08. Το πάρτι του θανάτου (2)
Ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ σταμάτησε ξαφνικά και ο Χάρι πέρασε από μέσα του. Θα προτιμούσε να το είχε αποφύγει, ήταν σαν να περνούσε μέσα από κρύο ντους.
"Υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις", είπε ενθουσιασμένος ο Νικ. "Χάρι... Θα ήταν πολύ να σου ζητήσω... Αλλά όχι, δε θα θέλεις..."
"Τι;" είπε ο Χάρι.
"Να, το ερχόμενο Χάλοουιν θα κλείνουν πεντακόσια χρόνια από το θάνατό μου", είπε ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ στυλώνοντας με αξιοπρέπεια το κορμί.
"Ω", είπε ο Χάρι, μη ξέροντας αν έπρεπε να δείξει ότι χαίρεται ή ότι λυπάται. "Μάλιστα".
"Θα κάνω πάρτι σε ένα από τα πιο ευρύχωρα υπόγεια, θα έρθουν φίλοι απ' όλη τη χώρα. Θα το θεωρήσω τιμή μου αν παρευρεθείς. Ο κύριος Ουέσλι και η δεσποινίς Γκρέιντζερ θα είναι, φυσικά, ευπρόσδεκτοι και αυτοί. Αλλά, προφανώς, θα προτιμήσεις τη γιορτή του σχολείου..." Και περίμενε με αγωνία την απάντηση του Χάρι.
"Όχι", είπε βιαστικά ο Χάρι. "Θα έρθω..."
"Καλό μου παιδί! Ο Χάρι Πότερ στο πάρτι του θανάτου μου! Και…", δίστασε λίγο αλλά έδειχνε ενθουσιασμένος, "σε πειράζει να αναφέρω στον σερ Πάτρικ πόσο πολύ τρομακτικό κι εντυπωσιακό με βρίσκεις;"
"Κα... Καθόλου", είπε ο Χάρι.
Ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.
"Πάρτι θανάτου;" είπε ζωηρά η Ερμιόνη όταν ο Χάρι άλλαξε επιτέλους ρούχα και συνάντησε εκείνη και τον Ρον στην αίθουσα αναψυχής του Γκρίφιντορ. "Βάζω στοίχημα πως δε θα υπάρχουν πολλοί ζωντανοί που να μπορούν να ισχυριστούν ότι πήγανε σε τέτοιο πάρτι, θα είναι συναρπαστικό!"
"Μα γιατί να γιορτάζει κανείς την επέτειο του θανάτου του;" είπε ο Ρον, ο οποίος μελετούσε το μάθημα των φίλτρων κι ήταν κακόκεφος. "Εγώ το βρίσκω καταθλιπτικό..."
Η βροχή μαστίγωνε ακόμα τα παράθυρα, που ήταν κατάμαυρα, αλλά μέσα όλα ήταν χαρούμενα και φωτεινά. Το τζάκι τύλιγε με το φως του τις αμέτρητες πολυθρόνες, όπου άλλοι διάβαζαν, άλλοι συζητούσαν, άλλοι μελετούσαν τα μαθήματά τους, ή, στην περίπτωση του Φρεντ και του Τζορτζ Ουέσλι, προσπαθούσαν να διαπιστώσουν τι θα γίνει αν δώσεις σε μια σαύρα να φάει ένα πυροτέχνημα Φίλιμπαστερ. Ο Τζορτζ είχε "διασώσει" τη ζωηρόχρωμη πορτοκαλιά πυρόβια σαύρα από το μάθημα της φροντίδας μαγικών πλασμάτων και την είχε φέρει στην αίθουσα αναψυχής. Τώρα η δύστυχη σαύρα σιγόκαιγε πάνω στο τραπέζι, περιτριγυρισμένη από περιέργους.
Ο Χάρι ετοιμαζόταν να πει στον Ρον και στην Ερμιόνη για τον Φιλτς και τα μαθήματα Κουίκσπελ, όταν ξαφνικά η σαύρα πετάχτηκε ψηλά ξερνώντας σπίθες και κρότους, ενώ ταυτόχρονα στροβιλιζόταν τρελά στον αέρα. Το θέαμα ήταν ανεπανάληπτο κι έδιωξε από το μυαλό του Χάρι τόσο τον Φιλτς όσο και το βυσσινή φάκελο. Ο Πέρσι ξελαρυγγιάστηκε να φωνάζει στον Φρεντ και στον Τζορτζ, καθώς ένα θεαματικό μανιτάρι σχηματιζόταν από τα αστέρια που ξεπετάγονταν από το στόμα της σαύρας.
Όταν έφτασε το Χάλοουιν, ο Χάρι είχε μετανιώσει που βιάστηκε να υποσχεθεί ότι θα πάει σ' εκείνο το πάρτι θανάτου. Όλο το υπόλοιπο σχολείο περίμενε με χαρά τη γιορτή του Χάλοουιν. Η μεγάλη τραπεζαρία ήταν διακοσμημένη, ως συνήθως, με ζωντανές νυχτερίδες.
Από τις γιγάντιες κολοκύθες του Χάγκριντ είχε αφαιρεθεί το εσωτερικό τους και είχαν μετατραπεί σε φανάρια που χωρούσαν μέσα καθιστούς τρεις ανθρώπους. Επίσης κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Ντάμπλντορ είχε κλείσει για τη γιορτή μια κομπανία σκελετών χορευτών.
"Πρέπει να τηρείς το λόγο σου", θύμισε αυστηρά η Ερμιόνη στον Χάρι. "Είπες ότι θα πας στο πάρτι θανάτου".
Στις επτά η ώρα ο Χάρι, ο Ρον και η Ερμιόνη προσπέρασαν την είσοδο της κατάμεστης τραπεζαρίας, όπου τα χρυσά πιάτα και τα κεριά έλαμπαν δελεαστικά, και κατευθύνθηκαν στα υπόγεια του κάστρου.
Στο διάδρομο που οδηγούσε στο πάρτι του Σχεδόν Ακέφαλου Νικ υπήρχαν επίσης κεριά, αν και ο διάκοσμος κάθε άλλο παρά γιορτινός ήταν: τα κεριά ήταν κάτι κατάμαυρα λιανοκέρια, τα οποία, με τις ανοιχτογάλαζες φλόγες που έβγαζαν, έλουζαν τα πρόσωπα -ακόμα και των ζωντανών, όπως τα τρία παιδιά- μ' ένα απόκοσμο, αχνό φως. Η θερμοκρασία έπεφτε σε κάθε τους βήμα. Καθώς ο Χάρι αναριγούσε κι έσφιγγε πάνω του το μανδύα του, άκουσε ένα θόρυβο που έμοιαζε με χιλιάδες νύχια που ξύνουν έναν πελώριο μαυροπίνακα.
"Αυτό υποτίθεται ότι είναι μουσική;" ψιθύρισε ο Ρον.
Έστριψαν σε μια γωνία και είδαν τον Σχεδόν Ακέφαλο Νικ να στέκεται μπροστά από μια πόρτα με μαύρες βελούδινες κουρτίνες.
"Αγαπημένοι μου φίλοι", είπε πένθιμα. "Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε... Πόσο χαίρομαι που ήρθατε...". Υποκλίθηκε βγάζοντας το καπέλο με το φτερό και τους έγνεψε να περάσουν.
Το θέαμα ήταν απίστευτο. Στο υπόγειο υπήρχαν εκατοντάδες υπόλευκοι διάφανοι άνθρωποι. Οι περισσότεροι γλιστρούσαν στην κατάμεστη πίστα χορεύοντας βαλς, κάτω από τον απαίσιο, τρεμουλιαστό ήχο τριάντα περίπου μουσικών πριονιών από μια ορχήστρα τοποθετημένη σε μια σκηνή τυλιγμένη με μαύρα κρέπια. Ένας πολυέλαιος με χίλια μαύρα κεριά σκορπούσε το γαλάζιο του φως. Οι ανάσες τους σχημάτιζαν τουλούπες αχνού. Τα τρία παιδιά ένιωσαν σαν να έμπαιναν σε καταψύκτη.
"Ας κάνουμε μια βόλτα", πρότεινε ο Χάρι, για να ζεσταθούν τα πόδια του.
"Να προσέχουμε να μην περάσουμε μέσα από κανέναν", είπε νευρικά ο Ρον.
Και άρχισαν να κάνουν το γύρο της πίστας. Προσπέρασαν μερικές μελαγχολικές καλόγριες, έναν κουρελιάρη με αλυσίδες και τον Χοντρό Φρίαρ, το κεφάτο φάντασμα του Χάφλπαφλ, που κουβέντιαζε με έναν ιππότη - ένα βέλος ήταν καρφωμένο στο μέτωπό του. Ο Χάρι δεν ξαφνιάστηκε όταν είδε πως όλα τα άλλα φαντάσματα κρατιόντουσαν σε απόσταση από τον ματωμένο Βαρόνο, το ξερακιανό φάντασμα του Σλίθεριν με τα διαπεραστικά μάτια και τις ασημένιες κηλίδες αίματος.
"Α, όχι", είπε η Ερμιόνη σταματώντας απότομα. "Κάντε μεταβολή, κάντε μεταβολή, δε θέλω να μιλήσω στη Μυρτιά που κλαίει".
"Στην ποια;" ρώτησε ο Χάρι καθώς οπισθοχωρούσαν βιαστικά.
"Στοιχειώνει τις τουαλέτες των κοριτσιών στον πρώτο όροφο", είπε η Ερμιόνη.
"Στοιχειώνει τις τουαλέτες;"
"Ναι. Οι τουαλέτες είναι όλο το χρόνο άνω κάτω, γιατί την πιάνουν κρίσεις και τις πλημμυρίσει με τα δάκρυά της. Δεν πηγαίνω ποτέ εκεί, αν μπορώ να το αποφύγω. Είναι φοβερό να πηγαίνεις στην τουαλέτα και να την έχεις να κλαίει πάνω από το κεφάλι σου..."
"Δείτε φαγητά!" είπε ξαφνικά ο Ρον.
Στο βάθος του υπογείου υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι, σκεπασμένο κι αυτό με μαύρο βελούδο. Πλησίασαν ανυπόμονα, αλλά ξαφνικά κοκάλωσαν τρομοκρατημένοι. Η μυρουδιά ήταν αηδιαστική. Στις ωραίες ασημένιες πιατέλες υπήρχαν μεγάλα, χαλασμένα ψάρια και στους δίσκους καρβουνιασμένα κέικ. Υπήρχε επίσης σκουληκιασμένη μαγειρίτσα, ένα κεφάλι τυρί καλυμμένο με πράσινη μούχλα και, σε περίοπτη θέση, μια τεράστια τούρτα σε σχήμα τάφου, όπου έγραφε με γκλασαρισμένα μαύρα γράμματα:
Σερ Νικόλας ντε Μίμσι Πορπινιόν απεβίωσε την 31 ην Οκτωβρίου.
Ο Χάρι είδε έκπληκτος ένα εύσωμο φάντασμα να πλησιάζει στο τραπέζι, να σκύβει και να το διασχίζει, με το στόμα ανοιγμένο έτσι ώστε να περάσει μέσα από ένα σολομό που βρομούσε απαίσια.
"Αισθάνεσαι τη γεύση του αν περάσεις από μέσα;" το ρώτησε ο Χάρι.
"Σχεδόν", είπε λυπημένα το φάντασμα και απομακρύνθηκε.
"Τα άφησαν να σαπίσουν για να έχουν πιο έντονη γεύση", είπε η πολύξερη Ερμιόνη, που έπιασε τη μύτη της κι έσκυψε να περιεργαστεί τη σκουληκιασμένη μαγειρίτσα.
"Πάμε πιο πέρα γιατί θα ξεράσω", είπε ο Ρον.
Πριν προλάβουν όμως να κάνουν δυο βήματα, ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος βγήκε ξαφνικά κάτω από το τραπέζι και σταμάτησε μπροστά τους αιωρούμενος.
"Γεια σου, Πιβς", είπε επιφυλακτικά ο Χάρι.
Αντίθετα με τα υπόλοιπα φαντάσματα, ο Πιβς, το θορυβοποιό πνεύμα, κάθε άλλο παρά ωχρός και διάφανος ήταν. Φορούσε μικρό ζωηρόχρωμο πορτοκαλί μυτερό καπέλο, περιστρεφόμενο παπιγιόν και ένα μεγάλο χαμόγελο στο πλατύ, πονηρό πρόσωπό του.
"Μεζεδάκι;" είπε γλυκά προσφέροντάς τους ένα μπολ με φιστίκια γεμάτα μύκητες.
"Όχι, ευχαριστώ", είπε η Ερμιόνη.
"Σε άκουσα να μιλάς για τη Μυρτιά", είπε ο Πιβς με ένα πονηρό σπίθισμα στα μάτια. "Ήσουν πολύ αγενής με την καημένη τη Μυρτιά". Πήρε βαθιά ανάσα και φώναξε: "Ω! Μυρτιά!"
"Αχ, όχι, Πιβς, μην της πεις τι είπα, θα ταραχτεί", ψιθύρισε έντρομη η Ερμιόνη. "Δεν τα 'λεγα στα σοβαρά, δε με ενοχλεί που... Ε... Γεια σου, Μυρτιά".
Κοντά τους είχε έρθει το φάντασμα μιας κοντόχοντρης κοπέλας. Είχε το πιο κατσουφιασμένο πρόσωπο που αντίκρισε ποτέ ο Χάρι, το οποίο μισόκρυβαν κάτι μαλλιά ίσια σαν πράσα κι ένα ζευγάρι χοντρά γυαλιά στο χρώμα του μαργαριταριού.
"Τι;" είπε μουτρωμένη.
"Τι κάνεις, Μυρτιά;" είπε η Ερμιόνη με ψεύτικο κέφι. "Χαίρομαι που συναντιόμαστε και εκτός τουαλέτας".
Η Μυρτιά ρουθούνισε.
"Η δεσποινίς Γκρέιντζερ μόλις μας έλεγε για σένα..." ψιθύρισε πονηρά ο Πιβς στο αφτί της Μυρτιάς.
"Έλεγα... Έλεγα απλώς... Ότι απόψε έχεις τις ομορφιές σου", είπε η Ερμιόνη, αγριοκοιτάζοντας τον Πιβς.
Η Μυρτιά κοίταξε καχύποπτα την Ερμιόνη. "Με δουλεύεις", είπε και τα μικρά, διάφανα μάτια της πλημμύρισαν αμέσως ασημένια δάκρυα.
"Όχι... Ειλικρινά... Τώρα δεν έλεγα τι χαριτωμένη που είναι η Μυρτιά;"
"Ναι, ναι..."
"Το είπε..."
"Μη μου λέτε ψέματα", κοντανάσανε η Μυρτιά, ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό της κι ο Πιβς γελούσε περίχαρης πίσω από τον ώμο της. "Νομίσετε πως δεν ξέρω τι λέει ο κόσμος πίσω από την πλάτη μου; Η χοντρή Μυρτιά! Η άσχημη Μυρτιά! Η δυστυχισμένη, κλαψιάρα, μελαγχολική Μυρτιά!"
"Ξέχασες το "σπυριάρα"", της ψιθύρισε στο αφτί ο Πιβς.
Η Μυρτιά ξέσπασε σε γοερούς λυγμούς κι έφυγε τρέχοντας από το υπόγειο. Ο Πιβς την κυνήγησε πετώντας της μουχλιασμένα φιστίκια ενώ της φώναζε: "Σπυριάρα! Σπυριάρα!"
"Την καημένη", είπε θλιμμένα η Ερμιόνη.
Ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ ήρθε προς το μέρος τους μέσα από το πλήθος. "Διασκεδάζετε;"
"Πολύ", απάντησαν ψέματα.
"Τελικά είχαμε μεγάλη προσέλευση", είπε καμαρώνοντας ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ. "Μέχρι και η Χήρα που κλαίει ήρθε από το Κεντ... Πλησιάζει η ώρα για το λόγο μου... Πάω να ειδοποιήσω την ορχήστρα..."
Όμως η ορχήστρα σταμάτησε να παίζει - εκείνη ακριβώς τη στιγμή βουβάθηκε, όπως όλοι στο υπόγειο, οι οποίοι, στο άκουσμα του ήχου από ένα κυνηγετικό κέρας, κοίταξαν ένα γύρω όλο προσδοκία.
"Ωχ, τη βάψαμε", είπε πικρόχολα ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ.
Μέσα από τον τοίχο του υπογείου ξεπρόβαλαν καμιά δωδεκαριά φαντάσματα αλόγων, που τα ίππευαν ακέφαλοι αναβάτες. Οι συγκεντρωμένοι ξέσπασαν σε θυελλώδη χειροκροτήματα. Ο Χάρι έκανε να χειροκροτήσει κι αυτός, αλλά σταμάτησε βλέποντας το ύφος του Νικ.
Τα άλογα κάλπασαν μέχρι το κέντρο της αίθουσας, σταμάτησαν, οπισθοχώρησαν και άρχισαν να τσινάνε. Ένα μεγαλόσωμο φάντασμα μπροστά μπροστά, το οποίο κρατούσε παραμάσχαλα το γενειοφόρο κεφάλι του, φύσηξε το κέρας, αφίππευσε, σήκωσε ψηλά το κεφάλι του για να το δει ο κόσμος -όλοι γέλασαν- και πλησίασε με ανοιχτές δρασκελιές τον Νικ, βάζοντας το κεφάλι ξανά στο λαιμό του.
"Νικ!" βροντοφώναξε. "Τι μου κάνεις; πώς πάει το κεφάλι, καλά;" Χαχάνισε δυνατά και χτύπησε τον Σχεδόν Ακέφαλο Νικ στον ώμο.
"Καλωσόρισες, Πάτρικ", είπε ξερά ο Νικ.
"Α, ζωντανοί!" αναφώνησε ο σερ Πάτρικ βλέποντας τον Χάρι, τον Ρον και την Ερμιόνη κι έκανε ότι αναπηδά δήθεν από έκπληξη, με αποτέλεσμα το κεφάλι του να πέσει πάλι. Ο κόσμος λύθηκε στα γέλια.
"Πολύ αστείο", μουρμούρισε βλοσυρά ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ.
"Μην τον ξεσυνερίζεστε τον Νικ", φώναξε το κεφάλι του σερ Πάτρικ από το πάτωμα. "Είναι στενοχωρημένος που δεν τον κάνουμε μέλος! Αλλά για κοιτάξτε τον καλά... Θέλω να πω..."
"Νομίζω", είπε βιαστικά ο Χάρι, ο οποίος είχε "πιάσει" το νόημα με τα μάτια που του είχε κάνει ο Νικ, "ότι ο Νικ είναι πολύ τρομαγμένος και... Ε..."
"Χα!" κάγχασε το κεφάλι του σερ Πάτρικ. "Βάζω στοίχημα πως αυτός σ' έβαλε να το πεις!"
"Ησυχία, παρακαλώ, είναι ώρα για το λόγο μου!" είπε δυνατά ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ.
Κατευθύνθηκε στο βήμα και στάθηκε κάτω από το παγερό γαλάζιο φως των προβολέων.
"Πολύκλαυστοι λόρδοι μου, κυρίες και κύριοι, είναι μεγάλη θλίψη για μένα..." άρχισε να λέει.
Αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Ο σερ Πάτρικ και οι υπόλοιποι ακέφαλοι κυνηγοί είχαν αρχίσει να παίζουν χόκεϊ κεφαλιών, με αποτέλεσμα οι καλεσμένοι να έχουν απορροφηθεί από το θέαμα. Ο Σχεδόν Ακέφαλος Νικ προσπάθησε μάταια να τραβήξει την προσοχή τους. Εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια όταν το κεφάλι του σερ Πάτρικ πέρασε σφυρίζοντας από δίπλα του ανάμεσα σε δυνατές ιαχές.
Ο Χάρι στο μεταξύ είχε παγώσει, για να μην αναφέρουμε και την πείνα του.
"Δεν αντέχω άλλο", μουρμούρισε ο Ρον, που χτυπούσαν τα δόντια του.
Η ορχήστρα άρχισε πάλι να παίζει και τα φαντάσματα ανέβηκαν στην πίστα.
"Πάμε να φύγουμε", συμφώνησε ο Χάρι.
Κατευθύνθηκαν στην έξοδο γνέφοντας και χαμογελώντας σε όσους τους κοιτούσαν. Ένα λεπτό αργότερα προχωρούσαν βιαστικά στο διάδρομο με τα μαύρα κεριά.
"Μπορεί να μην έχει τελειώσει ακόμα η πουτίγκα", είπε με ελπίδα ο Ρον και προπορεύτηκε στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη μεγάλη πόρτα της εισόδου.
Και τότε ο Χάρι άκουσε πάλι τη φωνή.
"... Κομματιάσω... Ξεσκίσω... Σκοτώσω..."
Ήταν η ίδια φωνή που είχε ακούσει και στο γραφείο του Λόκχαρτ, παγερή και φονική.
Κοντοστάθηκε απότομα, αρπάχτηκε από τον πέτρινο τοίχο κι αφουγκράστηκε με τεταμένη προσοχή, κοιτώντας ολόγυρα, πάνω κάτω στο μισοσκότεινο διάδρομο.