×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VII. Ο Ποληκούσκα

VII. Ο Ποληκούσκα

Την άλλη ημέρα πρωί-πρωί μπροστά στον εξώστη του υπηρετικού περίπτερου ήταν σταματημένο το αμαξάκι που μ' αυτό έβγαινε κι ο ίδιος ο επιστάτης, ζεμένο με το χοντροκόκαλο, σκουροκόκκινο άλογο, που δεν ξέρω για ποιο λόγο το έλεγαν «Ταμπούρλο».

Η Ανιούτκα, η μεγαλύτερη κόρη του Ποληκέη παρ' όλη τη βροχή, το χιονόνερο και τον ψυχρό αέρα, στεκόταν ξυπόλυτη μπροστά στο κεφάλι του αλόγου, αρκετά μακριά και με φανερή τρομάρα. Κρατούσε με το ένα χέρι το χαλινάρι, ενώ με τ' άλλο πάσχιζε να συγκρατήσει πάνω στο κεφάλι της τον κιτρινοπράσινο σάκο, που μέσα στην οικογένεια εκτελούσε χρέη παπλώματος, γούνας, κεφαλόδεσμου, χαλιού, παλτού για τον Ποληκέη και πολλά άλλα ακόμη.

Στη γωνία μέσα, φασαρία μεγάλη γινόταν. Ήταν ακόμη σκοτεινά. Το πρωινό φως της βροχερής ημέρα, μόλις-μόλις ξεχώριζε στο παράθυρο, που τα τζάμια του εδώ και εκεί ήτανε στολισμένα με χαρτιά που έφραζαν τα σπασίματα. Η Ακουλίνα, αφήνοντας κατά μέρος τις καθημερινές ασχολίες της, το νοικοκυριό, το άναμμα του φούρνου και τα παιδιά, που τα πιο μικρά δεν είχαν ακόμα σηκωθεί και τρεμοχουχούλιζαν, γιατί τους είχαν πάρει το πάπλωμά τους και αντί μ' αυτό, τα είχαν σκεπάσει με το μαντίλι που έδενε το κεφάλι της η μάνα τους.

Η Ακουλίνα καταγινόταν αποκλειστικά στην προετοιμασία του άντρα της για το δρόμο. Του έδωσε το καθαρό πουκάμισο. Τα παπούτσια του τη σκότιζαν πολύ, γιατί ήταν πολύ φθαρμένα και έχασκαν σε πολλές μεριές. Έβγαλε τα μοναδικά χοντρά τσουράπια από τα πόδια της και τα έδωσε του Ποληκέη, κι ύστερα από ένα κομμάτι τσόχα που στρώνουν κάτω από τη σέλα του αλόγου και που εκείνος της το είχε κουβαλήσει πριν δυο μέρες από το στάβλο, κατάφερε κι έφτιαξε ένα ζευγάρι πάτους για τα παπούτσια, έτσι που έκλεισε όλες τις τρύπες για να 'ναι τα πόδια προφυλαγμένα από τα νερά.

Ο Ποληκέη, καθισμένος στο κρεβάτι, καταγινόταν να φορέσει το ζουνάρι του κατά τέτοιον τρόπο, που να μην έχει την όψη βρόμικου σχοινιού. Και το ψευδό κοριτσάκι, έχοντας το κοντογούνι περασμένο πάνω από το κεφάλι, χωρίς να κατορθώσει μ' αυτό να το κάνει να μη σέρνεται χάμω, έτρεξε στου Νικήτα, να γυρέψει δανεικό το σκούφο του. Τη φασαρία την έκαναν πιότερη, οι διάφορες γυναίκες της αυλής που πηγαινοέρχονταν να παρακαλέσουν τον Ποληκέη άλλη να της φέρει βελόνες, άλλη τσαγάκι, άλλη λαδάκι, άλλος καπνό.

Κι η μαραγκίνα για να τον καλοπιάσει και να της φέρει την παραγγελία της, άναψε γρήγορα-γρήγορα το σαμοβάρι και του έφερε ένα μεγάλο φλιτζάνι ζεστό ρόφημα που αυτή του έλεγε τσάι. Παρ' όλο που ο Νικήτα αρνήθηκε να δανείσει το σκούφο του κι αναγκάστηκαν να μπαλώσουν και να σουβλοράψουν τον κατακουρελιασμένο σκούφο του Ποληκέη, παρ' όλο που τα παπούτσια με τους πάτους που φιλοτέχνησε η Ακουλίνα δυσκολεύτηκε πολύ να τα περάσει στα πόδια του ο Ποληκέη, παρ' όλο που η Ανιούτκα ξεπάγιασε και παράτησε τον Ταμπούρλο κι η Μάσκα με το σερνόμενο κοντογούνι πήγε στη θέση της κι όταν η Μάσκα αναγκάστηκε να βγάλει το κοντογούνι, πήγε κι έπιασε το άλογο η ίδια η Ακουλίνα, παρ' όλα αυτά, το αποτέλεσμα, ήταν πως ο Ποληκέη, αφού φόρεσε σχεδόν όλα τα ρούχα της οικογένειας, αφήνοντας μοναχά τον κιτρινοπράσινο σάκο και τις παντούφλες και συγυρίστηκε, ανέβηκε στο αμαξάκι διπλοκουμπώθηκε, άνοιξε το σανό, διπλοκουμπώθηκε ξανά, πήρε τα γκέμια στα χέρια του, κάθισε όμορφα-όμορφα έτσι που κάνουν οι αξιόπρεποι νοικοκυραίοι και ξεκίνησε.

Τ' αγοράκι του ο Μίσκα που πετάχτηκε για μια στιγμή έξω, γύρεψε να τον πάει άτα, και το ψευδό κοριτσάκι παρακάλεσε και κείνο να το πάρει λίγο στο αμάξι ο μπαμπάς κι είπε πως δεν κρύωνε καθόλου που δε φορούσε τη γούνα. Ο Ποληκέη σταμάτησε για μια στιγμή τον Ταμπούρλο, χαμογέλασε με κείνο το αχνό χαμόγελο του, κι η Ακουλίνα του παράδωσε τα δυο παιδιά και με την ευκαιρία αυτή, έσκυψε και ψιθύρισε στ' αφτί του να μη βάλει στάλα στο στόμα του ώσπου να γυρίσει. Ο Ποληκέη έκανε μια βόλτα τα παιδιά του ίσαμε το σιδηρουργείο, εκεί σταμάτησε, τα κατέβασε από το αμάξι, καλοκάθισε πάνω στο σανό, και με κανονικό βήμα ξεκίνησε από την αυλή. Η Μάσκα κι ο Μίσκα με τόση ορμή και τόσα ξεφωνητά ρίχτηκαν να γυρίσουν σπίτι τους τρέχοντας ξυπόλυτα πάνω στο γυαλιστερό κατήφορο που κάποιο σκυλί του χωριού που έκανε να χωθεί στην αυλή, τα κοίταξε και μονομιάς ζάρωσε την ουρά του και γαβγίζοντας, γύρισε πίσω στο χωριό, πράγμα, που έκανε τους διαδόχους του Ποληκέη, να δεκαπλασιάσουν τα ξεφωνητά τους.

Ο καιρός ήταν απαίσιος. Ο δυνατός αέρας μαστίγωνε το πρόσωπο του Ποληκέη, που το κατάβρεχαν πότε η βροχή, πότε το χιονόνερο, πότε το ψιλό χαλάζι που έπεφταν ορμητικά. Τα χέρια του ήταν μουσκεμένα και ξυλιασμένα και μάταια πάσχιζε να τα προφυλάξει μαζί με τα παγωμένα γκέμια μέσα στα μανίκια του σάκου του ή πάνω στο γέρικο κεφάλι του Ταμπούρλου, που ζάρωνε τ' αφτιά του και τα μάτια του.

Ύστερα ολομεμιάς ξαστέρωσε για μια στιγμή. Μπορούσε κάποιος να διακρίνει τα γαλαζωπά σύννεφα που έφερναν το χιόνι κι ο ήλιος σάμπως ν' αρχινούσε να προβάλει, όμως δειλιασμένα και μελαγχολικά, όπως το χαμόγελο του Ποληκέη. Παρ' όλα τούτα όμως εκείνος ήταν βυθισμένος σ' ευχάριστες σκέψεις. Αυτός, που παραλίγο να τον στείλουν εξορία στη Σιβηρία, που τον απειλούσαν όλη την ώρα πως θα τον έστελναν στο στρατό, που μονάχα οι τεμπέληδες δεν τον έβριζαν και δεν τον ξυλοκοπούσαν, που πάντα τον έχωναν στις χειρότερες αγγαρείες, αυτός, πήγαινε τώρα να εισπράξει χρηματικό ποσό και μεγάλο μάλιστα, κι η κυρία τον εμπιστεύτηκε και πρόσταξε να ζέψουν τον Ταμπούρλο (που πολλές φορές το ζεύαν και στο δικό της αμάξι) στο αμαξάκι του επιστάτη, και ξεκίνησε από τ' αρχοντικό μ' επισημότητα σάμπως να ήταν κανένας επίσημος υπάλληλος. Και κορδωνόταν όσο μπορούσε πάνω στο κάθισμά του, έσιαζε ολοένα τα μπαμπάκια που ξεπετιόνταν από τα σκισίματα του σκούφου του και διπλωνόταν στο σάκο του.

Ωστόσο, αν ο Ποληκέη φανταζόταν πως έμοιαζε με επίσημο κι αρχοντικό υπάλληλο, πλανιόταν οικτρά. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και των δέκα χιλιάδων ρουβλιών οι έμποροι, ξεκινάνε μέσα σε όμοια αμαξάκια, όμως... αλλά τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας. Βλέπεις να κάθεται στο αμαξάκι ένας νοικοκυρεμένος ανθρωπάκος, με γενειάδα, τυλιγμένος στο μπλε ή το μαύρο καφτάνι του, τον βλέπεις κι αμέσως σου ρίχνεται στο μάτι αν το αλογάκι είναι καλοθρεμμένο, αν ειν' ο ίδιος καλοθρεμμένος, αν τ' αμαξάκι είναι περιποιημένο, τέλος ο τρόπος που κάθεται ο ίδιος και βγάζεις το συμπέρασμα αμέσως αν ο μουζίκους αυτός κάνει τζίρο χιλιάδες ρούβλια ή εκατοντάδες. Έτσι ο κάθε έμπειρος άνθρωπος με την πρώτη ματιά που θα έριχνε στον Ποληκέη από κοντά, στα χέρια του, στο πρόσωπό του, στα γένια του, που δεν ήταν πολύ μεγάλα, στο ζουνάρι του, στο σανό που ήταν σκορπισμένος όπως-όπως μέσα στ' αμαξάκι, θα καταλάβαινε χωρίς πολύ κόπο, πως επρόκειτο για κάποιο φτωχό δουλοπάροικο κι όχι για εμπορευόμενο μουζίκο, ούτε για μεγαλέμπορα, ούτε για επίσημο υπάλληλο και που δεν είχε περιουσία όχι χιλιάδες, όχι εκατοντάδες μα ούτε δεκάδες ρούβλια.

Μα κείνος δε σκεφτόταν έτσι. Πλανιόταν και μάλιστα πλανιόταν πολύ ευχάριστα· θα έφερνε τρεις πεντακοσαριές ρουβλάκια στον κόρφο του. Κι άμα του κάπνιζε, μπορούσε να στρίψει τον Ταμπούρλο κατά τη μεριά της Οντέσας και να τραβήξει όπου θα ήθελε. Μα ποτές δε θα το έκανε αυτό, παρά θα έφερνε τα λεφτά ατόφια και θα τα παράδινε στην κυρά κι ύστερα θα είχε να λέει πως αυτά ήταν μικροπράγματα, μπρος στ' άλλα ποσά που θα του έχουν εμπιστευτεί να μεταφέρει.

Σαν κοντοζύγωσαν το καπηλειό, το Ταμπούρλο άρχισε να τραβάει τ' αριστερό γκέμι να κοντοστέκεται και να γυρίζει κατά εκεί, μα ο Ποληκέη, παρ' όλο που είχε λεφτά για διάφορες αγορές που του παράγγειλαν, τον φοβέρισε με το κνούτο και το προσπέρασε. Το ίδιο έκανε και στο δεύτερο καπηλειό, που βρισκόταν στο δρόμο τους και κατά το μεσημέρι σταμάτησε το αμαξάκι του, κατέβηκε, άνοιξε την αυλόπορτα του σπιτιού του έμπορα, που σ' αυτόν στάθμευαν οι άνθρωποι του αρχοντικού, πέρασε στη αυλή, ξέζεψε τ' άλογο, το έβαλε να τρώει, γευμάτισε με τους εργάτες του έμπορα, δεν παράλειψε να ιστορήσει τη σπουδαία δουλειά, που του ανάθεσε η κυρά, και τράβηξε να βρει τον περιβολάρη, με το γράμμα της κυρίας μέσα στο σκούφο του.

Ο περιβολάρης ήξερε τον Ποληκέη, για τούτο, σα διάβασε το γράμμα, με φανερή δυσπιστία τον ρώτησε και τον ξαναρώτησε, αν πραγματικά, πρόσταξε η κυρία να μετρήσει σ' αυτόν τα λεφτά. Ο Ποληκέη ήθελε να δείξει πως πειράχτηκε γι' αυτή τη δυσπιστία, μα δεν τα κατάφερε, παρά μονάχα χαμογέλασε μελαγχολικά. Ο περιβολάρης ξαναδιάβασε προσεχτικά το γράμμα και μέτρησε τα λεφτά. Ο Ποληκέη, αφού τα παράλαβε, τα έκρυψε στον κόρφο του και τράβηξε για το σπίτι του έμπορα, που είχε σταματήσει. Μήτε τα καπηλειά, μήτε τα ρακοπουλειά που τύχαιναν στο δρόμο του τον τράβηξαν. Αισθανόταν ένα ευχάριστο ερεθισμό σ' όλο του το είναι και μονάχα μπροστά στα εμπορικά με τα διάφορα δελεαστικά εμπορεύματα τους, (παπούτσια, ρούχα, σκούφους, τσίτια και τρόφιμα) στάθηκε πολλές φορές. Κι αφού τα καμάρωνε μια στιγμή, απομακρυνόταν με το ευχάριστο συναίσθημα πως: να, μαθές όλα μπορώ να τ' αγοράσω, όμως δεν το κάνω!

Τράβηξε στην αγορά, αγόρασε όλες τις παραγγελίες που του είχαν δώσει και παζάρεψε κάποια γούνα, που γι' αυτήν ο έμπορας ζητούσε είκοσι πέντε ρούβλια και του μίλαγε με κάποιο δισταγμό, γιατί κρίνοντας από το εξωτερικό του αγοραστή, είχε αμφιβολίες αν θα μπορούσε να την αγοράσει. Μα ο Ποληκέη, που ένιωσε το δισταχτικό του ύφος του έδειξε τον κόρφο του, λέγοντας του, πως με τα λεφτά που έκρυβε εκεί μέσα μπορούσε αν ήθελε, ολάκερο το μαγαζί του να τ' αγοράσει και απαίτησε να προβάρει τη γούνα. Σαν τη φόρεσε, την περιεργάστηκε απ' όλες τις μεριές, χάιδεψε το γουναρικό, το φύσησε, και στο τέλος, βγάζοντας την είπε μ' αναστεναγμό: «Τα λεφτά που ζητάς είναι πολλά. Αν μου την άφηνες το ελάχιστο για δεκαπέντε ρούβλια». Ο έμπορας με θυμό άδραξε τη γούνα και την πέταξε πέρα από την προθήκη, ενώ ο Ποληκέη, κατευχαριστημένος, τράβηξε για τα σπίτι.

Αφού δείπνησε πήγε και πότισε τον Ταμπούρλο, του έβαλε βρώμη να τρώει, κι ύστερα αποσύρθηκε στο δωμάτιο, ανέβηκε στο πατάρι, έβγαλε το φάκελο με τα λεφτά, τον κοίταξε πολλές φορές ολούθε και στο τέλος παρακάλεσε το θυρωρό που ήξερε γράμματα να του διαβάσει τη διεύθυνση και τα λόγια που ήταν γραμμένα απ' έξω: «Εσώκλειστα χίλια εξακόσια δεκαεφτά ρούβλια σε χαρτονομίσματα». Ο φάκελος ήταν από απλό χαρτί κι οι σφραγίδες που τον στόλιζαν από κοκκινωπό βουλοκέρι με μια άγκυρα στο κέντρο. Πέντε ήταν όλες-όλες οι σφραγίδες: η μεσιανή πιο μεγάλη κι οι τέσσερεις στις γωνίες πιο μικρές. Κι ακόμα και στα πλάγια είχαν στάξει βουλοκέρι.

Ο Ποληκέη τα παρατήρησε προσεχτικά όλα τούτα κι έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά το επανόγραμμα και μάλιστα αλαφροχάιδεψε με τ' ακροδάχτυλά του τα διπλωμένα χαρτονομίσματα που οι άκρες τους ξεχώριζαν μέσα στο φάκελο. Δοκίμασε ένα είδος παιδιάστικης χαράς, νιώθοντας να κρατάει στα χέρια του τόσα λεφτά. Έχωσε το φάκελο στο σκίσιμο του σκούφου του, απίθωσε το σκούφο κάτω από το κεφάλι του και πλάγιασε. Μα και τη νύχτα ξύπνησε πολλές φορές και σιγοχάιδευε τον πολύτιμο φάκελο. Και κάθε φορά, βρίσκοντάς τον στη θέση του, δοκίμαζε το ευχάριστο συναίσθημα της διαπίστωσης, πως τάχα, να, αυτός, ο Ποληκέη, ο χιλιοπεριφρονημένος και χιλιοκατατρεγμένος, αυτός παράλαβε τούτα τα λεφτά, και θα τα παραδώσει εντάξει στην κυρία, τόσο εντάξει που ίσως-ίσως ούτε κι ο επιστάτης να μην το κατάφερνε.

VII. Ο Ποληκούσκα VII. Polikuska

Την άλλη ημέρα πρωί-πρωί μπροστά στον εξώστη του υπηρετικού περίπτερου ήταν σταματημένο το αμαξάκι που μ' αυτό έβγαινε κι ο ίδιος ο επιστάτης, ζεμένο με το χοντροκόκαλο, σκουροκόκκινο άλογο, που δεν ξέρω για ποιο λόγο το έλεγαν «Ταμπούρλο».

Η Ανιούτκα, η μεγαλύτερη κόρη του Ποληκέη παρ' όλη τη βροχή, το χιονόνερο και τον ψυχρό αέρα, στεκόταν ξυπόλυτη μπροστά στο κεφάλι του αλόγου, αρκετά μακριά και με φανερή τρομάρα. Κρατούσε με το ένα χέρι το χαλινάρι, ενώ με τ' άλλο πάσχιζε να συγκρατήσει πάνω στο κεφάλι της τον κιτρινοπράσινο σάκο, που μέσα στην οικογένεια εκτελούσε χρέη παπλώματος, γούνας, κεφαλόδεσμου, χαλιού, παλτού για τον Ποληκέη και πολλά άλλα ακόμη.

Στη γωνία μέσα, φασαρία μεγάλη γινόταν. Ήταν ακόμη σκοτεινά. Το πρωινό φως της βροχερής ημέρα, μόλις-μόλις ξεχώριζε στο παράθυρο, που τα τζάμια του εδώ και εκεί ήτανε στολισμένα με χαρτιά που έφραζαν τα σπασίματα. Η Ακουλίνα, αφήνοντας κατά μέρος τις καθημερινές ασχολίες της, το νοικοκυριό, το άναμμα του φούρνου και τα παιδιά, που τα πιο μικρά δεν είχαν ακόμα σηκωθεί και τρεμοχουχούλιζαν, γιατί τους είχαν πάρει το πάπλωμά τους και αντί μ' αυτό, τα είχαν σκεπάσει με το μαντίλι που έδενε το κεφάλι της η μάνα τους.

Η Ακουλίνα καταγινόταν αποκλειστικά στην προετοιμασία του άντρα της για το δρόμο. Του έδωσε το καθαρό πουκάμισο. Τα παπούτσια του τη σκότιζαν πολύ, γιατί ήταν πολύ φθαρμένα και έχασκαν σε πολλές μεριές. Έβγαλε τα μοναδικά χοντρά τσουράπια από τα πόδια της και τα έδωσε του Ποληκέη, κι ύστερα από ένα κομμάτι τσόχα που στρώνουν κάτω από τη σέλα του αλόγου και που εκείνος της το είχε κουβαλήσει πριν δυο μέρες από το στάβλο, κατάφερε κι έφτιαξε ένα ζευγάρι πάτους για τα παπούτσια, έτσι που έκλεισε όλες τις τρύπες για να 'ναι τα πόδια προφυλαγμένα από τα νερά.

Ο Ποληκέη, καθισμένος στο κρεβάτι, καταγινόταν να φορέσει το ζουνάρι του κατά τέτοιον τρόπο, που να μην έχει την όψη βρόμικου σχοινιού. Και το ψευδό κοριτσάκι, έχοντας το κοντογούνι περασμένο πάνω από το κεφάλι, χωρίς να κατορθώσει μ' αυτό να το κάνει να μη σέρνεται χάμω, έτρεξε στου Νικήτα, να γυρέψει δανεικό το σκούφο του. Τη φασαρία την έκαναν πιότερη, οι διάφορες γυναίκες της αυλής που πηγαινοέρχονταν να παρακαλέσουν τον Ποληκέη άλλη να της φέρει βελόνες, άλλη τσαγάκι, άλλη λαδάκι, άλλος καπνό.

Κι η μαραγκίνα για να τον καλοπιάσει και να της φέρει την παραγγελία της, άναψε γρήγορα-γρήγορα το σαμοβάρι και του έφερε ένα μεγάλο φλιτζάνι ζεστό ρόφημα που αυτή του έλεγε τσάι. Παρ' όλο που ο Νικήτα αρνήθηκε να δανείσει το σκούφο του κι αναγκάστηκαν να μπαλώσουν και να σουβλοράψουν τον κατακουρελιασμένο σκούφο του Ποληκέη, παρ' όλο που τα παπούτσια με τους πάτους που φιλοτέχνησε η Ακουλίνα δυσκολεύτηκε πολύ να τα περάσει στα πόδια του ο Ποληκέη, παρ' όλο που η Ανιούτκα ξεπάγιασε και παράτησε τον Ταμπούρλο κι η Μάσκα με το σερνόμενο κοντογούνι πήγε στη θέση της κι όταν η Μάσκα αναγκάστηκε να βγάλει το κοντογούνι, πήγε κι έπιασε το άλογο η ίδια η Ακουλίνα, παρ' όλα αυτά, το αποτέλεσμα, ήταν πως ο Ποληκέη, αφού φόρεσε σχεδόν όλα τα ρούχα της οικογένειας, αφήνοντας μοναχά τον κιτρινοπράσινο σάκο και τις παντούφλες και συγυρίστηκε, ανέβηκε στο αμαξάκι διπλοκουμπώθηκε, άνοιξε το σανό, διπλοκουμπώθηκε ξανά, πήρε τα γκέμια στα χέρια του, κάθισε όμορφα-όμορφα έτσι που κάνουν οι αξιόπρεποι νοικοκυραίοι και ξεκίνησε.

Τ' αγοράκι του ο Μίσκα που πετάχτηκε για μια στιγμή έξω, γύρεψε να τον πάει άτα, και το ψευδό κοριτσάκι παρακάλεσε και κείνο να το πάρει λίγο στο αμάξι ο μπαμπάς κι είπε πως δεν κρύωνε καθόλου που δε φορούσε τη γούνα. Ο Ποληκέη σταμάτησε για μια στιγμή τον Ταμπούρλο, χαμογέλασε με κείνο το αχνό χαμόγελο του, κι η Ακουλίνα του παράδωσε τα δυο παιδιά και με την ευκαιρία αυτή, έσκυψε και ψιθύρισε στ' αφτί του να μη βάλει στάλα στο στόμα του ώσπου να γυρίσει. Ο Ποληκέη έκανε μια βόλτα τα παιδιά του ίσαμε το σιδηρουργείο, εκεί σταμάτησε, τα κατέβασε από το αμάξι, καλοκάθισε πάνω στο σανό, και με κανονικό βήμα ξεκίνησε από την αυλή. Η Μάσκα κι ο Μίσκα με τόση ορμή και τόσα ξεφωνητά ρίχτηκαν να γυρίσουν σπίτι τους τρέχοντας ξυπόλυτα πάνω στο γυαλιστερό κατήφορο που κάποιο σκυλί του χωριού που έκανε να χωθεί στην αυλή, τα κοίταξε και μονομιάς ζάρωσε την ουρά του και γαβγίζοντας, γύρισε πίσω στο χωριό, πράγμα, που έκανε τους διαδόχους του Ποληκέη, να δεκαπλασιάσουν τα ξεφωνητά τους.

Ο καιρός ήταν απαίσιος. Ο δυνατός αέρας μαστίγωνε το πρόσωπο του Ποληκέη, που το κατάβρεχαν πότε η βροχή, πότε το χιονόνερο, πότε το ψιλό χαλάζι που έπεφταν ορμητικά. Τα χέρια του ήταν μουσκεμένα και ξυλιασμένα και μάταια πάσχιζε να τα προφυλάξει μαζί με τα παγωμένα γκέμια μέσα στα μανίκια του σάκου του ή πάνω στο γέρικο κεφάλι του Ταμπούρλου, που ζάρωνε τ' αφτιά του και τα μάτια του.

Ύστερα ολομεμιάς ξαστέρωσε για μια στιγμή. Μπορούσε κάποιος να διακρίνει τα γαλαζωπά σύννεφα που έφερναν το χιόνι κι ο ήλιος σάμπως ν' αρχινούσε να προβάλει, όμως δειλιασμένα και μελαγχολικά, όπως το χαμόγελο του Ποληκέη. Παρ' όλα τούτα όμως εκείνος ήταν βυθισμένος σ' ευχάριστες σκέψεις. Αυτός, που παραλίγο να τον στείλουν εξορία στη Σιβηρία, που τον απειλούσαν όλη την ώρα πως θα τον έστελναν στο στρατό, που μονάχα οι τεμπέληδες δεν τον έβριζαν και δεν τον ξυλοκοπούσαν, που πάντα τον έχωναν στις χειρότερες αγγαρείες, αυτός, πήγαινε τώρα να εισπράξει χρηματικό ποσό και μεγάλο μάλιστα, κι η κυρία τον εμπιστεύτηκε και πρόσταξε να ζέψουν τον Ταμπούρλο (που πολλές φορές το ζεύαν και στο δικό της αμάξι) στο αμαξάκι του επιστάτη, και ξεκίνησε από τ' αρχοντικό μ' επισημότητα σάμπως να ήταν κανένας επίσημος υπάλληλος. Και κορδωνόταν όσο μπορούσε πάνω στο κάθισμά του, έσιαζε ολοένα τα μπαμπάκια που ξεπετιόνταν από τα σκισίματα του σκούφου του και διπλωνόταν στο σάκο του.

Ωστόσο, αν ο Ποληκέη φανταζόταν πως έμοιαζε με επίσημο κι αρχοντικό υπάλληλο, πλανιόταν οικτρά. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και των δέκα χιλιάδων ρουβλιών οι έμποροι, ξεκινάνε μέσα σε όμοια αμαξάκια, όμως... αλλά τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας. Βλέπεις να κάθεται στο αμαξάκι ένας νοικοκυρεμένος ανθρωπάκος, με γενειάδα, τυλιγμένος στο μπλε ή το μαύρο καφτάνι του, τον βλέπεις κι αμέσως σου ρίχνεται στο μάτι αν το αλογάκι είναι καλοθρεμμένο, αν ειν' ο ίδιος καλοθρεμμένος, αν τ' αμαξάκι είναι περιποιημένο, τέλος ο τρόπος που κάθεται ο ίδιος και βγάζεις το συμπέρασμα αμέσως αν ο μουζίκους αυτός κάνει τζίρο χιλιάδες ρούβλια ή εκατοντάδες. Έτσι ο κάθε έμπειρος άνθρωπος με την πρώτη ματιά που θα έριχνε στον Ποληκέη από κοντά, στα χέρια του, στο πρόσωπό του, στα γένια του, που δεν ήταν πολύ μεγάλα, στο ζουνάρι του, στο σανό που ήταν σκορπισμένος όπως-όπως μέσα στ' αμαξάκι, θα καταλάβαινε χωρίς πολύ κόπο, πως επρόκειτο για κάποιο φτωχό δουλοπάροικο κι όχι για εμπορευόμενο μουζίκο, ούτε για μεγαλέμπορα, ούτε για επίσημο υπάλληλο και που δεν είχε περιουσία όχι χιλιάδες, όχι εκατοντάδες μα ούτε δεκάδες ρούβλια.

Μα κείνος δε σκεφτόταν έτσι. Πλανιόταν και μάλιστα πλανιόταν πολύ ευχάριστα· θα έφερνε τρεις πεντακοσαριές ρουβλάκια στον κόρφο του. Κι άμα του κάπνιζε, μπορούσε να στρίψει τον Ταμπούρλο κατά τη μεριά της Οντέσας και να τραβήξει όπου θα ήθελε. Μα ποτές δε θα το έκανε αυτό, παρά θα έφερνε τα λεφτά ατόφια και θα τα παράδινε στην κυρά κι ύστερα θα είχε να λέει πως αυτά ήταν μικροπράγματα, μπρος στ' άλλα ποσά που θα του έχουν εμπιστευτεί να μεταφέρει.

Σαν κοντοζύγωσαν το καπηλειό, το Ταμπούρλο άρχισε να τραβάει τ' αριστερό γκέμι να κοντοστέκεται και να γυρίζει κατά εκεί, μα ο Ποληκέη, παρ' όλο που είχε λεφτά για διάφορες αγορές που του παράγγειλαν, τον φοβέρισε με το κνούτο και το προσπέρασε. Το ίδιο έκανε και στο δεύτερο καπηλειό, που βρισκόταν στο δρόμο τους και κατά το μεσημέρι σταμάτησε το αμαξάκι του, κατέβηκε, άνοιξε την αυλόπορτα του σπιτιού του έμπορα, που σ' αυτόν στάθμευαν οι άνθρωποι του αρχοντικού, πέρασε στη αυλή, ξέζεψε τ' άλογο, το έβαλε να τρώει, γευμάτισε με τους εργάτες του έμπορα, δεν παράλειψε να ιστορήσει τη σπουδαία δουλειά, που του ανάθεσε η κυρά, και τράβηξε να βρει τον περιβολάρη, με το γράμμα της κυρίας μέσα στο σκούφο του.

Ο περιβολάρης ήξερε τον Ποληκέη, για τούτο, σα διάβασε το γράμμα, με φανερή δυσπιστία τον ρώτησε και τον ξαναρώτησε, αν πραγματικά, πρόσταξε η κυρία να μετρήσει σ' αυτόν τα λεφτά. Ο Ποληκέη ήθελε να δείξει πως πειράχτηκε γι' αυτή τη δυσπιστία, μα δεν τα κατάφερε, παρά μονάχα χαμογέλασε μελαγχολικά. Ο περιβολάρης ξαναδιάβασε προσεχτικά το γράμμα και μέτρησε τα λεφτά. Ο Ποληκέη, αφού τα παράλαβε, τα έκρυψε στον κόρφο του και τράβηξε για το σπίτι του έμπορα, που είχε σταματήσει. Μήτε τα καπηλειά, μήτε τα ρακοπουλειά που τύχαιναν στο δρόμο του τον τράβηξαν. Αισθανόταν ένα ευχάριστο ερεθισμό σ' όλο του το είναι και μονάχα μπροστά στα εμπορικά με τα διάφορα δελεαστικά εμπορεύματα τους, (παπούτσια, ρούχα, σκούφους, τσίτια και τρόφιμα) στάθηκε πολλές φορές. Κι αφού τα καμάρωνε μια στιγμή, απομακρυνόταν με το ευχάριστο συναίσθημα πως: να, μαθές όλα μπορώ να τ' αγοράσω, όμως δεν το κάνω!

Τράβηξε στην αγορά, αγόρασε όλες τις παραγγελίες που του είχαν δώσει και παζάρεψε κάποια γούνα, που γι' αυτήν ο έμπορας ζητούσε είκοσι πέντε ρούβλια και του μίλαγε με κάποιο δισταγμό, γιατί κρίνοντας από το εξωτερικό του αγοραστή, είχε αμφιβολίες αν θα μπορούσε να την αγοράσει. Μα ο Ποληκέη, που ένιωσε το δισταχτικό του ύφος του έδειξε τον κόρφο του, λέγοντας του, πως με τα λεφτά που έκρυβε εκεί μέσα μπορούσε αν ήθελε, ολάκερο το μαγαζί του να τ' αγοράσει και απαίτησε να προβάρει τη γούνα. Σαν τη φόρεσε, την περιεργάστηκε απ' όλες τις μεριές, χάιδεψε το γουναρικό, το φύσησε, και στο τέλος, βγάζοντας την είπε μ' αναστεναγμό: «Τα λεφτά που ζητάς είναι πολλά. Αν μου την άφηνες το ελάχιστο για δεκαπέντε ρούβλια». Ο έμπορας με θυμό άδραξε τη γούνα και την πέταξε πέρα από την προθήκη, ενώ ο Ποληκέη, κατευχαριστημένος, τράβηξε για τα σπίτι.

Αφού δείπνησε πήγε και πότισε τον Ταμπούρλο, του έβαλε βρώμη να τρώει, κι ύστερα αποσύρθηκε στο δωμάτιο, ανέβηκε στο πατάρι, έβγαλε το φάκελο με τα λεφτά, τον κοίταξε πολλές φορές ολούθε και στο τέλος παρακάλεσε το θυρωρό που ήξερε γράμματα να του διαβάσει τη διεύθυνση και τα λόγια που ήταν γραμμένα απ' έξω: «Εσώκλειστα χίλια εξακόσια δεκαεφτά ρούβλια σε χαρτονομίσματα». Ο φάκελος ήταν από απλό χαρτί κι οι σφραγίδες που τον στόλιζαν από κοκκινωπό βουλοκέρι με μια άγκυρα στο κέντρο. Πέντε ήταν όλες-όλες οι σφραγίδες: η μεσιανή πιο μεγάλη κι οι τέσσερεις στις γωνίες πιο μικρές. Κι ακόμα και στα πλάγια είχαν στάξει βουλοκέρι.

Ο Ποληκέη τα παρατήρησε προσεχτικά όλα τούτα κι έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά το επανόγραμμα και μάλιστα αλαφροχάιδεψε με τ' ακροδάχτυλά του τα διπλωμένα χαρτονομίσματα που οι άκρες τους ξεχώριζαν μέσα στο φάκελο. Δοκίμασε ένα είδος παιδιάστικης χαράς, νιώθοντας να κρατάει στα χέρια του τόσα λεφτά. Έχωσε το φάκελο στο σκίσιμο του σκούφου του, απίθωσε το σκούφο κάτω από το κεφάλι του και πλάγιασε. Μα και τη νύχτα ξύπνησε πολλές φορές και σιγοχάιδευε τον πολύτιμο φάκελο. Και κάθε φορά, βρίσκοντάς τον στη θέση του, δοκίμαζε το ευχάριστο συναίσθημα της διαπίστωσης, πως τάχα, να, αυτός, ο Ποληκέη, ο χιλιοπεριφρονημένος και χιλιοκατατρεγμένος, αυτός παράλαβε τούτα τα λεφτά, και θα τα παραδώσει εντάξει στην κυρία, τόσο εντάξει που ίσως-ίσως ούτε κι ο επιστάτης να μην το κατάφερνε.