5.1 Παράξενα πράγματα...
5.Παράξενα πράγματα. Το γατί μας άλλαξε όνομα. Ένας προδότης μεταξύ μας.
Παράξενα πράγματα, έτσι λέμε με τη Μυρτώ. Κι αυτά τα παράξενα κάνουν το φετινό καλοκαίρι να μη μοιάζει με τα προηγούμενα. Τις άλλες χρονιές ο Νίκος δεν το κουνούσε από το Λαμαγάρι. Τώρα χάνεται με τις ώρες κι όταν τον ρωτάμε που ήτανε, μας λέει: «Στη χώρα, στην αρραβωνιαστικιά μου».
- Τι κατεβάσατε μούτρα; μπαίνει τότε στη μέση η Σταματίνα και μας ψευτομαλώνει. Όλο με σας θα παίζει ; Έχει και αρραβωνιαστικιά ο άνθρωπος.
- Πως τη λένε την αρραβωνιαστικιά σου; Γιατί δεν τη φέρνεις στο Λαμαγάρι, να τη γνωρίσουμε; τον ζαλίζουμε εμείς.
Τότε κείνος αρχίζει τα παραμύθια. Πως τάχατες, μόλις κάνει πως την παίρνει να 'ρθουνε στο Λαμαγάρι, ανοίγει το καπλάνι το μαύρο μάτι του και δεν τον αφήνει να κάνει μήτε βήμα. Μια φορά, που πολύ επιμέναμε να μας πει τ' όνομά της, μας είπε σιγά σιγά, τραγουδιστά σχεδόν: Δη-μο-κρα-τί-α.
«Σαν το γατί μας», χάρηκα εγώ. Μα, που να 'ξερα, πως γρήγορα το γατάκι μας θ' άλλαζε όνομα.
Ο μπαμπάς ήρθε τόσο νευριασμένος το Σαββατοκύριακο, που όλα του φταίγανε. Το βράδυ, ενώ όλοι είχαμε καθίσει στο τραπέζι, εγώ σηκώθηκα μια στιγμή να μαζέψω τη Σκούρα και τη Δημοκρατία, γιατί η Σταματίνα είπε πως άρχιζε να ψιχαλίζει. Τη Σκούρα τη βρήκα αμέσως, μα η Δημοκρατία - άφαντη. Τότε άρχισα να ξεφωνίζω: «Δημοκρατίιιιιια!» Ώσπου μ' άκουσε και ήρθε. Δεν πρόλαβα να μπω στο σπίτι και μ' άρπαξε ο μπαμπάς απ' το χέρι. Νόμισα πως θύμωσε, γιατί σηκώθηκα από το τραπέζι, μα εκείνος τα 'βαλε με το γατί,
- Η θα το πετάξετε, λέει, η θα του αλλάξετε όνομα. Δεν έχω όρεξη να χάσω τη θέση μου στην Τράπεζα!
Το γατί το βγάλαμε Ία, μα αυτό που ακούσαμε παραήτανε πιά παράξενο. Να διώξουν τον μπαμπά από την Τράπεζα για ένα γατί!
- Θ' αλλάξεις και συ όνομα στην αρραβωνιαστικιά σου; ρωτήσαμε το Νίκο.
- Ποτέ των ποτών, απάντησε γελώντας εκείνος.
Όταν όμως ο Νίκος δεν έλειπε στη χώρα, έπαιζε σαν πάντα μαζί μας. Όταν είναι κείνος στο Λαμαγάρι, ποτέ δε βαριόμαστε. Όλο και κάποιο παιχνίδι σοφίζεται. Ύστερα είναι και το καπλάνι με τις ιστορίες του. Και τι δε μας είπε φέτος ο Νίκος για το καπλάνι! Βαρετικές ιστορίες, που λέει και η Πιπίτσα, μα που μαθαίνεις ένα σωρό πράγματα. Έκτος από το χαρτί, ξέρουμε πως γίνεται το γυαλί. Κι ακόμα, ο Νίκος μάς έμαθε γιατί πλέει το βαρέλι στη θάλασσα, που είναι τόσο βαρύ και το παπούτσι μας που είναι τόσο ελαφρύ βουλιάζει μόλις το ρίξουμε στο νερό.
Εμένα όμως μ' αρέσουν πολύ οι βραδινές ιστορίες του καπλανιού.
Σα σκοτεινιάζει για καλά και λάμπουνε τ' αστέρια, πάμε με τον Νίκο και ξαπλωνόμαστε σ' έναν ψηλό βράχο που στην κορφή του έχει ένα πλάτωμα. Τότε, θαρρείς κι ο ουρανός χαμηλώνει και τ' αστέρια κοντεύουν να μας αγγίξουν. Όπου ο ουρανός είναι πολύ μαύρος ο Νίκος λέει ότι είναι η σκιά του καπλανιού, που περιδιαβαίνει από τη Μεγάλη Άρκτο στη Μικρή κι από τον Άρη στην Αφροδίτη. Έτσι ξέρουμε τώρα όλοι μας, ακόμα κι η μικρούλα Αυγή, να ξεχωρίζουμε κάθε αστέρι με τ' όνομά του και ποιο είναι πιο κοντά στη γη η πιο κοντά στον ήλιο.
Μια φορά το καπλάνι, που έβλεπε με το μαύρο μάτι, είδε ένα αστέρι με μια μακριά ουρά που το λένε κομήτη. Το αστέρι αυτό έτρεχε και θα πέρναγε κοντά από τη γη. Τ' άκουσαν και τα πουλιά, πέταξαν τρομαγμένα και το 'παν στους ανθρώπους. Ο Νίκος λέει ότι ήτανε μικρός τότε, μα θυμάται πολύ καλά πως τη μέρα, που θα καιγότανε η γη, η θεία Δέσποινα έψηνε γλυκό βύσσινο. Το παράτησε στη φωτιά να βγει στο δρόμο μαζί με τον κόσμο, που είχε μαζευτεί στην πλατεία να δει τον κομήτη που θα τους έκαιγε όλους. Ο κομήτης πέρασε, η γη δεν κάηκε - κάηκε όμως το βύσσινο της θείας Δέσποινας κι η κατσαρόλα ακόμα. Ο Νίκος ίσαμε τώρα την πειράζει τη θεία Δέσποινα κι άμα θέλει να φάει γλυκό βύσσινο, της λέει: «Δε με κερνάς κανένα κομήτη, θεία».
Ποιος ξέρει, τι άλλο θ' ακούγαμε για το καπλάνι - ιστορίες και παραμύθια —αν δεν συνέβαινε εκείνο που συνέβηκε εκείνη τη μέρα...
Ίσως να φταίει, άθελά του, και ο Οδυσσέας, που δεν πήγε ποτέ του σχολείο και δεν ξέρει Γεωγραφία.
Καθόμασταν όλοι μαζί με το Νίκο στην αμμουδιά. Ο ήλιος μόλις πήγαινε να δύσει. Ο Νίκος λέει, πως πουθενά δεν δύει έτσι ωραία ο ήλιος, όσο στο Λαμαγάρι. Άρχισε κείνος να σιγοτραγουδά ένα πολύ όμορφο τραγούδι, σε μία άγνωστή μας γλώσσα.
- Τι τραγούδι είν' αυτό; ρώτησε ο Νώλης, που πήρε αμέσως το σκοπό.
- Ισπανικό, απάντησε ο Νίκος.
- Τι θα πει Σπανικό; λέει ο Οδυσσέας.
- Ισπανικό, κουτέ, διορθώνει η Μυρτώ.
Ο Νίκος θύμωσε, γιατί είπε τον Οδυσσέα κουτό η Μυρτώ.
- Καλά θα έκανες, κυρία πολύξερη, τη μάλωσε, αντί να κοροϊδεύεις, να μαθαίνεις όποιον δεν ξέρει. Ύστερα ο Νίκος πήρε ένα ξυλαράκι και ζωγράφισε πάνω στην υγρή άμμο ολόκληρο το χάρτη της Ευρώπης και κει, στην άκρη αριστερά, η Ισπανία.
Εμείς με τη Μυρτώ την ξέρουμε, γιατί έχουμε δια βάσει τον «Δον Κιχώτη», τον ιππότη της Ελεεινής Μορφής, που είναι Ισπανός. Καλά θα 'τανε, συλλογίστηκα, να διηγηθεί τώρα ο Νίκος στα παιδιά για τον Δον Κιχώτη και τον ιπποκόμο του, τον Σάντσο Πάντσα, κι ίσως να πει, πως... πως, αντί το άλογό του το Ροσινάντε, ο Δον Κιχώτης καβάλησε το καπλάνι.
- Τι θα πούνε τα λόγια του τραγουδιού; ρωτάει ο Νώλης.
Ο Νίκος άργησε λίγο ν' απαντήσει, μα ύστερα είπε:
- Θα σας έλεγα την ιστορία του Δον Κιχώτη από τη Μάντσα, είπε ο Νίκος κι έκανε μια κουκίδα στο χάρτη, και μας έδειξε τη Μάντσα. Μα, τώρα, ο Δον Κιχώτης δεν μπορεί πιά να τριγυρνάει στις πόλεις και τα χωριά της Ισπανίας, γιατί εκεί γίνεται πόλεμος. Να η Μαδρίτη, η πρωτεύουσα της Ισπανίας, κάνει κι άλλη κουκίδα στο χάρτη ο Νίκος.
- Πόλεμος λοιπόν, συνεχίζει. Από τη μια είναι στρατιώτες, απ' όλα τα μέρη του κόσμου: Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Αμερικανοί, και τραγουδάνε το τραγούδι που έλεγα πριν. Από την άλλη, κατσούφηδες με μαύρα πουκάμισα.
- Πήγες εσύ στην Ισπανία; απόρησε η Άρτεμη. Εκείνος γέλασε:
- Όχι, μα πηγαίνει το... καπλάνι κι έρχεται και μου τα λέει.
- Με ποιους είναι το καπλάνι; ρώτησε ο Νώλης.
- Σαν έχει το γαλάζιο μάτι ανοιχτό είναι μ' αυτούς που τραγουδάνε, σαν έχει το μαύρο, τότε πάει με τους κατσούφηδες.
Εμείς πατήσαμε με τα ξυπόλητα πόδια μας το χάρτη, εκεί ακριβώς που έδειξε ο Νίκος πως στέκονταν οι μαυροπουκαμισάδες, ώσπου χάλασε το σχήμα.
Ύστερα ο Νίκος μας κοίταξε όλους καλά καλά, και λέει:
- Αυτό είναι το μυστικό μας.
Εμείς δώσαμε λόγο τιμής, πως δε θα πούμε πουθενά τίποτα. Η Πιπίτσα ξανάπε πάλι τα δικά της! «Να νεκροφιλήσω... να δω όλο μου το σόι στη νεκρό κάσα...».
Το βράδυ, σαν πέσαμε στα κρεβάτια μας, αρχίσαμε σιγά σιγά να τραγουδάμε το τραγούδι του Νίκου. Το λέγαμε μόνο με το σκοπό και θυμόμασταν δυο από τα παράξενα λόγια. Φαίνεται, όμως, ότι δεν τραγουδούσαμε και τόσο πολύ σιγά, γιατί μας άκουσε ο Νίκος κι ανέβηκε φουριόζος στην κάμαρά μας.
- Τρελούτσικα, μας ψευτομαλώνει. Δεν είπαμε πως είναι το μυστικό μας! Θέλετε να μας ακούσουν οι μεγάλοι;
- Κι αν μας ακούσουν, τι θα γίνει;
- Θα ρωτήσουν ποιος σας το 'μαθε κι αυτό είναι τραγούδι της Δημοκρατίας.
- Μπορεί να διώξουν και τον μπαμπά από την Τράπεζα; ρώτησα.
- Μπορεί, γελάει ο Νίκος. Ύστερα σοβάρεψε: Φταίω εγώ που ξέχασα πως είστε μικρά παιδιά.
Σαν έφυγε ο Νίκος, δεν μπορούσε να μας πάρει ο ύπνος.
Πολύ περίεργα είναι όλα. Γιατί να διώξουν τον μπαμπά από την Τράπεζα αν εμείς τραγουδάμε Ισπανικό τραγούδι; (Η Ία ήρθε και κουλουριάστηκε στα πόδια μου)... η αν δεν αλλάξουμε όνομα στο γατί μας;
- ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ; ψιθυρίζει η Μυρτώ.
- ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ! Ας κάνουν οι μεγάλοι παράξενα πράγματα. ΕΥ-ΠΟ, ΕΥ-ΠΟ!