4. Το Μυστήριο της Κοιλάδας Μπόσκομπ (1)
Είχαμε καθίσει για πρωινό κάποιο πρωί, η γυναίκα μου και εγώ, όταν η υπηρέτρια έφερε ένα τηλεγράφημα. Προερχόταν από τον Σέρλοκ Χολμς και είχε ως εξής:
Έχεις κάνα δυο μέρες να αφιερώσεις; Μόλις έλαβα τηλεγράφημα από τη δυτική Αγγλία σε σχέση με την τραγωδία της Κοιλάδας Μπόσκομπ. Θα χαρώ αν έρθεις μαζί μου. Ατμόσφαιρα και τοπίο τέλεια. Αναχωρούμε από Πάντινγκτον με των 11:15.
«Τι λες, καλέ μου;» είπε η γυναίκα μου, που με κοίταζε από απέναντι. «Θα πας;»
«Ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω. Έχω ένα αρκετά μακρύ πρόγραμμα επί του παρόντος.»
«Ω, ο Ανσράδερ θα εργαστεί στη θέση σου. Δείχνεις κάπως χλωμός τελευταία. Πιστεύω πως η αλλαγή θα σου έκανε καλό, και σε ενδιαφέρουν πάντοτε τόσο πολύ οι υποθέσεις του κ. Σέρλοκ Χολμς.»
«Θα ήμουν αγνώμων αν δε με ενδιέφεραν, βλέποντας τι κέρδισα μέσω μιας εξ αυτών,» απάντησα. «Όμως αν πρόκειται να πάω, πρέπει να πακετάρω αμέσως, γιατί έχω μόνο μισή ώρα.»
Η εμπειρία μου από τη στρατιωτική ζωή, στο Αφγανιστάν, είχε τουλάχιστον ως αποτέλεσμα να με καταστήσει συνεπή και πανέτοιμο ταξιδιώτη. Οι ανάγκες μου ήταν λιγοστές και απλές, έτσι ώστε σε λιγότερο από τη δηλωθείσα ώρα βρισκόμουν σε μια άμαξα με τη βαλίτσα μου, οδεύοντας μέσα σε κροταλίσματα προς το σταθμό του Πάντινγκτον. Ο Σέρλοκ Χολμς βημάτιζε πέρα δώθε στην πλατφόρμα, η ψηλή, ισχνή μορφή του γινόταν ακόμη ισχνότερη από το μακρύ γκρίζο ταξιδιωτικό του πανωφόρι και το εφαρμοστό καπέλο του.
«Είναι όντως υπέροχο που έρχεσαι, Γουώτσον,» είπε. «Έχει σημαντική διαφορά για μένα, να έχω κάποιον μαζί μου στον οποίο να βασίζομαι απολύτως. Η ντόπια βοήθεια είναι πάντοτε είτε άχρηστη είτε προκατειλημμένη. Πιάσε τις δυο γωνιακές θέσεις και βγάζω τα εισιτήρια.»
Είχαμε το βαγόνι στη διάθεση μας παρεκτός ενός τεράστιου σωρού από χαρτιά τα οποία ο Χολμς είχε φέρει μαζί του. Μεταξύ αυτών σκάλιζε και διάβαζε, με διαστήματα σημειώσεων και στοχασμού, έως ότου περάσαμε το Ρέντινγκ. Τότε άξαφνα τα μάζεψε όλα σε ένα τεράστιο σωρό και τα έριξε στο ράφι.
«Άκουσες τίποτα σχετικά με την υπόθεση;» ρώτησε.
«Ούτε λέξη. Δεν έχω κοιτάξει ούτε εφημερίδα εδώ και μερικές μέρες.»
«Ο τύπος του Λονδίνου δεν είχε ιδιαίτερα πλήρεις αναφορές. Τώρα μόλις έψαχνα όλες τις πρόσφατες εφημερίδες ώστε να μάθω επαρκώς όλες τις λεπτομέρειες. Καθώς φαίνεται, από ότι καταλαβαίνω, πρόκειται για μια από εκείνες τις απλές υποθέσεις οι οποίες είναι εξαιρετικά δύσκολες.»
«Ακούγεται λιγάκι παράδοξο.»
«Όμως είναι βαθύτατα αληθινό. Η ιδιαιτερότητα αποτελεί σχεδόν ένα απαράβατο στοιχείο. Όσο περισσότερο άχρωμο και κοινότυπο είναι κάποιο έγκλημα, τόσο πιο δύσκολο είναι να το προσεγγίσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, έχουν παγιώσει μια εξαιρετικά σοβαρή κατηγορία ενάντια στο γιο του δολοφονημένου άντρα.»
«Πρόκειται περί φόνου, λοιπόν;»
«Βασικά, εικάζεται πως είναι. Δε θα λάβω τίποτα ως δεδομένο έως ότου να έχω την ευκαιρία να το ερευνήσω προσωπικά. Θα σου εξηγήσω την κατάσταση των πραγμάτων, μέχρι του σημείου που κατόρθωσα να την κατανοήσω, με πολύ λίγα λόγια.
«Η Κοιλάδα Μπόσκομπ είναι μια επαρχιακή περιοχή όχι πολύ μακριά από το Ρος, στο Χέρφορντσάϊρ. Ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας σε εκείνο το μέρος είναι κάποιος κ. Τζων Τέρνερ, ο οποίος έκανε τα χρήματα του στην Αυστραλία και επέστρεψε πριν μερικά χρόνια στην πατρίδα. Ένα από τα αγροκτήματα που είχε στην κατοχή του, εκείνο του Χάθερλη, ενοικιάστηκε στον κ. Τσαρλς ΜκΚάρθυ, ο οποίος επίσης ήταν πρώην Αυστραλός. Οι άντρες γνωρίζονταν μεταξύ τους από τις αποικίες, έτσι ώστε δεν ήταν αφύσικο το ότι όταν ήρθαν για να εγκατασταθούν να μείνουν όσο το δυνατόν πιο κοντά. Ο Τέρνερ προφανώς ήταν ο πλουσιότερος, έτσι ο ΜκΚάρθυ έγινε ενοικιαστής του αλλά κι έτσι παρέμειναν, καθώς φαίνεται, επί όρους απόλυτης ισότητας, καθώς βρίσκονταν συχνά παρέα. Ο ΜκΚάρθυ είχε ένα γιο, ένα παλικάρι δεκαοχτώ χρονών, κι ο Τέρνερ είχε μια μοναχοκόρη της ίδιας ηλικίας, όμως κανενός η γυναίκα δε ζούσε. Εμφανίζονται να έχουν αποφύγει την συντροφιά των γειτονικών Αγγλικών οικογενειών και να ζουν απομονωμένες ζωές, μολονότι και οι δυο ΜκΚάρθυ είχαν αδυναμία στα αθλήματα και συχνά τους έβλεπαν σε ιπποδρομίες της περιοχής. Ο ΜκΚάρθυ συντηρούσε δυο υπηρέτες —έναν άντρα κι ένα κορίτσι. Ο Τέρνερ είχε σημαντικό προσωπικό, κάπου μισή ντουζίνα τουλάχιστον. Αυτά είναι όλα όσα κατόρθωσα να συγκεντρώσω σχετικά με τις οικογένειες. Τώρα ας πάμε στα γεγονότα.
«Την 3η του Ιουνίου, δηλαδή, τη Δευτέρα που πέρασε, ο ΜκΚάρθυ άφησε το σπίτι του στο Χάθερλυ περί τις τρεις το απόγευμα και κατηφόρισε προς το Μπόσκομπ Πουλ, που είναι μια μικρή λίμνη η οποία σχηματίζεται από το άπλωμα της κοίτης που περνά μέσα από την Κοιλάδα Μπόσκομπ. Είχε βγει έξω το πρωί με τον υπηρέτη του στο Ρος, και είχε αναφέρει στον άντρα πως έπρεπε να βιαστεί, καθώς είχε ένα σημαντικό ραντεβού να τηρήσει στις τρεις. Από εκείνο το ραντεβού δεν επέστρεψε ποτέ.
«Από το αγρόκτημα Χάθερλη ως το Μπόσκομπ Πουλ είναι κάπου ένα τρίτο του χιλιόμετρου, και δυο άτομα τον είδαν καθώς περνούσε από εκεί. Το ένα ήταν μια γυναίκα, της οποίας το όνομα δεν αναφέρεται, και το άλλο ήταν ο Γουίλιαμ Κρόουντερ, ένας θηροφύλακας στη δούλεψη του κ. Τέρνερ. Και οι δυο αυτοί μάρτυρες καταθέτουν πως ο κ. ΜκΚάρθυ βάδιζε μονάχος. Ο θηροφύλακας προσθέτει πως εντός μερικών λεπτών από την ώρα που είδε τον κ. ΜκΚάρθυ να περνά είχε δει το γιο του, τον κ. Τζέιμς ΜκΚάρθυ, να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με ένα όπλο κάτω από το χέρι του. Στην καλύτερη περίπτωση όσο μπορεί να κρίνει, ο πατέρας ήταν πράγματι σε ορατή απόσταση εκείνη την ώρα, και ο γιος τον ακολουθούσε. Δεν έδωσε περισσότερη σημασία στο ζήτημα έως ότου άκουσε το απόγευμα για την τραγωδία που είχε συμβεί.
«Οι δυο ΜκΚάρθυ εθεάθησαν κατόπιν της ώρας που ο Γουίλιαμ Κρόουντερ, ο θηροφύλακας, τους έχασε από τα μάτια του. Το Μπόσκομπ Πουλ περιβάλλεται από πυκνό δάσος, με μόλις μια ιδέα χορτάρι και καλάμια στις παρυφές του. Ένα κορίτσι δεκατεσσάρων ετών, η Πεϊσιενς Μοράν, η οποία είναι κόρη του φύλακα του υποστατικού της κοιλάδας Μπόσκομπ, βρισκόταν σε ένα από τα δασύλλια μαζεύοντας λουλούδια. Δηλώνει πως ενώ βρισκόταν εκεί είδε, στην άκρη του δάσους και πλησίον της λίμνης, τον κ. ΜκΚάρθυ και το γιο του, και πως έδειχναν να έχουν μια έντονη διαμάχη. Άκουσε τον κ. ΜκΚάρθυ τον πρεσβύτερο να χρησιμοποιεί πολύ έντονη γλώσσα προς το γιο του, και είδε τον τελευταίο να σηκώσει το χέρι του σα να ήθελε να χτυπήσει τον πατέρα του. Ήταν τόσο τρομαγμένη με τους δυο ΜκΚάρθυ να καυγαδίζουν κοντά στο Μπόσκομπ Πουλ, και φοβόταν ότι επρόκειτο να τσακωθούν.
Είχε μόλις προλάβει να το πει όταν ο νεαρός κ. ΜκΚάρθυ ήρθε τρέχοντας μέχρι τον οικίσκο για να πει πως είχε βρει τον πατέρα του νεκρό στο δάσος, και για ζητήσει τη βοήθεια του φύλακα. Ήταν υπερβολικά αναστατωμένος, δίχως ούτε το όπλο ούτε το καπέλο του, και το δεξί του χέρι μαζί με το μανίκι παρατηρήθηκαν να είναι λεκιασμένα με φρέσκο αίμα. Ακολουθώντας τον στο δάσος βρήκαν το νεκρό σώμα ξαπλωμένο στο χορτάρι πλάι στη λίμνη. Το κεφάλι είχε πληγεί από επανειλημμένα χτυπήματα από κάποιο βαρύ και αμβλύ όπλο. Τα τραύματα ήταν τέτοια που κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί από το κοντάκι του όπλου του γιου του, το οποίο βρέθηκε πεσμένο στο χορτάρι λίγα βήματα από το σώμα. Υπό αυτές τις συνθήκες ο νεαρός συνελήφθη αμέσως, και με την κατηγορία του ‘φόνου εκ προμελέτης' να έχει απαγγελθεί την Τρίτη, παρουσιάστηκε την Τετάρτη ενώπιον των δικαστών στο Ρος οι οποίοι παρέπεμψαν την υπόθεση για την επόμενη εποχιακή δικάσιμο. Αυτά είναι τα βασικά γεγονότα της υπόθεσης όπως παρουσιάστηκαν ενώπιον του ιατροδικαστή και του αυτόφωρου.»
«Με δυσκολία θα μπορούσα να διανοηθώ μια πιο καταδικαστική υπόθεση,» σχολίασα. «Αν υπήρξε περίπτωση αποδεικτικά στοιχεία να υπέδειξαν κάποιο εγκληματία τότε αυτό συμβαίνει επί του προκείμενου.»
«Τα αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν εξαιρετικά επικίνδυνο θέμα,» απάντησε ο Χολμς σκεπτικά. «Ενδεχομένως να δείχνουν άμεσα προς το ένα πράγμα, όμως αν μετατοπίσεις την οπτική σου γωνία λιγάκι, ίσως ανακαλύψεις πως υποδεικνύουν κατά ένα εξίσου ανυποχώρητο τρόπο προς κάτι εντελώς διαφορετικό. Οφείλεται να ομολογηθεί, ωστόσο, πως η υπόθεση δείχνει υπερβολικά σοβαρή εναντίον του νεαρού, και είναι πολύ πιθανό να είναι όντως ο δράστης. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι στην περιοχή, ωστόσο, και μεταξύ αυτών η Δεσποινίδα Τέρνερ, η κόρη του γειτονικού γαιοκτήμονα, η οποία πιστεύει στην αθωότητα του, και η οποία έχει προσλάβει τον Λεστρέιντ, τον οποίο ίσως να θυμάσαι σε σχέση με τη ‘Σπουδή στο Άλικο', για να επιλύσει την υπόθεση προς όφελος του. Ο Λεστρέιντ, όντας κάπως προβληματισμένος, παρέπεμψε την υπόθεση σε εμένα, και έτσι έχει η κατάσταση ώστε δυο μεσήλικες κύριοι να ταξιδεύουν γοργά δυτικά με εβδομήντα χιλιόμετρα τη ώρα αντί να χωνεύουν ήρεμα το πρωινό στο σπίτι τους.»
«Φοβάμαι,» είπα εγώ, «πως τα στοιχεία είναι τόσο πασίδηλα ώστε θα βρεις ελάχιστη αναγνώριση να αποκομίσεις σε τούτη την υπόθεση.»
«Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο παραπλανητικό από ένα πασίδηλο στοιχείο,» απάντησε, γελώντας. «Επιπλέον, ίσως να μας δοθεί η ευκαιρία να εντοπίσουμε κάποια άλλα πασίδηλα στοιχεία τα οποία ενδεχομένως να μην ήταν καθόλου πασίδηλα για τον κ. Λεστρέιντ. Με γνωρίζεις πολύ καλά για να σκεφτείς πως κομπάζω όταν λέω πως είτε θα επιβεβαιώσω είτε θα καταρρίψω την θεωρία του με μέσα τα οποία είναι εντελώς ανίκανος να εφαρμόσει, ή ακόμη και να κατανοήσει. Λαμβάνοντας υπ΄όψιν το πρώτο παράδειγμα, αντιλαμβάνομαι ξεκάθαρα πως στο υπνοδωμάτιο σου το παράθυρο βρίσκεται επί της δεξιάς πλευράς, και ωστόσο αμφιβάλω αν ο κ. Λεστρέιντ θα είχε προσέξει ακόμη και ένα τόσο πασιφανές πράγμα όπως αυτό.»
«Πως στο καλό—»
«Αγαπητέ μου φίλε, σε γνωρίζω καλά. Γνωρίζω τη στρατιωτική τυπικότητα η οποία σε χαρακτηρίζει. Ξυρίζεσαι κάθε πρωί, και αυτή την περίοδο ξυρίζεσαι με το φως της μέρας· αλλά αφού το ξύρισμα σου είναι όλο και λιγότερο πλήρες όσο απομακρυνόμαστε προς την αριστερή πλευρά, μέχρι να γίνει εντελώς τσαπατσούλικο καθώς περνάμε τη γωνία του σαγονιού, καθίσταται σαφέστερο πως αυτή η πλευρά φωτίζεται λιγότερο από την άλλη. Δε θα μπορούσα καν να φαντασθώ κάποιον άνθρωπο όπως εσύ να κοιτάζεσαι σε κανονικό φως και να είναι ικανοποιημένος με ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Το αναφέρω μονάχα ως ένα ασήμαντο παράδειγμα της παρατήρησης και της επαγωγής. Έπ' αυτού έγκειται η προσέγγιση μου, και είναι εξίσου πιθανό πως ίσως να εξυπηρετήσει στην έρευνα η οποία παρατίθεται ενώπιον μας. Υπάρχουν κάνα δυο δευτερεύοντα σημεία τα οποία αναφέρθηκαν κατά την προανάκριση, και τα οποία αξίζουν να ληφθούν υπόψη.»
«Ποια είναι;»
«Εμφαίνεται πως η σύλληψη του δεν πραγματοποιήθηκε άμεσα, αλλά κατόπιν της επιστροφής του στο αγρόκτημα Χάθερλη. Στον επιθεωρητή του τμήματος που τον πληροφόρησε πως ήταν υπό κράτηση, σχολίασε πως δεν τον εξέπληξε αυτό, και πως δεν ήταν κάτι περισσότερο από ότι του άξιζε ως τιμωρία. Η παρατήρηση του αυτή είχε το φυσικό επακόλουθο να απομακρύνει κάθε ίχνος αμφιβολίας το οποίο ενδεχομένως να παρέμενε στο μυαλό του ιατροδικαστή.»
«Επρόκειτο περί ομολογίας,» αναφώνησα.
«Όχι, γιατί ακολουθήθηκε από τη διακήρυξη της αθωότητας του.»
«Ερχόμενο πάνω από μια τέτοια καταδικαστική σειρά γεγονότων, αποτέλεσε το λιγότερο ύποπτο σχόλιο.»
«Αντιθέτως,» είπε ο Χολμς, «αποτελεί τη φωτεινότερη σχισμή την οποία επί του παρόντος μπορώ να διακρίνω μέσα στα σύννεφα. Όμως όσο αθώος κι αν είναι, δε θα ήταν δυνατόν να είναι τόσο ανόητος ώστε να μη αντιληφθεί πως οι συγκυρίες ήταν εξαιρετικά ζοφερές ενάντια του. Αν είχε φανεί έκπληκτος κατά τη σύλληψη του, είτε αν είχε προσποιηθεί αγανάκτηση έπ' αυτής, θα το είχα εξέλαβε ως υπερβολικά ύποπτο, επειδή τέτοια έκπληξη ή θυμός δε θα ήταν φυσιολογικός υπό αυτές τις περιστάσεις, και ίσως ενδεχομένως να εμφανή πως αποτελεί την καλύτερη πρακτική ενός ραδιούργου. Η ειλικρινής αποδοχή της κατάστασης τον χαρακτηρίζει είτε ως αθώο, είτε ως άνθρωπο εξαιρετικής αυτοσυγκράτησης και σταθερότητας. Όσο για το σχόλιο του περί τι του άξιζε, δεν ήταν τόσο αφύσικο αν λάβεις υπ' όψιν σου πως στάθηκε πλάι στο σώμα του πατέρα του, και πως δεν υπάρχει αμφιβολία πως εκείνη την ίδια μέρα είχε φτάσει να ξεχάσει κάθε σεβασμό προς γονιό για να ανταλλάξει κουβέντες μαζί του, και ακόμη, σύμφωνα με το μικρό κορίτσι της οποίας η μαρτυρία είναι τόσο σημαντική, να σηκώσει χέρι σα να ήθελε να τον χτυπήσει. Η αυτεπίπληξη κι η μεταμέλεια του οι οποίες παρουσιάζονται στο σχόλιο του μου φαίνονται να αποτελούν δείγματα ενός υγιούς μυαλού παρά κάποιου ένοχου.»
Κούνησα το κεφάλι μου. «Πολλοί κρεμάστηκαν για πολύ μικρότερα πειστήρια,» σχολίασα.
«Έτσι είναι. Και πολλοί κρεμάστηκαν αδίκως.»
«Ποια είναι η κατάθεση του νεαρού επί του ζητήματος;»
«Δεν είναι, φοβάμαι, ιδιαίτερα ενθαρρυντική για τους υποστηρικτές του, μολονότι υπάρχουν ένα δυο σημεία εντός της τα οποία είναι υποδηλωτικά. Θα τη βρεις εδώ, και μπορείς να τη διαβάσεις και μόνος σου.»
Ξεδιάλεξε από το σωρό του ένα αντίτυπο της τοπικής εφημερίδας του Χέρντφορντσάϊρ, και έχοντας ρίξει κάτω την υπόλοιπη υπέδειξε την παράγραφο στην οποία ο ατυχής νεαρός είχε δώσει τη δική του κατάθεση του τι είχε συμβεί. Έκατσα κάτω στην γωνία του κουπέ και τη διάβασα εξαιρετικά προσεκτικά. Είχε ως εξής:
«Ο κ. Τζείμς ΜκΚάρθυ, ο μοναδικός υιός του αποθανόντος, καλέστηκε τότε και έδωσε την ακόλουθη κατάθεση: ‘Έλειπα από το σπίτι για ένα τριήμερο στο Μπρίστολ, και είχα μόλις επιστρέψει επί του πρωινού της περασμένης Δευτέρας, την 3η. Ο πατέρας μου απουσίαζε από το σπίτι την ώρα της άφιξης μου, και πληροφορήθηκα εκ της υπηρέτριας πως είχε ανέβει στο Ρος με τον Τζων Κομπ, τον ιπποκόμο. Ελάχιστα κατόπιν της επιστροφής μου άκουσα τις ρόδες του κάρου του στην αυλή και, κοιτάζοντας από το παράθυρο, τον είδα να βγαίνει και να περπατά βιαστικά έξω από την αυλή, μολονότι δε γνώριζα προς τα πού πήγαινε. Κατόπιν πήρα το όπλο μου και κινήθηκα προς τη μεριά του Μπόσκομπ Πουλ, με την πρόθεση να επισκεφθώ την περιοχή των κουνελιών που βρίσκεται στην άλλη πλευρά. Καθοδόν είδα τον Γουίλιαμ Κρόουντερ, τον θηροφύλακα, όπως είχε δηλώσει στην κατάθεση του· όμως σφάλει σκεπτόμενος πως ακολουθούσα τον πατέρα μου. Δεν είχα ιδέα πως βρισκόταν μπροστά μου. Όταν περίπου εκατό μέτρα από τη λίμνη άκουσα μια κραυγή ‘Κόοιι!' η οποία αποτελούσε σύνηθες σινιάλο μεταξύ του πατέρα του κι εμένα. Έσπευσα τότε να πάω προς τα εκεί και τον βρήκα να στέκεται πλάι στη λίμνη. Έδειξε εξαιρετικά έκπληκτος βλέποντας με και ρώτησε κάπως αγριεμένα τι ήθελα εκεί. Μια συζήτηση ξεκίνησε η οποία οδήγησε σε θερμές κουβέντες και σχεδόν σε γροθιές, επειδή ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος εξαιρετικά βίαιης προδιάθεσης. Βλέποντας πως το μένος του γινόταν ακυβέρνητο, τον άφησα και επέστρεψα προς το αγρόκτημα Χάθερλη. Δεν είχα προχωρήσει περισσότερο από εκατόν-πενήντα μέτρα, όμως, όταν άκουσα μια φρικτή κραυγή πίσω μου, η οποία με έκανε να τρέξω πίσω ξανά. Βρήκα τον πατέρα μου να σβήνει στο έδαφος, με το κεφάλι του τρομερά πληγωμένο. Έριξα το όπλο μου και τον έπιασα στα χέρια μου, όμως εκείνος έσβησε σχεδόν στη στιγμή. Γονάτισα πλάι του για μερικά λεπτά, και κατόπιν κατευθύνθηκα προς το φύλακα του κ. Τέρνερ, με το σπίτι όντας το πλησιέστερο, για να ζητήσω βοήθεια. Δεν είδα κανέναν κοντά στον πατέρα μου όταν επέστρεψα, και δεν έχω ιδέα καμία πως απόκτησε τα τραύματα του. Δεν ήταν δημοφιλής άνθρωπος, όντας κάπως ψυχρός και αυστηρός στη συμπεριφορά του, όμως δεν είχε, από όσο γνωρίζω, κάποιους άμεσους εχθρούς. Δε γνωρίζω τίποτα περαιτέρω σχετικά με το ζήτημα.»
«Ο ιατροδικαστής: ‘Σας έκανε ο πατέρας σας κάποια δήλωση πριν πεθάνει;'»
«Μάρτυρας: ‘Μουρμούρισε μερικές λέξεις, όμως μπόρεσα μόνο να πιάσω κάποια αναφορά σε κάποιον rat . '»
«Ο ιατροδικαστής: ‘Τι καταλάβατε εξ αυτού;'»
«Μάρτυρας: ‘Δεν μου έβγαλε κανένα νόημα. Σκέφτηκα πως παραληρούσε. '»
«Ο ιατροδικαστής: ‘Ποιο υπήρξε το ζήτημα επί του οποίου εσείς και ο πατέρας σας είχατε την τελευταία αυτή λογομαχία;'»
«Μάρτυρας: ‘Θα προτιμούσα να μην απαντήσω'»
«Ο ιατροδικαστής: ‘Φοβάμαι πως είμαι υποχρεωμένος να το απαιτήσω. '»
«Μάρτυρας: ‘Μου είναι ειλικρινά αδύνατον να σας πω. Σας διαβεβαιώνω πως δεν έχει τίποτα να κάνει με τη θλιβερή τραγωδία η οποία ακολούθησε. '»
«Ο ιατροδικαστής: ‘Αυτό θα το αποφασίζει το δικαστήριο. Δε χρειάζεται να σας υποδείξω πως η άρνηση σας να απαντήσετε θα προδιαθέσει την υπόθεση σας σημαντικά σε κάθε μελλοντικές συνεδριάσεις που ενδεχομένως να προκύψουν. '»
«Μάρτυρας: ‘Είμαι υποχρεωμένος έστω κι έτσι να αρνηθώ. '»
«Ο ιατροδικαστής: «Αντιλαμβάνομαι πως η κραυγή «Κόοιι» αποτελούσε ένα κοινό σινιάλο μεταξύ εσάς και του πατέρα σας;»
«Μάρτυρας: ‘Ήταν.»'
«Ο ιατροδικαστής: «Πως λοιπόν, τότε, την εκφώνησε πριν σας δει, και πριν καν μάθει πως είχατε επιστρέψει από το Μπρίστολ;'»
«Μάρτυρας (με σημαντική αναστάτωση): ‘Δε γνωρίζω. '»
«Ένας ένορκος: ‘Αντιληφθήκατε κάτι το οποίο εξέγειρε τις υποψίες σας όταν επιστρέψατε ακούγοντας την κραυγή και βρίσκοντας τον πατέρα σας θανάσιμα τραυματισμένο;»'
«Μάρτυρας: ‘Τίποτα συγκεκριμένο. '»
«Ο ιατροδικαστής: ‘Τι εννοείτε;'»
«Μάρτυρας: ‘Ήμουν τόσο ταραγμένος και αναστατωμένος όταν όρμησα στο ξέφωτο, ώστε δε σκεφτόμουν τίποτα άλλο εκτός από τον πατέρα μου. Ωστόσο έχω την αμυδρή εντύπωση πως καθώς έτρεξα εκεί κάτι ήταν πεσμένο στο έδαφος στα αριστερά μου. Μου φάνηκε πως επρόκειτο για κάτι γκρίζου χρώματος, ένα πανωφόρι κάποιου είδους, είτε ένα κασκόλ ίσως. Όταν σηκώθηκα από τον πατέρα μου κοίταξα τριγύρω για αυτό, όμως είχε χαθεί. '»
«'Εννοείτε πως είχε εξαφανισθεί πριν πάτε να ζητήσετε βοήθεια;»
«'Μάλιστα, είχε εξαφανισθεί. '»
«'Δε μπορείτε να αναφέρετε τι ήταν;'»
«'Όχι, είχα μια αίσθηση πως κάτι βρισκόταν εκεί. '»
«'Πόσο μακριά από το σώμα;»
«'Δώδεκα μέτρα ή κάπου εκεί. '»
«'Και πόσο μακριά από την παρυφή του δάσους;'»
«'Περίπου το ίδιο. '»
«'Τότε αν απομακρύνθηκε συνέβη καθόσον εσείς βρισκόσασταν σε απόσταση δώδεκα μέτρα από αυτό;»
«Μάλιστα, ωστόσο με την πλάτη προς το μέρος του. '»
«Με αυτό καταλήγει η εξέταση του μάρτυρα.»
«Αντιλαμβάνομαι,» είπε καθώς έριξα μια ματιά σε όλη τη στήλη, «πως ο ιατροδικαστής στα καταληκτικά του σχόλια υπήρξε κάπως αυστηρός με το νεαρό ΜκΚάρθυ. Εφιστά την προσοχή, και έχοντας λόγο, στην αντίφαση σχετικά με τον πατέρα του να του έχει κάνει σινιάλο πριν ακόμη τον δει, επίσης στην άρνηση του να δώσει λεπτομέρειες από τη συζήτηση με τον πατέρα του, και την ιδιάζουσα κατάθεση των στερνών λόγων του πατέρα του. Είναι όλα, όπως σχολιάζει, εξαιρετικά ενάντια στο γιο.»
Ο Χολμς γέλασε απαλά μόνος του και απλώθηκε πάνω στο μαξιλάρι του καθίσματος. «Τόσο εσύ όσο κι ο ιατροδικαστής μπήκατε σε μεγάλο κόπο,» είπε, «να ξεχωρίσετε τα ισχυρότερα στοιχεία προς όφελος του νεαρού. Δε βλέπεις πως εναλλακτικά του αναγνωρίζεις πως έχει υπερβολική φαντασία και συνάμα ελάχιστη; Υπερβολικά ελάχιστη, αφού δε μπορούσε να εφεύρει μια αφορμή λογομαχίας η οποία να του προσέφερε τη συμπάθια των ενόρκων· υπερβολικά πολλή, αν ανέπτυξε με την ίδια του τη φαντασία κάτι τόσο παρατραβηγμένο όπως μια επιθανάτια αναφορά σε κάποιον rat, και το περιστατικό με το ρούχο που εξαφανίσθηκε. Όχι, κύριε, Θα προσεγγίσω την υπόθεση από την πλευρά πως ότι λέει ο νεαρός είναι αλήθεια, και θα δούμε που η υπόθεση αυτή θα μας οδηγήσει. Και τώρα έχω εδώ τον Πετράρχη τσέπης, και ούτε μια λέξη δε θα πω σχετικά με την υπόθεση μέχρι να βρεθούμε στη σκηνή των τεκταινόμενων. Θα γευματίσουμε στο Σουίντον, και βλέπω πως θα βρισκόμαστε εκεί σε είκοσι λεπτά.»
Ήταν σχεδόν τέσσερις η ώρα όταν εντέλει, έχοντας περάσει μέσα από την πανέμορφη Κοιλάδα Στρούντ, και πάνω από το πλατύ, λαμπρό Σέβερν, βρεθήκαμε στη χαριτωμένη μικρή επαρχιακή πόλη του Ρος. Ένας λιγνός άντρας που θύμιζε νυφίτσα, μουλωχτός και κατεργαρίστικος, μας περίμενε στην πλατφόρμα. Παρά το ανοιχτόχρωμο καφέ πανωφόρι του και τις δερμάτινες γκέτες του τις οποίες φορούσε εν αντιθέσει με το επαρχιώτικο περιβάλλον, δε δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω τον Λεστρέιντ, της Σκότλαντ Γιαρντ. Μαζί του πήγαμε μέχρι το Χέρεσφορντ Άρμς όπου ένα δωμάτιο είχε κρατηθεί για μας.
«Παράγγειλα μια άμαξα,» είπε ο Λεστρέιντ καθώς πίναμε μια κούπα τσάι. «Γνωρίζω τη δραστήρια φύση σου, και πως δε θα ήσουν ικανοποιημένος μέχρι να βρεθείς στη σκηνή του εγκλήματος.»
«Πολύ ευγενικό και κολακευτικό εκ μέρους σου,» απάντησε ο Χολμς. «Πρόκειται απολύτως για θέμα βαρομετρικής πίεσης.»
Ο Λεστρέιντ έδειξε ξαφνιασμένος. «Δε σε παρακολουθώ, ακριβώς,» είπε.
«Τι λέει το βαρόμετρο; Είκοσι-εννέα, βλέπω. Διόλου αέρας, κι ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. Έχω μια θήκη γεμάτη τσιγάρα που θέλουν κάπνισμα, κι ο καναπές είναι υπερβολικά ανώτερος εκ του συνήθους εκτρώματος κάποιου επαρχιακού ξενοδοχείου. Δε νομίζω πως υπάρχει πιθανότητα να χρησιμοποιήσω την άμαξα απόψε.»
Ο Λεστρέιντ γέλασε όλο επιείκεια. «Έχεις, αναμφίβολα, ήδη σχηματίσει τα συμπεράσματα σου από τις εφημερίδες,» είπε. «Η υπόθεση είναι φως φανάρι, και όσο περισσότερο προχωράς εντός της τόσο απλούστερη αποδεικνύεται. Κι όμως, φυσικά, δε μπορείς να αρνηθείς σε μια κυρία, και μάλιστα, σε κάποια τόσο αισιόδοξη. Έχει μάθει για σένα, και θα ήθελε τη γνώμη σου, μολονότι επανειλημμένως της είπα πως δεν υπάρχει τίποτα το οποίο θα μπορούσες να κάνεις και δεν έχει ήδη γίνει. Μα, έλα Θεέ μου! Να η άμαξα της στην πόρτα.»
Είχε μόλις μιλήσει πριν ορμήσει εντός του δωματίου μια από τις πλέον όμορφες κοπέλες που είχα αντικρίσει ποτέ στη ζωή μου. Τα βιολετιά μάτια της λαμπερά, τα χείλη της μισάνοιχτα, ένα ροδαλό αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλα της, κάθε σκέψη της φυσιολογικής αυτοσυγκράτησης της χαμένη στην ακατανίκητη ταραχή αλλά και έγνοια.
«Ω, κ. Σέρλοκ Χολμς!» φώναξε, ρίχνοντας ματιές από τον έναν στον άλλον, και εντέλει, με την έξυπνη γυναικεία της διαίσθηση, κλειδώνοντας πάνω στο σύντροφο μου, «Χαίρομαι τόσο που ήρθατε. Κατέβηκα μέχρι εδώ για να σας το πω. Γνωρίζω πως ο Τζέιμς δεν το έκανε. Το γνωρίζω, και θέλω να ξεκινήσετε το έργο σας γνωρίζοντας το κι εσείς. Ούτε στιγμή μην αφεθείτε να αμφιβάλλετε επί αυτού του θέματος. Γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο από μικρά παιδιά, και γνωρίζω τα ελαττώματα του όπως κανείς άλλος· όμως είναι υπερβολικά καλόκαρδος για να πειράξει έστω και μια μύγα. Μια τέτοια κατηγορία είναι παράλογη για τον καθέναν που πραγματικά τον γνωρίζει.»
«Ελπίζω πως θα τον απαλλάξουμε, Δεσποινίς Τέρνερ,» είπε ο Σέρλοκ Χολμς. «Μπορείτε να βασισθείτε πως θα πράξω όλα όσα δύναμαι.»
«Μα διαβάσατε την κατάθεση. Σχηματίσατε κάποιο συμπέρασμα; Δε βλέπετε κάποιο παραθυράκι, κάποιο ψεγάδι? Δε συλλογιέστε και ο ίδιος πως είναι αθώος;»
«Θεωρώ πως είναι εξαιρετικά πιθανό.»
«Ορίστε, λοιπόν!» φώναξε, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της και κοιτώντας επιθετικά τον Λεστρέιντ. «Ακούτε. Με κάνει να ελπίζω.»
Ο Λεστρέιντ ανασήκωσε τους ώμους του. «Φοβούμαι πως ο συνάδελφος μου βιάστηκε κάπως να σχηματίσει τα συμπεράσματα του,» είπε.
«Όμως έχει δίκιο. Ω! Γνωρίζω πως έχει δίκιο. Ο Τζέιμς δεν το έκανε ποτέ. Και όσον αφορά τη λογομαχία με τον πατέρα του, είμαι βέβαιη πως ο λόγος για τον οποίο δε μπορούσε να μιλήσει σχετικά στον ιατροδικαστή ήταν επειδή με αφορούσε.»
«Κατά ποιο τρόπο;» ρώτησε ο Χολμς.
«Δεν είναι ώρα να κρύψω το οτιδήποτε. Ο Τζέιμς και ο πατέρας του είχε πολλές διαφωνίες σχετικά με μένα. Ο κ. ΜκΚάρθυ ήταν εξαιρετικά ανυπόμονος να πραγματοποιηθεί ένας γάμος μεταξύ μας. Ο Τζέιμς και εγώ ανέκαθεν αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο όπως αδελφός την αδελφή· μα φυσικά είναι νέος και έχει γνωρίσει ελάχιστα τη ζωή ως στιγμής, και —και— δηλαδή, όπως είναι φυσικό δεν επιθυμούσε να πράξει τίποτα τέτοιο ακόμη. Έτσι υπήρχαν λογομαχίες, κι αυτή, είμαι βέβαιη, υπήρξε μια από αυτές.»
«Και ο πατέρας σας;» ρώτησε ο Χολμς. «Ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς μια τέτοια ένωση;»
«Όχι, ήταν επίσης πολέμιος της. Ουδείς άλλος εκτός του κ. ΜκΚάρθυ δεν ήταν υπέρ της.» Ένα στιγμιαίο κοκκίνισμα πέρασε από το φρέσκο νεανικό πρόσωπο καθώς ο Χολμς της έριξε μια από τις έντονες, ερωτηματικές του ματιές.
«Σας ευχαριστώ για την πληροφορία αυτή,» είπε. «Θα ήταν δυνατόν να δω τον πατέρα σας αν θα περνούσα αύριο;»
«Φοβάμαι πως ο γιατρός δε θα το επιτρέψει.»
«Ο γιατρός;»
«Μάλιστα, δεν τα μάθατε; Ο κακόμοιρος ο πατέρας δεν ήταν στα καλά του εδώ και χρόνια, μα αυτό τον καταρράκωσε εντελώς. Έχει πέσει στο κρεβάτι, και ο Δρ. Γουίλοους λέει πως είναι ράκος και πως το νευρικό του σύστημα έχει διαλυθεί. Ο κ. ΜκΚάρθυ ήταν ο μόνος εν ζωή άνθρωπος που γνώριζε το μπαμπά τον παλιό καιρό στη Βικτόρια.»
«Αχά! Στη Βικτόρια! Αυτό είναι σημαντικό.»
«Μάλιστα, στα ορυχεία.»
«Ακριβώς· στα χρυσωρυχεία, όπου, όπως το αντιλαμβάνομαι, ο κ. Τέρνερ συγκέντρωσε την περιουσία του.»
«Μάλιστα, ακριβώς.»
«Σας ευχαριστώ, Δεσποινίς Τέρνερ. Υπήρξατε ουσιώδης βοήθεια για μένα.»
«Θα μου πείτε αν έχετε κάποια νέα αύριο. Δίχως αμφιβολία θα πάτε στη φυλακή να δείτε τον Τζέιμς. Ω, αν το κάνετε, κ. Χολμς, πείτε του πως γνωρίζω ότι είναι αθώος.»
«Θα το κάνω, Δεσποινίς Τέρνερ.»
«Πρέπει να πάω τώρα σπίτι, γιατί ο μπαμπάς είναι πολύ άρρωστος, και του λείπω όποτε τον αφήνω. Αντίο, και ο θεός να σας βοηθήσει στο εγχείρημα σας.» Βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο τόσο παρορμητικά όσο είχε μπει, και ακούσαμε τις ρόδες της άμαξας της να κροταλίζουν κατηφορίζοντας το δρόμο.
«Ντρέπομαι για σένα, Χολμς,» είπε ο Λεστρέιντ με σοβαρότητα κατόπιν μερικών λεπτών σιγής. «Ποιος ο λόγος να δημιουργήσεις ελπίδες τις οποίες είσαι καταδικασμένος να διαψεύσεις; Δεν είμαι υπέρμετρα συναισθηματικός, ωστόσο το θεωρώ απάνθρωπο.»
«Πιστεύω πως βλέπω τον τρόπο για να απαλλάξω τον Τζέιμς ΜακΚάρθυ,» είπε ο Χολμς. «Έχεις την άδεια για να τον δεις στην φυλακή;»
«Ναι, όμως μόνο για εσένα κι εμένα.»
«Τότε θα πρέπει να αναθεωρήσω την απόφαση μου σχετικά με το να βγω. Έχουμε ακόμη καιρό για να πάρουμε ένα τραίνο για το Χερφορντ και να τον δούμε απόψε;»
«Άφθονο.»
«Τότε ας το κάνουμε. Γουώτσον, φοβάμαι πως θα σου φανεί κάπως βαρετό, όμως θα λείψω μόνο για κάνα δυο ώρες.»
Πήγα μέχρι το σταθμό μαζί τους, και κατόπιν περιπλανήθηκα στους δρόμους της μικρής πόλης, επιστρέφοντας εντέλει στο ξενοδοχείο, όπου ξάπλωσα στον καναπέ και επιχείρησα να καταπιαστώ με το διάβασμα μιας νουβέλας της οκάς. Το ανεπαρκές σενάριο της ιστορίας ήταν τόσο ισχνό, ωστόσο, συγκρινόμενο με το βαθύ μυστήριο μέσα στο οποίο ψηλαφούσαμε, ώστε βρήκα την προσοχή μου να παρασύρεται αδιάκοπα από τη δράση στο γεγονός, έτσι εντέλει την πέταξα στην άλλη μεριά του δωματίου και παραδόθηκα ολοκληρωτικά στην εξέταση των γεγονότων της ημέρας. Υποθέτοντας πως η ιστορία του δυστυχούς αυτού νεαρού ήταν απολύτως αληθής, τότε τι διαβολικά πράμα, τι απόλυτα απρόβλεπτη και μοναδική κακοτυχία μπορούσε να έχει συμβεί μεταξύ της ώρας που χώρισε με τον πατέρα του, και της στιγμής όταν κλήθηκε πίσω από τις κραυγές του, ορμώντας στο ξέφωτο; Ήταν κάτι τρομερό και θανάσιμο. Τι μπορούσε να είναι; Να αποκάλυπτε η φύση των τραυμάτων κάτι στα ιατρικά μου ένστικτα; Χτύπησα το κουδούνι και ζήτησα την εβδομαδιαία εφημερίδα της επαρχίας, η οποία περιείχε μια αυτολεξεί καταγραφή της προανάκρισης. Στην κατάθεση του χειρούργου δηλωνόταν πως το οπίσθιο τρίτο του αριστερού βρεγματικού οστού και το αριστερό μισό του ινιακού οστού είχαν συντριβεί από ισχυρό πλήγμα προερχόμενο από αμβλύ όπλο. Σημάδεψα το σημείο επί του δικού μου κεφαλιού. Σαφώς ένα τέτοιο χτύπημα θα έπρεπε να είχε προέρθει από πίσω. Αυτό σε κάποιο βαθμό συνηγορούσε υπέρ του κατηγορούμενου, καθώς όταν εθεάθη να λογομαχεί ήταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον πατέρα του. Εντούτοις, δεν προσέφερε και πολλά, επειδή ο μεγαλύτερος άντρας ίσως να είχε στρέψει την πλάτη του πριν το χτύπημα πέσει. Ωστόσο, ίσως να άξιζε να επιστήσω την προσοχή του Χολμς έπ' αυτού. Έπειτα υπήρχε η αλλόκοτη επιθανάτια αναφορά σε κάποιον rat. Τι να σήμαινε; Δε μπορεί να ήταν παραλήρημα. Ένας άντρας που πεθαίνει από αιφνίδιο χτύπημα συνήθως δε παραληρεί. Όχι, ήταν πιθανότερο να επρόκειτο περί μιας προσπάθειας να εξηγήσει πως συνάντησε τη μοίρα του. Όμως τι να σήμαινε; Έστυψα το μυαλό μου για να ανακαλύψω κάποια πιθανή εξήγηση. Και έπειτα το γεγονός του γκρίζου ρούχου που εθεάθη από το νεαρό ΜακΚάρθυ. Αν ήταν όντως αλήθεια ο δολοφόνος έπρεπε να είχε ρίξει μέρος από το ντύσιμο του, προφανώς το πανωφόρι του, καθώς πάλευε, και έπρεπε να είχε το σθένος να επιστρέψει και να το μαζέψει τη στιγμή όταν ο γιος γονάτιζε με την πλάτη του στραμμένη ούτε δώδεκα βήματα μακρύτερα. Τι ορμαθός μυστηρίων και απίθανων ενδεχόμενων αποτελούσε η όλη κατάσταση! Δεν αμφέβαλα για τη γνώμη του Λεστρέιντ, και όμως είχα τόση πίστη στην ενόραση του Σέρλοκ Χολμς ώστε να μην απογοητεύομαι εφόσον κάθε νεώτερο στοιχείο φαινόταν να ενδυναμώνει την πεποίθηση της αθωότητας του νεαρού ΜακΚάρθυ.