×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VIII. Αφέντης και Δούλος

VIII. Αφέντης και Δούλος

Ο Βασίλη Αντρέιτς στο αναμεταξύ βίαζε όσο μπορούσε και με τα πόδια και με τα γκέμια το άλογο, προχωρώντας προς το σημείο που υπολόγιζε σίγουρα ότι είναι το δάσος και η καλύβα του δασοφύλακα. Το χιόνι έκανε τα μάτια να κολλούν, κι ο αέρας λες κι έβανε πείσμα να τον σταματήσει, όμως αυτός, σκυμμένος μπροστά και τυλιγμένος αδιάκοπα στη γούνα του, έτσι που να σκεπάζει το σέλμα που τον ενοχλούσε, βίαζε όλη την ώρα το άλογο. Και κείνο, παρ' όλο που το έκανε με κόπο, όμως τραβούσε υπάκουο στην κατεύθυνση που του έδινε. Προχώρησε ίσαμε πέντε λεπτά όλο ίσα μπροστά, όπως φανταζόταν, δίχως να βλέπει τίποτ' άλλο εκτός από το κεφάλι του αλόγου και την κάτασπρη ερημιά και δίχως ν' ακούει τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα κοντά στ' αυτιά του Μουχόρτη και γύρω στο γιακά της γούνας του. Ξαφνικά διάκρινε κάτι να μαυρίζει παραπέρα. Η καρδιά του σκίρτησε από χαρά και κατεύθυνε κατά εκεί το άλογο, βλέποντας κιόλας με τα μάτια της φαντασίας του τοίχους σπιτιών κάποιου χωριού. Όμως αυτό που μαύριζε δε έμενε ακίνητο παρά κουνιόταν αδιάκοπα, και δεν ήτανε χωριατόσπιτα, μα κάποιο αγριόχορτο, που είχε φυτρώσει και μεγαλώσει πάνω σε χώρισμα χωραφιού και πρόβαλε με τα ξερά κοτσάνια του μεσ' απ' τα χιόνια ενώ ο δυνατός αέρας λες κι είχε βαλθεί να το ξεριζώσει. Κι άγνωστο για ποιο λόγο, η θέα εκείνου του αγριόχορτου, που το βασάνιζε ανελέητα ο σκληρός αέρας έκανε το Βασίλη Αντρέιτς να ταραχτεί και απομάκρυνε τ' άλογο από κει πέρα, δίχως να αντιληφθεί πως πρωτύτερα, με το να προχωρεί κατά κει, είχε ολότελα αλλάξει την αρχική κατεύθυνση και τώρα οδηγούσε το Μουχόρτη σ' εντελώς αντίθετη, πάντα με την πεποίθηση πως τραβούσε κατά τη μεριά που θα έπρεπε να 'ναι η καλύβα του δασοφύλακα. Μα το άλογο όλο έστριβε δεξιά και για τούτο τον ανάγκαζε να το γυρίζει αδιάκοπα προς τ' αριστερά. Πάλι διάκρινε κάτι να μαυρίζει πέρα, παραμπρός. Καταχάρηκε, πεισμένος πια στα σίγουρα πως επρόκειτο για χωριό. Μα ήτανε πάλι κάποιο χώρισμα χωραφιού, με αγριόχορτα φυτρωμένα στην άκρη του. Και τούτα, το ίδιο παράδερναν με τα κατάξερα κοτσάνια τους στη μανία του αέρα, πράγμα που άγνωστο γιατί, πλημμύριζε με τρομάρα την ψυχή του Βασίλη Αντρέιτς. Και σαν να μην έφτανε αυτό, διακρίνονταν εκεί δα και πρόσφατα χνάρια από το πέρασμα αλόγου, παρ' όλο που ο αέρας τα είχε μισοσβήσει. Ο Βασίλη Αντρέιτς σταμάτησε, έσκυψε και κοίταξε προσεχτικά: ήτανε πραγματικά χνάρια από πέρασμα αλόγου μισοσβησμένα από τον δυνατό αέρα και δεν μπορούσαν να είναι άλλα, παρά τα χνάρια του Μουχόρτη. Ήτανε φανερό, πως στριφογύριζε πάντα μέσα στον ίδιο κύκλο.

- Θε να πάω χαμένος έτσι δα! - στοχάστηκε, και για να μην κυριευτεί από το φόβο που ένιωθε μέσα του, βίαζε ακόμα πιο πολύ το άλογο και προχωρούσε, βυθίζοντας το βλέμμα εντατικά στο κάτασπρο χιονένιο σύθαμπο, που μέσα σ' αυτό του φαινόταν σαν να ξεχώρισε κάποια μικρούτσικα φωτεινά σημαδάκια, που χάνονται αμέσως, μόλις έκανε να τα καλοκοιτάξει. Κάποια φορά του φάνηκε σαν να άκουσε σκυλιά ν' αλυχτάνε ή λύκους να ουρλιάζουν, όμως οι ήχοι αυτοί ήτανε τόσο μακρινοί, που δεν ήξερε αν πραγματικά τους άκουγε ή αν τους ξεγεννούσε η φαντασία του και για τούτο σταμάτησε και προσήλωσε την ακοή του, όσο μπορούσε. Ξαφνικά πολύ κοντά στ' αυτιά του ακούστηκε μια κραυγή τρομερή, που τον ξεκούφανε κι όλα τρεμούλιασαν κι αναταράχτηκαν κάτωθέ του. Ο Βασίλη Αντρέιτς πιάστηκε από το λαιμό του αλόγου μια κι αυτός τρανταζόταν κι η κραυγή εντάθηκε ακόμα πιο τρομερή. Για κάμποσα δευτερόλεπτα ο Βασίλη Αντρέιτς δε μπορούσε να συνέρθει και να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ότι δηλαδή ο Μουχόρτη, είτε δίνοντας κουράγιο στον εαυτό του, είτε καλώντας σε βοήθεια, χλιμίντρισε όσο πιο άγρια και πιο δυνατά μπορούσε.

- Φτου, που να χαθείς! Με κατατρόμαξες, καταραμένο, είπε μέσα του ο Βασίλη Αντρέιτς. Όμως κι αφού ανακάλυψε την πραγματική αιτία της τόσης τρομάρας τους, ήτανε πια ανήμπορος να την κατασιγάσει.

- Πρέπει να συνέρθω, να λογικευτώ, έλεγε μέσα του και ταυτόχρονα δε μπορούσε να συγκρατηθεί κι όλο βίαζε το άλογο, χωρίς ν' αντιλαμβάνεται, πως τώρα πια είχε τον αέρα πίσω του κι όχι μπροστά του. Το κορμί του, προπάντων στα γόνατα, που δε το σκέπαζαν οι γούνες κι ακουμπούσε στο σέλμα, κρύωνε και πονούσε, τα χέρια και τα πόδια του έτρεμαν κι ανάσαινε με κόπο. Έβλεπε πως χανόταν μέσα σε κείνη την τρομερή χιονένια ερημιά και δεν είχε κανένα μέσο σωτηρίας.

Ξαφνικά το άλογο ταλαντεύτηκε κάτωθέ του γιατί πάτησε μέσα σε κάποιο χιονοσωρό, έχασε την ισορροπία, προσπάθησε μάταια να στηριχτεί κι έπεσε αγκομαχώντας βαριά, πλάγια. Ο Βασίλη Αντρέιτς πήδησε κάτω και με τη κίνηση αυτή έσυρε από τη μεριά του το σέλμα, που απ' αυτό κρατιόταν τόση ώρα. Μόλις απαλλάχτηκε από τον αναβάτη του, ο Μουχόρτη, ξαλάφρωσε, όρμησε και με δυο πηδήματα βρέθηκε ορθός, χλιμίντρισε δυνατά και σέρνοντας πίσωθέ του την κάπα και το σέλμα που κρέμονταν, έγινε άφαντος, και παράτησε το Βασίλη Αντρέιτς κατάμονο μέσα στα χιόνια. Κείνος όρμησε να τον φτάσει, μα το χιόνι ήτανε τόσο βαθύ κι οι γούνες του τόσο βαριές, και στο κάθε βήμα τα πόδια του χώνονταν ίσαμε το γόνατο μέσα στα χιόνια, ώσπου αφού προχώρησε όχι παραπάνω από είκοσι βήματα, λαχάνιασε και σταμάτησε.

- Το δασάκι, τα κέρδη από τους τόκους, τα νοίκια, το μπακάλικο, τα καπηλειά, το σπίτι με τη σιδερένια σκεπή και το αμπάρι, ο διάδοχος, στοχάστηκε. Τι θ' απογίνουν ολ' αυτά δίχως εμένα; Μα τ' είναι τούτο; Αδύνατο! - του πέρασε σαν αστραπή η σκέψη από το νου. Κι άγνωστο γιατί αναθυμήθηκε κείνα τα ξερά αγριόχορτα που παράδερναν στον αέρα, καθώς τα είχε δει περνώντας από δίπλα τους δυο φορές και τόση ήτανε η φρίκη που τον κυρίεψε στη θύμηση αυτή, που τα έχασε ολότελα και δεν ήξερε πια μήτε που βρισκόταν, μήτε τι του γινόταν. Σκέφτηκε:

- Μήπως ονειρεύομαι;

Και θέλησε να ξυπνήσει, μα δε μπορούσε, γιατί απλούστατα, ήτανε ξύπνιος. Αντιμετώπιζε την έννοια της πραγματικότητας. Τούτο ήτανε πραγματικό χιόνι που του μαστίγωνε το πρόσωπο και που στρωνόταν πάνω του, και του μαστίγωνε το δεξί χέρι που είχε χάσει το γάντι του. Και τούτη ήτανε μια πραγματική ερημιά, που μέσα σε δαύτην απόμεινε τώρα κατάμονος, ίδιος σαν κείνο το αγριόχορτο περιμένοντας ένα θάνατο αναπόφευχτο, γρήγορο κι ανόητο.

- Παναγία Δέσποινα, πάτερ ιεράρχα Νικόλαε, θυμήθηκε τις χτεσινές παρακλήσεις στην εκκλησία, και το εικόνισμα με τη μαύρη μορφή και τα ολόχρυσα άμφια, και τα κεριά, που αυτός σαν επίτροπος, πουλούσε, κι ο κόσμος τ' άναβε μπροστά στο εικόνισμα κι οι βοηθοί του την ίδια ώρα του τα έφερναν πίσω σβηστά και κείνος τα έκρυβε μέσα στο συρτάρι, για να τα ξαναπουλήσει. Και τώρα δεόταν σ' αυτόν τον θαυματουργό Άι-Νικόλα να τον σώσει και του έταζε παράκληση και λαμπάδα. Όμως ταυτόχρονα κατάλαβε ολοκάθαρα κι αναμφισβήτητα πως εκείνο το εικόνισμα, τα άμφια, οι λαμπάδες, ο παπάς, οι παρακλήσεις, ολ' αυτά ήτανε πολύ επίσημα και ταιριαστά εκεί πέρα, στην εκκλησία, μα πως εδώ δε μπορούσαν τίποτα να του κάνουν, πως καμιά σχέση δεν υπήρχε, ούτε μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα σε κείνες τις λαμπάδες και τις παρακλήσεις και στην τωρινή απελπιστική κατάστασή του.

- Πρέπει να έχω κουράγιο, στοχάστηκε, πρέπει ν' ακολουθήσω τ' αχνάρια του αλόγου, προτού τα σβήσει η θύελλα. Αυτά θα με σώσουν. Μπορεί κιόλας, να το βρω παραπέρα και να το καβαλήσω πάλι. Μονάχα να μη βιάζομαι, γιατί θα λαχανιάσω και θα χαθώ τρισχειρότερα.

Όμως, παρ' όλη την πρόθεσή του να προχωρήσει σιγανά, όρμησε μπροστά τρέχοντας κι αδιάκοπα έπεφτε, σηκωνόταν και ξανάπεφτε. Τ' αχνάρια του Μουχόρτη σε πολλές μεριές δε διακρινόταν καλά.

- Πάω χαμένος, στοχάστηκε ο Βασίλη Αντρέιτς, και τ' αχνάρια του θα χάσω και τ' άλογο δε θα το βρω. Μα την ίδια στιγμή καθώς κοίταξε μπροστά του, είδε κάτι να μαυρίζει. Κι αυτό ήτανε ο Μουχόρτη, κι όχι μονάχα ο Μουχόρτη, παρά και το έλκηθρο, με τα ολόστητα κοντάρια, και το μαντίλι για σημαία. Το άλογο με την κάπα και το σέλμα τραβηγμένα πλάγια στεκόταν τώρα όχι στην πρώτη του θέση, μα πιο κοντά στα κοντάρια και κινούσε με αδημονία το κεφάλι του, που τα μπερδεμένα γκέμια το τραβούσαν προς τα κάτω. Αποδείχτηκε, πως ο Βασίλη Αντρέιτς είχε πέσει σε κείνη την ίδια ρεματιά που είχε πέσει και πρωτύτερα ο Νικήτα, πως το άλογο τον κουβαλούσε πίσω, κοντά στο έλκηθρο και πως βρίσκονταν, όταν χωρίστηκαν, παρά κάπου πενήντα βήματα μακρύτερα από το σημείο που έμενε το έλκηθρο.


VIII. Αφέντης και Δούλος VIII. Master and Servant VIII. Amo y criado

Ο Βασίλη Αντρέιτς στο αναμεταξύ βίαζε όσο μπορούσε και με τα πόδια και με τα γκέμια το άλογο, προχωρώντας προς το σημείο που υπολόγιζε σίγουρα ότι είναι το δάσος και η καλύβα του δασοφύλακα. Το χιόνι έκανε τα μάτια να κολλούν, κι ο αέρας λες κι έβανε πείσμα να τον σταματήσει, όμως αυτός, σκυμμένος μπροστά και τυλιγμένος αδιάκοπα στη γούνα του, έτσι που να σκεπάζει το σέλμα που τον ενοχλούσε, βίαζε όλη την ώρα το άλογο. Και κείνο, παρ' όλο που το έκανε με κόπο, όμως τραβούσε υπάκουο στην κατεύθυνση που του έδινε. Προχώρησε ίσαμε πέντε λεπτά όλο ίσα μπροστά, όπως φανταζόταν, δίχως να βλέπει τίποτ' άλλο εκτός από το κεφάλι του αλόγου και την κάτασπρη ερημιά και δίχως ν' ακούει τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα κοντά στ' αυτιά του Μουχόρτη και γύρω στο γιακά της γούνας του. Ξαφνικά διάκρινε κάτι να μαυρίζει παραπέρα. Η καρδιά του σκίρτησε από χαρά και κατεύθυνε κατά εκεί το άλογο, βλέποντας κιόλας με τα μάτια της φαντασίας του τοίχους σπιτιών κάποιου χωριού. Όμως αυτό που μαύριζε δε έμενε ακίνητο παρά κουνιόταν αδιάκοπα, και δεν ήτανε χωριατόσπιτα, μα κάποιο αγριόχορτο, που είχε φυτρώσει και μεγαλώσει πάνω σε χώρισμα χωραφιού και πρόβαλε με τα ξερά κοτσάνια του μεσ' απ' τα χιόνια ενώ ο δυνατός αέρας λες κι είχε βαλθεί να το ξεριζώσει. Κι άγνωστο για ποιο λόγο, η θέα εκείνου του αγριόχορτου, που το βασάνιζε ανελέητα ο σκληρός αέρας έκανε το Βασίλη Αντρέιτς να ταραχτεί και απομάκρυνε τ' άλογο από κει πέρα, δίχως να αντιληφθεί πως πρωτύτερα, με το να προχωρεί κατά κει, είχε ολότελα αλλάξει την αρχική κατεύθυνση και τώρα οδηγούσε το Μουχόρτη σ' εντελώς αντίθετη, πάντα με την πεποίθηση πως τραβούσε κατά τη μεριά που θα έπρεπε να 'ναι η καλύβα του δασοφύλακα. Μα το άλογο όλο έστριβε δεξιά και για τούτο τον ανάγκαζε να το γυρίζει αδιάκοπα προς τ' αριστερά. Πάλι διάκρινε κάτι να μαυρίζει πέρα, παραμπρός. Καταχάρηκε, πεισμένος πια στα σίγουρα πως επρόκειτο για χωριό. Μα ήτανε πάλι κάποιο χώρισμα χωραφιού, με αγριόχορτα φυτρωμένα στην άκρη του. Και τούτα, το ίδιο παράδερναν με τα κατάξερα κοτσάνια τους στη μανία του αέρα, πράγμα που άγνωστο γιατί, πλημμύριζε με τρομάρα την ψυχή του Βασίλη Αντρέιτς. Και σαν να μην έφτανε αυτό, διακρίνονταν εκεί δα και πρόσφατα χνάρια από το πέρασμα αλόγου, παρ' όλο που ο αέρας τα είχε μισοσβήσει. Ο Βασίλη Αντρέιτς σταμάτησε, έσκυψε και κοίταξε προσεχτικά: ήτανε πραγματικά χνάρια από πέρασμα αλόγου μισοσβησμένα από τον δυνατό αέρα και δεν μπορούσαν να είναι άλλα, παρά τα χνάρια του Μουχόρτη. Ήτανε φανερό, πως στριφογύριζε πάντα μέσα στον ίδιο κύκλο.

- Θε να πάω χαμένος έτσι δα! - στοχάστηκε, και για να μην κυριευτεί από το φόβο που ένιωθε μέσα του, βίαζε ακόμα πιο πολύ το άλογο και προχωρούσε, βυθίζοντας το βλέμμα εντατικά στο κάτασπρο χιονένιο σύθαμπο, που μέσα σ' αυτό του φαινόταν σαν να ξεχώρισε κάποια μικρούτσικα φωτεινά σημαδάκια, που χάνονται αμέσως, μόλις έκανε να τα καλοκοιτάξει. Κάποια φορά του φάνηκε σαν να άκουσε σκυλιά ν' αλυχτάνε ή λύκους να ουρλιάζουν, όμως οι ήχοι αυτοί ήτανε τόσο μακρινοί, που δεν ήξερε αν πραγματικά τους άκουγε ή αν τους ξεγεννούσε η φαντασία του και για τούτο σταμάτησε και προσήλωσε την ακοή του, όσο μπορούσε. Ξαφνικά πολύ κοντά στ' αυτιά του ακούστηκε μια κραυγή τρομερή, που τον ξεκούφανε κι όλα τρεμούλιασαν κι αναταράχτηκαν κάτωθέ του. Ο Βασίλη Αντρέιτς πιάστηκε από το λαιμό του αλόγου μια κι αυτός τρανταζόταν κι η κραυγή εντάθηκε ακόμα πιο τρομερή. Για κάμποσα δευτερόλεπτα ο Βασίλη Αντρέιτς δε μπορούσε να συνέρθει και να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ότι δηλαδή ο Μουχόρτη, είτε δίνοντας κουράγιο στον εαυτό του, είτε καλώντας σε βοήθεια, χλιμίντρισε όσο πιο άγρια και πιο δυνατά μπορούσε.

- Φτου, που να χαθείς! Με κατατρόμαξες, καταραμένο, είπε μέσα του ο Βασίλη Αντρέιτς. Όμως κι αφού ανακάλυψε την πραγματική αιτία της τόσης τρομάρας τους, ήτανε πια ανήμπορος να την κατασιγάσει.

- Πρέπει να συνέρθω, να λογικευτώ, έλεγε μέσα του και ταυτόχρονα δε μπορούσε να συγκρατηθεί κι όλο βίαζε το άλογο, χωρίς ν' αντιλαμβάνεται, πως τώρα πια είχε τον αέρα πίσω του κι όχι μπροστά του. Το κορμί του, προπάντων στα γόνατα, που δε το σκέπαζαν οι γούνες κι ακουμπούσε στο σέλμα, κρύωνε και πονούσε, τα χέρια και τα πόδια του έτρεμαν κι ανάσαινε με κόπο. Έβλεπε πως χανόταν μέσα σε κείνη την τρομερή χιονένια ερημιά και δεν είχε κανένα μέσο σωτηρίας.

Ξαφνικά το άλογο ταλαντεύτηκε κάτωθέ του γιατί πάτησε μέσα σε κάποιο χιονοσωρό, έχασε την ισορροπία, προσπάθησε μάταια να στηριχτεί κι έπεσε αγκομαχώντας βαριά, πλάγια. Ο Βασίλη Αντρέιτς πήδησε κάτω και με τη κίνηση αυτή έσυρε από τη μεριά του το σέλμα, που απ' αυτό κρατιόταν τόση ώρα. Μόλις απαλλάχτηκε από τον αναβάτη του, ο Μουχόρτη, ξαλάφρωσε, όρμησε και με δυο πηδήματα βρέθηκε ορθός, χλιμίντρισε δυνατά και σέρνοντας πίσωθέ του την κάπα και το σέλμα που κρέμονταν, έγινε άφαντος, και παράτησε το Βασίλη Αντρέιτς κατάμονο μέσα στα χιόνια. Κείνος όρμησε να τον φτάσει, μα το χιόνι ήτανε τόσο βαθύ κι οι γούνες του τόσο βαριές, και στο κάθε βήμα τα πόδια του χώνονταν ίσαμε το γόνατο μέσα στα χιόνια, ώσπου αφού προχώρησε όχι παραπάνω από είκοσι βήματα, λαχάνιασε και σταμάτησε.

- Το δασάκι, τα κέρδη από τους τόκους, τα νοίκια, το μπακάλικο, τα καπηλειά, το σπίτι με τη σιδερένια σκεπή και το αμπάρι, ο διάδοχος, στοχάστηκε. Τι θ' απογίνουν ολ' αυτά δίχως εμένα; Μα τ' είναι τούτο; Αδύνατο! - του πέρασε σαν αστραπή η σκέψη από το νου. Κι άγνωστο γιατί αναθυμήθηκε κείνα τα ξερά αγριόχορτα που παράδερναν στον αέρα, καθώς τα είχε δει περνώντας από δίπλα τους δυο φορές και τόση ήτανε η φρίκη που τον κυρίεψε στη θύμηση αυτή, που τα έχασε ολότελα και δεν ήξερε πια μήτε που βρισκόταν, μήτε τι του γινόταν. Σκέφτηκε:

- Μήπως ονειρεύομαι;

Και θέλησε να ξυπνήσει, μα δε μπορούσε, γιατί απλούστατα, ήτανε ξύπνιος. Αντιμετώπιζε την έννοια της πραγματικότητας. Τούτο ήτανε πραγματικό χιόνι που του μαστίγωνε το πρόσωπο και που στρωνόταν πάνω του, και του μαστίγωνε το δεξί χέρι που είχε χάσει το γάντι του. Και τούτη ήτανε μια πραγματική ερημιά, που μέσα σε δαύτην απόμεινε τώρα κατάμονος, ίδιος σαν κείνο το αγριόχορτο περιμένοντας ένα θάνατο αναπόφευχτο, γρήγορο κι ανόητο.

- Παναγία Δέσποινα, πάτερ ιεράρχα Νικόλαε, θυμήθηκε τις χτεσινές παρακλήσεις στην εκκλησία, και το εικόνισμα με τη μαύρη μορφή και τα ολόχρυσα άμφια, και τα κεριά, που αυτός σαν επίτροπος, πουλούσε, κι ο κόσμος τ' άναβε μπροστά στο εικόνισμα κι οι βοηθοί του την ίδια ώρα του τα έφερναν πίσω σβηστά και κείνος τα έκρυβε μέσα στο συρτάρι, για να τα ξαναπουλήσει. Και τώρα δεόταν σ' αυτόν τον θαυματουργό Άι-Νικόλα να τον σώσει και του έταζε παράκληση και λαμπάδα. Όμως ταυτόχρονα κατάλαβε ολοκάθαρα κι αναμφισβήτητα πως εκείνο το εικόνισμα, τα άμφια, οι λαμπάδες, ο παπάς, οι παρακλήσεις, ολ' αυτά ήτανε πολύ επίσημα και ταιριαστά εκεί πέρα, στην εκκλησία, μα πως εδώ δε μπορούσαν τίποτα να του κάνουν, πως καμιά σχέση δεν υπήρχε, ούτε μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα σε κείνες τις λαμπάδες και τις παρακλήσεις και στην τωρινή απελπιστική κατάστασή του.

- Πρέπει να έχω κουράγιο, στοχάστηκε, πρέπει ν' ακολουθήσω τ' αχνάρια του αλόγου, προτού τα σβήσει η θύελλα. Αυτά θα με σώσουν. Μπορεί κιόλας, να το βρω παραπέρα και να το καβαλήσω πάλι. Μονάχα να μη βιάζομαι, γιατί θα λαχανιάσω και θα χαθώ τρισχειρότερα.

Όμως, παρ' όλη την πρόθεσή του να προχωρήσει σιγανά, όρμησε μπροστά τρέχοντας κι αδιάκοπα έπεφτε, σηκωνόταν και ξανάπεφτε. Τ' αχνάρια του Μουχόρτη σε πολλές μεριές δε διακρινόταν καλά.

- Πάω χαμένος, στοχάστηκε ο Βασίλη Αντρέιτς, και τ' αχνάρια του θα χάσω και τ' άλογο δε θα το βρω. Μα την ίδια στιγμή καθώς κοίταξε μπροστά του, είδε κάτι να μαυρίζει. Κι αυτό ήτανε ο Μουχόρτη, κι όχι μονάχα ο Μουχόρτη, παρά και το έλκηθρο, με τα ολόστητα κοντάρια, και το μαντίλι για σημαία. Το άλογο με την κάπα και το σέλμα τραβηγμένα πλάγια στεκόταν τώρα όχι στην πρώτη του θέση, μα πιο κοντά στα κοντάρια και κινούσε με αδημονία το κεφάλι του, που τα μπερδεμένα γκέμια το τραβούσαν προς τα κάτω. Αποδείχτηκε, πως ο Βασίλη Αντρέιτς είχε πέσει σε κείνη την ίδια ρεματιά που είχε πέσει και πρωτύτερα ο Νικήτα, πως το άλογο τον κουβαλούσε πίσω, κοντά στο έλκηθρο και πως βρίσκονταν, όταν χωρίστηκαν, παρά κάπου πενήντα βήματα μακρύτερα από το σημείο που έμενε το έλκηθρο.