×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), XIII. Ο Ποληκούσκα

XIII. Ο Ποληκούσκα

- Η κυρά κοιμάται, για όχι; - ακούστηκε κοντά στην Αξιούτκα κάποια βαθιά φωνή μουζίκου.

Η μικρή άνοιξε μεγάλα τα μάτια της, που πρωτύτερα τα κρατούσε ζαρωμένα κι είδε κάποια σιλουέτα, που της φάνηκε ψηλότερη από το σπίτι. Έμπηξε περίτρομη μια κραυγή και γύρισε πίσω, τρέχοντας με τέτοια φόρα, που η φούστα της ανεμιζόταν στον αέρα. Μ' ένα πήδημα βρέθηκε στον εξώστη, με άλλο ένα στο δωμάτιο των κοριτσιών και με άγρια ξεφωνητά και κλάματα ρίχτηκε πάνω σ' ένα κρεβάτι.

Η Ντουνιάσα, η θεία της κι η άλλη κοπέλα πάγωσαν από την τρομάρα τους, μα προτού προφτάσουν να συνέλθουν, άκουσαν κάποια βαριά, αργοκίνητα και δισταχτικά βήματα στη μπασιά και κοντά στην πόρτα. Η Ντουνιάσα έτρεξε στης κυρίας. Η δεύτερη κρύφτηκε πίσω από τα φουστάνια που κρέμονταν στον τοίχο. Η θεία σαν πιο τολμηρή θέλησε να κρατήσει την πόρτα, μα δεν τα κατάφερε. Η πόρτα άνοιξε κι ένας μουζίκος μπήκε στο δωμάτιο. Ο μουζίκος αυτός ήτανε ο Ντουτλόβ με τα βαρκάκια του. Δίχως να δίνει σημασία στην τρομάρα που προξένησε η ξαφνική παρουσία του, αποζήτησε με το βλέμμα τα εικονίσματα και μη διακρίνοντας τη μικρή Παναγίτσα που κρεμόταν στην αριστερή γωνιά σταυροκοπήθηκε μπρος στο μπουφεδάκι με τα φλιτζάνια και τα πιατικά, απόθεσε το σκούφο του πάνω στο πεζούλι του παραθύρου και, χώνοντας το χέρι του βαθιά μέσα στον κόρφο του, λες κι ήθελε να ξυθεί στη μασχάλη ανέσυρε από εκεί μέσα το φάκελο με τις πέντε σφραγίδες με την άγκυρα. Η θειά της Ντουνιάσας έφερε ορμητικά και τα δυο της χέρια στο στήθος... Και με κόπο είπε.

- Με κατατρόμαξες, Ναούμιτς! Μου κόπηκαν τα ήπατα... Έτσι δα μου φάνηκε σάμπως να ήρθε το τέλος μου...

- Έτσι κάνουν; - πρόστεσε η δεύτερη καμαριέρα, προβάλλοντας πίσω από τις φούστες.

- Καταταράξατε και την κυρά, είπε η Ντουνιάσα μπαίνοντας κείνη τη στιγμή. Τι μου κουβαλιέσαι στα δωμάτιά μας δίχως πρώτα να στείλεις να ρωτήσεις; Σωστός μουζίκος πια!

Ο Ντουτλόβ δίχως να ζητήσει συγγνώμη επανάλαβε πως ειν' ανάγκη να δει την κυρία.

- Είναι αδιάθετη, αποκρίθηκε η Ντουνιάσα.

Εκείνη τη στιγμή η Αξιούτκα ξέσπασε σ' ένα δυνατό κι άτοπο γέλιο που αναγκάστηκε να ξανακρύψει το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια του κρεβατιού, απ' όπου, τόσην ώρα τώρα, παρ' όλες τις παρατηρήσεις της Ντουνιάσας και της θείας της, ήτανε αδύνατο να ξεμυτίσει δίχως να βάλει τα γέλια, σάμπως κάτι να της πίεζε το ρόδινο στήθος της και τα κατακόκκινα μάγουλά της. Τόσο αστείο της φαινόταν που τρόμαξαν όλοι τόσο πολύ, που έκρυβε το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια και αναταραζόταν σύγκορμη πάνω στο κρεβάτι, σαν να τη βρήκανε σπασμοί.

Ο Ντουτλόβ κοντοστάθηκε, κοίταξε προσεχτικά τη μικρή σαν να ήθελε να καταλάβει τι της συνέβηκε και, δίχως να το πετύχει, στράφηκε από την άλλη μεριά και συνέχισε:

- Που θα πει, μαθές, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, είπε, να της πείτε μονάχα πως ένας μουζίκος βρήκε το γράμμα με τα λεφτά.

- Τι λεφτά;

Η Ντουνιάσα προτού να πάει στης κυρίας, διάβασε τη διεύθυνση και ρώτησε το Ντουτλόβ πού και πώς βρήκε αυτός κείνα τα λεφτά που έπρεπε να τα φέρει από την πολιτεία ο Ποληκέη. Αφού άκουσε όλες τις λεπτομέρειες, κι αφού πρώτα έσπρωξε την Αξιούτκα που δεν έπαυε τα γέλια, στη μπασιά για να ξεθυμάνει, η Ντουνιάσα πήγε στης κυρίας. Μα προς μεγάλη απορία του Ντουτλόβ η κυρία δεν θέλησε να τον δεχτεί και δεν είπε τίποτα οριστικό στη Ντουνιάσα.

- Δεν ξέρω τίποτα κι ούτε θέλω να ξέρω, είπε η κυρία. Ποιος μουζίκος και ποια λεφτά; Κανέναν δε μπορώ, μήτε θέλω να δω. Να μ' αφήσουν όλοι ήσυχη.

- Και τι να κάνω εγώ το λοιπόν; - ρώτησε ο Ντουτλόβ στριφογυρίζοντας το φάκελο. Είναι πολλά λεφτά. Είναι δηλαδής γραμμένο πόσα λεφτά είναι μέσα;- ρώτησε η Ντουνιάσα που τα ξαναδιάβασε.

Ο Ντουτλόβ είχε ένα ύφος σαν να μην καλοπίστευε. Φαινόταν να έλπιζε πως μπορεί τα λεφτά να μην ήτανε της κυρίας και πως δεν του διάβαζαν σωστά τη διεύθυνση. Όμως η Ντουνιάσα τον διαβεβαίωσε, πως έτσι ήτανε. Ο Ντουτλόβ αναστέναξε, έκρυψε το φάκελο στον κόρφο του κι ετοιμαζότανε να φύγει.

- Θα πρέπει, μαθές να τον πάω στον αστυνόμο, μουρμούρισε.

- Για στάσου, να ξαναρωτήσω άλλη μια φορά, τον σταμάτησε η Ντουνιά σα, που παρακολούθησε πολύ προσεχτικά την εξαφάνιση του φακέλου μέσα στον κόρφο του μουζίκου. Δος μου εδώ το γράμμα.

Ο Ντουτλόβ έβγαλε το φάκελο, όμως δεν τον έδωσε αμέσως στο απλωμένο χέρι της Ντουνιάσας.

- Να πείτε πως το βρήκε στο δρόμο ο Ντουτλόβ Σιεμιόν.

- Μα δος μου τον.

- Εγώ στοχάστηκα στην αρχή πως ήτανε κάποιο γράμμα μονάχα. Μα ένας στρατιώτης μου διάβασε πως είχε και λεφτά μέσα.

- Δος μου τον εδώ.

- Και για τούτο μηδέ αποκότησα να περάσω από το σπίτι μου, παρά ήρθα ίσα εδώ..., συνέχισε ο Ντουτλόβ μη μπορώντας ν' αποχωριστεί τον πολύτιμο φάκελο, έτσι να της πείτε της κυράς.

Η Ντουνιάσα πήρε επιτέλους το φάκελο και ξαναπήγε στης κυρίας.

- Αχ, Θεέ μου, Ντουνιάσα! Είπε η κυρία με φωνή επιτιμητική. Μη μου μιλάς γι' αυτά τα λεφτά. Όταν θυμάμαι εγώ μονάχα κείνο το μωρουδάκι...

- Ο μουζίκος, κυρία, δεν ξέρει πού θα διατάξετε να τα παραδώσει είπε η Ντουνιάσα.

Η κυρία άνοιξε το φάκελο, ανατρίχιασε καθώς είδε τα λεφτά κι απόμεινε σκεφτική.

- Τρομερό πράγμα τα λεφτά, πόσο κακό μπορούν να κάνουν! - είπε.

- Ο Ντουτλόβ τα βρήκε κυρία. Θα προστάξετε να φύγει ή θα θελήσετε να τον ακούσετε; - ρώτησε η Ντουνιάσα.

- Δεν τα θέλω αυτά τα λεφτά. Είναι φριχτά, είναι απαίσια. Πόσο κακό έκαναν!

- Πέστου να τα πάρει για δικά του, αν τα θέλει, είπε ξαφνικά η κυρία αποζητώντας το χέρι της Ντουνιάσας. Ναι, ναι, ναι, επανάλαβε, ενώ η Ντουνιάσα την άκουγε εμβρόντητη. Να τα πάρει για δικά του και να τα κάνει ό,τι θέλει.

- Μιάμιση χιλιάδα ρούβλια και κάτι παραπάνω, παρατήρησε η καμαριέρα, χαμογελώντας ανάλαφρα, σαν να μιλούσε σε κάποιο μωρό.

- Να τα πάρει όλα, ξανάπε ανυπόμονα η κυρία. Πώς δε με καταλαβαίνεις; Τα λεφτά αυτά είναι γρουσούζικα. Μη μου ξανακάνεις κουβέντα γι' αυτά. Να τα πάρει για δικά του αυτός ο μουζίκος που τα βρήκε. Πήγαινε. Πήγαινε, λοιπόν!

Η Ντουνιάσα γύρισε στο δωμάτιό της.

- Είναι σωστά; - ρώτησε ο Ντουτλόβ.

- Μέτρησέ τα ελόγου σου, αποκρίθηκε η Ντουνιάσα δίνοντάς του το φάκελο. Έχω διαταγή της κυράς να στα δώσω.

Ο Ντουτλόβ έχωσε το σκούφο του κάτω από τη μασχάλη κι άρχισε να μετράει. Φαντάστηκε πως η κυρία δεν ένιωθε να μετράει και πρόσταξε να τα μετρήσει αυτός.

- Σπίτι σου τα μετράς. Είναι δικά σου! Είναι δικά σου τα λεφτά! Φώναξε με θυμό η Ντουνιάσα. Δε θέλω, λέει η κυρά, να τα δω αυτά τα παλιολεφτά. Να τα δώσεις σε κείνον που τα έφερε.

Ο Ντουτλόβ μένοντας σκυμμένος ακόμα, στύλωσε τα μάτια του στη Ντουνιάσα.

Η θεία της κοπέλας χτύπησε τα χέρια της με θαυμασμό και απορία.

- Μανούλα μου! Να, τύχη μια φορά, που του έστειλε ο Θεός! Παναγιά βοήθα!

- Μα τι λέτε; Χωρατεύετε; ρώτησε τη Ντουνιάσα.

- Όρεξη είχα για χωρατά, αποκρίθηκε η άλλη, δίχως να κρύβει τη φούρκα που την είχε κυριέψει. Η κυρά έτσι μου είπε: - δώστα στο μουζίκο που τα έφερε... Έλα, τώρα. Πάρτα τα λεφτά και τράβα. Για άλλους ξημερώνει πίκρα, για άλλους τύχη με το τσουβάλι...

- Για λίγο το έχεις; Πάνω από μιάμιση χιλιάδα ρούβλια, παρατήρησε η θεία.

- Ναι, πάνω από μιάμιση χιλιάδα, τη βεβαίωσε η ανιψιά της.

- Έλα, τράβα τώρα, και βάλε ένα κεράκι μιας δεκάρας στον Άι-Νικόλα, στράφηκε κοροϊδευτικά στο Ντουτλόβ. Τι έπαθες, καλέ, κι αλάλιασες έτσι δα; Και χαλάλι του να τα έβρισκε κανένας φτωχός! Μα τούτος εδώ που έχει τόσα...

Ο Ντουτλόβ επιτέλους κατάλαβε πως του μιλούσαν σοβαρά κι άρχισε να μαζεύει τα λεφτά που τα είχε απλώσει για να τα μετρήσει, και να τα ξαναστριμώχνει μέσα στο φάκελο. Μα τα χέρια του έτρεμαν κι ολοένα γύριζε και κοίταζε τη Ντουνιάσα, δείχνοντας πως κείνη οπωσδήποτε περιφρονούσε και το μουζίκο και τα λεφτά.

- Δος μου να στα συγυρίσω εγώ.

Κι έκανε να τα πάρει. Μα ο Ντουτλόβ δεν την άφησε. Τα ζάρωσε όπως-όπως, τα έχωσε βαθιά στο φάκελο κι άδραξε το σκούφο του.

- Εισ' ευχαριστημένος;

- Μήτε που ξέρω τι να πω. Μα την αλήθεια...

Και δίχως ν' αποτελειώσει τη φράση του, κίνησε αόριστα το χέρι και βγήκε μισοχαμογελώντας, μισοκλαίγοντας.

Ακούστηκε το καμπανάκι της κυρίας.

- Λοιπόν; Του τα έδωσες;

- Μάλιστα κυρία.

- Και, δε μου λες, είναι ευχαριστημένος;

- Έκανε σαν τρελός ολότελα.

- Αχ, φώναξέ μου τον. Θα το ρωτήσω πως τα βρήκε. Φώναξέ τον να έρθει εδώ. Εγώ δε μπορώ να βγω.

Η Ντουνιάσα έτρεξε και πρόφτασε το Ντουτλόβ στη μπασιά. Δίχως να φορέσει το σκούφο του, στεκόταν εκεί δα. Είχε βγάλει τη σακούλα του και σκύβοντας προσπαθούσε να τη λύσει για να βάλει μέσα τα λεφτά, που τα κρατούσε στα δόντια του. Μπορεί να του φαινόταν, πως, όσο τα λεφτά βρίσκονταν έξω από τη σακούλα, δεν ήτανε δικά του. Όταν η Ντουνιάσα τον κάλεσε να παρουσιαστεί στης κυρίας, ο Ντουτλόβ τρόμαξε.

- Τι... τι... είπατε;... Μπας και θέλει να τα πάρει πίσω; Μακάρι ελόγου σας δεν παίρνετε το μέρος μου; Και εγώ να σας φέρω όσο μέλι θέλετε...

- Δεν τα παρατάς αυτά, λέω εγώ. Κι όσο για το μέλι, σε ξέρουμε δα.

Κι η Ντουνιάσα άνοιξε την πόρτα κι οδήγησε το μουζίκο στης κυρίας. Ο Ντουτλόβ πήγαινε με την καρδιά σφιγμένη. «Οχού, συμφορά μου! Τώρα θα μου τα πάρει πίσω»! σκεφτόταν και προχωρούσε. Βάδιζε αδέξια, σηκώνοντας ψηλά το κάθε πόδι, λες και περνούσε μέσα σε ψηλά χορτάρια, και προσπαθούσε να μην κάνει κρότο με τα χοντρά παπούτσια του. Δεν καταλάβαινε τίποτα, μήτε έβλεπε τίποτα απ' ό,τι ήτανε γύρω του. Πέρασε μπροστά από ένα μεγάλο καθρέφτη, έβλεπε κάτι λουλούδια, ένα μουζίκο που προχωρούσε σηκώνοντας προσεχτικά το κάθε πόδι του, το κάδρο του συχωρεμένου του αφέντη κρεμασμένο στον τοίχο, κάποιο πράσινο βαρελάκι και εκεί δα στη γωνία ένα άσπρο πράμα. Και να, που κάποια στιγμή κείνο το άσπρο πράμα μίλησε: ήτανε η κυρά. Ο Ντουτλόβ δεν κατάλαβε τίποτα από κείνα που του έλεγε η κυρία, μονάχα γούρλωνε τα μάτια του. Δεν ήξερε πού βρισκόταν κι όλα του φαίνονται σαν μέσα σε μια καταχνιά.

- Συ είσαι ο Ντουτλόβ;

- Ναι, κυρά. Όπως ήτανε ούτε που τ' άγγιξα, αποκρίθηκε ο γέρος με κόπο. Κακό, που με βρήκε, μα το Θεό! Και τ' άλογο το τσάκισα να έρθω το γρηγορότερο στην αφεντιά σου...

- Ε, η τύχη σου ήτανε, παρατήρησε η κυρία μ' ένα χαμόγελο κάπως περιφρονητικό μα δίχως κακία. Πάρτα, πάρτα για δικά σου.

Ο Ντουτλόβ γούρλωνε τα μάτια μου.

- Ειμ' ευχαριστημένη που πέσανε στα χέρια σου. Ο Θεός να δώσει να σου βγούνε σε καλό! Εισ' ευχαριστημένος;

- Πώς να μην είμαι μαθές; Και πολύ ευχαριστημένος μένω κυρά! Θα δέομαι στο Θεό όλο για την αφεντιά σου. Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη, δόξα να 'χει ο Παντοδύναμος, που έχουμε στη ζωή την κυρά μας και μας παραστέκει. Έτσι καλό να μη μου δώκει ο Θεός αν λέω ψέματα.

- Και πώς τα βρήκες;

- Εμείς μαθές, όλοι μας μπορούμε πάντα να πασχίζουμε το καλό για την κυρά μας, παστρικά και τιμημένα, όχι σαν να λέμε...

- Αλάλιασε ολότελα, κυρία, και δεν ξέρει τι λέει, παρατήρησε η Ντουνιάσα.

- Επήγα με τον κληρωτό τον ανιψιό μου στην πολιτεία και στο γυρισμό τα βρήκα στο δρόμο. Ο Ποληκέη πρέπει να τα έχασε, δίχως να το νιώσει.

- Καλά, πήγαινε τώρα στο καλό. Και εγώ είμαι ευχαριστημένη για σένα.

- Ευχαριστώ σε, κυρία!... έλεγε και ξανάλεγε ο Ντουτλόβ.

Αργότερα θυμήθηκε πως δε συμπεριφέρθηκε καθόλου καλά, μήτε και που ευχαρίστησε την κυρία όπως θα έπρεπε. Η κυρία κι η Ντουνιάσα χαμογελούσαν, ενώ ο μουζίκος γύρισε να φύγει και βάδιζε πάλι, σαν και πρώτα, ανασηκώνοντας το κάθε πόδι του ψηλά σαν να περνούσε μέσα από ψηλά χορτάρια. Είχε μεγάλη διάθεση να τρέξει γρήγορα και με πολύν κόπο συγκρατιόταν και δεν το έκανε. Γιατί όλο του φαινόταν πως, όπου να 'ναι, κάποιος θα τον σταματούσε και του έπαιρνε τα λεφτά...

XIII. Ο Ποληκούσκα XIII. Polikuska

- Η κυρά κοιμάται, για όχι; - ακούστηκε κοντά στην Αξιούτκα κάποια βαθιά φωνή μουζίκου.

Η μικρή άνοιξε μεγάλα τα μάτια της, που πρωτύτερα τα κρατούσε ζαρωμένα κι είδε κάποια σιλουέτα, που της φάνηκε ψηλότερη από το σπίτι. Έμπηξε περίτρομη μια κραυγή και γύρισε πίσω, τρέχοντας με τέτοια φόρα, που η φούστα της ανεμιζόταν στον αέρα. Μ' ένα πήδημα βρέθηκε στον εξώστη, με άλλο ένα στο δωμάτιο των κοριτσιών και με άγρια ξεφωνητά και κλάματα ρίχτηκε πάνω σ' ένα κρεβάτι.

Η Ντουνιάσα, η θεία της κι η άλλη κοπέλα πάγωσαν από την τρομάρα τους, μα προτού προφτάσουν να συνέλθουν, άκουσαν κάποια βαριά, αργοκίνητα και δισταχτικά βήματα στη μπασιά και κοντά στην πόρτα. Η Ντουνιάσα έτρεξε στης κυρίας. Η δεύτερη κρύφτηκε πίσω από τα φουστάνια που κρέμονταν στον τοίχο. Η θεία σαν πιο τολμηρή θέλησε να κρατήσει την πόρτα, μα δεν τα κατάφερε. Η πόρτα άνοιξε κι ένας μουζίκος μπήκε στο δωμάτιο. Ο μουζίκος αυτός ήτανε ο Ντουτλόβ με τα βαρκάκια του. Δίχως να δίνει σημασία στην τρομάρα που προξένησε η ξαφνική παρουσία του, αποζήτησε με το βλέμμα τα εικονίσματα και μη διακρίνοντας τη μικρή Παναγίτσα που κρεμόταν στην αριστερή γωνιά σταυροκοπήθηκε μπρος στο μπουφεδάκι με τα φλιτζάνια και τα πιατικά, απόθεσε το σκούφο του πάνω στο πεζούλι του παραθύρου και, χώνοντας το χέρι του βαθιά μέσα στον κόρφο του, λες κι ήθελε να ξυθεί στη μασχάλη ανέσυρε από εκεί μέσα το φάκελο με τις πέντε σφραγίδες με την άγκυρα. Η θειά της Ντουνιάσας έφερε ορμητικά και τα δυο της χέρια στο στήθος... Και με κόπο είπε.

- Με κατατρόμαξες, Ναούμιτς! Μου κόπηκαν τα ήπατα... Έτσι δα μου φάνηκε σάμπως να ήρθε το τέλος μου...

- Έτσι κάνουν; - πρόστεσε η δεύτερη καμαριέρα, προβάλλοντας πίσω από τις φούστες.

- Καταταράξατε και την κυρά, είπε η Ντουνιάσα μπαίνοντας κείνη τη στιγμή. Τι μου κουβαλιέσαι στα δωμάτιά μας δίχως πρώτα να στείλεις να ρωτήσεις; Σωστός μουζίκος πια!

Ο Ντουτλόβ δίχως να ζητήσει συγγνώμη επανάλαβε πως ειν' ανάγκη να δει την κυρία.

- Είναι αδιάθετη, αποκρίθηκε η Ντουνιάσα.

Εκείνη τη στιγμή η Αξιούτκα ξέσπασε σ' ένα δυνατό κι άτοπο γέλιο που αναγκάστηκε να ξανακρύψει το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια του κρεβατιού, απ' όπου, τόσην ώρα τώρα, παρ' όλες τις παρατηρήσεις της Ντουνιάσας και της θείας της, ήτανε αδύνατο να ξεμυτίσει δίχως να βάλει τα γέλια, σάμπως κάτι να της πίεζε το ρόδινο στήθος της και τα κατακόκκινα μάγουλά της. Τόσο αστείο της φαινόταν που τρόμαξαν όλοι τόσο πολύ, που έκρυβε το κεφάλι της μέσα στα μαξιλάρια και αναταραζόταν σύγκορμη πάνω στο κρεβάτι, σαν να τη βρήκανε σπασμοί.

Ο Ντουτλόβ κοντοστάθηκε, κοίταξε προσεχτικά τη μικρή σαν να ήθελε να καταλάβει τι της συνέβηκε και, δίχως να το πετύχει, στράφηκε από την άλλη μεριά και συνέχισε:

- Που θα πει, μαθές, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, είπε, να της πείτε μονάχα πως ένας μουζίκος βρήκε το γράμμα με τα λεφτά.

- Τι λεφτά;

Η Ντουνιάσα προτού να πάει στης κυρίας, διάβασε τη διεύθυνση και ρώτησε το Ντουτλόβ πού και πώς βρήκε αυτός κείνα τα λεφτά που έπρεπε να τα φέρει από την πολιτεία ο Ποληκέη. Αφού άκουσε όλες τις λεπτομέρειες, κι αφού πρώτα έσπρωξε την Αξιούτκα που δεν έπαυε τα γέλια, στη μπασιά για να ξεθυμάνει, η Ντουνιάσα πήγε στης κυρίας. Μα προς μεγάλη απορία του Ντουτλόβ η κυρία δεν θέλησε να τον δεχτεί και δεν είπε τίποτα οριστικό στη Ντουνιάσα.

- Δεν ξέρω τίποτα κι ούτε θέλω να ξέρω, είπε η κυρία. Ποιος μουζίκος και ποια λεφτά; Κανέναν δε μπορώ, μήτε θέλω να δω. Να μ' αφήσουν όλοι ήσυχη.

- Και τι να κάνω εγώ το λοιπόν; - ρώτησε ο Ντουτλόβ στριφογυρίζοντας το φάκελο. Είναι πολλά λεφτά. Είναι δηλαδής γραμμένο πόσα λεφτά είναι μέσα;- ρώτησε η Ντουνιάσα που τα ξαναδιάβασε.

Ο Ντουτλόβ είχε ένα ύφος σαν να μην καλοπίστευε. Φαινόταν να έλπιζε πως μπορεί τα λεφτά να μην ήτανε της κυρίας και πως δεν του διάβαζαν σωστά τη διεύθυνση. Όμως η Ντουνιάσα τον διαβεβαίωσε, πως έτσι ήτανε. Ο Ντουτλόβ αναστέναξε, έκρυψε το φάκελο στον κόρφο του κι ετοιμαζότανε να φύγει.

- Θα πρέπει, μαθές να τον πάω στον αστυνόμο, μουρμούρισε.

- Για στάσου, να ξαναρωτήσω άλλη μια φορά, τον σταμάτησε η Ντουνιά σα, που παρακολούθησε πολύ προσεχτικά την εξαφάνιση του φακέλου μέσα στον κόρφο του μουζίκου. Δος μου εδώ το γράμμα.

Ο Ντουτλόβ έβγαλε το φάκελο, όμως δεν τον έδωσε αμέσως στο απλωμένο χέρι της Ντουνιάσας.

- Να πείτε πως το βρήκε στο δρόμο ο Ντουτλόβ Σιεμιόν.

- Μα δος μου τον.

- Εγώ στοχάστηκα στην αρχή πως ήτανε κάποιο γράμμα μονάχα. Μα ένας στρατιώτης μου διάβασε πως είχε και λεφτά μέσα.

- Δος μου τον εδώ.

- Και για τούτο μηδέ αποκότησα να περάσω από το σπίτι μου, παρά ήρθα ίσα εδώ..., συνέχισε ο Ντουτλόβ μη μπορώντας ν' αποχωριστεί τον πολύτιμο φάκελο, έτσι να της πείτε της κυράς.

Η Ντουνιάσα πήρε επιτέλους το φάκελο και ξαναπήγε στης κυρίας.

- Αχ, Θεέ μου, Ντουνιάσα! Είπε η κυρία με φωνή επιτιμητική. Μη μου μιλάς γι' αυτά τα λεφτά. Όταν θυμάμαι εγώ μονάχα κείνο το μωρουδάκι...

- Ο μουζίκος, κυρία, δεν ξέρει πού θα διατάξετε να τα παραδώσει είπε η Ντουνιάσα.

Η κυρία άνοιξε το φάκελο, ανατρίχιασε καθώς είδε τα λεφτά κι απόμεινε σκεφτική.

- Τρομερό πράγμα τα λεφτά, πόσο κακό μπορούν να κάνουν! - είπε.

- Ο Ντουτλόβ τα βρήκε κυρία. Θα προστάξετε να φύγει ή θα θελήσετε να τον ακούσετε; - ρώτησε η Ντουνιάσα.

- Δεν τα θέλω αυτά τα λεφτά. Είναι φριχτά, είναι απαίσια. Πόσο κακό έκαναν!

- Πέστου να τα πάρει για δικά του, αν τα θέλει, είπε ξαφνικά η κυρία αποζητώντας το χέρι της Ντουνιάσας. Ναι, ναι, ναι, επανάλαβε, ενώ η Ντουνιάσα την άκουγε εμβρόντητη. Να τα πάρει για δικά του και να τα κάνει ό,τι θέλει.

- Μιάμιση χιλιάδα ρούβλια και κάτι παραπάνω, παρατήρησε η καμαριέρα, χαμογελώντας ανάλαφρα, σαν να μιλούσε σε κάποιο μωρό.

- Να τα πάρει όλα, ξανάπε ανυπόμονα η κυρία. Πώς δε με καταλαβαίνεις; Τα λεφτά αυτά είναι γρουσούζικα. Μη μου ξανακάνεις κουβέντα γι' αυτά. Να τα πάρει για δικά του αυτός ο μουζίκος που τα βρήκε. Πήγαινε. Πήγαινε, λοιπόν!

Η Ντουνιάσα γύρισε στο δωμάτιό της.

- Είναι σωστά; - ρώτησε ο Ντουτλόβ.

- Μέτρησέ τα ελόγου σου, αποκρίθηκε η Ντουνιάσα δίνοντάς του το φάκελο. Έχω διαταγή της κυράς να στα δώσω.

Ο Ντουτλόβ έχωσε το σκούφο του κάτω από τη μασχάλη κι άρχισε να μετράει. Φαντάστηκε πως η κυρία δεν ένιωθε να μετράει και πρόσταξε να τα μετρήσει αυτός.

- Σπίτι σου τα μετράς. Είναι δικά σου! Είναι δικά σου τα λεφτά! Φώναξε με θυμό η Ντουνιάσα. Δε θέλω, λέει η κυρά, να τα δω αυτά τα παλιολεφτά. Να τα δώσεις σε κείνον που τα έφερε.

Ο Ντουτλόβ μένοντας σκυμμένος ακόμα, στύλωσε τα μάτια του στη Ντουνιάσα.

Η θεία της κοπέλας χτύπησε τα χέρια της με θαυμασμό και απορία.

- Μανούλα μου! Να, τύχη μια φορά, που του έστειλε ο Θεός! Παναγιά βοήθα!

- Μα τι λέτε; Χωρατεύετε; ρώτησε τη Ντουνιάσα.

- Όρεξη είχα για χωρατά, αποκρίθηκε η άλλη, δίχως να κρύβει τη φούρκα που την είχε κυριέψει. Η κυρά έτσι μου είπε: - δώστα στο μουζίκο που τα έφερε... Έλα, τώρα. Πάρτα τα λεφτά και τράβα. Για άλλους ξημερώνει πίκρα, για άλλους τύχη με το τσουβάλι...

- Για λίγο το έχεις; Πάνω από μιάμιση χιλιάδα ρούβλια, παρατήρησε η θεία.

- Ναι, πάνω από μιάμιση χιλιάδα, τη βεβαίωσε η ανιψιά της.

- Έλα, τράβα τώρα, και βάλε ένα κεράκι μιας δεκάρας στον Άι-Νικόλα, στράφηκε κοροϊδευτικά στο Ντουτλόβ. Τι έπαθες, καλέ, κι αλάλιασες έτσι δα; Και χαλάλι του να τα έβρισκε κανένας φτωχός! Μα τούτος εδώ που έχει τόσα...

Ο Ντουτλόβ επιτέλους κατάλαβε πως του μιλούσαν σοβαρά κι άρχισε να μαζεύει τα λεφτά που τα είχε απλώσει για να τα μετρήσει, και να τα ξαναστριμώχνει μέσα στο φάκελο. Μα τα χέρια του έτρεμαν κι ολοένα γύριζε και κοίταζε τη Ντουνιάσα, δείχνοντας πως κείνη οπωσδήποτε περιφρονούσε και το μουζίκο και τα λεφτά.

- Δος μου να στα συγυρίσω εγώ.

Κι έκανε να τα πάρει. Μα ο Ντουτλόβ δεν την άφησε. Τα ζάρωσε όπως-όπως, τα έχωσε βαθιά στο φάκελο κι άδραξε το σκούφο του.

- Εισ' ευχαριστημένος;

- Μήτε που ξέρω τι να πω. Μα την αλήθεια...

Και δίχως ν' αποτελειώσει τη φράση του, κίνησε αόριστα το χέρι και βγήκε μισοχαμογελώντας, μισοκλαίγοντας.

Ακούστηκε το καμπανάκι της κυρίας.

- Λοιπόν; Του τα έδωσες;

- Μάλιστα κυρία.

- Και, δε μου λες, είναι ευχαριστημένος;

- Έκανε σαν τρελός ολότελα.

- Αχ, φώναξέ μου τον. Θα το ρωτήσω πως τα βρήκε. Φώναξέ τον να έρθει εδώ. Εγώ δε μπορώ να βγω.

Η Ντουνιάσα έτρεξε και πρόφτασε το Ντουτλόβ στη μπασιά. Δίχως να φορέσει το σκούφο του, στεκόταν εκεί δα. Είχε βγάλει τη σακούλα του και σκύβοντας προσπαθούσε να τη λύσει για να βάλει μέσα τα λεφτά, που τα κρατούσε στα δόντια του. Μπορεί να του φαινόταν, πως, όσο τα λεφτά βρίσκονταν έξω από τη σακούλα, δεν ήτανε δικά του. Όταν η Ντουνιάσα τον κάλεσε να παρουσιαστεί στης κυρίας, ο Ντουτλόβ τρόμαξε.

- Τι... τι... είπατε;... Μπας και θέλει να τα πάρει πίσω; Μακάρι ελόγου σας δεν παίρνετε το μέρος μου; Και εγώ να σας φέρω όσο μέλι θέλετε...

- Δεν τα παρατάς αυτά, λέω εγώ. Κι όσο για το μέλι, σε ξέρουμε δα.

Κι η Ντουνιάσα άνοιξε την πόρτα κι οδήγησε το μουζίκο στης κυρίας. Ο  Ντουτλόβ πήγαινε με την καρδιά σφιγμένη. «Οχού, συμφορά μου! Τώρα θα μου τα πάρει πίσω»! σκεφτόταν και προχωρούσε. Βάδιζε αδέξια, σηκώνοντας ψηλά το κάθε πόδι, λες και περνούσε μέσα σε ψηλά χορτάρια, και προσπαθούσε να μην κάνει κρότο με τα χοντρά παπούτσια του. Δεν καταλάβαινε τίποτα, μήτε έβλεπε τίποτα απ' ό,τι ήτανε γύρω του. Πέρασε μπροστά από ένα μεγάλο καθρέφτη, έβλεπε κάτι λουλούδια, ένα μουζίκο που προχωρούσε σηκώνοντας προσεχτικά το κάθε πόδι του, το κάδρο του συχωρεμένου του αφέντη κρεμασμένο στον τοίχο, κάποιο πράσινο βαρελάκι και εκεί δα στη γωνία ένα άσπρο πράμα. Και να, που κάποια στιγμή κείνο το άσπρο πράμα μίλησε: ήτανε η κυρά. Ο Ντουτλόβ δεν κατάλαβε τίποτα από κείνα που του έλεγε η κυρία, μονάχα γούρλωνε τα μάτια του. Δεν ήξερε πού βρισκόταν κι όλα του φαίνονται σαν μέσα σε μια καταχνιά.

- Συ είσαι ο Ντουτλόβ;

- Ναι, κυρά. Όπως ήτανε ούτε που τ' άγγιξα, αποκρίθηκε ο γέρος με κόπο. Κακό, που με βρήκε, μα το Θεό! Και τ' άλογο το τσάκισα να έρθω το γρηγορότερο στην αφεντιά σου...

- Ε, η τύχη σου ήτανε, παρατήρησε η κυρία μ' ένα χαμόγελο κάπως περιφρονητικό μα δίχως κακία. Πάρτα, πάρτα για δικά σου.

Ο Ντουτλόβ γούρλωνε τα μάτια μου.

- Ειμ' ευχαριστημένη που πέσανε στα χέρια σου. Ο Θεός να δώσει να σου βγούνε σε καλό! Εισ' ευχαριστημένος;

- Πώς να μην είμαι μαθές; Και πολύ ευχαριστημένος μένω κυρά! Θα δέομαι στο Θεό όλο για την αφεντιά σου. Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη, δόξα να 'χει ο Παντοδύναμος, που έχουμε στη ζωή την κυρά μας και μας παραστέκει. Έτσι καλό να μη μου δώκει ο Θεός αν λέω ψέματα.

- Και πώς τα βρήκες;

- Εμείς μαθές, όλοι μας μπορούμε πάντα να πασχίζουμε το καλό για την κυρά μας, παστρικά και τιμημένα, όχι σαν να λέμε...

- Αλάλιασε ολότελα, κυρία, και δεν ξέρει τι λέει, παρατήρησε η Ντουνιάσα.

- Επήγα με τον κληρωτό τον ανιψιό μου στην πολιτεία και στο γυρισμό τα βρήκα στο δρόμο. Ο Ποληκέη πρέπει να τα έχασε, δίχως να το νιώσει.

- Καλά, πήγαινε τώρα στο καλό. Και εγώ είμαι ευχαριστημένη για σένα.

- Ευχαριστώ σε, κυρία!... έλεγε και ξανάλεγε ο Ντουτλόβ.

Αργότερα θυμήθηκε πως δε συμπεριφέρθηκε καθόλου καλά, μήτε και που ευχαρίστησε την κυρία όπως θα έπρεπε. Η κυρία κι η Ντουνιάσα χαμογελούσαν, ενώ ο μουζίκος γύρισε να φύγει και βάδιζε πάλι, σαν και πρώτα, ανασηκώνοντας το κάθε πόδι του ψηλά σαν να περνούσε μέσα από ψηλά χορτάρια. Είχε μεγάλη διάθεση να τρέξει γρήγορα και με πολύν κόπο συγκρατιόταν και δεν το έκανε. Γιατί όλο του φαινόταν πως, όπου να 'ναι, κάποιος θα τον σταματούσε και του έπαιρνε τα λεφτά...