×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), X. Ο Ποληκούσκα

X. Ο Ποληκούσκα

Ολάκερη εκείνη την ημέρα δεν είδε κανένας τον Ποληκέη στο Πακρόβσκογιε. Η κυρία ρώτησε κάμποσες φορές το απόγευμα κι η Αξιούτκα έτρεχε στην Ακουλίνα μ' αυτήν την εντολή, μα η Ακουλίνα αποκρινόταν πως δεν είχε φανεί και, φαίνεται, πως θα τον χασομέρησε ο περιβολάρης ή κάτι θα έπαθε το άλογο.

«Μπορεί και να κουτσάθηκε το ζωντανό - έλεγε. Την περασμένη φορά που στείλανε το Μαξίμ, το ίδιο και κείνος ολάκερο μερόνυχτο στο γυρισμό, πήρε το δρόμο περπατώντας και σέρνοντας το αμάξι με το κουτσαμένο άλογο!». Κι η Αξιούτκα έβανε μπρος τα εκκρεμή της και ξαναγύριζε άπραχτη στο αρχοντικό, ενώ η Ακουλίνα προσπαθούσε να μαντέψει ποια ήτανε τάχα η αιτία της τόσης καθυστέρησης του άντρα της και να ησυχάσει, μα δεν τα κατάφερνε! Η καρδιά της ήτανε βαριά κι όλες οι δουλειές της για την αυριανή γιορτή μένανε πίσω. Και βασανιζόταν ακόμα πιότερο γιατί η μαραγκίνα τη διαβεβαίωνε πως την αυγή είδε με τα μάτια της «έναν άνθρωπο που έμοιαζε του Ηλίτς να κοντοζυγώνει με τ' αμάξι στο αρχοντικό κι ύστερα μονομιάς να γυρίζει πίσω».

Και τα παιδιά το ίδιο με ανησυχία κι ανυπομονησία περίμεναν το μπαμπά τους να γυρίσει, όμως για άλλες αιτίες αυτά. Η Ανιούτκα κι η Μάσκα είχαν απομείνει δίχως τη γούνα και το σάκο που φορώντας τα, μπορούσαν να πεταχτούν λίγο παρά έξω, ενώ τώρα ήταν υποχρεωμένες τουρτουρίζοντας μέσα στα φουστανάκια τους να κάνουν τρεχάλα μερικές βόλτες μονάχα κοντά στο σπίτι, πράγμα που τρομερά ενοχλούσε τους άλλους συγκάτοικους, που μπαινόβγαιναν για τις διάφορες δουλειές τους.

Κάποια φορά η Μάσκα σκόνταψε πάνω στη μαραγκίνα που κουβαλούσε νερό, και παρ' όλο, που καθώς κουτούλησε πάνω στα γόνατα της γυναίκας, έβαλε τα κλάματα προκαταβολικά, δέχτηκε κι αρκετές σβερκιές, τόσο που ύστερα έκλαψε στ' αλήθεια. Κι όταν το τρέξιμό της μπροστά στο σπίτι τελείωνε δίχως κανένας επεισόδιο, έμπαινε τρεχάλα μέσα, και πατώντας στον κάδο που ήτανε εκεί δα, ανέβαινε στο πατάρι. Μονάχα η κυρία κι η Ακουλίνα ανησυχούσαν κυρίως για το Ποληκέη, ενώ τα παιδιά, μονάχα για κείνα που φορούσε. Ο δε επιστάτης όταν παρουσιάστηκε στην κυρία για την καθημερινή του εισήγηση στην ερώτηση της: «Ακόμα δε γύρισε ο Ποληκέη, και πού μπορεί να βρίσκεται;», χαμογέλασε κι αποκρίθηκε.

- Δεν μπορώ να ξέρω, κι ήταν φανερή η ευχαρίστησή του, που οι αμφιβολίες του για τον Ποληκέη βγήκαν αληθινές. «Θα έπρεπε να είχε γυρίσει το γιόμα», πρόσθεσε μονάχα με ύφος σημαντικό.

Ολάκερη κείνη τη ημέρα κανένας στo Πακρόβσκογιε δεν ήξερε τίποτα για τον Ποληκέη. Μονάχα αργότερα μαθεύτηκε πως διάφοροι μουζίκοι από τα γειτονικά χωριά τον είδανε ξεσκούφωτο να τρέχει σαν τρελός και να ρωτάει όποιον αντάμωνε: «Μη βρήκατε το γράμμα;». Κάποιος είπε πως τον είδε να κοιμάται ξαπλωμένος καταγής στην άκρη του δρόμου δίπλα στο σταματημένο αμάξι. «Και φαντάστηκα πως ήτανε μεθυσμένος -πρόσθεσε ο άνθρωπος αυτός- και τ' άλογο έμοιαζε σάμπως να μην είχε φάει και να μην είχε ποτιστεί δυο μέρες, τόσο ήτανε το χάλι του».

Η Ακουλίνα όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι κι είχε αδιάκοπα τεντωμένη την προσοχή της ν' ακούσει το γυρισμό του άντρα της, μα εκείνος δε φάνηκε. Η Ακουλίνα θα ήταν ακόμα πιο δυστυχισμένη αν ήταν πλούσια κι είχε στη διάθεσή της μάγειρα και καμαριέρες για τις δουλείες της, μα, μόλις κράξανε οι τρίτοι κοκόροι και σηκώθηκε η μαραγκίνα, αναγκάστηκε κι αυτή να σηκωθεί και να καταπιαστεί με τα διάφορα. Ξημέρωνε γιορτή, έπρεπε, ίσαμε τα ξημερώματα, να έχουν ψηθεί τα ψωμιά, να φτιάξει το κβας, να ψήσει τα κουλουράκια, ν' αρμέξει τη γελάδα, να σιδερώσει τα φουστανάκια και τα πουκάμισα, να πλύνει τα παιδιά, να κουβαλήσει νερό και να μην αφήσει τη γειτόνισσα να πιάσει ολάκερο το φούρνο. Και η Ακουλίνα έχοντας αδιάκοπα τ' αφτιά της τεντωμένα για ν' ακούσει το γυρισμό του άντρα της καταπιάστηκε μ' αυτές τις δουλειές.

Έφεξε πια για καλά, η καμπάνα της εκκλησίας σήμανε για το όρθρο, τα παιδιά όλα σηκώθηκαν, μα ο Ποληκέη δε φαινόταν. Την περασμένη έριχνε χιονόνερο, και το χιονάκι είχε σκεπάσει ακανόνιστα τον κάμπο, το δρόμο και τις σκεπές των σπιτιών, μα σήμερα, σάμπως γιατί ήτανε γιορτή, η ημέρα ξημέρωσε ηλιοπεριχυμένη, παρ' όλη την παγωνιά, και μπορούσε κάποιος να διακρίνει και ν' ακούσει από πολύ μακριά. Μα η Ακουλίνα, καθώς στεκόταν κοντά στο φούρνο, χώνοντας το κεφάλι της στο στόμιό του, τόσο ήταν απορροφημένη να παρακολουθεί πώς ψήνονταν τα κουλουράκια της, που δεν πήρε είδηση πως γύρισε ο Ποληκέη και το αντιλήφθηκε μονάχα από τα ξεφωνητά των παιδιών.

Η Ανιούτκα, σαν πιο μεγάλη, μοναχή της λάδωσε τα μαλλιά της και ντύθηκε. Φόρεσε το καινούριο ροζ τσίτι φόρεμα, δώρο της κυρίας, που στεκόταν σαν κολλημένο απάνω της κι έμπαινε στα μάτια των γειτόνων. Τα μαλλιά της γυάλιζαν από το πολύ λάδωμα. Τα παπούτσια της, παρ' όλο που δεν ήταν καινούρια, ήταν αρκετά καλά. Η Μάσκα ήτανε ακόμα άντυτη και άπλυτη. Η Ανιούτκα δεν την άφηνε να πάει κοντά της για να μην τη λερώσει. Η Μάσκα βρέθηκε έξω, όταν γύρισε ο Ποληκέη, κρατώντας τα ψώνια στα χέρια του. «Ο μπαμπάς γύλισε!» - ξεφώνισε το ψευδό κοριτσάκι, ορμώντας μέσα σαν σίφουνας και καθώς πέρασε άγγιξε την Ανιούτκα και της λέρωσε το φουστάνι. Και κείνη, χωρίς πια να φοβάται μην λερωθεί, την άρπαξε και την ξυλοκόπησε για τα καλά. Η Ακουλίνα δε μπορούσε ν' αποσπαστεί από τη δουλειά της, για τούτο αρκέστηκε μονάχα να φοβερίσει τις κόρες της: «Έγνοια σας και σας διορθώνω άμα τελειώσω!» και στράφηκε κατά την πόρτα.

Ο Ποληκέη με τα ψώνια μπήκε στην είσοδο κι αμέσως τράβηξε για τη γωνιά του. Της Ακουλίνας της φάνηκε πως ήτανε χλομός και πως το πρόσωπό του έμοιαζε σάμπως να χαμογελούσε ή σάμπως να έκλαιγε, όμως δεν ευκαιρούσε να καλοεξετάσει το πράγμα.

- Τι νέα Ηλίτς; Πήγες κι ήρθες με το καλό;

Κάτι αποκρίθηκε ο Ποληκέη, που η Ακουλίνα δεν κατάλαβε και ρώτησε:

- Τι είπες; Πήγες στης κυράς;

Ο Ηλίτς καθόταν στο κρεβάτι, έριχνε άγριες ματιές γύρω τους και χαμογελούσε με κείνο το φταιξιάρικο και το βαθύτατα πικραμένο χαμόγελό του. Για πολλή ώρα δεν αποκρίθηκε της γυναίκας του.

- Μίλα Ηλίτς! Σε ρωτάω! Ακούστηκε η φωνή της Ακουλίνας.

- Τα έδωσα τα λεφτά στην κυρά, Ακουλίνα. Να έβλεπες πως μ' ευχαρίστησε! -είπε ξαφνικά και περίεφερε ακόμη πιο ανήσυχα τα μάτια του τριγύρω χωρίς να πάψει να χαμογελάει.

Δυο πράγματα τραβούσαν ξέχωρα την προσοχή του και σ' αυτά σταματούσαν τ' ανήσυχα και φλογισμένα από τον πυρετό μάτια του: το σχοινί που κρατούσε δεμένη την κούνια του μωρού και το μωρό. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, πήγε πιο κοντά και με τα επιδέξια δάχτυλά του έλυσε γρήγορα-γρήγορα τους κόμπους που στερέωναν το σκοινί, ύστερα στάθηκε και κοίταζε το μωρό. Μα την ίδια στιγμή μπήκε στη γωνία η Ακουλίνα με τα κου λουράκια πάνω σ' ένα σανίδι. Ο Ποληκέη έκρυψε βιαστικά το σκοινί που κρατούσε στον κόρφο του.

- Τι έχεις Ηλίτς; Σαν άρρωστος μου φαίνεσαι, είπε η Ακουλίνα.

- Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα, της αποκρίθηκε.

Ξαφνικά κάποια σιλουέτα φάνηκε να περνάει βιαστική κοντά από το παράθυρο και μετά από μια στιγμή όρμησε μέσα σα σβούρα η Αξιούτκα.

- Η κυρά προστάζει να έρθει τούτη τι στιγμή ο Ποληκέη Ηλίτς απάνω, ξεφούρνισε μονοκοπανιά. Τούτη τη στιγμή λέει, τούτη τη στιγμή...

Ο Ποληκέη κοίταξε την Ακουλίνα, κοίταξε την Αξιούτκα.

- Έφτασα! Τι να θέλει ακόμα; - είπε όλα τούτα τα λόγια τόσο ατάραχα, τόσο απλά, που η Ακουλίνα ησύχασε και στοχάστηκε μήπως η κυρά θα ήθελε να το δώσει κάτι για τον κόπο του. Πες πως έφτασα αμέσως.

Σηκώθηκε και βγήκε. Και η Ακουλίνα πήρε τη σκάφη, την έστησε πάνω στον πάγκο, έριξε μέσα κρύο νερό από τους κουβάδες που ήτανε κοντά στην πόρτα και ζεματιστό από το καζανάκι που έβραζε στη φωτιά, ανασκουμπώθηκε και φώναξε:

- Έλα, Μάσκα, να σε πλύνω.

Το ιδιότροπο ψευδό κοριτσάκι έβαλε τα κλάματα.

- Έλα, βρομιάρα, να σε πλύνω και να σου φορέσω καθαρό πουκάμισο. Έλα μη με σκας, έχω ακόμα να πλύνω και την άλλη.

Ο Ποληκέη στο αναμεταξύ δεν ακολούθησε την Αξιούτκα για να πάει στης κυρίας, μα τράβηξε για αλλού. Στη μπασιά του σπιτιού, κοντά στον τοίχο, ήτανε μια στενή σκάλα, που έφτανε στη μισή ταράτσα. Ο Ποληκέη, βγαίνοντας από τη γωνία, σταμάτησε για μια στιγμή εκεί δα, κοίταξε γύρω του και καθώς είδε πως κανένας δεν τον έβλεπε, έσκυψε κι ανέβηκε βιαστικά κι αθόρυβα τη σκάλα.

- Μα τι να τρέχει που δε φαίνεται να έρχεται ο Ποληκέη; - είπε νευριασμένη η κυρία καθώς η πρώτη καμαριέρα τη χτένιζε. Πού είναι τόση ώρα; Για τί δεν έρχεται;

Η Αξιούτκα έδωσε άλλη μια τρεχάλα ίσαμε την κατοικία των δούλων και ξανάπε πως η κυρία πρόσταξε τον Ποληκέη να παρουσιαστεί.

- Μα εκείνος έφυγε από ώρα, αποκρίθηκε η Ακουλίνα, που στο αναμεταξύ είχε συγυρίσει τη Μάσκα και κείνη τη στιγμή είχε βάλει το μωρό μέσα στην σκάφη και του έβρεχε τ' ανάρια μαλάκια του, μη δίνοντας προσοχή στα ξεφωνητά του. Το μωρό χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές, ζάρωνε το μουτράκι του και κινούσε τ' αδύναμα χεράκια του πέρα-δώθε σαν να ήθελε κάτι να πιάσει. Η Ακουλίνα με το ένα χέρι της, το κρατούσε από την απαλή και παχουλή πλατούλα του με τα διάφορα λακκάκια και με τ' άλλο το έπλενε.

- Δε κοιτάς, μπας κι αποκοιμήθηκε σε καμιά γωνιά; - είπε κοιτάζοντας γύρω της μ' ανησυχία.

Η μαραγκίνα κείνη την ώρα, αχτένιστη, ασυγύριστη όπως ήταν, τράβηξε για την ταράτσα για να μαζέψει τα πλυμένα ρούχα της που θα είχαν στεγνώσει. Και ξαφνικά ένα ξεφωνητό απερίγραπτης τρομάρας ακούστηκε κι η μαραγκίνα, σαν τρελή, με τα μάτια κλειστά, κατρακύλησε τη σκάλα και βρέθηκε στη μπασιά.

- Ο Ηλίτς! - ξεφώνισε.

Τα χέρια της Ακουλίνας παράλυσαν και το μωρό της ξέφυγε κι έπεσε στη σκάφη.

- Κρεμάστηκε! Έμπηξε δεύτερη φωνή η μαραγκίνα.

Η Ακουλίνα, δίχως να δώσει σημασία πως το μωρό βρέθηκε ξαπλωμένο ανάσκελα μέσα στα νερά και πάλευε κινώντας τα ποδαράκια του, όρμησε στη μπασιά.

- Να... εκεί δα... στην ταράτσα... είναι κρεμασμένος, έλεγε η μαραγκίνα, μα σαν αντίκρισε την Ακουλίνα της κόπηκε η λαλιά.

Η Ακουλίνα σαν τρελή δρασκέλισε τη σκάλα και προτού προλάβουν να την συγκρατήσουν, βρέθηκε στην ταράτσα και με μια τρομερή κραυγή έπεσε κάτω ξερή και σίγουρα θα σκοτωνόταν αν δεν προλάβαινε ο κόσμος να τη σηκώσει.

X. Ο Ποληκούσκα X. Polikuska

Ολάκερη εκείνη την ημέρα δεν είδε κανένας τον Ποληκέη στο Πακρόβσκογιε. Η κυρία ρώτησε κάμποσες φορές το απόγευμα κι η Αξιούτκα έτρεχε στην Ακουλίνα μ' αυτήν την εντολή, μα η Ακουλίνα αποκρινόταν πως δεν είχε φανεί και, φαίνεται, πως θα τον χασομέρησε ο περιβολάρης ή κάτι θα έπαθε το άλογο.

«Μπορεί και να κουτσάθηκε το ζωντανό - έλεγε. Την περασμένη φορά που στείλανε το Μαξίμ, το ίδιο και κείνος ολάκερο μερόνυχτο στο γυρισμό, πήρε το δρόμο περπατώντας και σέρνοντας το αμάξι με το κουτσαμένο άλογο!». Κι η Αξιούτκα έβανε μπρος τα εκκρεμή της και ξαναγύριζε άπραχτη στο αρχοντικό, ενώ η Ακουλίνα προσπαθούσε να μαντέψει ποια ήτανε τάχα η αιτία της τόσης καθυστέρησης του άντρα της και να ησυχάσει, μα δεν τα κατάφερνε! Η καρδιά της ήτανε βαριά κι όλες οι δουλειές της για την αυριανή γιορτή μένανε πίσω. Και βασανιζόταν ακόμα πιότερο γιατί η μαραγκίνα τη διαβεβαίωνε πως την αυγή είδε με τα μάτια της «έναν άνθρωπο που έμοιαζε του Ηλίτς να κοντοζυγώνει με τ' αμάξι στο αρχοντικό κι ύστερα μονομιάς να γυρίζει πίσω».

Και τα παιδιά το ίδιο με ανησυχία κι ανυπομονησία περίμεναν το μπαμπά τους να γυρίσει, όμως για άλλες αιτίες αυτά. Η Ανιούτκα κι η Μάσκα είχαν απομείνει δίχως τη γούνα και το σάκο που φορώντας τα, μπορούσαν να πεταχτούν λίγο παρά έξω, ενώ τώρα ήταν υποχρεωμένες τουρτουρίζοντας μέσα στα φουστανάκια τους να κάνουν τρεχάλα μερικές βόλτες μονάχα κοντά στο σπίτι, πράγμα που τρομερά ενοχλούσε τους άλλους συγκάτοικους, που μπαινόβγαιναν για τις διάφορες δουλειές τους.

Κάποια φορά η Μάσκα σκόνταψε πάνω στη μαραγκίνα που κουβαλούσε νερό, και παρ' όλο, που καθώς κουτούλησε πάνω στα γόνατα της γυναίκας, έβαλε τα κλάματα προκαταβολικά, δέχτηκε κι αρκετές σβερκιές, τόσο που ύστερα έκλαψε στ' αλήθεια. Κι όταν το τρέξιμό της μπροστά στο σπίτι τελείωνε δίχως κανένας επεισόδιο, έμπαινε τρεχάλα μέσα, και πατώντας στον κάδο που ήτανε εκεί δα, ανέβαινε στο πατάρι. Μονάχα η κυρία κι η Ακουλίνα ανησυχούσαν κυρίως για το Ποληκέη, ενώ τα παιδιά, μονάχα για κείνα που φορούσε. Ο δε επιστάτης όταν παρουσιάστηκε στην κυρία για την καθημερινή του εισήγηση στην ερώτηση της: «Ακόμα δε γύρισε ο Ποληκέη, και πού μπορεί να βρίσκεται;», χαμογέλασε κι αποκρίθηκε.

- Δεν μπορώ να ξέρω, κι ήταν φανερή η ευχαρίστησή του, που οι αμφιβολίες του για τον Ποληκέη βγήκαν αληθινές. «Θα έπρεπε να είχε γυρίσει το γιόμα», πρόσθεσε μονάχα με ύφος σημαντικό.

Ολάκερη κείνη τη ημέρα κανένας στo Πακρόβσκογιε δεν ήξερε τίποτα για τον Ποληκέη. Μονάχα αργότερα μαθεύτηκε πως διάφοροι μουζίκοι από τα γειτονικά χωριά τον είδανε ξεσκούφωτο να τρέχει σαν τρελός και να ρωτάει όποιον αντάμωνε: «Μη βρήκατε το γράμμα;». Κάποιος είπε πως τον είδε να κοιμάται ξαπλωμένος καταγής στην άκρη του δρόμου δίπλα στο σταματημένο αμάξι. «Και φαντάστηκα πως ήτανε μεθυσμένος -πρόσθεσε ο άνθρωπος αυτός- και τ' άλογο έμοιαζε σάμπως να μην είχε φάει και να μην είχε ποτιστεί δυο μέρες, τόσο ήτανε το χάλι του».

Η Ακουλίνα όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι κι είχε αδιάκοπα τεντωμένη την προσοχή της ν' ακούσει το γυρισμό του άντρα της, μα εκείνος δε φάνηκε. Η Ακουλίνα θα ήταν ακόμα πιο δυστυχισμένη αν ήταν πλούσια κι είχε στη διάθεσή της μάγειρα και καμαριέρες για τις δουλείες της, μα, μόλις κράξανε οι τρίτοι κοκόροι και σηκώθηκε η μαραγκίνα, αναγκάστηκε κι αυτή να σηκωθεί και να καταπιαστεί με τα διάφορα. Ξημέρωνε γιορτή, έπρεπε, ίσαμε τα ξημερώματα, να έχουν ψηθεί τα ψωμιά, να φτιάξει το κβας, να ψήσει τα κουλουράκια, ν' αρμέξει τη γελάδα, να σιδερώσει τα φουστανάκια και τα πουκάμισα, να πλύνει τα παιδιά, να κουβαλήσει νερό και να μην αφήσει τη γειτόνισσα να πιάσει ολάκερο το φούρνο. Και η Ακουλίνα έχοντας αδιάκοπα τ' αφτιά της τεντωμένα για ν' ακούσει το γυρισμό του άντρα της καταπιάστηκε μ' αυτές τις δουλειές.

Έφεξε πια για καλά, η καμπάνα της εκκλησίας σήμανε για το όρθρο, τα παιδιά όλα σηκώθηκαν, μα ο Ποληκέη δε φαινόταν. Την περασμένη έριχνε χιονόνερο, και το χιονάκι είχε σκεπάσει ακανόνιστα τον κάμπο, το δρόμο και τις σκεπές των σπιτιών, μα σήμερα, σάμπως γιατί ήτανε γιορτή, η ημέρα ξημέρωσε ηλιοπεριχυμένη, παρ' όλη την παγωνιά, και μπορούσε κάποιος να διακρίνει και ν' ακούσει από πολύ μακριά. Μα η Ακουλίνα, καθώς στεκόταν κοντά στο φούρνο, χώνοντας το κεφάλι της στο στόμιό του, τόσο ήταν απορροφημένη να παρακολουθεί πώς ψήνονταν τα κουλουράκια της, που δεν πήρε είδηση πως γύρισε ο Ποληκέη και το αντιλήφθηκε μονάχα από τα ξεφωνητά των παιδιών.

Η Ανιούτκα, σαν πιο μεγάλη, μοναχή της λάδωσε τα μαλλιά της και ντύθηκε. Φόρεσε το καινούριο ροζ τσίτι φόρεμα, δώρο της κυρίας, που στεκόταν σαν κολλημένο απάνω της κι έμπαινε στα μάτια των γειτόνων. Τα μαλλιά της γυάλιζαν από το πολύ λάδωμα. Τα παπούτσια της, παρ' όλο που δεν ήταν καινούρια, ήταν αρκετά καλά. Η Μάσκα ήτανε ακόμα άντυτη και άπλυτη. Η Ανιούτκα δεν την άφηνε να πάει κοντά της για να μην τη λερώσει. Η Μάσκα βρέθηκε έξω, όταν γύρισε ο Ποληκέη, κρατώντας τα ψώνια στα χέρια του. «Ο μπαμπάς γύλισε!» - ξεφώνισε το ψευδό κοριτσάκι, ορμώντας μέσα σαν σίφουνας και καθώς πέρασε άγγιξε την Ανιούτκα και της λέρωσε το φουστάνι. Και κείνη, χωρίς πια να φοβάται μην λερωθεί, την άρπαξε και την ξυλοκόπησε για τα καλά. Η Ακουλίνα δε μπορούσε ν' αποσπαστεί από τη δουλειά της, για τούτο αρκέστηκε μονάχα να φοβερίσει τις κόρες της: «Έγνοια σας και σας διορθώνω άμα τελειώσω!» και στράφηκε κατά την πόρτα.

Ο Ποληκέη με τα ψώνια μπήκε στην είσοδο κι αμέσως τράβηξε για τη γωνιά του. Της Ακουλίνας της φάνηκε πως ήτανε χλομός και πως το πρόσωπό του έμοιαζε σάμπως να χαμογελούσε ή σάμπως να έκλαιγε, όμως δεν ευκαιρούσε να καλοεξετάσει το πράγμα.

- Τι νέα Ηλίτς; Πήγες κι ήρθες με το καλό;

Κάτι αποκρίθηκε ο Ποληκέη, που η Ακουλίνα δεν κατάλαβε και ρώτησε:

- Τι είπες; Πήγες στης κυράς;

Ο Ηλίτς καθόταν στο κρεβάτι, έριχνε άγριες ματιές γύρω τους και χαμογελούσε με κείνο το φταιξιάρικο και το βαθύτατα πικραμένο χαμόγελό του. Για πολλή ώρα δεν αποκρίθηκε της γυναίκας του.

- Μίλα Ηλίτς! Σε ρωτάω! Ακούστηκε η φωνή της Ακουλίνας.

- Τα έδωσα τα λεφτά στην κυρά, Ακουλίνα. Να έβλεπες πως μ' ευχαρίστησε! -είπε ξαφνικά και περίεφερε ακόμη πιο ανήσυχα τα μάτια του τριγύρω χωρίς να πάψει να χαμογελάει.

Δυο πράγματα τραβούσαν ξέχωρα την προσοχή του και σ' αυτά σταματούσαν τ' ανήσυχα και φλογισμένα από τον πυρετό μάτια του: το σχοινί που κρατούσε δεμένη την κούνια του μωρού και το μωρό. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, πήγε πιο κοντά και με τα επιδέξια δάχτυλά του έλυσε γρήγορα-γρήγορα τους κόμπους που στερέωναν το σκοινί, ύστερα στάθηκε και κοίταζε το μωρό. Μα την ίδια στιγμή μπήκε στη γωνία η Ακουλίνα με τα κου λουράκια πάνω σ' ένα σανίδι. Ο Ποληκέη έκρυψε βιαστικά το σκοινί που κρατούσε στον κόρφο του.

- Τι έχεις Ηλίτς; Σαν άρρωστος μου φαίνεσαι, είπε η Ακουλίνα.

- Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα, της αποκρίθηκε.

Ξαφνικά κάποια σιλουέτα φάνηκε να περνάει βιαστική κοντά από το παράθυρο και μετά από μια στιγμή όρμησε μέσα σα σβούρα η Αξιούτκα.

- Η κυρά προστάζει να έρθει τούτη τι στιγμή ο Ποληκέη Ηλίτς απάνω, ξεφούρνισε μονοκοπανιά. Τούτη τη στιγμή λέει, τούτη τη στιγμή...

Ο Ποληκέη κοίταξε την Ακουλίνα, κοίταξε την Αξιούτκα.

- Έφτασα! Τι να θέλει ακόμα; - είπε όλα τούτα τα λόγια τόσο ατάραχα, τόσο απλά, που η Ακουλίνα ησύχασε και στοχάστηκε μήπως η κυρά θα ήθελε να το δώσει κάτι για τον κόπο του. Πες πως έφτασα αμέσως.

Σηκώθηκε και βγήκε. Και η Ακουλίνα πήρε τη σκάφη, την έστησε πάνω στον πάγκο, έριξε μέσα κρύο νερό από τους κουβάδες που ήτανε κοντά στην πόρτα και ζεματιστό από το καζανάκι που έβραζε στη φωτιά, ανασκουμπώθηκε και φώναξε:

- Έλα, Μάσκα, να σε πλύνω.

Το ιδιότροπο ψευδό κοριτσάκι έβαλε τα κλάματα.

- Έλα, βρομιάρα, να σε πλύνω και να σου φορέσω καθαρό πουκάμισο. Έλα μη με σκας, έχω ακόμα να πλύνω και την άλλη.

Ο Ποληκέη στο αναμεταξύ δεν ακολούθησε την Αξιούτκα για να πάει στης κυρίας, μα τράβηξε για αλλού. Στη μπασιά του σπιτιού, κοντά στον τοίχο, ήτανε μια στενή σκάλα, που έφτανε στη μισή ταράτσα. Ο Ποληκέη, βγαίνοντας από τη γωνία, σταμάτησε για μια στιγμή εκεί δα, κοίταξε γύρω του και καθώς είδε πως κανένας δεν τον έβλεπε, έσκυψε κι ανέβηκε βιαστικά κι αθόρυβα τη σκάλα.

- Μα τι να τρέχει που δε φαίνεται να έρχεται ο Ποληκέη; - είπε νευριασμένη η κυρία καθώς η πρώτη καμαριέρα τη χτένιζε. Πού είναι τόση ώρα; Για τί δεν έρχεται;

Η Αξιούτκα έδωσε άλλη μια τρεχάλα ίσαμε την κατοικία των δούλων και ξανάπε πως η κυρία πρόσταξε τον Ποληκέη να παρουσιαστεί.

- Μα εκείνος έφυγε από ώρα, αποκρίθηκε η Ακουλίνα, που στο αναμεταξύ είχε συγυρίσει τη Μάσκα και κείνη τη στιγμή είχε βάλει το μωρό μέσα στην σκάφη και του έβρεχε τ' ανάρια μαλάκια του, μη δίνοντας προσοχή στα ξεφωνητά του. Το μωρό χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές, ζάρωνε το μουτράκι του και κινούσε τ' αδύναμα χεράκια του πέρα-δώθε σαν να ήθελε κάτι να πιάσει. Η Ακουλίνα με το ένα χέρι της, το κρατούσε από την απαλή και παχουλή πλατούλα του με τα διάφορα λακκάκια και με τ' άλλο το έπλενε.

- Δε κοιτάς, μπας κι αποκοιμήθηκε σε καμιά γωνιά; - είπε κοιτάζοντας γύρω της μ' ανησυχία.

Η μαραγκίνα κείνη την ώρα, αχτένιστη, ασυγύριστη όπως ήταν, τράβηξε για την ταράτσα για να μαζέψει τα πλυμένα ρούχα της που θα είχαν στεγνώσει. Και ξαφνικά ένα ξεφωνητό απερίγραπτης τρομάρας ακούστηκε κι η μαραγκίνα, σαν τρελή, με τα μάτια κλειστά, κατρακύλησε τη σκάλα και βρέθηκε στη μπασιά.

- Ο Ηλίτς! - ξεφώνισε.

Τα χέρια της Ακουλίνας παράλυσαν και το μωρό της ξέφυγε κι έπεσε στη σκάφη.

- Κρεμάστηκε! Έμπηξε δεύτερη φωνή η μαραγκίνα.

Η Ακουλίνα, δίχως να δώσει σημασία πως το μωρό βρέθηκε ξαπλωμένο ανάσκελα μέσα στα νερά και πάλευε κινώντας τα ποδαράκια του, όρμησε στη μπασιά.

- Να... εκεί δα... στην ταράτσα... είναι κρεμασμένος, έλεγε η μαραγκίνα, μα σαν αντίκρισε την Ακουλίνα της κόπηκε η λαλιά.

Η Ακουλίνα σαν τρελή δρασκέλισε τη σκάλα και προτού προλάβουν να την συγκρατήσουν, βρέθηκε στην ταράτσα και με μια τρομερή κραυγή έπεσε κάτω ξερή και σίγουρα θα σκοτωνόταν αν δεν προλάβαινε ο κόσμος να τη σηκώσει.