An escape | Stratis Panourios | TEDxAthens
Μετάφραση: Maria Pericleous Επιμέλεια: Chryssa Takahashi
Ξυπνάω το πρωί σε ένα ζεστό σπίτι.
Ετοιμάζω το πρωινό της οικογένειας,
και καθόμαστε όλοι μαζί για να συζητήσουμε το πρόγραμμα της ημέρας.
Σήμερα βέβαια το πρόγραμμα θα είναι διαφορετικό. Οι τσάντες για το σχολείο είναι έτοιμες.
Αποχαιρετώ τη σύζυγό μου, της εύχομαι να έχει μια καλή μέρα, και πηγαίνω τη μικρή μου κόρη στο δημοτικό της σχολείο. Την αγκαλιάζω,
της λέω πως για ό,τι χρειαστεί κατά τη διάρκεια της ημέρας
θα πρέπει να επικοινωνήσει με τη μαμά της,
γιατί εγώ δε θα μπορώ να της μιλήσω.
Τη βλέπω να περνάει μέσα στο σχολείο, στην αυλή. Εγώ φεύγω, με χαιρετάει,
με έναν τρόπο όπως χαιρετάμε έναν άνθρωπο που θα κάνουμε χρόνια να τον δούμε.
Ύστερα από μισή ώρα,
παρκάρω το αυτοκίνητό μου σε μια περιοχή της Αθήνας.
Αδειάζω τις τσέπες μου από διάφορα μικροαντικείμενα, κρατάω μόνο ένα βιβλίο, την ταυτότητά μου, και κλείνω το κινητό μου τηλέφωνο.
Αρχίζω να κατευθύνομαι σε μια πύλη.
Πατάω ένα κουμπί σε αυτή την πύλη,
και ως δια μαγείας, αυτή η σιδερένια πόρτα ανοίγει. Τώρα βρίσκομαι σε έναν χώρο όπου είναι γεμάτος ανιχνευτές. Σε έναν έλεγχο, ξέρετε, θυμίζει τον έλεγχο στο αεροδρόμιο όταν πρόκειται να ταξιδέψουμε σε μια άλλη χώρα, σε ένα εξωτικό νησί, αν έχω ξεχάσει κάτι μέσα στις τσέπες μου, θα πρέπει να ξαναπεράσω τον έλεγχο. Παραδίδω την ταυτότητά μου, το κινητό μου τηλέφωνο, μου τα κρατάνε, και μου δίνουν στα χέρια μια κάρτα με συγκεκριμένο χρώμα και αριθμό. Αυτή η κάρτα, από δω και πέρα,
θα είναι το διαβατήριό μου σε αυτό το παράξενο νησί. Αν τύχει και τη χάσω,
ίσως να έχω κάποιο πρόβλημα για να φύγω από εκεί μέσα. Κρατώντας στα χέρια την κάρτα,
νοιώθω ότι τώρα πρέπει να ξεπεράσω τα δικά μου προσωπικά όρια. Σαν να βρίσκομαι σε έναν γκρεμό, και θα πρέπει να πηδήξω στο κενό. Η πρώτη πόρτα ανοίγει, και έπειτα κλείνει μόνη της ερμητικά πίσω μου. Ένας σιδερένιος θόρυβος ακούγεται στ' αυτιά μου. Διαδοχικά τώρα ακούγονται σιδερένιες πόρτες
που κλείνουν και ανοίγουν, περνάω μέσα από ανιχνευτές, έχω χάσει το μέτρημα, δεν ξέρω πόσοι είναι. Και σιγά-σιγά αρχίζει να με επηρεάζει κάτι πρωτόγνωρο.
Είναι μια μυρωδιά.
Είναι η μυρωδιά της φυλακής.
Τώρα βρίσκομαι μπροστά σε μια τελευταία πόρτα, που θα πρέπει να την ανοίξω μόνος μου,
και θα πρέπει να περάσω μέσα σε μια αίθουσα. Μέσα σε αυτή την αίθουσα, με περιμένουν 20-25 κρατούμενοι.
Θα πρέπει να τους συναντήσω.
Το στόμα μου ξεράθηκε από την αγωνία.
Έχω δει πολλές ταινίες με φυλακές,
έχω δει ανθρώπους που σκληρά σε κοιτάζουν με παράξενο βλέμμα, εγκληματίες,
που δε θα είχες τίποτα να πεις μαζί τους,
θα φοβόσουνα έστω και να κάτσεις δίπλα τους.
Όλοι αυτοί, οι φανταστικοί άνθρωποι,
αρχίζουν να γυρίζουν μέσα στο κεφάλι μου σαν σμάρι,
να σπρώχνουν μέσα τις σκέψεις μου και να με απειλούν. Παίρνω μια βαθειά ανάσα,
ανοίγω την πόρτα,
και μπαίνω.
Ένα ζεστό, χαμογελαστό πρόσωπο έρχεται προς το μέρος μου, μια θερμή χειραψία με αφοπλίζει.
Μου λέει το μικρό του όνομα,
ύστερα 20 άντρες έρχονται προς το μέρος μου, μου λένε και αυτοί το μικρό τους όνομα, με χαιρετούν με εγκαρδιότητα,
και με ρωτάνε αν θέλω τσάι ή καφέ.
Καθόμαστε ύστερα σε έναν κύκλο.
Τους κοιτάζω.
Με κοιτάζουν.
Και τότε, βλέπω πρόσωπα διψασμένα,
συγκινημένα, πονεμένα.
Όλοι αυτοί οι φανταστικοί άνθρωποι που είχα συναντήσει έξω απ' αυτή την πόρτα
αρχίζουν σιγά-σιγά να φεύγουν απ' το μυαλό μου. «Καλημέρα Στρατή», μου λένε, «Καλώς ήρθες».
Εδώ και ενάμισι χρόνο
μπαινοβγαίνω στις φυλακές Κορυδαλλού.
Η πρώτη μου συνεργασία ήταν με το κέντρο θεραπείας εξαρτημένων ατόμων ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ.
Ύστερα από πέντε μήνες, καταφέραμε να ανεβάσουμε με 18 συμμετέχοντες
μια θεατρική παράσταση με τίτλο «Ο καλεσμένος».
Ο αναγεννημένος άνθρωπος.
Ο νέος άνθρωπος.
Αυτή η συνεργασία και τα κείμενα που γράφτηκαν γι' αυτήν, βασίστηκαν πάνω στο ποίημα του Κίπλιγκ «Αν». Οι συμμετέχοντες έγραψαν τα δικά τους «Αν». Από τον περασμένο Νοέμβριο συμμετέχω σε μια πολύ σημαντική προσπάθεια των φυλακών Κορυδαλλού, του Εθνικού Θεάτρου, του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και της Γενικής Γραμματείας αντί-εγκληματικής πολιτικής για τη δημιουργία του πρώτου θεατρικού εργαστηρίου μέσα στις φυλακές που θα είναι ανοικτό σε όλες τις πτέρυγες της φυλακής. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
(Χειροκρότημα)
Όταν με ρωτήσανε αν θέλω να αναλάβω αυτό το πρότζεκτ είπα ναι, εννοείται! Εννοείται και θα το αναλάβω.
Ήρθε η στιγμή να ξεπεράσω τα όρια, σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης.
Μετά συζητήσαμε για το τι σκέφτομαι να κάνω σε σχέση με αυτή τη θεατρική ομάδα,
τότε μου ήρθε στον νου ένα θεατρικό έργο του Γουίλιαμ Σαίξπηρ: «Η τρικυμία». Επέλεξα αυτόν το συγγραφέα, γιατί;
Ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ έχει επενδύσει.
Τα κυριότερα έργα του είναι γραμμένα για τους κακούς ήρωες. Οι κακοί ήρωες του Σαίξπηρ
έχουν διαπράξει όλα τα εγκλήματα του ποινικού κώδικα. Έχουν ξεπεράσει κάθε όριο.
Όμως, αυτούς χειροκροτάμε στα θέατρα.
Χιλιάδες ηθοποιοί κάθε χρόνο, σε ολόκληρο τον κόσμο,
απ' αυτούς βγάζουν τον μισθό τους.
Στην Τρικυμία, βέβαια, δεν πέφτει ούτε στάλα αίμα, όλες οι απόπειρες ανθρωποκτονίας ματαιώνονται. Δε γίνονται πόλεμοι, η δράση εξελίσσεται πάνω σε ένα έρημο νησί,
σε ένα απομονωμένο νησί.
Πάνω σε αυτό το νησί ζει ο εξόριστος Δούκας του Μιλάνου Πρόσπερο, μαζί με την κόρη του Μιράντα.
Έχει εκδιωχθεί από τον αδερφό του που τον είχε πετάξει μέσα στη θάλασσα.
Ο Πρόσπερο, στη δωδεκαετή διαμονή του πάνω σε αυτό το νησί,
κατέκτησε το μεγαλύτερο επίτευγμα που μπορεί να κατακτήσει ένας άνθρωπος. Τι;
Να γίνει κύριος του εαυτού του, να αποκτήσει πραγματικά ελεύθερη βούληση, και όταν με τη βοήθεια του ανώτερου πνεύματος Άριελ καλεί μέσω μιας τρικυμίας τους αδικητές του στο νησί,
τότε μπορεί να τους κάνει ό,τι θέλει!
Να τους εκδικηθεί ή να τους συγχωρέσει.
Εκδίκηση και συχώρεση.
Δύο λέξεις που έχουν, πιστέψτε με,
διαφορετική σημασία στη φυλακή και διαφορετική σημασία στον έξω κόσμο. Η τρικυμία δεν είναι μόνο ένα εξωτερικό φαινόμενο, είναι ένα εσωτερικό φαινόμενο ανθρώπων, επιλογών, που βρίσκονται στα άκρια, στα όρια,
που βρίσκονται στα άκρα, που αναζητούν τα όρια. Τώρα βρίσκομαι ξανά μέσα στην αίθουσα.
Κοιτάζω τους συμμετέχοντες.
Όλοι περιμένουν από μένα να πω κάτι.
Ξέρετε, το πιο δύσκολο σημείο για έναν σκηνοθέτη, στην δημιουργία μιας παράστασης, είναι η πρώτη πρόβα.
Και αναρωτιέμαι, τι ήρθα να κάνω εγώ εδώ,
τι να πω σε αυτούς τους ανθρώπους
που δεν το έχουν βιώσει, που δεν το έχουν ζήσει; Να τους μιλήσω για τις παραστάσεις που έχω ανεβάσει; Να τους μιλήσω για το θέατρο;
Και τι να τους πω για το θέατρο;
Και τι δουλειά έχει το θέατρο στη φυλακή;
Τους κοιτάζω.
Τους κοιτάζω και βλέπω
ότι δε γνωρίζω τίποτα για το παρελθόν τους, δε γνωρίζω τίποτα για το ταξίδι που τους έφερε εκεί μέσα. Δεν είναι ηθοποιοί που ήρθαν να παίξουν έναν ρόλο, αλλά άνθρωποι πραγματικοί,
άνθρωποι που ήρθαμε εδώ μαζί για να μοιραστούμε κάτι σημαντικό, κάτι που θα πρέπει να το ανακαλύψουμε μαζί. Δε μπορώ να πάρω όμως ανάσα, και δε ξέρω τι να πω.
Βλέπω ένα ρολόι απέναντι,
να με κοιτάζει επικίνδυνα, όπως με κοιτάζει τούτο εδώ. Οι δείκτες κυλούν, περνούν το χρόνο,
και τότε λέω, αυτό το ρολόι, με κοιτάζει και νοιώθω να με απειλεί.
Ήδη αισθανόμαστε πάρα πολύ χαρούμενα, και ξεκινάμε να μιλάμε για το θέατρο,
τους μιλάω για το βασικό αντικείμενο του θεάτρου, που είναι η μελέτη του ανθρώπου.
Αυτού του πολύπλοκου μηχανήματος που συνεχώς γράφουμε τον οδηγό χρήσης του,
και δε γνωρίζουμε ακριβώς πώς λειτουργεί.
Τα όρια, τις λειτουργίες, δε γνωρίζουμε ακόμα.
Όμως στο θέατρο μπορούμε να κάνουμε αυτή την επιλογή.
Η συζήτηση ανάβει, και ήδη ξεκινάμε να μιλάμε
για τέχνες, για φιλοσοφία, για ζωγραφική, για δραματουργία, και ξαφνικά ξεχνάω πως βρίσκομαι στη φυλακή, και νομίζω πως βρίσκομαι κάπου, να, σαν εδώ. Και τότε αναρωτιέμαι,
αυτοί οι άνθρωποι εδώ, που βρίσκονται απέναντί μου θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι επιστήμονες, ζωγράφοι, ποιητές, και δε μπορώ να καταλάβω πώς βρέθηκαν εκεί μέσα. Και τότε καταλαβαίνω όμως
ότι τα όρια για να βρεθείς μέσα στη φυλακή είναι πολύ λεπτά: ένα οικονομικό χρέος,
ένα σκοτεινό συναίσθημα, μια επιλογή, μια τρικυμία, και το όριο χάνεται. Αμέσως ξεκινάμε έναν δυνατό αυτοσχεδιασμό.
Μέσα από την ομάδα υπάρχει ένας ναυτικός.
Του λέω, να μας αφηγηθεί τις περιπέτειες που πέρασε στις θάλασσες. Αρχίζει να μιλάει για τον Ειρηνικό, Ατλαντικό ωκεανό, και όλοι μαζί εκεί μέσα, με καπετάνιο αυτόν τον ναυτικό, ξεκινάμε να δημιουργούμε τις συνθήκες ενός καραβιού την ώρα που βυθίζεται.
Ήταν απόλαυση!
Πραγματικά ένοιωσα, και αυτοί και εγώ, ότι δραπετεύσαμε. Δραπετεύσαμε νοητικά και πήγαμε σε ένα μακρινό μέρος, σε ένα απίστευτο νησί.
Θα μπορούσα να σας πω πάρα πολλά
για όλες αυτές τις στιγμές που έζησα με αυτούς τους ανθρώπους συνολικά. Μέχρι τον ερχόμενο Ιούνιο
που θα ανεβάσουμε την παράστασή μας μέσα στις φυλακές Κορυδαλλού, θα έχω περάσει την είσοδο των φυλακών πάνω από 80 φορές,
και θα έχω συνεργαστεί συνολικά με πάνω από 50 συμμετέχοντες. Θα μπορούσα να σας αφηγηθώ πάρα πολλά.
Πολλές συγκινητικές ανθρώπινες στιγμές που υπάρχουν ακόμα και εκεί μέσα.
Για αυτή τη συνάντηση.
Όμως θα μείνω μόνο σε μια.
Όταν ο Πρόσπερο, στην αρχή του έργου, λέει στην κόρη του για πρώτη φορά, «Τώρα παιδί μου θα σου πω ποιος είναι ο πατέρας σου, που δεν είναι βασιλιάς, μόνο σε ένα θεόφτωχο κελί», ένας από τους συμμετέχοντες με πλησίασε στο τέλος της πρόβας
για να μου πει πόσο τον συγκίνησαν αυτά τα λόγια.
Του θύμισαν την πρώτη φορά που θα συναντούσε το παιδί του, στο επισκεπτήριο της φυλακής, για να του πει ποιος πραγματικά είναι. Η πρόβα τελείωσε, ο χρόνος τελειώνει, θα πρέπει να βγω έξω.
Χαιρετάω τους συμμετέχοντες, με χαιρετάνε κι αυτοί, καταφέραμε, καταφέραμε για λίγες ώρες να δραπετεύσουμε από τη φυλακή μας. Βγαίνω έξω, παίρνω ξανά την ταυτότητά μου, το κινητό μου τηλέφωνο, και κάνω ένα μεγάλο βήμα βγαίνοντας από τη φυλακή. Όχι, δε θα ανοίξω το κινητό μου τηλέφωνο,
δε θέλω να μάθω ποιος με πήρε, αν έχω μηνύματα, ή να απαντήσω σε μέιλ. Όχι, αυτή τη στιγμή θέλω να τη χαρώ, είμαι έξω, είμαι ξανά έξω,
και αρχίζω να κοιτάζω τον ουρανό, να ακούω τα πουλιά, τα δέντρα, και μούρχονται οι στίχοι του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη: «Έχω ανάγκη να πάγω περίπατο, με τα δέντρα να πάγω περίπατο, Σ' έναν κόσμο γιομάτο νερά».
Θα 'θελα αυτήν την εμπειρία μου να τη μοιραστώ με τους διαβάτες που περπατούν γύρω μου.
Κοιτάζω, τους βλέπω,
και βλέπω στεναχωρημένους ανθρώπους, σκυμμένα πρόσωπα, μα είναι δυνατόν;
Εγω ήμουνα τώρα μέσα στη φυλακή
και αυτοί που βλέπω, που νομίζουν ότι δεν έχουν όριο, που νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, έχουν το δικαίωμα να είναι λυπημένοι;
Να είναι στεναχωρημένοι, να είναι φυλακισμένοι μέσα στις απόψεις τους, στις στάσεις τους, στη ζωή;
Όχι!
Αναρωτιέμαι τελικά αν η ελευθερία είναι εσωτερική ή εξωτερική υπόθεση. Αν αυτοί εκεί μέσα,
μπορεί να είναι έγκλειστοι, αλλά πραγματικοί ελεύθεροι, εμείς εδώ ας αναρωτηθούμε αν είμαστε πραγματικοί ελεύθεροι.
Αν ελευθερία σημαίνει έλευσις ορίων,
τότε ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που έχει όρια.
Που αναζητά τα όρια.
Που κάθε φορά θέτει νέα όρια, για να τα ξεπεράσει κατόπιν κι αυτά.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο.
Βγάζω απ' την τσέπη μου το βιβλίο,
το ανοίγω, και βλέπω μέσα μια αφιέρωση:
Φωνή: «Στον σκηνοθέτη μας που μας βοήθησε να δραπετεύσουμε
με την τέχνη του θεάτρου,
και που προσωπικά με βοήθησε να θυμηθώ ξανά ποιος είμαι». Σας ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)