×

우리는 LingQ를 개선하기 위해서 쿠키를 사용합니다. 사이트를 방문함으로써 당신은 동의합니다 쿠키 정책.


image

Ντοστογιέφσκι - Η εξομολόγηση του Σταυρόγκιν, Μέρος 1 (1)

Μέρος 1 (1)

Ό Νικόλας Βσεβολόδοβιτς Σταυρόγκιν δεν κοιμήθηκε όλη εκείνη τη νύχτα κ' έμεινε καθισμένος στο ντιβάνι, καρφώνοντας συχνά-πυκνά το άτονο βλέμμα του σε κάποιο σημείο, εκεί, κατά τη γωνιά που ήταν σιμά της το κομμό.

Η λάμπα έμεινε αναμμένη όλη νύχτα. Κατά τις εφτά η ώρα το πρωί, τον πήρε ο ύπνος στην ίδια εκείνη θέση, κι όταν μπήκε στην κάμαρα ο γεροϋπηρέτης του, ο Αλέξης Γεγκόροβιτς, στις εννιάμιση ακριβώς, κατά πώς συνήθιζε κ' έφερε ένα φλιτζάνι καφέ, ο ερχομός του τον ξύπνησε, κι ανοίγοντας τα μάτια φάνηκε να ξαφνίστηκε και να δυσαρεστήθηκε που κοιμότανε τόσο αργά. Ήπιε γρήγορα τον καφέ του, ντύθηκε βιαστικά, κ' υστέρα έφυγε τρέχοντας απ' το σπίτι.

Στον Αλέξη Γεγκόροβιτς, που τον ρώτησε δειλά: «Δεν ορίζετε τίποτα;» δεν έδωσε καμιάν απόκριση.

Ο Σταυρόγκιν προχωρούσε με χαμηλωμένα μάτια, ολότελα βυθισμένος στις σκέψεις του, σηκώνοντας μόνο πού και πού το κεφάλι με κάποια αόριστη, μα επίμονη ανησυχία.

Σε κάποιο σταυροδρόμι, λίγο πάρα πέρα από το σπίτι του, πλήθος από μουζίκους, καμιά πενηνταριά ή και περισσότεροι, του φράξανε το δρόμο· περπατούσανε σιωπηλοί με τάξη. Κοντά στο μαγαζί, όπου αναγκάστηκε να σταματήσει ο Σταυρόγκιν μια στιγμή κάποιος είπε, πως αυτοί ήταν οι εργάτες της φάμπρικας του Σπιγκουλίν, που είχαν απεργήσει και κάνανε διαδήλωση. Μόλις και τους πρόσεξε.

Τέλος κατά τις δυόμιση, έφτασε στην πόρτα του μοναστηριού της Παναγίας της Σπασσο-Ευφημιώτισσας, που ήτανε στην άκρη της πόλης, σιμά στην ακροποταμιά. Τότε μονάχα φάνηκε σα να θυμήθηκε κάτι. Σταμάτησε, έψαξε με νευρικό κίνημα κάποιο δέμα που είχε στη μέσα τσέπη του και χαμογέλασε. Σα διάβηκε την οξώπορτα και μπήκε στην αυλή, ρώτησε τον πρώτο κατηχούμενο που απάντησε, πούθε να τραβήξει για να πάει στο κελί του δεσπότη Τύχωνα, που ζούσε αποτραβηγμένος στο μοναστήρι. Ο κατηχούμενος, αφού κοψομεσιάστηκε χαιρετώντας τον, προχώρησε μπροστά.

Στην άκρη της μακρουλής πρόσοψης του μοναστηριού, στεκότανε, σιμά στη σκάλα, ένας καλόγερος παχύς με μαλλιά ψαρά. Σκούντησε βιαστικά τον κατηχούμενο, πήρε αυτός τον επισκέπτη και, εξακολουθώντας ολοένα να τον χαιρέτα, τον οδήγησε μέσα από μακρύ και στενό διάδρομο. Χοντρός καθώς ήτανε ο καλόγερος αυτός, δεν καλοκατάφερνε να σκύβει το κορμί, κ' έτσι έγερνε με κίνημα βιαστικό το κεφάλι του μονάχα και καλούσε τον Σταυρόγκιν να τον ακολουθήσει, μ' όλο που τούτος πήγαινε βήμα-βήμα πίσω του.

Ο καλόγερος ρωτούσε και ξαναρωτούσε και μιλούσε για τον άγιο ηγούμενο, τον αρχιμανδρίτη· επειδή ωστόσο ο άλλος δεν του αποκρινότανε, ο καλόγερος άρχισε να δείχνει περισσότερο ολοένα σεβασμό.

Ο Σταυρόγκιν είδε, πως δεν ήταν άγνωστος στο μοναστήρι, κι όμως δε θυμότανε να είχε ξαναπάει εκεί απ' τα παιδιάτικά του χρόνια. Σα φτάσανε στην πόρτα που βρισκότανε στο βάθος του διαδρόμου, ο καλόγερος την άνοιξε με κίνημα επίσημο, ρώτησε τον πορτιέρη αν μπορούσανε να μπουν, και, δίχως να προσμένει απόκριση, έσπρωξε το πορτόφυλλο, κ' ύστερα σκύβοντας τη ράχη, έκαμε τόπο στον «αγαπητό» επισκέπτη να περάσει. Μόλις έβαλε στην τσέπη του το ρεγάλο του, εξαφανίστηκε.

Ο Σταυρόγκιν μπήκε σ' ένα κελί στενό, όπου την ίδια τη στιγμή πρόβαλε σταματώντας στην πόρτα της διπλανής κάμαρας, ένας άνθρωπος ψηλός, ξεραγκιανός, καμιά πενηνταριά χρονών, φορώντας το εσωτερικό του ράσο· η όψη του ήταν κάπως αρρωστιάρικη, στο πρόσωπο του χάραζε αχνό χαμόγελο κ' η ματιά του είχε κάποιαν έκφραση παράξενης δείλιας. Αυτός ήταν λοιπόν ο Τύχων, που ο Νικόλας Βσεβολόδοβιτς είχε πρωτακούσει να του τον αναφέρει ο φίλος του Σατώφ, και που, αργότερα, έλαβε κι ο ίδιας μερικές πληροφορίες για τον άνθρωπο. Οι πληροφορίες αυτές ήταν διάφορες κι αντιφατικές, συμφωνούσανε μόνο σε τούτο, πως κ' εκείνοι που αγαπούσαν κ' εκείνοι που δεν αγαπούσανε τον Τύχωνα (κ' υπήρχαν και τέτοιοι), δεν πολυμιλούσαν γι' αυτόν· εκείνοι που δεν τον αγαπούσανε σωπαίνανε από περιφρόνηση, βέβαια· εκείνοι που τον αγαπούσανε, και είχε οπαδούς φανατικούς, από κάποια επιφύλαξη, σα να θέλανε να κρατήσουνε κρυφό κάτι που τον αφορούσε, μιαν αδυναμία, ίσως και καμιά μανία του αλλόκοτη.

Ο Σταυρόγκιν έμαθε πως ο Τύχων είχε αποτραβηχτεί στο μοναστήρι έξη χρόνια τώρα και πως δεχότανε εκεί και ανθρώπους του λαού και υψηλές προσωπικότητες· είχε θαυμαστές θερμούς, ιδίως θαυμάστριες, ως πέρα, στην απόμακρη Πετρούπολη.

Απ' την άλλη πάλι μεριά, ο Σταυρόγκιν είχε ακούσει κάποιο παλιό μέλος της λέσχης του, ένα γέρο της καλύτερης κοινωνίας και πολύ θρήσκο, να λέει, πως «αυτός ο Τύχων ήτανε μισοπάλαβος, πλάσμα οποιαδήποτε ανάξιο λόγου, και, δίχως καμιάν αμφιβολία, μεθύστακας». Θα προσθέσω εγώ, προτρέχοντας από τα γεγονότα, πως ο τελευταίος τούτος λόγος ήταν απλούστατα ανόητος. Η αλήθεια είναι πως ο επίσκοπος είχε ρευματισμούς και κάπου-κάπου νευρικό τρεμούλιασμα στα πόδια. Ο Σταυρόγκιν είχε μάθει ακόμη, πώς ο δεσπότης δεν είχε καταφέρει, είτε από αδυναμία του χαρακτήρος, είτε από απροσεξία ανάρμοστη στην αξιοπρέπειά του, να εμπνεύσει στους καλογέρους του καταφυγίου του το σεβασμό που του έπρεπε. Λέγανε, πως ο αρχιμανδρίτης, που ήταν αυστηρός και σκληρός στην εκτέλεση των ηγουμενικών του καθηκόντων, και ξακουστός ακόμα για τη μόρφωση του, είχε ένα είδος έχθρας με τον πάτερ-Τύχωνα, τα ‘βαζε μαζί του (έμμεσα, βέβαια) για την ακανόνιστη ζωή του και τον κατηγορούσε απάνω-κάτω για αιρετικό. Οι άλλοι καλόγεροι του κοινοβίου φερνόντανε με τον άγιον άρρωστο κάπως οικεία.

Τα δύο κελιά που απαρτίζανε την κατοικία τον Τύχωνα, ήταν πολύ παράξενα επιπλωμένα. Ανάμεσα στα παλιά, τριμμένα πέτσινα καθίσματα, έβλεπες τρία τέσσερα έπιπλα κομψά: μια πλούσια αναπαυτική πολυθρόνα, ένα μεγάλο γραφείο, φίνα σκαλισμένο, μια πολύ όμορφη βιβλιοθήκη, τραπεζάκια μονοπόδαρα, εταζέρες που τις είχανε χαρίσει στο δεσπότη. Δίπλα σ' ένα πλούσιο χαλί της Βουχάρας ήτανε στρωμένες ψάθες απλές. Ανάμεσα σε χαλκογραφίες με θέματα κοσμικά ή μυθολογικά, ήτανε στη γωνία μια μεγάλη βιτρίνα με εικονίσματα, που λάμπανε από ασήμι και χρυσάφι, και μες σ' αυτά μια εικόνα παλιά που στόλιζε ένα κιβώτιο με άγια λείψανα. Λέγανε, πως κ' η βιβλιοθήκη είχε βιβλία πολύ ανάμικτου περιεχομένου: δίπλα στα συγγράμματα των αγίων πατέρων και των μαρτύρων του χριστιανισμού, ήταν βαλμένα «βιβλία θεατρικά και ρομάντζα, μπορεί και τίποτα ακόμα πιο χειρότερο».

Ύστερα από τα πρώτα φιλοφρονήματα, που ειπώθηκαν με στενοχώρια και με βιάση δίχως κανένα λόγο, ο Τύχων οδήγησε τον επισκέπτη του στο γραφείο, τον έβαλε να καθίσει στο ντιβάνι, μπρος σ' ένα τραπέζι, και κάθισε κι ο ίδιος σε μια πλεχτή πολυθρόνα. Ο Νικόλαος Βσεβολόδοβιτς κατασυγκινημένος, εξακολουθούσε να φαίνεται αφηρημένος πολύ. Έκανε την εντύπωση ανθρώπου αποφασισμένου να εκτελέσει κάποια πράξη εξαιρετική, αναπόφευκτη, άλλα που του φαινότανε του ίδιου πως δεν μπορούσε να εκτελεσθεί. Πρόσεξε αρκετή ώρα το κελί που χρησίμευε για γραφείο, χωρίς να διακρίνει όμως τίποτα· συλλογιζότανε, ωστόσο δεν ήξερε καλά-καλά κι ο ίδιος τι συλλογιζότανε. Η σιωπή τον έφερε στα λογικά του και του φάνηκε άξαφνα πως ο Τύχων χαμήλωνε τα μάτια ντροπαλά και μάλιστα πως χαμογελούσε ελαφρά και άκαιρα.

Ένοιωσε αμέσως αηδία κ' επανάσταση μέσα του, θέλησε να σηκωθεί να φύγει, επειδή του φάνηκε κιόλας πως ο Τύχων ήταν πιωμένος. Άξαφνα όμως εκείνος σήκωσε τα βλέφαρα και κάρφωσε απάνω του μια ματιά τόσο στερεή, τόσο γεμάτη σκέψεις, με κάποιαν έκφραση τόσο αναπάντεχη κ' αινιγματική, που ο Σταυρόγκιν τα ‘χασε. Του φάνηκε πως ο Τύχων είχε μαντέψει κιόλας για ποιο σκοπό ήρθε (μ' όλο που κανείς άνθρωπος στον κόσμο δεν μπορούσε να το ξέρει), κι αν δε μιλούσε πρώτος, ήτανε γιατί τόνε λυπότανε και φοβότανε μην τον ταπεινώσει.

-Με ξέρετε; ρώτησε έξαφνα ο Σταυρόγκιν. Σας συστήθηκα σα μπήκα μέσα; Είμαι πολύ αφηρημένος.

-Δε συστηθήκατε, είχα όμως την ευχαρίστηση να σας συναντήσω κάποτε, τώρα και τέσσερα χρόνια απάνω-κάτω, εδώ, στο μοναστήρι ... κατά τύχη.

Ο Τύχων μιλούσε αργά, με φωνή ανάλλαχτη και γλυκιά, προφέροντας καθαρά τις λέξεις.

-Ήρθα εγώ τώρα και τέσσερα χρόνια στο μοναστήρι τούτο; ρώτησε με ύφος κάπως πρόστυχο ο Νικόλας Βσεβολόδοβιτς· εδώ έχω έρθει πολύ μικρός μόνο, όταν εσείς δε μένατε στη μονή ...

-Μπορεί να το ξεχάσατε είπε ο Τύχων, χωρίς να επιμένει πολύ.

-Όχι δεν έχω ξεχάσει τίποτα, και θα ήταν αλήθεια κι απ' αλήθεια κωμικό να μην το θυμόμουνα, επέμεινε ο Σταυρόγκιν έντονα. Ίσως να ‘χετε μονάχα ακούσει τίποτα για μένα, να σχηματίσατε μια κάποια ιδέα μέσα σας κ' ύστερα σας φάνηκε πως με είχατε ιδωμένον.

Ο Τύχων δεν αποκρίθηκε. Τη στιγμή εκείνη ο Σταυρόγκιν πρόσεχε πως μικροί σπασμοί εσούφρωναν κάπου-κάπου το πρόσωπό του, φανερώνοντας κάποια χρόνια νευρική αρρώστια.

-Βλέπω πως είστε λιγουλάκι αδιάθετος σήμερα, θα ήταν καλύτερα να πηγαίνω.

Και μάλιστα σηκώθηκε από τη θέση του.

-Είναι αλήθεια, πως από χτες νοιώθω δυνατούς πόνους στα πόδια και κοιμήθηκα άσχημα την περασμένη νύχτα...

Ο Τύχων δεν απόσωσε το λόγο του. Ο ξένος του ξανάπεσε άξαφνα στο αόριστο ονειροπόλημα που είχε και πριν. Έτσι, η σιωπή βάσταξε αρκετά, δύο λεπτά της ώρας γεμάτα.

-Μ' εξετάζετε; ρώτησε άξαφνα ο Σταυρόγκιν, ύποπτα.

-Σας κοιτούσα και θυμόμουνα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μητέρας σας. Μ' όλη την εξωτερικήν ανομοιότητα, μοιάζετε οι δυο σας πολύ, εσωτερικά, πνευματικά.

-Δεν έχουμε καμιάν ομοιότητα, και μάλιστα πνευματική. Καμιάν απολύτως! φώναξε ο επισκέπτης με ταραχή και μ' επιμονή, χωρίς να ξέρει το γιατί. Το λέτε ... από οίκτο για την κατάστασή μου ... Κολοκύθια, πρόσθεσε απότομα. Αλήθεια η μητέρα μου έρχεται εδώ και σας βλέπει;

-Ναι.

-Δεν το ήξερα· δε μου ‘καμε ποτέ γι' αυτό λόγο... Συχνά;

-Σχεδόν κάθε μήνα, κάποτε και συχνότερα.

-Ποτέ δεν την άκουσα να μιλήσει γι' αυτό, ποτέ... Κ' εσείς, θα την ακούσατε βέβαια να σας μιλά για μένα σα για κανέναν τρελό;

-Όχι δα για τρελό, να πούμε την αλήθεια. Άλλοι όμως πολλοί μου έκαμαν τέτοιους υπαινιγμούς.

-Έχετε λοιπόν μνημονικό περίφημο, αφού μπορείτε και θυμάστε τέτοια μικροπράματα... και για τον μπάτσο πού έφαγα, ακούσατε να πούνε τίποτα;

-Ναι, κάτι.

-Δηλαδή, όλα. Έχετε, έπειτα, πολύ καιρό για ν' ακούτε τέτοια πράματα. Και για τη μονομαχία;

-Ακόμα και για τη μονομαχία.

-Εδώ, βλέπω, μαθαίνετε πολλά πράματα. Δε σας χρειάζονται μήτε εφημερίδες! Κι ο Σάτωφ, σας μίλησε κι αυτός για μένα;

-Όχι. Γνωρίζω όμως πολύ καλά τον κ. Σάτωφ, μολονότι πάει καιρός τώρα πού δεν τον έχω ιδεί.

-Χμ... Τι είναι τούτος ο χάρτης, εδώ πέρα; Μπα! Είναι χάρτης του τελευταίου πολέμου. Τι σας χρειάζεται εσάς;

-Συμβουλεύομαι το χάρτη για να διαφωτίζω το κείμενο... Πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή.

-Για να ιδώ... Ναι, η περιγραφή είναι πολύ καλή. Παράξενο ωστόσο ανάγνωσμα για σας.

Πήρε το βιβλίο κ' έριξε μια ματιά. Ήταν ογκώδης διήγηση, καλογραμμένη, των περιστατικών του τελευταίου πολέμου, από άποψη μάλλον λογοτεχνική παρά στρατιωτική. Αφού ξεφύλλισε γοργά-γοργά το βιβλίο, το πέταξε με κίνημα ανυπόμονο.

-Δεν ξέρω, μα την αλήθεια, για ποιο λόγο ήρθα εδώ! είπε με αηδία κοιτάζοντας ολόισια μες στα μάτια τον Τύχωνα, σα να περίμενε την απόκρισή του.

-Φαίνεστε πως είστε αδιάθετος κ' εσείς.

-Ναι, λιγάκι.

Και άρχισε αμέσως να διηγείται με φράσεις σύντομες, απότομες, πως, ιδίως τη νύχτα, του φαινότανε πως βλέπει φαντάσματα, πως κάπου-κάπου έβλεπε η ένιωθε δίπλα του κάποιο ον κακό, χλευαστικό και πονηρό, κάποιο ον αλλόκοτο, με πολλές όψεις και με διάφορους χαραχτήρες, μ' όλο που είναι ένα και το ίδιο πρόσωπο, -πρόσωπο που με κάνει πάντα να φρενιάζω...

Οι μωρόλογες αυτές εξομολογήσεις μοιάζανε με λόγια παλαβού. Ωστόσο, ο Νικόλας Βσεβολόδοβιτς μιλούσε με τέτοια αλλόκοτη ειλικρίνεια, με μια αφέλεια τόσο αντίθετη προς το χαρακτήρα του, που θα ‘λεγες πως έγινε άλλος άνθρωπος, ολότελα αλλιώτικος. Δεν ντρεπότανε καθόλου να μολογά πόσο φοβότανε το φάντασμα που παρουσιαζότανε μπροστά του. Όμως τούτο βάσταξε μια στιγμή μονάχα κ' έσβησε ξαφνικά, όπως και ξαφνικά είχε φανερωθεί.

-Κουταμάρες! φώναξε με πείσμα σα να ξανάβρισκε με μιας τα λογικά του. Θα πάω να με ιδεί κάνας γιατρός.

-Πήγαινε χωρίς άλλο, είπε ο Τύχων. Μιλάτε με τόση πεποίθηση...

-Σας έχουνε τύχει και άλλοτε άνθρωποι τέτοιοι, σαν κ' εμένα που να βλέπουν παρόμοια φαντάσματα;

-Μου τύχανε πολύ σπάνια όμως. Δε θυμούμαι παρά ένα μονάχα περιστατικό, όμοιο με το δικό σας. Κάποιον αξιωματικό, που είχε χάσει, λίγες μέρες πρωτύτερα, τη γυναίκα του, την ανεκτίμητη συντρόφισσα της ζωής του. Για τον άλλο τον άρρωστο, άκουσα, μονάχα να γίνεται λόγος. Κ' οι δυο τους κάνανε συστηματική θεραπεία και γιατρευτήκανε στο εξωτερικό... Εσείς όμως, βασανίζεστε μ' αυτόν τον τρόπο πολύν καιρό;

-Τώρα κ' ένα χρόνο, απάνω-κάτω... Μα, δε βαριέστε! Θα πάω σε κανένα γιατρό... Μ' ένα λόγο, βλακείες!... Είναι ο ίδιος ο εαυτός μου σε διάφορες μορφές, τίποτ' άλλο. Μα, αφού μίλησα τώρα με τέτοιον... τρόπο, εσείς σίγουρα θα βάλετε με το νου σας πως αμφιβάλλω, πως δεν είμαι σίγουρος, αν εγώ είμαι ο εαυτός μου, κι όχι κάνας διάολος.

Ο Τύχων τον κοίταξε με ερωτηματικό ύφος.

- Ώστε λοιπόν το βλέπετε το φάντασμα αληθινά; ρώτησε. Θέλω να πω, έξω κι από κάθε αμφιβολία, πως η παράκρουσή σας είναι κατάσταση αρρώστιας, βλέπετε πραγματικά κανένα στοιχειό;


Μέρος 1 (1) Teil 1 (1) Part 1 (1) Parte 1 (1) Partie 1 (1)

Ό Νικόλας Βσεβολόδοβιτς Σταυρόγκιν δεν κοιμήθηκε όλη εκείνη τη νύχτα κ' έμεινε καθισμένος στο ντιβάνι, καρφώνοντας συχνά-πυκνά το άτονο βλέμμα του σε κάποιο σημείο, εκεί, κατά τη γωνιά που ήταν σιμά της το κομμό. Nicholas Vsevolodovich Stavrogin did not sleep all that night, and remained seated in the divan, often and often fixing his languid gaze on some spot, there in the corner where the dresser was. Nikolay Vsevolodoviç Stavrogin o gece hiç uyumadı ve divanda oturmaya devam etti, sık sık durgun bakışlarını köşedeki şifonyerin olduğu yere dikiyordu.

Η λάμπα έμεινε αναμμένη όλη νύχτα. The lamp stayed on all night. Κατά τις εφτά η ώρα το πρωί, τον πήρε ο ύπνος στην ίδια εκείνη θέση, κι όταν μπήκε στην κάμαρα ο γεροϋπηρέτης του, ο Αλέξης Γεγκόροβιτς, στις εννιάμιση ακριβώς, κατά πώς συνήθιζε κ' έφερε ένα φλιτζάνι καφέ, ο ερχομός του τον ξύπνησε, κι ανοίγοντας τα μάτια φάνηκε να ξαφνίστηκε και να δυσαρεστήθηκε που κοιμότανε τόσο αργά. At seven o'clock in the morning he fell asleep in that very place, and when his old servant, Alexis Yegorovitch, entered the chamber at exactly half-past nine, as was his wont, and brought a cup of coffee, his coming awoke him, and opening his eyes he seemed startled and displeased at sleeping so late. Ήπιε γρήγορα τον καφέ του, ντύθηκε βιαστικά, κ' υστέρα έφυγε τρέχοντας απ' το σπίτι.

Στον Αλέξη Γεγκόροβιτς, που τον ρώτησε δειλά: «Δεν ορίζετε τίποτα;» δεν έδωσε καμιάν απόκριση.

Ο Σταυρόγκιν προχωρούσε με χαμηλωμένα μάτια, ολότελα βυθισμένος στις σκέψεις του, σηκώνοντας μόνο πού και πού το κεφάλι με κάποια αόριστη, μα επίμονη ανησυχία.

Σε κάποιο σταυροδρόμι, λίγο πάρα πέρα από το σπίτι του, πλήθος από μουζίκους, καμιά πενηνταριά ή και περισσότεροι, του φράξανε το δρόμο· περπατούσανε σιωπηλοί με τάξη. Κοντά στο μαγαζί, όπου αναγκάστηκε να σταματήσει ο Σταυρόγκιν μια στιγμή κάποιος είπε, πως αυτοί ήταν οι εργάτες της φάμπρικας του Σπιγκουλίν, που είχαν απεργήσει και κάνανε διαδήλωση. Μόλις και τους πρόσεξε.

Τέλος κατά τις δυόμιση, έφτασε στην πόρτα του μοναστηριού της Παναγίας της Σπασσο-Ευφημιώτισσας, που ήτανε στην άκρη της πόλης, σιμά στην ακροποταμιά. Τότε μονάχα φάνηκε σα να θυμήθηκε κάτι. Σταμάτησε, έψαξε με νευρικό κίνημα κάποιο δέμα που είχε στη μέσα τσέπη του και χαμογέλασε. Σα διάβηκε την οξώπορτα και μπήκε στην αυλή, ρώτησε τον πρώτο κατηχούμενο που απάντησε, πούθε να τραβήξει για να πάει στο κελί του δεσπότη Τύχωνα, που ζούσε αποτραβηγμένος στο μοναστήρι. Ο κατηχούμενος, αφού κοψομεσιάστηκε χαιρετώντας τον, προχώρησε μπροστά.

Στην άκρη της μακρουλής πρόσοψης του μοναστηριού, στεκότανε, σιμά στη σκάλα, ένας καλόγερος παχύς με μαλλιά ψαρά. Σκούντησε βιαστικά τον κατηχούμενο, πήρε αυτός τον επισκέπτη και, εξακολουθώντας ολοένα να τον χαιρέτα, τον οδήγησε μέσα από μακρύ και στενό διάδρομο. Χοντρός καθώς ήτανε ο καλόγερος αυτός, δεν καλοκατάφερνε να σκύβει το κορμί, κ' έτσι έγερνε με κίνημα βιαστικό το κεφάλι του μονάχα και καλούσε τον Σταυρόγκιν να τον ακολουθήσει, μ' όλο που τούτος πήγαινε βήμα-βήμα πίσω του.

Ο καλόγερος ρωτούσε και ξαναρωτούσε και μιλούσε για τον άγιο ηγούμενο, τον αρχιμανδρίτη· επειδή ωστόσο ο άλλος δεν του αποκρινότανε, ο καλόγερος άρχισε να δείχνει περισσότερο ολοένα σεβασμό.

Ο Σταυρόγκιν είδε, πως δεν ήταν άγνωστος στο μοναστήρι, κι όμως δε θυμότανε να είχε ξαναπάει εκεί απ' τα παιδιάτικά του χρόνια. Σα φτάσανε στην πόρτα που βρισκότανε στο βάθος του διαδρόμου, ο καλόγερος την άνοιξε με κίνημα επίσημο, ρώτησε τον πορτιέρη αν μπορούσανε να μπουν, και, δίχως να προσμένει απόκριση, έσπρωξε το πορτόφυλλο, κ' ύστερα σκύβοντας τη ράχη, έκαμε τόπο στον «αγαπητό» επισκέπτη να περάσει. Μόλις έβαλε στην τσέπη του το ρεγάλο του, εξαφανίστηκε.

Ο Σταυρόγκιν μπήκε σ' ένα κελί στενό, όπου την ίδια τη στιγμή πρόβαλε σταματώντας στην πόρτα της διπλανής κάμαρας, ένας άνθρωπος ψηλός, ξεραγκιανός, καμιά πενηνταριά χρονών, φορώντας το εσωτερικό του ράσο· η όψη του ήταν κάπως αρρωστιάρικη, στο πρόσωπο του χάραζε αχνό χαμόγελο κ' η ματιά του είχε κάποιαν έκφραση παράξενης δείλιας. Αυτός ήταν λοιπόν ο Τύχων, που ο Νικόλας Βσεβολόδοβιτς είχε πρωτακούσει να του τον αναφέρει ο φίλος του Σατώφ, και που, αργότερα, έλαβε κι ο ίδιας μερικές πληροφορίες για τον άνθρωπο. Οι πληροφορίες αυτές ήταν διάφορες κι αντιφατικές, συμφωνούσανε μόνο σε τούτο, πως κ' εκείνοι που αγαπούσαν κ' εκείνοι που δεν αγαπούσανε τον Τύχωνα (κ' υπήρχαν και τέτοιοι), δεν πολυμιλούσαν γι' αυτόν· εκείνοι που δεν τον αγαπούσανε σωπαίνανε από περιφρόνηση, βέβαια· εκείνοι που τον αγαπούσανε, και είχε οπαδούς φανατικούς, από κάποια επιφύλαξη, σα να θέλανε να κρατήσουνε κρυφό κάτι που τον αφορούσε, μιαν αδυναμία, ίσως και καμιά μανία του αλλόκοτη.

Ο Σταυρόγκιν έμαθε πως ο Τύχων είχε αποτραβηχτεί στο μοναστήρι έξη χρόνια τώρα και πως δεχότανε εκεί και ανθρώπους του λαού και υψηλές προσωπικότητες· είχε θαυμαστές θερμούς, ιδίως θαυμάστριες, ως πέρα, στην απόμακρη Πετρούπολη.

Απ' την άλλη πάλι μεριά, ο Σταυρόγκιν είχε ακούσει κάποιο παλιό μέλος της λέσχης του, ένα γέρο της καλύτερης κοινωνίας και πολύ θρήσκο, να λέει, πως «αυτός ο Τύχων ήτανε μισοπάλαβος, πλάσμα οποιαδήποτε ανάξιο λόγου, και, δίχως καμιάν αμφιβολία, μεθύστακας». Θα προσθέσω εγώ, προτρέχοντας από τα γεγονότα, πως ο τελευταίος τούτος λόγος ήταν απλούστατα ανόητος. Η αλήθεια είναι πως ο επίσκοπος είχε ρευματισμούς και κάπου-κάπου νευρικό τρεμούλιασμα στα πόδια. Ο Σταυρόγκιν είχε μάθει ακόμη, πώς ο δεσπότης δεν είχε καταφέρει, είτε από αδυναμία του χαρακτήρος, είτε από απροσεξία ανάρμοστη στην αξιοπρέπειά του, να εμπνεύσει στους καλογέρους του καταφυγίου του το σεβασμό που του έπρεπε. Λέγανε, πως ο αρχιμανδρίτης, που ήταν αυστηρός και σκληρός στην εκτέλεση των ηγουμενικών του καθηκόντων, και ξακουστός ακόμα για τη μόρφωση του, είχε ένα είδος έχθρας με τον πάτερ-Τύχωνα, τα ‘βαζε μαζί του (έμμεσα, βέβαια) για την ακανόνιστη ζωή του και τον κατηγορούσε απάνω-κάτω για αιρετικό. Οι άλλοι καλόγεροι του κοινοβίου φερνόντανε με τον άγιον άρρωστο κάπως οικεία.

Τα δύο κελιά που απαρτίζανε την κατοικία τον Τύχωνα, ήταν πολύ παράξενα επιπλωμένα. Ανάμεσα στα παλιά, τριμμένα πέτσινα καθίσματα, έβλεπες τρία τέσσερα έπιπλα κομψά: μια πλούσια αναπαυτική πολυθρόνα, ένα μεγάλο γραφείο, φίνα σκαλισμένο, μια πολύ όμορφη βιβλιοθήκη, τραπεζάκια μονοπόδαρα, εταζέρες που τις είχανε χαρίσει στο δεσπότη. Δίπλα σ' ένα πλούσιο χαλί της Βουχάρας ήτανε στρωμένες ψάθες απλές. Ανάμεσα σε χαλκογραφίες με θέματα κοσμικά ή μυθολογικά, ήτανε στη γωνία μια μεγάλη βιτρίνα με εικονίσματα, που λάμπανε από ασήμι και χρυσάφι, και μες σ' αυτά μια εικόνα παλιά που στόλιζε ένα κιβώτιο με άγια λείψανα. Λέγανε, πως κ' η βιβλιοθήκη είχε βιβλία πολύ ανάμικτου περιεχομένου: δίπλα στα συγγράμματα των αγίων πατέρων και των μαρτύρων του χριστιανισμού, ήταν βαλμένα «βιβλία θεατρικά και ρομάντζα, μπορεί και τίποτα ακόμα πιο χειρότερο».

Ύστερα από τα πρώτα φιλοφρονήματα, που ειπώθηκαν με στενοχώρια και με βιάση δίχως κανένα λόγο, ο Τύχων οδήγησε τον επισκέπτη του στο γραφείο, τον έβαλε να καθίσει στο ντιβάνι, μπρος σ' ένα τραπέζι, και κάθισε κι ο ίδιος σε μια πλεχτή πολυθρόνα. Ο Νικόλαος Βσεβολόδοβιτς κατασυγκινημένος, εξακολουθούσε να φαίνεται αφηρημένος πολύ. Έκανε την εντύπωση ανθρώπου αποφασισμένου να εκτελέσει κάποια πράξη εξαιρετική, αναπόφευκτη, άλλα που του φαινότανε του ίδιου πως δεν μπορούσε να εκτελεσθεί. Πρόσεξε αρκετή ώρα το κελί που χρησίμευε για γραφείο, χωρίς να διακρίνει όμως τίποτα· συλλογιζότανε, ωστόσο δεν ήξερε καλά-καλά κι ο ίδιος τι συλλογιζότανε. Η σιωπή τον έφερε στα λογικά του και του φάνηκε άξαφνα πως ο Τύχων χαμήλωνε τα μάτια ντροπαλά και μάλιστα πως χαμογελούσε ελαφρά και άκαιρα.

Ένοιωσε αμέσως αηδία κ' επανάσταση μέσα του, θέλησε να σηκωθεί να φύγει, επειδή του φάνηκε κιόλας πως ο Τύχων ήταν πιωμένος. Άξαφνα όμως εκείνος σήκωσε τα βλέφαρα και κάρφωσε απάνω του μια ματιά τόσο στερεή, τόσο γεμάτη σκέψεις, με κάποιαν έκφραση τόσο αναπάντεχη κ' αινιγματική, που ο Σταυρόγκιν τα ‘χασε. Του φάνηκε πως ο Τύχων είχε μαντέψει κιόλας για ποιο σκοπό ήρθε (μ' όλο που κανείς άνθρωπος στον κόσμο δεν μπορούσε να το ξέρει), κι αν δε μιλούσε πρώτος, ήτανε γιατί τόνε λυπότανε και φοβότανε μην τον ταπεινώσει.

-Με ξέρετε; ρώτησε έξαφνα ο Σταυρόγκιν. Σας συστήθηκα σα μπήκα μέσα; Είμαι πολύ αφηρημένος.

-Δε συστηθήκατε, είχα όμως την ευχαρίστηση να σας συναντήσω κάποτε, τώρα και τέσσερα χρόνια απάνω-κάτω, εδώ, στο μοναστήρι ... κατά τύχη.

Ο Τύχων μιλούσε αργά, με φωνή ανάλλαχτη και γλυκιά, προφέροντας καθαρά τις λέξεις.

-Ήρθα εγώ τώρα και τέσσερα χρόνια στο μοναστήρι τούτο; ρώτησε με ύφος κάπως πρόστυχο ο Νικόλας Βσεβολόδοβιτς· εδώ έχω έρθει πολύ μικρός μόνο, όταν εσείς δε μένατε στη μονή ...

-Μπορεί να το ξεχάσατε είπε ο Τύχων, χωρίς να επιμένει πολύ.

-Όχι δεν έχω ξεχάσει τίποτα, και θα ήταν αλήθεια κι απ' αλήθεια κωμικό να μην το θυμόμουνα, επέμεινε ο Σταυρόγκιν έντονα. Ίσως να ‘χετε μονάχα ακούσει τίποτα για μένα, να σχηματίσατε μια κάποια ιδέα μέσα σας κ' ύστερα σας φάνηκε πως με είχατε ιδωμένον.

Ο Τύχων δεν αποκρίθηκε. Τη στιγμή εκείνη ο Σταυρόγκιν πρόσεχε πως μικροί σπασμοί εσούφρωναν κάπου-κάπου το πρόσωπό του, φανερώνοντας κάποια χρόνια νευρική αρρώστια.

-Βλέπω πως είστε λιγουλάκι αδιάθετος σήμερα, θα ήταν καλύτερα να πηγαίνω.

Και μάλιστα σηκώθηκε από τη θέση του.

-Είναι αλήθεια, πως από χτες νοιώθω δυνατούς πόνους στα πόδια και κοιμήθηκα άσχημα την περασμένη νύχτα...

Ο Τύχων δεν απόσωσε το λόγο του. Ο ξένος του ξανάπεσε άξαφνα στο αόριστο ονειροπόλημα που είχε και πριν. Έτσι, η σιωπή βάσταξε αρκετά, δύο λεπτά της ώρας γεμάτα.

-Μ' εξετάζετε; ρώτησε άξαφνα ο Σταυρόγκιν, ύποπτα.

-Σας κοιτούσα και θυμόμουνα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της μητέρας σας. Μ' όλη την εξωτερικήν ανομοιότητα, μοιάζετε οι δυο σας πολύ, εσωτερικά, πνευματικά.

-Δεν έχουμε καμιάν ομοιότητα, και μάλιστα πνευματική. Καμιάν απολύτως! φώναξε ο επισκέπτης με ταραχή και μ' επιμονή, χωρίς να ξέρει το γιατί. Το λέτε ... από οίκτο για την κατάστασή μου ... Κολοκύθια, πρόσθεσε απότομα. Αλήθεια η μητέρα μου έρχεται εδώ και σας βλέπει;

-Ναι.

-Δεν το ήξερα· δε μου ‘καμε ποτέ γι' αυτό λόγο... Συχνά;

-Σχεδόν κάθε μήνα, κάποτε και συχνότερα.

-Ποτέ δεν την άκουσα να μιλήσει γι' αυτό, ποτέ... Κ' εσείς, θα την ακούσατε βέβαια να σας μιλά για μένα σα για κανέναν τρελό;

-Όχι δα για τρελό, να πούμε την αλήθεια. Άλλοι όμως πολλοί μου έκαμαν τέτοιους υπαινιγμούς.

-Έχετε λοιπόν μνημονικό περίφημο, αφού μπορείτε και θυμάστε τέτοια μικροπράματα... και για τον μπάτσο πού έφαγα, ακούσατε να πούνε τίποτα;

-Ναι, κάτι.

-Δηλαδή, όλα. Έχετε, έπειτα, πολύ καιρό για ν' ακούτε τέτοια πράματα. Και για τη μονομαχία;

-Ακόμα και για τη μονομαχία.

-Εδώ, βλέπω, μαθαίνετε πολλά πράματα. Δε σας χρειάζονται μήτε εφημερίδες! Κι ο Σάτωφ, σας μίλησε κι αυτός για μένα;

-Όχι. Γνωρίζω όμως πολύ καλά τον κ. Σάτωφ, μολονότι πάει καιρός τώρα πού δεν τον έχω ιδεί.

-Χμ... Τι είναι τούτος ο χάρτης, εδώ πέρα; Μπα! Είναι χάρτης του τελευταίου πολέμου. Τι σας χρειάζεται εσάς;

-Συμβουλεύομαι το χάρτη για να διαφωτίζω το κείμενο... Πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή.

-Για να ιδώ... Ναι, η περιγραφή είναι πολύ καλή. Παράξενο ωστόσο ανάγνωσμα για σας.

Πήρε το βιβλίο κ' έριξε μια ματιά. Ήταν ογκώδης διήγηση, καλογραμμένη, των περιστατικών του τελευταίου πολέμου, από άποψη μάλλον λογοτεχνική παρά στρατιωτική. Αφού ξεφύλλισε γοργά-γοργά το βιβλίο, το πέταξε με κίνημα ανυπόμονο.

-Δεν ξέρω, μα την αλήθεια, για ποιο λόγο ήρθα εδώ! είπε με αηδία κοιτάζοντας ολόισια μες στα μάτια τον Τύχωνα, σα να περίμενε την απόκρισή του.

-Φαίνεστε πως είστε αδιάθετος κ' εσείς.

-Ναι, λιγάκι.

Και άρχισε αμέσως να διηγείται με φράσεις σύντομες, απότομες, πως, ιδίως τη νύχτα, του φαινότανε πως βλέπει φαντάσματα, πως κάπου-κάπου έβλεπε η ένιωθε δίπλα του κάποιο ον κακό, χλευαστικό και πονηρό, κάποιο ον αλλόκοτο, με πολλές όψεις και με διάφορους χαραχτήρες, μ' όλο που είναι ένα και το ίδιο πρόσωπο, -πρόσωπο που με κάνει πάντα να φρενιάζω...

Οι μωρόλογες αυτές εξομολογήσεις μοιάζανε με λόγια παλαβού. Ωστόσο, ο Νικόλας Βσεβολόδοβιτς μιλούσε με τέτοια αλλόκοτη ειλικρίνεια, με μια αφέλεια τόσο αντίθετη προς το χαρακτήρα του, που θα ‘λεγες πως έγινε άλλος άνθρωπος, ολότελα αλλιώτικος. Δεν ντρεπότανε καθόλου να μολογά πόσο φοβότανε το φάντασμα που παρουσιαζότανε μπροστά του. Όμως τούτο βάσταξε μια στιγμή μονάχα κ' έσβησε ξαφνικά, όπως και ξαφνικά είχε φανερωθεί.

-Κουταμάρες! φώναξε με πείσμα σα να ξανάβρισκε με μιας τα λογικά του. Θα πάω να με ιδεί κάνας γιατρός.

-Πήγαινε χωρίς άλλο, είπε ο Τύχων. Μιλάτε με τόση πεποίθηση...

-Σας έχουνε τύχει και άλλοτε άνθρωποι τέτοιοι, σαν κ' εμένα που να βλέπουν παρόμοια φαντάσματα;

-Μου τύχανε πολύ σπάνια όμως. Δε θυμούμαι παρά ένα μονάχα περιστατικό, όμοιο με το δικό σας. Κάποιον αξιωματικό, που είχε χάσει, λίγες μέρες πρωτύτερα, τη γυναίκα του, την ανεκτίμητη συντρόφισσα της ζωής του. Για τον άλλο τον άρρωστο, άκουσα, μονάχα να γίνεται λόγος. Κ' οι δυο τους κάνανε συστηματική θεραπεία και γιατρευτήκανε στο εξωτερικό... Εσείς όμως, βασανίζεστε μ' αυτόν τον τρόπο πολύν καιρό;

-Τώρα κ' ένα χρόνο, απάνω-κάτω... Μα, δε βαριέστε! Θα πάω σε κανένα γιατρό... Μ' ένα λόγο, βλακείες!... Είναι ο ίδιος ο εαυτός μου σε διάφορες μορφές, τίποτ' άλλο. Μα, αφού μίλησα τώρα με τέτοιον... τρόπο, εσείς σίγουρα θα βάλετε με το νου σας πως αμφιβάλλω, πως δεν είμαι σίγουρος, αν εγώ είμαι ο εαυτός μου, κι όχι κάνας διάολος.

Ο Τύχων τον κοίταξε με ερωτηματικό ύφος.

- Ώστε λοιπόν το βλέπετε το φάντασμα αληθινά; ρώτησε. Θέλω να πω, έξω κι από κάθε αμφιβολία, πως η παράκρουσή σας είναι κατάσταση αρρώστιας, βλέπετε πραγματικά κανένα στοιχειό;