×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 5.2 Παράξενα πράγματα...

5.2 Παράξενα πράγματα...

Είναι όμορφα το καλοκαίρι στο Λαμαγάρι, με τα παιδιά και το Νίκο.

- ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ! Γιατί μένουμε στο Λαμαγάρι, στο πιο όμορφο μέρος της γης!

Την άλλη όμως μέρα όλα έγιναν ΛΥ-ΠΟ.

Το κακό άρχισε την Κυριακή το πρωί. Παρόλο που νομίζαμε πως θα πήγαινε καλά η μέρα, γιατί δεν είχε έρθει η μαμά κι ο μπαμπάς στο Λαμαγάρι και δεν είχανε την απελπισία μας. Ο Νίκος έφυγε πρωί για τη χώρα. Όχι για την αρραβωνιαστικιά του. Τώρα ξέραμε που πήγε. Πήγανε μαζί με τον Οδυσσέα στην πόλη να δούνε τον πατέρα του στη φυλακή. Η Σταματίνα, από το Σάββατο το βράδυ, έψηνε κουλουράκια και τυρόπιτες να του τα πάνε. Η θεία Δέσποινα ήταν όλο γκρίνια, γιατί δεν είχε προλάβει η Σταματίνα να πλύνει τις βεράντες. Εμείς πήγαμε στο τσαρδάκι της Άρτεμης.

- Ελάτε, μαρή, να με βοηθήσετε, που θα βάλω μπουγάδα! είπε σε μένα και τη Μυρτώ. Όχι που νιώθετε τίποτε από πλύσιμο, μα να... θα μου κάνετε παρέα και δε θα βαριέμαι.

Εγώ πήρα το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» να διαβάσω της Άρτεμης την ώρα που θα πλένει και η Μυρτώ φορτώθηκε ένα καλαθάκι μπούκνες, γιατί η Άρτεμη τρελαίνεται γι' αυτές και γύρω στο τσαρδάκι τους δεν έχουνε μήτε ένα δέντρο. Μόνο βράχια και άμμος. Οι μπούκνες δε φυτρώνουνε σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας, ίσως και πουθενά σ' ολόκληρη τη γη, μονάχα στο Λαμαγάρι. Μοιάζουνε με σύκα, μα είναι πιο μεγάλες και το σχήμα τους είναι μακρουλό. Άμα τις μαζέψεις τα χαράματα είναι κρύες κρύες από τη δροσιά και μένουν έτσι δροσερές όλη μέρα. Είναι γλύκες, συροπάτες και μόλις πας να βγάλεις το φλούδι, έρχεται μια δυνατή κι όμορφη μυρωδιά.

- Αν με καλέσουν να γίνω βασίλισσα της Αγγλίας, λέει η Άρτεμη, δε θα πάω, γιατί εκεί δεν έχει μπούκνες...

Εμείς δεν μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε στην μπουγάδα, μόνο την κοιτάζαμε, απορημένες, με τι γρηγοράδα έτριβε το κάθε ρούχο και το 'κανε άσπρο σαν χαρτί. Το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» ούτε πρόλαβα να τον ανοίξω. Η Άρτεμη δεν ήξερε να διαβάζει, μα γνώρισε το βιβλίο από το εξώφυλλο.

- Να χαρείς, Μέλια, λέει, μη μου διαβάσεις λυπητερά πράγματα, γιατί θα παρατήσω την μπουγάδα και θα βάλω τα κλάματα.

Μετά, πήραμε όλες μαζί τα ρούχα και πήγαμε να τ' απλώσουμε πάνω στα βράχια να στεγνώσουν.

- Δεν ακούτε; λέει η Άρτεμη και στήνει τ' αυτί της κατά τη θάλασσα.

Σε λίγο, ο θόρυβος ξεκαθαρίστηκε και φάνηκε μια ατμάκατος, που έσχιζε με φόρα το νερό. Σαν έφτασε πιο κοντά είδαμε πως μέσα ήτανε ο δεσπότης, ο νομάρχης κι ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.

- Γι' αυτό γλιτώσαμε από την Πιπίτσα, λέει η Μυρτώ. Περιμένουνε επισκέψεις.

Η ατμάκατος, αντί να τραβήξει προς το μουράγιο, ερχόταν προς εμάς και πέρασε κοντά απ' τα βραχάκια όπου στεκόμαστε.

- Τρεχάτε να ειδοποιήσετε τη θεία σας, πως ερχόμαστε να τη δούμε, μας φώναξε ο νομάρχης.

Η ατμάκατος τράβηξε κατά το μουράγιο κι εγώ με τη Μυρτώ το βάλαμε στα πόδια, να προλάβουμε το νέο στη θεία Δέσποινα.

- Να γυρίσετε γρήγορααααα! φτάνει η φωνή της Άρτεμης στ' αυτιά μας.

Βρήκαμε τη θεία Δέσποινα στην κουζίνα. Ήτανε με τη ρόμπα του σπιτιού κι έφτιαχνε με τη Σταματίνα ντομάτες γεμιστές. Μόλις της είπαμε για τις επισκέψεις, τα 'χασε και στριφογύριζε στην κουζίνα, με μια ντομάτα στο χέρι. Ύστερα, φώναξε να της φέρουμε το φουστάνι της και τα καλά της παπούτσια.

Ο παππούς, που καθότανε στη βεράντα κι είχε απλώσει σ' ένα τραπεζάκι τους αρχαίους του, σηκώθηκε αμέσως να πάει στο πάνω πάτωμα.

- Περίεργο, λέει. Τι να θέλουνε πρωινιάτικα;

- Για καλό δε θα 'ρχονται, μουρμουρίζει η Σταματίνα.

- Μη λες ανοησίες! την κόβει η θεία Δέσποινα. Θα ήρθανε να δούνε τις αποθήκες του.

Τα βήματά τους ακούστηκαν πιά στις πλάκες της αυλής κι η θεία Δέσποινα βγήκε στην πόρτα να τους καλωσορίσει.

Η Μυρτώ κι εγώ πεθαίνουμε από περιέργεια. Τι να θένε άραγε Κυριακάτικα; Στο Λαμαγάρι έρχονται πολύ σπάνια κι αν έρθουν, πάνε στο σπίτι της Πιπίτσας.

Να κρυφακούσει κανείς, το ξέρουμε, είναι πολύ άσχημο, μα πάλι να 'ρχονται τέτοιες επισκέψεις πρωί πρωί, δε γίνεται κάθε μέρα. Ακόμα και ο Πικιπικιράμ, που δεν έχει καν αποθήκες στο Λαμαγάρι.

Μείναμε στην κουζίνα να βοηθήσουμε τη Σταματίνα να γεμίσει τις ντομάτες, γιατί ξέραμε, πως οι επισκέψεις θα καθίσουν στην πίσω αυλή, που είχε δροσιά κι εκεί, απ' το παράθυρο της κουζίνας ακούγονται όλα. Στην αρχή λέγανε για τη ζέστη που έχει στη χώρα, για τη δροσιά που έχει στο Λαμαγάρι - παινεύσανε τη θεία Δέσποινα, για την κληματαριά που έχει φουντώσει και σκέπασε όλη την αυλή, σαν τέντα. Κι όταν, πιά, είχαμε γεμίσει από τρεις ντομάτες η καθεμιά, μίλησε ο δεσπότης. Είπε για το καπλάνι!!! Είπε πως τα ξέρουν όλα: Τι κρύβεται πίσω από το καπλάνι!

Μετά συνέχισαν ο νομάρχης κι ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ και είπαν ένα ένα για όλα τα παιχνίδια μας: για το πως γίνεται το χαρτί και το γυαλί. («Ακούς εκεί! λέει ο νομάρχης. Είχαν βλέπεις ανάγκη τα χωριατόπουλά να ξέρουν πως γίνεται το γυαλί και το χαρτί»). Είπαν, ακόμα, για τη Μεγάλη Άρκτο και τον κομήτη και τέλος για την Ισπανία. Που πάει κι έρχεται το καπλάνι και φέρνει νέα... Μα κείνοι θα μάθουνε ποιο είναι αυτό το καπλάνι και…

- Να του πείτε να μαζευτεί, κυρία Δέσποινα, γιατί σε λίγο καιρό θ' αναγκαστούμε να πάρουμε μέτρα εμείς.

- Τα καπλάνι! ψιθυρίζω απορεμένα.

- Αχ , ο Νίκος, κουτό, λέει η Σταματίνα.

- Ο Νίκος!! !

Το τι έγινε, σα φύγανε οι επισκέψεις, δεν περιγράφεται. Η θεία Δέσποινα μισολιποθύμησε, η Σταματίνα την έτριβε με κολόνια, κατέβηκε ο παππούς, του τα 'λεγε η Σταματίνα: Πως ο τράγος (ο δεσπότης) τα 'βαλε με το βαλσαμωμένο καπλάνι της βιτρίνας. Ο παππούς δεν πολυκαταλάβαινε, η θεία Δέσποινα αναστέναζε:

- Αχ, μας άναψε φωτιές! Αχ, θα το φάει το κεφάλι του! Αχ , η μάνα του η κακομοίρα!

Άρχισαν πάλι οι μεγάλοι τα πολύ παράξενά τους. Η Μυρτώ κι εγώ, όμως, ένα καταλάβαμε: Που έμαθε ο δεσπότης κι ο νομάρχης κι ο Πικιπικιράμ για τα παιχνίδια μας;

Βγήκαμε τρεχάτες από το σπίτι, Πήγαμε στ' αμπέλι του παππού κι η Μυρτώ άρχισε να κάνει το τζιτζίκι. Αυτό ήτανε το σύνθημά μας. Σε λίγο έφτασε ο Νώλης, η Άρτεμη και η μικρούλα Αυγή. Τους είπαμε τα νέα. Ο Νώλης μας κοίταζε όλους στη σειρά και είπε:

- Κάποιος από μας πρόδωσε.

Κοιταχτήκαμε όλοι και δε βγάλαμε μιλιά. Μονάχα η Άρτεμη μίλησε:

- Τρίχα τρίχα θα της βγάλω το μαλλί.

Γιατί, βέβαια, όλοι το ξέραμε, πως ποιος άλλος από την Πιπίτσα θα μπορούσε να προδώσει; Είπαμε τότε να τη θάψουμε μέσα στην καυτή άμμο, η να τη βάλουμε στη βαρέλα, να την καρφώσουμε από πάνω και να την αφήσουμε να πλέει, να πλέει, ώσπου να χαθεί στο πέλαγος. Μα ο Νώλης λέει, πως πρέπει να μάθουμε πρώτα σίγουρα, αν το είπε αυτή. Η Μυρτώ έφυγε να τη φωνάξει, πως θα πάμε, τάχα, να μαζέψουμε καβούρια. Σαν έφυγε, η Άρτεμη, η Αυγή κι εγώ βάλαμε τα κλάματα, δίχως να ξέρουμε γιατί.

- Τι κλαίτε, μόμολα; έλεγε ο Νώλης, μα η φωνή του έτρεμε κι εκείνου.

———

Βαδίζαμε αμίλητοι πηγαίνοντας για τα καβούρια· μόνο η Πιπίτσα φλυαρούσε. Θα ζητούσε, λέει, από τον μπαμπά της άλλη μια βαρέλα, για να μην τσακωνόμαστε πιά ποιος θα πρωτόμπαινε μέσα και τότε θα μπορούσαμε να βγάλουμε την καινούρια «Δαβίδ Κόπερφηλδ», όπως ήθελα εγώ... Εμείς την αφήναμε να λέει, δύο ήθελε. Σαν φτάσαμε στο λιμανάκι, ο Νώλης κι η Μυρτώ την έπιασαν από τα δύο χέρια κι ο Νώλης την κοίταξε κατάματα.

- Μαρή, γιατί μαρτύρησες;

- Εγώ... τι είπα; τα 'χασε η Πιπίτσα κι άρχισε να ψελλίζει.

Φαίνεται της παρασφίξανε τα χέρια, γιατί ξεφώνισε:

- Θα το πω του μπαμπά τι μου κάνετε... Θα σας πάει όλους φυλακή...

- Τι μαρτύρησες για τα παιχνίδια μας; αγρίεψε η Μυρτώ.

- Είπα... είπα μόνο... δεν είπα τίποτα, κλαψούρισε εκείνη.

Όλοι το βλέπαμε, πως λέει ψέματα. Ήτανε ψεύτρα. Κι ας πήγαινε σχολείο κι ας είχε ο μπαμπάς της ένα σωρό αποθήκες δικές του. Τα παιδιά από τα τσαρδάκια δεν ξέρανε γράμματα, λέγανε, που και που, καμιά άσχημη λέξη, μα ψέματα κανείς τους δεν έλεγε!

Τότε θυμώσαμε τόσο πολύ όλοι μας, ως κι η μικρή Αυγή. Την κυλήσαμε κάτω κι αρχίσαμε να την κουκουλώνουμε με άμμο. Εκείνη τσίριζε, μα δεν μπορούσε να κουνήσει, γιατί ο Νώλης κι η Μυρτώ της κράταγαν σφιχτά τα χέρια και τα πόδια. Η Άρτεμη, η Αυγή κι εγώ ρίχναμε, όσο γρήγορα μπορούσαμε, με τις χούφτες την άμμο να τη θάψουμε. Η άμμος ζεμάταγε και ο ήλιος πύρωνε τα κεφάλια μας, μα μείς δε συλλογιόμασταν τίποτα άλλο, παρά πως ο Νίκος θα βρει τον μπελά του από τους μεγάλους και για όλα αυτά φταίει η Πιπίτσα, ο «μεγάλος μπελάς».

Μια σκιά ήρθε και στάθηκε πάνω από τα κεφάλια μας.

- Τι κάνετε εκεί!

Ήτανε ο Νίκος. Τράβηξε το Νώλη και τη Μυρτώ κι άρχισε να ξεθάβει την Πιπίτσα, που την είχαμε κάνει ένα μικρό βουναλάκι. Μόνο το κεφάλι της δεν είχαμε θάψει.

Ποτέ δεν είδαμε το Νίκο τόσο θυμωμένο... Δεν έβγαζε μιλιά. Σήκωσε την Πιπίτσα που μυξόκλαιγε, την ξέπλυνε με θάλασσα κι ύστερα μας κοίταξε έναν έναν όλους αυστηρά.

- Σαν δε ντρέπεστε! λέει στο τέλος.

- Εσύ δεν ξέρεις, Νίκο, γι' αυτό τα βάζεις μαζί μας, μίλησε πρώτα ο Νώλης.

- Ξέρω, απαντάει εκείνος.

Η Πιπίτσα άρχισε πάλι τους όρκους: «Να νεκροφιλήσω τη μαμά, δε θα το ξανακάνω». Κι άρχισε να λέει, χωρίς να τη ρωτήσει κανείς, πως της αγόρασαν ένα μπάνιο για την κούκλα με αληθινό ντεπόζιτο για το νερό, πως της έταξαν και πιανάκι παιχνίδι με ουρά, φτάνει μονάχα να διηγιόταν τι μας έλεγε ο Νίκος και τι παίζαμε στα παιχνίδια μας. Μα να μην τη θάψουμε και δε θα ξαναπεί τίποτα πιά, ακόμα και ποδήλατο να της τάξουν.

Ο Νίκος όμως το ίδιο, δε θύμωνε με την Πιπίτσα, που ήτανε προδότρα και ψεύτρα, αλλά τα 'βαζε μαζί μας.

- Ακούς εκεί να θέλετε να θάψετε άνθρωπο! Έτσι οι φασίστες μόνο κάνουν!

Στο γυρισμό για το σπίτι κλαίγαμε σ' όλο το δρόμο, ως κι ο Νώλης ακόμα.

Το μεσημέρι μήτε να φάμε θέλαμε, παρόλο που εκτός από τις ντομάτες είχε και σαλιγκάρια, που η Μυρτώ κι εγώ τρελαινόμαστε. Μα κι οι μεγάλοι δεν είχανε πολύ όρεξη και κανένας τους δε μιλούσε. Τέλος, μίλησε η θεία Δέσποινα:

- Πότε αποφάσισες να φύγεις; ρώτησε το Νίκο.

- Μεθαύριο με το «Φρίντων», απάντησε κείνος.

Να φύγει ο Νίκος! Η Μυρτώ μου κλότσησε το πόδι κάτω από το τραπέζι. Ήτανε το σύνθημά μας. Τελειώσαμε γρήγορα γρήγορα το φρούτο μας και σηκωθήκαμε από το τραπέζι.

- Μην ετοιμάζεστε να πάτε στην κουζίνα, μας πρόλαβε η θεία Δέσποινα. Η Σταματίνα δεν ξέρει τίποτα περισσότερα να σας πει.

Μαρμαρώσαμε. Ο παππούς κι ο Νίκος βάλανε τα γέλια.

- Μύτη που την έχει η θεία Δέσποινα! λέει ο παππούς. Αμέσως το κατάλαβε για που τραβάτε.

Εμείς ξαλαφρώσαμε που γέλασε ο Νίκος, γιατί πολύ είχαμε στεναχωρηθεί, που ίσαμε τώρα ούτε μια κουβέντα δε μας είχε πει.

- Το καπλάνι, λέει ο Νίκος, άνοιξε για καλά το μαύρο του μάτι, γι' αυτό φεύγω.

- Σε παρακαλώ, Νίκο, νεύριασε η θεία Δέσποινα, να μην ξανακούσω γι' αυτό το ζωντανό.

Ο Νίκος γέλασε τότε για τα καλά.

- Μπας και πίστεψες κι εσύ, θείτσα, πως το καπλάνι σου ζωντανεύει τις νύχτες;

- Αδιόρθωτος είσαι, τον μάλωσε κείνη πιο μαλακωμένα.


5.2 Παράξενα πράγματα... 5.2 Stranger things... 5.2 Coisas estranhas...

Είναι όμορφα το καλοκαίρι στο Λαμαγάρι, με τα παιδιά και το Νίκο. Summer is beautiful in Lamagari, with the children and Niko.

- ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ! Γιατί μένουμε στο Λαμαγάρι, στο πιο όμορφο μέρος της γης! Because we live in Lamagari, in the most beautiful place on earth!

Την άλλη όμως μέρα όλα έγιναν ΛΥ-ΠΟ. But the next day, everything was OK.

Το κακό άρχισε την Κυριακή το πρωί. The bad thing started on Sunday morning. Παρόλο που νομίζαμε πως θα πήγαινε καλά η μέρα, γιατί δεν είχε έρθει η μαμά κι ο μπαμπάς στο Λαμαγάρι και δεν είχανε την απελπισία μας. Even though we thought the day would go well, because mom and dad hadn't come to Lamagari and they didn't have our despair. Ο Νίκος έφυγε πρωί για τη χώρα. Nikos left for the country in the morning. Όχι για την αρραβωνιαστικιά του. Not for his fiancee. Τώρα ξέραμε που πήγε. Now we knew where he went. Πήγανε μαζί με τον Οδυσσέα στην πόλη να δούνε τον πατέρα του στη φυλακή. They went with Odysseus to the city to see his father in prison. Η Σταματίνα, από το Σάββατο το βράδυ, έψηνε κουλουράκια και τυρόπιτες να του τα πάνε. Since Saturday night, Stamatina has been baking cookies and cheese pies for him. Η θεία Δέσποινα ήταν όλο γκρίνια, γιατί δεν είχε προλάβει η Σταματίνα να πλύνει τις βεράντες. Aunt Despina was all moaning, because Stamatina hadn't had time to wash the verandas. Εμείς πήγαμε στο τσαρδάκι της Άρτεμης. We went to the tsardaki of Artemis.

- Ελάτε, μαρή, να με βοηθήσετε, που θα βάλω μπουγάδα! - Come, mary, help me, where I will put laundry! είπε σε μένα και τη Μυρτώ. he said to me and Myrto. Όχι που νιώθετε τίποτε από πλύσιμο, μα να... θα μου κάνετε παρέα και δε θα βαριέμαι. Not that you feel anything about washing, but... you'll keep me company and I won't be bored.

Εγώ πήρα το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» να διαβάσω της Άρτεμης την ώρα που θα πλένει και η Μυρτώ φορτώθηκε ένα καλαθάκι μπούκνες, γιατί η Άρτεμη τρελαίνεται γι' αυτές και γύρω στο τσαρδάκι τους δεν έχουνε μήτε ένα δέντρο. I took "David Copperfield" to read to Artemis while she was doing the laundry and Myrto was loaded with a basket of poppies, because Artemis is crazy about them and they don't even have a tree around their garden. Μόνο βράχια και άμμος. Only rocks and sand. Οι μπούκνες δε φυτρώνουνε σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας, ίσως και πουθενά σ' ολόκληρη τη γη, μονάχα στο Λαμαγάρι. Bouknes do not grow in any other part of Greece, perhaps nowhere in the whole earth, only in Lamagari. Μοιάζουνε με σύκα, μα είναι πιο μεγάλες και το σχήμα τους είναι μακρουλό. They look like figs, but they are bigger and their shape is oblong. Άμα τις μαζέψεις τα χαράματα είναι κρύες κρύες από τη δροσιά και μένουν έτσι δροσερές όλη μέρα. If you collect them in the morning they are cold, cold from the dew and thus stay cool all day. Είναι γλύκες, συροπάτες και μόλις πας να βγάλεις το φλούδι, έρχεται μια δυνατή κι όμορφη μυρωδιά. They are sweet, syrupy and as soon as you go to remove the skin, a strong and beautiful smell comes.

- Αν με καλέσουν να γίνω βασίλισσα της Αγγλίας, λέει η Άρτεμη, δε θα πάω, γιατί εκεί δεν έχει μπούκνες... - If they call me to be queen of England, says Artemis, I won't go, because there are no bosoms there...

Εμείς δεν μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε στην μπουγάδα, μόνο την κοιτάζαμε, απορημένες, με τι γρηγοράδα έτριβε το κάθε ρούχο και το 'κανε άσπρο σαν χαρτί. We couldn't help her with the laundry, we just looked at her, amazed, with how quickly she rubbed each item of clothing and made it white as paper. Το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» ούτε πρόλαβα να τον ανοίξω. "David Copperfield" I didn't even have time to open it. Η Άρτεμη δεν ήξερε να διαβάζει, μα γνώρισε το βιβλίο από το εξώφυλλο. Artemis didn't know how to read, but she recognized the book by its cover.

- Να χαρείς, Μέλια, λέει, μη μου διαβάσεις λυπητερά πράγματα, γιατί θα παρατήσω την μπουγάδα και θα βάλω τα κλάματα. - Be happy, Melia, he says, don't read sad things to me, because I will give up the laundry and start crying.

Μετά, πήραμε όλες μαζί τα ρούχα και πήγαμε να τ' απλώσουμε πάνω στα βράχια να στεγνώσουν. Then, we all took the clothes together and went to spread them out on the rocks to dry.

- Δεν ακούτε; λέει η Άρτεμη και στήνει τ' αυτί της κατά τη θάλασσα. - Can't you hear? says Artemis and puts her ear to the sea.

Σε λίγο, ο θόρυβος ξεκαθαρίστηκε και φάνηκε μια ατμάκατος, που έσχιζε με φόρα το νερό. After a while, the noise cleared and a puff of steam was seen, tearing through the water. Σαν έφτασε πιο κοντά είδαμε πως μέσα ήτανε ο δεσπότης, ο νομάρχης κι ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. When he got closer we saw that inside were the despot, the prefect and Amstradam Pikipikiram.

- Γι' αυτό γλιτώσαμε από την Πιπίτσα, λέει η Μυρτώ. - That's why we escaped from Pipitsa, says Myrto. Περιμένουνε επισκέψεις. Visits are expected.

Η ατμάκατος, αντί να τραβήξει προς το μουράγιο, ερχόταν προς εμάς και πέρασε κοντά απ' τα βραχάκια όπου στεκόμαστε. The steamer, instead of pulling towards the moor, was coming towards us and passed close to the rocks where we are standing.

- Τρεχάτε να ειδοποιήσετε τη θεία σας, πως ερχόμαστε να τη δούμε, μας φώναξε ο νομάρχης. - Run to notify your aunt that we are coming to see her, the prefect called us.

Η ατμάκατος τράβηξε κατά το μουράγιο κι εγώ με τη Μυρτώ το βάλαμε στα πόδια, να προλάβουμε το νέο στη θεία Δέσποινα. The steamer pulled towards the bridge and Myrto and I set off to catch the news to Aunt Despina.

- Να γυρίσετε γρήγορααααα! - Come back quickly! φτάνει η φωνή της Άρτεμης στ' αυτιά μας.

Βρήκαμε τη θεία Δέσποινα στην κουζίνα. Ήτανε με τη ρόμπα του σπιτιού κι έφτιαχνε με τη Σταματίνα ντομάτες γεμιστές. He was in his house robe and was making stuffed tomatoes with Stamatina. Μόλις της είπαμε για τις επισκέψεις, τα 'χασε και στριφογύριζε στην κουζίνα, με μια ντομάτα στο χέρι. As soon as we told her about the visits, she lost it and was twirling around the kitchen, a tomato in hand. Ύστερα, φώναξε να της φέρουμε το φουστάνι της και τα καλά της παπούτσια. Then she called for her dress and good shoes to be brought to her.

Ο παππούς, που καθότανε στη βεράντα κι είχε απλώσει σ' ένα τραπεζάκι τους αρχαίους του, σηκώθηκε αμέσως να πάει στο πάνω πάτωμα. The grandfather, who was sitting on the veranda and had spread his ancients on a small table, immediately got up to go to the upper floor.

- Περίεργο, λέει. - Strange, he says. Τι να θέλουνε πρωινιάτικα; What do they want for breakfast?

- Για καλό δε θα 'ρχονται, μουρμουρίζει η Σταματίνα. - For good they won't come, mutters Stamatina.

- Μη λες ανοησίες! - Don't talk nonsense! την κόβει η θεία Δέσποινα. Aunt Despina cuts her off. Θα ήρθανε να δούνε τις αποθήκες του. They would come to see his warehouses.

Τα βήματά τους ακούστηκαν πιά στις πλάκες της αυλής κι η θεία Δέσποινα βγήκε στην πόρτα να τους καλωσορίσει. Their steps were now heard on the slabs of the yard and Aunt Despina came out to the door to welcome them.

Η Μυρτώ κι εγώ πεθαίνουμε από περιέργεια. Myrto and I are dying of curiosity. Τι να θένε άραγε Κυριακάτικα; Στο Λαμαγάρι έρχονται πολύ σπάνια κι αν έρθουν, πάνε στο σπίτι της Πιπίτσας. What about Sundays? They come to Lamagari very rarely and if they do, they go to Pipitsa's house.

Να κρυφακούσει κανείς, το ξέρουμε, είναι πολύ άσχημο, μα πάλι να 'ρχονται τέτοιες επισκέψεις πρωί πρωί, δε γίνεται κάθε μέρα. For someone to eavesdrop, we know, it's very bad, but again, for such visits to come in the morning, it doesn't happen every day. Ακόμα και ο Πικιπικιράμ, που δεν έχει καν αποθήκες στο Λαμαγάρι. Even Pikipikiram, which doesn't even have warehouses in Lamagari.

Μείναμε στην κουζίνα να βοηθήσουμε τη Σταματίνα να γεμίσει τις ντομάτες, γιατί ξέραμε, πως οι επισκέψεις θα καθίσουν στην πίσω αυλή, που είχε δροσιά κι εκεί, απ' το παράθυρο της κουζίνας ακούγονται όλα. We stayed in the kitchen to help Stamatina fill the tomatoes, because we knew that the visitors would sit in the backyard, which was cool there too, from the kitchen window you can hear everything. Στην αρχή λέγανε για τη ζέστη που έχει στη χώρα, για τη δροσιά που έχει στο Λαμαγάρι - παινεύσανε τη θεία Δέσποινα, για την κληματαριά που έχει φουντώσει και σκέπασε όλη την αυλή, σαν τέντα. At first they talked about the heat in the country, about the coolness in Lamagari - they praised Aunt Despina, about the vine that has blown up and covered the whole yard, like an awning. Κι όταν, πιά, είχαμε γεμίσει από τρεις ντομάτες η καθεμιά, μίλησε ο δεσπότης. And when, now, we were filled with three tomatoes each, the despot spoke. Είπε για το καπλάνι!!! He said about the goat!!! Είπε πως τα ξέρουν όλα: Τι κρύβεται πίσω από το καπλάνι! He said that they know everything: What is hidden behind the kaplani!

Μετά συνέχισαν ο νομάρχης κι ο Αμστραντάμ Πικιπικιράμ και είπαν ένα ένα για όλα τα παιχνίδια μας: για το πως γίνεται το χαρτί και το γυαλί. Then the prefect and Amstradam Pikipikiram continued and told one by one about all our toys: about how paper and glass are made. («Ακούς εκεί! ("Are you listening there! λέει ο νομάρχης. says the prefect. Είχαν βλέπεις ανάγκη τα χωριατόπουλά να ξέρουν πως γίνεται το γυαλί και το χαρτί»). They saw the need for village children to know how to make glass and paper"). Είπαν, ακόμα, για τη Μεγάλη Άρκτο και τον κομήτη και τέλος για την Ισπανία. They also said about the Great Bear and the comet and finally about Spain. Που πάει κι έρχεται το καπλάνι και φέρνει νέα... Μα κείνοι θα μάθουνε ποιο είναι αυτό το καπλάνι και… Where does the goat come and go and bring news... But they will find out who this goat is and...

- Να του πείτε να μαζευτεί, κυρία Δέσποινα, γιατί σε λίγο καιρό θ' αναγκαστούμε να πάρουμε μέτρα εμείς. - Tell him to pull himself together, Mrs. Despina, because in a short time we will be forced to take measures ourselves.

- Τα καπλάνι! - The goats! ψιθυρίζω απορεμένα. I whisper absentmindedly.

- Αχ , ο Νίκος, κουτό, λέει η Σταματίνα. - Ah, Nikos, lame, says Stamatina.

- Ο Νίκος!! !

Το τι έγινε, σα φύγανε οι επισκέψεις, δεν περιγράφεται. What happened, how the visits left, cannot be described. Η θεία Δέσποινα μισολιποθύμησε, η Σταματίνα την έτριβε με κολόνια, κατέβηκε ο παππούς, του τα 'λεγε η Σταματίνα: Πως ο τράγος (ο δεσπότης) τα 'βαλε με το βαλσαμωμένο καπλάνι της βιτρίνας. Aunt Despina fainted, Stamatina rubbed her with cologne, the grandfather came down, Stamatina told him: How the goat (the despot) messed with the embalmed chaplain in the showcase. Ο παππούς δεν πολυκαταλάβαινε, η θεία Δέσποινα αναστέναζε: Grandpa didn't understand much, Aunt Despina sighed:

- Αχ, μας άναψε φωτιές! - Ah, he lit us on fire! Αχ, θα το φάει το κεφάλι του! Ah, he will eat his head! Αχ , η μάνα του η κακομοίρα! Ah, his mother the bad luck!

Άρχισαν πάλι οι μεγάλοι τα πολύ παράξενά τους. The adults started their very strange things again. Η Μυρτώ κι εγώ, όμως, ένα καταλάβαμε: Που έμαθε ο δεσπότης κι ο νομάρχης κι ο Πικιπικιράμ για τα παιχνίδια μας; Myrto and I, however, understood one thing: Where did the despot and the prefect and Pikipikiram learn about our games?

Βγήκαμε τρεχάτες από το σπίτι, Πήγαμε στ' αμπέλι του παππού κι η Μυρτώ άρχισε να κάνει το τζιτζίκι. We ran out of the house, We went to the grandfather's vineyard and Myrto started making the cicada. Αυτό ήτανε το σύνθημά μας. That was our motto. Σε λίγο έφτασε ο Νώλης, η Άρτεμη και η μικρούλα Αυγή. Soon Nolis, Artemis and little Avgi arrived. Τους είπαμε τα νέα. We told them the news. Ο Νώλης μας κοίταζε όλους στη σειρά και είπε: Nolis looked at all of us in line and said:

- Κάποιος από μας πρόδωσε. - Someone betrayed us.

Κοιταχτήκαμε όλοι και δε βγάλαμε μιλιά. We all looked at each other and didn't say a word. Μονάχα η Άρτεμη μίλησε: Only Artemis spoke:

- Τρίχα τρίχα θα της βγάλω το μαλλί. - Hair by hair I will pull out her hair.

Γιατί, βέβαια, όλοι το ξέραμε, πως ποιος άλλος από την Πιπίτσα θα μπορούσε να προδώσει; Είπαμε τότε να τη θάψουμε μέσα στην καυτή άμμο, η να τη βάλουμε στη βαρέλα, να την καρφώσουμε από πάνω και να την αφήσουμε να πλέει, να πλέει, ώσπου να χαθεί στο πέλαγος. Because, of course, we all knew it, that who else but Pipitsa could betray? We said then to bury her in the hot sand, or put her in the barrel, nail her on top and let her sail, sail, until she is lost in the sea. Μα ο Νώλης λέει, πως πρέπει να μάθουμε πρώτα σίγουρα, αν το είπε αυτή. But Nolis says that we must first find out for sure if she said it. Η Μυρτώ έφυγε να τη φωνάξει, πως θα πάμε, τάχα, να μαζέψουμε καβούρια. Myrto left to call her, how are we going to collect crabs? Σαν έφυγε, η Άρτεμη, η Αυγή κι εγώ βάλαμε τα κλάματα, δίχως να ξέρουμε γιατί. As soon as he left, Artemis, Avgi and I started crying, without knowing why.

- Τι κλαίτε, μόμολα; έλεγε ο Νώλης, μα η φωνή του έτρεμε κι εκείνου. - What are you crying, momola? Nolis said, but his voice was shaking too.

———

Βαδίζαμε αμίλητοι πηγαίνοντας για τα καβούρια· μόνο η Πιπίτσα φλυαρούσε. We walked in silence on our way to the crabs; only Pipitsa chattered. Θα ζητούσε, λέει, από τον μπαμπά της άλλη μια βαρέλα, για να μην τσακωνόμαστε πιά ποιος θα πρωτόμπαινε μέσα και τότε θα μπορούσαμε να βγάλουμε την καινούρια «Δαβίδ Κόπερφηλδ», όπως ήθελα εγώ... Εμείς την αφήναμε να λέει, δύο ήθελε. She would, she says, ask her dad for another barrel, so that we would no longer fight over who would get in first and then we could produce the new "David Copperfield", as I wanted... We let her say, she wanted two. Σαν φτάσαμε στο λιμανάκι, ο Νώλης κι η Μυρτώ την έπιασαν από τα δύο χέρια κι ο Νώλης την κοίταξε κατάματα. When we arrived at the small port, Nolis and Myrto took her by both hands and Nolis looked at her.

- Μαρή, γιατί μαρτύρησες; - Mary, why did you testify?

- Εγώ... τι είπα; τα 'χασε η Πιπίτσα κι άρχισε να ψελλίζει. - I... what did I say? Pipitsa lost it and started babbling.

Φαίνεται της παρασφίξανε τα χέρια, γιατί ξεφώνισε: It seems that her hands were tightened, because she exclaimed:

- Θα το πω του μπαμπά τι μου κάνετε... Θα σας πάει όλους φυλακή... - I'll tell dad what you're doing to me... He'll take you all to jail...

- Τι μαρτύρησες για τα παιχνίδια μας; αγρίεψε η Μυρτώ. - What have you told about our games?" said Myrtle fiercely.

- Είπα... είπα μόνο... δεν είπα τίποτα, κλαψούρισε εκείνη. - I said... I just said... I didn't say anything, she whimpered.

Όλοι το βλέπαμε, πως λέει ψέματα. We all saw that he was lying. Ήτανε ψεύτρα. They were liars. Κι ας πήγαινε σχολείο κι ας είχε ο μπαμπάς της ένα σωρό αποθήκες δικές του. Even if she went to school and her dad had a bunch of warehouses of his own. Τα παιδιά από τα τσαρδάκια δεν ξέρανε γράμματα, λέγανε, που και που, καμιά άσχημη λέξη, μα ψέματα κανείς τους δεν έλεγε! The children from the tsardakis didn't know any letters, they said, now and then, some bad words, but none of them told lies!

Τότε θυμώσαμε τόσο πολύ όλοι μας, ως κι η μικρή Αυγή. Then we all got so angry, as well as little Avgi. Την κυλήσαμε κάτω κι αρχίσαμε να την κουκουλώνουμε με άμμο. We rolled her down and started covering her with sand. Εκείνη τσίριζε, μα δεν μπορούσε να κουνήσει, γιατί ο Νώλης κι η Μυρτώ της κράταγαν σφιχτά τα χέρια και τα πόδια. She was screaming, but she couldn't move, because Nolis and Myrto were holding her arms and legs tightly. Η Άρτεμη, η Αυγή κι εγώ ρίχναμε, όσο γρήγορα μπορούσαμε, με τις χούφτες την άμμο να τη θάψουμε. Artemis, Avgi and I threw, as fast as we could, handfuls of sand to bury her. Η άμμος ζεμάταγε και ο ήλιος πύρωνε τα κεφάλια μας, μα μείς δε συλλογιόμασταν τίποτα άλλο, παρά πως ο Νίκος θα βρει τον μπελά του από τους μεγάλους και για όλα αυτά φταίει η Πιπίτσα, ο «μεγάλος μπελάς». The sand was scorching and the sun was burning our heads, but we couldn't think of anything else, except that Nikos will find his trouble among the big ones and for all this Pipitsa, the "big trouble", is to blame.

Μια σκιά ήρθε και στάθηκε πάνω από τα κεφάλια μας. A shadow came and stood over our heads.

- Τι κάνετε εκεί!

Ήτανε ο Νίκος. Τράβηξε το Νώλη και τη Μυρτώ κι άρχισε να ξεθάβει την Πιπίτσα, που την είχαμε κάνει ένα μικρό βουναλάκι. He pulled Noli and Myrto and began to dig up Pipitsa, which we had made into a small mountain. Μόνο το κεφάλι της δεν είχαμε θάψει. Only her head we hadn't buried.

Ποτέ δεν είδαμε το Νίκο τόσο θυμωμένο... Δεν έβγαζε μιλιά. We have never seen Niko so angry... He was speechless. Σήκωσε την Πιπίτσα που μυξόκλαιγε, την ξέπλυνε με θάλασσα κι ύστερα μας κοίταξε έναν έναν όλους αυστηρά. He picked up the sobbing Pipitsa, washed her with sea water and then looked at us all sternly.

- Σαν δε ντρέπεστε! - As if you are not ashamed! λέει στο τέλος. he says at the end.

- Εσύ δεν ξέρεις, Νίκο, γι' αυτό τα βάζεις μαζί μας, μίλησε πρώτα ο Νώλης. - You don't know, Nikos, that's why you mess with us, Nolis spoke first.

- Ξέρω, απαντάει εκείνος. - I know, he answers.

Η Πιπίτσα άρχισε πάλι τους όρκους: «Να νεκροφιλήσω τη μαμά, δε θα το ξανακάνω». Pipitsa began the vows again: "To necrophilia my mother, I will not do it again." Κι άρχισε να λέει, χωρίς να τη ρωτήσει κανείς, πως της αγόρασαν ένα μπάνιο για την κούκλα με αληθινό ντεπόζιτο για το νερό, πως της έταξαν και πιανάκι παιχνίδι με ουρά, φτάνει μονάχα να διηγιόταν τι μας έλεγε ο Νίκος και τι παίζαμε στα παιχνίδια μας. And she began to say, without anyone asking her, how they bought her a bath for the doll with a real tank for the water, how they also ordered her a toy piano with a tail, she just had to tell us what Nikos told us and what we played in our games . Μα να μην τη θάψουμε και δε θα ξαναπεί τίποτα πιά, ακόμα και ποδήλατο να της τάξουν. But let's not bury her and she won't say anything again, even if they give her a bicycle.

Ο Νίκος όμως το ίδιο, δε θύμωνε με την Πιπίτσα, που ήτανε προδότρα και ψεύτρα, αλλά τα 'βαζε μαζί μας.

- Ακούς εκεί να θέλετε να θάψετε άνθρωπο! - You hear that you want to bury a person! Έτσι οι φασίστες μόνο κάνουν! That's what fascists do!

Στο γυρισμό για το σπίτι κλαίγαμε σ' όλο το δρόμο, ως κι ο Νώλης ακόμα. On the way home we cried all the way, as did Nolis.

Το μεσημέρι μήτε να φάμε θέλαμε, παρόλο που εκτός από τις ντομάτες είχε και σαλιγκάρια, που η Μυρτώ κι εγώ τρελαινόμαστε. At noon we didn't want to eat, even though besides the tomatoes there were also snails, which Myrto and I are crazy about. Μα κι οι μεγάλοι δεν είχανε πολύ όρεξη και κανένας τους δε μιλούσε. But the adults didn't have much appetite either and no one spoke to them. Τέλος, μίλησε η θεία Δέσποινα: Finally, Aunt Despina spoke:

- Πότε αποφάσισες να φύγεις; ρώτησε το Νίκο. - When did you decide to leave? asked Nico.

- Μεθαύριο με το «Φρίντων», απάντησε κείνος. - The day after tomorrow with "Frinton", he answered.

Να φύγει ο Νίκος! Let Nikos go! Η Μυρτώ μου κλότσησε το πόδι κάτω από το τραπέζι. Myrto kicked my leg under the table. Ήτανε το σύνθημά μας. It was our motto. Τελειώσαμε γρήγορα γρήγορα το φρούτο μας και σηκωθήκαμε από το τραπέζι. We quickly finished our fruit and got up from the table.

- Μην ετοιμάζεστε να πάτε στην κουζίνα, μας πρόλαβε η θεία Δέσποινα. - Don't get ready to go to the kitchen, Aunt Despina caught up with us. Η Σταματίνα δεν ξέρει τίποτα περισσότερα να σας πει. Stamatina knows nothing more to tell you.

Μαρμαρώσαμε. Ο παππούς κι ο Νίκος βάλανε τα γέλια. Grandpa and Nikos laughed.

- Μύτη που την έχει η θεία Δέσποινα! - Aunt Despina's nose! λέει ο παππούς. Αμέσως το κατάλαβε για που τραβάτε. He immediately understood where you were going.

Εμείς ξαλαφρώσαμε που γέλασε ο Νίκος, γιατί πολύ είχαμε στεναχωρηθεί, που ίσαμε τώρα ούτε μια κουβέντα δε μας είχε πει. We were relieved that Nikos laughed, because we were very sad, that he hadn't said a single word to us.

- Το καπλάνι, λέει ο Νίκος, άνοιξε για καλά το μαύρο του μάτι, γι' αυτό φεύγω. - The chaplain, says Nikos, opened his black eye for good, that's why I'm leaving.

- Σε παρακαλώ, Νίκο, νεύριασε η θεία Δέσποινα, να μην ξανακούσω γι' αυτό το ζωντανό. - Please, Niko, aunt Despina got nervous, never to hear about this living thing again.

Ο Νίκος γέλασε τότε για τα καλά. Nikos then laughed out loud.

- Μπας και πίστεψες κι εσύ, θείτσα, πως το καπλάνι σου ζωντανεύει τις νύχτες; - Did you also believe, aunt, that your goat comes to life at night?

- Αδιόρθωτος είσαι, τον μάλωσε κείνη πιο μαλακωμένα. - You are incorrigible, she scolded him more softly.