×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), V. Αφέντης και Δούλος

V. Αφέντης και Δούλος

Ο Βασίλη Αντρέιτς, προχώρησε με κόπο μέσα στο σκοτάδι να βρει το έλκηθρό του, μπήκε μέσα, και πήρε τα γκέμια.

- Τράβα μπροστά! - φώναξε του Πετρούσκα.

Ο νέος, γονατιστός μέσα στο έλκηθρό του, πήρε το δρόμο. Ο Μουχόρτη που από ώρα χλιμίντριζε νιώθοντας την παρουσία της φοράδας παραμπρός, όρμησε ξωπίσω κι έτσι τα δυο έλκηθρα βγήκαν στο δρόμο. Ξαναπέρασαν τον κεντρικό δρόμο του χωριού, μπροστά από την αυλή με τα απλωμένα ρούχα, μπροστά από το μακρόστενο αμπάρι που τώρα ήτανε σχεδόν ολόκληρο σκεπασμένο με το χιόνι κι από την σκεπή του ο αέρας το ξεσήκωνε πυκνό, πλάι από κείνα τα ίδια δέντρα που βούιζαν και σφύριζαν θλιμμένα και λύγιζαν στην ορμητική πνοή του και ξαναβρέθηκαν σε κείνη τη θάλασσα από χιόνι που αναταραζόταν ακατάσχετα από πάνω κι από κάτω. Ο αέρας ήτανε τόσο δυνατός, που όταν ερχόταν πλάγια έκανε τα έλκηθρα με τους ανθρώπους μέσα να γέρνουν στην πνοή του, καθώς και τ' άλογα. Ο Πετρούσκα τραβούσε μπροστά με γοργό ρυθμό χάρη στη γερή φοράδα του και ξεφώνιζε με κέφι. Ο Μουχόρτη ακλουθούσε.

Σαν προχώρησαν έτσι κάπου δέκα λεπτά, ο νέος στράφηκε και κάτι ξεφώνησε. Μα μήτε ο Βασίλη Αντρέιτς μήτε ο Νικήτα άκουσαν τι είπε, μάντεψαν όμως πως θα έφτασαν στη στροφή. Πραγματικά ο Πετρούσκα έστριψε δεξιά κι ο αέρας που τον είχανε πλάγια τους ήρθε φάτσα και ταυτόχρονα παρ' όλη την κοσμοχαλασιά του χιονιού διακρίθηκε κάτι να μαυρίζει δεξιά τους. Ήτανε τα χαμόδεντρα της στροφής.

- Και τώρα ο Θεός μαζί σας! - τους φώναξε ο νέος.

- Σ' ευχαριστούμε, Πετρούσκα.

- Η θύελλα κρύβει με καταχνιά τον ουρανό! - ξεφώνισε ο Πετρούσκα κι εξαφανίστηκε.

- Ποιητής, που μου κόπηκε! - παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς και προχώρησε.

- Καλό παλικάρι, μουζίκος σωστός, είπε ο Νικήτα. Τράβηξαν παραπέρα.

Ο Νικήτα κουκουλωμένος και με το κεφάλι χωμένο βαθιά στους ώμους, έτσι που τα ανάρια γένια του τυλίχτηκαν στο λαιμό του, καθόταν σιωπηλός, προσπαθώντας να διατηρήσει όσο πιο πολύ θα μπορούσε τη ζεστασιά που συγκέντρωσε πίνοντας το τσάι μέσα στο θερμασμένο δωμάτιο. Μπροστά του έβλεπε τις ίσιες γραμμές που σχημάτιζαν οι δυο ρυμοί, και που αδιάκοπα τον ξεγελούσαν γιατί τις έπαιρνε για πατημένο δρόμο, τα νώτα του Μουχόρτη που σάλευαν κι έκαναν να κινείται πέρα-δώθε η ουρά του σφιχτοδεμένη σε κόμπο και παραπέρα το κεφάλι του ζώου και το λαιμό με τη χαίτη που ανεμιζόταν. Κάπου-κάπου τύχαινε να διακρίνει κούτσουρα στημένα στις πλαγιές του δρόμου για σημάδια κι έτσι καταλάβαινε πως για την ώρα πήγαιναν καλά και ησύχαζε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς κρατούσε τα γκέμια, μα πιότερο άφηνε το άλογο στη δική του διάθεση για το πού να τραβήξει. Μα ο Μουχόρτη παρ' όλο που ξαπόστασε λιγάκι στο χωριό, έτρεχε άκεφα και κάπου-κάπου έστριβε από το δρόμο κι ο Βασίλη Αντρέιτς αναγκαζόταν να τον διορθώνει κάμποσες φορές. «Να δεξιά ένα σημάδι, να, κι άλλο, να, και τρίτο μετρούσε ο Βασίλη Αντρέιτς - και να, παραμπρός το δάσος - στοχάστηκε καθώς ξεχώρισε κάτι να μαυρίζει παραπέρα. Μα κείνο που πήρε για δάσος δεν ήτανε παρά κάποιο μικρό χαμόδεντρο. Προσπέρασαν το χαμόδεντρο, έκαναν καμιά εικοσαριά οργιές ακόμη, όμως δεν υπήρχε μήτε τέταρτο σημάδι, μήτε δάσος. «Όπου να 'ναι πρέπει να βρίσκεται το δάσος δω τριγύρω», σκεφτόταν ο Βασίλη Αντρέιτς και ξαναμμένος από τη βότκα και το τσάι, δίχως να σταματάει βίαζε το άλογο και κείνο καλό και υπάκουο καθώς ήτανε συμμορφωνόταν με τις προτροπές του και πότε πιο γρήγορα, πότε πιο αργά έτρεχε στην κατεύθυνση που του έδινε, παρ' όλο που ήξερε πως αυτή κάθε άλλο ήτανε παρά εκείνη που έπρεπε. Πέρασαν ίσαμε δέκα λεπτά και δάσος πουθενά δε φαινόταν.

- Πάλι τα μπερδέψαμε! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς και σταμάτησε το έλκηθρο.

Ο Νικήτα κατέβηκε αμίλητος από το έλκηθρο και συγκρατώντας το πανωφόρι του που ο αέρας πότε του το κολλούσε στο κορμί και πότε κόντευε να του τ' αρπάξει πάνωθέ του, τράβηξε ψάχνοντας μέσα στα χιόνια. Τριγύρισε από τη μια μεριά, τριγύρισε από την άλλη. Δυο τρεις φορές είχε ολότελα εξαφανιστεί. Τέλος γύρισε και πήρε τα γκέμια από τα χέρια του Βασίλη Αντρέιτς.

- Δεξιά πρέπει να τραβήξουμε, είπε με ύφος αυστηρό κι αποφασιστικό και έστριψε το αμάξι.

- Πάει καλά, το λοιπόν. Τράβα δεξιά, συμφώνησε ο Βασίλη Αντρέιτς παραδίνοντας τα γκέμια και κρύβοντας τα χέρια του, που είχανε ξεπαγιάσει, μέσα στα μανίκια του.

Ο Νικήτα δεν αποκρίθηκε.

- Έλα φιλαράκο μου, βάλε τα δυνατά σου, φώναξε στο άλογο, μα εκείνο παρ' όλη τη παρόρμηση που του έκαναν τα γκέμια, προχωρούσε πολύ αργά. Κάπου-κάπου το χιόνι έφτανε ίσαμε το γόνατο, κι αυτό δυσκόλευε πολύ τη μετακίνηση του έλκηθρου.

Ο Νικήτα πήρε το μαστίγι, που κρεμόταν μπροστά και τράβηξε μια του αλόγου. Το καλό ζώο που δεν ήταν συνηθισμένο σε μαστίγωμα, όρμησε και προχώρησε τρέχοντας, μα την ίδια στιγμή μετρίασε κάθε γρηγοράδα. Έτσι πέρα σαν κάπου πέντε λεπτά. Ήτανε τόσο το σκοτάδι και το χιόνι στροβιλιζόταν κι από πάνω κι από κάτω τόσο πυκνό, που συχνά δε μπορούσαν να διακρίνουν ούτε το κεφάλι του αλόγου. Πότε-πότε, νόμιζε κάποιος, πως το έλκηθρο έμενε ακίνητο και πως ο κάμπος ξέφευγε προς τα πίσω. Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε απότομα, νιώθοντας φαίνεται κάποια ανωμαλία παραπέρα. Ο Νικήτα πήδησε πάλι ανάλαφρα κάτω, παρατώντας τα γκέμια κι έτρεξε να δει τι έβλεπε το άλογο μπροστά του και σταμάτησε. Όμως μόλις έκανε να πατήσει ένα βήμα μπροστά στο Μουχόρτη, τα πόδια του γλίστρησαν και κατρακύλησε μέσα σε κάποιο γκρεμό.

- Για σταμάτα, για σταμάτα, έλεγε μέσα του στον εαυτό του, καθώς έπεφτε και προσπαθούσε να σταματήσει, όμως δεν κατόρθωσε πουθενά να κρατηθεί και σταμάτησε μονάχα όταν στηρίχτηκε πάνω στο παχύ στρώμα του χιονιού που είχε σωριαστεί μέσα στο γκρεμό.

Το χιόνι που είχε στοιβαχτεί στο χείλος του γκρεμού, αναταράχτηκε με το πέσιμο του Νικήτα και σκορπίστηκε πυκνό πάνω στο σβέρκο του.

- Κοίτα εκεί τι μου σκαρώνετε! - παρατήρησε επιτιμητικά ο Νικήτα μιλώντας στο χιονοσωρό και στο γκρεμό και τινάζοντας το χιόνι πάνωθέ του.

- Νικήτ! Ε, Νικήτ! - φώναζε από ψηλά ο Βασίλη Αντρέιτς. - Μα ο Νικήτα δεν αποκρινόταν. Δεν είχε καιρό για κουβέντες. Τίναζε πάνωθέ του τα χιόνια όσο μπορούσε, ύστερα έψαχνε για το μαστίγι που του έφυγε από τα χέρια καθώς έπεσε. Αφού βρήκε το μαστίγι δοκίμασε να ανέβει πάνω από την ίδια μεριά που κατρακύλησε, όμως στάθηκε αδύνατο. Όσο κι αν προσπάθησε, με το πρώτο βήμα που έκανε κουτρουβαλούσε πίσω κι έτσι αναγκάστηκε να προχωρήσει μέσα στο γκρεμό ώσπου να βρει κάπου μια έξοδο γι' απάνω. Με μεγάλο κόπο και σε απόσταση σχεδόν τρεις οργιές από το μέρος που είχε πέσει, κατάφερε να βγει αρκουδώντας στο ψήλωμα κι από κει, βαδίζοντας όλο στο χείλος του γκρεμού, τράβηξε κατά το σημείο, που έπρεπε να βρισκόταν το έλκηθρο. Δεν έβλεπε μήτε το άλογο μήτε το αμάξι, επειδή όμως είχε αντιμέτωπο τον αέρα, προτού τα διακρίνει, άκουσε τις φωνές του Βασίλη Αντρέιτς και τα χλιμιντρίσματα του Μουχόρτη που τον καλούσαν.

- Έφτασα, έφτασα, ε, πάψτε πια! - φώναξε ο Νικήτα.

Μονάχα σαν έφτασε πολύ κοντά, είδε το άλογο και δίπλα στο έλκηθρο, όρθιο τον Βασίλη Αντρέιτς, που του φάνηκε τεράστιος.

- Πού στο διάολο χάθηκες τόση ώρα; Πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Ας είναι και στο Γρίσκινο, έλεγε θυμωμένο τ' αφεντικό.

- Καλά θα ήταν, αν το μπορούσαμε. Μα από πού να πάμε τώρα; Εδώ πέρα ειν' ένας τόσος βαθύς γκρεμός που σαν πέσουμε μέσα πάμε χαμένοι. Πήρα μια τέτοια κουτρουβάλα που είδα κι έπαθα να βγω.

- Τι θα γίνει το λοιπόν; Δεν μπορούμε βέβαια να στεκόμαστε εδώ πέρα. Κάπου πρέπει να πάμε, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Ο Νικήτα δεν αποκρίθηκε λέξη. Κάθισε στο έλκηθρο με τη ράχη στον αέρα έβγαλε τα ποδήματά του που είχανε γεμίσει χιόνι, τα τίναξε καλά-καλά, ύστερα πήρε μια φουχτιά άχυρο και προσπάθησε να φράξει μ' αυτό από μέσα την τρύπα που είχε το αριστερό πόδημά του. Ο Βασίλη Αντρέιτς σώπαινε, σάμπως τώρα να παράδινε πια κάθε πρωτοβουλία στο Νικήτα. Σαν φόρεσε τα ποδήματά του ο Νικήτα, πέρασε πάλι τα γάντια του, πήρε το γκέμια στα χέρια και οδήγησε το άλογο παράπλευρα με το γκρεμό. Όμως δε πρόφτασαν να περάσουν μήτε εκατό βήματα και το άλογο σταμάτησε απότομα πάλι. Μπροστά του βρισκόταν άλλος γκρεμός.

Ο Νικήτα κατέβηκε πάλι κι έτρεξε να ψάξει μέσα στα χιόνια. Περιπλανήθηκε αρκετή ώρα. Στο τέλος ξεπρόβαλε στην αντίθετη μεριά από εκεί που ξεκίνησε.

- Αντρέιτς, είσαι ζωντανός; - έμπηξε μια φωνή.

- Εδώ! - του αποκρίθηκε ο Βασίλη Αντρέιτς. Λοιπόν; Λέγε.

- Τίποτα δε μπορώ να ξεχωρίσω είναι σκοτάδι. Κι όλο και κάτι ρεματιές, κάτι γκρεμοί. Πάλι θα πρέπει να τραβήξουμε κατά εκεί που φυσάει.

Ξεκίνησαν πάλι, και πάλι σταμάτησαν, και πάλι ο Νικήτα πηγαινοερχόταν άσκοπα μέσα στα χιόνια και δίχως αποτέλεσμα. Αυτό επαναλήφτηκε αρκετές φορές ώσπου στο τέλος σταμάτησε αποσταμένος κοντά στο έλκηθρο.

- Λοιπόν; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Απόστασα, δε μπορώ άλλο. Μα και τ' άλογο απόκανε κι αυτό.

- Και τώρα, τι θα γίνει;

- Μα να, στάσου.

Κι ο Νικήτα απομακρύνθηκε ξανά και πολύ σύντομα γύρισε.

- Κράτα καλά, κι ακολούθα με! - φώναξε ο Νικήτα, αδράχνοντας το Μουχόρτη, από το καπίστρι και σέρνοντας τον κάπου προς τα κάτω μέσα στα σωριασμένα χιόνια.

Το άλογο αντιστάθηκε στην αρχή, μα ύστερα με μια μεγάλη προσπάθεια όρμησε ελπίζοντας να τα πηδήξει, όμως δε τα κατάφερε γονάτισε μέσα σ' αυτά.

- Πήδα έξω! - φώναξε ο Νικήτα του Βασίλη Αντρέιτς που εξακολουθούσε να κάθεται στο έλκηθρο, κι ύστερα άδραξε το ένα ξύλο του ρυμού και προσπάθησε να φέρει το έλκηθρο πιο κοντά στο άλογο. Τα βρήκαμε κάπως ζόρικα, αδερφάκι, στράφηκε στο Μουχόρτη, μα τι να γίνει! Έλα, βάλε τα δυνατά σου, να σε χαρώ! Το άλογο έβαλε πάλι μια προσπάθεια, την επανάλαβε αμέσως, μα και πάλι δε τα κατάφερε και ξαναγονάτισε κι απόμεινε εκεί δα, σάμπως να έκανε κάποιο υπολογισμό.

- Πώς το έπαθες και δεν τα κατάφερες, αδερφάκι; - έλεγε ο Νικήτα του Μουχόρτη, έλα καλέ μου, άλλη μια φορά!

Πάλι ο Νικήτα βοηθούσε, τραβώντας το ένα ξύλου ρυμού κι ο Βασίλη Αντρέιτς το άλλο. Το άλογο κίνησε το κεφάλι του, ύστερα όρμησε απότομα.

- Έλα! Έλα! Δεν πρόκειται να πνιγείς! - του φώναζε ο Νικήτα.

- Ένα πήδημα δεύτερο, τρίτο και στο τέλος το άλογο ξεπήδησε τα σωριασμένα χιόνια και σταμάτησε βαριανασαίνοντας και τινάζοντας τα χιόνια πάνωθέ του. Ο Νικήτα ήθελε να τραβήξουν παραπέρα μα ο Βασίλη Αντρέιτς είχε τόσο απηυδήσει τυλιγμένος στις δυο γούνες του, που ήτανε αδύνατο να συνεχίσει και ρίχτηκε στο έλκηθρο.

- Άσε να πάρω ανάσα, είπε, λύνοντας το μαντίλι που μ' αυτό είχε δέσει το γιακά της γούνας του όταν ξεκίνησαν από το Γρίσκινο.

- Μπορώ μονάχος μου, μείνε ξαπλωμένος, ελόγου σου, είπε ο Νικήτα και με τ' αφεντικό ξαπλωμένο μέσα στο έλκηθρο έσυρε το άλογο από το χαλινό καμιά δεκαριά βήματα προς τα κάτω, ύστερα άλλα τόσο ανηφορικά και εκεί πέρα σταμάτησε. Το σημείο που σταμάτησε ο Νικήτα δε βρισκόταν σε βαθούλωμα, που η ορμή του αέρα σωριάζει το χιόνι εκεί μέσα μόνιμα και θα κινδύνευαν να καταπλακωθούν απ' αυτό ολότελα κι είχε το πλεονέχτημα από τη μια πλευρά να 'ναι κάπως προφυλαγμένο με την ανηφοριά που σχημάτιζε το χείλος του γκρεμού. Ήτανε στιγμές, που ο αέρας σάμπως να ησύχαζε λιγάκι, μα αυτό δε διαρκούσε πολύ και λες σαν, θέλοντας να αναπληρώσει τις στιγμές αυτές της ησυχίας, η θύελλα ξεσπούσε μετά, με δύναμη δεκαπλάσια και με πιότερη μανία ξέσκιζε και στριφογύριζε τα πάντα.

Μια τέτοια ορμητική πνοή του αέρα ξέσπασε ξαφνικά τη στιγμή, που ο Βασίλη Αντρέιτς αφού ξανάσανε, βγήκε από το έλκηθρο και πλησίασε το Νικήτα, για να συνεννοηθεί μαζί του τι θα έπρεπε να κάνουν. Κι οι δυο τους αυθόρμητα σκύψανε όσο μπορούσαν κι απόμειναν σιωπηλοί, ώσπου να καταπραΰνει ο αέρας. Ο Μουχόρτη και κείνος ζάρωνε μ' αδημονία τ' αυτιά και τίναζε το κεφάλι του. Μόλις κατασίγασε κάπως η ορμή της θύελλας, ο Νικήτα έβγαλε τα γάντια του, τα έχωσε στη ζώνη του, χουχούλισε τα ξεπαγιασμένα χέρια του κι άρχισε να ξεζεύει το άλογο.

- Τι κάνεις εκεί πέρα; - τον ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Το ξεζεύω τι άλλο να κάνω; Απόκαμα πια, αποκρίθηκε ο Νικήτα, σάμπως να ζητούσε συγνώμη,

- Δε θα μπορέσουμε τάχατες, κάπου να βγούμε;

- Σίγουρα όχι, μονάχα που θα βασανίσουμε άδικα το άλογο. Το καψερό κατάντησε χάλια, είπε ο Νικήτα δείχνοντας τα άλογο, που στεκόταν εκεί δα υπάκουο και για όλα έτοιμο κι ας ήτανε αποκαμωμένο από την κούραση και μουσκεμένο στον ιδρώτα από την υπερβολική προσπάθεια που έβαλε όλη την ώρα. Πρέπει να περάσουμε τη νύχτα μας πρόσθεσε λες κι ετοιμαζόταν να ξενυχτίσει σε κάποιο χάνι, και συνέχισε τη δουλειά του.

- Και δε θα παγώσουμε; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Και τι μ' αυτό; Αν είναι να παγώσουμε, όχι δε θα πούμε, είπε φιλοσοφικά ο Νικήτα.


V. Αφέντης και Δούλος V. Amo y siervo

Ο Βασίλη Αντρέιτς, προχώρησε με κόπο μέσα στο σκοτάδι να βρει το έλκηθρό του, μπήκε μέσα, και πήρε τα γκέμια.

- Τράβα μπροστά! - φώναξε του Πετρούσκα.

Ο νέος, γονατιστός μέσα στο έλκηθρό του, πήρε το δρόμο. Ο Μουχόρτη που από ώρα χλιμίντριζε νιώθοντας την παρουσία της φοράδας παραμπρός, όρμησε ξωπίσω κι έτσι τα δυο έλκηθρα βγήκαν στο δρόμο. Ξαναπέρασαν τον κεντρικό δρόμο του χωριού, μπροστά από την αυλή με τα απλωμένα ρούχα, μπροστά από το μακρόστενο αμπάρι που τώρα ήτανε σχεδόν ολόκληρο σκεπασμένο με το χιόνι κι από την σκεπή του ο αέρας το ξεσήκωνε πυκνό, πλάι από κείνα τα ίδια δέντρα που βούιζαν και σφύριζαν θλιμμένα και λύγιζαν στην ορμητική πνοή του και ξαναβρέθηκαν σε κείνη τη θάλασσα από χιόνι που αναταραζόταν ακατάσχετα από πάνω κι από κάτω. Ο αέρας ήτανε τόσο δυνατός, που όταν ερχόταν πλάγια έκανε τα έλκηθρα με τους ανθρώπους μέσα να γέρνουν στην πνοή του, καθώς και τ' άλογα. Ο Πετρούσκα τραβούσε μπροστά με γοργό ρυθμό χάρη στη γερή φοράδα του και ξεφώνιζε με κέφι. Ο Μουχόρτη ακλουθούσε.

Σαν προχώρησαν έτσι κάπου δέκα λεπτά, ο νέος στράφηκε και κάτι ξεφώνησε. Μα μήτε ο Βασίλη Αντρέιτς μήτε ο Νικήτα άκουσαν τι είπε, μάντεψαν όμως πως θα έφτασαν στη στροφή. Πραγματικά ο Πετρούσκα έστριψε δεξιά κι ο αέρας που τον είχανε πλάγια τους ήρθε φάτσα και ταυτόχρονα παρ' όλη την κοσμοχαλασιά του χιονιού διακρίθηκε κάτι να μαυρίζει δεξιά τους. Ήτανε τα χαμόδεντρα της στροφής.

- Και τώρα ο Θεός μαζί σας! - τους φώναξε ο νέος.

- Σ' ευχαριστούμε, Πετρούσκα.

- Η θύελλα κρύβει με καταχνιά τον ουρανό! - ξεφώνισε ο Πετρούσκα κι εξαφανίστηκε.

- Ποιητής, που μου κόπηκε! - παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς και προχώρησε.

- Καλό παλικάρι, μουζίκος σωστός, είπε ο Νικήτα. Τράβηξαν παραπέρα.

Ο Νικήτα κουκουλωμένος και με το κεφάλι χωμένο βαθιά στους ώμους, έτσι που τα ανάρια γένια του τυλίχτηκαν στο λαιμό του, καθόταν σιωπηλός, προσπαθώντας να διατηρήσει όσο πιο πολύ θα μπορούσε τη ζεστασιά που συγκέντρωσε πίνοντας το τσάι μέσα στο θερμασμένο δωμάτιο. Μπροστά του έβλεπε τις ίσιες γραμμές που σχημάτιζαν οι δυο ρυμοί, και που αδιάκοπα τον ξεγελούσαν γιατί τις έπαιρνε για πατημένο δρόμο, τα νώτα του Μουχόρτη που σάλευαν κι έκαναν να κινείται πέρα-δώθε η ουρά του σφιχτοδεμένη σε κόμπο και παραπέρα το κεφάλι του ζώου και το λαιμό με τη χαίτη που ανεμιζόταν. Κάπου-κάπου τύχαινε να διακρίνει κούτσουρα στημένα στις πλαγιές του δρόμου για σημάδια κι έτσι καταλάβαινε πως για την ώρα πήγαιναν καλά και ησύχαζε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς κρατούσε τα γκέμια, μα πιότερο άφηνε το άλογο στη δική του διάθεση για το πού να τραβήξει. Μα ο Μουχόρτη παρ' όλο που ξαπόστασε λιγάκι στο χωριό, έτρεχε άκεφα και κάπου-κάπου έστριβε από το δρόμο κι ο Βασίλη Αντρέιτς αναγκαζόταν να τον διορθώνει κάμποσες φορές. «Να δεξιά ένα σημάδι, να, κι άλλο, να, και τρίτο μετρούσε ο Βασίλη Αντρέιτς - και να, παραμπρός το δάσος - στοχάστηκε καθώς ξεχώρισε κάτι να μαυρίζει παραπέρα. Μα κείνο που πήρε για δάσος δεν ήτανε παρά κάποιο μικρό χαμόδεντρο. Προσπέρασαν το χαμόδεντρο, έκαναν καμιά εικοσαριά οργιές ακόμη, όμως δεν υπήρχε μήτε τέταρτο σημάδι, μήτε δάσος. «Όπου να 'ναι πρέπει να βρίσκεται το δάσος δω τριγύρω», σκεφτόταν ο Βασίλη Αντρέιτς και ξαναμμένος από τη βότκα και το τσάι, δίχως να σταματάει βίαζε το άλογο και κείνο καλό και υπάκουο καθώς ήτανε συμμορφωνόταν με τις προτροπές του και πότε πιο γρήγορα, πότε πιο αργά έτρεχε στην κατεύθυνση που του έδινε, παρ' όλο που ήξερε πως αυτή κάθε άλλο ήτανε παρά εκείνη που έπρεπε. Πέρασαν ίσαμε δέκα λεπτά και δάσος πουθενά δε φαινόταν.

- Πάλι τα μπερδέψαμε! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς και σταμάτησε το έλκηθρο.

Ο Νικήτα κατέβηκε αμίλητος από το έλκηθρο και συγκρατώντας το πανωφόρι του που ο αέρας πότε του το κολλούσε στο κορμί και πότε κόντευε να του τ' αρπάξει πάνωθέ του, τράβηξε ψάχνοντας μέσα στα χιόνια. Τριγύρισε από τη μια μεριά, τριγύρισε από την άλλη. Δυο τρεις φορές είχε ολότελα εξαφανιστεί. Τέλος γύρισε και πήρε τα γκέμια από τα χέρια του Βασίλη Αντρέιτς.

- Δεξιά πρέπει να τραβήξουμε, είπε με ύφος αυστηρό κι αποφασιστικό και έστριψε το αμάξι.

- Πάει καλά, το λοιπόν. Τράβα δεξιά, συμφώνησε ο Βασίλη Αντρέιτς παραδίνοντας τα γκέμια και κρύβοντας τα χέρια του, που είχανε ξεπαγιάσει, μέσα στα μανίκια του.

Ο Νικήτα δεν αποκρίθηκε.

- Έλα φιλαράκο μου, βάλε τα δυνατά σου, φώναξε στο άλογο, μα εκείνο παρ' όλη τη παρόρμηση που του έκαναν τα γκέμια, προχωρούσε πολύ αργά. Κάπου-κάπου το χιόνι έφτανε ίσαμε το γόνατο, κι αυτό δυσκόλευε πολύ τη μετακίνηση του έλκηθρου.

Ο Νικήτα πήρε το μαστίγι, που κρεμόταν μπροστά και τράβηξε μια του αλόγου. Το καλό ζώο που δεν ήταν συνηθισμένο σε μαστίγωμα, όρμησε και προχώρησε τρέχοντας, μα την ίδια στιγμή μετρίασε κάθε γρηγοράδα. Έτσι πέρα σαν κάπου πέντε λεπτά. Ήτανε τόσο το σκοτάδι και το χιόνι στροβιλιζόταν κι από πάνω κι από κάτω τόσο πυκνό, που συχνά δε μπορούσαν να διακρίνουν ούτε το κεφάλι του αλόγου. Πότε-πότε, νόμιζε κάποιος, πως το έλκηθρο έμενε ακίνητο και πως ο κάμπος ξέφευγε προς τα πίσω. Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε απότομα, νιώθοντας φαίνεται κάποια ανωμαλία παραπέρα. Ο Νικήτα πήδησε πάλι ανάλαφρα κάτω, παρατώντας τα γκέμια κι έτρεξε να δει τι έβλεπε το άλογο μπροστά του και σταμάτησε. Όμως μόλις έκανε να πατήσει ένα βήμα μπροστά στο Μουχόρτη, τα πόδια του γλίστρησαν και κατρακύλησε μέσα σε κάποιο γκρεμό.

- Για σταμάτα, για σταμάτα, έλεγε μέσα του στον εαυτό του, καθώς έπεφτε και προσπαθούσε να σταματήσει, όμως δεν κατόρθωσε πουθενά να κρατηθεί και σταμάτησε μονάχα όταν στηρίχτηκε πάνω στο παχύ στρώμα του χιονιού που είχε σωριαστεί μέσα στο γκρεμό.

Το χιόνι που είχε στοιβαχτεί στο χείλος του γκρεμού, αναταράχτηκε με το πέσιμο του Νικήτα και σκορπίστηκε πυκνό πάνω στο σβέρκο του.

- Κοίτα εκεί τι μου σκαρώνετε! - παρατήρησε επιτιμητικά ο Νικήτα μιλώντας στο χιονοσωρό και στο γκρεμό και τινάζοντας το χιόνι πάνωθέ του.

- Νικήτ! Ε, Νικήτ! - φώναζε από ψηλά ο Βασίλη Αντρέιτς. - Μα ο Νικήτα δεν αποκρινόταν. Δεν είχε καιρό για κουβέντες. Τίναζε πάνωθέ του τα χιόνια όσο μπορούσε, ύστερα έψαχνε για το μαστίγι που του έφυγε από τα χέρια καθώς έπεσε. Αφού βρήκε το μαστίγι δοκίμασε να ανέβει πάνω από την ίδια μεριά που κατρακύλησε, όμως στάθηκε αδύνατο. Όσο κι αν προσπάθησε, με το πρώτο βήμα που έκανε κουτρουβαλούσε πίσω κι έτσι αναγκάστηκε να προχωρήσει μέσα στο γκρεμό ώσπου να βρει κάπου μια έξοδο γι' απάνω. Με μεγάλο κόπο και σε απόσταση σχεδόν τρεις οργιές από το μέρος που είχε πέσει, κατάφερε να βγει αρκουδώντας στο ψήλωμα κι από κει, βαδίζοντας όλο στο χείλος του γκρεμού, τράβηξε κατά το σημείο, που έπρεπε να βρισκόταν το έλκηθρο. Δεν έβλεπε μήτε το άλογο μήτε το αμάξι, επειδή όμως είχε αντιμέτωπο τον αέρα, προτού τα διακρίνει, άκουσε τις φωνές του Βασίλη Αντρέιτς και τα χλιμιντρίσματα του Μουχόρτη που τον καλούσαν.

- Έφτασα, έφτασα, ε, πάψτε πια! - φώναξε ο Νικήτα.

Μονάχα σαν έφτασε πολύ κοντά, είδε το άλογο και δίπλα στο έλκηθρο, όρθιο τον Βασίλη Αντρέιτς, που του φάνηκε τεράστιος.

- Πού στο διάολο χάθηκες τόση ώρα; Πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Ας είναι και στο Γρίσκινο, έλεγε θυμωμένο τ' αφεντικό.

- Καλά θα ήταν, αν το μπορούσαμε. Μα από πού να πάμε τώρα; Εδώ πέρα ειν' ένας τόσος βαθύς γκρεμός που σαν πέσουμε μέσα πάμε χαμένοι. Πήρα μια τέτοια κουτρουβάλα που είδα κι έπαθα να βγω.

- Τι θα γίνει το λοιπόν; Δεν μπορούμε βέβαια να στεκόμαστε εδώ πέρα. Κάπου πρέπει να πάμε, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Ο Νικήτα δεν αποκρίθηκε λέξη. Κάθισε στο έλκηθρο με τη ράχη στον αέρα έβγαλε τα ποδήματά του που είχανε γεμίσει χιόνι, τα τίναξε καλά-καλά, ύστερα πήρε μια φουχτιά άχυρο και προσπάθησε να φράξει μ' αυτό από μέσα την τρύπα που είχε το αριστερό πόδημά του. Ο Βασίλη Αντρέιτς σώπαινε, σάμπως τώρα να παράδινε πια κάθε πρωτοβουλία στο Νικήτα. Σαν φόρεσε τα ποδήματά του ο Νικήτα, πέρασε πάλι τα γάντια του, πήρε το γκέμια στα χέρια και οδήγησε το άλογο παράπλευρα με το γκρεμό. Όμως δε πρόφτασαν να περάσουν μήτε εκατό βήματα και το άλογο σταμάτησε απότομα πάλι. Μπροστά του βρισκόταν άλλος γκρεμός.

Ο Νικήτα κατέβηκε πάλι κι έτρεξε να ψάξει μέσα στα χιόνια. Περιπλανήθηκε αρκετή ώρα. Στο τέλος ξεπρόβαλε στην αντίθετη μεριά από εκεί που ξεκίνησε.

- Αντρέιτς, είσαι ζωντανός; - έμπηξε μια φωνή.

- Εδώ! - του αποκρίθηκε ο Βασίλη Αντρέιτς. Λοιπόν; Λέγε.

- Τίποτα δε μπορώ να ξεχωρίσω είναι σκοτάδι. Κι όλο και κάτι ρεματιές, κάτι γκρεμοί. Πάλι θα πρέπει να τραβήξουμε κατά εκεί που φυσάει.

Ξεκίνησαν πάλι, και πάλι σταμάτησαν, και πάλι ο Νικήτα πηγαινοερχόταν άσκοπα μέσα στα χιόνια και δίχως αποτέλεσμα. Αυτό επαναλήφτηκε αρκετές φορές ώσπου στο τέλος σταμάτησε αποσταμένος κοντά στο έλκηθρο.

- Λοιπόν; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Απόστασα, δε μπορώ άλλο. Μα και τ' άλογο απόκανε κι αυτό.

- Και τώρα, τι θα γίνει;

- Μα να, στάσου.

Κι ο Νικήτα απομακρύνθηκε ξανά και πολύ σύντομα γύρισε.

- Κράτα καλά, κι ακολούθα με! - φώναξε ο Νικήτα, αδράχνοντας το Μουχόρτη, από το καπίστρι και σέρνοντας τον κάπου προς τα κάτω μέσα στα σωριασμένα χιόνια.

Το άλογο αντιστάθηκε στην αρχή, μα ύστερα με μια μεγάλη προσπάθεια όρμησε ελπίζοντας να τα πηδήξει, όμως δε τα κατάφερε γονάτισε μέσα σ' αυτά.

- Πήδα έξω! - φώναξε ο Νικήτα του Βασίλη Αντρέιτς που εξακολουθούσε να κάθεται στο έλκηθρο, κι ύστερα άδραξε το ένα ξύλο του ρυμού και προσπάθησε να φέρει το έλκηθρο πιο κοντά στο άλογο. Τα βρήκαμε κάπως ζόρικα, αδερφάκι, στράφηκε στο Μουχόρτη, μα τι να γίνει! Έλα, βάλε τα δυνατά σου, να σε χαρώ! Το άλογο έβαλε πάλι μια προσπάθεια, την επανάλαβε αμέσως, μα και πάλι δε τα κατάφερε και ξαναγονάτισε κι απόμεινε εκεί δα, σάμπως να έκανε κάποιο υπολογισμό.

- Πώς το έπαθες και δεν τα κατάφερες, αδερφάκι; - έλεγε ο Νικήτα του Μουχόρτη, έλα καλέ μου, άλλη μια φορά!

Πάλι ο Νικήτα βοηθούσε, τραβώντας το ένα ξύλου ρυμού κι ο Βασίλη Αντρέιτς το άλλο. Το άλογο κίνησε το κεφάλι του, ύστερα όρμησε απότομα.

- Έλα! Έλα! Δεν πρόκειται να πνιγείς! - του φώναζε ο Νικήτα.

- Ένα πήδημα δεύτερο, τρίτο και στο τέλος το άλογο ξεπήδησε τα σωριασμένα χιόνια και σταμάτησε βαριανασαίνοντας και τινάζοντας τα χιόνια πάνωθέ του. Ο Νικήτα ήθελε να τραβήξουν παραπέρα μα ο Βασίλη Αντρέιτς είχε τόσο απηυδήσει τυλιγμένος στις δυο γούνες του, που ήτανε αδύνατο να συνεχίσει και ρίχτηκε στο έλκηθρο.

- Άσε να πάρω ανάσα, είπε, λύνοντας το μαντίλι που μ' αυτό είχε δέσει το γιακά της γούνας του όταν ξεκίνησαν από το Γρίσκινο.

- Μπορώ μονάχος μου, μείνε ξαπλωμένος, ελόγου σου, είπε ο Νικήτα και με τ' αφεντικό ξαπλωμένο μέσα στο έλκηθρο έσυρε το άλογο από το χαλινό καμιά δεκαριά βήματα προς τα κάτω, ύστερα άλλα τόσο ανηφορικά και εκεί πέρα σταμάτησε. Το σημείο που σταμάτησε ο Νικήτα δε βρισκόταν σε βαθούλωμα, που η ορμή του αέρα σωριάζει το χιόνι εκεί μέσα μόνιμα και θα κινδύνευαν να καταπλακωθούν απ' αυτό ολότελα κι είχε το πλεονέχτημα από τη μια πλευρά να 'ναι κάπως προφυλαγμένο με την ανηφοριά που σχημάτιζε το χείλος του γκρεμού. Ήτανε στιγμές, που ο αέρας σάμπως να ησύχαζε λιγάκι, μα αυτό δε διαρκούσε πολύ και λες σαν, θέλοντας να αναπληρώσει τις στιγμές αυτές της ησυχίας, η θύελλα ξεσπούσε μετά, με δύναμη δεκαπλάσια και με πιότερη μανία ξέσκιζε και στριφογύριζε τα πάντα.

Μια τέτοια ορμητική πνοή του αέρα ξέσπασε ξαφνικά τη στιγμή, που ο Βασίλη Αντρέιτς αφού ξανάσανε, βγήκε από το έλκηθρο και πλησίασε το Νικήτα, για να συνεννοηθεί μαζί του τι θα έπρεπε να κάνουν. Κι οι δυο τους αυθόρμητα σκύψανε όσο μπορούσαν κι απόμειναν σιωπηλοί, ώσπου να καταπραΰνει ο αέρας. Ο Μουχόρτη και κείνος ζάρωνε μ' αδημονία τ' αυτιά και τίναζε το κεφάλι του. Μόλις κατασίγασε κάπως η ορμή της θύελλας, ο Νικήτα έβγαλε τα γάντια του, τα έχωσε στη ζώνη του, χουχούλισε τα ξεπαγιασμένα χέρια του κι άρχισε να ξεζεύει το άλογο.

- Τι κάνεις εκεί πέρα; - τον ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Το ξεζεύω τι άλλο να κάνω; Απόκαμα πια, αποκρίθηκε ο Νικήτα, σάμπως να ζητούσε συγνώμη,

- Δε θα μπορέσουμε τάχατες, κάπου να βγούμε;

- Σίγουρα όχι, μονάχα που θα βασανίσουμε άδικα το άλογο. Το καψερό κατάντησε χάλια, είπε ο Νικήτα δείχνοντας τα άλογο, που στεκόταν εκεί δα υπάκουο και για όλα έτοιμο κι ας ήτανε αποκαμωμένο από την κούραση και μουσκεμένο στον ιδρώτα από την υπερβολική προσπάθεια που έβαλε όλη την ώρα. Πρέπει να περάσουμε τη νύχτα μας πρόσθεσε λες κι ετοιμαζόταν να ξενυχτίσει σε κάποιο χάνι, και συνέχισε τη δουλειά του.

- Και δε θα παγώσουμε; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Και τι μ' αυτό; Αν είναι να παγώσουμε, όχι δε θα πούμε, είπε φιλοσοφικά ο Νικήτα.