×

LingQをより快適にするためCookieを使用しています。サイトの訪問により同意したと見なされます クッキーポリシー.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), III. Αφέντης και Δούλος

III. Αφέντης και Δούλος

Στην αρχή του δρόμου φυσούσε ακόμα και για τούτο το χιόνι δε μπορούσε να στρωθεί, μα στο κέντρο του χωριού ήτανε ήσυχα, ζεστά και χαρούμενα. Σε κάποια αυλή γάβγιζε ένα σκυλί, σ' άλλη μια γυναίκα, με το σάκο της ριγμένο πάνω από το κεφάλι έφτασε τρέχοντας από κάπου και προτού να μπει στην πόρτα του σπιτιού στάθηκε μια στιγμή να δει το έλκηθρο που περνούσε. Ακούγονταν τραγούδια κοριτσιών από το κέντρο του χωριού.

Σάμπως μέσα στο χωριό να ήτανε πιο λίγος κι ο αέρας και το χιόνι κι η παγωνιά.

- Βρε! Μα τούτο είναι το Γρίσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Όλο κι όλο, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Και πραγματικά το Γρίσκινο ήτανε. Το συμπέρασμα ήτανε πως περιπλανήθηκαν προς τ' αριστερά και προχώρησαν κάπου οχτώ βέρστια προς ολότελα άλλη κατεύθυνση από εκείνη που ήθελαν, μα όσο να 'ναι είχανε κάπως πλησιάσει στο μέρος για το οποίο ξεκίνησαν. Το Γρίσκινο απείχε από το Γοριάτσκινο μονάχα πέντε βέρστια.

Καταμεσής του χωριού αντάμωσαν έναν ψηλό άντρα που βάδιζε γοργά στη μέση του δρόμου.

- Ποιος τρέχει; - ξεφώνισε ο άνθρωπος αυτός σταματώντας το άλογο και μονομιάς, καθώς αναγνώρισε το Βασίλη Αντρέιτς πιάστηκε από το ρυμό και γλιστρώντας τα χέρια του πάνω σ' αυτόν, έφτασε το έλκηθρο και κάθισε εκεί δα.

Ο άνθρωπος αυτός ήτανε ο μουζίκος Ησάη, πασίγνωστος σ' όλη την περιοχή σαν επιδέξιος αλογοκλέφτης, κι ο Βασίλη Αντρέιτς, τον ήξερε καλά.

- Α, σεις είσαστε Βασίλη Αντρέιτς! Για πού το βάλατε; - είπε ο Ησάη, αναδίνοντας δυνατή μυρουδιά βότκας, καθώς μιλούσε.

- Μα να, είπαμε να πάμε ίσαμε το Γοριάτσκινο.

- Για κοίτα κει πού ξεπέσατε! Μα θα έπρεπε να τραβήξετε από το Μαλάχοβο.

- Άλλο ζήτημα τι έπρεπε και δεν έπρεπε. Κοίτα που δεν τα καταφέραμε, γκρίνιασε ο Βασίλη Αντρέιτς, σταματώντας το άλογο.

- Το αλογάκι σας είναι καλό, παρατήρησε ο Ησάη, σιάχνοντας με μια επιδέξια κίνηση του χωριού τον κόμπο της ουράς του αλόγου που είχε ξελασκάρει.

- Και τώρα τι λέτε, θα περάσετε εδώ τη νύχτα σας;

- Α, μπα αδερφάκι. Πρέπει εξάπαντος να πάμε.

- Αφού πρέπει θα πει πως ειν' ανάγκη. Και του λόγου του ποιος είναι; Μπα! Ο Νικήτα Στεπάνιτς!

- Ποιος άλλος; - είπε ο Νικήτα και πρόσθεσε χωρίς να χάσει καιρό. Πώς θα μπορούσαμε τάχατες να τραβήξουμε από δω πέρα, δίχως να τα μπερδέψουμε πάλι.

- Το μόνο εύκολο! Να στρίψετε πίσω όλο ίσα από το δρόμο κι άμα βγείτε από το χωριό τραβάτε όλο ίσα. Μη τυχόν στρίψετε αριστερά. Κι άμα φτάσετε στο πλάτωμα, τότες στρίβετε δεξιά.

- Και στο πλάτωμα από πού να στρίψουμε; Από τον καλοκαιρινό δρόμο, για από το χειμωνιάτικο; - ρώτησε ο Νικήτα.

- Από το χειμωνιάτικο. Σαν φτάσετε κει πέρα θα δείτε κάποια χαμόδεντρα κι απέναντι σ' αυτά για σημάδι είναι στητό ένα χοντρό κούτσουρο βαλανιδιάς κατσαρό-κατσαρό, από κει θα στρίψετε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε το έλκηθρο προς τα πίσω και τράβηξε συμφωνά με τις οδηγίες του Ησάη.

-Καλά θα κάνατε να περνούσατε την νύχτα σας στο χωρίο. - τους φώναξε ξοπίσω ο Ησάη. Μα ο Βασίλη Αντρέιτς δεν του αποκρίθηκε, μονάχα βίαζε όσο μπορούσε το άλογο. Του φαινόταν, πως δεν ήτανε δα και τόσο δύσκολο, να περάσουν τα πέντε βέρστια πάνω στον καλά πατημένο δρόμο, που τα δυο περνούσαν μέσα από δάσος, τόσο πιο πολύ, που σάμπως να είχε ξεθυμάνει ο αέρας και να έπαψε και το χιόνι.

Αφού πέρασαν το δρόμο του χωριού και προσπέρασαν και την αυλή με τα απλωμένα ρούχα που απ' αυτά το άσπρο πουκάμισο είχε ξεφύγει από το σχοινί και κρεμόταν μονάχα από το ένα μανίκι, που ήτανε ξυλιασμένο από την παγωνιά, κι αφού άφησαν πίσω τους τα δέντρα που τόσο τρομερά βούιζαν, βρέθηκαν πάλι στον ανοιχτό κάμπο. Η χιονοθύελλα όχι μόνο δεν είχε πάψει μα, θαρρείς και δυνάμωνε. Ο δρόμος ήτανε χιονισμένος και θα μπορούσε κάποιος να τον μαντέψει μονάχα από τα διάφορα σημάδια-κούτσουρα, που ήτανε στημένα από τις δυο τους πλευρές. Όμως κι αυτά με δυσκολία τα ξεχώριζαν γιατί είχανε τον αέρα από μπροστά τους.

Ο Βασίλη Αντρέιτς ζάρωνε τα μάτια του, έγερνε το κεφάλι του πότε από δω και πότε από κει, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα σημάδια, μα πιο πολύ αφήνονταν στη διάθεση του αλόγου, γιατί είχε εμπιστοσύνη σ' αυτό. Και το άλογο πραγματικά προχωρούσε αλάθητα, στρίβοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, ανάλογα με τις στροφές του δρόμου, που τον ένιωθε κάτω από τα πόδια του, παρ' όλο που και το χιόνι κι ο αέρας εξακολουθούσαν να δυναμώνουν.

Το έλκηθρο προχώρησε έτσι κάπου δέκα λεπτά, όταν ξαφνικά ολόμπροστα στο άλογο πρόβαλε ένα μαύρο πράγμα που κουνιόταν κι αυτό μέσα στο λοξό δίχτυ που έφτιαχνε ο αέρας με το χιόνι που έπεφτε. Κάποιο άλλο έλκηθρο ήτανε κι αυτό. Ο Μουχόρτη το πρόκανε πολύ γρήγορα και τα πόδια του πια χτυπούσαν πάνω στο πίσω κάθισμα του.

- Ε, σεις! Τραβάτε μπροστά-ά-ά! Φώναζαν από το μπροστινό έλκηθρο. Ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε αργά-αργά, λοξοδρόμησε για να προσπεράσει.

Μέσα σε κείνο το έλκηθρο κάθονταν τρεις μουζίκοι και μια γυναίκα. Θα ή τανε, φαίνεται, μουσαφιραίοι σε κάποια γιορτή και γύριζαν σπίτι τους. Ο ένας μουζίκος χτυπούσε αλύπητα στα καταχιονισμένα νώτα, το φτωχικό αλογάκι με μια βέργα. Οι δυο άλλοι κουνούσαν τα χέρια και ξεφώνιζαν. Κ' η γυναίκα πασπαλισμένη μπόλικο χιόνι καθόταν κουκουλωμένη και ζαρωμένη στο πίσω κάθισμα.

- Ποιοι είσαστε; -ξεφώνισε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Α-α-ά-σκη! - ακουγόταν μονάχα.

- Ποιοι είσαστε λέω;

- Α-α-ά-σκη! - ξελαρυγγιάστηκε ένας από τους μουζίκους μα και πάλι δε μπόρεσαν τίποτα να καταλάβουν.

- Τράβα! Τράβα! Μη στέκεσαι! - ξεφώνιζε κείνος που κρατούσε τη βέργα και εξακολουθούσε να την καταφέρνει στο αλογάκι.

- Από κάποια γιορτή ερχόσαστε, φαίνεται;

- Τράβα, τράβα! Σιόμκα προχώρα! Να προσπεράσουμε! Μπρος!

Τα έλκηθρα συγκρούστηκαν από πλάγια παρά λίγο να σκαλώσουν, όμως ξεσκάλωσαν και τότε εκείνο με τους μουζίκους έμεινε πίσω. Το κοιλαράδικο και μαλλιαρό αλογάκι πασπαλισμένο ολόκληρο από το χιόνι, ανάσαινε με κόπο κι ήτανε φανερό, πως βάνοντας τις τελευταίες δυνάμεις του για να αποφύγει τα χτυπήματα της βέργας, κινούσε τα κοντά ποδαράκια του μέσα στο βαθύ στρώμα του χιονιού, όσο μπορούσε. Το κεφάλι του, που έδειχνε πως ήτανε νέο, με το κάτω χείλος τεντωμένο, σαν του ψαριού, με τα ρουθούνια φουσκωμένα και τα αυτιά ζαρωμένα από το φόβο, ακούμπησε κάποια στιγμή στον ώμο του Νικήτα, μα ύστερα άρχισε να οπισθοχωρεί.

- Δέστε τι κάνει το κρασί! - παρατήρησε ο Νικήτα. Το ξεθέωσαν το δυστυχισμένο τ' αλογάκι. Σωστοί αγριότουρκοι!

Κάμποσα λεπτά ακούγονταν τα ρουθουνίσματα του βασανισμένου ζώου κι οι αγριοφωνάρες των μεθυσμένων μουζίκων, μα ύστερα πια τίποτα δεν ακουγόταν, εξόν πάλι από τα σφυρίγματα του αέρα μέσα στ' αυτιά, και κάπου-κάπου το τρίξιμο του έλκηθρου πάνω στις ανωμαλίες του δρόμου.

Κείνο το συναπάντημα διασκέδασε κάπως το Βασίλη Αντρέιτς και του έδωσε θάρρος κι έτσι πιο σταθερά τώρα οδηγούσε το άλογο στηρίζοντας όλες τις ελπίδες του στη νοημοσύνη του ζώου.

Ο Νικήτα δεν είχε τι να κάνει, κι όπως έκανε πάντα, όταν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση, το είχε κόψει δίπλα, αναπληρώνοντας έτσι τον ύπνο, που δεν χόρταινε όταν πνιγόταν στις δουλειές. Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε απότομα κι ο Νικήτας λίγο έλειψε να πέσει από το έλκηθρο.

- Πάλι δεν πάμε καλά, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Ε, τι;

- Να, δε βλέπω πουθενά σημάδια, θα χάσαμε πάλι το δρόμο.

- Κι αν τον χάσαμε, θα ψάξουμε να τον βρούμε, αποκρίθηκε κοφτά ο Νικήτα, σηκώθηκε και βαδίζοντας ανάλαφρα με τις στραβές πατούσες του, προχώρησε μέσα στο χιόνι.

Περπάτησε ώρα πολλή, πότε φαινόταν, πότε εξαφανιζόταν και στο τέλος ξαναγύρισε.

- Δεν έχει δρόμο δω τριγύρω πουθενά, μπορεί να 'ναι κάπου παραμπρός, είπε, καθώς χωνόταν στο έλκηθρο.

Άρχισε πια να σουρουπώνει αισθητά. Η χιονοθύελλα δεν δυνάμωνε μα και δεν υποχωρούσε.

- Αν ακούγονταν τουλάχιστον κείνοι κει οι μουζίκοι, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Δεν κατάφεραν να μας προφτάσουν. Πρέπει να έμειναν πολύ πίσω. Μπορεί κιόλας, να έχασαν κι αυτοί το δρόμο, παρατήρησε ο Νικήτα. - Και τώρα από πού να τραβήξουμε; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - Ν' αφήσουμε τ' άλογο να μας βγάλει πέρα. Αυτό θα τα καταφέρει. Δώστε μου τα γκέμια. Ο Βασίλη Αντρέιτς παράδωσε τα γκέμια στο Νικήτα και με πολλή προθυμία, μάλιστα, γιατί τα χέρια του, παρ' όλα τα γούνινα γάντια, άρχισαν να ξυλιάσουν.

Ο Νικήτα πήρε τα γκέμια και τα κρατούσε μονάχα, προσπαθώντας να μην τα κινεί καθόλου και καμάρωνε την εξυπνάδα του αγαπημένου του αλόγου. Πραγματικά το ευφυέστατο ζώο, γυρίζοντας πότε από δω και πότε από κει τεντώνοντας πότε το ένα και πότε το άλλο αυτί του, άρχισε να στρίβει αργά-αργά.

- Φτάνει να μην μιλάμε, μουρμούρισε ο Νικήτα. Κοίτα εκεί τι κάνει! Τράβα, τράβα, συ ξέρεις! - έτσι μπράβο!

Ο αέρας τώρα τους ερχόταν από πίσω. Έτσι λιγόστευε κάπως το κρύο.

- Μυαλό που το 'χει, το αφιλότιμο! - εξακολουθούσε να καμαρώνει το άλογο ο Νικήτα. Το άλλο, το Κιργιζιόνοκ είναι πιο δυνατό, μα είναι κουτό. Όμως τούτο δω, κοιτάτε, τι σκαρώνει με τ' αυτιά του μονάχα! Δεν έχει ανάγκη από τηλέγραφο κανένα, νιώθει τι γίνεται πέρα από ένα βέρστι και παραπάνω.

Και δε είχε ακόμα περάσει ούτε μισή ώρα, όταν μπροστά τους πέρα, διακρίνανε κάτι να μαυρίζει. Να ήτανε κάποιο δάσος ή κάποιο χωριό; Κι από τη δεξιά μεριά ξεχώρισαν κάποια σημάδια δρόμου. Ήτανε φανερό πως βρεθήκαμε σε δρόμο πάλι.

- Μπα! Μα τούτο δω είναι πάλι το Γρίσκινο, είπε ξαφνικά ο Νικήτα.

Και πραγματικά, αριστερά τους είδανε πάλι κείνο το μακρόστενο αμπάρι και παραπέρα την αυλή με τ' απλωμένα ρούχα που εξακολουθούσαν το ίδιο να παραδέρνουν στα φυσήματα του αέρα.

Βρέθηκαν πάλι στον κεντρικό δρόμο του χωριού, μέσα στην ησυχία, στη ζεστασιά, στο κέφι, άκουγαν πάλι φωνές, τραγούδια, να γαβγίζει κάποιο σκυλί. Το σούρουπο πια ήτανε τόσο πυκνό, που σε μερικά σπίτια άναβαν φώτα.

Στα μισά του δρόμου ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε και τράβηξε ίσα σ' ένα με γάλο σπίτι καλοχτισμένο και σταμάτησε μπροστά στην είσοδο.

Ο Νικήτα πήγε κοντά στο φωτισμένο παράθυρο που ήτανε καταχιονισμένο και που στο φως του άστραφταν οι νιφάδες που χοροπηδούσαν και χτύπησε με το μαστίγι.

- Ποιος είναι κει; - ρώτησαν από μέσα.

- Απ' το Κρεστί, ο Μπρεχουνόβ, αγάπη μου, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Έβγα μια στιγμή.

- Ο άνθρωπος αποτραβήχτηκε από το παράθυρο και σε λίγο, ακουγόταν απ' έξω, άνοιξε με κρότο η εσωτερική πόρτα της μπασιάς που ήτανε κολλημένη από τον πάγο, ύστερα βρόντησε ο μάνταλος της εξωτερικής πόρτας και, κρατώντας την για να μη την κλείσει ο αέρας, πρόβαλε ένας ψηλός γέρος μ' άσπρη γενειάδα και με το κοντογούνι ριγμένο στις πλάτες πάνω από το άσπρο γιορτινό πουκάμισό του και πίσωθέ του ένα παλικάρι που φορούσε κόκκινο πουκάμισο και δερμάτινα ποδήματα.

- Συ είσαι, Αντρέιτς; Πώς βρέθηκες στα σύνορα μας; - ρώτησε ο γέρος.

- Μα να, χάσαμε το δρόμο, αδελφέ μου, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς, θέλαμε να πάμε στο Γοριάτσκινο και να, ξεπέσαμε σε σας. Είχαμε προχωρήσει καλά κάποια στιγμή, μα ύστερα πάλι τα μπερδέψαμε.

- Για φαντάσου, πως περιπλανηθήκατε! - απόρησε ο γέρος, Πετρούσκα, άντε ν' ανοίξεις την αυλόπορτα, στράφηκε στο παλικάρι.

- Μετά χαράς, αποκρίθηκε ο Πετρούσκα, με χαρούμενη φωνή κι έτρεξε πρόθυμα.

- Μα εμείς δεν πρόκειται να κοιμηθούμε εδώ, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Πού θα πας νύχτα-ώρα; Μείνε εδώ να ξαποστάσεις.

- Θα το ήθελα κι εγώ όμως πρέπει να πηγαίνω. Οι υποθέσεις βλέπεις δε μ' αφήνουν.

- Μακάρι, έλα να ζεσταθείς λιγάκι μέσα στο σαμοβάρι.

- Αυτό γίνεται, παραδέχτηκε ο Βασίλη Αντρέιτς. Αργότερα δεν πρόκειται να σκοτεινιάσει πιότερο. Θα βγει και το φεγγάρι σε λίγο κι αυτό θα φέγγει. Τι λες και συ, Νικήτ να μπούμε να ζεσταθούμε λιγάκι;

- Γίνεται κι αυτό, είπε ο Νικήτα, που ένιωθε ξεπαγιασμένος και πολύ θα ήθελε να συνεφέρει μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού τα ξυλιασμένα μέλη του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς μπήκε μαζί με το γέρο στο σπίτι, κι ο Νικήτα τράβηξε το έλκηθρο στην αυλόπορτα που άνοιξε ο Πετρούσκα και βοηθούμενος απ' αυτόν έσυρε το άλογο κάτω από το υπόστεγο του στάβλου. Ο στάβλος ήτανε γεμάτος κοπριά, που σχημάτιζε παχύ στρώμα κάτω και καθώς έκανε να μπει το άλογο τρακάρισε στα δοκάρια της σκεπής. Οι κότες κι ο κόκορας, που είχανε κουρνιάσει στο δοκάρι, ανήσυχα σιγοκακάρισαν και κίνησαν τα ποδαράκια τους για να στερεωθούν και να μην πέσουν. Τα πρόβατα στην άλλη άκρη ταράχτηκαν και στριμώχτηκαν φοβισμένα στη γωνιά, παραπατώντας πάνω στο παγωμένο στρώμα της κοπριάς. Κάποιο σκυλί γαβγίζοντας δυνατά, με τρομάρα και κακία, υποδεχόταν πραγματικά σκυλίσια τον ξένο.

Ο Νικήτα κουβέντιασε με όλους τους ένοικους του στάβλου: ζήτησε συγγνώμη από τις κότες και τις καθησύχασε με την υπόσχεση πως δε θα τις ενοχλούσε άλλο. Μάλωσε γελαστά τα πρόβατα που τρομάζουν με το παραμικρό, δίχως κι αυτά να ξέρουν το γιατί. Και καθώς φρόντιζε στο αναμεταξύ να δέσει το άλογο δε έπαυε να συμβουλεύει το σκυλάκι.

- Να, έτσι δα καλά θα είναι, είπε τινάζοντας το χιόνια πάνωθέ του, κοίτα κει πώς ξελαρυγγιάζεται το χαζό, πρόσθεσε για το σκυλάκι. Είπαμε , φτάνει σουτ πια! Φτάνει σουτ χαζό. Μη χαλάς τόσο τη ζαχαρένια σου. Δεν είμαστε δα κλεφταράδες. Ανθρωποι δικοί... - Αυτοί, όπως λένε, είναι οι τρεις σύμβουλοι του σπιτιού, είπε ο Πετρούσκα, σπρώχνοντας με το γεροδεμένο χέρι του σαν καρυδόφλουδα, το έλκηθρο παραμέσα.

- Ποιοι είναι αυτοί οι τρεις σύμβουλοι, που λες; - ρώτησε ο Νικήτα.

- Μα, να αυτό το λέει ο Πούλσον στο τυπωμένο βιβλίο του. Αν κάποιος κλέφτης παραμονεύει για να μπει σπίτι σου, το σκυλί γαβγίζει, που θα πει: έχε το νου σου, μη χαζεύεις. Λαλεί ο κόκορας που θα πει: σήκω είναι ώρα. Νίβεται η γάτα, που θα πει: κάποιος φίλος θα σου έρθει. Ετοιμάσου να τον περιποιηθείς, αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Πετρούσκα.

Ο Πετρούσκα ήξερε λίγα γράμματα και είχε σχεδόν αποστηθίσει ολόκληρο το βιβλίο του Πούλσον, το μόνο που είχε. Του άρεσε πάντα και πιο πολύ άμα βρισκόταν λιγάκι στο κέφι, όπως κείνη την ημέρα, να ξεφουρνίζει διάφορα συμπεράσματα του συγγραφέα, που τα έβρισκε ταιριαστά στην περίπτωση.

- Πολύ σωστά, συμφώνησε ο Νικήτα.

- Θα ξεπάγιασες, μπάρμπα ε;

- Λιγάκι.

Κι οι δυο τους, πέρασαν την αυλή κι από τη μπασιά, μπήκαν στο σπίτι.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

III. Αφέντης και Δούλος III. Master and Servant III. Amo y siervo

Στην αρχή του δρόμου φυσούσε ακόμα και για τούτο το χιόνι δε μπορούσε να στρωθεί, μα στο κέντρο του χωριού ήτανε ήσυχα, ζεστά και χαρούμενα. |||road|it was blowing|still|and|for|this|this|snow|not|could||settle|but|in the|center|of the|village||||| At the beginning of the road, the wind was blowing, and because of that, the snow could not settle, but in the center of the village, it was quiet, warm, and cheerful. Σε κάποια αυλή γάβγιζε ένα σκυλί, σ' άλλη μια γυναίκα, με το σάκο της ριγμένο πάνω από το κεφάλι έφτασε τρέχοντας από κάπου και προτού να μπει στην πόρτα του σπιτιού στάθηκε μια στιγμή να δει το έλκηθρο που περνούσε. In some yard, a dog was barking, in another, a woman, with her bag thrown over her head, arrived running from somewhere and before entering the door of the house, she paused for a moment to see the sled passing by. Ακούγονταν τραγούδια κοριτσιών από το κέντρο του χωριού. Songs of girls could be heard from the center of the village.

Σάμπως μέσα στο χωριό να ήτανε πιο λίγος κι ο αέρας και το χιόνι κι η παγωνιά. Was there less air, snow, and cold inside the village?

- Βρε! - Hey! Μα τούτο είναι το Γρίσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. ||||Griskino|||| But this is Griskino, said Vasilis Andreits.

- Όλο κι όλο, αποκρίθηκε ο Νικήτα. - That's all, replied Nikitas. Και πραγματικά το Γρίσκινο ήτανε. And indeed it was Griskino. Το συμπέρασμα ήτανε πως περιπλανήθηκαν προς τ' αριστερά και προχώρησαν κάπου οχτώ βέρστια προς ολότελα άλλη κατεύθυνση από εκείνη που ήθελαν, μα όσο να 'ναι είχανε κάπως πλησιάσει στο μέρος για το οποίο ξεκίνησαν. The conclusion was that they wandered to the left and moved about eight versts completely in a different direction from the one they wanted, but somehow they had come somewhat closer to the place they started from. Το Γρίσκινο απείχε από το Γοριάτσκινο μονάχα πέντε βέρστια. Griskino was only five versts away from Goriatskino.

Καταμεσής του χωριού αντάμωσαν έναν ψηλό άντρα που βάδιζε γοργά στη μέση του δρόμου. In the middle of the village, they encountered a tall man walking briskly down the middle of the road.

- Ποιος τρέχει; - ξεφώνισε ο άνθρωπος αυτός σταματώντας το άλογο και μονομιάς, καθώς αναγνώρισε το Βασίλη Αντρέιτς πιάστηκε από το ρυμό και γλιστρώντας τα χέρια του πάνω σ' αυτόν, έφτασε το έλκηθρο και κάθισε εκεί δα. |||||||||||||||||||reins||||||||||||||| - Who's running? - shouted the man as he stopped the horse and immediately, upon recognizing Vasily Andreyevich, grabbed the reins and sliding his hands over it, reached the sled and sat down there.

Ο άνθρωπος αυτός ήτανε ο μουζίκος Ησάη, πασίγνωστος σ' όλη την περιοχή σαν επιδέξιος αλογοκλέφτης, κι ο Βασίλη Αντρέιτς, τον ήξερε καλά. ||||||||||||||horse thief||||||| This man was the peasant Isai, famous throughout the area as a skilled horse thief, and Vasili Andreits knew him well.

- Α, σεις είσαστε Βασίλη Αντρέιτς! - Ah, you are Vasili Andreits! Για πού το βάλατε; - είπε ο Ησάη, αναδίνοντας δυνατή μυρουδιά βότκας, καθώς μιλούσε. ||||||||||vodka||was speaking Where are you headed? - said Isai, emitting a strong smell of vodka as he spoke.

- Μα να, είπαμε να πάμε ίσαμε το Γοριάτσκινο. - Well, we said we would go up to Goriatskino.

- Για κοίτα κει πού ξεπέσατε! ||||you have fallen - Look at how far you've fallen! Μα θα έπρεπε να τραβήξετε από το Μαλάχοβο. |||||||Malakhovo But you should have come from Malakhovo.

- Άλλο ζήτημα τι έπρεπε και δεν έπρεπε. - Another issue is what had to and what had not to be done. Κοίτα που δεν τα καταφέραμε, γκρίνιασε ο Βασίλη Αντρέιτς, σταματώντας το άλογο. Look, we didn't manage it, grumbled Vasilis Andreits, stopping the horse.

- Το αλογάκι σας είναι καλό, παρατήρησε ο Ησάη, σιάχνοντας με μια επιδέξια κίνηση του χωριού τον κόμπο της ουράς του αλόγου που είχε ξελασκάρει. |||||||||||||||||||||||come loose - Your little horse is good, noted Isai, deftly tying the knot of the horse's tail that had come loose with a skillful village motion.

- Και τώρα τι λέτε, θα περάσετε εδώ τη νύχτα σας; - And now what do you say, will you spend your night here?

- Α, μπα αδερφάκι. Πρέπει εξάπαντος να πάμε. - Oh, come on, brother. We definitely have to go.

- Αφού πρέπει θα πει πως ειν' ανάγκη. |||||is| - If we must, it means it's necessary. Και του λόγου του ποιος είναι; And who is the reason for this? Μπα! Nah! Ο Νικήτα Στεπάνιτς! ||Stepanich Nikitas Stepanić!

- Ποιος άλλος; - είπε ο Νικήτα και πρόσθεσε χωρίς να χάσει καιρό. - Who else? - said Nikita and added without wasting any time. Πώς How θα μπορούσαμε τάχατες να τραβήξουμε από δω πέρα, δίχως να τα μπερδέψουμε πάλι. could we possibly pull from over here without tangling things up again.

- Το μόνο εύκολο! - The only easy part! Να στρίψετε πίσω όλο ίσα από το δρόμο κι άμα βγείτε από το χωριό τραβάτε όλο ίσα. Turn back straight from the road and once you exit the village keep going straight. Μη τυχόν στρίψετε αριστερά. ||you turn| Don't even think about turning left. Κι άμα φτάσετε στο πλάτωμα, τότες στρίβετε δεξιά. ||||||you turn| And when you reach the plateau, then you turn right.

- Και στο πλάτωμα από πού να στρίψουμε; Από τον καλοκαιρινό δρόμο, για από το χειμωνιάτικο; - ρώτησε ο Νικήτα. ||||||turn||||||||||| - And at the plateau, which way should we turn? From the summer road, or from the winter road? - asked Nikitas.

- Από το χειμωνιάτικο. - From the winter road. Σαν φτάσετε κει πέρα θα δείτε κάποια χαμόδεντρα κι απέναντι σ' αυτά για σημάδι είναι στητό ένα χοντρό κούτσουρο βαλανιδιάς κατσαρό-κατσαρό, από κει θα στρίψετε. When you get over there, you will see some trees with twisted branches, and opposite them, as a sign, there is a thick oak stump standing straight upright; from there you will turn.

Ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε το έλκηθρο προς τα πίσω και τράβηξε συμφωνά με τις οδηγίες του Ησάη. |||||||||||according to||||| Vasili Andreits turned the sled backwards and pulled according to the instructions of Isai.

-Καλά θα κάνατε να περνούσατε την νύχτα σας στο χωρίο. - τους φώναξε ξοπίσω ο Ησάη.  Μα ο Βασίλη Αντρέιτς δεν του αποκρίθηκε, μονάχα βίαζε όσο μπορούσε το άλογο. |||||||||||||||||||||||he urged|||| -You would do well to spend your night in the village, - Isai shouted after them. But Vasili Andreits did not reply, he just urged the horse on as much as he could. Του φαινόταν, πως δεν ήτανε δα και τόσο δύσκολο, να περάσουν τα πέντε βέρστια πάνω στον καλά πατημένο δρόμο, που τα δυο περνούσαν μέσα από δάσος, τόσο πιο πολύ, που σάμπως να είχε ξεθυμάνει ο αέρας και να έπαψε και το χιόνι. It seemed to him that it wasn't so difficult to cover the five versts on the well-trodden road, two of which passed through the forest, especially since it felt as if the air had stale and the snow had ceased.

Αφού πέρασαν το δρόμο του χωριού και προσπέρασαν και την αυλή με τα απλωμένα ρούχα που απ' αυτά το άσπρο πουκάμισο είχε ξεφύγει από το σχοινί και κρεμόταν μονάχα από το ένα μανίκι, που ήτανε ξυλιασμένο από την παγωνιά, κι αφού άφησαν πίσω τους τα δέντρα που τόσο τρομερά βούιζαν, βρέθηκαν πάλι στον ανοιχτό κάμπο. |||||||||||||||||||||||||||||||||||frozen||||||||||||||||||| After they passed the village road and went past the yard with the spread-out clothes, from which a white shirt had escaped from the line and was hanging only by one sleeve, which was numb from the cold, and after leaving behind the trees that were buzzing so terribly, they found themselves again in the open field. Η χιονοθύελλα όχι μόνο δεν είχε πάψει μα, θαρρείς και δυνάμωνε. The snowstorm not only had not stopped, but it seemed to be intensifying. Ο δρόμος ήτανε χιονισμένος και θα μπορούσε κάποιος να τον μαντέψει μονάχα από τα διάφορα σημάδια-κούτσουρα, που ήτανε στημένα από τις δυο τους πλευρές. |||||||||||||||||||set up||||| The road was snow-covered and one could only guess it from the various signs-logs that were set up on both sides. Όμως κι αυτά με δυσκολία τα ξεχώριζαν γιατί είχανε τον αέρα από μπροστά τους. But even these were hard to distinguish because they had the wind in front of them.

Ο Βασίλη Αντρέιτς ζάρωνε τα μάτια του, έγερνε το κεφάλι του πότε από δω και πότε από κει, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα σημάδια, μα πιο πολύ αφήνονταν στη διάθεση του αλόγου, γιατί είχε εμπιστοσύνη σ' αυτό. ||||||||||||||||||||||||||they were letting themselves||||||||| Vasili Andreits was squinting his eyes, tilting his head this way and that, trying to distinguish the signs, but he mostly left it to the horse's discretion, as he trusted it. Και το άλογο πραγματικά προχωρούσε αλάθητα, στρίβοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, ανάλογα με τις στροφές του δρόμου, που τον ένιωθε κάτω από τα πόδια του, παρ' όλο που και το χιόνι κι ο αέρας εξακολουθούσαν να δυναμώνουν. |||||infallibly||||||||||||||||||||||||||||||||strengthen And the horse was really moving flawlessly, turning sometimes right and sometimes left, depending on the turns of the road, which it felt under its feet, even though both the snow and the wind continued to strengthen.

Το έλκηθρο προχώρησε έτσι κάπου δέκα λεπτά, όταν ξαφνικά ολόμπροστα στο άλογο πρόβαλε ένα μαύρο πράγμα που κουνιόταν κι αυτό μέσα στο λοξό δίχτυ που έφτιαχνε ο αέρας με το χιόνι που έπεφτε. |||||||||right in front||||||||||||||||||||||| The sleigh moved on like this for about ten minutes, when suddenly right in front of the horse appeared a black thing that was also moving inside the slanting net that the wind was making with the falling snow. Κάποιο άλλο έλκηθρο ήτανε κι αυτό. It was another sleigh too. Ο Μουχόρτη το πρόκανε πολύ γρήγορα και τα πόδια του πια χτυπούσαν πάνω στο πίσω κάθισμα του. |||overtook||||||||||||| Mouhorti managed it very quickly and his feet were now banging on the back seat.

- Ε, σεις! - Hey, you! Τραβάτε μπροστά-ά-ά! Pull forward-oo-oo! Φώναζαν από το μπροστινό έλκηθρο. They were shouting from the front sled. Ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε αργά-αργά, λοξοδρόμησε για να προσπεράσει. ||||||veered||| Vasilis Andreits was turning slowly, veering to overtake.

Μέσα σε κείνο το έλκηθρο κάθονταν τρεις μουζίκοι και μια γυναίκα. Inside that sled sat three peasants and a woman. Θα ή It would τανε, φαίνεται, μουσαφιραίοι σε κάποια γιορτή και γύριζαν σπίτι τους. seem they were guests at some celebration and were heading home. Ο ένας μουζίκος χτυπούσε αλύπητα στα καταχιονισμένα νώτα, το φτωχικό αλογάκι με μια βέργα. ||||||snow-covered||||||| One peasant was mercilessly beating the poor little horse on its snow-covered back with a stick. Οι δυο άλλοι κουνούσαν τα χέρια και ξεφώνιζαν. The other two were waving their hands and shouting. Κ' η γυναίκα πασπαλισμένη μπόλικο χιόνι καθόταν κουκουλωμένη και ζαρωμένη στο πίσω κάθισμα. |||||||wrapped up||||| And the woman, sprinkled with plenty of snow, was sitting bundled up and huddled in the back seat.

- Ποιοι είσαστε; -ξεφώνισε ο Βασίλη Αντρέιτς. - Who are you? - shouted Vasilis Andreits.

- Α-α-ά-σκη! |||scream - ακουγόταν μονάχα. - It could only be heard.

- Ποιοι είσαστε λέω; - Who are you, I say?

- Α-α-ά-σκη! - ξελαρυγγιάστηκε ένας από τους μουζίκους μα και πάλι δε μπόρεσαν τίποτα να καταλάβουν. - A-a-a-artist! - one of the peasants shouted, but they still couldn't understand anything.

- Τράβα! - Pull! Τράβα! Pull! Μη στέκεσαι! Don't stand still! - ξεφώνιζε κείνος που κρατούσε τη βέργα - that one shouted who was holding the rod και εξακολουθούσε να την καταφέρνει στο αλογάκι. and continued to manage it on the little horse.

- Από κάποια γιορτή ερχόσαστε, φαίνεται; - You seem to be coming from some celebration?

- Τράβα, τράβα! Σιόμκα προχώρα! ||Siomka| - Pull, pull! Siomka, move forward! Να προσπεράσουμε! |let's overtake Let's overtake! Μπρος! Forward!

Τα έλκηθρα συγκρούστηκαν από πλάγια παρά λίγο να σκαλώσουν, όμως ||||||||get stuck| The sleds collided from the side, almost getting stuck, however ξεσκάλωσαν και τότε εκείνο με τους μουζίκους έμεινε πίσω. they got rid of|||||||| they got unstuck, and then the one with the peasants fell behind. Το κοιλαράδικο και μαλλιαρό αλογάκι πασπαλισμένο ολόκληρο από το χιόνι, ανάσαινε με κόπο κι ήτανε φανερό, πως βάνοντας τις τελευταίες δυνάμεις του για να αποφύγει τα χτυπήματα της βέργας, κινούσε τα κοντά ποδαράκια του μέσα στο βαθύ στρώμα του χιονιού, όσο μπορούσε. |little belly|||||||||||||||||||||||||||rod||||||||||||| The chubby and hairy little horse, completely dusted with snow, breathed with difficulty and it was evident that, putting in its last efforts to avoid the blows of the whip, it moved its short little legs through the deep layer of snow as best as it could. Το κεφάλι του, που έδειχνε πως ήτανε νέο, με το κάτω χείλος τεντωμένο, σαν του ψαριού, με τα ρουθούνια φουσκωμένα και τα αυτιά ζαρωμένα από το φόβο, ακούμπησε |||||||||||||||fish|||||||||||| His head, which appeared to be young, with the lower lip stretched like that of a fish, with flared nostrils and ears wrinkled from fear, leaned κάποια στιγμή στον ώμο του Νικήτα, μα ύστερα άρχισε να οπισθοχωρεί. at some point on Nikitas' shoulder, but then he began to retreat.

- Δέστε τι κάνει το κρασί! - Look what the wine does! - παρατήρησε ο Νικήτα. - Nikitas observed. Το ξεθέωσαν το δυστυχισμένο τ' αλογάκι. They exhausted the poor little horse. Σωστοί αγριότουρκοι! |wild turkeys True wild Turks!

Κάμποσα λεπτά ακούγονταν τα ρουθουνίσματα του βασανισμένου ζώου κι A few minutes, the snuffling of the tortured animal could be heard, and... οι αγριοφωνάρες των μεθυσμένων μουζίκων, μα ύστερα πια τίποτα δεν ακουγόταν, εξόν πάλι από τα σφυρίγματα του αέρα μέσα στ' αυτιά, και κάπου-κάπου το τρίξιμο του έλκηθρου πάνω στις ανωμαλίες του δρόμου. |wild voices||of the drunken||||||||except||||||||||||||||||||| the loud voices of the drunken peasants, but then nothing was heard anymore, except again for the whistling of the wind in the ears, and occasionally the creaking of the sled over the bumps in the road.

Κείνο το συναπάντημα διασκέδασε κάπως το Βασίλη Αντρέιτς και του έδωσε θάρρος κι έτσι πιο σταθερά τώρα οδηγούσε το άλογο στηρίζοντας όλες τις ελπίδες του στη νοημοσύνη του ζώου. ||meeting|||||||||||||||||||||||||| That encounter somewhat amused Vasilis Andreits and gave him courage, and so he now guided the horse more steadily, relying all his hopes on the intelligence of the animal.

Ο Νικήτα δεν είχε τι να κάνει, κι όπως έκανε πάντα, όταν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση, το είχε κόψει δίπλα, αναπληρώνοντας έτσι τον ύπνο, που δεν χόρταινε όταν πνιγόταν στις δουλειές. ||||||||||||||||||||||||||was satisfied|||| Nikitas had nothing to do, and as he always did when he found himself in a similar situation, he took a break, thereby making up for the sleep he could not satisfy when overwhelmed with work. Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε απότομα κι ο Νικήτας λίγο έλειψε να πέσει από το έλκηθρο. Suddenly, the horse stopped abruptly and Nikitas almost fell off the sled.

- Πάλι δεν πάμε καλά, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. - We're not doing well again, said Vassilis Andreits.

- Ε, τι; - Well, what?

- Να, δε βλέπω πουθενά σημάδια, θα χάσαμε πάλι το δρόμο. - Look, I don't see any signs anywhere, we have lost the way again.

- Κι αν τον χάσαμε, θα ψάξουμε να τον βρούμε, αποκρίθηκε κοφτά ο Νικήτα, σηκώθηκε και βαδίζοντας ανάλαφρα με τις στραβές πατούσες του, προχώρησε μέσα στο χιόνι. - And if we have lost it, we will search to find it, Nikita replied tersely, he got up and walking lightly with his crooked feet, he moved forward into the snow.

Περπάτησε ώρα πολλή, πότε φαινόταν, πότε εξαφανιζόταν και στο τέλος ξαναγύρισε. He walked for a long time, sometimes he appeared, sometimes he disappeared, and in the end he returned again.

- Δεν έχει δρόμο δω τριγύρω πουθενά, μπορεί να 'ναι κάπου παραμπρός, είπε, καθώς χωνόταν στο έλκηθρο. - There is no road around here anywhere, it may be somewhere up ahead, he said, as he settled into the sled.

Άρχισε πια να σουρουπώνει αισθητά. It was beginning to noticeably get dark. Η χιονοθύελλα δεν δυνάμωνε μα και δεν υποχωρούσε. The snowstorm was neither intensifying nor easing.

- Αν ακούγονταν τουλάχιστον κείνοι κει οι μουζίκοι, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. - If only those peasants could be heard, said Vasilis Andreits.

- Δεν κατάφεραν να μας προφτάσουν. - They couldn't catch up with us. Πρέπει να έμειναν πολύ πίσω. They must have stayed far behind. Μπορεί κιόλας, να έχασαν κι αυτοί το δρόμο, παρατήρησε ο Νικήτα. They might have also lost their way, Nikita observed. - Και τώρα από πού να τραβήξουμε; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - And now where should we go from here? - asked Vasilis Andreits. - Ν' αφήσουμε τ' άλογο να μας βγάλει πέρα. - Let's let the horse take us through. Αυτό θα τα καταφέρει. This will succeed. Δώστε Give μου τα γκέμια. me the reins. Ο Βασίλη Αντρέιτς παράδωσε τα γκέμια στο Νικήτα και με πολλή προθυμία, μάλιστα, γιατί τα χέρια του, παρ' όλα τα γούνινα γάντια, άρχισαν να ξυλιάσουν. ||||||||||||||||||||fur|||| Vasilis Andreits handed over the reins to Nikita and with much willingness, indeed, because his hands, despite the fur gloves, began to feel numb.

Ο Νικήτα πήρε τα γκέμια και τα κρατούσε μονάχα, προσπαθώντας να μην τα κινεί καθόλου και καμάρωνε την εξυπνάδα του αγαπημένου του αλόγου. Nikita took the reins and held them steady, trying not to move them at all, and he admired the cleverness of his beloved horse. Πραγματικά το ευφυέστατο ζώο, γυρίζοντας πότε από δω και πότε από κει τεντώνοντας πότε το ένα και πότε το άλλο αυτί του, άρχισε να στρίβει αργά-αργά. ||smartest|||||||||||||||||||||||| Truly, the exceptionally intelligent animal, turning sometimes this way and sometimes that, stretching one ear and then the other, began to turn slowly.

- Φτάνει να μην μιλάμε, μουρμούρισε ο Νικήτα. - It's enough that we don't talk, murmured Nikita. Κοίτα εκεί τι κάνει! Look there what he's doing! Τράβα, τράβα, συ ξέρεις! Go on, go on, you know! - έτσι μπράβο!

Ο αέρας τώρα τους ερχόταν από πίσω. Έτσι λιγόστευε κάπως το κρύο. This way, the cold somewhat diminished.

- Μυαλό που το 'χει, το αφιλότιμο! |||||ungratefulness - A mind that has it, the shameless one! - εξακολουθούσε να καμαρώνει το άλογο ο Νικήτα. - Nikita continued to pride himself on the horse. Το άλλο, το Κιργιζιόνοκ είναι πιο δυνατό, μα είναι κουτό. |||Kyrgyzionok|||||| The other one, the Kyrgyz little one, is stronger, but it's silly. Όμως τούτο δω, κοιτάτε, τι σκαρώνει με τ' αυτιά του μονάχα! But this one here, look, what it does with its ears alone! Δεν έχει ανάγκη από τηλέγραφο κανένα, νιώθει τι γίνεται πέρα από ένα βέρστι και παραπάνω. ||||telegraph|||||||||| It doesn't need any telegraph, it feels what happens beyond a verst and more.

Και δε είχε ακόμα περάσει ούτε μισή ώρα, όταν μπροστά τους πέρα, διακρίνανε κάτι να μαυρίζει. ||||||||||||they distinguished||| And not even half an hour had passed, when in front of them they distinguished something darkening. Να ήτανε κάποιο δάσος ή κάποιο χωριό; Κι από τη δεξιά μεριά ξεχώρισαν κάποια σημάδια δρόμου. Could it be some forest or some village? And from the right side, they noticed some signs of a road. Ήτανε φανερό πως βρεθήκαμε σε δρόμο πάλι. It was clear that they had found themselves on a road again.

- Μπα! Μα τούτο δω είναι πάλι το Γρίσκινο, είπε ξαφνικά ο Νικήτα. But this is again Griskino, Nikitas suddenly said.

Και πραγματικά, αριστερά τους είδανε πάλι κείνο το μακρόστενο αμπάρι και παραπέρα την αυλή με τ' απλωμένα ρούχα που εξακολουθούσαν το ίδιο να παραδέρνουν στα φυσήματα του αέρα. |||||||||||||||||||||||flapping|||| And indeed, to their left they saw again that elongated storeroom and further the yard with the clothes spread out that continued to flutter in the gusts of the wind.

Βρέθηκαν πάλι στον κεντρικό δρόμο του χωριού, μέσα στην ησυχία, στη ζεστασιά, στο κέφι, άκουγαν πάλι φωνές, τραγούδια, να γαβγίζει κάποιο σκυλί. They found themselves again on the central street of the village, in the calm, warmth, and cheer, they were hearing again voices, songs, and the barking of a dog. Το σούρουπο πια ήτανε τόσο πυκνό, που σε μερικά σπίτια άναβαν φώτα. The twilight was so thick that lights were being turned on in some houses.

Στα μισά του δρόμου ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε και τράβηξε ίσα σ' ένα με γάλο σπίτι καλοχτισμένο και σταμάτησε μπροστά στην είσοδο. ||||||||||||||a big||well-built||||| Halfway down the road, Vassilis Andreits turned and headed straight for a beautifully built house and stopped in front of the entrance.

Ο Νικήτα πήγε κοντά στο φωτισμένο παράθυρο που ήτανε καταχιονισμένο και που στο φως του άστραφταν οι νιφάδες που χοροπηδούσαν και χτύπησε με το μαστίγι. |||||||||snowed in||||||||||||||| Nikitas went close to the illuminated window that was covered in snow, and in the light, the flakes were sparkling and bouncing, and he knocked with his whip.

- Ποιος είναι κει; - ρώτησαν από μέσα. - Who's there? - they asked from inside.

- Απ' το Κρεστί, ο Μπρεχουνόβ, αγάπη μου, αποκρίθηκε ο Νικήτα. - From Kresti, Brekhunov, my love, Nikita replied. Έβγα μια στιγμή. Come out for a moment.

- Ο άνθρωπος αποτραβήχτηκε από το παράθυρο και σε λίγο, ακουγόταν απ' έξω, άνοιξε με κρότο η εσωτερική πόρτα της μπασιάς που ήτανε κολλημένη από τον πάγο, ύστερα βρόντησε ο μάνταλος της εξωτερικής πόρτας και, κρατώντας την για να μη την κλείσει ο αέρας, πρόβαλε ένας ψηλός γέρος μ' άσπρη γενειάδα και με το κοντογούνι ριγμένο στις πλάτες πάνω από το άσπρο γιορτινό πουκάμισό του και πίσωθέ του ένα παλικάρι που φορούσε κόκκινο πουκάμισο και δερμάτινα ποδήματα. |||||||||||||||||||basilica||||||||||bolt|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||| - The man withdrew from the window and soon, from outside, the internal door of the hallway, which was stuck from the ice, opened with a bang, then the bolt of the external door slammed, and, holding it so that the wind wouldn’t close it, a tall old man with a white beard and a short coat draped over his shoulders above his white festive shirt appeared, and behind him a young man wearing a red shirt and leather shoes.

- Συ είσαι, Αντρέιτς; Πώς βρέθηκες στα σύνορα μας; - ρώτησε ο γέρος. - Is that you, Andreitsch? How did you end up at our borders? - asked the old man.

- Μα να, χάσαμε το δρόμο, αδελφέ μου, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς, θέλαμε να πάμε στο Γοριάτσκινο και να, ξεπέσαμε σε σας. ||||||||||||||||||we ended up|| - Well, you see, we lost our way, my brother, said Vasilis Andreitsch, we wanted to go to Goriatskino and ended up here. Είχαμε προχωρήσει καλά κάποια στιγμή, μα ύστερα πάλι τα μπερδέψαμε. |||||||||we got confused We had made good progress at one point, but then we got confused again.

- Για φαντάσου, πως περιπλανηθήκατε! |||you wandered - Just imagine how much you wandered! - απόρησε ο γέρος, Πετρούσκα, άντε ν' ανοίξεις την αυλόπορτα, στράφηκε στο παλικάρι. |||Petroushka|||||||| - the old man wondered, Petrushka, come on, open the gate, he turned to the young man.

- Μετά χαράς, αποκρίθηκε ο Πετρούσκα, με χαρούμενη φωνή κι έτρεξε πρόθυμα. ||||Petrushka|||||| - With pleasure, Petrouska replied, in a cheerful voice, and ran eagerly.

- Μα εμείς δεν πρόκειται να κοιμηθούμε εδώ, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - But we are not going to sleep here, observed Vasilis Andreits.

- Πού θα πας νύχτα-ώρα; Μείνε εδώ να ξαποστάσεις. ||||||||rest - Where will you go at night-time? Stay here to rest.

- Θα το ήθελα κι εγώ όμως πρέπει να πηγαίνω. - I would like that too, but I have to go. Οι υποθέσεις βλέπεις δε μ' αφήνουν. The cases, you see, don't let me.

- Μακάρι, έλα να ζεσταθείς λιγάκι μέσα στο σαμοβάρι. |||get warm|||| - I wish, come and warm up a bit inside the samovar.

- Αυτό γίνεται, παραδέχτηκε ο Βασίλη Αντρέιτς. - This is happening, admitted Vasilis Andreits. Αργότερα δεν πρόκειται να σκοτεινιάσει πιότερο. Later it won't get darker any more. Θα βγει και το φεγγάρι σε λίγο κι αυτό θα φέγγει. The moon will come out soon and it will shine. Τι λες και συ, Νικήτ να μπούμε να ζεσταθούμε λιγάκι; What do you say, Nikita, shall we go in and warm up a bit?

- Γίνεται κι αυτό, είπε ο Νικήτα, που ένιωθε ξεπαγιασμένος και πολύ θα ήθελε να συνεφέρει μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού τα ξυλιασμένα μέλη του. - That's possible too, said Nikita, who felt frozen and would very much like to revive his numb limbs in the warmth of the house.

Ο Βασίλη Αντρέιτς μπήκε μαζί με το γέρο στο σπίτι, κι ο Νικήτα τράβηξε το έλκηθρο στην αυλόπορτα που άνοιξε ο Πετρούσκα και βοηθούμενος απ' αυτόν έσυρε το άλογο κάτω από το υπόστεγο του στάβλου. ||||||||||||||||||||||||||||||||||barn Vasilis Andreits entered the house along with the old man, and Nikita pulled the sled to the gate that Petrushka opened, and with his help, he dragged the horse under the shelter of the barn. Ο στάβλος ήτανε γεμάτος κοπριά, που σχημάτιζε παχύ στρώμα κάτω και καθώς έκανε να μπει το άλογο τρακάρισε στα δοκάρια της σκεπής. |stable||||||||||||||||bumped|||| The stable was filled with manure, forming a thick layer below, and as the horse was about to enter, it bumped into the beams of the roof. Οι κότες κι ο κόκορας, που είχανε κουρνιάσει στο δοκάρι, ανήσυχα σιγοκακάρισαν και κίνησαν τα ποδαράκια τους για να στερεωθούν και να μην πέσουν. |||||||||rafter||clucked softly||||||||to steady themselves|||| The hens and the rooster, which had perched on the beam, anxiously clucked softly and moved their little feet to steady themselves and avoid falling. Τα πρόβατα στην άλλη άκρη ταράχτηκαν και στριμώχτηκαν φοβισμένα στη γωνιά, παραπατώντας πάνω στο παγωμένο στρώμα της κοπριάς. The sheep at the other end were startled and huddled fearfully in the corner, stumbling on the frozen layer of manure. Κάποιο σκυλί γαβγίζοντας δυνατά, με τρομάρα και κακία, υποδεχόταν πραγματικά σκυλίσια τον ξένο. ||||||||||dog-like|| A certain dog, barking loudly, with fear and malice, was truly welcoming the stranger in a dog-like manner.

Ο Νικήτα κουβέντιασε με όλους τους ένοικους του στάβλου: ζήτησε συγγνώμη από τις κότες και τις καθησύχασε με την υπόσχεση πως δε θα τις ενοχλούσε άλλο. ||||||tenants||||||||||||||||||| Nikitas chatted with all the tenants of the stable: he apologized to the chickens and reassured them with the promise that he would not disturb them anymore. Μάλωσε γελαστά τα πρόβατα που τρομάζουν με το παραμικρό, δίχως κι αυτά να ξέρουν το γιατί. ||||||||the slightest||||||| He playfully scolded the sheep that get scared at the slightest thing, even though they did not know why. Και καθώς φρόντιζε στο αναμεταξύ να δέσει το άλογο δε έπαυε να συμβουλεύει το σκυλάκι. ||||||||||||advise|| And as he was busy in the meantime tying the horse, he kept advising the little dog.

- Να, έτσι δα καλά θα είναι, είπε τινάζοντας το χιόνια πάνωθέ του, κοίτα κει πώς ξελαρυγγιάζεται το χαζό, πρόσθεσε για το σκυλάκι. |||||||||||||||is barking|||||| - See, this is how it will be good, he said shaking the snow off him, look over there how the silly one is barking, he added about the little dog. Είπαμε , φτάνει σουτ πια! ||shot| We said, that's enough, stop already! Φτάνει σουτ χαζό. |shot| A silly shot is enough. Μη χαλάς τόσο τη ζαχαρένια σου. Don't ruin your sweetness so much. Δεν είμαστε δα κλεφταράδες. |||thieves We're not thieves after all. Ανθρωποι δικοί... People| Our people... - Αυτοί, όπως λένε, είναι οι τρεις σύμβουλοι του σπιτιού, είπε ο Πετρούσκα, σπρώχνοντας με το γεροδεμένο χέρι του σαν καρυδόφλουδα, το έλκηθρο παραμέσα. ||||||advisors||||||||||||||||inward - They, as they say, are the three advisors of the house, said Petrushka, pushing the sled inside with his sturdy hand like a walnut shell.

- Ποιοι είναι αυτοί οι τρεις σύμβουλοι, που λες; - ρώτησε ο Νικήτα. |||||advisors||||| - Who are these three advisors, you say? - asked Nikita.

- Μα, να αυτό το λέει ο Πούλσον στο τυπωμένο βιβλίο του. ||||||Pulson|||| - Well, this is what Poulson says in his printed book. Αν κάποιος κλέφτης παραμονεύει για να μπει σπίτι σου, το σκυλί γαβγίζει, που θα πει: έχε το νου σου, μη χαζεύεις. ||||||||||||||||||||fool around If a thief is lurking to enter your house, the dog barks, which means: be alert, don’t daydream. Λαλεί ο κόκορας που θα πει: σήκω είναι ώρα. says|||||||| The rooster crows, which means: get up, it’s time. Νίβεται η γάτα, που θα πει: κάποιος φίλος θα σου έρθει. washes|||||||||| The cat washes itself, which means: a friend will come to you. Ετοιμάσου να τον περιποιηθείς, αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Πετρούσκα. |||take care of|||| Get ready to take care of him, answered Petrushka with a smile.

Ο Πετρούσκα ήξερε λίγα γράμματα και είχε σχεδόν αποστηθίσει ολόκληρο το βιβλίο του Πούλσον, το μόνο που είχε. Petrushka knew a little bit of reading and had almost memorized the entire book of Pulson, the only one he had. Του άρεσε πάντα και πιο πολύ άμα βρισκόταν λιγάκι στο κέφι, όπως κείνη την ημέρα, να ξεφουρνίζει διάφορα συμπεράσματα του συγγραφέα, που τα έβρισκε ταιριαστά στην περίπτωση. ||||||||||||||||||||||||suitable|| He always liked it, especially when he was a bit in the mood, like that day, to spill various conclusions of the author that he found suitable for the case.

- Πολύ σωστά, συμφώνησε ο Νικήτα. - Quite right, agreed Nikitas.

- Θα ξεπάγιασες, μπάρμπα ε; |thaw|| - You'll catch a cold, uncle, huh?

- Λιγάκι.

Κι οι δυο τους, πέρασαν την αυλή κι από τη μπασιά, μπήκαν στο σπίτι. Both of them passed through the yard and from the porch, they entered the house.