×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ντοστογιέφσκι - Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν, Μέρος 2 (3)

Μέρος 2 (3)

«Άρχισα να της μιλώ με γλύκα και με σιγανή φωνή, από ανανδρία βέβαια, ένοιωσα όμως πως δεν καταλάβαινε· φοβήθηκα τότε περισσότερο. Άξαφνα σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της, όπως την άλλη τη φορά, ζύγωσε στο παράθυρο, και μου ‘στριψε τη ράχη. Ξαναγύρισα στην κάμαρά μου και κάθισα κ' εγώ σιμά στο παράθυρο.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έφυγα, αλλά εξακολουθούσα να μένω προσμένοντας, δίχως άλλο, ποιος ξέρει τι. Ίσως, αν έμενα πολλήν ώρα έτσι, να την σκότωνα σίγουρα για να δώσω ένα οποιοδήποτε τέλος σ' αυτήν την κατάσταση. Άκουσα όμως και πάλι τα βιαστικά βήματά της και την είδα να βγαίνει από την πόρτα, κ' υστέρα να τραβά μέσα από το ξύλινο χαγιάτι, απ' οπού κατέβαινε η σκάλα. Την ακολούθησα αμέσως και πρόφτασα να την ιδώ που έμπαινε σε μια καμαρούλα σκοτεινή, σ' ένα είδος αποθήκη μικρή, που ήτανε δίπλα στον απόπατο...

«Θυμούμαι, πως η καρδιά μου χτυπούσε φοβερά. Μια στιγμή αργότερα, κοίταξα το ρολόγι μου κ' έβαλα στο νου μου τι ώρα ήτανε σωστά. Τι μ' έσπρωχνε να ιδώ ακριβώς την ώρα, δεν το καλοξέρω· σίγουρο είναι πως επιθυμούσα να τα παρατηρήσω όλα καλά, και τα θυμούμαι περίφημα όλα.

«Σκοτείνιαζε· μια μύγα σφύριζε απάνω από το κεφάλι μου και κάθισε στο πρόσωπό μου. Την τσάκωσα, την κράτησα λίγες στιγμές μες στα δάχτυλα μου και την άφησα να φύγει απ' το παράθυρο. Ένα καρότσι μπήκε με μεγάλο θόρυβο στην αυλή. Από πολλήν ώρα, κάποιος ράφτης ξελαρυγγιαζότανε τραγουδώντας σιμά σ' ένα παράθυρο, σύρριζα σε μια κώχη της αυλής. Καθότανε στη δουλειά του κ' εγώ τον έβλεπα περίφημα. Μου ήρθε στο νου η σκέψη, πως αφού κανένας δε με είχε απαντήσει όταν πέρασα από την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκα στη σκάλα, έπρεπε ν' αποφύγω κάθε συναπάντημα άμα θα κατέβαινα. Έσπρωξα λοιπόν πίσω από το παράθυρο την καρέκλα μου και κάθισα με τέτοιον τρόπο, που να μην μπορούν οι νοικάρηδες να με βλέπουν.

«Ω, ανανδρία... Πήρα ένα βιβλίο, μα το πέταξα αμέσως κι άρχισα να κοιτάζω προσεχτικά μια μικρουλίτσα αράχνη κόκκινη που είχε σταθεί σ' ένα φύλλο απ' το γεράνι· βυθίστηκα έτσι σ' όνειρα. Τα θυμούμαι όλα, ως στην πιο μικρή λεπτομέρεια.

«Άξαφνα, έβγαλα και πάλι το ρολόγι μου: είχανε περάσει είκοσι λεπτά από τη στιγμή που είχε βγει η μικρή. Οι υποψίες μου αρχίσανε να παίρνουνε το δρόμο της βεβαιότητας. Τότε πήρα απόφαση να προσμείνω ένα κάρτο της ώρας ακόμα. Έδωσα στον εαυτό μου την προθεσμία αυτή. Ύστερα μου ήρθε η σκέψη να βεβαιωθώ, μήπως η μικρή ξαναγύρισε δίχως να την πάρω χαμπάρι. Σιωπή όμως απόλυτη βασίλευε, και θα μπορούσα ωστόσο ν' ακούσω και το θόρυβο εντόμου. Άξαφνα, η καρδιά μου ξανάρχισε να χτυπά. Έβγαλα το ρολόγι μου· μένανε ακόμα τρία λεπτά· τ' άφησα κι αυτά να περάσουνε, μ' όλο που η καρδιά μου χτυπούσε τόσο που έλεγα πως θα σπάσει. Σηκώθηκα τέλος, έβαλα το καπέλο στο κεφάλι μου, κούμπωσα το πανωφόρι μου κ' έριξα μια ματιά γύρω μου για να σιγουρευτώ, πως δεν άφησα ένα χνάρι με το πέρασμά μου.

«Έσπρωξα μαλακά την καρέκλα κατά το παράθυρο για να μπει πάλι στην πρώτη της θέση. Άνοιξα την πόρτα της εξόδου, την έκλεισα πάλι, την κλείδωσα και τράβηξα κατά το σκοτεινό καμαράκι. Η πόρτα ήτανε κλειστή, όχι όμως κλειδωμένη· έπειτα ήξερα πως δεν κλειδωνότανε ποτέ· δεν είχα όμως σκοπό να την ανοίξω· ανασηκώθηκα μονάχα στις μύτες των ποδιών μου και κοίταξα μέσα από τη σκισμάδα του επάνω μέρους της πόρτας. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα, πως άμα καθόμουνα σιμά στο παράθυρο και κοίταζα προσεχτικά τη μικρή κόκκινη αράχνη, έβαζα ίσια-ίσια με το νου μου το κίνημα αυτό· να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου και να κοιτάξω απ' το πάνω μέρος που χάσκει η πόρτα.

«Τη σημειώνω τούτη δω τη λεπτομέρεια γιατί θέλω να δείξω καθαρά και ξάστερα πόσο καλά ήμουνα στα λογικά μου, πως δεν ήμουνα τρελός και πως είμαι υπεύθυνος για όλα. Κοίταξα ώρα πολλή από τη σκισμάδα, γιατί ήτανε σκοτεινά, όχι όμως ολότελα σκοτεινά. Μ' ένα λόγο, είδα ό,τι μου χρειαζότανε...

«Αποφάσισα τότε να φύγω, και κατέβηκα τη σκάλα. Δεν απάντησα κανέναν, και κανένας δε θα μπορούσε να καταθέσει εναντίον μου.

«Ύστερα από τρεις ώρες ήμουνα μ' όλη τη βρωμοπαρέα κ' έπινα τσάι σε κάποιο εστιατόριο, παίζοντας χαρτιά με βγαλμένο σακάκι. Ο Λιεβιαδκίν απάγγελνε στίχους. Είχα κέφι πολύ· έλεγα πολλές εξυπνάδες, και τους έκανα όλους να γελούν. Κανένας δεν έπινε, μ' όλο που ήτανε απάνω στο τραπέζι μια μποτίλια ρούμι. Μονάχα ο Λιεβιαδκίν την τίμησε. Ο Μάλωφ είπε: «Άμα ο Νικόλας ο Βσεβολόδοβιτς είναι ευχαριστημένος και δεν έχει καπρίτσια, όλοι οι δικοί μας είναι γελαστοί και μιλούνε με πνεύμα». Το κάρφωσα τούτο στο μυαλό μου και το αποτέλεσμα ήτανε να είμαι χαρωπός, ευχαριστημένος και ξυπνός. Θυμούμαι ωστόσο περίφημα, πως ένοιωθα σύγκαιρα κι όλη την ατιμία και την ανανδρία μου, ίσια-ίσια επειδή ήμουνα όλο χαρά που αισθανόμουνα τον εαυτό μου λυτρωμένο, και ήξερα πως ποτέ πια δε θα είχα αισθήματα ευγενικά, μήτε εδώ κάτω, μήτε στην άλλη τ η ζωή ποτέ. Κι ακόμα κάτι άλλο: «Τι στιγμή εκείνη πραγματοποίησα τον εβραίικο το λόγο: «Ό,τι έρχεται από τον εαυτό σου είναι κακό μα δε βρωμά». Γιατί, μ' όλο που καταλάβαινα καλά πως ήμουνα άθλιος, δεν ντρεπόμουνα για τούτο, μήτε και βασανιζόμουνα…

«Καθώς έπινα τότε το τσάι και συζητούσα με τους άλλους, συλλογιζόμουνα για πρώτη φορά στη ζωή μου πως δεν ξέρω κι ούτε αισθάνομαι το κακό και το καλό, και πως όχι μονάχα έχασα τη συναίσθηση αυτή, αλλά ήξερα πως το κακό και το καλό δεν υπάρχουν, πως όλα αυτά ήτανε μονάχα πρόληψες· μπορούσα να λυτρωθώ από κάθε πρόληψη· αν όμως έφτανα ως στην απολύτρωση αυτή, θα χανόμουνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα συνείδηση τούτης της αλήθειας και την ένοιωσα ίσια-ίσια τη στιγμή που διασκέδαζα την παρέα με τις εξυπνάδες μου. Το θυμούμαι περίφημα. Πολλές φορές παλιές σκέψεις σου παρουσιάζονται σαν ολοκαίνουργες, κάποτε ύστερα από πενήντα χρόνια ζωής.

«Μ' όλα τούτα, είχα πάντα τέσσερα τα μάτια μου, και περίμενα πως κάτι θα μου τύχει. Και στις έντεκα το βράδυ, έτρεξε η κόρη του πορτιέρη του σπιτιού της Γκοροχοβίγιας και μου ‘φερε την είδηση πως η Ματριόσα κρεμάστηκε. Ακολούθησα το κοριτσάκι και βεβαιώθηκα πως η νοικοκυρά μου δεν ήξερε για ποιο λόγο είχε στείλει την κοπέλα εκείνη να με ειδοποιήσει. Ούρλιαζε και χτυπούσε το κεφάλι της, όπως κάνουν όλες οι τέτοιες γυναίκες σε παρόμοια περίσταση.

«Ήτανε εκεί κόσμος πολύς και αστυφύλακες, Έμεινα λίγον καιρό, ύστερα έφυγα.

«Δε με σκοτίσανε καθόλου, παρά μόνο για να μου γυρέψουνε μερικές πληροφορίες. Είπα μονάχα πως το κορίτσι ήτανε άρρωστο, είχε παραμιλητά, και πως είχα προτείνει κιόλας να ‘ρθει γιατρός και να τον πληρώσω εγώ. Με ρωτήσανε ακόμα και σχετικά με το σουγιά· είπα πως η νοικοκυρά είχε δείρει τότε την κόρη της, μα πως αυτό το πράμα δεν μπορούσε να ‘χει συνέπειες. Όσο για την παρουσία μου στο σπίτι εκείνο, το βράδυ της αυτοκτονίας της Ματριόσας, αυτήν δεν την υποπτεύθηκε κανένας. Η υπόθεση δεν είχε λοιπόν συνέπειες.

«Δεν ξαναγύρισα εκεί ολόκληρη τη βδομάδα, κι όταν ξαναπήγα, ξενοίκιασα το δωμάτιο. Η νοικοκυρά εξακολουθούσε ακόμα να θρηνεί, μ' όλο που άρχισε και πάλι να ράβει τα κουρέλια της, όπως πάντα.

«-Για το σουγιά σας τη μάλωσα όσο δεν έπρεπε, μου είπε χωρίς να δώσει και πολύν τόνο σ' αυτόν το λόγο της.

«Το δωμάτιο το ξενοίκιασα με την πρόφαση πως στενοχωριόμουνα να δέχομαι τη Νίνα σε τέτοια κατοικία. Τούτο έδωσε αφορμή στη νοικοκυρά να πει μερικά καλά λόγια για τη Νίνα. Καθώς έφευγα άφησα πέντε ρούβλια παραπάνω από το ποσό που χρωστούσα.

«Αφού πέρασε πια ο κίνδυνος, θα ξέχανα ολότελα το επεισόδιο της Γκοροχοβίγιας, όπως ξεχνούσα κάθε τι που έγινε την εποχή εκείνη, αν δεν αναθυμόμουνα στην αρχή με φούρκα την ανανδρία που είχα δείξει. Ξέχυνα τη χολή μου σ' ό,τι μπορούσα. Μου ήρθε ακόμη η ιδέα να χαλάσω τη ζωή κανενός, όσο πιο χειρότερα ήτανε βολετό. Ένα χρόνο μπροστήτερα, μου είχε περάσει κιόλας απ' το νου ν' αυτοκτονήσω· ύστερα βρήκα κάτι καλύτερο να κάμω.

«Κοιτάζοντας μια μέρα τη στραβοκάνα τη Μαρία Λιεβιαδκίνα, που βοηθούσε στο συγύρισμα των νοικιασμένων δωματίων, αποφάσισα άξαφνα να την παντρευτώ. Δεν ήταν ακόμα τότε τρελή, άλλα μονάχα ηλίθια, κουρόπαρτη, κ' ερωτεμένη στα κρυφά μ' έμενα.

Η ιδέα της παντρειάς του Σταυρόγκιν με πλάσμα που έστεκε στο πιο χαμηλό κοινωνικό σκαλοπάτι, μου ερέθιζε τα νεύρα. Αδύνατο να βάλεις με το νου σου πράμα περισσότερο παλαβό. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Ήτανε τάχα απόφαση ασυνείδητη, και που την πήρα μόνο και μόνο επειδή τα είχα με τον εαυτό μου για την ανανδρία που έδειξα τότε στην υπόθεση της Ματριόσας; Δεν το πιστεύω. Όπως και να ‘ναι, δεν παντρεύτηκα μονάχα επειδή «το ‘βαλα στοίχημα στο μεθύσι απάνω», που λέει ο λόγος. Οι μάρτυρες του γάμου ήτανε ο Κυρίλωφ και ο Πέτρος Βερχοβένσκυ, που βρισκόντανε τότε στην Πετρούπολη, περαστικοί, έπειτα Λιεβιαδκίν ο ίδιος κι ο Μαλώφ (πού πέθανε αργότερα). Δώσανε το λόγο τους να βαστάξουνε μυστικό το γάμο τούτο, και κανείς άλλος δεν τον έμαθε ποτέ. Η σιωπή αυτή μου φαινότανε πάντα σαν παλιανθρωπιά· κανένας όμως δε φανέρωσε ως τώρα τίποτα, μ' όλο που είχα σταθερή πρόθεση να τα τελαλήσω όλα· το κάνω λοιπόν κι αυτό τώρα μαζί μ' όλα τ' άλλα.

«Μόλις τέλειωσε η τελετή του γάμου, έφυγα για την επαρχία, όπου έμενε η μητέρα μου. Πήγα έχει για ν' αλλάξω κέφι, επειδή η κατάσταση μου ήταν ανυπόφορη. Άφησα στην πόλη μας την εντύπωση, πως ήμουνα τρελός, εντύπωση που δεν έσβησε ακόμα, και που σίγουρα με ζημιώνει. Ύστερα, έφυγα για το εξωτερικό, όπου έμεινα τέσσερα χρόνια.

«Ταξίδεψα στην Ανατολή· σ' ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, παρακολούθησα λειτουργίες που βαστούσανε οχτώ ώρες, δίχως διακοπή· πήγα στην Αίγυπτο, έζησα στην Ελβετία, και τράβηξα ως στην Ισπανία απάνω. Ακολούθησα ένα ολόκληρο χρόνο μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγκης στη Γερμανία. Την τελευταία χρονιά σχετίστηκα στο Παρίσι με μια οικογένεια ρούσικη ανώτερης αριστοκρατίας, κ' έπειτα με δυο νέες κοπέλες ρωσίδες στην 'Ελβετία.

«Περνώντας από τη Φρανκφούρτη, τώρα και κάνα δυο χρόνια, είδα σε μια βιτρίνα, ανάμεσα από πολλές φωτογραφίες, την εικόνα ενός μικρού κοριτσιού, που μ' όλο που φορούσε πολύ κομψά και πλούσια ρούχα, έμοιαζε ωστόσο εξαιρετικά με τη Ματριόσα.

Αγόρασα αμέσως τη φωτογραφία, και, σα γύρισα στο ξενοδοχείο την τοποθέτησα απάνω στο τζάκι μου. Έμεινε εκεί βδομάδα ολόκληρη, δίχως να της ρίξω ματιά μήτε μια φορά μονάχα, και φεύγοντας από την Φρανκφούρτη την ξέχασα. Το σημειώνω τούτο, για να δείξω ως ποιο σημείο κατάφερνα να είμαι κύριος του μνημονικού μου, και πόσο ήμουνα αναίσθητος απέναντι στις αναμνήσεις μου. Τις ξανάφερνα όλες με μιας, και σβήνανε πάλι ολότελα κάθε φορά που το ήθελα. Γενικά, τα περασμένα με βαριεστούσανε πάντα, και δεν μπορούσα ποτέ να μιλώ γι' αυτά, όπως κάνει απάνω-κάτω όλος ο κόσμος, αφού μάλιστα τα περασμένα μου, όπως και κάθε τι που αναφερότανε σ' εμένα, μου ήτανε μισητά. Όσο για τη Ματριόσα, ξέχασα ακόμα και τη φωτογραφία της απάνω στο τζάκι.

Πέρσι την άνοιξη, καθώς περνούσα από τη Γερμανία, ξέχασα από αφηρημάδα να κατεβώ στο σταθμό όπου θα ‘πρεπε ν' αλλάξω βαγόνι. Με υποχρεώσανε να βγω από το τραίνο στην ακόλουθη στάση. Ήταν δύο η ώρα τ' απόγεμα κ' ημέρα κατακάθαρη. Βρισκόμουνα σε μια πολύ μικρή γερμανική πολίχνη. Έπρεπε να περιμένω ως στις έντεκα τη νύχτα το πέρασμα του άλλου τραίνου. Δεν ήμουνα και πολύ δυσαρεστημένος με την περιπέτειά μου αυτήν, γιατί το ταξίδι μου δεν ήτανε καθόλου βιαστικό. Μου δείξανε ένα ξενοδοχείο, μικρό και όχι πολύ κόμοδο, μα που ήτανε ζωσμένο ολόκληρο από πρασινάδες κι από ανθισμένες βραγιές. Έφαγα πολύ καλά, και καθώς είχα ταξιδέψει, όλη τη νύχτα, ξαπλώθηκα στο κρεβάτι κατά τις τέσσερις τ' απόγεμα και πήρα έναν ύπνο περίφημο.

«Είδα ένα όνειρο πολύ αλλόκοτο, γιατί ποτέ μου άλλη φορά δεν είχα ιδεί παρόμοιο. Στην πινακοθήκη της Δρέσδης υπάρχει μια εικόνα του Κλοντ Λορέν, που, αν δε γελιέμαι, επιγράφεται στον κατάλογο : «Άκις και Γαλάτεια»· εγώ την ονόμαζα πάντα. «Ο χρυσούς αιών», δίχως να πολυξέρω για ποιο λόγο. Την είχα ιδεί κι άλλες φορές πρωτύτερα, ωστόσο μου είχε κάμει και πάλι εντύπωση, πριν από τρεις μέρες, στο πέρασμά μου εκείθε. Πήγα μάλιστα επίτηδες για να την ιδώ, κι ίσως μονάχα για χατίρι της να στάθηκα στη Δρέσδη. Τούτην την εικόνα είδα στ' όνειρό μου, όχι όμως σαν κάδρο, αλλά σαν τοπίο αληθινό.


Μέρος 2 (3) Part 2 (3)

«Άρχισα να της μιλώ με γλύκα και με σιγανή φωνή, από ανανδρία βέβαια, ένοιωσα όμως πως δεν καταλάβαινε· φοβήθηκα τότε περισσότερο. Άξαφνα σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της, όπως την άλλη τη φορά, ζύγωσε στο παράθυρο, και μου ‘στριψε τη ράχη. Ξαναγύρισα στην κάμαρά μου και κάθισα κ' εγώ σιμά στο παράθυρο.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έφυγα, αλλά εξακολουθούσα να μένω προσμένοντας, δίχως άλλο, ποιος ξέρει τι. Ίσως, αν έμενα πολλήν ώρα έτσι, να την σκότωνα σίγουρα για να δώσω ένα οποιοδήποτε τέλος σ' αυτήν την κατάσταση. Άκουσα όμως και πάλι τα βιαστικά βήματά της και την είδα να βγαίνει από την πόρτα, κ' υστέρα να τραβά μέσα από το ξύλινο χαγιάτι, απ' οπού κατέβαινε η σκάλα. Την ακολούθησα αμέσως και πρόφτασα να την ιδώ που έμπαινε σε μια καμαρούλα σκοτεινή, σ' ένα είδος αποθήκη μικρή, που ήτανε δίπλα στον απόπατο...

«Θυμούμαι, πως η καρδιά μου χτυπούσε φοβερά. Μια στιγμή αργότερα, κοίταξα το ρολόγι μου κ' έβαλα στο νου μου τι ώρα ήτανε σωστά. Τι μ' έσπρωχνε να ιδώ ακριβώς την ώρα, δεν το καλοξέρω· σίγουρο είναι πως επιθυμούσα να τα παρατηρήσω όλα καλά, και τα θυμούμαι περίφημα όλα.

«Σκοτείνιαζε· μια μύγα σφύριζε απάνω από το κεφάλι μου και κάθισε στο πρόσωπό μου. Την τσάκωσα, την κράτησα λίγες στιγμές μες στα δάχτυλα μου και την άφησα να φύγει απ' το παράθυρο. Ένα καρότσι μπήκε με μεγάλο θόρυβο στην αυλή. Από πολλήν ώρα, κάποιος ράφτης ξελαρυγγιαζότανε τραγουδώντας σιμά σ' ένα παράθυρο, σύρριζα σε μια κώχη της αυλής. Καθότανε στη δουλειά του κ' εγώ τον έβλεπα περίφημα. Μου ήρθε στο νου η σκέψη, πως αφού κανένας δε με είχε απαντήσει όταν πέρασα από την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκα στη σκάλα, έπρεπε ν' αποφύγω κάθε συναπάντημα άμα θα κατέβαινα. Έσπρωξα λοιπόν πίσω από το παράθυρο την καρέκλα μου και κάθισα με τέτοιον τρόπο, που να μην μπορούν οι νοικάρηδες να με βλέπουν.

«Ω, ανανδρία... Πήρα ένα βιβλίο, μα το πέταξα αμέσως κι άρχισα να κοιτάζω προσεχτικά μια μικρουλίτσα αράχνη κόκκινη που είχε σταθεί σ' ένα φύλλο απ' το γεράνι· βυθίστηκα έτσι σ' όνειρα. Τα θυμούμαι όλα, ως στην πιο μικρή λεπτομέρεια.

«Άξαφνα, έβγαλα και πάλι το ρολόγι μου: είχανε περάσει είκοσι λεπτά από τη στιγμή που είχε βγει η μικρή. Οι υποψίες μου αρχίσανε να παίρνουνε το δρόμο της βεβαιότητας. Τότε πήρα απόφαση να προσμείνω ένα κάρτο της ώρας ακόμα. Έδωσα στον εαυτό μου την προθεσμία αυτή. Ύστερα μου ήρθε η σκέψη να βεβαιωθώ, μήπως η μικρή ξαναγύρισε δίχως να την πάρω χαμπάρι. Σιωπή όμως απόλυτη βασίλευε, και θα μπορούσα ωστόσο ν' ακούσω και το θόρυβο εντόμου. Άξαφνα, η καρδιά μου ξανάρχισε να χτυπά. Έβγαλα το ρολόγι μου· μένανε ακόμα τρία λεπτά· τ' άφησα κι αυτά να περάσουνε, μ' όλο που η καρδιά μου χτυπούσε τόσο που έλεγα πως θα σπάσει. Σηκώθηκα τέλος, έβαλα το καπέλο στο κεφάλι μου, κούμπωσα το πανωφόρι μου κ' έριξα μια ματιά γύρω μου για να σιγουρευτώ, πως δεν άφησα ένα χνάρι με το πέρασμά μου.

«Έσπρωξα μαλακά την καρέκλα κατά το παράθυρο για να μπει πάλι στην πρώτη της θέση. Άνοιξα την πόρτα της εξόδου, την έκλεισα πάλι, την κλείδωσα και τράβηξα κατά το σκοτεινό καμαράκι. Η πόρτα ήτανε κλειστή, όχι όμως κλειδωμένη· έπειτα ήξερα πως δεν κλειδωνότανε ποτέ· δεν είχα όμως σκοπό να την ανοίξω· ανασηκώθηκα μονάχα στις μύτες των ποδιών μου και κοίταξα μέσα από τη σκισμάδα του επάνω μέρους της πόρτας. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα, πως άμα καθόμουνα σιμά στο παράθυρο και κοίταζα προσεχτικά τη μικρή κόκκινη αράχνη, έβαζα ίσια-ίσια με το νου μου το κίνημα αυτό· να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών μου και να κοιτάξω απ' το πάνω μέρος που χάσκει η πόρτα.

«Τη σημειώνω τούτη δω τη λεπτομέρεια γιατί θέλω να δείξω καθαρά και ξάστερα πόσο καλά ήμουνα στα λογικά μου, πως δεν ήμουνα τρελός και πως είμαι υπεύθυνος για όλα. Κοίταξα ώρα πολλή από τη σκισμάδα, γιατί ήτανε σκοτεινά, όχι όμως ολότελα σκοτεινά. Μ' ένα λόγο, είδα ό,τι μου χρειαζότανε...

«Αποφάσισα τότε να φύγω, και κατέβηκα τη σκάλα. Δεν απάντησα κανέναν, και κανένας δε θα μπορούσε να καταθέσει εναντίον μου.

«Ύστερα από τρεις ώρες ήμουνα μ' όλη τη βρωμοπαρέα κ' έπινα τσάι σε κάποιο εστιατόριο, παίζοντας χαρτιά με βγαλμένο σακάκι. Ο Λιεβιαδκίν απάγγελνε στίχους. Είχα κέφι πολύ· έλεγα πολλές εξυπνάδες, και τους έκανα όλους να γελούν. Κανένας δεν έπινε, μ' όλο που ήτανε απάνω στο τραπέζι μια μποτίλια ρούμι. Μονάχα ο Λιεβιαδκίν την τίμησε. Ο Μάλωφ είπε: «Άμα ο Νικόλας ο Βσεβολόδοβιτς είναι ευχαριστημένος και δεν έχει καπρίτσια, όλοι οι δικοί μας είναι γελαστοί και μιλούνε με πνεύμα». Το κάρφωσα τούτο στο μυαλό μου και το αποτέλεσμα ήτανε να είμαι χαρωπός, ευχαριστημένος και ξυπνός. Θυμούμαι ωστόσο περίφημα, πως ένοιωθα σύγκαιρα κι όλη την ατιμία και την ανανδρία μου, ίσια-ίσια επειδή ήμουνα όλο χαρά που αισθανόμουνα τον εαυτό μου λυτρωμένο, και ήξερα πως ποτέ πια δε θα είχα αισθήματα ευγενικά, μήτε εδώ κάτω, μήτε στην άλλη τ η ζωή ποτέ. Κι ακόμα κάτι άλλο: «Τι στιγμή εκείνη πραγματοποίησα τον εβραίικο το λόγο: «Ό,τι έρχεται από τον εαυτό σου είναι κακό μα δε βρωμά». Γιατί, μ' όλο που καταλάβαινα καλά πως ήμουνα άθλιος, δεν ντρεπόμουνα για τούτο, μήτε και βασανιζόμουνα…

«Καθώς έπινα τότε το τσάι και συζητούσα με τους άλλους, συλλογιζόμουνα για πρώτη φορά στη ζωή μου πως δεν ξέρω κι ούτε αισθάνομαι το κακό και το καλό, και πως όχι μονάχα έχασα τη συναίσθηση αυτή, αλλά ήξερα πως το κακό και το καλό δεν υπάρχουν, πως όλα αυτά ήτανε μονάχα πρόληψες· μπορούσα να λυτρωθώ από κάθε πρόληψη· αν όμως έφτανα ως στην απολύτρωση αυτή, θα χανόμουνα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα συνείδηση τούτης της αλήθειας και την ένοιωσα ίσια-ίσια τη στιγμή που διασκέδαζα την παρέα με τις εξυπνάδες μου. Το θυμούμαι περίφημα. Πολλές φορές παλιές σκέψεις σου παρουσιάζονται σαν ολοκαίνουργες, κάποτε ύστερα από πενήντα χρόνια ζωής.

«Μ' όλα τούτα, είχα πάντα τέσσερα τα μάτια μου, και περίμενα πως κάτι θα μου τύχει. Και στις έντεκα το βράδυ, έτρεξε η κόρη του πορτιέρη του σπιτιού της Γκοροχοβίγιας και μου ‘φερε την είδηση πως η Ματριόσα κρεμάστηκε. Ακολούθησα το κοριτσάκι και βεβαιώθηκα πως η νοικοκυρά μου δεν ήξερε για ποιο λόγο είχε στείλει την κοπέλα εκείνη να με ειδοποιήσει. Ούρλιαζε και χτυπούσε το κεφάλι της, όπως κάνουν όλες οι τέτοιες γυναίκες σε παρόμοια περίσταση.

«Ήτανε εκεί κόσμος πολύς και αστυφύλακες, Έμεινα λίγον καιρό, ύστερα έφυγα.

«Δε με σκοτίσανε καθόλου, παρά μόνο για να μου γυρέψουνε μερικές πληροφορίες. Είπα μονάχα πως το κορίτσι ήτανε άρρωστο, είχε παραμιλητά, και πως είχα προτείνει κιόλας να ‘ρθει γιατρός και να τον πληρώσω εγώ. Με ρωτήσανε ακόμα και σχετικά με το σουγιά· είπα πως η νοικοκυρά είχε δείρει τότε την κόρη της, μα πως αυτό το πράμα δεν μπορούσε να ‘χει συνέπειες. Όσο για την παρουσία μου στο σπίτι εκείνο, το βράδυ της αυτοκτονίας της Ματριόσας, αυτήν δεν την υποπτεύθηκε κανένας. Η υπόθεση δεν είχε λοιπόν συνέπειες.

«Δεν ξαναγύρισα εκεί ολόκληρη τη βδομάδα, κι όταν ξαναπήγα, ξενοίκιασα το δωμάτιο. Η νοικοκυρά εξακολουθούσε ακόμα να θρηνεί, μ' όλο που άρχισε και πάλι να ράβει τα κουρέλια της, όπως πάντα.

«-Για το σουγιά σας τη μάλωσα όσο δεν έπρεπε, μου είπε χωρίς να δώσει και πολύν τόνο σ' αυτόν το λόγο της.

«Το δωμάτιο το ξενοίκιασα με την πρόφαση πως στενοχωριόμουνα να δέχομαι τη Νίνα σε τέτοια κατοικία. Τούτο έδωσε αφορμή στη νοικοκυρά να πει μερικά καλά λόγια για τη Νίνα. Καθώς έφευγα άφησα πέντε ρούβλια παραπάνω από το ποσό που χρωστούσα.

«Αφού πέρασε πια ο κίνδυνος, θα ξέχανα ολότελα το επεισόδιο της Γκοροχοβίγιας, όπως ξεχνούσα κάθε τι που έγινε την εποχή εκείνη, αν δεν αναθυμόμουνα στην αρχή με φούρκα την ανανδρία που είχα δείξει. Ξέχυνα τη χολή μου σ' ό,τι μπορούσα. Μου ήρθε ακόμη η ιδέα να χαλάσω τη ζωή κανενός, όσο πιο χειρότερα ήτανε βολετό. Ένα χρόνο μπροστήτερα, μου είχε περάσει κιόλας απ' το νου ν' αυτοκτονήσω· ύστερα βρήκα κάτι καλύτερο να κάμω.

«Κοιτάζοντας μια μέρα τη στραβοκάνα τη Μαρία Λιεβιαδκίνα, που βοηθούσε στο συγύρισμα των νοικιασμένων δωματίων, αποφάσισα άξαφνα να την παντρευτώ. Δεν ήταν ακόμα τότε τρελή, άλλα μονάχα ηλίθια, κουρόπαρτη, κ' ερωτεμένη στα κρυφά μ' έμενα.

Η ιδέα της παντρειάς του Σταυρόγκιν με πλάσμα που έστεκε στο πιο χαμηλό κοινωνικό σκαλοπάτι, μου ερέθιζε τα νεύρα. Αδύνατο να βάλεις με το νου σου πράμα περισσότερο παλαβό. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Ήτανε τάχα απόφαση ασυνείδητη, και που την πήρα μόνο και μόνο επειδή τα είχα με τον εαυτό μου για την ανανδρία που έδειξα τότε στην υπόθεση της Ματριόσας; Δεν το πιστεύω. Όπως και να ‘ναι, δεν παντρεύτηκα μονάχα επειδή «το ‘βαλα στοίχημα στο μεθύσι απάνω», που λέει ο λόγος. Οι μάρτυρες του γάμου ήτανε ο Κυρίλωφ και ο Πέτρος Βερχοβένσκυ, που βρισκόντανε τότε στην Πετρούπολη, περαστικοί, έπειτα Λιεβιαδκίν ο ίδιος κι ο Μαλώφ (πού πέθανε αργότερα). Δώσανε το λόγο τους να βαστάξουνε μυστικό το γάμο τούτο, και κανείς άλλος δεν τον έμαθε ποτέ. Η σιωπή αυτή μου φαινότανε πάντα σαν παλιανθρωπιά· κανένας όμως δε φανέρωσε ως τώρα τίποτα, μ' όλο που είχα σταθερή πρόθεση να τα τελαλήσω όλα· το κάνω λοιπόν κι αυτό τώρα μαζί μ' όλα τ' άλλα.

«Μόλις τέλειωσε η τελετή του γάμου, έφυγα για την επαρχία, όπου έμενε η μητέρα μου. Πήγα έχει για ν' αλλάξω κέφι, επειδή η κατάσταση μου ήταν ανυπόφορη. Άφησα στην πόλη μας την εντύπωση, πως ήμουνα τρελός, εντύπωση που δεν έσβησε ακόμα, και που σίγουρα με ζημιώνει. Ύστερα, έφυγα για το εξωτερικό, όπου έμεινα τέσσερα χρόνια.

«Ταξίδεψα στην Ανατολή· σ' ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, παρακολούθησα λειτουργίες που βαστούσανε οχτώ ώρες, δίχως διακοπή· πήγα στην Αίγυπτο, έζησα στην Ελβετία, και τράβηξα ως στην Ισπανία απάνω. Ακολούθησα ένα ολόκληρο χρόνο μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγκης στη Γερμανία. Την τελευταία χρονιά σχετίστηκα στο Παρίσι με μια οικογένεια ρούσικη ανώτερης αριστοκρατίας, κ' έπειτα με δυο νέες κοπέλες ρωσίδες στην 'Ελβετία.

«Περνώντας από τη Φρανκφούρτη, τώρα και κάνα δυο χρόνια, είδα σε μια βιτρίνα, ανάμεσα από πολλές φωτογραφίες, την εικόνα ενός μικρού κοριτσιού, που μ' όλο που φορούσε πολύ κομψά και πλούσια ρούχα, έμοιαζε ωστόσο εξαιρετικά με τη Ματριόσα.

Αγόρασα αμέσως τη φωτογραφία, και, σα γύρισα στο ξενοδοχείο την τοποθέτησα απάνω στο τζάκι μου. Έμεινε εκεί βδομάδα ολόκληρη, δίχως να της ρίξω ματιά μήτε μια φορά μονάχα, και φεύγοντας από την Φρανκφούρτη την ξέχασα. Το σημειώνω τούτο, για να δείξω ως ποιο σημείο κατάφερνα να είμαι κύριος του μνημονικού μου, και πόσο ήμουνα αναίσθητος απέναντι στις αναμνήσεις μου. Τις ξανάφερνα όλες με μιας, και σβήνανε πάλι ολότελα κάθε φορά που το ήθελα. Γενικά, τα περασμένα με βαριεστούσανε πάντα, και δεν μπορούσα ποτέ να μιλώ γι' αυτά, όπως κάνει απάνω-κάτω όλος ο κόσμος, αφού μάλιστα τα περασμένα μου, όπως και κάθε τι που αναφερότανε σ' εμένα, μου ήτανε μισητά. Όσο για τη Ματριόσα, ξέχασα ακόμα και τη φωτογραφία της απάνω στο τζάκι.

Πέρσι την άνοιξη, καθώς περνούσα από τη Γερμανία, ξέχασα από αφηρημάδα να κατεβώ στο σταθμό όπου θα ‘πρεπε ν' αλλάξω βαγόνι. Με υποχρεώσανε να βγω από το τραίνο στην ακόλουθη στάση. Ήταν δύο η ώρα τ' απόγεμα κ' ημέρα κατακάθαρη. Βρισκόμουνα σε μια πολύ μικρή γερμανική πολίχνη. Έπρεπε να περιμένω ως στις έντεκα τη νύχτα το πέρασμα του άλλου τραίνου. Δεν ήμουνα και πολύ δυσαρεστημένος με την περιπέτειά μου αυτήν, γιατί το ταξίδι μου δεν ήτανε καθόλου βιαστικό. Μου δείξανε ένα ξενοδοχείο, μικρό και όχι πολύ κόμοδο, μα που ήτανε ζωσμένο ολόκληρο από πρασινάδες κι από ανθισμένες βραγιές. Έφαγα πολύ καλά, και καθώς είχα ταξιδέψει, όλη τη νύχτα, ξαπλώθηκα στο κρεβάτι κατά τις τέσσερις τ' απόγεμα και πήρα έναν ύπνο περίφημο.

«Είδα ένα όνειρο πολύ αλλόκοτο, γιατί ποτέ μου άλλη φορά δεν είχα ιδεί παρόμοιο. Στην πινακοθήκη της Δρέσδης υπάρχει μια εικόνα του Κλοντ Λορέν, που, αν δε γελιέμαι, επιγράφεται στον κατάλογο : «Άκις και Γαλάτεια»· εγώ την ονόμαζα πάντα. «Ο χρυσούς αιών», δίχως να πολυξέρω για ποιο λόγο. Την είχα ιδεί κι άλλες φορές πρωτύτερα, ωστόσο μου είχε κάμει και πάλι εντύπωση, πριν από τρεις μέρες, στο πέρασμά μου εκείθε. Πήγα μάλιστα επίτηδες για να την ιδώ, κι ίσως μονάχα για χατίρι της να στάθηκα στη Δρέσδη. Τούτην την εικόνα είδα στ' όνειρό μου, όχι όμως σαν κάδρο, αλλά σαν τοπίο αληθινό.