04. Στο "Φλόρις και μπλοτς" (2)
Σε μια γυάλινη προθήκη εκεί δίπλα υπήρχε ένα ροζιασμένο χέρι τοποθετημένο πάνω σε ένα μαξιλαράκι, μια μαγεμένη τράπουλα και ένα γουρλωτό γυάλινο μάτι. Παγωμένα προσωπεία τον κοιτούσαν διαπεραστικά από τους τοίχους. Πάνω σε έναν πάγκο ήταν σωριασμένα ανθρώπινα κόκαλα και από το ταβάνι κρέμονταν σκουριασμένα αιχμηρά όργανα. Και, το χειρότερο απ' όλα, το σκοτεινό στενοσόκακο που διέκρινε ο Χάρι από τη σκονισμένη βιτρίνα, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση η Διαγώνιος αλέα.
Όσο πιο γρήγορα έφευγε από δω μέσα, τόσο το καλύτερο. Ο Χάρι κατευθύνθηκε βιαστικά κι αθόρυβα προς την πόρτα, ενώ η μύτη του έτσουζε ακόμα από το χτύπημα στο τζάκι. Αλλά, πριν προλάβει καλά καλά να φτάσει στα μισά του δρόμου, δύο άτομα εμφανίστηκαν έξω από τη βιτρίνα. Ο ένας από αυτούς ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που ο Χάρι θα ήθελε να δει, και μάλιστα σ' αυτή την κατάσταση, δηλαδή πασαλειμμένος φούμο, με σπασμένα γυαλιά και έχοντάς τα χαμένα.
Ήταν ο Ντράκο Μαλφόι.
Ο Χάρι κοίταξε βιαστικά ολόγυρα και είδε ένα μεγάλο μαύρο ντουλάπι αριστερά του. Τρύπωσε μέσα και τράβηξε τις πόρτες, αφήνοντας ανοιχτή μια στενή χαραμάδα για να βλέπει τι γίνεται έξω. Λίγες στιγμές αργότερα το καμπανάκι χτύπησε και ο Μαλφόι μπήκε στο μαγαζί.
Ο άντρας που τον ακολουθούσε ήταν σίγουρα ο πατέρας του. Είχε το ίδιο ωχρό, μακρόστενο πρόσωπο, τα ίδια ψυχρά γκρίζα μάτια. Ο κύριος Μαλφόι προχώρησε μέσα ρίχνοντας μια νωχελική ματιά στα εκτεθειμένα εμπορεύματα. Ύστερα χτύπησε το κουδούνι πάνω στον πάγκο, πριν στραφεί στο γιο του και του πει: "Μην αγγίζεις τίποτα, Ντράκο".
Ο Ντράκο ο οποίος ετοιμαζόταν να πιάσει το γυάλινο μάτι, είπε:
"Νόμιζα πως θα μου αγοράσεις ένα δώρο".
"Είπα πως θα σου αγοράσω ένα αγωνιστικό σκουπόξυλο", είπε ο πατέρας του χτυπώντας ρυθμικά τα δάχτυλα στον πάγκο.
"Τι να το κάνω αφού δεν παίζω στην ομάδα;" είπε κατσουφιασμένος και εκνευρισμένος ο Ντράκο. "Ο Χάρι Πότερ είχε πέρσι ένα σύννεφο 2000. Και ειδική άδεια του Ντάμπλντορ για να παίξει στους Γκρίφιντορ. Κι όχι επειδή είναι καλός απλώς και μόνο επειδή είναι διάσημος... Διάσημος γι' αυτό το ηλίθιο σημάδι στο μέτωπό του..."
Ο Ντράκο έσκυψε να περιεργαστεί ένα ράφι γεμάτο νεκροκεφαλές.
"... Όλοι τον θεωρούν έξυπνο... Ο υπέροχος Πότερ με το σημάδι και το σκουπόξυλό του..."
"Μου τα 'χεις πει όλα αυτά εκατό φορές", είπε ο κύριος Μαλφόι ρίχνοντας ένα αυστηρό βλέμμα στο γιο του, "και θα ήθελα να σου θυμίσω πως δεν είναι... Συνετό... Να εκφράζεις αντιπάθεια για τον Χάρι Πότερ, τον οποίον όλοι οι μάγοι θεωρούν ήρωα διότι εξαφάνισε τον άρχοντα του σκότους... Α, κύριε Μπόργκιν".
Πίσω από τον πάγκο εμφανίστηκε ένας κυρτός άντρας, ο οποίος έδιωχνε τα λαδωμένα μαλλιά του από το μέτωπό του.
"Κύριε Μαλφόι, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω", είπε ο κύριος Μπόργκιν με φωνή γλοιώδη σαν τα μαλλιά του. "Είμαι ενθουσιασμένος, είμαι γοητευμένος... Α, κι ο νεαρός Μαλφόι! Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω; πρέπει να σας δείξω οπωσδήποτε κάτι που παρέλαβα μόλις σήμερα, και σε εξαιρετική τιμή..."
"Σήμερα δεν ήρθα να αγοράσω, κύριε Μπόργκιν, αλλά να πουλήσω", είπε ο κύριος Μαλφόι.
"Να πουλήσετε;" Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του κυρίου Μπόργκιν.
"Θα έχετε ακούσει, βεβαίως, ότι το υπουργείο κάνει πολλές εφόδους το τελευταίο διάστημα", είπε ο κύριος Μαλφόι, βγάζοντας από την εσωτερική τσέπη του μια περγαμηνή, την οποία ξετύλιξε για να τη διαβάσει ο κύριος Μπόργκιν. "Έχω ορισμένα... Ε... Πράγματα στο σπίτι που ενδέχεται να με φέρουν σε δύσκολη θέση, αν το υπουργείο αποφασίσει να με επισκεφτεί..."
Ο κύριος Μπόργκιν στερέωσε ένα ζευγάρι ματογυάλια στη μύτη του και διάβασε τον κατάλογο.
"Δε νομίσω πως το υπουργείο θα τολμήσει να σας ενοχλήσει, κύριε..."
Τα χείλη του κυρίου Μαλφόι συσπάστηκαν. "Μέχρι στιγμής δε με επισκέφτηκαν. Το όνομα Μαλφόι εμπνέει ακόμα σεβασμό, ωστόσο το υπουργείο γίνεται ολοένα και πιο ενοχλητικό. Φημολογείται ότι θα θεσπιστεί ένας νέος νόμος για την προστασία των Μαγκλ. Πίσω του πρέπει, το δίχως άλλο, να βρίσκεται αυτός ο ηλίθιος ψωριάρης, ο Άρθουρ Ουέσλι, που είναι λάτρης των Μαγκλ..."
Ο Χάρι εξοργίστηκε.
"... Κι όπως βλέπετε, ορισμένα από αυτά τα φαρμάκια ενδέχεται να εκληφθούν..."
"Καταλαβαίνω, κύριε, έχετε απόλυτο δίκιο", είπε ο κύριος Μπόργκιν. "Για να δούμε..."
"Μπαμπά, θα μου πάρεις αυτό;" τους διέκοψε ο Ντράκο δείχνοντας το ροζιασμένο χέρι στο μαξιλαράκι.
"Α, η χείρα της δόξας!" είπε ο κύριος Μπόργκιν παρατώντας τον κατάλογο του κυρίου Μαλφόι για να τρέξει κοντά στον Ντράκο. "Του δίνεις να κρατήσει ένα κερί και αυτό προσφέρει φως μόνο στον κτήτορα! Ο καλύτερος φίλος κλεφτών και πλιατσικολογούν! Ο γιος σας έχει εξαιρετικό γούστο, κύριε".
"Ελπίζω ότι ο γιος μου θα γίνει κάτι καλύτερο από κλέφτης και πλιατσικολόγος, Μπόργκιν", είπε ψυχρά ο κύριος Μαλφόι.
Ο κύριος Μπόργκιν βιάστηκε να απαντήσει: "Δεν ήθελα να σας προσβάλω, κύριε, δεν ήθελα να σας προσβάλω..."
"Αν και, κρίνοντας από τους άθλιους βαθμούς του στο σχολείο", πρόσθεσε ακόμα πιο ψυχρά ο κύριος Μαλφόι, "ίσως να είναι κατάλληλος μόνο γι' αυτά τα επαγγέλματα".
"Δε φταίω εγώ", αντέτεινε ο Ντράκο. "Όλοι οι καθηγητές έχουν τις συμπάθειές τους, ιδιαίτερα αυτή την Ερμιόνη Γκρέιντζερ..."
"Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που ένα κορίτσι το οποίο δεν κατάγεται από οικογένεια μάγων σε περνάει σε όλα τα μαθήματα", τον αποπήρε ο κύριος Μαλφόι.
"Χα!" μουρμούρισε πνιχτά ο Χάρι, πανευτυχής που έβλεπε τον Ντράκο ντροπιασμένο και θυμωμένο.
"Παντού το ίδιο συμβαίνει", είπε ο κύριος Μπόργκιν με τη γλοιώδη φωνή του. "Το αίμα των μάγων λογαριάζεται υποδεέστερο..."
"Από εμένα πάντως όχι", είπε ο κύριος Μαλφόι με τα ρουθούνια του να πεταρίζουν.
"Κι από εμένα, κύριε, κι από εμένα", είπε ο κύριος Μπόργκιν με μια βαθιά υπόκλιση.
"Τότε ας επιστρέψουμε στον κατάλογό μου", είπε κοφτά ο κύριος Μαλφόι. "Είμαι λίγο βιαστικός σήμερα, Μπόργκιν. Μετά έχω να πάω σε μια σημαντική δουλειά".
Κι άρχισαν τα παζάρια. Ο Χάρι παρακολουθούσε με νευρικότητα τον Ντράκο, ο οποίος πλησίαζε όλο και πιο κοντά στην κρυψώνα του καθώς εξέταζε τα διάφορα αντικείμενα στο μαγαζί". Σταμάτησε να περιεργαστεί μια θηλιά από σκοινί για κρέμασμα και να διαβάσει, με ένα μοχθηρό χαμόγελο, την κάρτα που ήταν στερεωμένη σε ένα εξαίσιο κολιέ από οπάλια: "Προσοχή! Μην αγγίζετε. Καταραμένο! Έχει αφαιρέσει τη ζωή δεκαεννιά Μαγκλ ιδιοκτητών του μέχρι σήμερα".
Ο Ντράκο γύρισε και είδε το ντουλάπι ακριβώς μπροστά του. Έκανε ένα βήμα, άπλωσε το χέρι στο πόμολο...
"Σύμφωνοι", είπε ο κύριος Μαλφόι από τον πάγκο. "Έλα, Ντράκο!"
Ο Χάρι σφούγγισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του με το μανίκι του καθώς ο Ντράκο απομακρυνόταν.
"Καλημέρα σας, κύριε Μπόργκιν. Σας περιμένω αύριο στο αρχοντικό να πάρετε τα πράγματα".
Μόλις έκλεισε η πόρτα, οι γλοιώδεις τρόποι του κυρίου Μπόργκιν εξαφανίστηκαν στη στιγμή.
"Καλή μέρα και σε εσάς, κύριε Μαλφόι. Κι αν αληθεύουν αυτά που λέγονται, δε μου πουλήσατε ούτε τα μισά από αυτά που κρύβετε στο αρχοντικό σας..."
Κι εξαφανίστηκε μουρμουρίζοντας κατσουφιασμένος σε μια πόρτα στο βάθος του καταστήματος. Ο Χάρι περίμενε ένα λεπτό μήπως και ξαναγυρίσει κι ύστερα βγήκε από το ντουλάπι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, πέρασε ανάμεσα από τις γυάλινες προθήκες και βγήκε από την πόρτα του μαγαζιού.
Κοίταξε ολόγυρα κρατώντας κοντά στο πρόσωπό του τα σπασμένα γυαλιά του. Βρισκόταν σε ένα βρομερό σοκάκι, γεμάτο καταστήματα αποκλειστικά με είδη μαύρης μαγείας. Αυτό από το οποίο είχε μόλις βγει, το Μπόργκιν και Μπαρκς, ήταν το μεγαλύτερο. Και τότε παρατήρησε ακριβώς απέναντι μια απαίσια βιτρίνα με συρρικνωμένα κεφάλια και δυο μαγαζιά πιο κάτω, ένα μεγάλο κλουβί με ζωντανές, γιγάντιες μαύρες αράχνες. Δυο κουρελήδες μάγοι τον παρατηρούσαν από τη σκιά μιας εισόδου μουρμουρίζοντας μεταξύ τους. Ο Χάρι συνέχισε το δρόμο του ταραγμένος, προσπαθώντας να κρατήσει ίσια τα γυαλιά του, ενώ ευχόταν μέσα του να βρει το δρόμο να φύγει, αν και δεν είχε πολλές ελπίδες.
Μια παλιά ξύλινη πινακίδα πάνω από ένα κατάστημα που πούλαγε δηλητηριώδη κεριά, τον πληροφόρησε πως βρισκόταν στην αδιέξοδο αλέα. Αυτό δεν τον βοήθησε, γιατί ούτε που είχε ακουστά αυτή την οδό. Προφανώς κάποιο λάθος θα είχε κάνει όταν πρόφερε το όνομα του τόπου όπου ήθελε να πάει, έτσι όπως είχε μπουκωθεί με στάχτες από το τζάκι των Ουέσλι. Προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του κι αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει.
"Δε φαντάζομαι να χάθηκες, χρυσό μου", είπε μια φωνή στο αφτί του, κάνοντάς τον να αναπηδήσει τρομαγμένος.
Μπροστά του στεκόταν μια γριά η οποία κρατούσε ένα δίσκο με κάτι που έμοιαζε πολύ με ξεριζωμένα ανθρώπινα νύχια. Του χαμογελούσε μοχθηρά, αποκαλύπτοντας τα μαυρισμένα δόντια της. Ο Χάρι πισωπάτησε.
"Όχι", είπε, “απλώς..."
"Χάρι! Τι κάνεις εδώ πέρα;"
Η καρδιά του Χάρι αναπήδησε. Το ίδιο και η γριά. Κάμποσα νύχια έπεσαν στα πόδια της και βλαστήμησε καθώς η στιβαρή φιγούρα του Χάγκριντ, του δασοφύλακα του "Χόγκουαρτς", τους ζύγωνε με ανοιχτές δρασκελιές, ενώ τα κατάμαυρα μάτια του άστραφταν πάνω από τα πυκνά, άγρια γένια του.
"Χάγκριντ!" φώναξε ανακουφισμένος ο Χάρι. "Είχα χαθεί... Η μαγική σκόνη..."
Ο Χάγκριντ άρπαξε τον Χάρι από το σβέρκο και τον τράβηξε μακριά από τη μάγισσα, πετώντας με μια σπρωξιά το δίσκο της. Οι κραυγές της τους ακολούθησαν στο στριφογυριστό σοκάκι μέχρι που βγήκαν στο φως του ήλιου. Ο Χάρι είδε στο βάθος ένα γνωστό, λευκό σαν χιόνι, μαρμάρινο κτίριο: την τράπεζα "Γκρίνγκοτς". Ο Χάγκριντ τον οδήγησε γραμμή στη Διαγώνιο αλέα.
"Μες στη βρόμα είσαι!" του είπε τραχιά, τινάζοντας τις κάπνες από πάνω του με τόση δύναμη, που παραλίγο να τον ρίξει μέσα σε ένα βαρέλι με δρακοκοπριά, έξω από ένα φαρμακείο. "Δε νομίζω πως είναι σωστό να τριγυρίζεις στην αδιέξοδο αλέα, Χάρι... Είναι παλιογειτονιά... Αν σ' έβλεπε κανένα μάτι..."
"Το κατάλαβα και μόνος μου", είπε σκύβοντας ο Χάρι καθώς ο Χάγκριντ πήγαινε να τον ξανατινάξει. "Σου είπα, χάθηκα. Εσύ, πώς βρέθηκες εδώ;"
"Ήρθα να αγοράσω ένα απωθητικό σαρκοβόρων σαλιγκαριών", γρύλισε ο Χάγκριντ. "Έχουν ρημάξει τα λάχανα του σχολείου. Μόνος σου είσαι;"
"Μένω στους Ουέσλι, αλλά χαθήκαμε", εξήγησε ο Χάρι. "Πρέπει να τους βρω..."
Προχώρησαν μαζί στο δρόμο.
"Πώς και δε μου έγραψες;" ρώτησε ο Χάγκριντ καθώς ο Χάρι αγωνιζόταν να τον προφτάσει (μια δρασκελιά του Χάγκριντ αντιστοιχούσε σε τρία δικά του βήματα).
Ο Χάρι του τα είπε όλα για τον Ντόμπι και τους Ντάρσλι.
"Βρομομάγκλ", γρύλισε ο Χάγκριντ. "Αν το ήξερα..."
"Χάρι! Χάρι! Εδώ!"
Ο Χάρι γύρισε και είδε την Ερμιόνη Γκρέιντζερ στην κορυφή της μεγάλης μαρμάρινης σκάλας της τράπεζας "Γκρίνγκοτς". Έτρεξε προς το μέρος τους με τα ατίθασα καστανά μαλλιά της να ανεμίζουν.
"Τι έπαθαν τα γυαλιά σου; Γεια σου, Χάγκριντ... Ω, πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω... Στην "Γκρίνγκοτς" ερχόσουν, Χάρι;"
"Πρέπει πρώτα να βρω τους Ουέσλι", είπε ο Χάρι.
"Δε θα αργήσεις", χαμογέλασε ο Χάγκριντ. Ο Χάρι και η Ερμιόνη κοίταξαν ένα γύρω κι είδαν τον Ρον, τον Φρεντ, τον Τζορτζ, τον Πέρσι και τον κύριο Ουέσλι να τρέχουν μέσα στο πλήθος προς το μέρος τους.
"Χάρι", κοντανάσανε ο κύριος Ουέσλι. "Ελπίζαμε να μην είναι πολύ μακριά το τζάκι όπου βγήκες..." σφούγγισε την ιδρωμένη φαλάκρα του. "Η Μόλι τρελάθηκε από αγωνία… Α, να την!"
"Πού βγήκες;" ρώτησε ο Ρον.
"Στην αδιέξοδο αλέα", είπε βλοσυρά ο Χάρι.
"Έξοχα!" είπαν με μια φωνή ο Φρεντ και ο Τζορτζ.
"Εμάς δε μας επιτρέπουν να πάμε", είπε με ζήλια ο Ρον.
"Και πολύ καλά κάνουν", γρύλισε ο Χάγκριντ. Η κυρία Ουέσλι πλησίασε τρέχοντας, με την τσάντα της να ανεμίσει στο ένα χέρι και την Τζίνι κρεμασμένη στο άλλο. "Ω, Χάρι... Χρυσό μου... Πόσο ανησύχησα..." Έβγαλε λαχανιασμένη μια μεγάλη βούρτσα από την τσάντα της και βάλθηκε να καθαρίζει τις στάχτες από τα ρούχα του Χάρι που δεν είχε προλάβει να καθαρίσει ο Χάγκριντ. Ο κύριος Ουέσλι πήρε τα γυαλιά του Χάρι, τα χτύπησε με το ραβδί του και του τα επέστρεψε άθικτα, σαν καινούρια.
"Εγώ πρέπει να πηγαίνω", είπε ο Χάγκριντ, που κόντευε να του βγάλει το χέρι η κυρία Ουέσλι.
"Στην αδιέξοδο αλέα! Τι θα είχε γίνει αν δεν τον έβρισκες εσύ, Χάγκριντ!" μουρμούριζε η κυρία Ουέσλι.
"Θα σας δω στο "Χόγκουαρτς"", ακούστηκε η φωνή του Χάγκριντ καθώς χανόταν μέσα στην κατάμεστη εμπορική οδό. "Χανόταν", τρόπος του λέγειν, βεβαίως, γιατί ο Χάγκριντ τους περνούσε όλους ένα κεφάλι.
"Μαντέψτε ποιον είδα στο "Μπόργκιν και Μπαρκς"", είπε ο Χάρι στον Ρον και στην Ερμιόνη καθώς ανέβαιναν τα σκαλοπάτια της "Γκρίνγκοτς". "Τον Μαλφόι και τον πατέρα του".
"Ψώνισε τίποτα ο Μαλφόι;" ακούστηκε κοφτή η φωνή του κυρίου Ουέσλι πίσω τους.
"Όχι, πούλησε".
"Ώστε ανησυχεί", είπε ο κύριος Ουέσλι με σαρδόνια ικανοποίηση. "Και τι δε θα 'δινα να συλληφθεί ο Λούσιους Μαλφόι για κάτι..."
"Να προσέχεις, Άρθουρ", είπε απότομα η κυρία Ουέσλι καθώς ένας καλικάντζαρος τους υποδεχόταν με μια βαθιά υπόκλιση στην είσοδο της τράπεζας. "Η οικογένεια αυτή είναι επικίνδυνη. Μην απλώνεις τα πόδια σου μακρύτερα από εκεί που φτάνει το στρώμα σου".