×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Παραμύθι χωρίς όνομα, A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ

Όταν κατάλαβε ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε:

- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς.

Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών. Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς.

Όλα φαίνονταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια. Παντού χαρά και καλοπέραση.

Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγελάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν.

Πέρασαν χρόνια πολλά.

Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών.

Παντού ερημιά. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'. Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια. Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου.

Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα. Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι.

Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι. Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρίχιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα, όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά.

- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι.

- Ποιος το ξέρει! αποκρίθηκε το πεύκο. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι;

Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη.

- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο!

- Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει;

- Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γερο-πλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα. Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέτοιο πράμα από δω. Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του. Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα.

- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου. Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος;

- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γερο-πλάτανος.

Και η λεύκα μουρμούρισε:

- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου.

Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά.

- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. Τι θέλει στο βασίλειο μας;

Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε.

Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους.

Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε.

Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες.

- Ο γιος του Βασιλιά! αναφώνησε ο γερο-πλάτανος. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα;

- Να το πιστέψεις! αποκρίθηκε ο κότσυφας.

Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα.

- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο.

- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας.

- Πώς! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους. - Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. Μήπως νομίζεις πως ο Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη;

- Λες παράξενα πράματα! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν.

- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις! - Γιατί; ρώτησε η φραουλιά.

Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε:

- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο!

Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού.

Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο.

Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα.

Είχε βραδιάσει. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι.


A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ A'. DER WALD A'. ΤΟ ΔΑΣΟΣ A '. THE FOREST

A'. A'. A '. ΤΟ ΔΑΣΟΣ THE FOREST

Όταν κατάλαβε ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε: Όταν κατάλαβε ο γερο-Βασιλιάς Συνετός πως μετρήθηκαν πια οι μέρες του, φώναξε το γιο του, το νέο Αστόχαστο, και του είπε: When the wise old King realized that his days were numbered, he called his son, the new Astochastos, and said to him: Quand il a appris que ses jours avaient été mesurés, son fils, le nouveau Astosto, a pleuré et a dit:

- Φθάνουν, γιε μου, τα παιχνίδια και οι διασκεδάσεις. - They arrive, my son, the toys and the amusements. - Ils arrivent, mon fils, les jouets et les amusements. Ήλθε η ώρα να παντρευθείς και να πάρεις στα χέρια σου την κυβέρνηση του Κράτους. It's time to get married and take over the government. Εγώ έφαγα το ψωμί μου. I ate my bread. J'ai mangé mon pain. Εσύ κοίταξε να κυβερνήσεις σαν καλός βασιλιάς. You looked to rule like a good king. Vous avez regardé pour gouverner comme un bon roi.

Κι έστειλε τον αρχικαγκελάριό του στο γειτονικό βασίλειο, να ζητήσει την όμορφη Βασιλοπούλα Παλάβω, για τον Αστόχαστο, το γιο του Συνετού Α', Βασιλιά των Μοιρολατρών. And he sent his chief chancellor to the neighboring kingdom, to ask the beautiful Princess Palavo, for Astochastos, the son of the prudent A ', King of the Death Eaters. Et il envoya son chef d'état-major dans le royaume voisin, pour demander à la belle Vassilopoula Pablo, pour Astostas, le fils du Prudent I, le roi des peurs. Έγινε ο γάμος με χαρές και ξεφαντώματα, και λίγες μέρες αργότερα, αφού ευλόγησε τα παιδιά του, ο γερο-Συνετός τους άφησε χρόνια, και ο Αστόχαστος στέφθηκε Βασιλιάς. The wedding took place with joy and excitement, and a few days later, after blessing his children, the Elder-Consul left them for years, and Astochastos was crowned King. Le mariage eut lieu avec joie et délices, et quelques jours plus tard, après avoir béni ses enfants, le vieil homme leur laissa des années et Astoria fut couronnée roi.

Όλα φαίνονταν ρόδινα και ζηλευτά για το νέο ζευγάρι. Everything seemed rosy and jealous of the young couple. Tout semblait rose et enviable pour le nouveau couple. Τα φλουριά ξεχειλούσαν από τα σεντούκια του γερο-Συνετού· κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο· το λαμπρό παλάτι, χτισμένο ψηλά σ' ένα κατάφυτο βουνό, δέσποζε τη χώρα όπου ζούσαν με άνεση οι πολίτες· δρόμοι φαρδείς και καλοστρωμένοι ένωναν το βασίλειο των Μοιρολατρών με όλα τα γειτονικά βασίλεια. The pennies overflowed from the chests of the old man-wise; strong castles and full of soldiers surrounded the kingdom; the glorious palace, built high on a verdant mountain, dominated the country where the citizens lived comfortably; Fateful with all the neighboring kingdoms. Las monedas se desbordaron de los cofres de los viejos sabios; fuertes castillos llenos de soldados rodeaban el reino; el glorioso palacio, construido en lo alto de una montaña verde, dominaba el país donde los ciudadanos vivían cómodamente; los fatalistas con todos los reinos vecinos. Le palais ensanglanté, construit haut sur une montagne verdoyante, dominait le pays où les citoyens vivaient dans le confort: des rues larges et bien arrosées rejoignaient le royaume du royaume. Fidèle à tous les royaumes voisins. Παντού χαρά και καλοπέραση. Joy and fun everywhere. Alegría y bienestar en todas partes.

Και όπου γύριζε το μάτι του ο νέος βασιλιάς, από πάνω από τον ψηλό πύργο του παλατιού του, έβλεπε απέραντα χωράφια σπαρμένα, ρεματιές και λαγκάδια κατάφυτα, χώρες και χωριά με παστρικά όμορφα σπιτάκια, βουνά δασωμένα και λιβάδια καταπράσινα. And where the young king turned his eyes, from above the tall tower of his palace, he saw vast fields sown, ravines and ravines overgrown, lands and villages with beautiful little pastoral houses, forested mountains and lush green meadows. Y dondequiera que el joven rey volviera la mirada, desde lo alto de la alta torre de su palacio, veía vastos campos esparcidos, barrancos y valles cubiertos de vegetación, países y aldeas con hermosas casas pastorales, montañas boscosas y prados verdes. Et là où le nouveau roi regardait, au-dessus de la haute tour de son palais, il vit de vastes champs semés, des ravins et des vallées verdoyantes, des pays et des villages avec des maisons passionnantes, des forêts boisées et des prairies de verdure. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Αμέτρητες αγελάδες έβοσκαν συντροφικά με κοπάδια αρνιά και κατσίκες. Countless cows grazed with flocks of lambs and goats. Innumerables vacas pastaban con rebaños de corderos y cabras. D'innombrables vaches ont afflué à des troupeaux d'agneaux et de chèvres. Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγελάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν. Και σα μερμήγκια δούλευαν οι χωρικοί τη γη, άρμεγαν τις αγελάδες, κούρευαν τα πρόβατα και μετέφερναν γεννήματα και καρπούς στη χώρα, όπου τα πουλούσαν. And for a while the villagers worked the land, milked the cows, cut the sheep and brought births and fruits to the country where they were sold. Y los aldeanos trabajaban la tierra, ordeñando las vacas, esquilando las ovejas y transportando las crías y frutos al campo, donde los vendían. Et les villageois ont travaillé la terre pour gémir, cueillir les vaches, pétrir les moutons et transporter naissance et marchandises dans le pays où ils les ont vendus.

Πέρασαν χρόνια πολλά. Happy birthday. Han pasado muchos años.

Ο καιρός, που άσπρισε και μάδησε τα μαλλιά του Αστόχαστου και μάρανε την ομορφιά της Παλάβως, άλλαξε και την όψη ολόκληρου του βασιλείου των Μοιρολατρών. The weather, which whitened and plucked the hair of Astochastos and withered the beauty of Palavos, changed the look of the whole kingdom of the Moirotlas. El tiempo, que blanqueó y arrancó el cabello de Astochastos y marchitó la belleza de Palava, cambió el rostro de todo el reino del Juicio Final.

Παντού ερημιά. Desert everywhere. Desolación por todas partes. Πεδιάδες απέραντες, γυμνές, ακαλλιέργητες, απλώνουνταν ως τα σύνορα του βασιλείου, και μονάχα μερικές ερειπωμένες πέτρες μαρτυρούσαν ακόμα τα μέρη όπου άλλοτε έστεκαν, υπερήφανα και απειλητικά, τα φοβερά κάστρα του Συνετού Α'. Vast plains, bare, uncultivated, stretched as far as the borders of the kingdom, and only a few ruined stones still testify to the places where once stood, proudly and menacingly, the terrible castles of Wise A. Vastas llanuras, desnudas, sin cultivar, se extendían hasta los límites del reino, y solo unas pocas piedras en ruinas aún dan testimonio de los lugares donde una vez estuvieron, orgullosa y amenazadoramente, los terribles castillos de Wise A. Des plaines sans fin, nues, non cultivées, étendues jusqu'aux frontières du royaume, et seules quelques pierres en ruine témoignaient encore des endroits où il était une fois, fièrement et menaçants, les terribles châteaux de Prudent A '. Sonsuz, çıplak, ekilmemiş, ovalar krallığın sınırlarına kadar uzanıyordu ve sadece birkaç yıkık taş, Prudent A'nın korkunç kalelerinin bir zamanlar, gururla ve tehdit edici bir şekilde, yerlerine tanıklık ediyordu. Πού και πού, κανένα γκρεμισμένο παλιόσπιτο ξεχώριζε στη μονοτονία της έρημης πεδιάδας. Where and where, no ruined old house stood out in the monotony of the deserted plain. Aquí y allá, ninguna casa vieja demolida se destacaba en la monotonía de la llanura desierta. Nerede ve nerede, terkedilmiş ovanın monotonluğunda yıkık eski bir ev göze çarpmadı. Τ' αγριόχορτα και οι πέτρες σκέπαζαν τους λόφους, οι δρόμοι, παρατημένοι, χάνουνταν κάτω από τ' αγκάθια που ελεύθερα άπλωναν τα πυκνά τους κλωνάρια. The weeds and the stones covered the hills, the roads, seen, were lost under the thorns that loosely laid their thick branches. La maleza y las piedras cubrieron los cerros, los caminos, abandonados, se perdieron bajo los espinos que extendían libremente sus densas ramitas. Και σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο άνεμος μοιρολογούσε το ρήμαγμα του τόπου. And whistling between the stones and the rocks, the wind was mourning the ruin of the place. Y silbando entre las piedras y las rocas, el viento estaba de luto por la ruina del lugar.

Μόνο τα πυκνά δάση έμεναν στη θέση τους, ξεχασμένα και αδούλευτα, κρύβοντας κάτω από το φουντωμένο τους φύλλωμα ολόκληρον κόσμο πεταλούδες, μαμούνια και μέλισσες, που χαίρουνταν ανενόχλητα τα μυρωδάτα αγριολούλουδα. Only the dense forests remained in their place, forgotten and uncultivated, hiding under their flaming foliage a whole world of butterflies, moths and bees, who enjoyed undisturbed the fragrant wild flowers. Solo los densos bosques permanecieron en su lugar, olvidados e indefensos, escondiendo bajo su follaje en flor todo un mundo de mariposas, mamuts y abejas, que disfrutaban de las fragantes flores silvestres sin ser molestadas. Seules les forêts denses restèrent à leur place, oubliées et enfin, dissimulant sous leur feuillage luxuriant tout un tas de papillons, de momies et d’abeilles, profitant des fleurs sauvages au parfum sauvage sans être dérangées. Πλήθος αγριοφραουλιές άνθιζαν και καρποφορούσαν αδελφικά με τις βατομουριές, και οι καρποί τους σάπιζαν κι έπεφταν στο χώμα άχρηστοι. Many wild strawberries bloomed and bore fruit fragrantly with the blackberries, and their fruits rotted and fell to the ground useless. Muchas fresas silvestres florecieron y dieron frutos fragantes con las moras, y sus frutos se pudrieron y cayeron al suelo inútiles.

Τα μονοπάτια, που περνούσαν άλλοτε ανάμεσα στα δέντρα, είχαν σβήσει και αυτά από τον καιρό που είχε να τα πατήσει ανθρώπινο πόδι. The paths that once passed between the trees had also been extinguished from the time when a human foot had been pressed. Los caminos que solían pasar entre los árboles, también habían desaparecido desde el momento en que un pie humano tuvo que pisarlos. Les chemins qui passaient autrefois entre les arbres s'étaient également éteints depuis l'époque où un pied humain avait été pressé. Και τα δέντρα και τα χαμόδεντρα τόσο είχαν ξεχάσει την ανθρώπινη μορφή, που όλα ταράχθηκαν, και τρόμαξαν, και ανατρίχιασαν, και σείστηκαν, και μουρμούρισαν αναμεταξύ τους φοβισμένα, όταν μια μέρα είδαν ένα νέο αγόρι με βαθιά ονειροφορτωμένα καστανά μάτια, που περπατούσε κάτω από το φύλλωμα τους σταματώντας σε κάθε βήμα, για να κοιτάξει πότε ένα λουλούδι, πότε ένα ζωύφιο, με θαυμασμό κι έκπληξη, σα να τα έβλεπε πρώτη φορά. And the trees and the trees had so forgotten the human form, that everything was shaken, and frightened, and shivered, and trembled, and murmured among themselves in fear, when one day they saw a young boy with deep dreamy brown eyes, walking under the foliage stopping at every step, to look when a flower, when a bug, with admiration and surprise, as if seeing them for the first time. Tanto los árboles como los árboles habían olvidado tanto la forma humana, que todo se estremeció, se asustó, se estremeció, se estremeció y murmuró entre ellos de miedo, cuando un día vieron a un joven de ojos marrones profundos y soñadores, caminando bajo la tierra. el follaje se detiene a cada paso, para mirar cuando una flor, cuando un insecto, con admiración y sorpresa, como si los viera por primera vez. Les arbres et les hamsters avaient tous deux oublié la forme humaine. Tous étaient bouleversés et effrayés. Ils frissonnaient, restaient silencieux et murmuraient entre eux, effrayés quand un jour ils virent un nouveau garçon avec des yeux bruns profondément rêvés, marchant en dessous. leur feuillage s'arrête à chaque pas pour regarder quand une fleur, quand un insecte, avec admiration et surprise, les regardait pour la première fois.

- Τι πράμα να είναι άραγε τούτο που διαβαίνει; ρώτησε φοβισμένος ένας σκοίνος, συμμαζεύοντας τα φυλλαράκια του από φόβο μην τον δει το αγόρι. - What kind of thing is that going on? he asked a scary feared, clutching his leaflets for fear of seeing the boy. - ¿Qué es esto que está pasando? preguntó una soga, asustada, recogiendo sus volantes por temor a que el chico lo viera.

- Ποιος το ξέρει! - Who knows! - ¡Quién sabe! αποκρίθηκε το πεύκο. answered the pine. respondió el pino. Ίσως κανένα άλλο είδος ελάφι; ¿Quizás ninguna otra especie de ciervo?

Μια λεύκα, που έστεκε εκεί κοντά, έσκυψε το υπερήφανο κεφάλι της να δει το διαβάτη. A poplar tree, standing nearby, bowed its proud head to see the passerby. Un álamo, de pie cerca, inclinó su orgullosa cabeza para ver al transeúnte.

- Ελάφι; είπε μ' ένα ξεκάρδισμα που αναποδογύρισε όλα της τα φυλλαράκια, και μια στιγμή από πράσινη την έκανε ασημένια. - Deer? she said with a hint that overturned all her leaflets, and a moment of green made her silver. - ¿Ciervo? dijo con una risa que puso todos sus pétalos al revés, y un momento de verde la volvió plateada. Ονειρεύεσαι, παιδί μου! You're dreaming, my child! ¡Estás soñando, hijo mío! Μα το ελάφι έχει τέσσερα πόδια, και τούτο έχει μόνο δυο! But the deer has four legs, and that only has two! Pero el ciervo tiene cuatro patas, ¡y ese solo tiene dos!

- Μα λοιπόν τι ζώο είναι; ρώτησε ανήσυχα μια βατομουριά. - So what kind of animal is it?" asked a blackberry tree anxiously. - ¿Pero qué animal es? preguntó una zarzamora con ansiedad. Είναι άραγε κακό; Μη μου φάγει το καινούριο φόρεμα μου, και με βρει γυμνή το καλοκαίρι σαν έλθει; Is it bad? Do not eat my new dress, and find me naked in the summer when she comes? ¿Es mala? ¿No te comas mi vestido nuevo, y me encuentres desnudo en el verano como viene?

- Μη ζαλίζεστε, παιδιά μου, είπε ο γερο-πλάτανος, δεν είναι ζώο αυτό και δεν τρώγει φύλλα. - 'Don't be dizzy, my children,' said the old plantain, 'this is not an animal and it doesn't eat leaves. - No se asombren, hijos míos, dijo el viejo plátano, este no es un animal y no come hojas. Είναι χρόνια πολλά που δεν πέρασε τέτοιο πράμα από δω. It has been many years since such a thing happened here. Han pasado muchos años desde que sucedió algo así aquí. Μα θυμούμαι έναν καιρό, που το δάσος μας γέμιζε από όμοιους του. But I remember a time when our forest was filled with people like him. Pero recuerdo una época en la que nuestro bosque estaba lleno de gente como él. Ήταν τα καλά εκείνα χρόνια, όταν μάζευαν οι άνθρωποι το μέλι της μέλισσας, και της φραουλιάς τη φράουλα, και τα βατόμουρα, και τα ώριμα κούμαρα. Those were the good years when people collected bee honey, strawberry strawberry, raspberry, and ripe coumara. Eran los años buenos, cuando la gente recolectaba miel de abeja, fresa, fresa y frambuesa y cumarinas maduras.

- Τι; φώναξε η αγριοφραουλιά, μαζεμένη στα πόδια του πλάτανου. - What; cried the wild strawberry, gathered at the feet of the plane tree. - Qué; gritó la fresa silvestre, reunida a los pies del plátano. Τι λές, παππού; Μην είναι άνθρωπος; What do you say, grandpa? Isn't he human? ¿Qué dices abuelo? ¿No es humano?

- Βέβαια είναι άνθρωπος, αποκρίθηκε ο γερο-πλάτανος. "Por supuesto que es un hombre", respondió el viejo plátano.

Και η λεύκα μουρμούρισε: And the poplar murmured: Y el álamo murmuró:

- Μα βέβαια, άνθρωπος είναι! - ¡Pero claro, es humano! Θυμούμαι να είδα τέτοιους στα νιάτα μου. I remember seeing such people in my youth. Recuerdo haber visto gente así en mi juventud.

Ο σκοίνος, περίεργος, άπλωσε τα κλαδιά του να τον δει από πιο κοντά. The rope, curious, spread its branches to see him up close. La cuerda, curiosa, extendió sus ramas para verlo de cerca.

- Άνθρωπος; είπε η ακατάδεκτη βαλανιδιά. - Person; said the unacceptable oak. - Persona; dijo el inaceptable roble. Τι θέλει στο βασίλειο μας; What does he want in our kingdom? ¿Qué quiere en nuestro reino?

Και όλα μαζί τα δέντρα έσκυψαν να δουν τον «άνθρωπο» που διάβαινε. And all together the trees bent down to see the "man" who was passing by. Y todos juntos los árboles se inclinaron para ver al "hombre" que pasaba.

Ήταν λιγνό αγόρι ως δεκάξι χρονών. He was a little boy until he was sixteen years old. Fue un niño hasta los dieciséis años. Τα χρυσοκέντητα βελουδένια ρούχα του, λιωμένα στους αγκωνές και στα γόνατα, είχαν μικρέψει και σχιστεί, και οι χρυσές κορδέλες που βαστούσαν τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια ήταν κατακομμένες και ξαναδεμένες με χοντροκοπιούς κόμπους. His gold-embroidered velvet garments, melted at the elbows and knees, had shrunk and torn, and the gold ribbons that held the sandals to his bare feet were cut and re-tied with coarse knots. Sus prendas de terciopelo bordadas en oro, fundidas en los codos y las rodillas, se habían encogido y rasgado, y las cintas de oro que sujetaban las sandalias a sus pies descalzos estaban cortadas y atadas de nuevo con toscos nudos.

Ξαπλώθηκε στη ρίζα του γερο-πλάτανου, είδε κοντά του τη φραουλιά φορτωμένη κατακόκκινες φράουλες, τις έκοψε και τις έφαγε. He lay down at the root of the old plane tree, saw near him the strawberry loaded with crimson strawberries, cut them and ate them. Se acostó a la raíz del viejo plátano, vio cerca de él la fresa cargada de fresas carmesí, las cortó y se las comió. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του αποκάτω από το κεφάλι του και αποκοιμήθηκε. Then he folded his hands under his head and fell asleep. Luego cruzó los brazos debajo de la cabeza y se durmió.

Κοιμήθηκε τόσο βαθιά που δεν άκουσε τα ψιθυρίσματα των δέντρων, ούτε το μουρμούρισμα του ρυακιού που έτρεχε πέρα, ούτε το σφύριγμα του κότσυφα που, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, διηγούνταν στα δέντρα ένα σωρό παράξενες ιστορίες. He slept so soundly that he could not hear the whispers of the trees, nor the murmur of the stream that ran through, nor the whistle of the blackbird that, jumping from branch to branch, told a lot of strange stories in the trees. Dormía tan profundamente que no podía oír el susurro de los árboles, ni el murmullo del arroyo que lo atravesaba, ni el silbido del mirlo que, saltando de rama en rama, contaba muchas historias extrañas en los árboles.

- Ο γιος του Βασιλιά! - The King's son! - ¡El hijo del rey! αναφώνησε ο γερο-πλάτανος. exclaimed the old platanos. exclamó el viejo plátano. Πώς να το πιστέψω, βλέποντας τα γυμνά του πόδια και τα λιωμένα του ρούχα; How can I believe it, seeing his bare feet and his melted clothes? ¿Cómo puedo creerlo, viendo sus pies descalzos y su ropa derretida?

- Να το πιστέψεις! - Believe it! - ¡Créelo! αποκρίθηκε ο κότσυφας. replied the mockingbird. respondió el mirlo.

Άκουσε με μένα, που πάγω κι έρχομαι στα παράθυρα του παλατιού και βλέπω τι γίνεται μέσα. Hear with me, that I freeze and I come to the windows of the palace and see what is happening inside. Escucha conmigo, que me congelo y me acerco a las ventanas del palacio y veo lo que pasa adentro.

- Μα γιατί δεν αλλάζει ρούχα; ρώτησε το πεύκο σκανδαλισμένο. - But why not change clothes? asked the pine tree scandalized. - ¿Pero por qué no cambiarse de ropa? preguntó el pino escandalosamente.

- Γιατί δεν έχει άλλα, αποκρίθηκε ο κότσυφας. - "Because there is no more," replied the blackbird. "Porque no tiene más", respondió el mirlo.

- Πώς! - How! - ¡Cómo! Ο γιος του Βασιλιά; αναφώνησε το θυμάρι, προσφέροντας τ' ανθισμένα του λουλουδάκια στη μέλισσα που βούιζε, γυρεύοντας μέρος ν' ακουμπήσει για να ρουφήξει το μέλι τους. The son of the King? she exclaimed the thyme, offering her blooming flowers to the bee that was blowing, looking for a place to suck on their honey. ¿El hijo del rey? exclamó el tomillo, ofreciendo sus flores florecientes a la abeja zumbadora, buscando un lugar para tocar para chupar su miel. - Μα τι θαρρείς; σφύριξε ο κότσυφας. - What do you think? whistled the mockingbird. - ¿Pero que estas haciendo? silbó el mirlo. Μήπως νομίζεις πως ο Βασιλιάς έχει τίποτα περισσότερο από τον τσοπάνη ή το βαρκάρη; Do you think the King has anything more than a scavenger or a boatman? ¿Crees que el Rey no tiene más que un pastor o un barquero?

- Λες παράξενα πράματα! - You say strange things! - ¡Dices cosas raras! μουρμούρισε ο σκοίνος που δεν πείθουνταν. murmured the unconvincing rope. murmuró la cuerda que no resultaba convincente.

- Πίστεψε τον όμως, είπε η μέλισσα, φτερουγίζοντας γύρω του, αλήθεια σου λέγει. "Trust him," said the bee, fluttering around him, he tells you. "Pero créele", dijo la abeja, revoloteando a su alrededor, "te está diciendo la verdad". Ο Βασιλιάς φορεί και αυτός τέτοια ρούχα. The King also wears such clothes. El Rey también usa esa ropa. Μ' αν δεις τις Βασιλοπούλες, τότε θα φρίξεις! Wenn Sie die Weihnachtsmänner sehen, werden Sie entsetzt sein! If you see the Santa Clauses, then you will be horrified! Si ves las Papá Noel, ¡te horrorizarás! - Γιατί; ρώτησε η φραουλιά. - Why? asked the strawberry. - Por qué; preguntó la fresa.

Ο κότσυφας πήδηξε κοντά της και ψιθύρισε: The mockingbird jumped close to her and whispered: El mirlo saltó cerca de ella y susurró:

- Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο! - Γιατί κάτω από τα ρούχα τους δεν έχουν ούτε ποκάμισο! - Because they do not even have a shirt under their clothes! - ¡Porque ni siquiera llevan camiseta debajo de la ropa!

Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια χωρίς να προσέξει πως βρίσκουνταν κοντά στο αυτί του αγοριού. And he burst out laughing without noticing that he was near the boy's ear. Y se rió a carcajadas sin notar que estaban cerca del oído del niño.

Ξύπνησε το Βασιλόπουλο και τινάχτηκε ξαφνισμένο. He woke up Vassilopoulos and shook himself awake. Vasilopoulos se despertó y se estremeció de sorpresa.

Τρόμαξε ο κότσυφας και πέταξε μακριά, και η μέλισσα κρύφθηκε ανάμεσα στα φύλλα του σκοίνου, ενώ τα δέντρα σήκωναν ψηλά το κεφάλι τους κι έκαναν τον ανήξερο, τάχα πως δεν παρατήρησαν τίποτα. The beetle frowned and flew away, and the bee hiding between the leaves of the snare, while the trees raised their heads high and made the child, and they noticed nothing. El mirlo se sobresaltó y se fue volando, y la abeja se escondió entre las hojas de la cuerda, mientras los árboles levantaban la cabeza y lo dejaban inconsciente, como si no se dieran cuenta de nada.

Είχε βραδιάσει. It was getting dark. Estaba oscureciendo. Σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και πήρε πάλι το δρόμο του. Vasilopoulos got up and went on his way again. Vasilopoulos se levantó y siguió su camino. Βγήκε από το δάσος, πέρασε τον κατάξερο κάμπο, και τραβώντας κατά το παλάτι, με γοργά βήματα ανέβηκε στο βουνό, σκαρφαλώνοντας ανάμεσα στους βράχους και στα χώματα σαν κατσίκι. Er kam aus dem Wald heraus, überquerte die trockene Ebene, zog zum Palast und erklomm mit schnellen Schritten den Berg, kletterte wie eine Ziege zwischen den Felsen und der Erde. He stepped out of the woods, crossed the camp, and, pulling up the palace, he stepped up to the mountain, climbing up the rocks and dirt like a kid. Salió del bosque, cruzó la llanura seca y, tirando hacia el palacio, subió la montaña con pasos rápidos, trepando entre las rocas y el suelo como una cabra.