×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VI. Ο Ποληκούσκα

VI. Ο Ποληκούσκα

Πραγματικά, κείνη τη στιγμή ο επιστάτης έβγαινε από το αρχοντικό. Βιαστικά-βιαστικά οι σκούφοι των μαζεμένων μουζίκων έβγαιναν ο ένας πίσω από τον άλλο από τα κεφάλια τους, και καθώς κοντοζύγωνε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, πρόβαλαν αυτά στο κέντρο και στην μπροστινή μεριά ξεσκούφωτα σε διάφορα χρώματα: γκρίζα, ψαρά, κοκκινότριχα, μαύρα, ξανθά, και σιγά-σιγά οι φωνές λιγόστευαν, ώσπου πάψανε ολότελα.

Ο επιστάτης στάθηκε στον εξώστη κι έδειξε πως ήθελε να μιλήσει. Κείνη τη στιγμή, έτσι που στεκόταν με το μακρύ του σουρτούκου και με τα χέρια κάπως αδέξια χωμένα στις τσέπες, με το κασκέτο κατεβασμένο χαμηλά στο μέτωπο και με τα πόδια σταθερά στυλωμένα στον εξώστη δεσπόζοντας πάνω απ' όλα εκείνα τα ανασηκωμένα και γυρισμένα προς αυτόν κεφάλια, που τα πιότερα ήταν γεροντικά και τα πιότερα όμορφα, όπως φάνταζαν με τις γενειάδες τους, είχε ολότελα διαφορετική όψη και ύφος από κείνη που είχε μπροστά στην κυρία. Ήταν μεγαλόπρεπος.

- Ακούστε, παιδιά, την απόφαση της κυράς μας: από το προσωπικό του αρχοντικού δε θέλει να δώσει κανέναν και για τούτο θα πάει εκείνος, που εσείς θα ορίσετε. Πρέπει να στείλουμε τρία παλικάρια. Κανονικά πρέπει δυόμισι μα το μισό θα λογαριαστεί ολάκερο. Το ίδιο κάνει: σα δεν πάει τούτη τη φορά, θα πάει την άλλη.

- Σωστά! αυτό ακούγεται! - είπαν μερικές φωνές.

- Κατά την κρίση τη δικιά μου, συνέχισε ο επιστάτης, πρέπει να πάει ο Χαριούσκιν κι ο Μιτιουχίν ο Βάσια, αυτό πια είναι ορισμένο από τον ίδιο το Θεό.

- Σωστά, σωστά, είπαν πάλι μερικοί.

- Για τρίτος πρέπει να πάει ή ο Ντουτλόβ ή κάποιος που να έχει δεύτερο αδερφό. Εκείνο που θ' αποφασίσετε εσείς.

- Ο Ντουτλόβ, ακούστηκαν φωνές. Οι Ντουτλόβ είναι τρεις.

Και πάλι σιγά-σιγά, ξανάρχισαν οι φωνές, οι λογομαχίες, για το πριόνι, για τη λουρίδα του λαχανόκηπου ως και για κάποια αδράχτια, που κλέφτηκαν τάχα από το αρχοντικό. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς διεύθυνε το κτήμα εδώ κι είκοσι χρόνια κι ήταν άνθρωπος με μυαλό και πείρα. Στάθηκε λίγο, άκουσε τις φωνές για ένα τέταρτο της ώρας και ξαφνικά πρόσταξε να σωπάσουν όλοι κι οι Ντουτλόβ να ρίξουν κλήρο, ποιος από τους τρεις θα πήγαινε. Έκοψαν και τύλιξαν τους κλήρους, ο Χριπκόβ τους έριξε μέσα σ' ένα αναποδογυρισμένο σκούφο, τους ανακάτωσε καλά-καλά, κι έβγαλε τον κλήρο του Ηλιούσα. Όλοι σώπασαν.

- Ο δικός μου είναι; Για να δω; - είπε το παλικάρι με φωνή κομμένη.

Όλοι σώπαιναν. Ο επιστάτης πρόσταξε να φέρουν αύριο τα λεφτά της νόμιμης φορολογίας, από εφτά καπίκια ο καθένας, κι αφού δήλωσε πως όλα τελείωσαν, διέλυσε τη συνέλευση. Το πλήθος ξεκίνησε, φορώντας τους σκούφους του κι έστριψε στη γωνία κάνοντας φασαρία πολλή με τα βήματά του και τις ομιλίες του. Ο επιστάτης στεκόταν πάντα στον εξώστη βλέποντας το κόσμο που απομακρυνόταν. Όταν ο νεαροί Ντουτλόβ έστριψαν στη γωνιά του δρόμου, κάλεσε το γέρο, που κείνος είχε κοντοσταθεί και τον πήρε μαζί του στο γραφείο.

- Σε λυπάμαι, γέρο, είπε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς καθώς χωνόταν στην πολυθρόνα του μπροστά στο τραπέζι, σε σένα έπεσε ο κλήρος. Τι λες μπορείς να τον εξαγοράσεις τον κλήρο, ναι ή όχι;

Ο γέρος δεν αποκρίθηκε, μονάχα κοίταξε σημαντικά τον επιστάτη.

- Και να θέλω να τον εξαγοράσω πάλι δε θα μπορούσα, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς. Έχασα δυο άλογα το καλοκαίρι. Πάντρεψα τον ανιψιό μου. Τέτοια πρέπει να είναι η μοίρα μας εμάς, γιατί ζούμε με τιμιότητα. Κι ακούμε κι από πάνω, όσα σερν' η σκούπα, πρόσθεσε καθώς αναθυμήθηκε τα λόγια του Ρεζούν.

Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς έτριψε το πρόσωπό του με το χέρι τους και χασμουρήθηκε. Είχε φαίνεται, βαρεθεί πια κι ήθελε να πάρει το τσάι του.

- Ε, γέρο μου, μην μου κάνεις τον κουτό, μα ψάξε καλά-καλά κατ' απ' τα δοκάρια του πατώματος, μπας και βρεις τα τετρακόσια ρούβλια που χρειάζονται. Και εγώ θα σου βρω το άνθρωπο που θα δεχτεί να πάει στον στρατό αντί για τον Ηλία. Τις προάλλες μάλιστα μου παρουσιάστηκε κάποιος.

- Στην επαρχία; - ρώτησε ο Ντουτλόβ, που, λέγοντας επαρχία εννοούσε την πολιτεία.

- Λοιπόν, τι λες;

- Μακάρι να μπορούσα, μα σ' ορκίζομαι στ' όνομα του Θεού πως... Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, τον διέκοψε με ύφος αυστηρό.

- Ακούμε με, το λοιπόν, γέρο, για να μην προφτάσει ο Ηλιούσκα και μας σκαρώσει καμιά βρομοδουλειά. Μόλις στείλω μήνυμα, σήμερα για αύριο, την ίδια στιγμή να τον πας στην πολιτεία. Συ ο ίδιος θα τον πας και συ θα δώσεις λόγο. Κι αν, που να μην το δώσει ο Θεός, του συμβεί κανένα κακό, θα επιστρατέψω το μεγάλο σου γιο. Τ' ακούς;

- Μα δεν κάνει όταν είναι δυο τα παιδιά, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, είναι άδικο, είπε ο Ντουτλόβ ύστερ' από σύντομη σιωπή. Δε φτάνει που ο αδερφός μου πέθανε στο στρατό, μου παίρνουν τώρα και το παιδί. Γιατί, Θεέ μου τέτοια αδικία σε μένα; - πρόσθεσε κλαίγοντας σχεδόν κι έτοιμος να γονατίσει μπροστά στον επιστάτη.

- Καλά, καλά, τράβα τώρα, του είπε εκείνος, δε γίνεται τίποτα. Αυτός είναι ο νόμος. Και να προσέχεις τον Ηλιούσκα, συ θα δώσεις λόγο.

Ο Ντουτλόβ τράβηξε για το σπίτι του χτυπώντας πολύ σκεφτικός το ραβδί του πάνω στα πετραδάκια του δρόμου.

VI. Ο Ποληκούσκα VI. Polikuska VI. Polikuska

Πραγματικά, κείνη τη στιγμή ο επιστάτης έβγαινε από το αρχοντικό. Βιαστικά-βιαστικά οι σκούφοι των μαζεμένων μουζίκων έβγαιναν ο ένας πίσω από τον άλλο από τα κεφάλια τους, και καθώς κοντοζύγωνε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, πρόβαλαν αυτά στο κέντρο και στην μπροστινή μεριά ξεσκούφωτα σε διάφορα χρώματα: γκρίζα, ψαρά, κοκκινότριχα, μαύρα, ξανθά, και σιγά-σιγά οι φωνές λιγόστευαν, ώσπου πάψανε ολότελα.

Ο επιστάτης στάθηκε στον εξώστη κι έδειξε πως ήθελε να μιλήσει. Κείνη τη στιγμή, έτσι που στεκόταν με το μακρύ του σουρτούκου και με τα χέρια κάπως αδέξια χωμένα στις τσέπες, με το κασκέτο κατεβασμένο χαμηλά στο μέτωπο και με τα πόδια σταθερά στυλωμένα στον εξώστη δεσπόζοντας πάνω απ' όλα εκείνα τα ανασηκωμένα και γυρισμένα προς αυτόν κεφάλια, που τα πιότερα ήταν γεροντικά και τα πιότερα όμορφα, όπως φάνταζαν με τις γενειάδες τους, είχε ολότελα διαφορετική όψη και ύφος από κείνη που είχε μπροστά στην κυρία. Ήταν μεγαλόπρεπος.

- Ακούστε, παιδιά, την απόφαση της κυράς μας: από το προσωπικό του αρχοντικού δε θέλει να δώσει κανέναν και για τούτο θα πάει εκείνος, που εσείς θα ορίσετε. Πρέπει να στείλουμε τρία παλικάρια. Κανονικά πρέπει δυόμισι μα το μισό θα λογαριαστεί ολάκερο. Το ίδιο κάνει: σα δεν πάει τούτη τη φορά, θα πάει την άλλη.

- Σωστά! αυτό ακούγεται! - είπαν μερικές φωνές.

- Κατά την κρίση τη δικιά μου, συνέχισε ο επιστάτης, πρέπει να πάει ο Χαριούσκιν κι ο Μιτιουχίν ο Βάσια, αυτό πια είναι ορισμένο από τον ίδιο το Θεό.

- Σωστά, σωστά, είπαν πάλι μερικοί.

- Για τρίτος πρέπει να πάει ή ο Ντουτλόβ ή κάποιος που να έχει δεύτερο αδερφό. Εκείνο που θ' αποφασίσετε εσείς.

- Ο Ντουτλόβ, ακούστηκαν φωνές. Οι Ντουτλόβ είναι τρεις.

Και πάλι σιγά-σιγά, ξανάρχισαν οι φωνές, οι λογομαχίες, για το πριόνι, για τη λουρίδα του λαχανόκηπου ως και για κάποια αδράχτια, που κλέφτηκαν τάχα από το αρχοντικό. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς διεύθυνε το κτήμα εδώ κι είκοσι χρόνια κι ήταν άνθρωπος με μυαλό και πείρα. Στάθηκε λίγο, άκουσε τις φωνές για ένα τέταρτο της ώρας και ξαφνικά πρόσταξε να σωπάσουν όλοι κι οι Ντουτλόβ να ρίξουν κλήρο, ποιος από τους τρεις θα πήγαινε. Έκοψαν και τύλιξαν τους κλήρους, ο Χριπκόβ τους έριξε μέσα σ' ένα αναποδογυρισμένο σκούφο, τους ανακάτωσε καλά-καλά, κι έβγαλε τον κλήρο του Ηλιούσα. Όλοι σώπασαν.

- Ο δικός μου είναι; Για να δω; - είπε το παλικάρι με φωνή κομμένη.

Όλοι σώπαιναν. Ο επιστάτης πρόσταξε να φέρουν αύριο τα λεφτά της νόμιμης φορολογίας, από εφτά καπίκια ο καθένας, κι αφού δήλωσε πως όλα τελείωσαν, διέλυσε τη συνέλευση. Το πλήθος ξεκίνησε, φορώντας τους σκούφους του κι έστριψε στη γωνία κάνοντας φασαρία πολλή με τα βήματά του και τις ομιλίες του. Ο επιστάτης στεκόταν πάντα στον εξώστη βλέποντας το κόσμο που απομακρυνόταν. Όταν ο νεαροί Ντουτλόβ έστριψαν στη γωνιά του δρόμου, κάλεσε το γέρο, που κείνος είχε κοντοσταθεί και τον πήρε μαζί του στο γραφείο.

- Σε λυπάμαι, γέρο, είπε ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς καθώς χωνόταν στην πολυθρόνα του μπροστά στο τραπέζι, σε σένα έπεσε ο κλήρος. Τι λες μπορείς να τον εξαγοράσεις τον κλήρο, ναι ή όχι;

Ο γέρος δεν αποκρίθηκε, μονάχα κοίταξε σημαντικά τον επιστάτη.

- Και να θέλω να τον εξαγοράσω πάλι δε θα μπορούσα, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς. Έχασα δυο άλογα το καλοκαίρι. Πάντρεψα τον ανιψιό μου. Τέτοια πρέπει να είναι η μοίρα μας εμάς, γιατί ζούμε με τιμιότητα. Κι ακούμε κι από πάνω, όσα σερν' η σκούπα, πρόσθεσε καθώς αναθυμήθηκε τα λόγια του Ρεζούν.

Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς έτριψε το πρόσωπό του με το χέρι τους και χασμουρήθηκε. Είχε φαίνεται, βαρεθεί πια κι ήθελε να πάρει το τσάι του.

- Ε, γέρο μου, μην μου κάνεις τον κουτό, μα ψάξε καλά-καλά κατ' απ' τα δοκάρια του πατώματος, μπας και βρεις τα τετρακόσια ρούβλια που χρειάζονται. Και εγώ θα σου βρω το άνθρωπο που θα δεχτεί να πάει στον στρατό αντί για τον Ηλία. Τις προάλλες μάλιστα μου παρουσιάστηκε κάποιος.

- Στην επαρχία; - ρώτησε ο Ντουτλόβ, που, λέγοντας επαρχία εννοούσε την πολιτεία.

- Λοιπόν, τι λες;

- Μακάρι να μπορούσα, μα σ' ορκίζομαι στ' όνομα του Θεού πως... Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, τον διέκοψε με ύφος αυστηρό.

- Ακούμε με, το λοιπόν, γέρο, για να μην προφτάσει ο Ηλιούσκα και μας σκαρώσει καμιά βρομοδουλειά. Μόλις στείλω μήνυμα, σήμερα για αύριο, την ίδια στιγμή να τον πας στην πολιτεία. Συ ο ίδιος θα τον πας και συ θα δώσεις λόγο. Κι αν, που να μην το δώσει ο Θεός, του συμβεί κανένα κακό, θα επιστρατέψω το μεγάλο σου γιο. Τ' ακούς;

- Μα δεν κάνει όταν είναι δυο τα παιδιά, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς, είναι άδικο, είπε ο Ντουτλόβ ύστερ' από σύντομη σιωπή. Δε φτάνει που ο αδερφός μου πέθανε στο στρατό, μου παίρνουν τώρα και το παιδί. Γιατί, Θεέ μου τέτοια αδικία σε μένα; - πρόσθεσε κλαίγοντας σχεδόν κι έτοιμος να γονατίσει μπροστά στον επιστάτη.

- Καλά, καλά, τράβα τώρα, του είπε εκείνος, δε γίνεται τίποτα. Αυτός είναι ο νόμος. Και να προσέχεις τον Ηλιούσκα, συ θα δώσεις λόγο.

Ο Ντουτλόβ τράβηξε για το σπίτι του χτυπώντας πολύ σκεφτικός το ραβδί του πάνω στα πετραδάκια του δρόμου.