×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Χ. Αφέντης και Δούλος

Χ. Αφέντης και Δούλος

Κοντά τα ξημερώματα ο Νικήτα ξύπνησε. Τον ξύπνησε η κρυάδα, που άρχισε να νιώθει ν' απλώνεται στη ράχη του. Έβλεπε όνειρο, πως τάχα γύριζε από το μύλο μ' ένα κάρο φορτωμένο αλεύρι του αφεντικού και καθώς περνούσε κάποιο ρέμα το κάρο ξέφυγε από το γεφυράκι και βρέθηκε μέσα στο ρέμα. Κι αυτός χώθηκε κατ' απ' το κάρο και προσπαθούσε να το ανασηκώσει με τις πλάτες του. Μα πράγμα περίεργο! Το κάρο δεν μετακινιόταν, παρά κόλλησε πάνω στη ράχη του και πια δε μπορούσε να το ανασηκώσει, μήτε ο ίδιος να βγει κάτωθέ του. Το αφόρητο κείνο βάρος πίεζε οδυνηρά τη μέση του. Και κρύωνε πολύ! Οπωσδήποτε, έπρεπε να ξεμπλέξει. «Έλα, φτάνει πια λέει ο Νικήτα κεινού, που με το κάρο του πίεζε την πλάτη. Βγάλε κάμποσα σακιά!». Όμως το κάρο τον πίεζε όλο και πιο παγερά και ξαφνικά κάποιος κρότος ξέχωρος ακούγεται και τον ξυπνάει. Κι ο Νικήτα ξυπνάει και τ' αναθυμάται όλα. Το παγερό, βαρύ φορτίο είναι το νεκρό αφεντικό, που ξεπάγιασε, ξαπλωμένο πάνω του. Και κείνος ο κρότος ήτανε δυο χτυπήματα που κατάφερε ο Μουχόρτη με την οπλή του πάνω στο έλκηθρο.

- Αντρέιτς, ε Αντρέιτς! Καλεί με φωνή σιγανή και με πολλή προσοχή ο Νικήτα, που προαισθάνεται την αλήθεια και τεντώνεται.

Μα ο Αντρέιτς δεν αποκρίνεται, κι η κοιλιά του και τα πόδια του είναι παγωμένα, και βαριά σαν σιδερένια.

- Ξεψύχησε, φαίνεται. Θεός σχωρέστον σκέφτεται ο Νικήτα.

Γυρίζει το κεφάλι του, απομακρύνει όσο μπορεί τα χιόνια από μπροστά του κι ανοίγει τα μάτια του. Άρχισε πια να ξημερώνει. Το ίδιο σφύριζε ο αέρας και το ίδιο πάντα σαν και πρώτα χιόνιζε. Με μόνη τη διαφορά πως τώρα το χιόνι δεν εύρισκε πια τη σιδερένια ράχη του αμαξιού, παρά αθόρυβα το πασπάλιζε ολόκληρο, καθώς και τ' άλογο, σωριαζόταν όλο και πιο ψηλά, τόσο, που μήτε καμιά κίνηση, μήτε η ανάσα του ζώου ακουγόταν πια.

- Θα πρέπει να ξεπάγιασε κι αυτό το καψερό, στοχάζεται ο Νικήτα για το Μουχόρτη. Και πραγματικά, κείνα τα χτυπήματα που τον ξύπνησαν, ήταν η αγωνιώδικη προσπάθεια του ζώου, που πεθαίνοντας, θέλησε να μπορέσει να στηριχτεί ακόμα στα ξεπαγιασμένα πόδια του και τώρα πια ήτανε αναίσθητο.

- Θεέ μου παντοδύναμε, τώρα φαίνεται, θα καλέσεις και μένα, είπε μέσα του ο Νικήτα. Ας γίνει το θέλημά σου το άγιο. Μα ωστόσο είναι πικρός ο πόνος. Μα τι να γίνει; Δυο θάνατοι δε γίνονται ποτέ και τον ένα δε μπορεί δα κάποιος να τον αποφύγει, λέει η παροιμία. Φτάνει μονάχα να μην αργοπορεί...

Κι ο Νικήτα, κρύβει πάλι το χέρι και ξανακλείνει τα μάτια, πεισμένος πλέρια πως τώρα πια σίγουρα θα πεθάνει στ' αλήθεια. Και το μεσημέρι πια της άλλη ημέρας, οι μουζίκοι ξέθαψαν με τα φτυάρια το Βασίλη Αντρέιτς και το Νικήτα σε μια απόσταση 30 οργιές πέρα από το δρόμο κι ενάμιση βέρστι από το χωριό.

Το χιόνι είχε σκεπάσει ολότελα το έλκηθρο, μα τα κοντάρια και το δεμένο μαντίλι στο ένα απ' αυτά, διακρίνονταν ακόμα. Ο Μουχόρτη χωμένος ίσαμε την κοιλιά μέσα στο χιόνι, με την κάπα και το σέλμα στραβά τραβηγμένα πάνωθέ του, στεκόταν ακίνητος και καταχιονισμένος με το κεφάλι του σκυμμένο χαμηλά. Κρυσταλλάκια πάγου κρέμονταν από τα νεκρά ρουθούνια του καθώς κι από τα κλειστά μάτια του που θα έλεγε κανείς πως ήτανε δάκρυα. Μέσα στο διάστημα μιας νύχτας είχε τόσο πολύ αδυνατίσει, που απόμεινε πετσί και κόκαλα. Ο Βασίλη Αντρέιτς κειτόταν βαρύς και παγωμένος. Τα πόδια του τεντωμένα έμεναν ακίνητα. Τα γουρλωμένα, γερακίσια μάτια του ήτανε κλειστά και το μισάνοιχτο στόμα του, κάτω από το ψαλιδισμένο μουστάκι γεμάτο χιόνι. Μα ο Νικήτα ήτανε ζωντανός παρ' όλα τα ξεπαγιάσματά του. 'Οταν τον ξύπνησαν είχε την έντονη εντύπωση πως τώρα πια πέθανε στ' αλήθεια και πως ολ' αυτά που του συνέβαιναν τώρα, γίνονται όχι σε τούτο τον κόσμο, μα στον άλλον. Όμως όταν άκουσε τα ξεφωνητά των μουζίκων, που τον ξεπαράχωναν μεσ' απ' τα χιόνια, και που παίρνανε πάνωθέ του το νεκρό Βασίλη Αντρέιτς, στην αρχή απόρησε που και στον άλλο κόσμο το ίδιο ξεφωνίζουν οι μουζίκοι και πως το κορμί του ανθρώπου παραμένει το ίδιο. Και σαν κατάλαβε με τα πολλά πως βρίσκεται σε τούτον το κόσμο, μάλλον δυσαρεστήθηκε γι' αυτό αντίς να χαρεί, προπάντων όταν αισθάνθηκε να 'ναι αναίσθητα τα δάχτυλα και των δυο ποδιών του.

Δυο μήνες έμεινε ο Νικήτα στο νοσοκομείο. Οι γιατροί του ακρωτηρίασαν τρία δάχτυλα, μα τα υπόλοιπα θεραπεύτηκαν κι έτσι μπορούσε ακόμα να δουλέψει. Έζησε και δούλεψε άλλα είκοσι χρόνια. Αρχικά σαν εργάτης, και στα γεράματά του σαν φύλακας. Και μονάχα φέτος πέθανε σπίτι του, έτσι που το πεθυμούσε, κάτω από τα εικονίσματα και μ' αναμμένο τ' αγιοκέρι στα χέρια του. Προτού ξεψυχήσει, ζήτησε συγνώμη από τη γριά του και με τη σειρά του τη συχώρεσε για το βαρελά, αποχαιρέτισε το γιο του και τ' εγγόνια του και πέθανε κατευχαριστημένος που απάλλαξε το γιο και τη νύφη του από το φορτίο του παραπανίσιου τρόφιμου μα, το κυριότερο, γιατί περνούσε από τούτη τη βαρετή ζωή σε κείνην την άλλη, που με τον κάθε χρόνο και την κάθε ώρα που περνούσε του γινόταν πιο κατανοητή και πιο ελκυστική.

Να τα βρήκε τάχα εκεί πέρα που πήγε τώρα, καλύτερα ή χειρότερα ύστερ' από τούτον, τον πραγματικό θάνατο; Να ξύπνησε; Ν' απογοητεύτηκε ή να βρήκε κείνο που ποθούσε; Αυτό όλοι μας γρήγορα θα το μάθουμε.


Χ. Αφέντης και Δούλος Χ. Amo y criado

Κοντά τα ξημερώματα ο Νικήτα ξύπνησε. Τον ξύπνησε η κρυάδα, που άρχισε να νιώθει ν' απλώνεται στη ράχη του. Έβλεπε όνειρο, πως τάχα γύριζε από το μύλο μ' ένα κάρο φορτωμένο αλεύρι του αφεντικού και καθώς περνούσε κάποιο ρέμα το κάρο ξέφυγε από το γεφυράκι και βρέθηκε μέσα στο ρέμα. Κι αυτός χώθηκε κατ' απ' το κάρο και προσπαθούσε να το ανασηκώσει με τις πλάτες του. Μα πράγμα περίεργο! Το κάρο δεν μετακινιόταν, παρά κόλλησε πάνω στη ράχη του και πια δε μπορούσε να το ανασηκώσει, μήτε ο ίδιος να βγει κάτωθέ του. Το αφόρητο κείνο βάρος πίεζε οδυνηρά τη μέση του. Και κρύωνε πολύ! Οπωσδήποτε, έπρεπε να ξεμπλέξει. «Έλα, φτάνει πια λέει ο Νικήτα κεινού, που με το κάρο του πίεζε την πλάτη. Βγάλε κάμποσα σακιά!». Όμως το κάρο τον πίεζε όλο και πιο παγερά και ξαφνικά κάποιος κρότος ξέχωρος ακούγεται και τον ξυπνάει. Κι ο Νικήτα ξυπνάει και τ' αναθυμάται όλα. Το παγερό, βαρύ φορτίο είναι το νεκρό αφεντικό, που ξεπάγιασε, ξαπλωμένο πάνω του. Και κείνος ο κρότος ήτανε δυο χτυπήματα που κατάφερε ο Μουχόρτη με την οπλή του πάνω στο έλκηθρο.

- Αντρέιτς, ε Αντρέιτς! Καλεί με φωνή σιγανή και με πολλή προσοχή ο Νικήτα, που προαισθάνεται την αλήθεια και τεντώνεται.

Μα ο Αντρέιτς δεν αποκρίνεται, κι η κοιλιά του και τα πόδια του είναι παγωμένα, και βαριά σαν σιδερένια.

- Ξεψύχησε, φαίνεται. Θεός σχωρέστον σκέφτεται ο Νικήτα.

Γυρίζει το κεφάλι του, απομακρύνει όσο μπορεί τα χιόνια από μπροστά του κι ανοίγει τα μάτια του. Άρχισε πια να ξημερώνει. Το ίδιο σφύριζε ο αέρας και το ίδιο πάντα σαν και πρώτα χιόνιζε. Με μόνη τη διαφορά πως τώρα το χιόνι δεν εύρισκε πια τη σιδερένια ράχη του αμαξιού, παρά αθόρυβα το πασπάλιζε ολόκληρο, καθώς και τ' άλογο, σωριαζόταν όλο και πιο ψηλά, τόσο, που μήτε καμιά κίνηση, μήτε η ανάσα του ζώου ακουγόταν πια.

- Θα πρέπει να ξεπάγιασε κι αυτό το καψερό, στοχάζεται ο Νικήτα για το Μουχόρτη. Και πραγματικά, κείνα τα χτυπήματα που τον ξύπνησαν, ήταν η αγωνιώδικη προσπάθεια του ζώου, που πεθαίνοντας, θέλησε να μπορέσει να στηριχτεί ακόμα στα ξεπαγιασμένα πόδια του και τώρα πια ήτανε αναίσθητο.

- Θεέ μου παντοδύναμε, τώρα φαίνεται, θα καλέσεις και μένα, είπε μέσα του ο Νικήτα. Ας γίνει το θέλημά σου το άγιο. Μα ωστόσο είναι πικρός ο πόνος. Μα τι να γίνει; Δυο θάνατοι δε γίνονται ποτέ και τον ένα δε μπορεί δα κάποιος να τον αποφύγει, λέει η παροιμία. Φτάνει μονάχα να μην αργοπορεί...

Κι ο Νικήτα, κρύβει πάλι το χέρι και ξανακλείνει τα μάτια, πεισμένος πλέρια πως τώρα πια σίγουρα θα πεθάνει στ' αλήθεια. Και το μεσημέρι πια της άλλη ημέρας, οι μουζίκοι ξέθαψαν με τα φτυάρια το Βασίλη Αντρέιτς και το Νικήτα σε μια απόσταση 30 οργιές πέρα από το δρόμο κι ενάμιση βέρστι από το χωριό.

Το χιόνι είχε σκεπάσει ολότελα το έλκηθρο, μα τα κοντάρια και το δεμένο μαντίλι στο ένα απ' αυτά, διακρίνονταν ακόμα. Ο Μουχόρτη χωμένος ίσαμε την κοιλιά μέσα στο χιόνι, με την κάπα και το σέλμα στραβά τραβηγμένα πάνωθέ του, στεκόταν ακίνητος και καταχιονισμένος με το κεφάλι του σκυμμένο χαμηλά. Κρυσταλλάκια πάγου κρέμονταν από τα νεκρά ρουθούνια του καθώς κι από τα κλειστά μάτια του που θα έλεγε κανείς πως ήτανε δάκρυα. Μέσα στο διάστημα μιας νύχτας είχε τόσο πολύ αδυνατίσει, που απόμεινε πετσί και κόκαλα. Ο Βασίλη Αντρέιτς κειτόταν βαρύς και παγωμένος. Τα πόδια του τεντωμένα έμεναν ακίνητα. Τα γουρλωμένα, γερακίσια μάτια του ήτανε κλειστά και το μισάνοιχτο στόμα του, κάτω από το ψαλιδισμένο μουστάκι γεμάτο χιόνι. Μα ο Νικήτα ήτανε ζωντανός παρ' όλα τα ξεπαγιάσματά του. 'Οταν τον ξύπνησαν είχε την έντονη εντύπωση πως τώρα πια πέθανε στ' αλήθεια και πως ολ' αυτά που του συνέβαιναν τώρα, γίνονται όχι σε τούτο τον κόσμο, μα στον άλλον. Όμως όταν άκουσε τα ξεφωνητά των μουζίκων, που τον ξεπαράχωναν μεσ' απ' τα χιόνια, και που παίρνανε πάνωθέ του το νεκρό Βασίλη Αντρέιτς, στην αρχή απόρησε που και στον άλλο κόσμο το ίδιο ξεφωνίζουν οι μουζίκοι και πως το κορμί του ανθρώπου παραμένει το ίδιο. Και σαν κατάλαβε με τα πολλά πως βρίσκεται σε τούτον το κόσμο, μάλλον δυσαρεστήθηκε γι' αυτό αντίς να χαρεί, προπάντων όταν αισθάνθηκε να 'ναι αναίσθητα τα δάχτυλα και των δυο ποδιών του.

Δυο μήνες έμεινε ο Νικήτα στο νοσοκομείο. Οι γιατροί του ακρωτηρίασαν τρία δάχτυλα, μα τα υπόλοιπα θεραπεύτηκαν κι έτσι μπορούσε ακόμα να δουλέψει. Έζησε και δούλεψε άλλα είκοσι χρόνια. Αρχικά σαν εργάτης, και στα γεράματά του σαν φύλακας. Και μονάχα φέτος πέθανε σπίτι του, έτσι που το πεθυμούσε, κάτω από τα εικονίσματα και μ' αναμμένο τ' αγιοκέρι στα χέρια του. Προτού ξεψυχήσει, ζήτησε συγνώμη από τη γριά του και με τη σειρά του τη συχώρεσε για το βαρελά, αποχαιρέτισε το γιο του και τ' εγγόνια του και πέθανε κατευχαριστημένος που απάλλαξε το γιο και τη νύφη του από το φορτίο του παραπανίσιου τρόφιμου μα, το κυριότερο, γιατί περνούσε από τούτη τη βαρετή ζωή σε κείνην την άλλη, που με τον κάθε χρόνο και την κάθε ώρα που περνούσε του γινόταν πιο κατανοητή και πιο ελκυστική.

Να τα βρήκε τάχα εκεί πέρα που πήγε τώρα, καλύτερα ή χειρότερα ύστερ' από τούτον, τον πραγματικό θάνατο; Να ξύπνησε; Ν' απογοητεύτηκε ή να βρήκε κείνο που ποθούσε; Αυτό όλοι μας γρήγορα θα το μάθουμε.