×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), XV. Ο Ποληκούσκα (1)

XV. Ο Ποληκούσκα (1)

Ο Ντουτλόβ, κινώντας αόριστα τα χείλη του τράβηξε για το σπίτι. Στην αρχή κάποια στενοχώρια του έσφιγγε την καρδιά, όμως όσο κοντοζύγωνε στο χωριό το συναίσθημα της χαράς τον κυρίευε ολοένα και πιο πολύ.

Τραγούδια και φωνές μεθυσμένων, ακούγονταν στο χωριό. Ήτανε πια πολύ αργά σαν έφτασε στο σπίτι του. Η γριά του κοιμόταν. Ο μεγάλος γιος του και τα εγγόνια του κοιμόνταν πάνω στο πατάρι του φούρνου, ο δεύτερος κοιμόταν στο κελάρι. Μονάχα η γυναίκα του Ηλία δεν κοιμόταν παρά καθόταν στον καναπέ με τη βρόμικη καθημερινή πουκαμίσα της, ξεχτένιστη και κλαψούριζε. Δε σηκώθηκε ν' ανοίξει του θείου της, παρά αρχίνησε να κλαίει και να μοιρολογάει πιο δυνατά, σαν τον είδε να μπαίνει. Κατά τη γνώμη της γριάς μοιρολογούσε πολύ όμορφα και καλά συνταιριασμένα, παρ' όλο που ανάλογα με την ηλικία της (ήτανε πολύ νέα) δεν μπορούσε να έχει την απαιτούμενη πείρα. Η γριά σηκώθηκε κι ετοίμασε του άντρα της να φάει κάτι. Ο Ντουτλόβ έδιωξε τη νύφη του από το τραπέζι. «Φτάνει σους, φτάνει σους πια!» είπε. Η νέα σηκώθηκε και μισογερμένη στον καναπέ εξακολουθούσε το δικό της. Η γριά έστρωσε το τραπέζι δίχως να πει λέξη και το ίδιο σιωπηλή το σήκωσε, άμα απόφαγε ο άντρας της. Ο Ντουτλόβ όλο αυτό το διάστημα δε μίλησε καθόλου.

Σαν απόφαγε, ρεύτηκε, έπλυνε τα χέρια του, πήρε το αριθμητήρι που ήτανε κρεμασμένο στον τοίχο κι αποσύρθηκε στο κελάρι. Εκεί πέρα κουβέντιασε πολλή ώρα ψιθυριστά με τη γριά του, ύστερα εκείνη βγήκε κι αυτός στρώθηκε στην αριθμητική. Επιτέλους έκλεισε με κρότο το μπαούλο και κατέβηκε στο κατώγι. Ώρα πολλή χασομέρησε ανεβοκατεβαίνοντας από το κατώγι στο κελάρι κι από κει πίσω στο κατώγι. Και σαν ξαναμπήκε στο σπίτι ήτανε πια σκοτεινά. Είχε αποκαεί το κερί. Η γριά, που συνήθως την ημέρα ήτανε σιγανή και δεν ακουγόταν καθόλου, τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε τρομερά. Η πολυλογού γυναίκα του Ηλία, κοιμόταν κι αυτή κι ανάσαινε αθόρυβα. Είχε γείρει πάνω στον καναπέ, δίχως να ξεντυθεί και δίχως να στρώσει τίποτα.

Ο Ντουτλόβ έκανε την προσευχή του, ύστερα έριξε μια ματιά στη νύφη του, κούνησε το κεφάλι του, ρεύτηκε άλλη μια φορά, έσβησε το κερί που κρατούσε, ανέβηκε στο πατάρι και ξάπλωσε πλάι στον μικρό έγγονά του. Στα σκοτεινά έριξε από πάνω τα χοντροπάπουτσά του, και ξάπλωσε ανάσκελα, παρατηρώντας το ταβάνι που διακρινόταν αχνά πάνω από το κεφάλι του και προσέχοντας τους διάφορους νυχτερινούς θορύβους: τις κατσαρίδες που πηγαινόρχονταν στον τοίχο, τα ροχαλητά, τ' αγκομαχητά των κοιμισμένων ανθρώπων, που μέσα στον ύπνο τους έξυναν το ένα πόδι με τ' άλλο και τη σιγανή φασαρία που έκαναν τα ζωντανά έξω.

Πολλήν ώρα δεν μπορούσε ν' αποκοιμηθεί. Βγήκε το φεγγάρι και φώτισε ανάλαφρα το εσωτερικό του σπιτιού. Ο Ντουτλόβ μπορούσε τώρα να διακρίνει τη νύφη του, που κοιμόταν ζαρωμένη στη γωνία του καναπέ, μα εκεί δα, κοντά της, έβλεπε και κάτι άλλο που δε μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήτανε. Αν ήτανε γιλέκο που το ξέχασε ο γιος του εκεί πέρα ή κάποιο μαστέλο, που το παράτησαν οι γυναίκες, ή σαν κάποιος να στεκόταν. Δεν ξέρω αν τον πήρε καθόλου ένας ανάλαφρος ύπνος, όμως στύλωνε πάλι τα μάτια του μεγάλα κατά κει... Φαίνεται πως κείνο το καταχθόνιο πνεύμα που έσπρωξε τον Ποληκέη στη ζοφερή του πράξη και που το άγγιγμά του το ένιωθε τόσο έντονα ολόκληρο το προσωπικό του αρχοντικού εκείνη τη νύχτα, κείνο το καταχθόνιο πνεύμα, φαίνεται πως έφτασε με την απλωμένη φτερούγα του κι ίσαμε το χωριό, ίσαμε το σπίτι του Ντουτλόβ, που εκεί μέσα βρίσκονταν τα λεφτά που αυτό τα μεταχειρίστηκε για τον αφανισμό του Ποληκέη. Ο Ντουτλόβ, τουλάχιστον ένιωθε την παρουσία του εκεί δα κι αναστατωνόταν. Ούτε να κουνηθεί μπορούσε πια, μα μήτε και να σηκωθεί είχε τη δύναμη. Από τη στιγμή που είδε κείνο το κάτι που αδυνατούσε να καθορίσει τι ήτανε, από το νου του πέρασε η όψη του Ηλία με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, ύστερα η όψη της νύφης του και το σιγανό μοιρολόγι της, ύστερα η όψη του Ποληκέη και τα κρεμάμενα χέρια του.

Ξαφνικά του φάνηκε σαν να πέρασε κάποιος μπροστά από το παράθυρο. «Τι να 'ναι τούτο; Για πάει κιόλας ο πρόεδρος να καλέσει τη συνέλευση;» στοχάστηκε. «Μα πώς άνοιξε την πόρτα;» - αναρωτήθηκε ακούγοντας βήματα στη μπασιά. «Η γριά θα λησμόνησε, πρέπει, να μανταλώσει, όντας βγήκε». Κάποιο σκυλί ούρλιαξε στην πίσω αυλή, μα το κακό πνεύμα πηγαινοερχόταν στη μπασιά, όπως διηγόταν αργότερα ο Ντουτλόβ, σάμπως να έψαχνε να βρει την πόρτα μα προσπέρασε, ύστερα εξακολούθησε να ψαχουλεύει τον τοίχο, σκόνταψε πάνω στο μαστέλο με βρόντο.

Ύστερα συνέχισε το ψαχούλεμα, λες κι έψαχνε να βρει την πετούγια της πόρτα. Κάποια στιγμή τη βρήκε κι αδράχτηκε από δαύτηνε. Το αίμα του Ντουτλόβ πάγωσε. Να που πίεσε κιόλας την πετούγια και μπήκε με ανθρώπινη μορφή. Ο Ντουτλόβ ήξερε πια πως ήτανε αυτό. Ήθελε να κάνει το σταυρό του, μα δε μπορούσε. Το κακό πνεύμα πήγε κοντά στο τραπέζι, τράβηξε το τραπεζομάντιλο και το έριξε καταγής και στράφηκε ν' ανέβει στο πατάρι. Ο Ντουτλόβ κατάλαβε πως ήταν το κακό πνεύμα με τη μορφή του Ποληκέη. Μισάνοιγε τα χείλη, τα χέρια του ταλαντεύονταν. Ανέβηκε στο πατάρι έπεσε πάνω στο Ντουτλόβ κι άρχισε να τον πνίγει.

- Είναι δικά μου τα λεφτά είπε, ο Ποληκέη.

- Άσε με, δε θα τα κρατήσω, ήθελε ν' αποκριθεί ο Ντουτλόβ, μα δε μπορούσε.

Ο Ποληκέη, πεσμένος πάνω στο στήθος του, τον πίεζε μ' ένα τρομερό βάρος, λες κι ήτανε ολόκληρο βουνό από πέτρα. Ο γέρος ήξερε πως άμα έλεγε μια προσευχή, κι ήξερε πια προσευχή έπρεπε να πει, το κακό πνεύμα θα τον παρατούσε. Όμως ήτανε αδύνατο να προφέρει, έστω και νοερά, τα λόγια της προσευχής. Ξάφνου τ' αγγόνια του, που κοιμόταν δίπλα, έβαλε μια διαπεραστική κραυγή κι άρχισε να κλαίει. Ο παππούς το είχε στριμώξει κατά τον τοίχο, καθώς στριφογύρισε στον ύπνο του. Κείνο το ξεφωνητό του παιδιού άνοιξε τα χείλη του γέρου. «Ανάστα ο Θεός... και διασκορπισθήτωσαν...», ψιθύριζε μασημένα. Κι αμέσως το κακό πνεύμα κατέβηκε από το πατάρι. Ο Ντουτλόβ άκουσε πως χτύπησαν και τα δυο του πόδια στο πάτωμα. Ο γέρος συνέχισε να μουρμουρίζει αράδα όλες τις προσευχές που ήξερε. Το ξωτικό πήγε κατά την πόρτα, προσπέρασε το τραπέζι και βγαίνοντας βρόντησε τόσο δυνατά την πόρτα που το σπίτι τραντάχτηκε συθέμελα.

Όλοι κοιμόνταν, ωστόσο, εκτός από τον παππού και το μικρό έγγονα. Ο παππούς μουρμούριζε τις προσευχές κι έτρεμε σύγκορμος. Ο έγγονας κλαψούριζε καθώς αποκοιμόταν και σφιγγόταν κοντά στον πάππου του. Ύστερα όλα σίγησαν. Ο πάππους κειτόταν δίχως να κινείται. Ένας κόκορας λάλησε πισ' από τον τοίχο κάτω από τ' αφτί του Ντουτλόβ. Ύστερα ακούστηκε η φασαρία που έκαναν οι κότες καθώς ανακινήθηκαν πάνω στα ξύλα που είχαν κουρνιάσει κι η προσπάθεια κάποιου νεαρού κόκορα που θέλησε να λαλήσει μετά το γέρο και δεν τα κατάφερε. Κάτι ανακινήθηκε κοντά στα πόδια του Ντουτλόβ. Ήτανε η γάτα. Πήδησε ανάλαφρα από το πατάρι, πήγε κοντά στην πόρτα κι άρχισε να νιαουρίζει για να τη βγάλουν έξω. Ο παππούς σηκώθηκε. Ανασήκωσε το συρτό παράθυρο. Έξω ήτανε σκοτεινά. Όπως ήτανε ξυπόλυτος, βγήκε πατώντας μέσα στις λάσπες και κάνοντας το σταυρό του προχώρησε κατά το στάβλο να δει τα άλογα. Και δω το πέρασμα του ξωτικού ήτανε φανερό: Η φοράδα που ήτανε δεμένη στο υπόστεγο πρώτη πρώτη, είχε μπερδέψει το πόδι της στο δέσιμο, αναποδογύρισε τη νυχτερινή τροφή της και με το πόδι ανασηκωμένο και το λαιμό γερμένο, περίμενε να έρθει κάποιος να την ταχτοποιήσει.

Το πουλάρι είχε κυλιστεί μέσα στην κοπριά. Ο Ντουτλόβ το σήκωσε στα πόδια, ξεμπέρδεψε τη φοράδα, ταχτοποίησε την τροφή της και ξαναγύρισε στο σπίτι. Η γριά είχε σηκωθεί κι άναψε φως. «Να ξυπνήσεις τα παιδιά, της είπε ο Ντουτλόβ, θα πάω στην πολιτεία». Κι ανάβοντας ένα αγιοκέρι από κείνα που ήτανε κοντά στα εικονίσματα, κατέβηκε μ' αυτό στο κατώγι.

Την ώρα, που ανέβηκε από κει κάτω, σ' όλα τα γειτονικά σπίτια είχανε πια ανάψει φως. Τα παιδιά σηκώθηκαν κι ετοιμάζονταν. Οι γυναίκες μπαινόβγαιναν, φέρνοντας κουβάδες με νερό και κανάτια με γάλα. Ο Ιγνάτ έζευε τ' αμάξι. Ο δεύτερος γιος ετοίμαζε τ' άλλο αμάξι. Η νύφη δεν έκλαιγε πια, μα ντυμένη και φορώντας το κεφαλόδεμά της καθόταν και περίμενε να ξεκινήσουν για την πολιτεία που θ' αποχαιρετούσε τον άντρα της. Ο γέρος φαινόταν εξαιρετικά αυστηρός. Σε κανένα δεν είπε λέξη. Φόρεσε το καινούριο του καφτάνι, ζώστηκε σφιχτά και μ' όλα τα λεφτά του Ποληκέη μέσα στον κόρφο του τράβηξε για τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς.

- Μη μου χασομεράς, φώναξε του Ιγνάτ, που στριφογύριζε τις ρόδες κρατώντας ανασηκωμένος τον άξονα που τον είχε αλείψει με μπόλικο κατράμι, θα γυρίσω σε λίγο. Και να είναι όλα έτοιμα.

Ο επιστάτης μόλις είχε σηκωθεί. Έπαιρνε το τσάι του κι ετοιμαζόταν κι αυτός για την πολιτεία που θα πήγαινε για να παραδώσει τους κληρωτούς.

- Τι τρέχει; - ρώτησε, σαν είδε τόσο νωρίς μπροστά του το Ντουτλόβ.

- Θέλω, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, να εξαγοράσω το παιδί. Κάντε το καλό. Πολύ σας περικαλώ. Μου λέγατε τις προάλλες πως ξέρετε κάποιον πρόθυμο να δεχτεί. Ορμηνέψτε με τι να κάνω. Όπως δα το ξέρετε, εμείς δε σκαμπάζουμε από τέτοιες δουλειές, μαθές.

- Πάει να πει, άλλαξες γνώμη;

- Ναι, μαθές, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, άλλαξα γνώμη. Το πονάω το καψερό. Όσο να πεις, παιδί του αδερφού μου είναι. Κι ύστερις τα παλιολεφτά είναι γρουσούζικα. Κάλλιο να πάνε για το καλό του παιδιού. Σε περικαλώ, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, ορμήνεψέ με τι και πως..., έλεγε ο Ντουτλόβ κάνοντας ολοένα βαθύτατες υποκλίσεις μπροστά στον επιστάτη.

Ο επιστάτης, όπως έκανε πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλή ώρα σούφρωνε και ξεσούφρωνε σιωπηλά και βαθυστόχαστα τα χείλη του, κι αφού έκρινε το ζήτημα, έγραψε δυο σημειώματα κι έδωσε οδηγίες στο Ντουτλόβ για το τι έπρεπε να κάνει στην πολιτεία.

Όταν ο Ντουτλόβ γύρισε σπίτι, η νύφη είχε φύγει πια με τον Ιγνάτ κι η φοράδα στεκόταν ζεμένη μπροστά στην αυλόπορτα. Ο Ντουτλόβ τράβηξε κι έκοψε μια βέργα απ' το φράχτη, διπλώθηκε σφιχτά στο καφτάνι του, κάθισε στ' αμάξι και ξεκίνησε. Βίαζε τόσο πολύ το άλογο για να τρέχει, που λες κι αχάμνηνε μέσα σ' αυτήν τη λίγη ώρα κι αυτός απόφευγε να το κοιτάξει, από φόβο μη τυχόν το λυπηθεί και μετριάσει το τρέξιμο. Γιατί τον βασάνιζε η σκέψη πως, αν αργοπορούσε, ο Ηλία θα πήγαινε στρατιώτης και κείνα τα διαολολεφτά θα του έμεναν στα χέρια.

Δε θα επιχειρήσω να περιγράψω όλες τις περιπέτειες του Ντουτλόβ εκείνο το πρωινό, λέω μονάχα πως τα πράγματα του ήρθανε πολύ βολικά. Ο άνθρωπος, για τον οποίο ο επιστάτης του είχε δώσει σχετικό σημείωμα, είχε κιόλας έτοιμο το παλικάρι που θ' αντικατάσταινε τον Ηλία στο στρατό. Ο μεσίτης που το προμήθευε γύρευε τετρακόσια ρούβλια, κάποιος που το παζάρευε για ν' αντικαταστήσει το γιο του έδινε τρακόσα, μα ο Ντουτλόβ είπε κοφτά: «Δέχεσαι με τρακόσα είκοσι πέντε;», και τέντωσε το χέρι του με τέτοια έκφραση, που αμέσως έβλεπε κάποιος πως ήτανε πρόθυμος ν' ανεβάσει ακόμη την τιμή.

Ο άλλος δεν έδινε το χέρι του κι επέμενε στα τετρακόσια. «Δε δέχεσαι με τρακόσα είκοσι πέντε;» επανάλαβε ο Ντουτλόβ, αδράχνοντας με τ' αριστερό του χέρι το δεξί του συνομιλητή του και απειλώντας να του καταφέρει μια με το δεξί. «Ε, δεν δέχεσαι; Ας είναι! Πάει καλά!» πρόσθεσε ξαφνικά χτυπώντας δυνατά το δεξί του χέρι πάνω στο δεξί του άλλου. «Πάρε τρακόσα πενήντα. Φέρε μου εδώ το παλικάρι. Και τώρα να, κι άλλα είκοσι για τα καλορίζικα!» Κι ο Ντουτλόβ ξεκούμπωσε το καφτάνι του κι έβγαλε τα λεφτά.

Ο άλλος παρ' όλο που δεν αποτραβούσε το χέρι του, καμωνόταν ακόμα πως δεν συμφωνούσε απόλυτα και γύρευε κι άλλα για μπαξίσι και για τραταμέντα.

- Έλα τώρα, έλα, αστ' αυτά, αποκρινόταν ο Ντουτλόβ, χώνοντάς του τα λεφτά στη φούχτα, καλά είναι τόσα, έλα τώρα άστα τα παζαρέματα και τις πλεονεξίες· θ' αποθάνουμε όλοι μια μέρα, κακομοίρη μου, πρόστεσε μ' ένα τόσο γλυκό διδαχτικό και σιγουρεμένο τόνο, που ο άλλος είπε στο τέλος:

- Ε, ας είναι. Πάει καλά! Η ώρα η καλή, ξανάσφιξαν τα χέρια τους κι έκαναν το σταυρό τους.

Ξύπνησαν το παλικάρι, που κοιμόταν ακόμη ύστερ' από το χτεσινό μεθύσι, τον περιεργάστηκαν καλά-καλά και τράβηξαν όλοι μαζί για το στρατολογικό γραφείο. Το παλικάρι ήτανε χαρούμενο, γύρεψε λεφτά για να πιει ρούμι να ξεζαλιστεί κι ο Ντουτλόβ του έδωσε, και δείλιασε μονάχα τη στιγμή που μπήκανε στην είσοδο των γραφείων. Πολλήν ώρα στέκονταν και περίμεναν εκεί μέσα, ο Ντουτλόβ, ο άλλος μουζίκος τυλιγμένος στη μπλε γούνα του και το παλικάρι με το κοντογούνι του, με τα φρύδια ανασηκωμένα και τα μάτια γουρλωμένα. Πολλήν ώρα κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, κάπου ζητούσαν να παρουσιαστούν, κάποιον ήθελαν να δουν, έβγαζαν τους σκούφους τους κι υποκλίνονταν βαθιά μπροστά στον κάθε γραφιά, και με σεβασμό μεγάλο και κατανόηση άκουσαν την απόφαση που έβγαλε ένας γραφιάς, γνώριμος του άλλου μουζίκου.

Είχαν πια παρατήσει κάθε ελπίδα πως θα ξεμπέρδευαν κείνη την ημέρα και το παλικάρι άρχισε πάλι να ξαναβρίσκει το κέφι του και να κουβεντιάζει χαρούμενα, όταν ξαφνικά ο Ντουτλόβ είδε τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς να μπαίνει. Δίχως να χάσει καιρό, έτρεξε κοντά του, τον χαιρέτισε με μια βαθύτατη υπόκλιση και τον παρακάλεσε να τους βοηθήσει να τελειώνουν το γρηγορότερο. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ενέργησε τόσο αποτελεσματικά που κατά τις τρεις το απόγευμα το παλικάρι το πέρασαν προς μεγάλη του δυσαρέσκεια και κατάπληξη στην αίθουσα του Προεδρείου. Και εκεί μέσα στη γενική ευθυμία, που ούτε αυτός ο Πρόεδρος έκανε εξαίρεση, το έγδυσαν, το κούρεψαν του φόρεσαν τη στολή και τ' άφηκαν να βγει έξω. Μετά πέντε λεπτά ο Ντουτλόβ μέτρησε τα τριακόσια πενήντα ρούβλια, πήρε τη σχετική απόδειξη και, αποχαιρετώντας το μουζίκο και το παλικάρι τράβηξε βιαστικός για το σπίτι του έμπορα, όπου είχανε σταματήσει οι κληρωτοί του Πακρόβσκογιε.

Ο Ηλία κι γυναίκα του κάθονταν σε μια γωνιά της κουζίνας και μόλις αντίκρισαν το γέρο, σώπασαν και τον κοίταξαν μ' ένα ύφος υποταχτικά εχθρικό. Ο Ντουτλόβ, όπως πάντα έκανε πρώτα την προσευχή του μπροστά στα εικονίσματα, έβγαλε το ζουνάρι του, πήρε από την εσωτερική τσέπη του κάποιο χαρτί και κάλεσε μέσα τη γριά μάνα του Ηλία και το γιο του τον Ιγνάτ, που τριγύριζαν απ' έξω.

XV. Ο Ποληκούσκα (1) XV. Polikuska (1)

Ο Ντουτλόβ, κινώντας αόριστα τα χείλη του τράβηξε για το σπίτι. Στην αρχή κάποια στενοχώρια του έσφιγγε την καρδιά, όμως όσο κοντοζύγωνε στο χωριό το συναίσθημα της χαράς τον κυρίευε ολοένα και πιο πολύ.

Τραγούδια και φωνές μεθυσμένων, ακούγονταν στο χωριό. Ήτανε πια πολύ αργά σαν έφτασε στο σπίτι του. Η γριά του κοιμόταν. Ο μεγάλος γιος του και τα εγγόνια του κοιμόνταν πάνω στο πατάρι του φούρνου, ο δεύτερος κοιμόταν στο κελάρι. Μονάχα η γυναίκα του Ηλία δεν κοιμόταν παρά καθόταν στον καναπέ με τη βρόμικη καθημερινή πουκαμίσα της, ξεχτένιστη και κλαψούριζε. Δε σηκώθηκε ν' ανοίξει του θείου της, παρά αρχίνησε να κλαίει και να μοιρολογάει πιο δυνατά, σαν τον είδε να μπαίνει. Κατά τη γνώμη της γριάς μοιρολογούσε πολύ όμορφα και καλά συνταιριασμένα, παρ' όλο που ανάλογα με την ηλικία της (ήτανε πολύ νέα) δεν μπορούσε να έχει την απαιτούμενη πείρα. Η γριά σηκώθηκε κι ετοίμασε του άντρα της να φάει κάτι. Ο Ντουτλόβ έδιωξε τη νύφη του από το τραπέζι. «Φτάνει σους, φτάνει σους πια!» είπε. Η νέα σηκώθηκε και μισογερμένη στον καναπέ εξακολουθούσε το δικό της. Η γριά έστρωσε το τραπέζι δίχως να πει λέξη και το ίδιο σιωπηλή το σήκωσε, άμα απόφαγε ο άντρας της. Ο Ντουτλόβ όλο αυτό το διάστημα δε μίλησε καθόλου.

Σαν απόφαγε, ρεύτηκε, έπλυνε τα χέρια του, πήρε το αριθμητήρι που ήτανε κρεμασμένο στον τοίχο κι αποσύρθηκε στο κελάρι. Εκεί πέρα κουβέντιασε πολλή ώρα ψιθυριστά με τη γριά του, ύστερα εκείνη βγήκε κι αυτός στρώθηκε στην αριθμητική. Επιτέλους έκλεισε με κρότο το μπαούλο και κατέβηκε στο κατώγι. Ώρα πολλή χασομέρησε ανεβοκατεβαίνοντας από το κατώγι στο κελάρι κι από κει πίσω στο κατώγι. Και σαν ξαναμπήκε στο σπίτι ήτανε πια σκοτεινά. Είχε αποκαεί το κερί. Η γριά, που συνήθως την ημέρα ήτανε σιγανή και δεν ακουγόταν καθόλου, τώρα κοιμόταν και ροχάλιζε τρομερά. Η πολυλογού γυναίκα του Ηλία, κοιμόταν κι αυτή κι ανάσαινε αθόρυβα. Είχε γείρει πάνω στον καναπέ, δίχως να ξεντυθεί και δίχως να στρώσει τίποτα.

Ο Ντουτλόβ έκανε την προσευχή του, ύστερα έριξε μια ματιά στη νύφη του, κούνησε το κεφάλι του, ρεύτηκε άλλη μια φορά, έσβησε το κερί που κρατούσε, ανέβηκε στο πατάρι και ξάπλωσε πλάι στον μικρό έγγονά του. Στα σκοτεινά έριξε από πάνω τα χοντροπάπουτσά του, και ξάπλωσε ανάσκελα, παρατηρώντας το ταβάνι που διακρινόταν αχνά πάνω από το κεφάλι του και προσέχοντας τους διάφορους νυχτερινούς θορύβους: τις κατσαρίδες που πηγαινόρχονταν στον τοίχο, τα ροχαλητά, τ' αγκομαχητά των κοιμισμένων ανθρώπων, που μέσα στον ύπνο τους έξυναν το ένα πόδι με τ' άλλο και τη σιγανή φασαρία που έκαναν τα ζωντανά έξω.

Πολλήν ώρα δεν μπορούσε ν' αποκοιμηθεί. Βγήκε το φεγγάρι και φώτισε ανάλαφρα το εσωτερικό του σπιτιού. Ο Ντουτλόβ μπορούσε τώρα να διακρίνει τη νύφη του, που κοιμόταν ζαρωμένη στη γωνία του καναπέ, μα εκεί δα, κοντά της, έβλεπε και κάτι άλλο που δε μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήτανε. Αν ήτανε γιλέκο που το ξέχασε ο γιος του εκεί πέρα ή κάποιο μαστέλο, που το παράτησαν οι γυναίκες, ή σαν κάποιος να στεκόταν. Δεν ξέρω αν τον πήρε καθόλου ένας ανάλαφρος ύπνος, όμως στύλωνε πάλι τα μάτια του μεγάλα κατά κει... Φαίνεται πως κείνο το καταχθόνιο πνεύμα που έσπρωξε τον Ποληκέη στη ζοφερή του πράξη και που το άγγιγμά του το ένιωθε τόσο έντονα ολόκληρο το προσωπικό του αρχοντικού εκείνη τη νύχτα, κείνο το καταχθόνιο πνεύμα, φαίνεται πως έφτασε με την απλωμένη φτερούγα του κι ίσαμε το χωριό, ίσαμε το σπίτι του Ντουτλόβ, που εκεί μέσα βρίσκονταν τα λεφτά που αυτό τα μεταχειρίστηκε για τον αφανισμό του Ποληκέη. Ο Ντουτλόβ, τουλάχιστον ένιωθε την παρουσία του εκεί δα κι αναστατωνόταν. Ούτε να κουνηθεί μπορούσε πια, μα μήτε και να σηκωθεί είχε τη δύναμη. Από τη στιγμή που είδε κείνο το κάτι που αδυνατούσε να καθορίσει τι ήτανε, από το νου του πέρασε η όψη του Ηλία με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα, ύστερα η όψη της νύφης του και το σιγανό μοιρολόγι της, ύστερα η όψη του Ποληκέη και τα κρεμάμενα χέρια του.

Ξαφνικά του φάνηκε σαν να πέρασε κάποιος μπροστά από το παράθυρο. «Τι να 'ναι τούτο; Για πάει κιόλας ο πρόεδρος να καλέσει τη συνέλευση;» στοχάστηκε. «Μα πώς άνοιξε την πόρτα;» - αναρωτήθηκε ακούγοντας βήματα στη μπασιά. «Η γριά θα λησμόνησε, πρέπει, να μανταλώσει, όντας βγήκε». Κάποιο σκυλί ούρλιαξε στην πίσω αυλή, μα το κακό πνεύμα πηγαινοερχόταν στη μπασιά, όπως διηγόταν αργότερα ο Ντουτλόβ, σάμπως να έψαχνε να βρει την πόρτα μα προσπέρασε, ύστερα εξακολούθησε να ψαχουλεύει τον τοίχο, σκόνταψε πάνω στο μαστέλο με βρόντο.

Ύστερα συνέχισε το ψαχούλεμα, λες κι έψαχνε να βρει την πετούγια της πόρτα. Κάποια στιγμή τη βρήκε κι αδράχτηκε από δαύτηνε. Το αίμα του Ντουτλόβ πάγωσε. Να που πίεσε κιόλας την πετούγια και μπήκε με ανθρώπινη μορφή. Ο Ντουτλόβ ήξερε πια πως ήτανε αυτό. Ήθελε να κάνει το σταυρό του, μα δε μπορούσε. Το κακό πνεύμα πήγε κοντά στο τραπέζι, τράβηξε το τραπεζομάντιλο και το έριξε καταγής και στράφηκε ν' ανέβει στο πατάρι. Ο Ντουτλόβ κατάλαβε πως ήταν το κακό πνεύμα με τη μορφή του Ποληκέη. Μισάνοιγε τα χείλη, τα χέρια του ταλαντεύονταν. Ανέβηκε στο πατάρι έπεσε πάνω στο Ντουτλόβ κι άρχισε να τον πνίγει.

- Είναι δικά μου τα λεφτά είπε, ο Ποληκέη.

- Άσε με, δε θα τα κρατήσω, ήθελε ν' αποκριθεί ο Ντουτλόβ, μα δε μπορούσε.

Ο Ποληκέη, πεσμένος πάνω στο στήθος του, τον πίεζε μ' ένα τρομερό βάρος, λες κι ήτανε ολόκληρο βουνό από πέτρα. Ο γέρος ήξερε πως άμα έλεγε μια προσευχή, κι ήξερε πια προσευχή έπρεπε να πει, το κακό πνεύμα θα τον παρατούσε. Όμως ήτανε αδύνατο να προφέρει, έστω και νοερά, τα λόγια της προσευχής. Ξάφνου τ' αγγόνια του, που κοιμόταν δίπλα, έβαλε μια διαπεραστική κραυγή κι άρχισε να κλαίει. Ο παππούς το είχε στριμώξει κατά τον τοίχο, καθώς στριφογύρισε στον ύπνο του. Κείνο το ξεφωνητό του παιδιού άνοιξε τα χείλη του γέρου. «Ανάστα ο Θεός... και διασκορπισθήτωσαν...», ψιθύριζε μασημένα. Κι αμέσως το κακό πνεύμα κατέβηκε από το πατάρι. Ο Ντουτλόβ άκουσε πως χτύπησαν και τα δυο του πόδια στο πάτωμα. Ο γέρος συνέχισε να μουρμουρίζει αράδα όλες τις προσευχές που ήξερε. Το ξωτικό πήγε κατά την πόρτα, προσπέρασε το τραπέζι και βγαίνοντας βρόντησε τόσο δυνατά την πόρτα που το σπίτι τραντάχτηκε συθέμελα.

Όλοι κοιμόνταν, ωστόσο, εκτός από τον παππού και το μικρό έγγονα. Ο παππούς μουρμούριζε τις προσευχές κι έτρεμε σύγκορμος. Ο έγγονας κλαψούριζε καθώς αποκοιμόταν και σφιγγόταν κοντά στον πάππου του. Ύστερα όλα σίγησαν. Ο πάππους κειτόταν δίχως να κινείται. Ένας κόκορας λάλησε πισ' από τον τοίχο κάτω από τ' αφτί του Ντουτλόβ. Ύστερα ακούστηκε η φασαρία που έκαναν οι κότες καθώς ανακινήθηκαν πάνω στα ξύλα που είχαν κουρνιάσει κι η προσπάθεια κάποιου νεαρού κόκορα που θέλησε να λαλήσει μετά το γέρο και δεν τα κατάφερε. Κάτι ανακινήθηκε κοντά στα πόδια του Ντουτλόβ. Ήτανε η γάτα. Πήδησε ανάλαφρα από το πατάρι, πήγε κοντά στην πόρτα κι άρχισε να νιαουρίζει για να τη βγάλουν έξω. Ο παππούς σηκώθηκε. Ανασήκωσε το συρτό παράθυρο. Έξω ήτανε σκοτεινά. Όπως ήτανε ξυπόλυτος, βγήκε πατώντας μέσα στις λάσπες και κάνοντας το σταυρό του προχώρησε κατά το στάβλο να δει τα άλογα. Και δω το πέρασμα του ξωτικού ήτανε φανερό: Η φοράδα που ήτανε δεμένη στο υπόστεγο πρώτη πρώτη, είχε μπερδέψει το πόδι της στο δέσιμο, αναποδογύρισε τη νυχτερινή τροφή της και με το πόδι ανασηκωμένο και το λαιμό γερμένο, περίμενε να έρθει κάποιος να την ταχτοποιήσει.

Το πουλάρι είχε κυλιστεί μέσα στην κοπριά. Ο Ντουτλόβ το σήκωσε στα πόδια, ξεμπέρδεψε τη φοράδα, ταχτοποίησε την τροφή της και ξαναγύρισε στο σπίτι. Η γριά είχε σηκωθεί κι άναψε φως. «Να ξυπνήσεις τα παιδιά, της είπε ο Ντουτλόβ, θα πάω στην πολιτεία». Κι ανάβοντας ένα αγιοκέρι από κείνα που ήτανε κοντά στα εικονίσματα, κατέβηκε μ' αυτό στο κατώγι.

Την ώρα, που ανέβηκε από κει κάτω, σ' όλα τα γειτονικά σπίτια είχανε πια ανάψει φως. Τα παιδιά σηκώθηκαν κι ετοιμάζονταν. Οι γυναίκες μπαινόβγαιναν, φέρνοντας κουβάδες με νερό και κανάτια με γάλα. Ο Ιγνάτ έζευε τ' αμάξι. Ο δεύτερος γιος ετοίμαζε τ' άλλο αμάξι. Η νύφη δεν έκλαιγε πια, μα ντυμένη και φορώντας το κεφαλόδεμά της καθόταν και περίμενε να ξεκινήσουν για την πολιτεία που θ' αποχαιρετούσε τον άντρα της. Ο γέρος φαινόταν εξαιρετικά αυστηρός. Σε κανένα δεν είπε λέξη. Φόρεσε το καινούριο του καφτάνι, ζώστηκε σφιχτά και μ' όλα τα λεφτά του Ποληκέη μέσα στον κόρφο του τράβηξε για τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς.

- Μη μου χασομεράς, φώναξε του Ιγνάτ, που στριφογύριζε τις ρόδες κρατώντας ανασηκωμένος τον άξονα που τον είχε αλείψει με μπόλικο κατράμι, θα γυρίσω σε λίγο. Και να είναι όλα έτοιμα.

Ο επιστάτης μόλις είχε σηκωθεί. Έπαιρνε το τσάι του κι ετοιμαζόταν κι αυτός για την πολιτεία που θα πήγαινε για να παραδώσει τους κληρωτούς.

- Τι τρέχει; - ρώτησε, σαν είδε τόσο νωρίς μπροστά του το Ντουτλόβ.

- Θέλω, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, να εξαγοράσω το παιδί. Κάντε το καλό. Πολύ σας περικαλώ. Μου λέγατε τις προάλλες πως ξέρετε κάποιον πρόθυμο να δεχτεί. Ορμηνέψτε με τι να κάνω. Όπως δα το ξέρετε, εμείς δε σκαμπάζουμε από τέτοιες δουλειές, μαθές.

- Πάει να πει, άλλαξες γνώμη;

- Ναι, μαθές, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, άλλαξα γνώμη. Το πονάω το καψερό. Όσο να πεις, παιδί του αδερφού μου είναι. Κι ύστερις τα παλιολεφτά είναι γρουσούζικα. Κάλλιο να πάνε για το καλό του παιδιού. Σε περικαλώ, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, ορμήνεψέ με τι και πως..., έλεγε ο Ντουτλόβ κάνοντας ολοένα βαθύτατες υποκλίσεις μπροστά στον επιστάτη.

Ο επιστάτης, όπως έκανε πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλή ώρα σούφρωνε και ξεσούφρωνε σιωπηλά και βαθυστόχαστα τα χείλη του, κι αφού έκρινε το ζήτημα, έγραψε δυο σημειώματα κι έδωσε οδηγίες στο Ντουτλόβ για το τι έπρεπε να κάνει στην πολιτεία.

Όταν ο Ντουτλόβ γύρισε σπίτι, η νύφη είχε φύγει πια με τον Ιγνάτ κι η φοράδα στεκόταν ζεμένη μπροστά στην αυλόπορτα. Ο Ντουτλόβ τράβηξε κι έκοψε μια βέργα απ' το φράχτη, διπλώθηκε σφιχτά στο καφτάνι του, κάθισε στ' αμάξι και ξεκίνησε. Βίαζε τόσο πολύ το άλογο για να τρέχει, που λες κι αχάμνηνε μέσα σ' αυτήν τη λίγη ώρα κι αυτός απόφευγε να το κοιτάξει, από φόβο μη τυχόν το λυπηθεί και μετριάσει το τρέξιμο. Γιατί τον βασάνιζε η σκέψη πως, αν αργοπορούσε, ο Ηλία θα πήγαινε στρατιώτης και κείνα τα διαολολεφτά θα του έμεναν στα χέρια.

Δε θα επιχειρήσω να περιγράψω όλες τις περιπέτειες του Ντουτλόβ εκείνο το πρωινό, λέω μονάχα πως τα πράγματα του ήρθανε πολύ βολικά. Ο άνθρωπος, για τον οποίο ο επιστάτης του είχε δώσει σχετικό σημείωμα, είχε κιόλας έτοιμο το παλικάρι που θ' αντικατάσταινε τον Ηλία στο στρατό. Ο μεσίτης που το προμήθευε γύρευε τετρακόσια ρούβλια, κάποιος που το παζάρευε για ν' αντικαταστήσει το γιο του έδινε τρακόσα, μα ο Ντουτλόβ είπε κοφτά: «Δέχεσαι με τρακόσα είκοσι πέντε;», και τέντωσε το χέρι του με τέτοια έκφραση, που αμέσως έβλεπε κάποιος πως ήτανε πρόθυμος ν' ανεβάσει ακόμη την τιμή.

Ο άλλος δεν έδινε το χέρι του κι επέμενε στα τετρακόσια. «Δε δέχεσαι με τρακόσα είκοσι πέντε;» επανάλαβε ο Ντουτλόβ, αδράχνοντας με τ' αριστερό του χέρι το δεξί του συνομιλητή του και απειλώντας να του καταφέρει μια με το δεξί. «Ε, δεν δέχεσαι; Ας είναι! Πάει καλά!» πρόσθεσε ξαφνικά χτυπώντας δυνατά το δεξί του χέρι πάνω στο δεξί του άλλου. «Πάρε τρακόσα πενήντα. Φέρε μου εδώ το παλικάρι. Και τώρα να, κι άλλα είκοσι για τα καλορίζικα!» Κι ο Ντουτλόβ ξεκούμπωσε το καφτάνι του κι έβγαλε τα λεφτά.

Ο άλλος παρ' όλο που δεν αποτραβούσε το χέρι του, καμωνόταν ακόμα πως δεν συμφωνούσε απόλυτα και γύρευε κι άλλα για μπαξίσι και για τραταμέντα.

- Έλα τώρα, έλα, αστ' αυτά, αποκρινόταν ο Ντουτλόβ, χώνοντάς του τα λεφτά στη φούχτα, καλά είναι τόσα, έλα τώρα άστα τα παζαρέματα και τις πλεονεξίες· θ' αποθάνουμε όλοι μια μέρα, κακομοίρη μου, πρόστεσε μ' ένα τόσο γλυκό διδαχτικό και σιγουρεμένο τόνο, που ο άλλος είπε στο τέλος:

- Ε, ας είναι. Πάει καλά! Η ώρα η καλή, ξανάσφιξαν τα χέρια τους κι έκαναν το σταυρό τους.

Ξύπνησαν το παλικάρι, που κοιμόταν ακόμη ύστερ' από το χτεσινό μεθύσι, τον περιεργάστηκαν καλά-καλά και τράβηξαν όλοι μαζί για το στρατολογικό γραφείο. Το παλικάρι ήτανε χαρούμενο, γύρεψε λεφτά για να πιει ρούμι να ξεζαλιστεί κι ο Ντουτλόβ του έδωσε, και δείλιασε μονάχα τη στιγμή που μπήκανε στην είσοδο των γραφείων. Πολλήν ώρα στέκονταν και περίμεναν εκεί μέσα, ο Ντουτλόβ, ο άλλος μουζίκος τυλιγμένος στη μπλε γούνα του και το παλικάρι με το κοντογούνι του, με τα φρύδια ανασηκωμένα και τα μάτια γουρλωμένα. Πολλήν ώρα κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, κάπου ζητούσαν να παρουσιαστούν, κάποιον ήθελαν να δουν, έβγαζαν τους σκούφους τους κι υποκλίνονταν βαθιά μπροστά στον κάθε γραφιά, και με σεβασμό μεγάλο και κατανόηση άκουσαν την απόφαση που έβγαλε ένας γραφιάς, γνώριμος του άλλου μουζίκου.

Είχαν πια παρατήσει κάθε ελπίδα πως θα ξεμπέρδευαν κείνη την ημέρα και το παλικάρι άρχισε πάλι να ξαναβρίσκει το κέφι του και να κουβεντιάζει χαρούμενα, όταν ξαφνικά ο Ντουτλόβ είδε τον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς να μπαίνει. Δίχως να χάσει καιρό, έτρεξε κοντά του, τον χαιρέτισε με μια βαθύτατη υπόκλιση και τον παρακάλεσε να τους βοηθήσει να τελειώνουν το γρηγορότερο. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ενέργησε τόσο αποτελεσματικά που κατά τις τρεις το απόγευμα το παλικάρι το πέρασαν προς μεγάλη του δυσαρέσκεια και κατάπληξη στην αίθουσα του Προεδρείου. Και εκεί μέσα στη γενική ευθυμία, που ούτε αυτός ο Πρόεδρος έκανε εξαίρεση, το έγδυσαν, το κούρεψαν του φόρεσαν τη στολή και τ' άφηκαν να βγει έξω. Μετά πέντε λεπτά ο Ντουτλόβ μέτρησε τα τριακόσια πενήντα ρούβλια, πήρε τη σχετική απόδειξη και, αποχαιρετώντας το μουζίκο και το παλικάρι τράβηξε βιαστικός για το σπίτι του έμπορα, όπου είχανε σταματήσει οι κληρωτοί του Πακρόβσκογιε.

Ο Ηλία κι γυναίκα του κάθονταν σε μια γωνιά της κουζίνας και μόλις αντίκρισαν το γέρο, σώπασαν και τον κοίταξαν μ' ένα ύφος υποταχτικά εχθρικό. Ο Ντουτλόβ, όπως πάντα έκανε πρώτα την προσευχή του μπροστά στα εικονίσματα, έβγαλε το ζουνάρι του, πήρε από την εσωτερική τσέπη του κάποιο χαρτί και κάλεσε μέσα τη γριά μάνα του Ηλία και το γιο του τον Ιγνάτ, που τριγύριζαν απ' έξω.