×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), V. Ο Ποληκούσκα

V. Ο Ποληκούσκα

Σ' αυτό το αναμεταξύ, η συνέλευση χαλούσε κόσμο έξω από το γραφείο. Οι μουζίκοι ήταν σχεδόν όλοι παρόντες, κι όταν ο επιστάτης επήγε για την εισήγησή του στην κυρία, φόρεσαν τους σκούφους τους, και πιότερες φωνές ανακατώθηκαν στη συζήτηση, που ολοένα δυνάμωνε και πιο πολύ. Ένα αγκομαχητό από βαθιές φωνές, που κάπου-κάπου διακοπτόταν με πνιχτά, βραχνά ξεφωνητά, γέμιζε τον αέρα και το αγκομαχητό αυτό έφτανε, σαν τη βουή της θαλασσοταραχής, ίσαμε τα παράθυρα της κυρίας, προξενώντας της μια νευρική ταραχή, όμοια με κείνη που νιώθει κάποιος, με το κοντοζύγωμα της μπόρας.

Η κυρία αισθανόταν κάτι σαν φόβο και σαν ενόχληση. Όλο της φαινόταν πως όπου να 'ναι οι φωνές θα γινόταν πιο έντονες και πιο πολλές και κάτι θα συνέβαινε. «Σάμπως να μην μπορούν να γίνουν ολ' αυτά ήσυχα-ήσυχα, ειρηνικά, δίχως καυγάδες, δίχως ξεφωνητά, σκεφτόταν, σύμφωνα με το χριστιανικό νόμο, που διδάσκει την αδελφική αγάπη και την πραότητα».

Πολλές φωνές μίλησαν μεμιάς, μα πιότερο απ' όλους ξεφώνιζε ο Φεντόρ Ρεζούν, ο μαραγκός. Αυτός είχε δυο γιους και τα έβαζε με τους Ντουτλόβ. Ο γέρος Ντουτλόβ προσπαθούσε να δικαιολογηθεί. Προχώρησε λιγάκι ανάμεσα στο πλήθος, ενώ πρωτύτερα ήταν χωμένος κάπως παράμερα, και κινώντας πλατιά τα χέρια του, τραβώντας το γενάκι του μιλούσε με κόπο τόσο πολύ, που σίγουρα, κι ο ίδιος θα δυσκολευόταν πολύ να καταλάβει τα λεγόμενά του. Οι γιοι κι οι ανιψιοί, όλοι παλικάρια ένα κι ένα στέκονταν κοντά του έτσι που το έκαναν να μοιάζει με την κλώσα που προσπαθεί να σώσει τα παιδιά της από το γεράκι που τριγυρίζει.

Το γεράκι παράσταινε σε τούτη την περίσταση ο Ρεζούν, κι όχι μονάχα αυτός μα κι όλοι όσοι είχαν δυο ή και ένα, σχεδόν όλη η συνέλευση που χιμούσε να ριχτεί στα πουλιά της κλώσας. Το ζήτημα ήταν πως εδώ και τριάντα χρόνια πήραν στο στρατό τον αδελφό του Ντουτλόβ και για τούτο ο γέρος υποστήριζε τώρα, πως δεν έπρεπε να τον λογαριάζουν μ' αυτούς που είχαν τρεις γιους, παρά υπολογίζοντας τη στρατιωτική υπηρεσία του αδελφού του, να τον βάλουν μ' αυτούς που είχαν δυο γιους κι απ' αυτούς να τραβήξουν κλήρο, για τον τρίτο κληρωτό.

Άλλοι τέσσερεις ήταν της κατηγορίας του Ντουτλόβ, με τρεις γιους. Μα ο ένας ήταν πρόεδρος του χωριού κι αυτόν η κυρία τον απάλλαξε από τούτη την υποχρέωση. Από την άλλη οικογένεια πήγε κληρωτός την περασμένη επιστράτευση. Από τους άλλους δύο ορίστηκαν κιόλας ποιοι θα πήγαιναν κι ο ένας μάλιστα, μήτε καν ήρθε στη συνέλευση και μονάχα η γυναίκα του στεκόταν πικραμένη σε μια γωνιά, με την ακαθόριστη ελπίδα πως μπορούσε κάπως στο τέλος κάτι να γινόταν και να γλίτωνε από τούτη την κακοτυχία. Μα ο άλλος ο κοκκινοτρίχης Ρομάν, με κουρελιασμένο σακάκι, παρ' όλο που δεν ήταν φτωχός, στεκόταν κολλημένος στον εξώστη και με σκυμμένο το κεφάλι σώπαινε όλη την ώρα, μονάχα κάπου-κάπου γύριζε και κοίταζε προσεχτικά κείνο που μιλούσε πιο δυνατά, ύστερα πάλι ξανάσκυβε το κεφάλι τους. Κι όλη του η στάση, όλο του το ύφος έμοιαζαν σαν να τον βρήκε κιόλας συμφορά. Ο γέρος Σιεμιόν Ντουτλόβ ήταν ένας άνθρωπος που ο καθένας που τον ήξερε λιγάκι θα μπορούσε πρόθυμα να του εμπιστευτεί και εκατοντάδες ρούβλια. Ήταν ένας άνθρωπος μετρημένος, θεοφοβούμενος, καλός νοικοκύρης, και σ' επίμετρο, χρόνια τώρα, επίτροπος στην εκκλησία. Κι' αυτό αύξαινε το κύρος του.

Απεναντίας ο Ρεζούν ο μαραγκός, ήταν ένας άντρας ψηλός, μαύρος, καβγατζής, μεθύστακας, τολμηρός κι εξαιρετικά επιδέξιος στους καυγάδες και στις συζητήσεις όπου κι αν τύχαινε: μα στη συνέλευση, μα στην αγορά, και μ' οποιονδήποτε, τόσο με τους εργάτες και τους εμπόρους, όσο και με τους μουζίκους και τ' αφεντικά. Τώρα ήταν ήρεμος, δηκτικός κι απ' όλο το ύψος της κορμοστασιάς του, μ' όλη την ένταση της ηχηρής φωνής του και το ρητορικό ταλέντο του, πίεζε τον εκκλησιαστικό επίτροπο που μασούσε τα λόγια του και πνιγόταν και καταντούσε να τα χάνει κυριολεκτικά.

Στη συζήτηση έπαιρναν μέρος ακόμα ο Γαράσκα Καπίλοβ ένας από τους οπαδούς του Ρεζούν που άνηκε στην νεότερη γενιά και διακρινόταν πάντα για την τολμηρή του φράση, που χάρη σ' αυτή είχε κιόλας αποχτήσει κύρος στις συνελεύσεις του χωριού. Καθώς κι Φεντόρ Μελνίτσνι, ένας κιτρινιάρης, λιγνός, ψηλός με κυρτωμένες πλάτες μουζίκος, μάλλον νέος, μ' ανάρια γένια και μικρά ματάκια, πάντα γκρινιάρης πάντα κατσούφης, που σ' όλα εύρισκε αδιάκοπα την κακή άποψη και συχνά έφερνε σε δύσκολη θέση τη συνέλευση με τις απίθανες και απότομες ερωτήσεις του και τις παράξενες παρατηρήσεις του. Κι οι δυο αυτοί ομιλητές ήταν με το μέρος του Ρεζούν.

Εκτός απ' αυτούς ανακατωνόταν κάπου-κάπου και δυο φαφλατάδες: ο Χριπκόβ, με την καλόκαρδη φάτσα του και το στρογγυλό γενάκι του, που συνήθιζε να λέει ολοένα «έτσι που λες φίλε μου αγαπητέ» κι ο κοντούλης, με το πουλίσιο μουτράκι Ζιτκόβ, που συνήθιζε να λέει «και βγαίνει, αδερφάκια μου» καθώς αποτείνονταν γενικά και μιλούσε όμορφα, μα ολότελα αταίριαχτα με την περίπτωση.

Αυτοί οι δύο πότε-πότε έπαιρνα το μέρος του Ρεζούν, όμως κανένας δεν τους έδινε σημασία. Ήταν κι άλλοι σαν κι αυτούς, μα αυτοί οι δυο τρύπωναν ολοένα ανάμεσα στο πλήθος, ξεφώνιζαν πιο πολύ απ' όλους, τρομάζοντας την κυρία, λιγότερο απ' όλους τραβούσαν την προσοχή και, μεθυσμένοι από τη φασαρία και τις φωνές, παραδίνονται ολότελα στην απόλαυση να ακονίζουν τη γλώσσα τους.

Ήταν κι άλλοι πολλοί μουζίκοι με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες: λ.χ. οι γκρινιάρηδες, οι αξιόπρεποι, οι αδιάφοροι, οι κατατρεγμένοι, καθώς και πολλές γυναίκες πίσω από τους άντρες με τα ραβδάκια τους. Όμως, για όλους αυτούς θα σας διηγηθώ, αν θέλει ο Θεός, κάποια άλλη φορά. Το δε πλήθος απαρτιζόταν γενικά από τους μουζίκους που στέκονταν στη συνέλευση όπως και στην εκκλησία και κουβέντιαζαν παραπίσω ψιθυριστά για διάφορα πράγματα που τους ενδιέφεραν, ή περίμεναν σιωπηλοί, πότε θα έπαυαν να γκαρίζουν οι φωνακλάδες.

Ήταν ακόμη και οι πλούσιοι, που η συνέλευση δεν μπορούσε μήτε να προσθέσει μήτε ν' αφαιρέσει το παραμικρό στην αρχοντιά τους. Τέτοιος ήταν ο Γιερμίλ, με το πλατύ γυαλιστερό πρόσωπο, που οι μουζίκοι τον έλεγαν «κοιλαρά», γιατί ήταν πλούσιος. Κι άλλος ένας ο Στάροστιν, που στο πρόσωπό του ήταν απλωμένη η γεμάτη αυτοευχαρίστηση έκφραση της δύναμης: «Λέτε σεις ό,τι θέτε, όμως εμένα κανένας δεν κοιτάει να μ' αγγίξει. Τέσσερεις γιους έχω, μα ούτε ένας δεν πάει στο στρατό». Κάπου-κάπου τους ενοχλούσαν κι αυτούς οι τολμηροί σαν τον Ρεζούν και τον Καπίλοβ κι αυτοί τους αποκρίνονταν ήρεμα και κοφτά μ' όλη τη συναίσθηση της ατομικής τους αξίας. Αν ο Ντουτλόβ θύμιζε την κλώσα που είναι γεμάτη αγωνία άμα ξεφανεί κάποιο γεράκι, τα παλικάρια του, δε θύμιζαν καθόλου τα κλωσόπουλα της περίπτωσης αυτής: μήτε ταράζονταν μήτε ξεφώνιζαν, παρά στέκονταν ήσυχα-ήσυχα πίσωθέ του. Ο πρώτος, ο Ιγνάτ ήταν πια τριαντάρης. Ο δεύτερος ο Βασίλη, ήταν κι αυτός παντρεμένος, μα δεν έκανε για στρατεύσιμος. Ο τρίτος, ο ανιψιός του Ηλιούσκα, που πριν από λίγο καιρό είχε παντρευτεί, ξανθός και ροδοκόκκινος, στεκόταν καλοντυμένος και κοίταζε τον κόσμο, έξυνε κάπου-κάπου το σβέρκο του κάτω απ' το καπέλο του με μια αδιαφορία, σάμπως και να μην επρόκειτο γι' αυτόν, μολονότι αυτόν ακριβώς μάτιαζαν ν' αποσπάσουν από την κλώσα τα γεράκια.

- Επειδή, δηλαδή, ο παππούλης μου πήγε στρατιώτης στον καιρό του, πρέπει τώρα κι εγώ να γυρέψω απαλλαγή, έλεγε ο Ρεζούν. Όχι, αδερφάκι, τέτοιος νόμος δεν έγινε ακόμα. Την περασμένη φορά πήρανε το Μιχέιτς, που ο μπάρμπας του, ωστόσο, ακόμα δε γύρισε σπίτι.

- Εσένα μήτε ο μπαμπάς σου, μήτε κανένας από τους μπαρμπάδες σου υπηρετήσανε τον τσάρο, έλεγε ταυτόχρονα ο Ντουτλόβ, μα και συ, μήτε στ' αφεντικά υπηρέτησες, μήτε πουθενά, μονάχα μεθοκοπάς και τα παιδιά σου πήραν το καθένα το μερτικό του και χώρισαν από σένα. Κανένας δε μπορεί να κάνει μαζί σου. Μονάχα να μιλάς ξέρεις και να ορμηνεύεις άλλους, και να έχεις γνώμη για όλα. Μα εγώ δέκα χρόνια έκανα στο στρατό, επίτροπος στην εκκλησία είμαι, δυο φορές κάηκα, χωρίς να δω την παραμικρή βοήθεια από κανένα. Και τώρα πάτε να με καταστρέψετε, γιατί βλέπετε το σπιτικό μου να 'ναι ειρηνικό και τιμημένο; Να μου φέρετε πίσω τον αδελφό μου. Μπορεί κιόλας, ποιος ξέρει να έχει πεθάνει πια. Να κρίνετε σύμφωνα με την αλήθεια, σύμφωνα με το δίκιο του Θεού, χριστιανοί μου, κι όχι ν' ακούτε τα ψέματα των μεθυσμένων.

Ταυτόχρονα ο Γαράσκα έλεγε στον Ντουτλόβ:

- Όλο για τον αδερφό σου μας κοπανάς, όμως αυτόν δεν τον έκλεξε η συνέλευση, μα για την κακοριζικιά του τον στείλανε στο στρατό τ' αφεντικά. Κι έτσι, πάψε να μας τον λες.

Ο Γαράσκα δεν είχε ακόμα αποτελειώσει, και προβάλλοντας μπροστά ο ψηλός και κιτρινιάρης Φεντόρ Μελνίτσνι, άρχισε κατσουφιασμένος να λέει:

- Πάντα κάπως έτσι γίνεται. Τ' αφεντικά στέλνουν στο στρατό όποιον τους καπνίσει κι ύστερα βρίσκει η συνέλευση το μπελά της. Τώρα που η συνέλευση όρισε να πάει ο γιος σου και συ δε θες, παρακάλεσε την κυρά και κείνη μπορεί να προστάξει να πάω εγώ στη θέση, που δεν έχω μήτε παιδί, μήτε σκυλί. Κι ύστερα, έχουμε το νόμο, σου λέει ο άλλος, πρόσθεσε με κακία, και με περιφρονητική κίνηση του χεριού, ξαναπήρε την πρώτη του θέση.

Ο κοκκινοτρίχης Ρομάν, που θα έπαιρναν το γιο του, σήκωσε το κεφάλι και μουρμούρισε:

- Σωστά, σωστά! Κι από τη φούρκα του κάθισε στο σκαλοπάτι.

Όμως αυτές δεν ήταν όλες οι φωνές που μιλούσαν ταυτόχρονα. Εξόν από κείνους που στέκονταν παραπίσω και κουβέντιαζαν για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, κι οι φωνακλάδες δεν ξεχνούσαν το καθήκον τους.

- Ναι, ναι, χριστιανοί της συνέλευσης έλεγε ο κοντούλης Ζιτκόβ, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ντουτλόβ, η απόφαση πρέπει να παρθεί χριστιανικά. Που θα πει, αδερφάκια μου, πρέπει χριστιανικά να κρίνετε.

- Σύμφωνα με τη συνείδηση πρέπει να κρίνει η συνέλευση, φιλαράκο μου, έλεγε ο καλόκαρδος Χριπκόβ, υποστηρίζοντας τα λεγόμενα του Καπίλοβ και τραβώντας το Ντουτλόβ από το μανίκι, κείνη τη φορά ήταν το έτσι θέλω των αφεντικών κι όχι απόφαση της συνέλευσης.

- Σωστά! Σωστά! - έλεγαν πολλοί.

- Ποιος ειν' ο μεθύστακας που τσαμπουνάει ψευτιές; - αντίλεγε ο Ρεζούν. Μπας και με κέρασε πιοτό εσύ, ή ο γιος σου, που τον μαζεύουν ψόφιο απ' τους δρόμους και τώρα με λες μεθύστακα; Να μη χάνουμε την ώρα μας, αδέρφια. Πρέπει να παρθεί μια απόφαση. Αν θέλετε ν' απαλλάξετε το Ντουτλόβ, τότε ορίστε να πάει κάποιος από τους μοναχογιούς, κι ο γέρος θα τρίβει τα χεράκια του και θα κοροϊδεύει.

- Θα πάει ο Ντουτλόβ! Πάει τελείωσε!

- Σωστά! Κείνοι που έχουν τρεις γιους να τραβήξουν κλήρο, ακούστηκαν διάφορες φωνές.

- Να δούμε ακόμα τι θα πει η κυρά. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς έλεγε πως μπορεί να δώσουν έναν από τους δουλοπάροικους, είπε κάποιος.

Η παρατήρηση αυτή σταμάτησε για λίγο τις λογομαχίες, μα σε λίγο ξανάρχισαν με πιότερη ορμή και κατάληξαν και πάλι στα προσωπικά.

Ο Ιγνάτ, που γι' αυτόν ο Ρεζούν είχε πει πως τον συμμάζευαν στουπί στο μεθύσι απ' τους δρόμους, άρχισε να κατηγορεί τον αντίπαλό του πως τάχα είχε κλέψει ένα πριόνι από περαστικούς μαραγκούς και πως ξυλοκοπούσε άγρια τη γυναίκα του, όντας μεθυσμένος, κάποτε μάλιστα κόντεψε να τη σκοτώσει.

Ο Ρεζούν αποκρίθηκε πως τη γυναίκα του τη δέρνει και νηστικός και μεθυσμένος και πάλι λίγο της είναι, και με τα λόγια του αυτά προκάλεσε τα γέλια ολονών. Μα όσο για το πριόνι, φουρκίστηκε απότομα, κοντοζύγωσε τον Ιγνάτ και του φώναξε:

- Ποιος το έκλεψε;

- Συ το έκλεψες, αποκρίθηκε θαρρετά ο γεροδεμένος Ιγνάτ σιμώνοντας τον πιότερο.

- Πώς είπες; Δεν ήσουνα συ; - ξελαρυγγιζόταν ο Ρεζούν.

- Α, μπα. Συ και πάλι συ! Επέμενε ο άλλος.

Μετά το πριόνι ακολούθησε φιλονικία για κάποιο κλεμμένο άλογο, για κάποια σακιά βρώμη, για κάποια λουρίδα λαχανόκηπου, για κάποιο νεκρό κορμί. Κι ήταν τόσο τρομερές οι κατηγορίες που ξεστόμιζαν οι δυο μουζίκοι, ο ένας στον άλλο, που και το ένα εκατοστό απ' όλες αν αλήθευε, θα έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο και τους δυο να τους είχαν καταδικάσει, το λιγότερο σε ισόβιο εκτοπισμό στη Σιβηρία.

Ο γερό-Ντουτλόβ, στο αναμεταξύ, βρήκε κάποιον άλλο τρόπο για να υποστηρίξει την άποψή του. Δεν του άρεσαν ο φωνές του γιου του. Προσπαθώντας να τον αναγκάσει να σωπάσει του έλεγε κάθε τόσο: «Πάψε, ειν' αμαρτία! Πάψε σου λέω!» και προσπαθούσε ν' αποδείξει πως δεν λογαριάζονται τρεις γιοι μονάχα κείνοι που μένουν μαζί με την πατρική οικογένεια, μα και κείνοι που έχουν χωρίσει το μερτικό τους. Και υπόδειξε σαν τέτοιον τον Στάροστιν.

Ο Στάροστιν χαμογέλασε ελαφρά, ξερόβηξε και χαϊδεύοντας τα γένια του, με το ύφος του πλούσιου μουζίκου, αποκρίθηκε πως όσο για το ζήτημα αυτό, είναι σεβαστή η θέληση της κυράς. Που για να δοθεί η διαταγή να μη μπει ο γιος του στον κατάλογο των κληρωτών, πάει να πει πως ήταν άξιος για τη χάρη αυτή.

Κι όσο για τις χωρισμένες οικογένειες, ο Γεράσιμ αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Ντουτλόβ με την παρατήρηση πως θα έπρεπε να μην επιτρέπεται η μοιρασιά, όπως δεν επιτρεπόταν την εποχή που ζούσε ο μακαρίτης ο αφέντης, αλλιώς θα καταντήσουν να παίρνουν στο στρατό και τα μοναχοπαίδια.

- Μα τάχατες μοιραστήκανε, έτσι δα για γούστο; Έπρεπε και το έκαναν. Για ποιο λόγο τώρα να πάμε να τους καταστρέψουμε; - ακούστηκαν διάφορες φωνές των ενδιαφερομένων και τότε οι καβγατζήδες γίνηκαν υποστηριχτές του.

- Και του λόγου σου εξαγόρασε τον κληρωτό, αν δε γουστάρεις να το δεις ντυμένο. Το πουγκί σου είναι γερό! Είπε ο Ρεζούν στο Ντουτλόβ.

Ο Ντουτλόβ διπλώθηκε με μια κίνηση απελπισίας στο καφτάνι του και είπε με κακία.

- Μέτρησες, πρέπει, τα λεφτά μου συ, για να το λες. Ας προσμείνουμε να δούμε τι θα πει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς από μέρους της κυράς.

V. Ο Ποληκούσκα V. Polikuska

Σ' αυτό το αναμεταξύ, η συνέλευση χαλούσε κόσμο έξω από το γραφείο. Οι μουζίκοι ήταν σχεδόν όλοι παρόντες, κι όταν ο επιστάτης επήγε για την εισήγησή του στην κυρία, φόρεσαν τους σκούφους τους, και πιότερες φωνές ανακατώθηκαν στη συζήτηση, που ολοένα δυνάμωνε και πιο πολύ. Ένα αγκομαχητό από βαθιές φωνές, που κάπου-κάπου διακοπτόταν με πνιχτά, βραχνά ξεφωνητά, γέμιζε τον αέρα και το αγκομαχητό αυτό έφτανε, σαν τη βουή της θαλασσοταραχής, ίσαμε τα παράθυρα της κυρίας, προξενώντας της μια νευρική ταραχή, όμοια με κείνη που νιώθει κάποιος, με το κοντοζύγωμα της μπόρας.

Η κυρία αισθανόταν κάτι σαν φόβο και σαν ενόχληση. Όλο της φαινόταν πως όπου να 'ναι οι φωνές θα γινόταν πιο έντονες και πιο πολλές και κάτι θα συνέβαινε. «Σάμπως να μην μπορούν να γίνουν ολ' αυτά ήσυχα-ήσυχα, ειρηνικά, δίχως καυγάδες, δίχως ξεφωνητά, σκεφτόταν, σύμφωνα με το χριστιανικό νόμο, που διδάσκει την αδελφική αγάπη και την πραότητα».

Πολλές φωνές μίλησαν μεμιάς, μα πιότερο απ' όλους ξεφώνιζε ο Φεντόρ Ρεζούν, ο μαραγκός. Αυτός είχε δυο γιους και τα έβαζε με τους Ντουτλόβ. Ο γέρος Ντουτλόβ προσπαθούσε να δικαιολογηθεί. Προχώρησε λιγάκι ανάμεσα στο πλήθος, ενώ πρωτύτερα ήταν χωμένος κάπως παράμερα, και κινώντας πλατιά τα χέρια του, τραβώντας το γενάκι του μιλούσε με κόπο τόσο πολύ, που σίγουρα, κι ο ίδιος θα δυσκολευόταν πολύ να καταλάβει τα λεγόμενά του. Οι γιοι κι οι ανιψιοί, όλοι παλικάρια ένα κι ένα στέκονταν κοντά του έτσι που το έκαναν να μοιάζει με την κλώσα που προσπαθεί να σώσει τα παιδιά της από το γεράκι που τριγυρίζει.

Το γεράκι παράσταινε σε τούτη την περίσταση ο Ρεζούν, κι όχι μονάχα αυτός μα κι όλοι όσοι είχαν δυο ή και ένα, σχεδόν όλη η συνέλευση που χιμούσε να ριχτεί στα πουλιά της κλώσας. Το ζήτημα ήταν πως εδώ και τριάντα χρόνια πήραν στο στρατό τον αδελφό του Ντουτλόβ και για τούτο ο γέρος υποστήριζε τώρα, πως δεν έπρεπε να τον λογαριάζουν μ' αυτούς που είχαν τρεις γιους, παρά υπολογίζοντας τη στρατιωτική υπηρεσία του αδελφού του, να τον βάλουν μ' αυτούς που είχαν δυο γιους κι απ' αυτούς να τραβήξουν κλήρο, για τον τρίτο κληρωτό.

Άλλοι τέσσερεις ήταν της κατηγορίας του Ντουτλόβ, με τρεις γιους. Μα ο ένας ήταν πρόεδρος του χωριού κι αυτόν η κυρία τον απάλλαξε από τούτη την υποχρέωση. Από την άλλη οικογένεια πήγε κληρωτός την περασμένη επιστράτευση. Από τους άλλους δύο ορίστηκαν κιόλας ποιοι θα πήγαιναν κι ο ένας μάλιστα, μήτε καν ήρθε στη συνέλευση και μονάχα η γυναίκα του στεκόταν πικραμένη σε μια γωνιά, με την ακαθόριστη ελπίδα πως μπορούσε κάπως στο τέλος κάτι να γινόταν και να γλίτωνε από τούτη την κακοτυχία. Μα ο άλλος ο κοκκινοτρίχης Ρομάν, με κουρελιασμένο σακάκι, παρ' όλο που δεν ήταν φτωχός, στεκόταν κολλημένος στον εξώστη και με σκυμμένο το κεφάλι σώπαινε όλη την ώρα, μονάχα κάπου-κάπου γύριζε και κοίταζε προσεχτικά κείνο που μιλούσε πιο δυνατά, ύστερα πάλι ξανάσκυβε το κεφάλι τους. Κι όλη του η στάση, όλο του το ύφος έμοιαζαν σαν να τον βρήκε κιόλας συμφορά. Ο γέρος Σιεμιόν Ντουτλόβ ήταν ένας άνθρωπος που ο καθένας που τον ήξερε λιγάκι θα μπορούσε πρόθυμα να του εμπιστευτεί και εκατοντάδες ρούβλια. Ήταν ένας άνθρωπος μετρημένος, θεοφοβούμενος, καλός νοικοκύρης, και σ' επίμετρο, χρόνια τώρα, επίτροπος στην εκκλησία. Κι' αυτό αύξαινε το κύρος του.

Απεναντίας ο Ρεζούν ο μαραγκός, ήταν ένας άντρας ψηλός, μαύρος, καβγατζής, μεθύστακας, τολμηρός κι εξαιρετικά επιδέξιος στους καυγάδες και στις συζητήσεις όπου κι αν τύχαινε: μα στη συνέλευση, μα στην αγορά, και μ' οποιονδήποτε, τόσο με τους εργάτες και τους εμπόρους, όσο και με τους μουζίκους και τ' αφεντικά. Τώρα ήταν ήρεμος, δηκτικός κι απ' όλο το ύψος της κορμοστασιάς του, μ' όλη την ένταση της ηχηρής φωνής του και το ρητορικό ταλέντο του, πίεζε τον εκκλησιαστικό επίτροπο που μασούσε τα λόγια του και πνιγόταν και καταντούσε να τα χάνει κυριολεκτικά.

Στη συζήτηση έπαιρναν μέρος ακόμα ο Γαράσκα Καπίλοβ ένας από τους οπαδούς του Ρεζούν που άνηκε στην νεότερη γενιά και διακρινόταν πάντα για την τολμηρή του φράση, που χάρη σ' αυτή είχε κιόλας αποχτήσει κύρος στις συνελεύσεις του χωριού. Καθώς κι Φεντόρ Μελνίτσνι, ένας κιτρινιάρης, λιγνός, ψηλός με κυρτωμένες πλάτες μουζίκος, μάλλον νέος, μ' ανάρια γένια και μικρά ματάκια, πάντα γκρινιάρης πάντα κατσούφης, που σ' όλα εύρισκε αδιάκοπα την κακή άποψη και συχνά έφερνε σε δύσκολη θέση τη συνέλευση με τις απίθανες και απότομες ερωτήσεις του και τις παράξενες παρατηρήσεις του. Κι οι δυο αυτοί ομιλητές ήταν με το μέρος του Ρεζούν.

Εκτός απ' αυτούς ανακατωνόταν κάπου-κάπου και δυο φαφλατάδες: ο Χριπκόβ, με την καλόκαρδη φάτσα του και το στρογγυλό γενάκι του, που συνήθιζε να λέει ολοένα «έτσι που λες φίλε μου αγαπητέ» κι ο κοντούλης, με το πουλίσιο μουτράκι Ζιτκόβ, που συνήθιζε να λέει «και βγαίνει, αδερφάκια μου» καθώς αποτείνονταν γενικά και μιλούσε όμορφα, μα ολότελα αταίριαχτα με την περίπτωση.

Αυτοί οι δύο πότε-πότε έπαιρνα το μέρος του Ρεζούν, όμως κανένας δεν τους έδινε σημασία. Ήταν κι άλλοι σαν κι αυτούς, μα αυτοί οι δυο τρύπωναν ολοένα ανάμεσα στο πλήθος, ξεφώνιζαν πιο πολύ απ' όλους, τρομάζοντας την κυρία, λιγότερο απ' όλους τραβούσαν την προσοχή και, μεθυσμένοι από τη φασαρία και τις φωνές, παραδίνονται ολότελα στην απόλαυση να ακονίζουν τη γλώσσα τους.

Ήταν κι άλλοι πολλοί μουζίκοι με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες: λ.χ. οι γκρινιάρηδες, οι αξιόπρεποι, οι αδιάφοροι, οι κατατρεγμένοι, καθώς και πολλές γυναίκες πίσω από τους άντρες με τα ραβδάκια τους. Όμως, για όλους αυτούς θα σας διηγηθώ, αν θέλει ο Θεός, κάποια άλλη φορά. Το δε πλήθος απαρτιζόταν γενικά από τους μουζίκους που στέκονταν στη συνέλευση όπως και στην εκκλησία και κουβέντιαζαν παραπίσω ψιθυριστά για διάφορα πράγματα που τους ενδιέφεραν, ή περίμεναν σιωπηλοί, πότε θα έπαυαν να γκαρίζουν οι φωνακλάδες.

Ήταν ακόμη και οι πλούσιοι, που η συνέλευση δεν μπορούσε μήτε να προσθέσει μήτε ν' αφαιρέσει το παραμικρό στην αρχοντιά τους. Τέτοιος ήταν ο Γιερμίλ, με το πλατύ γυαλιστερό πρόσωπο, που οι μουζίκοι τον έλεγαν «κοιλαρά», γιατί ήταν πλούσιος. Κι άλλος ένας ο Στάροστιν, που στο πρόσωπό του ήταν απλωμένη η γεμάτη αυτοευχαρίστηση έκφραση της δύναμης: «Λέτε σεις ό,τι θέτε, όμως εμένα κανένας δεν κοιτάει να μ' αγγίξει. Τέσσερεις γιους έχω, μα ούτε ένας δεν πάει στο στρατό». Κάπου-κάπου τους ενοχλούσαν κι αυτούς οι τολμηροί σαν τον Ρεζούν και τον Καπίλοβ κι αυτοί τους αποκρίνονταν ήρεμα και κοφτά μ' όλη τη συναίσθηση της ατομικής τους αξίας. Αν ο Ντουτλόβ θύμιζε την κλώσα που είναι γεμάτη αγωνία άμα ξεφανεί κάποιο γεράκι, τα παλικάρια του, δε θύμιζαν καθόλου τα κλωσόπουλα της περίπτωσης αυτής: μήτε ταράζονταν μήτε ξεφώνιζαν, παρά στέκονταν ήσυχα-ήσυχα πίσωθέ του. Ο πρώτος, ο Ιγνάτ ήταν πια τριαντάρης. Ο δεύτερος ο Βασίλη, ήταν κι αυτός παντρεμένος, μα δεν έκανε για στρατεύσιμος. Ο τρίτος, ο ανιψιός του Ηλιούσκα, που πριν από λίγο καιρό είχε παντρευτεί, ξανθός και ροδοκόκκινος, στεκόταν καλοντυμένος και κοίταζε τον κόσμο, έξυνε κάπου-κάπου το σβέρκο του κάτω απ' το καπέλο του με μια αδιαφορία, σάμπως και να μην επρόκειτο γι' αυτόν, μολονότι αυτόν ακριβώς μάτιαζαν ν' αποσπάσουν από την κλώσα τα γεράκια.

- Επειδή, δηλαδή, ο παππούλης μου πήγε στρατιώτης στον καιρό του, πρέπει τώρα κι εγώ να γυρέψω απαλλαγή, έλεγε ο Ρεζούν. Όχι, αδερφάκι, τέτοιος νόμος δεν έγινε ακόμα. Την περασμένη φορά πήρανε το Μιχέιτς, που ο μπάρμπας του, ωστόσο, ακόμα δε γύρισε σπίτι.

- Εσένα μήτε ο μπαμπάς σου, μήτε κανένας από τους μπαρμπάδες σου υπηρετήσανε τον τσάρο, έλεγε ταυτόχρονα ο Ντουτλόβ, μα και συ, μήτε στ' αφεντικά υπηρέτησες, μήτε πουθενά, μονάχα μεθοκοπάς και τα παιδιά σου πήραν το καθένα το μερτικό του και χώρισαν από σένα. Κανένας δε μπορεί να κάνει μαζί σου. Μονάχα να μιλάς ξέρεις και να ορμηνεύεις άλλους, και να έχεις γνώμη για όλα. Μα εγώ δέκα χρόνια έκανα στο στρατό, επίτροπος στην εκκλησία είμαι, δυο φορές κάηκα, χωρίς να δω την παραμικρή βοήθεια από κανένα. Και τώρα πάτε να με καταστρέψετε, γιατί βλέπετε το σπιτικό μου να 'ναι ειρηνικό και τιμημένο; Να μου φέρετε πίσω τον αδελφό μου. Μπορεί κιόλας, ποιος ξέρει να έχει πεθάνει πια. Να κρίνετε σύμφωνα με την αλήθεια, σύμφωνα με το δίκιο του Θεού, χριστιανοί μου, κι όχι ν' ακούτε τα ψέματα των μεθυσμένων.

Ταυτόχρονα ο Γαράσκα έλεγε στον Ντουτλόβ:

- Όλο για τον αδερφό σου μας κοπανάς, όμως αυτόν δεν τον έκλεξε η συνέλευση, μα για την κακοριζικιά του τον στείλανε στο στρατό τ' αφεντικά. Κι έτσι, πάψε να μας τον λες.

Ο Γαράσκα δεν είχε ακόμα αποτελειώσει, και προβάλλοντας μπροστά ο ψηλός και κιτρινιάρης Φεντόρ Μελνίτσνι, άρχισε κατσουφιασμένος να λέει:

- Πάντα κάπως έτσι γίνεται. Τ' αφεντικά στέλνουν στο στρατό όποιον τους καπνίσει κι ύστερα βρίσκει η συνέλευση το μπελά της. Τώρα που η συνέλευση όρισε να πάει ο γιος σου και συ δε θες, παρακάλεσε την κυρά και κείνη μπορεί να προστάξει να πάω εγώ στη θέση, που δεν έχω μήτε παιδί, μήτε σκυλί. Κι ύστερα, έχουμε το νόμο, σου λέει ο άλλος, πρόσθεσε με κακία, και με περιφρονητική κίνηση του χεριού, ξαναπήρε την πρώτη του θέση.

Ο κοκκινοτρίχης Ρομάν, που θα έπαιρναν το γιο του, σήκωσε το κεφάλι και μουρμούρισε:

- Σωστά, σωστά! Κι από τη φούρκα του κάθισε στο σκαλοπάτι.

Όμως αυτές δεν ήταν όλες οι φωνές που μιλούσαν ταυτόχρονα. Εξόν από κείνους που στέκονταν παραπίσω και κουβέντιαζαν για τις ιδιωτικές τους υποθέσεις, κι οι φωνακλάδες δεν ξεχνούσαν το καθήκον τους.

- Ναι, ναι, χριστιανοί της συνέλευσης έλεγε ο κοντούλης Ζιτκόβ, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ντουτλόβ, η απόφαση πρέπει να παρθεί χριστιανικά. Που θα πει, αδερφάκια μου, πρέπει χριστιανικά να κρίνετε.

- Σύμφωνα με τη συνείδηση πρέπει να κρίνει η συνέλευση, φιλαράκο μου, έλεγε ο καλόκαρδος Χριπκόβ, υποστηρίζοντας τα λεγόμενα του Καπίλοβ και τραβώντας το Ντουτλόβ από το μανίκι, κείνη τη φορά ήταν το έτσι θέλω των αφεντικών κι όχι απόφαση της συνέλευσης.

- Σωστά! Σωστά! - έλεγαν πολλοί.

- Ποιος ειν' ο μεθύστακας που τσαμπουνάει ψευτιές; - αντίλεγε ο Ρεζούν. Μπας και με κέρασε πιοτό εσύ, ή ο γιος σου, που τον μαζεύουν ψόφιο απ' τους δρόμους και τώρα με λες μεθύστακα; Να μη χάνουμε την ώρα μας, αδέρφια. Πρέπει να παρθεί μια απόφαση. Αν θέλετε ν' απαλλάξετε το Ντουτλόβ, τότε ορίστε να πάει κάποιος από τους μοναχογιούς, κι ο γέρος θα τρίβει τα χεράκια του και θα κοροϊδεύει.

- Θα πάει ο Ντουτλόβ! Πάει τελείωσε!

- Σωστά! Κείνοι που έχουν τρεις γιους να τραβήξουν κλήρο, ακούστηκαν διάφορες φωνές.

- Να δούμε ακόμα τι θα πει η κυρά. Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς έλεγε πως μπορεί να δώσουν έναν από τους δουλοπάροικους, είπε κάποιος.

Η παρατήρηση αυτή σταμάτησε για λίγο τις λογομαχίες, μα σε λίγο ξανάρχισαν με πιότερη ορμή και κατάληξαν και πάλι στα προσωπικά.

Ο Ιγνάτ, που γι' αυτόν ο Ρεζούν είχε πει πως τον συμμάζευαν στουπί στο μεθύσι απ' τους δρόμους, άρχισε να κατηγορεί τον αντίπαλό του πως τάχα είχε κλέψει ένα πριόνι από περαστικούς μαραγκούς και πως ξυλοκοπούσε άγρια τη γυναίκα του, όντας μεθυσμένος, κάποτε μάλιστα κόντεψε να τη σκοτώσει.

Ο Ρεζούν αποκρίθηκε πως τη γυναίκα του τη δέρνει και νηστικός και μεθυσμένος και πάλι λίγο της είναι, και με τα λόγια του αυτά προκάλεσε τα γέλια ολονών. Μα όσο για το πριόνι, φουρκίστηκε απότομα, κοντοζύγωσε τον Ιγνάτ και του φώναξε:

- Ποιος το έκλεψε;

- Συ το έκλεψες, αποκρίθηκε θαρρετά ο γεροδεμένος Ιγνάτ σιμώνοντας τον πιότερο.

- Πώς είπες; Δεν ήσουνα συ; - ξελαρυγγιζόταν ο Ρεζούν.

- Α, μπα. Συ και πάλι συ! Επέμενε ο άλλος.

Μετά το πριόνι ακολούθησε φιλονικία για κάποιο κλεμμένο άλογο, για κάποια σακιά βρώμη, για κάποια λουρίδα λαχανόκηπου, για κάποιο νεκρό κορμί. Κι ήταν τόσο τρομερές οι κατηγορίες που ξεστόμιζαν οι δυο μουζίκοι, ο ένας στον άλλο, που και το ένα εκατοστό απ' όλες αν αλήθευε, θα έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο και τους δυο να τους είχαν καταδικάσει, το λιγότερο σε ισόβιο εκτοπισμό στη Σιβηρία.

Ο γερό-Ντουτλόβ, στο αναμεταξύ, βρήκε κάποιον άλλο τρόπο για να υποστηρίξει την άποψή του. Δεν του άρεσαν ο φωνές του γιου του. Προσπαθώντας να τον αναγκάσει να σωπάσει του έλεγε κάθε τόσο: «Πάψε, ειν' αμαρτία! Πάψε σου λέω!» και προσπαθούσε ν' αποδείξει πως δεν λογαριάζονται τρεις γιοι μονάχα κείνοι που μένουν μαζί με την πατρική οικογένεια, μα και κείνοι που έχουν χωρίσει το μερτικό τους. Και υπόδειξε σαν τέτοιον τον Στάροστιν.

Ο Στάροστιν χαμογέλασε ελαφρά, ξερόβηξε και χαϊδεύοντας τα γένια του, με το ύφος του πλούσιου μουζίκου, αποκρίθηκε πως όσο για το ζήτημα αυτό, είναι σεβαστή η θέληση της κυράς. Που για να δοθεί η διαταγή να μη μπει ο γιος του στον κατάλογο των κληρωτών, πάει να πει πως ήταν άξιος για τη χάρη αυτή.

Κι όσο για τις χωρισμένες οικογένειες, ο Γεράσιμ αντέκρουσε τα επιχειρήματα του Ντουτλόβ με την παρατήρηση πως θα έπρεπε να μην επιτρέπεται η μοιρασιά, όπως δεν επιτρεπόταν την εποχή που ζούσε ο μακαρίτης ο αφέντης, αλλιώς θα καταντήσουν να παίρνουν στο στρατό και τα μοναχοπαίδια.

- Μα τάχατες μοιραστήκανε, έτσι δα για γούστο; Έπρεπε και το έκαναν. Για ποιο λόγο τώρα να πάμε να τους καταστρέψουμε; - ακούστηκαν διάφορες φωνές των ενδιαφερομένων και τότε οι καβγατζήδες γίνηκαν υποστηριχτές του.

- Και του λόγου σου εξαγόρασε τον κληρωτό, αν δε γουστάρεις να το δεις ντυμένο. Το πουγκί σου είναι γερό! Είπε ο Ρεζούν στο Ντουτλόβ.

Ο Ντουτλόβ διπλώθηκε με μια κίνηση απελπισίας στο καφτάνι του και είπε με κακία.

- Μέτρησες, πρέπει, τα λεφτά μου συ, για να το λες. Ας προσμείνουμε να δούμε τι θα πει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς από μέρους της κυράς.