Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (3)
Είπα πως είχα αποκοιμηθεί χωρίς να το καταλάβω, τη στιγμή που εξακολουθούσα να σκέφτομαι τα ίδια πράγματα. Ξαφνικά, ονειρεύτηκα πως έπαιρνα το περίστροφο και πως, καθισμένος όπως ήμουνα, το πήγαινα ολόισια στην καρδιά μου — στην καρδιά και όχι στο κεφάλι. Κι όμως, είχα αποφασίσει να χώσω μια σφαίρα στο αριστερό μου μηνίγγι. Αφού λοιπόν το ακούμπησα στο στήθος μου, περίμενα ένα — δυο δευτερόλεπτα και το κερί μαζί με το τραπέζι και τον απέναντι τοίχο αρχίσανε ξαφνικά να κουνιούνται σα να τρικλίζανε. Πυροβόλησα βιαστικά.
Πολλές φορές τυχαίνει να βλέπεις στ' όνειρό σου πως πέφτεις από πολύ ψηλά, πως σε πληγώνουν ή πως σε δέρνουνε. Μα ποτές δεν νοιώθεις πόνο, εκτός πια αν τύχει να κτυπήσεις στο σίδερο του κρεβατιού, οπότε δεν μπορεί παρά να πονέσεις. Όμως εμένα μου φάνηκε πως ένοιωσα κάποιον κλονισμό απ' αυτήν την πιστολιά —και ξαφνικά όλα σβήσανε κι έμεινα βυθισμένος μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Σαν να τυφλώθηκα και να βουβάθηκα. Ύστερα, είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από κάτι σκληρό, χωρίς να βλέπω τίποτα κι ούτε να μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση. Γύρω μου περπατάνε, φωνάζουνε, ο λοχαγός ουρλιάζει, η σπιτονοικοκυρά ωρύεται. Και πάλι, γίνεται μια ξαφνική διακοπή και με μεταφέρουν ξέσκεπο μέσα σ' ένα φέρετρο. Νοιώθω το φέρετρο που σκαμπανεβαίνει, το συλλογιέμαι αυτό, και για πρώτη φορά μούρχεται στο νου μου η ιδέα πως είμαι πεθαμένος, πεθαμένος για τα καλά. Το ξέρω χωρίς καμιά αμφιβολία, αφού ούτε βλέπω ούτε κουνιέμαι, κι όμως αισθάνομαι και σκέφτομαι. Αλλά πολύ γρήγορα συνηθίζω, σύμφωνα με τη λογική των ονείρων παραδέχομαι ασυζητητεί την πραγματικότητα.
Και να που με κατεβάζουν μέσα στη γη. Όλοι φεύγουν, και 'γώ μένω μόνος, ολομόναχος. Δεν κουνάω ούτε ένα μέλος μου. Πριν, στα νυχτέρια μου, όταν συλλογιόμουν πως θα ήμουν μέσα στον τάφο, η μόνη ιδέα που μου ερχόταν ήτανε το αίσθημα της υγρασίας και του κρύου. Έτσι και τώρα, ένοιωθα πως κρύωνα πολύ, και προπαντός στην άκρη των δαχτύλων των ποδιών μου, μα δεν ένοιωθα τίποτε άλλο απ' αυτό.
Κειτόμουν, και, παράξενο πράγμα, δεν περίμενα τίποτα, και παραδεχόμουν χωρίς να το αμφισβητώ πως ένας πεθαμένος δεν πρέπει τίποτα να περιμένει. Μα είχε υγρασία. Δεν ξέρω πόσο έμεινα έτσι, μια ώρα, ίσως και μερικές μέρες, μπορεί και πολλές μέρες. Και να που ξαφνικά, πάνω στο κλειστό αριστερό μου μάτι, μέσ' από το σκέπασμα του φέρετρου, έπεσε μια σταγόνα νερό, κι ύστερα μια άλλη, κι έτσι συνέχεια, σε κάθε λεπτό της ώρας. Ένα βαθύ πείσμα μούκαψε την καρδιά, κι ένοιωσα ένα αίσθημα φυσικής αδιαθεσίας: «Είναι από την πληγή μου, σκέφτηκα — είναι η πιστολιά που τράβηξα, και η σφαίρα βρίσκεται αυτού». Κι οι σταγόνες μαζεύονταν μια κάθε λεπτό. Πέφτανε ολόισια πάνω στο κλειστό μου μάτι. Και τότε, ξαφνικά φώναξα, όχι βέβαια με τη φωνή μου αφού ήταν παράλυτη, μα με όλο μου το είναι, τον αυθέντη εκείνον που ήμουν παίγνιό του. «—Όποιος κι αν είσαι, αν παραδεχτώ ότι είσαι και πως υπάρχει κάτι το πιο λογικό απ' αυτό που είμαι παίγνιό του, ε! άφησε να γίνει εδώ αυτό. Αν μου επιβάλλεις αυτή τη γελοιοποίηση κι αυτή τη βλακώδη επιβίωση για να με εκδικηθείς για τη βλακώδη αυτοκτονία μου, ποτέ, όσο μεγάλο κι αν είναι το μαρτύριο που μπορεί να μου επιβληθεί, δεν θα φτάσει την σιωπηλή περιφρόνηση που θα νοιώσω, έστω κι αν βαστάξει χιλιάδες χρόνια αυτό το μαρτύριο!»
Έτσι είπα, και σώπασα. Πέρασα κοντά ένα λεπτό μέσα σε βαθειά σιωπή, και μάλιστα έπεσε άλλη μια σταγόνα, μα ήξερα, ήξερα και πίστευα με απόλυτη κι ακλόνητη βεβαιότητα πως όλα θ' αλλάζανε την ίδια στιγμή. Και να, που ξαφνικά άνοιξε ο τάφος μου. Δηλαδή, δεν ξέρω αν άνοιξε και άδειασε, μα με άρπαξε ένα σκοτεινό και άγνωστο ον και βρεθήκαμε μέσα στο διάστημα. Ξαφνικά, ξαναβρήκα το φως μου∙ η νύχτα ήτανε βαθειά και ποτέ, ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοια σκοτάδια! Πηγαίναμε μέσα στο διάστημα κι είχαμε κιόλας ξεμακρύνει πολύ από τη γη. Δε ρώτησα τίποτε αυτόν που με μετέφερε. Περίμενα, κλεισμένος αλαζονικά μέσ' στη σιωπή μου∙ ήμουν βέβαιος πως δεν φοβόμουνα — κι αναγάλλιαζα από ενθουσιασμό με τη σκέψη πως δε φοβόμουν. Δε θυμάμαι, κι ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσο καιρό πετούσαμε∙ όλ' αυτά γίνονταν όπως γίνεται πάντα στ' όνειρο όταν διασχίζουμε το χρόνο και το χώρο, παραβιάζοντας όλους τους νόμους του είναι και της λογικής, και δε στεκόμαστε παρά μόνο στα σημεία που ποθεί η καρδιά μας. Θυμάμαι, πως ξαφνικά είδα έν' αστεράκι μέσ' στα σκοτάδια.
— Είν' ο Σύριος; ρώτησα χωρίς να μπορώ να κρατηθώ, μ' όλο που τόθελα πολύ.
—«Όχι, είναι τ' αστέρι που είχες δει μέσ' απ' τα σύννεφα, σα γύριζες σπίτι σου», μου απάντησε το ον που με μετέφερε.
Ήξερα πως ήταν ανθρώπινης καταγωγής, μα περίεργο πράγμα, δεν το συμπαθούσα καθόλου αυτό το ον, και μάλιστα μου προκαλούσε βαθειά απέχθεια. Περίμενα πως θάβρισκα το απόλυτο μηδέν, και γι' αυτό έχωσα τη σφαίρα στην καρδιά μου. Και τώρα, να που βρισκόμουν στην αγκαλιά ενός όντος, όχι ανθρώπινου βέβαια, μα που ήταν και υπήρχε. «Ώστε υπάρχει λοιπόν πέραν του τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ' εκείνη την παράξενη ζαλάδα του ονείρου, μα ωστόσο, η καρδιά μου διατηρούσε κατά βάθος την ουσιαστική αρετή της: «αφού θα ξαναϋπάρξω, έλεγα μέσα μου, και θα ξαναζήσω επειδή το θέλει μια αδυσώπητη βούληση, δε θέλω ούτε να νικηθώ ούτε να ταπεινωθώ!»— «Ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι' αυτό με περιφρονείς», είπα ξαφνικά στο σύντροφό μου μη μπορώντας να συγκρατήσω την ταπείνωση αυτής της ερώτησης όπου διαφαινόταν μια ολόκληρη ομολογία, και νοιώθοντας πως αυτή η δειλία μου τριβέλιζε την καρδιά σα να με τσιμπούσε βελόνα. Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτησή μου, μα ξαφνικά ένοιωσα πως δε με περιφρονούσε, πως δε με κορόιδευε κι ούτε καν με λυπόντανε, και πως το ταξίδι μας έτεινε σ' ένα μυστηριώδη κι άγνωστο σκοπό που μόνο εμένα αφορούσε. Ο τρόμος μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μου. Η σιωπή του συντρόφου μου μεταδόθηκε και σε μένα και με διαπότιζε, όχι χωρίς πόνο, με την σιωπηλή παρουσία του. Πηγαίναμε μέσ' από αβυθομέτρητα σκοτάδια. Από καιρό, δεν έβλεπα πια τους γνωστούς μου αστερισμούς. Ήξερα πως στο βάθος τ' ουρανού υπάρχουν αστέρια που οι αχτίνες τους φτάνουνε στη γη μόνο ύστερα από χιλιάδες κι εκατομμύρια χρόνια. Ίσως νάχαμε περάσει κιόλας αυτά τα χρονικά διαστήματα. Περίμενα κάτι, γεμάτος από ένα νοσταλγικό πόνο που μου ράγιζε την καρδιά. Και ξαφνικά ένα πολύ γνωστό συναίσθημα που μούφερνε βαθιές αναμνήσεις με συγκλόνισε ολόκληρο. Ξανάβλεπα τον ήλιο μας! Ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι ο ήλιος μας, εκείνος που γέννησε τη γη μας, και πως βρισκόμαστε σε άπειρη απόσταση από τον ήλιο μας, μα μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν ένας ήλιος απόλυτα όμοιος με τον δικό μας, κάτι σαν αντίλαλος και σαν σωσίας του. Μια απέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου, φέρνοντάς της ενθουσιασμό: Το φως εκείνου που με δημιούργησε αντιλαλούσε μέσ' στην καρδιά μου και την ανάσταινε, κι ένοιωσα για πρώτη φορά από τότε που κατέβηκα στον τάφο το γυρισμό της ζωής, της παλιάς ζωής.
—Μ' αφού είναι ο ήλιος, ακριβώς ο ίδιος ήλιος με τον δικό μας, τότε που είναι η γη;— Κι ο σύντροφός μου μούδειξε έν' αστέρι σα σμαράγδι που αστραφτοκόπαγε μέσα στη νύχτα.
Πετούσαμε ολόισια καταπάνω του.
—Μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες επιστροφές μέσα στο σύμπαν, είναι δυνατό να είν' αυτός ο φυσικός νόμος; Κι αν είναι γης αυτό μπορεί νάναι η ίδια γης με τη δικιά μας;... Εντελώς όμοια, το ίδιο δύστυχη και το ίδιο φτωχιά, κι όμως αγαπητή, αιώνια αγαπημένη, μια γης που ξέρει ν' αγαπιέται ακόμα και απ' τα πιο αχάριστα παιδιά της;... Φώναξα αναρριγώντας από αβάσταγη, αγάπη γι' αυτή τη γης που γεννήθηκα και που λιποτάχτησα απ' αυτήν. Και εμπρός μου, σαν αστραπή, πέρασε η εικόνα του μικρού κοριτσιού που είχα προσβάλλει.
—Θα τα μάθεις όλα, μου απάντησε ο σύντροφός μου και στα λόγια του, διαφαινόταν ένας θλιμμένος τόνος.
Μα γρήγορα ζυγώναμε στον πλανήτη. Μεγάλωνε μπρος στα μάτια μου, κι άρχισα κιόλας να διακρίνω τον ωκεανό και τα περιγράμματα της Ευρώπης, όταν ξαφνικά ένα παράξενο αίσθημα ζήλειας — μία ευγενική και άγια ζήλεια — άναψε μεσ' στην καρδιά μου. Πώς μπορεί να γίνεται μια τέτοια επανάληψη, είπα μέσα μου, και για ποιο σκοπό; Αγαπώ, και μόνο αυτή τη γης που άφησα μπορώ ν' αγαπήσω, που πάνω της έμειναν οι στάλες απ' το αίμα μου, όταν, σαν αχάριστος γιος, έβαλα τέλος στη ζωή μου με μια πιστολιά πάνω στην καρδιά μου. Μα ποτέ, όχι, ποτέ δεν έπαψα να την αγαπώ αυτή τη γης, ακόμα και κείνη τη νύχτα που την αποχαιρέτησα. Να υπάρχει τάχα ο πόνος πάνω σ' αυτή την καινούργια γης; Εκεί ‐ πέρα, στη γης μας, μόνο με πόνο μπορούμε ν' αγαπήσουμε, και μόνο μέσ απ' τον πόνο. Δεν ξέρουμε ν' αγαπούμε διαφορετικά, κι ούτε ξέρουμε άλλη αγάπη. Ζητώ τον πόνο για να μπορέσω ν' αγαπήσω, ποθώ, διψώ ν' αγκαλιάσω κλαίγοντας αυτή τη μοναδική γης που παράτησα, και δε θέλω να ζήσω∙ αρνιέμαι να ζήσω σ' οποιανδήποτε άλλη!
Μα κιόλας, ο σύντροφός μου μ' είχε παρατήσει. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα σ' αυτή την άλλη γης, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας ηλιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχπελάγου της γης μας∙ ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου κοντά στο αρχιπέλαγος. Σ' εκείνα τα μέρη, όλα ήτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι όμως όλα αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι επίσημη χαρά, που έφτανε ως το υπέροχο. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ' όλο τον οργιώδη χυμό τους και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη ‐ σμήνη τον αέρα, κι έρχονταν άφοβα ν' ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα.. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους — ω! τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνεις κάτι σα μια μακρινή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων! Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα, από την πρώτη ματιά! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνει το προπατορικό αμάρτημα: οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης ήτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου κάναν ερωτήσεις∙ φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε: να διώξουνε το γρηγορότερο αυτή την οδύνη που ήτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.