×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1)

Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1)

Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ

Πολλές ώρες περπατούσαν στον ξερό απέραντο κάμπο. Στο τέλος έφθασαν σ' ένα ερειπωμένο χωριουδάκι, όπου μόλις δυο-τρία σπίτια στέκουνταν ακόμα όρθια. Σταμάτησαν στο πρώτο και χτύπησαν την πόρτα. Τους άνοιξε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και βρώμικα ρούχα.

- Τι θέλετε; ρώτησε απότομα.

- Να καθήσομε λιγάκι. Είμαστε κουρασμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

- Δεν είναι δω ξενοδοχείο, είπε ο άνθρωπος. Κι έκλεισε την πόρτα

Τ' αδέλφια κάθησαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους. Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο.

- Τι μου καθήσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα.

- Σ' ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί. - Βέβαια μ' ενοχλείτε! Τραβάτε το δρόμο σας! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Δε μ' αρέσουν οι ζητιάνοι. - Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο.

Ο άνθρωπος θύμωσε.

- Το κατώφλι είναι δικό μου! φώναξε Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο!

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, ξαπλώθηκαν σε σκιερή γωνιά και αποκοιμήθηκαν.

Λαφρύς κρότος ξύπνησε το Βασιλόπουλο. Του φάνηκε σα ν' άκουσε ομιλίες. Σηκώθηκε με προσοχή, κοίταξε ανάμεσα από τις πέτρες, χωρίς να φανεί, και είδε τον ίδιο αφιλόξενο άνθρωπο, που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, μιλούσε σιγά μ' ένα παιδί φορτωμένο μια σακούλα. - Σε είδε κανένας; ρώτησε χαμηλόφωνα ο άνθρωπος.

- Όχι βέβαια! Κουτός είμαι 'γω για να με πιάσουν; αποκρίθηκε το παιδί. Μα ξεφόρτωσε με τώρα, το σακούλι είναι βαρύ!

- Τι έχει μέσα! ρώτησε ο άνθρωπος σκύβοντας να το πιάσει.

- Μια στάμνα κρασί, τρία μήλα, ένα παπούτσι, δυο πίτες και μια σκούφια.

- Όλα αυτά τα βρήκες μαζί;

- Όχι Ο Ταλαιπωράκης ήταν σπίτι του. Πήρα το κρασί και τα μήλα που δροσίζουνταν στο παράθυρο και το 'βαλα στα πόδια. Τ' άλλα είναι από το Δυστυχόπουλο. Έλειπε στη χώρα όπου πήγε μάρτυρας στη δίκη του Κακομοιρίδη, κι έτσι με την ησυχία μου συγύρισα το σπίτι του, και το παιδί γέλασε. Μα δεν είδες το καλύτερο, εξακολούθησε βγάζοντας από την τσέπη του ένα ασημένιο ωρολόγι. Αυτό το πήρα χθες βράδυ από την τσέπη του Κακομοιρίδη. Δεν είναι ωραίο;

- Μπα; Και πού τον είδες τον Κακομοιρίδη;

- Αμέ, ήμουν εκεί την ώρα που ο παλατιανός με την αλυσίδα τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. Τότε κατρακύλησα κι εγώ ως κάτω, τον βρήκα αναίσθητο, σκάλισα τις τσέπες του και πήρα τ' ωρολόγι και δυο ασημένια τάληρα. Δε μου λες μπράβο;

- Έλα μέσα, είπε χαρούμενος ο άνθρωπος. Δωσ' μου τα τάληρα και θα πάρεις ένα μεγάλο μπράβο Σου αξίζει! Το παράθυρο έκλεισε και το παιδί χάθηκε πίσω από το σπίτι.

Το Βασιλόπουλο ξύπνησε την αδελφή του. Το πρόσωπο του ήταν σκοτισμένο.

- Έλα, είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

- Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε.

- Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος;

- Όχι!

- Γιατί είναι κλεφταποδόχος, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας!

- Παναγία μου! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια.

Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα

Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν.

- Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο.

Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι.

- Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη.

- Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το Βασιλόπουλο.

- Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ' έξω, παιδιά μου! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα.

- Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα.

- Α…; έκανε ο άνθρωπος. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει

Και τους εξήγησε πως απ' έξω έγραφε: «Σχολείο του Κράτους»

- Σχολείο! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! Μα πού είναι τα παιδιά;

Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε:

- Λείπουν αυτή την ώρα.

- Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο.

- Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος.

Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού:

- Ε, ναι! δεν τους κάνω μάθημα! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! Μ' έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! Κι εγώ πρέπει να ζήσω!

Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταζε συλλογισμένο Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό.

- Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; ρώτησε.

- Αμ' αλλιώς θα πεθάνω από το κρύο. Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι!

- Το σπίτι λοιπόν το δέχεσαι, είπε το Βασιλόπουλο με αναμμένα μάτια, μα το χρέος σου δεν το κάνεις!

Ο δάσκαλος χαμογέλασε.

- Σα να είναι κι εύκολο! είπε σιγανά. Είσαι παιδί! Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή, και το νομίζεις απλό κι εύκολο να κάνεις το χρέος σου, όταν είναι να δουλεύεις χωρίς απολαβή, για ξένο όφελος! Μα για να κάνεις το καθήκον σου, παιδί μου, χρειάζεται κάποτε ηρωική αυτοθυσία. Και όλοι δεν είναι ήρωες στον κόσμο.

Βγήκε έξω το Βασιλόπουλο, χωρίς ν' αποκριθεί. Σκέψεις και άλλες σκέψεις σκουντουφλιούνταν στο μυαλό του. Του φαίνουνταν πως αντίκριζε καινούριους κόσμους

Κάμποσην ώρα πήγαινε σιωπηλά, βαστώντας το χέρι της αδελφής του.

- Η αυτοθυσία! μουρμούρισε. Το άκουσες, Ειρηνούλα; Χρειάζεται, λέει, ηρωική αυτοθυσία, και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες… Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης, πως δουλεύοντας για το γενικό καλό ωφελούμε τον εαυτό μας στο τέλος; Φοβούμαι πως στον τόπο μας κανένας δεν το έμαθε αυτό. Ο καθένας μας γυρεύει μόνο το δικό του το συμφέρον ή τουλάχιστον τη δική του ησυχία…

- Γιατί το λες αυτό, αδελφέ μου;

- Γιατί και μεις ίδιοι είμαστε. Ούτε συ ούτε εγώ ούτε κανένας μας δεν εκάναμε ποτέ τίποτα για το γενικό καλό… Ναι, Ειρηνούλα, γι' αυτό καταστράφηκε το Κράτος… Εξακολούθησαν τ' αδέλφια το δρόμο τους χωρίς να μιλήσουν πια, χαμένα στις σκέψεις τους. Έφθασαν σε άλλο χωριό, φτωχό και ρημαγμένο σαν το πρώτο.

Σ' ένα περιβολάκι απεριποίητο και ακαλλιέργητο, κάθουνταν, πλάγι σε μια μισοξεραμένη δράνα, ένα γεροντάκι φτωχοντυμένο, που ρέμβαζε παίζοντας το κομπολόγι του. - Ώρες καλές, είπε καθώς πέρασαν κοντά του τα δυο αδέλφια.

- Καλησπέρα, παππού, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μας αφήνεις να καθήσομε στο περιβολάκι σου κοντά σου, να ξεκουραστούμε;

- Και δεν μπαίνετε, παιδιά μου, να μου πείτε δυο λόγια και μένα, του γερο-Φτωχούλη, να ξεχάσω κι εγώ τα βάσανα μου; αποκρίθηκε ο γέρος

Μπήκαν στο κηπαράκι και κάθησαν στον μπάγκο πλάγι του.

- Μου κακοφαίνεται μόνο που δε μου βρίσκεται τίποτα να σας φιλέψω, είπε ο γέρος. Μα μου κλέψανε το μόνο πράμα που είχα δα κι εγώ, λίγα δροσερά σμέουρα, που ήταν το καμάρι μου! Και για πού είσθε, αρχοντόπουλα;

- Για τη χώρα, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα.

- Μπα; Μακριά πάτε. Και τι θα κάνετε στη χώρα;

- Πάμε να βρούμε δουλειά, είπε το Βασιλόπουλο. Ο γέρος χαμογέλασε:

- Του κάκου κάνετε τον κόπο, παιδιά μου. Δε βρίσκεται πια δουλειά στη χώρα.

- Γιατί;

- Γιατί κανένας δεν είναι τόσο κουτός, να δουλεύει για να βγάλει το ψωμί που θα του φάγει ο γείτονας.

Κι έδειξε γύρω του τ' αγκάθια και τ' αγριόχορτα που σκέπαζαν τη γη. - Όλος ο τόπος έτσι προκόβει, σαν το περιβολάκι μου, εξακολούθησε Μια φορά ήταν χαρά Θεού τούτη η γωνίτσα. Μα ποιος την αναγνωρίζει πια; Έφυγε το αγόρι μου, έμεινα μονάχος και βαρέθηκα να δουλεύω για άλλους.

- Γιατί έφυγε το αγόρι σου; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Αμέ τι να κάνει εδώ; Μαζί καλλιεργούσαμε τα χωράφια μας, που πήγαιναν ως πέρα κει, και πουλούσαμε τα γεννήματα σε όλα τα γειτονικά μέρη. Βγάζαμε και πορτοκάλια, μήλα, σταφύλια. Όλα τα τροφαντά χόρτα και οπωρικά εδώ πρώτοβγαίναν. Το παλάτι από δω φρόντιζε ό,τι καλό ήθελε. Μ' άλλαξαν τα πράγματα, πέθανε ο καλός μας Βασιλιάς και ο γιος του κοιμάται. Γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου. - Γιατί λες πως κοιμάται; ρώτησε η Ειρηνούλα κατακόκκινη και με βουρκωμένα μάτια

- Δεν κοιμάται δηλαδή, μα το ίδιο κάνει, αφού όλο χορούς και ξεφαντώματα ήξερε να διατάζει, και από δουλειά δε νοιάστηκε τίποτα, ώσπου έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε…

- Αυτό δε μας λέγει γιατί έφυγε ο γιος σου, διέκοψε το Βασιλόπουλο, που δεν ήθελε ν' ακούσει περισσότερα για τον πατέρα του. - Πώς δε μας λέγει; Τότε, στον καλό καιρό, σα ζούσε ο Συνετός Α', πλήρωνε το παλάτι ό,τι έπαιρνε. Και πλήρωνε καλά. Ύστερα, δεν πλήρωνε πια, μα έπαιρνε πάντα. Βιαστικά και γρήγορα λοιπόν, κόβαμε και στέλναμε έξω στα ξένα ό,τι τροφαντό βρίσκουνταν στον τόπο, για να βγάζομε τουλάχιστον μερικά λεφτά. Μα οι δρόμοι ρήμαξαν, κανένας δεν τους φρόντιζε, τ' αμάξια μας σπούσαν στα χαντάκια. Σε λίγο ούτε τα ζώα δεν μπορούσαν πια να περάσουν. Σαπίζανε τα σιτάρια μας στις αποθήκες, ή μας τα έτρωγε απλήρωτα το παλάτι. Φτώχεια και δυστυχία έπεσε στον τόπο, το εμπόριο καταστράφηκε, οι αποθήκες γκρέμισαν, φύγανε τα παλικάρια, οι καλύτεροι πήγαν στα ξένα, άλλοι πήγαν στη χώρα να γίνουν, λέει, επιστήμονες και πεθαίνουν από την πείνα. Οι χειρότεροι μείνανε και ζουν στην καμπούρα του ενός και του άλλου Βαρέθηκε ο γιος μου, ξεπούλησε τα κτήματα μας, μου άφησε τα λεφτά, κι έφυγε και αυτός στα ξένα. Εγώ δούλευα το περιβολάκι μου κι έβγαζα ακόμα τα λαχανικά μου και αγόραζα το ψωμί μου. Μα δεν έχομε ασφάλεια!

- Τι σας κάνουν; ρώτησε η Ειρηνούλα.

- Τι δε μας κάνουν ρώτα, παιδούλα μου! Ερημώθηκε το χωριό, δεν έμεινε κανένας να μας προστατεύσει, μας κλέβουν ό,τι βρίσκεται στα περιβόλια, και από φθόνο μας καταστρέφουν τα δέντρα και τα λαχανικά. Να, χθες βράδυ ακόμα μου κλέψανε τα λίγα σμέουρα που ωριμάζανε αγάλι-αγάλι στη σμεουριά μου. Και δε φθάνει αυτό μόνο, μου κόψανε και μου ρημάξανε το φυτό ολόκληρο! Βαρέθηκα, τα παράτησα όλα, και ζω κι εγώ όπως-όπως, όσο που να σωθούν και μένα οι μέρες μου και να ησυχάσω από τα βάσανα του κόσμου. Έτσι το 'θελε η μοίρα! - Και τα λεφτά που σου άφησε ο γιος σου; ρώτησε η Ειρηνούλα.

- Μου τα κλέψανε, κόρη μου, να 'ταν και άλλα! Παράδες γυρεύεις εδώ, όταν ούτε ψωμί δεν μας αφήνουν;

- Πώς δεν πας στο δικαστήριο; ρώτησε με αγανάκτηση το Βασιλόπουλο. Γιατί λοιπόν έχομε δικαστές;

Ο Φτωχούλης γέλασε.

- Οι δικαστές δεν είναι για μας, είπε Είναι για τους πλούσιους που τους γεμίζουν την τσέπη. Από μας τη φτωχολογιά δε βγάζουν τίποτα. Να, αν πας στη χώρα κι έχεις περιέργεια, πήγαινε στη δίκη του Κακομοιρίδη, ν' ακούσεις δικαιοσύνη. - Θα πάγω, είπε το Βασιλόπουλο, θέλω με τα μάτια μου να τα δω αυτά που λες.

- Να πας, αγόρι μου, και να τα δεις με τα μάτια σου και να τ' ακούσεις με τ' αυτιά σου. Οι δίκες γίνονται στην πλατεία, κάτω από το μεγάλο πλάτανο.

Τ' αδέλφια αποχαιρέτησαν το γέρο και τράβηξαν κατά τη χώρα. Έφθασαν αργά. Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από το βουνό, η δίκη, εκείνη την ώρα, είχε τελειώσει.

Ο δικαστής, τυλιγμένος στο παλιωμένο κόκκινο επανωφόρι του, που από τον καιρό και τη σκόνη είχε χάσει πια το αρχικό του χρώμα, σηκώνουνταν να πάγει στο σπίτι του, ενώ δυο κουρελιασμένοι χωροφύλακες έσερναν στη φυλακή ένα φτωχοντυμένο χλωμό άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο, και θλιμμένος έσφιγγε στην αγκαλιά του την κόρη του που έκλαιγε με λυγμούς.

- Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Ο Κακομοιρίδης ο σιδεράς, του αποκρίθηκε ένας από τους παρόντες.

- Γιατί τον πάνε φυλακή;

- Ξέρω 'γω! Έκλεψε, λένε, κάτι κότες. Δεν κατάλαβα καλά, δεν είπαν και πολλά πράματα, μα τον βάλανε δυο χρόνια φυλακή. Ήταν όμως και κουτός! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. Του κλέψανε, λέει, και τ' ωρολόγι του και δυο ασημένια τάληρα. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Δεν κάθουνταν στ' αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη! - Μα είναι αμαρτία! Είναι αμαρτία! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο

Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ (1) Δ'. ON THE TURN (1)

Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ ON THE RETURN

Πολλές ώρες περπατούσαν στον ξερό απέραντο κάμπο. They walked for many hours in the dry vast plain. Στο τέλος έφθασαν σ' ένα ερειπωμένο χωριουδάκι, όπου μόλις δυο-τρία σπίτια στέκουνταν ακόμα όρθια. Finalement, ils atteignirent un village en ruine, où seules deux ou trois maisons étaient encore debout. Σταμάτησαν στο πρώτο και χτύπησαν την πόρτα. Ils s'arrêtèrent au premier et frappèrent à la porte. Τους άνοιξε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και βρώμικα ρούχα. A middle-aged man opened them, with a frown and dirty clothes. Un homme d'âge moyen les a ouverts, avec un froncement de sourcils et des vêtements sales.

- Τι θέλετε; ρώτησε απότομα. - Qu'est-ce que vous voulez; demanda-t-il sèchement.

- Να καθήσομε λιγάκι. - Let's sit for a while. - Asseyons-nous un moment. Είμαστε κουρασμένοι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Nous sommes fatigués, répondit Vasilopoulos.

- Δεν είναι δω ξενοδοχείο, είπε ο άνθρωπος. "Ce n'est pas un hôtel", dit l'homme. Κι έκλεισε την πόρτα Et il a fermé la porte

Τ' αδέλφια κάθησαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους. Les frères s'assirent sur la terrasse et sortirent pour manger leur pain. Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. After a while they heard the window that opened carefully. Au bout d'un moment, ils entendirent la fenêtre s'ouvrir prudemment. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο. Ils se retournèrent et virent le même homme.

- Τι μου καθήσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα. - What did you do to me there, on my doorstep? he said curtly. - Que m'as-tu fait là, sur le pas de ma porte ? dit-il sèchement.

- Σ' ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί. - Are we bothering you? asked Vasilopoulos without getting up. - On vous dérange ? demanda Vasilopoulos sans se lever. - Βέβαια μ' ενοχλείτε! - Bien sûr que tu me déranges ! Τραβάτε το δρόμο σας! Pull your way! Tirez votre chemin ! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. répondit l'homme. Δε μ' αρέσουν οι ζητιάνοι. Je n'aime pas les mendiants. - Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο. "We are not asking you for anything," Vassilopoulos said quietly. "Nous ne vous demandons rien", dit doucement Vassilopoulos.

Ο άνθρωπος θύμωσε. The man was angry. L'homme était en colère.

- Το κατώφλι είναι δικό μου! - Le seuil est à moi ! φώναξε Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο! cria-t-il Descends d'ici, je t'attraperai avec le bois !

Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. The two brothers got up and went downstairs. Les deux frères se levèrent et descendirent. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, ξαπλώθηκαν σε σκιερή γωνιά και αποκοιμήθηκαν. Mais le soleil de printemps était chaud, et, pour trouver de la fraîcheur, ils allèrent au fond de la maison, où, parmi quelques ruines, ils se couchèrent dans un coin ombragé et s'endormir.

Λαφρύς κρότος ξύπνησε το Βασιλόπουλο. A loud bang woke up Vassilopoulos. Vasilopoulos se réveilla avec un grand clic. Του φάνηκε σα ν' άκουσε ομιλίες. It seemed to him that he heard speeches. Il lui sembla qu'il écoutait des discours. Σηκώθηκε με προσοχή, κοίταξε ανάμεσα από τις πέτρες, χωρίς να φανεί, και είδε τον ίδιο αφιλόξενο άνθρωπο, που από το παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, μιλούσε σιγά μ' ένα παιδί φορτωμένο μια σακούλα. - Σε είδε κανένας; ρώτησε χαμηλόφωνα ο άνθρωπος. - Did anyone see you? the man asked in a low voice.

- Όχι βέβαια! - Of course not! Κουτός είμαι 'γω για να με πιάσουν; αποκρίθηκε το παιδί. Am I lame to be caught? replied the child. Μα ξεφόρτωσε με τώρα, το σακούλι είναι βαρύ! But get rid of me now, the bag is heavy!

- Τι έχει μέσα! - What's inside! - ¡Qué hay adentro! ρώτησε ο άνθρωπος σκύβοντας να το πιάσει. the man asked, bending down to catch it.

- Μια στάμνα κρασί, τρία μήλα, ένα παπούτσι, δυο πίτες και μια σκούφια. - A pitcher of wine, three apples, a shoe, two pies and a hat.

- Όλα αυτά τα βρήκες μαζί; - Did you find all this together?

- Όχι Ο Ταλαιπωράκης ήταν σπίτι του. - No Talaiporakis was his home. Πήρα το κρασί και τα μήλα που δροσίζουνταν στο παράθυρο και το 'βαλα στα πόδια. I took the wine and apples that were cooling in the window and put it on my feet. Τ' άλλα είναι από το Δυστυχόπουλο. The others are from Dystychopoulos. Έλειπε στη χώρα όπου πήγε μάρτυρας στη δίκη του Κακομοιρίδη, κι έτσι με την ησυχία μου συγύρισα το σπίτι του, και το παιδί γέλασε. He was missing in the country where he witnessed the trial of Kakomoidis, so I quietly confiscated his home, and the child laughed. Μα δεν είδες το καλύτερο, εξακολούθησε βγάζοντας από την τσέπη του ένα ασημένιο ωρολόγι. Αυτό το πήρα χθες βράδυ από την τσέπη του Κακομοιρίδη. I got this last night from Kakomiridis' pocket. Δεν είναι ωραίο;

- Μπα; Και πού τον είδες τον Κακομοιρίδη; - Nah; And where did you see Kakomiridis?

- Αμέ, ήμουν εκεί την ώρα που ο παλατιανός με την αλυσίδα τον γκρέμισε από το βουνό για να του πάρει το σακούλι του. - Ame, I was there at the time when the palace man with the chain knocked him down from the mountain to get his bag. Τότε κατρακύλησα κι εγώ ως κάτω, τον βρήκα αναίσθητο, σκάλισα τις τσέπες του και πήρα τ' ωρολόγι και δυο ασημένια τάληρα. Then I shuddered as I did, I found him unconscious, I cracked his pockets and took the watch and two silver talars. Δε μου λες μπράβο; Don't you tell me well done?

- Έλα μέσα, είπε χαρούμενος ο άνθρωπος. Δωσ' μου τα τάληρα και θα πάρεις ένα μεγάλο μπράβο Σου αξίζει! Give me the talers and you will get a big thumbs up You deserve it! Το παράθυρο έκλεισε και το παιδί χάθηκε πίσω από το σπίτι. The window closed and the child disappeared behind the house.

Το Βασιλόπουλο ξύπνησε την αδελφή του. Το πρόσωπο του ήταν σκοτισμένο. His face was dark.

- Έλα, είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Irinoula got up and followed him.

- Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε. - Who is driving us away again? asked.

- Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος; - Irinoula, said Vassilopoulos with furrowed eyebrows, do you know why this man did not want us on his doorstep before?

- Όχι!

- Γιατί είναι κλεφταποδόχος, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. - Why is he stealing, and he was afraid not to see his child carrying the stolen things. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. And do you know what was the food that Panourgakos brought to the palace last night? He had stolen it from an unhappy Kakomiridis, and knocked him down from the top of the mountain, so that he would not speak. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας! What is happening in our kingdom!

- Παναγία μου! - My Lady! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια.

Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα They passed through a small country, with crooked and dirty streets and half-ruined houses

Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Above a door they noticed some black letters. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν. But they didn't know how to read them.

- Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο. - Let's ask what is here, said Vassilopoulos.

Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι.

- Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη.

- Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το Βασιλόπουλο. "We want to know what this house is," Vasilopoulos apologized.

- Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ' έξω, παιδιά μου! - This house? But he writes it from the outside, my children! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα. said the man in question, pointing to the black letters above the door.

- Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα.

- Α…; έκανε ο άνθρωπος. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει However, all over the kingdom it sucks, and no young man knows how to read anymore

Και τους εξήγησε πως απ' έξω έγραφε: «Σχολείο του Κράτους» "State School"

- Σχολείο! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! I never saw school, and I wanted so badly to know how it is! Μα πού είναι τα παιδιά; But where are the children?

Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε:

- Λείπουν αυτή την ώρα.

- Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο.

- Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος. "But they are not teaching a lesson," the man replied hesitantly.

Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού: And seeing the question in the boy's eyes:

- Ε, ναι! δεν τους κάνω μάθημα! I do not teach them a lesson! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. she burst out and said to him bitterly. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! It is easy to do what is needed in this place! Μ' έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. He puts me the Master, and he gives me his children to teach them letters. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! But he forgets to pay me, he forgets that I have needs too, that I have to eat and get dressed! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. The children come, but I do not teach them a lesson. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. I put them in the orchard to dig out to get my bread and send them to the forest to pick me when strawberries, wheat or other fruits of the season. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! I am human too! Κι εγώ πρέπει να ζήσω! I have to live too!

Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του. The teacher was saying these things with complaint, and his eyes were watering.

Το Βασιλόπουλο τον κοίταζε συλλογισμένο Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό. Vasilopoulos was looking at him pensively. His face was serious.

- Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; ρώτησε. - And who forces you to remain a teacher? asked.

- Αμ' αλλιώς θα πεθάνω από το κρύο. - Otherwise I will die of the cold. Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι! At least I have a house here!

- Το σπίτι λοιπόν το δέχεσαι, είπε το Βασιλόπουλο με αναμμένα μάτια, μα το χρέος σου δεν το κάνεις! "So you have the house," said Vassilopoulos, with a lighted eye, but your debt does not do it!

Ο δάσκαλος χαμογέλασε. The teacher smiled.

- Σα να είναι κι εύκολο! - As if it were easy! είπε σιγανά. he said softly. Είσαι παιδί! You're a child! Δεν ξέρεις τι θα πει ζωή, και το νομίζεις απλό κι εύκολο να κάνεις το χρέος σου, όταν είναι να δουλεύεις χωρίς απολαβή, για ξένο όφελος! You do not know what life will say, and you think it's simple and easy to do your duty, when it is to work without pay, for foreign benefit! Μα για να κάνεις το καθήκον σου, παιδί μου, χρειάζεται κάποτε ηρωική αυτοθυσία. But to do your duty, my child, you sometimes need heroic self-sacrifice. Και όλοι δεν είναι ήρωες στον κόσμο. And not everyone in the world is a hero.

Βγήκε έξω το Βασιλόπουλο, χωρίς ν' αποκριθεί. Vassilopoulos came out, without responding. Σκέψεις και άλλες σκέψεις σκουντουφλιούνταν στο μυαλό του. Του φαίνουνταν πως αντίκριζε καινούριους κόσμους It seemed to him that he was facing new worlds

Κάμποσην ώρα πήγαινε σιωπηλά, βαστώντας το χέρι της αδελφής του. For a while he went in silence, holding his sister's hand.

- Η αυτοθυσία! - The self-sacrifice! μουρμούρισε. Το άκουσες, Ειρηνούλα; Χρειάζεται, λέει, ηρωική αυτοθυσία, και όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ήρωες… Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης, πως δουλεύοντας για το γενικό καλό ωφελούμε τον εαυτό μας στο τέλος; Φοβούμαι πως στον τόπο μας κανένας δεν το έμαθε αυτό. Did you hear that, Irene? It takes, he says, heroic self-sacrifice, and not all people are heroes σαι Do you remember the words of Knowledge, that by working for the common good we benefit ourselves in the end? I'm afraid that no one in our country has learned that. Ο καθένας μας γυρεύει μόνο το δικό του το συμφέρον ή τουλάχιστον τη δική του ησυχία… Each of us seeks only our own interest or at least our own peace.

- Γιατί το λες αυτό, αδελφέ μου;

- Γιατί και μεις ίδιοι είμαστε. - Because we are ourselves. Ούτε συ ούτε εγώ ούτε κανένας μας δεν εκάναμε ποτέ τίποτα για το γενικό καλό… Ναι, Ειρηνούλα, γι' αυτό καταστράφηκε το Κράτος… Neither I nor any of us have ever done anything for the common good… Yes, Irene, that is why the State has been destroyed… Εξακολούθησαν τ' αδέλφια το δρόμο τους χωρίς να μιλήσουν πια, χαμένα στις σκέψεις τους. The brothers continued on their way without speaking anymore, lost in their thoughts. Έφθασαν σε άλλο χωριό, φτωχό και ρημαγμένο σαν το πρώτο.

Σ' ένα περιβολάκι απεριποίητο και ακαλλιέργητο, κάθουνταν, πλάγι σε μια μισοξεραμένη δράνα, ένα γεροντάκι φτωχοντυμένο, που ρέμβαζε παίζοντας το κομπολόγι του. In an orchard, untidy and uncultivated, he was sitting, next to a half-dried drone, a poorly dressed old man, who was rummaging while playing his rosary. - Ώρες καλές, είπε καθώς πέρασαν κοντά του τα δυο αδέλφια.

- Καλησπέρα, παππού, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μας αφήνεις να καθήσομε στο περιβολάκι σου κοντά σου, να ξεκουραστούμε; Do you let us sit in your enclosure near you, to rest?

- Και δεν μπαίνετε, παιδιά μου, να μου πείτε δυο λόγια και μένα, του γερο-Φτωχούλη, να ξεχάσω κι εγώ τα βάσανα μου; αποκρίθηκε ο γέρος - And do not you come in, my children, tell me a few words, me, too-Fouchouli, to forget my sufferings too? the old man replied

Μπήκαν στο κηπαράκι και κάθησαν στον μπάγκο πλάγι του. They entered the garden and sat on the bench next to it.

- Μου κακοφαίνεται μόνο που δε μου βρίσκεται τίποτα να σας φιλέψω, είπε ο γέρος. "It just looks bad to me that I have nothing to kiss you," said the old man. Μα μου κλέψανε το μόνο πράμα που είχα δα κι εγώ, λίγα δροσερά σμέουρα, που ήταν το καμάρι μου! But they stole the only thing I had, a few cool raspberries, which was my pride! Και για πού είσθε, αρχοντόπουλα; And where are you for, nobles?

- Για τη χώρα, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. - For the country, replied Irinoula.

- Μπα; Μακριά πάτε. Και τι θα κάνετε στη χώρα;

- Πάμε να βρούμε δουλειά, είπε το Βασιλόπουλο. Ο γέρος χαμογέλασε:

- Του κάκου κάνετε τον κόπο, παιδιά μου. - You do bloody trouble, my children. Δε βρίσκεται πια δουλειά στη χώρα. There are no more jobs in the country.

- Γιατί;

- Γιατί κανένας δεν είναι τόσο κουτός, να δουλεύει για να βγάλει το ψωμί που θα του φάγει ο γείτονας. - Because no one is so crazy to work to get the bread that the neighbor will eat.

Κι έδειξε γύρω του τ' αγκάθια και τ' αγριόχορτα που σκέπαζαν τη γη. And he showed around him the thorns and the weeds that covered the earth. - Όλος ο τόπος έτσι προκόβει, σαν το περιβολάκι μου, εξακολούθησε Μια φορά ήταν χαρά Θεού τούτη η γωνίτσα. - All the place is like, like my scent, it is still going on. It was once God's joy this joy. Μα ποιος την αναγνωρίζει πια; Έφυγε το αγόρι μου, έμεινα μονάχος και βαρέθηκα να δουλεύω για άλλους. But who recognizes her now? My boyfriend left, I was left alone and tired of working for others.

- Γιατί έφυγε το αγόρι σου; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Αμέ τι να κάνει εδώ; Μαζί καλλιεργούσαμε τα χωράφια μας, που πήγαιναν ως πέρα κει, και πουλούσαμε τα γεννήματα σε όλα τα γειτονικά μέρη. - Ame what to do here? Together we cultivated our fields, which went all the way there, and sold the produce in all the neighboring places. Βγάζαμε και πορτοκάλια, μήλα, σταφύλια. Όλα τα τροφαντά χόρτα και οπωρικά εδώ πρώτοβγαίναν. All the edible greens and fruits came here first. Το παλάτι από δω φρόντιζε ό,τι καλό ήθελε. The palace from here looked after what he wanted. Μ' άλλαξαν τα πράγματα, πέθανε ο καλός μας Βασιλιάς και ο γιος του κοιμάται. Things changed for me, our good King died and his son is sleeping. Γι' αυτό πάμε κατά διαβόλου. That is why we are going against the devil. - Γιατί λες πως κοιμάται; ρώτησε η Ειρηνούλα κατακόκκινη και με βουρκωμένα μάτια - Why do you say he sleeps? Irinoula asked, blushing and with sullen eyes

- Δεν κοιμάται δηλαδή, μα το ίδιο κάνει, αφού όλο χορούς και ξεφαντώματα ήξερε να διατάζει, και από δουλειά δε νοιάστηκε τίποτα, ώσπου έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε… - In other words, he does not sleep, but he does the same, since he knew how to order all the dancing and spree, and from work he did not care about anything, until he ate what he had and did not have…

- Αυτό δε μας λέγει γιατί έφυγε ο γιος σου, διέκοψε το Βασιλόπουλο, που δεν ήθελε ν' ακούσει περισσότερα για τον πατέρα του. - This does not tell us why your son left, interrupted Vasilopoulos, who did not want to hear more about his father. - Πώς δε μας λέγει; Τότε, στον καλό καιρό, σα ζούσε ο Συνετός Α', πλήρωνε το παλάτι ό,τι έπαιρνε. - How does he not tell us? Then, in good weather, as long as the Wise One lived, the palace paid whatever it took. Και πλήρωνε καλά. Ύστερα, δεν πλήρωνε πια, μα έπαιρνε πάντα. Then he did not pay, but always took. Βιαστικά και γρήγορα λοιπόν, κόβαμε και στέλναμε έξω στα ξένα ό,τι τροφαντό βρίσκουνταν στον τόπο, για να βγάζομε τουλάχιστον μερικά λεφτά. So hurriedly and quickly, we cut and sent out to foreigners whatever food was in the place, to make at least some money. Μα οι δρόμοι ρήμαξαν, κανένας δεν τους φρόντιζε, τ' αμάξια μας σπούσαν στα χαντάκια. Σε λίγο ούτε τα ζώα δεν μπορούσαν πια να περάσουν. Soon the animals could not even pass. Σαπίζανε τα σιτάρια μας στις αποθήκες, ή μας τα έτρωγε απλήρωτα το παλάτι. They used to rot our grains in the warehouses, or the palace ate them unpaid. Φτώχεια και δυστυχία έπεσε στον τόπο, το εμπόριο καταστράφηκε, οι αποθήκες γκρέμισαν, φύγανε τα παλικάρια, οι καλύτεροι πήγαν στα ξένα, άλλοι πήγαν στη χώρα να γίνουν, λέει, επιστήμονες και πεθαίνουν από την πείνα. Poverty and misery fell in the country, trade was destroyed, warehouses were demolished, young men left, the best went abroad, others went to the country to become, he says, scientists and starve to death. Οι χειρότεροι μείνανε και ζουν στην καμπούρα του ενός και του άλλου Βαρέθηκε ο γιος μου, ξεπούλησε τα κτήματα μας, μου άφησε τα λεφτά, κι έφυγε και αυτός στα ξένα. Εγώ δούλευα το περιβολάκι μου κι έβγαζα ακόμα τα λαχανικά μου και αγόραζα το ψωμί μου. I was working on my orchard and I was still taking out my vegetables and buying my bread. Μα δεν έχομε ασφάλεια! But we have no security!

- Τι σας κάνουν; ρώτησε η Ειρηνούλα. - What are they doing to you? Irinoula asked.

- Τι δε μας κάνουν ρώτα, παιδούλα μου! - What do they not ask us, my child! Ερημώθηκε το χωριό, δεν έμεινε κανένας να μας προστατεύσει, μας κλέβουν ό,τι βρίσκεται στα περιβόλια, και από φθόνο μας καταστρέφουν τα δέντρα και τα λαχανικά. Να, χθες βράδυ ακόμα μου κλέψανε τα λίγα σμέουρα που ωριμάζανε αγάλι-αγάλι στη σμεουριά μου. Yes, yesterday evening I still stole the few raspberries that were ripening pale and shady in my slices. Και δε φθάνει αυτό μόνο, μου κόψανε και μου ρημάξανε το φυτό ολόκληρο! And this alone is not enough, they cut me down and uprooted my whole plant! Βαρέθηκα, τα παράτησα όλα, και ζω κι εγώ όπως-όπως, όσο που να σωθούν και μένα οι μέρες μου και να ησυχάσω από τα βάσανα του κόσμου. I was tired, I gave up all of it, and I live as if, so long as my days are saved and I can be relieved of the suffering of the world. Έτσι το 'θελε η μοίρα! So the fate wants it! - Και τα λεφτά που σου άφησε ο γιος σου; ρώτησε η Ειρηνούλα. - And the money your son left you? Irinoula asked.

- Μου τα κλέψανε, κόρη μου, να 'ταν και άλλα! - They stole them from me, my daughter, if there were more! Παράδες γυρεύεις εδώ, όταν ούτε ψωμί δεν μας αφήνουν; Do strangers look here when no bread leaves us?

- Πώς δεν πας στο δικαστήριο; ρώτησε με αγανάκτηση το Βασιλόπουλο. - How do you not go to court? Vassilopoulos asked indignantly. Γιατί λοιπόν έχομε δικαστές; So why do we have judges?

Ο Φτωχούλης γέλασε. The poor man laughed.

- Οι δικαστές δεν είναι για μας, είπε Είναι για τους πλούσιους που τους γεμίζουν την τσέπη. "Judges are not for us," he said. "They are for the rich who fill their pockets." Από μας τη φτωχολογιά δε βγάζουν τίποτα. From us poverty does nothing. Να, αν πας στη χώρα κι έχεις περιέργεια, πήγαινε στη δίκη του Κακομοιρίδη, ν' ακούσεις δικαιοσύνη. Yes, if you go to the country and have curiosity, go to Kakomoidis' trial, listen to justice. - Θα πάγω, είπε το Βασιλόπουλο, θέλω με τα μάτια μου να τα δω αυτά που λες. - I will freeze, said Vassilopoulos, I want to see with my own eyes what you say.

- Να πας, αγόρι μου, και να τα δεις με τα μάτια σου και να τ' ακούσεις με τ' αυτιά σου. - Go, my boy, and see them with your own eyes and hear them with your own ears. Οι δίκες γίνονται στην πλατεία, κάτω από το μεγάλο πλάτανο. The trials take place in the square, under the big plane tree.

Τ' αδέλφια αποχαιρέτησαν το γέρο και τράβηξαν κατά τη χώρα. The brothers said goodbye to the old man and pulled across the country. Έφθασαν αργά. They arrived late. Ο ήλιος είχε γείρει πίσω από το βουνό, η δίκη, εκείνη την ώρα, είχε τελειώσει. The sun had set behind the mountain, the trial, at that time, was over.

Ο δικαστής, τυλιγμένος στο παλιωμένο κόκκινο επανωφόρι του, που από τον καιρό και τη σκόνη είχε χάσει πια το αρχικό του χρώμα, σηκώνουνταν να πάγει στο σπίτι του, ενώ δυο κουρελιασμένοι χωροφύλακες έσερναν στη φυλακή ένα φτωχοντυμένο χλωμό άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια Το κεφάλι του ήταν μαντιλοδεμένο, και θλιμμένος έσφιγγε στην αγκαλιά του την κόρη του που έκλαιγε με λυγμούς. The judge, wrapped in his old red coat, which had lost its original color from the weather and dust, got up to go to his house, while two ragged gendarmes dragged to prison a poorly dressed pale man with chains in his hands. he was handcuffed, and sadly hugged his crying daughter in his arms.

- Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Ο Κακομοιρίδης ο σιδεράς, του αποκρίθηκε ένας από τους παρόντες. - Kakomiridis the blacksmith, answered one of those present.

- Γιατί τον πάνε φυλακή; - Why is he going to jail?

- Ξέρω 'γω! Έκλεψε, λένε, κάτι κότες. He stole, they say, something hens. Δεν κατάλαβα καλά, δεν είπαν και πολλά πράματα, μα τον βάλανε δυο χρόνια φυλακή. I did not understand well, they did not say many things, but they put him in prison for two years. Ήταν όμως και κουτός! But he was also lame! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. He came and complained that someone, he says, a palace man stole chickens, wine, and I do not know what else, and knocked him down, he says, at the base of the mountain, where he broke his head. Του κλέψανε, λέει, και τ' ωρολόγι του και δυο ασημένια τάληρα. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. Do you understand that His Excellency Mr. Lagokardos was abducted by the judge, he was called a liar and a thief, he told us that not only was it not true that his chickens were stolen from him, but that he had stolen them from I do not know where, he ordered they beat him until he confesses, he says, the truth. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Then he was afraid of Kakomoidis and said he would not take him away, rather than admitting to prison, and say he stole the chickens. Δεν κάθουνταν στ' αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη! His neck was not in his eggs, he only looked for courts and justice! - Μα είναι αμαρτία! - But it is a sin! Είναι αμαρτία! It is a sin! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο cried Vassilopoulos furiously