08. Το πάρτι του θανάτου (3)
"Χάρι, τι..."
"Πάλι η φωνή... Μη μιλάτε μισό λεπτό..."
"... Τόση πείνα... Τόσο καιρό..."
"Ακούστε!" είπε επιτακτικά ο Χάρι.
Ο Ρον με την Ερμιόνη μαρμάρωσαν και τον κοίταξαν σαστισμένοι.
"... Σκοτώσω ... Ώρα να σκοτώσω..."
Η φωνή έσβηνε. Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως απομακρυνόταν... Πως κινούνταν προς τα πάνω. Κοίταξε τη σκοτεινή οροφή, κυριευμένος από φόβο ανάμικτο με έξαψη. Πώς στο καλό ανέβαινε η φωνή προς τα πάνω; Μήπως ήταν φάντασμα κι έτσι δεν μπορούσαν να το σταματήσουν τα ταβάνια;
"Από δω", φώναξε ο Χάρι στον Ρον και στην Ερμιόνη κι άρχισε να τρέχει.
Ανέβηκε τις σκάλες και βγήκε στο χολ της εισόδου. Όμως εκεί δεν ακουγόταν τίποτα γιατί τα κάλυπτε όλα η φασαρία που ερχόταν από τη μεγάλη τραπεζαρία, όπου γιόρταζαν την ημέρα του Χάλοουιν. Ο Χάρι ανέβηκε τρέχοντας τη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο, ενώ ο Ρον και η Ερμιόνη τον ακολουθούσαν λαχανιασμένοι.
"Χάρι, τι..."
"Σσς!"
Ο Χάρι μισόκλεισε τα μάτια. Η φωνή ακουγόταν τώρα από μακριά, από τον πάνω όροφο, όλο και πιο αχνά.
"... Μου μυρίζει αίμα... Μου μυρίσει αίμα!"
Το στομάχι του Χάρι σφίχτηκε. "Κάποιον θα σκοτώσει!" φώναξε.
Και αγνοώντας τη σαστισμένη έκφραση του Ρον και της Ερμιόνης, ανέβηκε τρία τρία τα σκαλοπάτια προσπαθώντας να αφουγκραστεί μέσα από το θόρυβο των ποδοβολητών του.
Ο Χάρι έψαξε ολόκληρο το δεύτερο όροφο, ενώ ο Ρον και η Ερμιόνη έκαναν κι αυτοί το ίδιο χωρίς να ξέρουν τι ψάχνουν. Δε σταμάτησε παρά μόνον όταν έφτασε στον τελευταίο, έρημο διάδρομο.
"Χάρι, τι σημαίνουν όλα αυτά;" είπε ο Ρον σφουγγίζοντας το ιδρωμένο πρόσωπό του. "Εγώ δεν άκουσα τίποτα..."
Αλλά η πνιχτή κραυγή της Ερμιόνης τους έκανε να αναπηδήσουν. Η Ερμιόνη έδειχνε κάτι στο βάθος του διαδρόμου. "Κοιτάξτε!"
Κάτι έλαμπε στον τοίχο απέναντί τους. Πλησίασαν αργά, προσπαθώντας να διακρίνουν μέσα στο σκοτάδι. Πάνω στον τοίχο, ανάμεσα στα δύο παράθυρα, δύο φράσεις τρεμόφεγγαν στο φως των δαυλών:
Η ΚΑΜΑΡΑ ΜΕ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΟΙΧΤΗΚΕ. ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ, ΠΡΟΣΕΞΤΕ.
"Τι 'ναι αυτό το πράγμα... Που κρέμεται από κάτω;" είπε ο Ρον με τρεμάμενη φωνή.
Καθώς πλησίαζαν, ο Χάρι γλίστρησε και κινδύνεψε να πέσει. Στο δάπεδο υπήρχε μια μεγάλη λιμνούλα νερό. Ο Ρον και η Ερμιόνη τον έπιασαν και πλησίασαν επιφυλακτικά τον τοίχο, με τα μάτια προσηλωμένα στη σκούρα σκιά από κάτω. Κατάλαβαν ταυτόχρονα κι οι τρεις τι ήταν και τραβήχτηκαν απότομα πίσω.
Η κυρία Νόρις, η γάτα του επιστάτη, κρεμόταν από την ουρά της από τη βάση ενός δαυλού.
Τα τρία παιδιά έμειναν ασάλευτα κάμποσα δευτερόλεπτα. Ύστερα ο Ρον είπε: "Πάμε να φύγουμε από δω".
"Μήπως μπορούμε να της προσφέρουμε κάποια βοήθεια..." άρχισε αδέξια ο Χάρι.
"Άκουσέ με. Δεν πρέπει να μας βρουν εδώ", είπε ο Ρον.
Αλλά ήταν αργά. Μια βουή σαν μακρινό μπουμπουνητό σήμανε το τέλος της γιορτής στη μεγάλη τραπεζαρία. Από τις δύο άκρες του διαδρόμου όπου στέκονταν τα τρία παιδιά, ακούστηκε ο θόρυβος εκατοντάδων ποδιών που ανέβαιναν τις σκάλες και οι δυνατές, χαρούμενες ομιλίες ανθρώπων καλοταϊσμένων. Την επόμενη στιγμή οι μαθητές ξεχύθηκαν στο διάδρομο και από τα δύο άκρα του.
Οι ομιλίες, η φασαρία και ο θόρυβος σταμάτησαν απότομα μόλις τα παιδιά αντίκρισαν την κρεμασμένη γάτα. Ο Χάρι, ο Ρον και η Ερμιόνη στέκονταν μονάχοι στο κέντρο του διαδρόμου, μέσα στην απόλυτη σιωπή που έπεσε καθώς οι μαθητές στριμώχνονταν για να δουν το αποτρόπαιο θέαμα.
Μετά κάποιος φώναξε σπάζοντας απότομα την ησυχία.
"Εχθροί του Κληρονόμου, προσέξτε! Λασποαίματοι, έρχεται η σειρά σας!"
Ήταν ο Ντράκο Μαλφόι. Είχε βγει μπροστά. Τα παγερά μάτια του έλαμπαν. Το συνήθως ωχρό πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει, καθώς χαμογελούσε στη θέα της ακίνητης, κρεμασμένης γάτας.