15. Ο Αραγκόγκ (2)
Ο Χάρι κοντοστάθηκε προσπαθώντας να διακρίνει πού πήγαιναν οι αράχνες, αλλά έξω από τη μικρή, φωτεινή δέσμη του ραβδιού του, το σκοτάδι ήταν πηχτό. Πρώτη φορά έμπαινε τόσο βαθιά στο δάσος, θυμήθηκε σαν να ήταν τώρα τον Χάγκριντ που στην προηγούμενη επίσκεψή του στο δάσος τον είχε συμβουλέψει να μη βγαίνει ποτέ από το μονοπάτι. Αλλά ο Χάγκριντ ήταν τώρα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κλεισμένος στο κελί του στο Αζκαμπάν. Και ήταν εκείνος που τους είχε πει να παρακολουθήσουν τις αράχνες.
Κάτι υγρό άγγιξε το χέρι του Χάρι κι αναπήδησε τρομαγμένος, ξενυχιάζοντας τον Ρον, αλλά ήταν το μουσούδι του Φανγκ.
"Τι θα κάνουμε;" ρώτησε τον Ρον, του οποίου τα μάτια μόλις που διακρίνονταν στο αμυδρό φως του ραβδιού.
"Αφού ήρθαμε ως εδώ...", απάντησε ο Ρον.
Έτσι ακολούθησαν τις φευγαλέες σκιές των αραχνών μέσα στα δέντρα. Τώρα η πορεία τους έγινε πιο αργή. Κάτι χοντρές ρίζες και κάτι κομμένοι κορμοί, που μόλις διακρίνονταν μέσα στο πηχτό σκοτάδι, τους δυσκόλευαν το δρόμο. Ο Χάρι ένιωθε την καυτή ανάσα του Φανγκ στο χέρι του. Αναγκάστηκαν να σταματήσουν πολλές φορές και ο Χάρι να σκύψει για να εντοπίσει τις αράχνες στο φως του ραβδιού του.
Περπάτησαν τουλάχιστον μισή ώρα ακόμα. Οι μανδύες τους σκάλωναν σε χαμόκλαδα και βάτους. Κάποια στιγμή παρατήρησαν ότι το έδαφος άρχισε να κατηφορίζει, αν και τα δέντρα ήταν πυκνά όπως πάντα. Ξάφνου ο Φανγκ έβγαλε ένα δυνατό γάβγισμα που αντιλάλησε σε όλο το δάσος κι έκοψε το αίμα των δύο αγοριών.
"Τι;" φώναξε ο Ρον αρπάζοντας από τον αγκώνα τον Χάρι και κοιτώντας αλαφιασμένος γύρω του.
"Κάτι κινείται εκεί πέρα", είπε ο Χάρι. "Άκου... Πρέπει να είναι μεγάλο".
Αφουγκράστηκαν. Σε μικρή απόσταση στ' αριστερά τους, κάτι ογκώδες έσπαγε κλαδιά καθώς προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα.
"Α, όχι", βόγκηξε ο Ρον, "όχι, όχι, όχι..."
"Σκάσε, θα ακουστείς", του είπε θυμωμένος ο Χάρι.
"Εγώ θα ακουστώ;" τσίριξε ο Ρον. "Ή αυτό ακούγεται σε όλο το δάσος; Φανγκ!"
Τα μάτια τους κόντευαν να βγουν από τις κόγχες τους καθώς στέκονταν ασάλευτοι και περίμεναν. Ακούστηκε ένας παράξενος θόρυβος σαν μουγκρητό κι ύστερα σιωπή.
"Τι κάνει τώρα;" είπε ο Χάρι.
"Προφανώς ετοιμάζεται να μας ορμήσει", είπε ο Ρον.
Περίμεναν τρέμοντας. Δεν τολμούσαν να σαλέψουν.
"Λες να έφυγε;" ψιθύρισε ο Χάρι.
"Μακάρι να 'ξερα..."
Ξάφνου, στα δεξιά τους, άστραψε ξαφνικά ένα φως τόσο εκτυφλωτικό, που σήκωσαν κι οι δυο τα χέρια να προστατεύσουν τα μάτια τους. Ο Φανγκ κλαψούρισε τρομαγμένος και προσπάθησε να το σκάσει, αλλά έπεσε σε κάτι αγκάθια και άρχισε να κλαψουρίζει ακόμα πιο δυνατά.
"Χάρι", φώναξε ο Ρον γεμάτος ανακούφιση. "Χάρι, είναι το αυτοκίνητό μας!"
"Τι;"
"Έλα!"
Ο Χάρι έτρεξε πίσω από τον Ρον, ο οποίος κατευθυνόταν προς το φως σκοντάφτοντας και παραπατώντας. Λίγες στιγμές αργότερα βγήκαν σε ένα ξέφωτο.
Κι εκεί, στη μέση του μικρού ξέφωτου, είδαν το αυτοκίνητο του κυρίου Ουέσλι σκεπασμένο από πυκνά κλαδιά δέντρων και με τους προβολείς του αναμμένους. Ο Ρον άρχισε να το πλησιάζει. Τότε εκείνο τσούλησε προς το μέρος του, σαν σκύλος που υποδέχεται τον αφέντη του.
"Εδώ κρυβόταν τόσον καιρό!" είπε χαρούμενος ο Ρον, κάνοντας το γύρο του αυτοκινήτου. "Δες το. Ζώντας στο δάσος, περιήλθε σε άγρια κατάσταση..."
Τα φτερά του αυτοκινήτου ήταν γεμάτα γρατσουνιές και λάσπες. Ήταν φανερό ότι περιφερόταν μόνο του στο δάσος. Ο Φανγκ κάθε άλλο παρά ενθουσιασμένος ήταν. Δεν ξεκολλούσε από το πλευρό του Χάρι και έτρεμε. Καθησυχασμένος πια ο Χάρι, έβαλε το μαγικό ραβδί στην τσέπη του.
"Κι εμείς που νομίσαμε πως θα μας επιτεθεί!" είπε ο Ρον γέρνοντας πάνω στο αυτοκίνητο και χαϊδεύοντάς το. "Απορούσα πού είχε πάει!"
Ο Χάρι εξέτασε το έδαφος. Οι αράχνες είχαν εξαφανιστεί, διωγμένες προφανώς από το φως το προβολέων.
"Τις χάσαμε", είπε. "Έλα, πάμε να τις βρούμε".
Ο Ρον δε μίλησε. Είχε το βλέμμα του καρφωμένο σε ένα σημείο κάπου τρία μέτρα ψηλότερα από το έδαφος, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του Χάρι, με πρόσωπο παραμορφωμένο από το φόβο. Ο Χάρι δεν πρόλαβε να γυρίσει να δει. Ακούστηκε ένα δυνατό κροτάλισμα κι ένιωσε ξαφνικά κάτι μαλλιαρό να τον αγκαλιάζει από τη μέση και να τον σηκώνει στον αέρα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Καθώς πάλευε έντρομος να ξεφύγει, άκουσε κι άλλα κροταλίσματα και είδε τον Ρον να απογειώνεται κι αυτός, ενώ άκουσε τον Φανγκ να κλαψουρίζει. Και την επόμενη στιγμή αυτό που τον είχε αιχμαλωτίσει, άρχισε να τρέχει στο σκοτάδι κρατώντας τον πάντα γερά.
Ο Χάρι, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι γυρισμένος ανάποδα, είδε ότι ο απαγωγέας του είχε έξι μακριά, τριχωτά πόδια, εκ των οποίων τα δύο μπροστινά τον κρατούσαν σφιχτά κάτω από ένα ζευγάρι μαύρες, γυαλιστερές δαγκάνες. Πίσω του άκουγε να τους ακολουθεί ένα άλλο τέρας, το οποίο προφανώς είχε αιχμαλωτίσει τον Ρον. Κατευθύνονταν στην καρδιά του δάσους. Ο Χάρι άκουγε τον Φανγκ να παλεύει να ελευθερωθεί από ένα τρίτο τέρας, γαβγίζοντας δυνατά. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα του - τόση ήταν η τρομάρα του.
Δεν ήταν σε θέση να μετρήσει το χρόνο που το τέρας τον μετέφερε κρατημένο στα τριχωτά του πόδια. Το μόνο που κατάλαβε, ήταν ότι κάποια στιγμή έφτασαν σ' ένα σημείο όπου το στρωμένο με φύλλα έδαφος ήταν γεμάτο αράχνες. Γυρίζοντας στο πλάι το κεφάλι διαπίστωσε ότι είχαν φτάσει στο χείλος μιας τεράστιας γούβας, μιας γούβας αποψιλωμένης από δέντρα. Τα άστρα φώτιζαν με τη λάμψη τους την πιο αποτρόπαιη σκηνή που αντίκρισαν ποτέ τα μάτια του.
Μέσα στη γούβα υπήρχαν εκατοντάδες αράχνες, όχι όμως σαν αυτές τις μικρές που περπατούσαν στο δάσος, αλλά μεγάλες σαν άλογα, με οχτώ μάτια, οχτώ πόδια, μαύρες, τριχωτές, γιγάντιες. Εκείνη που τον μετέφερε, κατέβηκε την απότομη κατηφόρα και κατευθύνθηκε σε ένα σκοτεινό θολωτό ιστό, στο κέντρο ακριβώς της γούβας, ενώ οι υπόλοιπες την περικύκλωσαν κροταλίζοντας χαρούμενες τις δαγκάνες τους στη θέα του φορτίου της.
Η αράχνη τον άφησε, και ο Χάρι έπεσε στο έδαφος με τα τέσσερα. Δίπλα του έσκασαν ο Ρον και ο Φανγκ. Ο Φανγκ είχε πάψει να γαβγίζει. Κουλουριάστηκε βουβός στο σημείο που έπεσε. Η όψη του Ρον αντικαθρέφτιζε απόλυτα τα αισθήματα του Χάρι: το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο σε μια βουβή κραυγή φρίκης και τα μάτια του γουρλωμένα.
Ξάφνου ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι η αράχνη που τον είχε αφήσει, έλεγε κάτι. Δυσκολευόταν να την καταλάβει, γιατί σε κάθε λέξη κροτάλιζε τις δαγκάνες.
"Αραγκόγκ!" φώναζε. "Αραγκόγκ!"
Κι από το κέντρο του σκοτεινού, θολωτού ιστού ξεπρόβαλε αργά μια αράχνη σε μέγεθος μικρού ελέφαντα. Η ράχη της και τα πόδια της ήταν γκρίζα και οι δαγκάνες της είχαν ένα θολό άσπρο χρώμα. Το ίδιο και τα μάτια της. Ήταν προφανώς τυφλή.
"Τι είναι;" είπε κροταλίζοντας γρήγορα τις δαγκάνες της.
"Άνθρωποι, Αραγκόγκ", απάντησε η αράχνη που είχε πιάσει τον Χάρι.
"Ο Χάγκριντ;" ρώτησε ο Αραγκόγκ πλησιάζοντας, ενώ τα υπόλευκα μάτια του κοιτούσαν ολόγυρα χωρίς να βλέπουν.
"Άγνωστοι", είπε η αράχνη που είχε φέρει τον Ρον.
"Σκοτώστε τους", είπε κοφτά ο Αραγκόγκ. "Κοιμόμουνα..."
"Είμαστε φίλοι του Χάγκριντ", φώναξε ο Χάρι με την ψυχή στο στόμα.
Κλικ, κλικ, κλικ, χτύπησαν οι δαγκάνες γύρω από τη γούβα.
Ο Αραγκόγκ κοντοστάθηκε. "Ο Χάγκριντ δε στέλνει ποτέ ανθρώπους στη φωλιά μας", είπε αργόσυρτα.
"Ο Χάγκριντ έχει μπλέξει άσχημα", είπε ο Χάρι λαχανιασμένος. "Γι' αυτό ήρθαμε".
"Έχει μπλέξει;" είπε η γέρικη αράχνη, ο Αραγκόγκ, κι ο Χάρι σχημάτισε την εντύπωση πως διέκρινε κάποια ανησυχία στη φωνή της μέσα στο θόρυβο που έκαναν οι δαγκάνες. "Και γιατί σε έστειλε;"
Ο Χάρι σκέφτηκε να σηκωθεί όρθιος, αλλά δεν το έκανε - αμφέβαλλε αν θα τον κρατούσαν τα πόδια του. Έτσι μίλησε από το έδαφος, όσο πιο ήρεμα μπορούσε. "Στη σχολή νομίζουν ότι έχει εξαπολύσει ένα... Ένα τέρας εναντίον των μαθητών. Τον πήγαν στο Αζκαμπάν".
Ο Αραγκόγκ κροτάλισε θυμωμένος τις δαγκάνες του και οι υπόλοιπες αράχνες τον μιμήθηκαν. Ήταν κάτι σαν χειροκρότημα, κι ενώ συνήθως τα χειροκροτήματα χαροποιούσαν τον Χάρι, αυτό εδώ θα 'λεγε κανείς ότι πάγωσε το αίμα στις φλέβες του.
"Μα αυτό έγινε πριν από πολλά χρόνια", είπε εκνευρισμένος ο Αραγκόγκ. "Πάρα πολλά. Το θυμάμαι καλά. Για αυτό τον έδιωξαν από τη σχολή. Νόμιζαν πως ήμουνα εγώ το τέρας που είναι κλεισμένο στην κάμαρα με τα μυστικά... Νόμιζαν πως ο Χάγκριντ άνοιξε την κάμαρα και με ελευθέρωσε".
"Δηλαδή... Δηλαδή δε βγήκες από την κάμαρα με τα μυστικά;" ρώτησε ο Χάρι, που τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας.
"Εγώ!" είπε ο Αραγκόγκ χτυπώντας θυμωμένος τις δαγκάνες του. "Εγώ δε γεννήθηκα στο κάστρο. Κατάγομαι από μια μακρινή χώρα. Ένας ταξιδιώτης με χάρισε στον Χάγκριντ όταν ήμουν ακόμα στο αβγό. Ο Χάγκριντ ήταν παιδί ακόμα, αλλά με φρόντισε, με έκρυψε σε μια αποθήκη του κάστρου και με τάιζε με ψίχουλα από το τραπέζι. Ο Χάγκριντ είναι καλός φίλος μου και καλός άνθρωπος. Όταν με ανακάλυψαν και με κατηγόρησαν για το θάνατο μιας κοπέλας, με προστάτευσε. Από τότε ζω στο δάσος κι ο Χάγκριντ έρχεται και μ' επισκέπτεται συχνά. Μου βρήκε μάλιστα και γυναίκα, τη Μοσάγκ. Όπως βλέπεις έχουμε κάνει μεγάλη οικογένεια, χάρη στην καλοσύνη του Χάγκριντ..."
Ο Χάρι συγκέντρωσε όσο κουράγιο του απέμενε. "Ώστε... Ώστε εσύ δεν πείραξες κανέναν;" τόλμησε να ρωτήσει για μιαν ακόμη φορά τη γέρικη αράχνη.
"Ποτέ", έκρωξε η αράχνη. "Αν και είμαι σαρκοβόρος, από σεβασμό στον Χάγκριντ δεν πείραξα ποτέ άνθρωπο. Το πτώμα της κοπέλας που σκοτώθηκε, βρέθηκε στις τουαλέτες. Εγώ δεν κυκλοφόρησα ποτέ στο κάστρο, δε γνώρισα άλλο μέρος από την αποθήκη όπου μεγάλωσα. Το είδος μας αγαπά το σκοτάδι και την ησυχία..."
"Μα τότε... Ξέρεις ποιος σκότωσε την κοπέλα;" αποτόλμησε την ερώτηση ο Χάρι. "Διότι, όποιος κι αν είναι, έχει επιστρέψει κι επιτίθεται πάλι στους ανθρώπους..."
Ένα δυνατό ξέσπασμα από κροταλίσματα και συρσίματα ποδιών έπνιξε τα τελευταία αυτά λόγια του. Οι αράχνες αναδεύονταν ανήσυχες γύρω του.
"Αυτό το πράγμα ζει στο κάστρο", είπε ο Αραγκόγκ. "Είναι ένα αρχαίο πλάσμα που εμείς οι αράχνες φοβόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, θυμάμαι που ικέτευα τον Χάγκριντ να με αφήσει να φύγω όταν κατάλαβα ότι το κτήνος περιφερόταν στη σχολή".
"Τι είναι;" ρώτησε επιτακτικά ο Χάρι.
Νέα κροταλίσματα και συρσίματα ποδιών.
"Δε μιλάμε γι' αυτό!" φώναξε θυμωμένος ο Αραγκόγκ. "Δεν το κατονομάζουμε! Δεν είπα ποτέ στον Χάγκριντ το όνομα του κτήνους, αν και με ρώτησε αμέτρητες φορές".
Ο Χάρι δε θέλησε να τον πιέσει, καθώς μάλιστα οι αράχνες τον είχαν ζώσει απ' όλες τις μεριές. Ήταν προφανές ότι ο Αραγκόγκ είχε κουραστεί από τη συζήτηση. Πισωπατούσε αργά στο θολωτό ιστό του, ενώ οι υπόλοιπες αράχνες συνέχισαν να σφίγγουν τον κλοιό τους γύρω από τον Χάρι και τον Ρον.
"Τότε εμείς να πηγαίνουμε", φώναξε απελπισμένος ο Χάρι στον Αραγκόγκ, ακούγοντας το θρόισμα των φύλλων πίσω του.
"Να πηγαίνετε;" είπε αργόσυρτα ο Αραγκόγκ. "Δε νομίζω..."
"Μα... Μα..."
"Οι γιοι και οι κόρες μου δε θα πειράξουν ποτέ τον Χάγκριντ, γιατί αυτή την εντολή τους έχω δώσει. Αλλά δεν μπορώ να τους αρνηθώ το φρέσκο κρέας όταν έρχεται τόσο πρόθυμα στη φωλιά μας. Αντίο, φίλε του Χάγκριντ".
Ο Χάρι γύρισε απότομα. Πίσω του, σε απόσταση λίγων μέτρων, υψωνόταν ένα αδιαπέραστο τείχος από αράχνες, οι οποίες κροτάλιζαν λαίμαργα τις δαγκάνες τους, ενώ στα δύσμορφα μαύρα κεφάλια τους τα πολυάριθμα μάτια τους έλαμπαν μ' έναν παράξενο τρόπο.
Ο Χάρι ετοιμάστηκε να βγάλει το μαγικό ραβδί του, αν και μέσα του ήξερε πως δε θα ωφελούσε σε τίποτα - οι αράχνες ήταν πάρα πολλές. Όμως, καθώς σηκωνόταν όρθιος έτοιμος να πεθάνει πολεμώντας, ακούστηκε ένα δυνατό, μακρόσυρτο κορνάρισμα και μια εκτυφλωτική λάμψη φωταγώγησε τη γούβα.
Το αυτοκίνητο του κυρίου Ουέσλι κατέβαινε ορμητικά την κατηφόρα της γούβας, με τους προβολείς αναμμένους και την κόρνα να χτυπάει δαιμονιωδώς, σαρώνοντας τις αράχνες στο πέρασμά του. Αρκετές απ' αυτές έπεσαν ανάσκελα, κουνώντας τα πολυάριθμα πόδια τους στον αέρα. Το αυτοκίνητο φρέναρε απότομα μπροστά στον Χάρι και στον Ρον και οι πόρτες του άνοιξαν διάπλατα.
"Πάρε τον Φανγκ!" φώναξε ο Χάρι καθώς βουτούσε στην μπροστινή θέση.
Ο Ρον άρπαξε το κυνηγόσκυλο, το οποίο ούρλιαζε, από τη μέση και το πέταξε στην πίσω θέση. Οι πόρτες έκλεισαν με πάταγο. Ο Ρον δεν πρόλαβε να πατήσει το γκάζι. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε μόνο του, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σαρώνοντας κι άλλες αράχνες στο πέρασμά του.
Ανέβηκαν την κατηφόρα, βγήκαν από τη γούβα και σε λίγο διέσχιζαν το δάσος. Τα κλαδιά από τα δέντρα μαστίγωναν τα τζάμια καθώς το αυτοκίνητο περνούσε με επιδέξιους ελιγμούς από τα μεγαλύτερα ανοίγματα ανάμεσά τους, ακολουθώντας ένα μονοπάτι που μόνο εκείνο γνώριζε.
Ο Χάρι λοξοκοίταξε τον Ρον. Το στόμα του ήταν ακόμα ανοιχτό σε μια βουβή κραυγή, αλλά τα μάτια του δεν ήταν πια γουρλωμένα.