×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1)

Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1)

Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ

Τρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες και παρακόρες, καθισμένοι όλοι στο γύρο, κοίταζαν, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα στραβομούτσουνα και τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ένας τζοτζές κοντός, καμπούρης και στραβοκάνης.

Πλάγι στο παράθυρο στέκουνταν το Βασιλόπουλο που κουβέντιαζε με την Ειρηνούλα, και της έλεγε τις ομορφιές του δάσους που είχε πάγει το απόγευμα.

Οι φωνές των άλλων, σαν μπήκε ο Πανουργάκος, διέκοψαν την κουβέντα τους, και τα δυο αδέλφια γύρισαν ξαφνισμένα.

Ο αρχικαγκελάριος άνοιξε με υπερηφάνεια το σακούλι του, και από μέσα έβγαλε δυο κότες ψημένες, τρεις μποτίλιες κρασί, ένα μεγάλο παστίτσιο, κι ένα καλάθι κατακόκκινες φράουλες.

- Τα έφερα, Αφέντη μου, από τον Άρχοντα εξάδελφο σου, αποκρίθηκε στα ρωτήματα του Βασιλιά.

- Γεια σου, καλέ μου Πανουργάκο! είπε ο Αστόχαστος. Αύριο θύμισε μου να σου δώσω το Διαμαντοστόλιστο Μεγαλόσταυρο της Αχαλίνωτου Αφοσιώσεως, γιατί σου αξίζει.

- Δεν έχει πια κανένα παράσημο στο σεντούκι, είπε με δισταγμό ο αρχικαγκελάριος.

- Δεν έχει;… Χμ… Δεν πειράζει, σου δίνω το δίπλωμα του

Ο Πανουργάκος έριξε πάλι μια ματιά στα πετράδια της κορώνας, σούφρωσε τα χείλια του κι ετοιμάζουνταν ν' απαντήσει. Μα το Βασιλόπουλο τον πρόλαβε και είπε του πατέρα του:

- Βασιλιά μου και πατέρα μου, ο άνθρωπος αυτός λέγει ψέματα. Βέβαια δεν πήγε στου Άρχοντα εξαδέλφου μας. Πότε πρόφθασε κιόλα; Χρειάζεται δυο μέρες να πάγει και άλλες τόσες να γυρίσει. Ρώτησε τον πού βρήκε αυτά τα φαγιά, και, ώσπου να το μάθεις, να μη φάγει κανείς τίποτα! πρόσθεσε πιάνοντας το χέρι της Ζήλιως, την ώρα που ετοιμάζουνταν να βουτήσει το δάχτυλο της στο παστίτσιο.

Ο Βασιλιάς κοντοστάθηκε.

- Αλήθεια; Θέλεις δυο μέρες να πας στου Άρχοντα εξαδέλφου μου; ρώτησε τον Πανουργάκο.

Αυτός τα έχασε, άρχισε κάτι εξηγήσεις, μπερδεύτηκε και σταμάτησε.

- Πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, τα φαγιά αυτά είναι κλεμμένα. Και σου ζητώ σα χάρη να υποχρεώσεις αυτόν να τα γυρίσει εκεί που τα πήρε

Ο Βασιλιάς έσπρωξε νευρικά την κορώνα ως πίσω κι έτριψε το μέτωπο του με το χτένι του χεριού του. Η ιδέα να χάσει το φαγί του δεν του ήρχουνταν καθόλου.

- Μα πού ξέρεις εσύ πόσον καιρό χρειάζεται κανείς να πάγει στο βασίλειο του εξαδέλφου μας; ρώτησε στενοχωρεμένος.

- Μ' έστειλες εκεί μια φορά, για να ζητήσω φλουριά. Το ξέχασες, πατέρα; Εγώ το θυμούμαι! αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Έκανα δυο μέρες να πάγω, και άλλες δυο να γυρίσω. Και τέσσερεις μέρες περίμενα εκεί, ώσπου να δω τον Άρχοντα του τόπου. Γιατί ο εξάδελφος Βασιλιάς δε δέχεται ζητιάνους, παρά μόνο σαν του έλθει το κέφι.

Το υπερήφανο ύφος του γιου του άρχισε να θυμώνει το Βασιλιά.

- Εσύ πήγες πεζή Ο Πανουργάκος θα πήρε άλογο, είπε απότομα.

- Δρόμος δεν υπάρχει, και από τους βράχους άλογο δεν περνά. Μα κι αν είχε δρόμο, πάλι δε θα πρόφθαινε.

- Με σκότισες! φώναξε ο Βασιλιάς. Επιτέλους πες πως πέταξε και μη με ζαλίζεις πια, ειδεμή σε χώνω στη φυλακή και ας πα να 'σαι ο αυριανός Βασιλιάς. Και κάθησε στο φαγί, χωρίς να χάσει καιρό, μαζί με τις γυναίκες, τον Πανουργάκο και τον Τζοτζέ, που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα, κουδουνίζοντας τα κυπριά της παρδαλής του φορεσιάς.

Το Βασιλόπουλο άρπαξε το χέρι της Ειρηνούλας.

- Έλα μαζί μου, είπε, θα σκάσω εδώ μέσα!

Βγήκαν έξω μαζί, και σιωπηλά, με δυσκολία, σκοντάφτοντας στα σκοτεινά, κατέβηκαν το βουνό.

Στον κάμπο σταμάτησε η Ειρηνούλα.

- Πού πάμε; ρώτησε

- Όπου και αν είναι, μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα!

- Θέλεις να εκπατριστείς;

- Ναι! ναι! ναι! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω!

Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε.

Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της. Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της.

Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα.

Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας. Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της.

Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά.

Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε.

- Ναι! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! του είπε.

Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του.

Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα.

- Δεν μπορώ πια! μουρμούρισε.

- Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι.

Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του. Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως

Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του.

- Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! της φώναξε. Έλα! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν.

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι. Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.

- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.

- Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο.

Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν.

- Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε.

Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Η γριά το κούνησε λαφριά.

- Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.

Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια. Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της.

Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά.

- Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου Πας μακριά;

- Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά.

- Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά.

Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού.

- Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο.

Μα η γριά χαμογέλασε μόνο.

- Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε.

Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα.

Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά

- Κρίμα!… Κρίμα!… Κρίμα!…

Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά;

Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε.

Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα.

- Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. Είναι τόσο όμορφα έξω!

Στο περιβολάκι η κυρα-Φρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα. Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια. - Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιουν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Καθήστε, αρχοντόπουλα μου. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας.

Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή

- Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά;

Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι.

- Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα. Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί.

- Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά;

Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:

- Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του. Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.

- Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.

- Σε ξέρει η μάνα μου Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.

- Και γιατί φύγατε;

- Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. Φύγαμε από το παλάτι και καθήσαμε σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά.

- Κι εμείς να έλθομε δω! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα!

- Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση.

- Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου

- Αχ, δεν μπορώ! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος…

- Διόρθωσε τον, αποκρίθηκε η κόρη.

- Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα.

Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη.

- Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε.

- Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού.

- Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες.

- Τι έχω;

- Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.

Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:

- Και τι μου χρησιμεύουν αυτά;

- Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου

- Μα πώς! Πώς!

- Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!… Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.

Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν.

Ύστερα είπε:

- Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο. Ευχαριστώ.

Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε.

- Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ.

Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε.

- Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. Είναι όμως πολύτιμο.

Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να καταλαβαίνει.

- Τι είναι αυτά; ρώτησε.

- Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση.

- Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει.

- Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω.

Κάθησε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες

Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία.

- Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! παρακάλεσε.

Πήρε τη βελόνα κι έραψε το φόρεμα της, ύστερα τα μεταξωτά της παπουτσάκια, και τα χρυσά κορδόνια που έδεναν τα πέδιλα του αδελφού της και που ήταν όλο κόμποι, ύστερα την παλιωμένη του τραχηλιά και τα σχισμένα ρούχα του.

Τόσο ωραία τα έραψε, που, αφού τελείωσε, της φάνηκαν όλα σαν καινούρια.

- Τι διασκεδαστικό που είναι! είπε μ' ενθουσιασμό. Εσύ, Γνώση, ράβεις πολύ;

- Ράβω σαν τελειώσω τις δουλειές μου.

- Κάνεις και άλλες δουλειές; Πες μου, τι;

- Όλες τις δουλειές του σπιτιού. Συγυρίζω, πλένω, μαγειρεύω, ζυμώνω, σκάβω το περιβόλι…

- Μπα! διέκοψε η Ειρηνούλα. Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά! Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας!

Η Γνώση γέλασε

- Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς; ρώτησε.

- Το ίδιο δεν κάνει;

- Όχι! Η ώρα πάντα περνά. Μ' αν κάνεις περιττά πράματα, τη σκορπάς· ενώ αν κάνεις δουλειές με σκοπό, τη μεταχειρίζεσαι. - Δεν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατέλειωτη!

- Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση. Σε τι καταγίνεσαι όλη μέρα;

- Σε τίποτα! Σε τι μπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγί- νεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα.

- Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα.

- Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί.

- Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπημένη η Γνώση. Και ο τόπος σου κουτσοζεί


Γ'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1) Γ'. IN THE POORHOUSE OF MRS. JOY (1)

Γ'. C '. C'. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ IN THE POTASSIUM OF KYRA-BACKGROUND EN LOS POBRES DE KYRA-FRONISI

Τρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες και παρακόρες, καθισμένοι όλοι στο γύρο, κοίταζαν, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα στραβομούτσουνα και τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ένας τζοτζές κοντός, καμπούρης και στραβοκάνης. Panourgakos ran back to the palace and entered the room, where King, Queen, Vasilopoules and parakores, all sitting around, looked, laughing, the crooked and the caricatures made by a stubborn squirrel and a squirrel. Panourgakos corrió de regreso al palacio y entró en la habitación, donde el Rey, la Reina, Santa Claus y los parakores, todos sentados alrededor, miraban, riendo, el strabomoutsouna y el karagiozilikia hechos por un short y strabos kambos jotzis. Panourgakos a couru au palais et est entré dans la salle, où le roi, la reine, les pères Noël et les parakores, tous assis autour, regardaient en riant le strabomoutsouna et le karagiozilikia fait par un short et strabos kambos jotzis.

Πλάγι στο παράθυρο στέκουνταν το Βασιλόπουλο που κουβέντιαζε με την Ειρηνούλα, και της έλεγε τις ομορφιές του δάσους που είχε πάγει το απόγευμα. Next to the window stood Vasilopoulos who was chatting with Irinoula, and telling her the beauties of the forest that had frozen in the afternoon. Junto a la ventana estaba Vasilopoulos, que charlaba con Irinoula y le contaba las bellezas del bosque que se había congelado por la tarde. Sur le côté de la fenêtre se trouvait Vassilopoulos, qui parlait à Irenela, et elle lui racontait la beauté de la forêt qu'il avait traversée l'après-midi.

Οι φωνές των άλλων, σαν μπήκε ο Πανουργάκος, διέκοψαν την κουβέντα τους, και τα δυο αδέλφια γύρισαν ξαφνισμένα. Las voces de los demás, como si Panourgakos entrara, interrumpieron su conversación y los dos hermanos regresaron de repente. Les voix des autres, comme si Panourgakos entrait, interrompaient leur conversation et les deux frères se retournèrent brusquement.

Ο αρχικαγκελάριος άνοιξε με υπερηφάνεια το σακούλι του, και από μέσα έβγαλε δυο κότες ψημένες, τρεις μποτίλιες κρασί, ένα μεγάλο παστίτσιο, κι ένα καλάθι κατακόκκινες φράουλες. The chancellor proudly opened his bag, and took out two roasted hens, three bottles of wine, a large pasticcio, and a basket of crimson strawberries. El canciller abrió orgullosamente su bolsa y sacó dos gallinas asadas, tres botellas de vino, un gran pasticcio y una canasta de fresas carmesí. Le chancelier a ouvert fièrement son sac et a sorti de l'intérieur deux poules cuites au four, trois bouteilles de vin, un grand pain et un panier de fraises rouges.

- Τα έφερα, Αφέντη μου, από τον Άρχοντα εξάδελφο σου, αποκρίθηκε στα ρωτήματα του Βασιλιά. - Los traje, mi Maestro, de su primo Lord, respondió a las preguntas del Rey. - Je les ai apportés. Mon Maître, du cousin de votre Seigneur, répondit aux questions du roi

- Γεια σου, καλέ μου Πανουργάκο! - Hello, my dear Panourgako! - ¡Hola, mi querido Panourgako! - Bonjour, je m'appelle Panourgakos! είπε ο Αστόχαστος. said Astochastos. dijo Astochastos. dit Astostas. Αύριο θύμισε μου να σου δώσω το Διαμαντοστόλιστο Μεγαλόσταυρο της Αχαλίνωτου Αφοσιώσεως, γιατί σου αξίζει. Tomorrow he reminded me to give you the Diamond-bearing Grand Cross of the Achaemenid Dedication, because you deserve it. Mañana recuérdame darte la Gran Cruz de Diamante de la Dedicación Sin Restricciones, porque te la mereces. Demain, rappelle-moi de te donner la Grand Croix Diamantostasis de la dévotion imparable, parce que ça vaut le coup.

- Δεν έχει πια κανένα παράσημο στο σεντούκι, είπε με δισταγμό ο αρχικαγκελάριος. "He no longer has any badges on his chest," said the chief chancellor hesitantly. "Ya no tiene una medalla en el pecho", dijo vacilante el canciller. "Il n'a pas de billets sur le coffre", a déclaré le chef de la direction avec hésitation.

- Δεν έχει;… Χμ… Δεν πειράζει, σου δίνω το δίπλωμα του - Doesn't he… Hm… It doesn't matter, I give you his diploma - ¿No?… Hm… No importa, te doy su diploma

Ο Πανουργάκος έριξε πάλι μια ματιά στα πετράδια της κορώνας, σούφρωσε τα χείλια του κι ετοιμάζουνταν ν' απαντήσει. Panourgakos glanced again at the crown stones, pursed his lips and prepared to answer. Panourgakos volvió a mirar las gemas de la corona, frunció los labios y se preparó para responder. Μα το Βασιλόπουλο τον πρόλαβε και είπε του πατέρα του: But Vasilopoulos overtook him and said to his father: Pero Vasilopoulos lo alcanzó y le dijo a su padre:

- Βασιλιά μου και πατέρα μου, ο άνθρωπος αυτός λέγει ψέματα. - My king and my father, this man is lying. - Mi rey y mi padre, este hombre está mintiendo. Βέβαια δεν πήγε στου Άρχοντα εξαδέλφου μας. Por supuesto que no fue con nuestro primo Lord. Πότε πρόφθασε κιόλα; Χρειάζεται δυο μέρες να πάγει και άλλες τόσες να γυρίσει. When did you get it anyway? It takes two days to go and so many to come back. Cuando llego? Se necesitan dos días para ir y muchos más para volver. Ρώτησε τον πού βρήκε αυτά τα φαγιά, και, ώσπου να το μάθεις, να μη φάγει κανείς τίποτα! Ask him where he found these meals, and, until you find out, don't eat anything! Pregúntale bien si ya no está absorto en la conexión, ¡y no comerá nada hasta que se entere! πρόσθεσε πιάνοντας το χέρι της Ζήλιως, την ώρα που ετοιμάζουνταν να βουτήσει το δάχτυλο της στο παστίτσιο. she added, grabbing Zelios's hand as they prepared to dip her finger in the pasticio. añadió, agarrando la mano de Zelia mientras se preparaba para mojar el dedo en el pasticcio.

Ο Βασιλιάς κοντοστάθηκε. The King was shortened. El rey se quedó corto.

- Αλήθεια; Θέλεις δυο μέρες να πας στου Άρχοντα εξαδέλφου μου; ρώτησε τον Πανουργάκο. - Truth; Do you want two days to go to my Lord cousin? asked Panourgakos. - Verdad; ¿Quieres ir con mi primo Lord por dos días? preguntó Panourgakos.

Αυτός τα έχασε, άρχισε κάτι εξηγήσεις, μπερδεύτηκε και σταμάτησε. He lost them, started some explanations, got confused and stopped. Los perdió, inició algunas explicaciones, se confundió y se detuvo.

- Πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, τα φαγιά αυτά είναι κλεμμένα. - Padre, dijo Vassilopoulos, estos alimentos son robados. Και σου ζητώ σα χάρη να υποχρεώσεις αυτόν να τα γυρίσει εκεί που τα πήρε And I ask you for gratitude to make him turn them where he got them Y te pido como un favor que lo obligues a devolverlos donde los consiguió

Ο Βασιλιάς έσπρωξε νευρικά την κορώνα ως πίσω κι έτριψε το μέτωπο του με το χτένι του χεριού του. The King nervously pushed the crown backwards and rubbed his forehead with the comb of his hand. El rey empujó nerviosamente la corona hacia atrás y se frotó la frente con el peine de la mano. Η ιδέα να χάσει το φαγί του δεν του ήρχουνταν καθόλου. The idea of losing his food did not come at all. La idea de perder la comida no se le ocurrió en absoluto.

- Μα πού ξέρεις εσύ πόσον καιρό χρειάζεται κανείς να πάγει στο βασίλειο του εξαδέλφου μας; ρώτησε στενοχωρεμένος. - But where do you know how long it takes to get to our cousin's kingdom? he asked distressed. - ¿Pero cómo sabes cuánto tiempo se tarda en llegar al reino de nuestro primo? preguntó con tristeza.

- Μ' έστειλες εκεί μια φορά, για να ζητήσω φλουριά. - Me enviaste allí una vez, a pedir centavos. Το ξέχασες, πατέρα; Εγώ το θυμούμαι! Did you forget it, father? I remember it! ¿Lo olvidaste, padre? ¡Lo recuerdo! αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. respondió Vasilopoulos. Έκανα δυο μέρες να πάγω, και άλλες δυο να γυρίσω. Estuve dos días para congelarme y otros dos para volver. Και τέσσερεις μέρες περίμενα εκεί, ώσπου να δω τον Άρχοντα του τόπου. And I waited there for four days, until I saw the Lord of the place. Y esperé allí durante cuatro días, hasta que vi al Señor del lugar. Γιατί ο εξάδελφος Βασιλιάς δε δέχεται ζητιάνους, παρά μόνο σαν του έλθει το κέφι. Because the cousin of the King does not accept beggars, except as if he is cheerful.

Το υπερήφανο ύφος του γιου του άρχισε να θυμώνει το Βασιλιά. His son's proud style began to anger the King.

- Εσύ πήγες πεζή Ο Πανουργάκος θα πήρε άλογο, είπε απότομα. - You walked around. Panourgakos would have got a horse, he said abruptly.

- Δρόμος δεν υπάρχει, και από τους βράχους άλογο δεν περνά. - There is no road, and no horse passes through the rocks. Μα κι αν είχε δρόμο, πάλι δε θα πρόφθαινε. Even if he had a way, he would not be caught again.

- Με σκότισες! - You killed me! - ¡Me oscureciste! φώναξε ο Βασιλιάς. Επιτέλους πες πως πέταξε και μη με ζαλίζεις πια, ειδεμή σε χώνω στη φυλακή και ας πα να 'σαι ο αυριανός Βασιλιάς. At last you say you flew and do not be stunned by me anymore, I am bringing you to jail in prison and let you be the tomorrow King. Και κάθησε στο φαγί, χωρίς να χάσει καιρό, μαζί με τις γυναίκες, τον Πανουργάκο και τον Τζοτζέ, που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα, κουδουνίζοντας τα κυπριά της παρδαλής του φορεσιάς. And he sat down to eat, without wasting any time, with the women, Panourgakos and Djoze, who, out of his joy, made a sombrero, ringing the pied-in costumes.

Το Βασιλόπουλο άρπαξε το χέρι της Ειρηνούλας. Vasilopoulos grabbed Irinoula's hand.

- Έλα μαζί μου, είπε, θα σκάσω εδώ μέσα! - Come with me, he said, I'll pop in here!

Βγήκαν έξω μαζί, και σιωπηλά, με δυσκολία, σκοντάφτοντας στα σκοτεινά, κατέβηκαν το βουνό. They went out together, and silently, with difficulty, stumbling into the dark, descended the mountain.

Στον κάμπο σταμάτησε η Ειρηνούλα. Irinoula stopped in the plain.

- Πού πάμε; ρώτησε - Where are we going; asked

- Όπου και αν είναι, μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα! - Wherever it is, but far, away from this kingdom where such things are done!

- Θέλεις να εκπατριστείς; - Do you want to emigrate?

- Ναι! - ¡Sí! ναι! ναι! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω! To leave this cursed place and forget it!

Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε.

Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Her heart was blushing as she left the place where she was born and raised. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της. His poverty, his desolation, and his cruelty still loved her all because she was her place. Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της.

Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα.

Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. But she was unaware of such roads. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. Her legs, barely covered by her torn silk shoes, had hurt. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας. Her old gold-embroidered plum skirt hung hanging from the thorns where she climbed passing. Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της. She turned and looked at her brother.

Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά. With his lips tight and his head held high, he went to Vasilopoulos, indifferent to the pain and fatigue. And the night breeze caressed his forehead, playing with his brown hair that fell curly and rich to his embroidered neck.

Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε. She looked so handsome to kiss him.

- Ναι! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! του είπε.

Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του. And with new courage she took her way to his side again.

Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα. She stood at the edge of the street and touched her head on her folded knees.

- Δεν μπορώ πια! μουρμούρισε.

- Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι. - Rest a little, replied Vasilopoulos, and we leave again.

Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του. And climbing a high cliff, he looked around. Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως

Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του. He hurried down from the rock and ran to his sister.

- Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! - Get up, Irene, I saw light! της φώναξε. Έλα! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν. It will be no home, and maybe they will open for us and host us.

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι. Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.

- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.

- Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο. My sister and I ask for hospitality, to warm up and rest a little.

Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν. The door opened, and a young woman with a soft face and white hair made sense for them to enter.

- Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε. - Welcome to the poor of Mrs. Wisdom, said Sit, my children, to rest.

Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Lying in a sage, a girl was sleeping. Η γριά το κούνησε λαφριά. The old woman shook it lightly.

- Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.

Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. The daughter got up and lit a fire and warmed the milk. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια. Then he poured it into two buckets and with a smile he put them on the table, along with a plate of nuts, in front of the hungry brothers. Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της. But Irinoula did not have time to eat, and fell asleep in her chair.

Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά. The two women took her and laid her down wisely.

- Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου Πας μακριά; "Sleep, my lord," said the old woman, "and tomorrow you will go on your way again. Are you going far?"

- Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά.

- Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά.

Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού. And with a sigh he caressed the boy's curly head.

- Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο. - Pity; Why; Vassilopoulos asked in surprise.

Μα η γριά χαμογέλασε μόνο.

- Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε.

Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα. And with her daughter she went to the side sail and closed the door.

Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. But with all his fatigue, he could not sleep. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά The word of the candy was ringing in its mind, when it was loud and unpleasant, when it was misguided and it came from a very long

- Κρίμα!… Κρίμα!… Κρίμα!…

Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά; Why pity? What did the old woman mean?

Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε. And with that collection, he finally fell asleep.

Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. The sun flooded the arch when he woke up in the morning. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα. He got up, ran to the sage where, although awake, Irinoula was still lying.

- Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. - I was waiting for you, she told him, let's go out. Είναι τόσο όμορφα έξω!

Στο περιβολάκι η κυρα-Φρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα. Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια. They both smiled as if they saw the brothers. - Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιουν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. "Knowledge, my daughter, give the children to drink from the milk you milk before it gets cold," said the old woman. Καθήστε, αρχοντόπουλα μου. Sit down, my little ones. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας. It will make good weather for your trip.

Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή Vasilopoulos remembered the reason he had told him on the eve

- Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά; - Mother, he said to her, why do you find it a pity that I am leaving?

Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι. But the old woman had chores at home.

- Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Knowledge will respond to you. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα. Hug her, she knows all this better than I do. Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί. And she went to her kitchen to prepare the food.

- Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά; - Tell me, Gnosi, said Vasilopoulos again, why does your mother say that it is a pity to leave?

Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:

- Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του. - Because the King's son must not leave his place. Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.

- Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.

- Σε ξέρει η μάνα μου Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι. - My mother knows you. Once we sit in the palace. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.

- Και γιατί φύγατε; - And why did you leave?

- Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. - Why more followers took my mother's position and we could not stay anymore. Φύγαμε από το παλάτι και καθήσαμε σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. We left the palace and sat in a small house in the country, on the root of the mountain. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. But the new choirs drove us out of there, and we left and went farther, and farther, and in the end we came to the edge of the kingdom, where no one is seeing us, nor is man related to us. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά. And we live, all alone, in the loneliness of the countryside that used to be overgrown and inhabited, but now is full of stones and desolation.

- Κι εμείς να έλθομε δω! - And we can come here! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα! It is so quiet and beautiful!

- Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση. - You can not, said Knowledge.

- Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

- Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου - Because you have to stay among your people

- Αχ, δεν μπορώ! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος… You do not know what my people are, the palace, the whole place…

- Διόρθωσε τον, αποκρίθηκε η κόρη. - Correct it, the daughter responded.

- Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα.

Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη.

- Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε.

- Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού. - Because I was in a lot of pain in the malice and disorder of the palace.

- Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες. - Well, he'll say you have something inside you that's worth more than you did not learn.

- Τι έχω;

- Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.

Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:

- Και τι μου χρησιμεύουν αυτά; - And what good are these to me?

- Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου - They serve to find in you the strength and the will to rebuild your nation

- Μα πώς! Πώς!

- Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. - Do I know what to tell you? If I were you, I would go back and go all over the kingdom. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Do not stay locked in the palace, but talk to your people, meet them, live with them and find out the cause of evil. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Live in nature, listen to what the birds and the trees and the flowers and the insects will tell you. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!… Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.

Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν. Vasilopoulos remained pensive for a long time.

Ύστερα είπε:

- Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο. - I will go back, Knowledge, and return to the whole kingdom. Ευχαριστώ.

Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε. He wanted to say goodbye to her, but his daughter stopped him.

- Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. - Don't you want to stand still for a while? asked. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ. You are overwhelmed and so is your sister. I have something to give to the Princess who will be of great use to her.

Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε. He took a needle case and a skein of thread out of her pocket and handed them to her.

- Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. - You see, he said, it is not a great gift, nor expensive. Είναι όμως πολύτιμο. But it is valuable.

Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να καταλαβαίνει.

- Τι είναι αυτά; ρώτησε.

- Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση. - How? Do not sew? asked Knowledge.

- Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει. - No, I never saw him sew again.

- Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω.

Κάθησε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες Knowledge sat on the doorstep of the house, took Irinoula's torn neck and sewed the holes

Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία. Irinoula looked on with admiration and wonder.

- Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! - Let me try it too! παρακάλεσε.

Πήρε τη βελόνα κι έραψε το φόρεμα της, ύστερα τα μεταξωτά της παπουτσάκια, και τα χρυσά κορδόνια που έδεναν τα πέδιλα του αδελφού της και που ήταν όλο κόμποι, ύστερα την παλιωμένη του τραχηλιά και τα σχισμένα ρούχα του.

Τόσο ωραία τα έραψε, που, αφού τελείωσε, της φάνηκαν όλα σαν καινούρια. She sewed them so nicely that, when she finished, everything seemed like new to her.

- Τι διασκεδαστικό που είναι! - What fun it is! είπε μ' ενθουσιασμό. Εσύ, Γνώση, ράβεις πολύ; Do you, Knowledge, sew a lot?

- Ράβω σαν τελειώσω τις δουλειές μου. - I sew as if I finish my work.

- Κάνεις και άλλες δουλειές; Πες μου, τι; - Do you do other jobs? Tell me what;

- Όλες τις δουλειές του σπιτιού. - All household chores. Συγυρίζω, πλένω, μαγειρεύω, ζυμώνω, σκάβω το περιβόλι…

- Μπα! διέκοψε η Ειρηνούλα. Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά! I do nothing and I am terribly bored! Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. Yes, this morning, until my brother woke up, I would pass and pass my hand again in the rays of the sun and look at the powders that were leaping, so that time would pass. Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας! I do not know how to kill the endless hours of the day!

Η Γνώση γέλασε

- Θες να τις σκοτώσεις ή να τις μεταχειριστείς; ρώτησε. - Do you want to kill them or treat them? asked.

- Το ίδιο δεν κάνει;

- Όχι! Η ώρα πάντα περνά. Μ' αν κάνεις περιττά πράματα, τη σκορπάς· ενώ αν κάνεις δουλειές με σκοπό, τη μεταχειρίζεσαι. If you do unnecessary things, you scatter it; but if you do things with purpose, you treat it. - Δεν το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο. Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατέλειωτη! And to me the time seems endless!

- Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση. - And yet time is precious, replied Knowledge. Σε τι καταγίνεσαι όλη μέρα; What are you up to all day?

- Σε τίποτα! - To nothing! Σε τι μπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγί- νεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα. What can I become? Everyone lives and dies for himself, and I do not need anything.

- Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα. - But your place needs you.

- Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί. Everyone takes care of himself and kisses.

- Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπημένη η Γνώση. Και ο τόπος σου κουτσοζεί And your place is gossiping