points, so that we are dealing with a different philosophy, despite the thematic relevance and the similar conceptual framework of the two systems.

Κατ' αρχάς ο σπινοζισμός δεν αποτελεί μόνο μεταφυσικό οικοδόμημα αλλά είναι και μια εντυπωσιακή προσπάθεια για να βρεθεί και να καταδειχθεί ένας μη θρησκευτικός δρόμος για τη σωτηρία των ανθρώπων. First of all, Spinozism is not only a metaphysical edifice but it is also an impressive effort to find and demonstrate a non-religious path to human salvation. Ο δηλωμένος αυτός στόχος του φιλοσόφου οδηγεί τον Σπινόζα στην παραγωγή μιας πρωτότυπης θεωρίας των παθών, μιας πολιτικής φιλοσοφίας, καθώς και μιας θεωρίας της ιστορίας, σε αντίθεση με τον Καρτέσιο, ο οποίος δηλώνει αδιάφορος για την πολιτική και απορρίπτει ως περίπου άχρηστη την ιστορική γνώση. This stated goal of the philosopher leads Spinoza to produce an original theory of passions, a political philosophy, as well as a theory of history, in contrast to Descartes, who declares himself indifferent to politics and rejects historical knowledge as almost useless.

Αλλά η βασική διαφωνία του Σπινόζα ως προς τον καρτεσιανισμό σχετίζεται με την καθολική εμβέλεια του ορθολογισμού. But Spinoza's basic disagreement with Cartesianism has to do with the universal scope of rationalism. Η πραγματικότητα ή είναι απολύτως κατανοήσιμη ή είναι εντελώς ακατανόητη, θα ισχυριστεί ο Σπινόζα, σύμφωνα με την τολμηρή πρόταση του οποίου η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να γνωρίσει στην εντέλεια τον Θεό, πράγμα που η σπινοζική φιλοσοφία δηλώνει με τρόπο λιτό: «Εχουμε την ιδέα του Θεού». Reality is either completely comprehensible or completely incomprehensible, Spinoza will argue, according to whose bold proposition that human thought can know God perfectly, which Spinoza's philosophy simply states: "We have the idea of God. ». Το γεγονός ότι ο σπινοζικός ορθολογισμός είναι απόλυτος, δεν σημαίνει ότι είναι και τυφλός ή αφελής: αναγνωρίζει πράγματι την ισχύ των παθών, των αισθήσεων, της φαντασίας και της εμπειρίας· στον βαθμό αυτό εξάλλου ο ορθολογισμός του Σπινόζα είναι απόλυτος: ενσωματώνει πράγματι τις ανορθόλογες πλευρές τόσο της σκέψης όσο και της συμπεριφοράς μας. The fact that Spinoza's rationalism is absolute does not mean that it is either blind or naive: it does recognize the power of passions, senses, imagination and experience; to this extent, after all, Spinoza's rationalism is absolute: both our thinking and our behavior.

Σε ό,τι αφορά την περιγραφή της πραγματικότητας ο Σπινόζα απορρίπτει τον δυϊσμό, δεχόμενος μία και μοναδική υπόσταση την οποία ονομάζει Θεό ή Φύση. As for the description of reality, Spinoza rejects dualism, accepting a single being which he calls God or Nature. Συνέπεια του γεγονότος αυτού αποτελεί η ισοτιμία ή ο παραλληλισμός μεταξύ σώματος και ψυχής, όπου ψυχή είναι η ιδέα του σώματος, δηλαδή το ίδιο πράγμα θεωρημένο υπό διαφορετικό κατηγόρημα ή, απλούστερα, από διαφορετική σκοπιά: το σώμα είναι μια τροπή της έκτασης, η ψυχή μια τροπή της νόησης. The consequence of this fact is the equivalence or parallelism between body and soul, where soul is the idea of body, that is, the same thing considered under a different charge or, more simply, from a different point of view: body is a modification of extent, soul a way of thinking.

Ενα καίριο επακόλουθο της ταύτισης του Θεού με τη Φύση είναι και η σπινοζική αντίληψη περί ελευθερίας. A key consequence of God's identification with Nature is the Spinoza conception of freedom. Ολα τα πράγματα στη φύση είναι καθορισμένα να υπάρχουν και να ενεργούν με συγκεκριμένους τρόπους. Οι άνθρωποι καθορίζονται από δεδομένες αιτίες, ώστε να ενεργούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. People are determined by given causes to act in one way or another. Συνήθως όμως αγνοούν παντελώς αυτές τις αιτίες, ενώ ταυτοχρόνως έχουν συνείδηση των επιθυμιών και των επιδιώξεών τους. But usually they are completely unaware of these causes, while at the same time they are aware of their desires and aspirations. Εξαιτίας της πλήρους αυτής άγνοιας ως προς τις αιτίες, θεωρούν ότι είναι ελεύθεροι τόσο στις αποφάσεις όσο και στις πράξεις τους: σε τούτο συνίσταται η ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης. Because of this complete ignorance of the causes, they consider themselves free in both their decisions and their actions: this is the illusion of free will.

Η ελευθερία στον Σπινόζα είναι το άλλο όνομα της αναγκαιότητας. Freedom in Spinoza is the other name of necessity. Στην προοπτική αυτή, απόλυτη ελευθερία θα ήταν η τέλεια γνώση της αναγκαιότητας, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για τους ανθρώπους, εφόσον αγνοούν την άπειρη αλυσίδα των εξωτερικών, αλλά και των εσωτερικών, αιτίων που τους καθορίζουν ανά πάσα στιγμή. In this perspective, absolute freedom would be the perfect knowledge of necessity, something extremely difficult for people, if they ignore the infinite chain of external, but also internal, causes that determine them at all times. Οι εξωτερικές αιτίες όμως, και τούτο πρέπει να τονιστεί, δεν προκύπτουν βάσει ενός ορισμένου προϋπάρχοντος σχεδίου, δεν επιτελούν δηλαδή κάποιον σκοπό ή, με άλλα λόγια, η οντολογία δεν υποτάσσεται στην τελεολογία. The external causes, however, and this must be emphasized, do not arise on the basis of a certain pre-existing design, that is, they do not serve a purpose or, in other words, the ontology is not subject to teleology.

Στον Σπινόζα η πραγματικότητα είναι κατανοητή στο σύνολό της, χωρίς όμως να τη βαραίνει κανένα υπερβατικό νόημα, κανενός είδους έξωθεν σκοπός. In Spinoza, reality is comprehensible in its entirety, but without being burdened by any transcendental meaning, any external purpose. Κατά συνέπεια στο οντολογικό επίπεδο είναι άτοπο να μιλούμε για σκοπό ή, τέλος, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι η αναγκαιότητα συνιστά αυτοσκοπό, δηλαδή δεν έχει άλλο τέλος εκτός του εαυτού της. Consequently on the ontological level it is inappropriate to speak of purpose or, finally, all we could say is that necessity is an end in itself, that is, it has no end other than itself.

Ο σπινοζικός ντετερμινισμός είναι λοιπόν απόλυτος από μεταφυσική και από οντολογική άποψη. Spinoza determinism is therefore absolute from a metaphysical and ontological point of view. Εν τούτοις επειδή ακριβώς πρόκειται για ντετερμινισμό που δεν εμπεριέχει το παραμικρό ίχνος τελεολογίας, η σπινοζική σύλληψη περί αναγκαιότητας δεν καταλήγει να είναι για τους ανθρώπους ένα πεπρωμένο, δεν οδηγεί στο κισμέτ ή σε οποιασδήποτε μορφής μοιρολατρία. Yet precisely because it is a determinism that does not contain the slightest trace of teleology, Spinoza's conception of necessity does not end up being a destiny for people, it does not lead to kismet or any form of fatalism. Αντίθετα η κατανόηση του καθορισμένου και αναγκαίου χαρακτήρα των όσων συμβαίνουν στη φύση και στη ζωή τους βοηθάει και διευκολύνει τελικά τους ανθρώπους, στο μέτρο που συλλαμβάνουν τα γεγονότα ως αναγκαία και, άρα, ταράζονται λιγότερο εξαιτίας τους. On the contrary, understanding the definite and necessary nature of what happens in nature and in their lives ultimately helps and facilitates people, insofar as they perceive events as necessary and, therefore, are less disturbed by them. Ετσι μπορούν να αντιδρούν καλύτερα, δηλαδή πιο ενεργητικά και πιο αυτόνομα, στα εξωτερικά ερεθίσματα, στους εξωτερικούς καθορισμούς. In this way they can react better, that is, more actively and more autonomously, to external stimuli, to external determinations. Ακριβώς στο μέτρο που οι άνθρωποι είναι ενεργητικοί και αυτόνομοι, είναι επίσης χαρούμενοι, παραγωγικοί και, εν τέλει, ελεύθεροι και ευτυχισμένοι. Just as people are energetic and autonomous, they are also happy, productive and, ultimately, free and happy.

Ο Λάιμπνιτς

Ο Λάιμπνιτς (1646-1716) θα αντιπαρατεθεί τόσο στον καρτεσιανισμό όσο και στον σπινοζισμό. Leibniz (1646-1716) wird sich sowohl dem Kartesianismus als auch dem Spinozaismus widersetzen. Leibniz (1646-1716) will oppose both Cartesianism and Spinozaism. Ο καρτεσιανός δυϊσμός απορρίπτεται, καθώς η έκταση (ή ο χώρος) δεν θεωρείται πλέον υπόσταση ούτε κατηγόρημα, αλλά εκλαμβάνεται ως τάξη σύμφωνα με την οποία υπάρχουν οι άπειρες υποστάσεις τις οποίες ο Λάιμπνιτς ονομάζει μονάδες. Cartesian dualism is rejected, as extent (or space) is no longer considered a substance or a predicate, but is regarded as an order according to which there are infinite beings which Leibniz calls units. Κάθε μονάδα, παρ' όλο που είναι ατομική, αποτελεί από μόνη της έναν ολόκληρο κόσμο ή μάλλον μία άποψη του κόσμου, έναν μικρόκοσμο. Κάθε μονάδα προϋποθέτει όλες τις άλλες και συγχρόνως αντικατοπτρίζει τρόπον τινά ολόκληρο το Σύμπαν. Each unit presupposes all the others and at the same time somehow reflects the whole Universe.

Ετσι ξεδιπλώνεται η σαγηνευτική λαϊμπνιτσιανή διαλεκτική μεταξύ του ατομικού και του καθολικού. Thus unfolds the seductive Leibniz dialectic between the individual and the universal. Οι μονάδες χωρίζονται σε ανώτερες και κατώτερες, αναλόγως με την ενέργεια που περιέχουν, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο ένα ιεραρχικό σύστημα. Units are divided into upper and lower, depending on the energy they contain, thus forming a hierarchical system. Η κάθε μονάδα χαρακτηρίζεται από αυτονομία και αυτενέργεια, καθώς δεν επικοινωνεί με τις άλλες. Each unit is characterized by autonomy and self-action, as it does not communicate with the others. Ο Θεός είναι εκείνος που συνδυάζει μεταξύ τους τις κλειστές, «δίχως πόρτες και παράθυρα», μονάδες. God is the one who combines the closed, "without doors and windows", units. Ο Θεός έχει υπολογίσει εκ των προτέρων τα πάντα μέσα στον κόσμο, όπου και κυριαρχεί μια προκαθορισμένη ή προδιαγεγραμμένη αρμονία. God has foreordained everything in the world, where a predetermined or prescribed harmony prevails. Σε τούτο οφείλεται άλλωστε και η δυνατότητα ορθολογικής γνώσης για τους ανθρώπους: ο Θεός γίνεται αντιληπτός σαν αρχιτέκτονας της μηχανής του Σύμπαντος και σαν μονάρχης στο θεϊκό βασίλειο των πνευμάτων. This, after all, is the reason for the possibility of rational knowledge for human beings: God is perceived as the architect of the machine of the Universe and as a monarch in the divine realm of spirits.

Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του σώματος με την ψυχή, ο Λάιμπνιτς θέτει την πλήρη αυτονομία των δύο αυτών στοιχείων. As for the relations of the body with the soul, Leibniz puts the full autonomy of these two elements. Το σώμα και η ψυχή ακολουθούν το καθένα τους δικούς του νόμους: η ψυχή καθορίζεται από τα τελικά αίτια (τελεολογία), το σώμα από τα ποιητικά αίτια (φυσική μηχανική) χωρίς να έχει τη δυνατότητα το ένα να δρα επί του άλλου, παρ' όλο που εμφανίζονται σαν σε διαρκή αλληλεπίδραση. The body and the soul each follow their own laws: the soul is determined by the ultimate causes (teleology), the body by the poetic causes (physical mechanics) without being able to act on each other, nevertheless appearing as if in constant interaction. Πηγή αυτής της ψευδαίσθησης είναι η αρμονία που ο Θεός όρισε να βασιλεύει ανάμεσά τους. The source of this illusion is the harmony that God has ordained to reign between them. Η αρμονία σώματος-ψυχής οφείλεται λοιπόν σε μια προκαθορισμένη εσωτερική αρχή, σαν να επρόκειτο για δύο συγχρονισμένα ρολόγια που έχουν ρυθμιστεί και λειτουργούν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δίχως το ένα να επιδρά στο άλλο. The body-soul harmony is therefore due to a predetermined internal principle, as if they were two synchronized clocks that are set and operate in exactly the same way, without affecting each other.

Μέσα στο λαϊμπνιτσιανό σύμπαν, που διέπεται εξαρχής από τη θεία πρόνοια, πώς μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξη του κακού; Πώς γίνεται να υπάρχει κακό στον καλύτερο δυνατό κόσμο, τον οποίο ο Θεός επιλέγει και ενεργοποιεί ανά πάσα στιγμή; Στην πραγματικότητα ο Θεός δεν είναι υπεύθυνος για το προπατορικό αμάρτημα: μπορεί να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού αλλά επιθυμεί μόνο το καλό. In the Leibniz universe, governed from the beginning by divine providence, how can the existence of evil be explained? How can there be evil in the best possible world, which God chooses and activates at all times? In fact, God is not responsible for original sin: it can allow evil to exist but it only desires good. Η ρίζα του κακού βρίσκεται στον άνθρωπο επειδή αυτός, ως δημιούργημα, είναι ατελής και όχι τέλειος σαν τον δημιουργό Θεό. The root of evil lies in man because he, as a creation, is imperfect and not perfect like the creator God. Μέσα στον καλύτερο δυνατό κόσμο λοιπόν η ανθρώπινη ελευθερία κατέχει την εξέχουσα θέση που της αρμόζει. In the best possible world, then, human freedom holds the prominent place it deserves. Η ελευθερία συνίσταται τελικά στο ότι ο Θεός δίνει μια μικρή κλίση στην ψυχή του ανθρώπου, χωρίς όμως να την εξαναγκάζει σε οποιαδήποτε πράξη. Freedom ultimately consists in God giving a slight inclination to the human soul, but without forcing it into any action.

Ως συμπέρασμα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο κλασικός ορθολογισμός αποτέλεσε σημαντικό σταθμό, ο οποίος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της φιλοσοφίας. In conclusion it could be argued that classical rationalism was an important milestone, which largely determined the history of philosophy. Δίχως υπερβολή, τίποτε δεν θα ήταν ίδιο στη σύγχρονη σκέψη αν δεν υπήρχαν τα τρία φιλοσοφικά συστήματα που συνοπτικά εκτέθηκαν προηγουμένως. Without exaggeration, nothing would be the same in modern thought if it were not for the three philosophical systems outlined earlier. Αφήνοντας κατά μέρος την πρόοδο των επιστημών (κυρίως των μαθηματικών, χάρη στους Καρτέσιο και Λάιμπνιτς), ας θυμηθούμε ότι η καρτεσιανή φιλοσοφία συνέβαλε στη συγκρότηση του νεωτερικού υποκειμένου και άνοιξε τον δρόμο προς τις φιλοσοφίες της συνείδησης, τη φαινομενολογία και τον υπαρξισμό. Leaving aside the progress of the sciences (mainly mathematics, thanks to Descartes and Leibniz), let us remember that Cartesian philosophy contributed to the formation of the modern subject and paved the way for the philosophies of consciousness, phenomenology and existentialism. Ακόμη και η «γενετική γραμματική» που προσφάτως πρότεινε ο Τσόμσκι έχει χαρακτηριστεί καρτεσιανής έμπνευσης. Even the "genetic grammar" recently proposed by Chomsky has been described as Cartesian-inspired.

Η σκέψη του Λάιμπνιτς τροφοδότησε φιλοσόφους και καλλιτέχνες, άνοιξε τον δρόμο στον προοπτικισμό, έδωσε υλικό στην επιστήμη αλλά και στη λογοτεχνία με την ιδέα των άπειρων δυνατών κόσμων. Leibniz's thought fed philosophers and artists, paved the way for perspective, gave material to science but also to literature with the idea of infinite possible worlds. Τέλος ο σπινοζισμός, εμπνέοντας τα εντονότερα αισθήματα θαυμασμού (π.χ. Finally, spinozism, inspiring the strongest feelings of admiration (e.g. στους Φρόιντ, Αϊνστάιν, Μπόρχες) αλλά και αποστροφής, ανάγκασε τον Χέγκελ να αποφανθεί ότι «ο Σπινόζα αποτελεί κομβικό σημείο στη νεότερη φιλοσοφία· το δίλημμα είναι: ή Σπινόζα ή όχι φιλοσοφία». (Freud, Einstein, Borges) but also aversion, forced Hegel to conclude that "Spinoza is a focal point in modern philosophy; the dilemma is: either Spinoza or not philosophy."

*** Αρης Στυλιανού – λέκτωρ Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Πηγή: tovima

Αντικλείδι , https://antikleidi.com