×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), IX. Ο Ποληκούσκα

IX. Ο Ποληκούσκα

Σαν απλώθηκε απόλυτη ησυχία παντού, ο Ποληκέη, σηκώθηκε σιγά-σιγά, σαν φταίχτης, κατέβηκε προσεχτικά από το πατάρι κι άρχισε να ετοιμάζεται για το γυρισμό. Δεν ξέρω γιατί του έκανε πολύ καλό, να βρίσκεται ανάμεσα στους κληρωτούς. Οι κοκόροι λαλούσαν ζωηρά. Το Ταμπούρλο έχει φάει όλη τη βρόμη του και τέντωνε το λαιμό του κατά τον κουβά με το νερό. Ο Ποληκέη το έζεψε και έσυρε τ' αμαξάκι του στην αυλή, περνώντας ανάμεσα απ' τ' αμάξια των μουζίκων. Ο σκούφος με το πολύτιμο περιεχόμενο ήταν εντάξει, κι έτσι οι ρόδες του μικρού αμαξιού, κύλησαν γοργά πάνω στο δρόμο που έφερνε στο Πακρόβσκογιε.

Ο Ποληκέη, ξαλάφρωσε μονάχα σαν βρέθηκε έξω από την πολιτεία. Γιατί όλη την ώρα είχε την εντύπωση πως όπου να' ναι, θα έβγαιναν τρεις-τέσσερεις καβαλάρηδες, θα τον πρόφταιναν, θα τον γύριζαν πίσω, και δένοντας τα χέρια του πισθάγκωνα θα έστελναν αυτόν στο στρατό στη θέση του Ηλία. Και θέτε από το φόβο του στην τρομερή αυτή σκέψη, θέτε από το κρύο, το αίμα του πάγωνε και βίαζε ολοένα τον Ταμπούρλο, να ξεφύγουν το γρηγορότερο απ' τον φανταστικό εκείνο κίνδυνο.

Πρώτο-πρώτο αντάμωσε ένα παπά με τον ψηλό χειμωνιάτικο σκούφο, που τον συνόδευε κάποιος μονόφθαλμος εργάτης. Σ' αυτό το συναπάντημα σφίχτηκε πιότερο η καρδιά του Ποληκέη. Μα σαν βγήκε από την πολιτεία σιγά-σιγά διαλύθηκε όλη κείνη η κακοκεφιά του. Το Ταμπούρλο προχωρούσε με βήμα κανονικό, κι όσο το πρωινό φως δυνάμωνε, διακρινόταν και πιο καθαρά ο δρόμος μπροστά. Ο Ποληκέη έβγαλε το σκούφο του και πασπάτεψε το φάκελο με τα λεφτά. «Να τα έβανα στον κόρφο μου; - στοχάστηκε. Μα για τούτο θα πρέπει να λύσω το ζουνάρι. Ουφ μπελάς! Μα εκεί δα στο χαμήλωμα, πριν την ανηφοριά, σταματώ και συγυρίζομαι. Ο σκούφος είναι καλά ραμμένος από πάνω, κι από κάτω απ' τη φόδρα δεν ξεγλιστράει το γράμμα. Και μήτε που θα βγάλω το σκούφο ίσαμε το σπίτι». Όμως σαν έφτασαν στους πρόποδες του μικρού λόφου, το Ταμπούρλο από μοναχό του πήρε τρεχάλα την ανηφοριά, κι ο Ποληκέη, που κι εκείνος, όπως και το άλογο, ποθούσε να φτάσει μια ώρα αρχύτερα σπίτι, δεν το εμπόδισε καθόλου.

Όλα ήταν εντάξει, έτσι τουλάχιστον φανταζόταν αυτός, και για τούτο παραδόθηκε στα πιο ευχάριστα ονειροπολήματα για την ευγνωμοσύνη της κυρίας, για τα πέντε ρουβλάκια που θα του έδινε για τον κόπο του και για τη χαρά των δικών του. Κάποια στιγμή έβγαλε το σκούφο του, ψαχούλεψε να δει αν ο φάκελος βρισκόταν στη θέση του, ξαναφόρεσε το σκούφο του, χώνοντας τον βαθιά στο κεφάλι και χαμογέλασε. Η φόδρα του σκούφου ήταν λιωμένη και, καθώς η Ακουλίνα τη διπλόραψε στο μέρος που ήταν σχισμένη, σχίστηκε από την άλλη μεριά, και με κείνη ακριβώς την κίνηση που έκανε ο Ποληκέη, χώνοντας πιο βαθιά το φάκελο, όταν έβγαλε το σκούφο του στο σκοτάδι, με κείνη την κίνηση, τα ραψίματα ξηλώθηκαν και πρόβαλε η μια γωνιά του φακέλου κάτω από τη φόδρα.

Ξημέρωσε για καλά, κι ο Ποληκέη, που όλη τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι, αποκοιμήθηκε στο κάθισμά του. Μισοκοιμισμένος, τράβηξε κι έχωσε ακόμα πιο βαθιά στο κεφάλι του σκούφο του και μ' αυτό ο φάκελος πρόβαλε ακόμα πιο πολύ. Καθώς κοιμόταν, το κεφάλι του ταλαντευόταν ολοένα. Σαν κοντοζύγωσε στο αρχοντικό ο Ποληκέη ξύπνησε. Η πρώτη του κίνηση ήταν να φέρει τα χέρια στο σκούφο. Τον βρήκε εφαρμοσμένο στέρεα στο κεφάλι του. Μήτε που τον έβγαλε, τόσο ήταν σίγουρος πως ο φάκελος βρισκόταν μέσα. Καλοκάθισε πάνω στ' άχυρα, πήρε πάλι το ύφος του αρχοντικού υπαλλήλου, έδωσε μια καμτσικιά στον Ταμπούρλο και μπήκε με φόρα στην αυλή του αρχοντικού.

Να η κουζίνα του προσωπικού, να οι κατοικίες του, να η μαραγκίνα με μια αγκαλιά μπαμπακερά πανιά στα χέρια, να το σπίτι της κυρίας, που μπαίνοντας τώρα δα ο Ποληκέη εκεί μέσα θ' αποδείξει έμπρακτα, πως είναι ένα άνθρωπος πιστός και τίμιος και πως, «τον καθένα, μαθές, μπορεί ο κακός κόσμος άδικα να τον κακολογήσει» κι η κυρία θα του πει: «Μπράβο, Ποληκέη, και σε ευχαριστώ, πάρε αυτά τα τρία...» μα μπορεί και πέντε, μπορεί και δέκα ρούβλια και θα προστάξει να του σερβίρουν ένα τσαγάκι, μα μπορεί και βοτκούλα.

Καλό που θα ήταν αλήθεια, ένα αρχοντικό ποτηράκι βότκα με τούτο το κρύο. Με δέκα ρουβλάκια κάπως θα μπορούσε να γλεντήσει τις γιορτές, και ν' αγοράσει κι ένα ζευγάρι παπούτσια της προκοπής, και να δώσει και του Νικήτα, ας είναι, κείνα τα τεσσεράμισι ρούβλια που του χρωστάει και που κάθε τόσο του φορτώνεται... Κάπου εκατό βήματα μακριά από το σπίτι, ο Ποληκέη ταχτοποιήθηκε ξανά, συγυρίστηκε όσο μπορούσε πιο καλύτερα, έβγαλε το σκούφο και χωρίς να βιάζεται έχωσε το χέρι του κάτω από τη φόδρα.

Το χέρι κινήθηκε μέσα στο σκούφο γρήγορα, ακόμη πιο γρήγορα. Χώθηκε και το άλλο, μάταια ψάχνοντας. Το πρόσωπο χλόμιαζε ολοένα και πιο πολύ και κάποια στιγμή το ένα χέρι πρόβαλε από την άλλη μεριά του σκούφου. Ο Ποληκέη τινάχτηκε επάνω σταμάτησε τ' αμάξι, γονάτισε μέσα, ψάχνοντας παντού, το σανό, τα ψώνια, όλες τις γωνίες, τον κόρφο του, τις τσέπες του: πουθενά τα λεφτά.

- Θεούλη μου! Μα τι είναι τούτο; Κακό που με βρήκε! - ξεφώνισε, μαδώντας τα μαλλιά του.

Μα την ίδια στιγμή στοχάστηκε πως θα μπορούσαν να τον έβλεπαν και τότε πήρε τα γκέμια στα χέρια του, έστριψε τ' αμάξι κι ανάγκασε τον Ταμπούρλο να τραβήξει πίσω, κατά το δρόμο. «Καθόλου δε μ' αρέσει να βγαίνω με τον Ποληκέη - σίγουρα θα στοχάστηκε το Ταμπούρλο. Η μόνη φορά, που με τάισε και με πότισε με την ώρα μου και κείνο για να με ξεγελάσει τόσο δυσάρεστα. Έβαλα όλα μου τα δυνατά να φτάσουμε γρήγορα σπίτι, απόστασα και δεν πρόφτασα να χαρώ που γυρίσαμε, να σου τον, που μ' αναγκάζει να πάμε πίσω!».

- Μπρος, διάολε! Ξεφώνισε πνιγμένος στα δάκρυα ο Ποληκέη, ορθός μέσα στ' αμάξι, τραβώντας μ' όλη του δύναμη τα γκέμια και χτυπώντας αλύπητα το άλογο με το κνούτο.

IX. Ο Ποληκούσκα IX. Polikuska

Σαν απλώθηκε απόλυτη ησυχία παντού, ο Ποληκέη, σηκώθηκε σιγά-σιγά, σαν φταίχτης, κατέβηκε προσεχτικά από το πατάρι κι άρχισε να ετοιμάζεται για το γυρισμό. Δεν ξέρω γιατί του έκανε πολύ καλό, να βρίσκεται ανάμεσα στους κληρωτούς. Οι κοκόροι λαλούσαν ζωηρά. Το Ταμπούρλο έχει φάει όλη τη βρόμη του και τέντωνε το λαιμό του κατά τον κουβά με το νερό. Ο Ποληκέη το έζεψε και έσυρε τ' αμαξάκι του στην αυλή, περνώντας ανάμεσα απ' τ' αμάξια των μουζίκων. Ο σκούφος με το πολύτιμο περιεχόμενο ήταν εντάξει, κι έτσι οι ρόδες του μικρού αμαξιού, κύλησαν γοργά πάνω στο δρόμο που έφερνε στο Πακρόβσκογιε.

Ο Ποληκέη, ξαλάφρωσε μονάχα σαν βρέθηκε έξω από την πολιτεία. Γιατί όλη την ώρα είχε την εντύπωση πως όπου να' ναι, θα έβγαιναν τρεις-τέσσερεις καβαλάρηδες, θα τον πρόφταιναν, θα τον γύριζαν πίσω, και δένοντας τα χέρια του πισθάγκωνα θα έστελναν αυτόν στο στρατό στη θέση του Ηλία. Και θέτε από το φόβο του στην τρομερή αυτή σκέψη, θέτε από το κρύο, το αίμα του πάγωνε και βίαζε ολοένα τον Ταμπούρλο, να ξεφύγουν το γρηγορότερο απ' τον φανταστικό εκείνο κίνδυνο.

Πρώτο-πρώτο αντάμωσε ένα παπά με τον ψηλό χειμωνιάτικο σκούφο, που τον συνόδευε κάποιος μονόφθαλμος εργάτης. Σ' αυτό το συναπάντημα σφίχτηκε πιότερο η καρδιά του Ποληκέη. Μα σαν βγήκε από την πολιτεία σιγά-σιγά διαλύθηκε όλη κείνη η κακοκεφιά του. Το Ταμπούρλο προχωρούσε με βήμα κανονικό, κι όσο το πρωινό φως δυνάμωνε, διακρινόταν και πιο καθαρά ο δρόμος μπροστά. Ο Ποληκέη έβγαλε το σκούφο του και πασπάτεψε το φάκελο με τα λεφτά. «Να τα έβανα στον κόρφο μου; - στοχάστηκε. Μα για τούτο θα πρέπει να λύσω το ζουνάρι. Ουφ μπελάς! Μα εκεί δα στο χαμήλωμα, πριν την ανηφοριά, σταματώ και συγυρίζομαι. Ο σκούφος είναι καλά ραμμένος από πάνω, κι από κάτω απ' τη φόδρα δεν ξεγλιστράει το γράμμα. Και μήτε που θα βγάλω το σκούφο ίσαμε το σπίτι». Όμως σαν έφτασαν στους πρόποδες του μικρού λόφου, το Ταμπούρλο από μοναχό του πήρε τρεχάλα την ανηφοριά, κι ο Ποληκέη, που κι εκείνος, όπως και το άλογο, ποθούσε να φτάσει μια ώρα αρχύτερα σπίτι, δεν το εμπόδισε καθόλου.

Όλα ήταν εντάξει, έτσι τουλάχιστον φανταζόταν αυτός, και για τούτο παραδόθηκε στα πιο ευχάριστα ονειροπολήματα για την ευγνωμοσύνη της κυρίας, για τα πέντε ρουβλάκια που θα του έδινε για τον κόπο του και για τη χαρά των δικών του. Κάποια στιγμή έβγαλε το σκούφο του, ψαχούλεψε να δει αν ο φάκελος βρισκόταν στη θέση του, ξαναφόρεσε το σκούφο του, χώνοντας τον βαθιά στο κεφάλι και χαμογέλασε. Η φόδρα του σκούφου ήταν λιωμένη και, καθώς η Ακουλίνα τη διπλόραψε στο μέρος που ήταν σχισμένη, σχίστηκε από την άλλη μεριά, και με κείνη ακριβώς την κίνηση που έκανε ο Ποληκέη, χώνοντας πιο βαθιά το φάκελο, όταν έβγαλε το σκούφο του στο σκοτάδι, με κείνη την κίνηση, τα ραψίματα ξηλώθηκαν και πρόβαλε η μια γωνιά του φακέλου κάτω από τη φόδρα.

Ξημέρωσε για καλά, κι ο Ποληκέη, που όλη τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι, αποκοιμήθηκε στο κάθισμά του. Μισοκοιμισμένος, τράβηξε κι έχωσε ακόμα πιο βαθιά στο κεφάλι του σκούφο του και μ' αυτό ο φάκελος πρόβαλε ακόμα πιο πολύ. Καθώς κοιμόταν, το κεφάλι του ταλαντευόταν ολοένα. Σαν κοντοζύγωσε στο αρχοντικό ο Ποληκέη ξύπνησε. Η πρώτη του κίνηση ήταν να φέρει τα χέρια στο σκούφο. Τον βρήκε εφαρμοσμένο στέρεα στο κεφάλι του. Μήτε που τον έβγαλε, τόσο ήταν σίγουρος πως ο φάκελος βρισκόταν μέσα. Καλοκάθισε πάνω στ' άχυρα, πήρε πάλι το ύφος του αρχοντικού υπαλλήλου, έδωσε μια καμτσικιά στον Ταμπούρλο και μπήκε με φόρα στην αυλή του αρχοντικού.

Να η κουζίνα του προσωπικού, να οι κατοικίες του, να η μαραγκίνα με μια αγκαλιά μπαμπακερά πανιά στα χέρια, να το σπίτι της κυρίας, που μπαίνοντας τώρα δα ο Ποληκέη εκεί μέσα θ' αποδείξει έμπρακτα, πως είναι ένα άνθρωπος πιστός και τίμιος και πως, «τον καθένα, μαθές, μπορεί ο κακός κόσμος άδικα να τον κακολογήσει» κι η κυρία θα του πει: «Μπράβο, Ποληκέη, και σε ευχαριστώ, πάρε αυτά τα τρία...» μα μπορεί και πέντε, μπορεί και δέκα ρούβλια και θα προστάξει να του σερβίρουν ένα τσαγάκι, μα μπορεί και βοτκούλα.

Καλό που θα ήταν αλήθεια, ένα αρχοντικό ποτηράκι βότκα με τούτο το κρύο. Με δέκα ρουβλάκια κάπως θα μπορούσε να γλεντήσει τις γιορτές, και ν' αγοράσει κι ένα ζευγάρι παπούτσια της προκοπής, και να δώσει και του Νικήτα, ας είναι, κείνα τα τεσσεράμισι ρούβλια που του χρωστάει και που κάθε τόσο του φορτώνεται... Κάπου εκατό βήματα μακριά από το σπίτι, ο Ποληκέη ταχτοποιήθηκε ξανά, συγυρίστηκε όσο μπορούσε πιο καλύτερα, έβγαλε το σκούφο και χωρίς να βιάζεται έχωσε το χέρι του κάτω από τη φόδρα.

Το χέρι κινήθηκε μέσα στο σκούφο γρήγορα, ακόμη πιο γρήγορα. Χώθηκε και το άλλο, μάταια ψάχνοντας. Το πρόσωπο χλόμιαζε ολοένα και πιο πολύ και κάποια στιγμή το ένα χέρι πρόβαλε από την άλλη μεριά του σκούφου. Ο Ποληκέη τινάχτηκε επάνω σταμάτησε τ' αμάξι, γονάτισε μέσα, ψάχνοντας παντού, το σανό, τα ψώνια, όλες τις γωνίες, τον κόρφο του, τις τσέπες του: πουθενά τα λεφτά.

- Θεούλη μου! Μα τι είναι τούτο; Κακό που με βρήκε! - ξεφώνισε, μαδώντας τα μαλλιά του.

Μα την ίδια στιγμή στοχάστηκε πως θα μπορούσαν να τον έβλεπαν και τότε πήρε τα γκέμια στα χέρια του, έστριψε τ' αμάξι κι ανάγκασε τον Ταμπούρλο να τραβήξει πίσω, κατά το δρόμο. «Καθόλου δε μ' αρέσει να βγαίνω με τον Ποληκέη - σίγουρα θα στοχάστηκε το Ταμπούρλο. Η μόνη φορά, που με τάισε και με πότισε με την ώρα μου και κείνο για να με ξεγελάσει τόσο δυσάρεστα. Έβαλα όλα μου τα δυνατά να φτάσουμε γρήγορα σπίτι, απόστασα και δεν πρόφτασα να χαρώ που γυρίσαμε, να σου τον, που μ' αναγκάζει να πάμε πίσω!».

- Μπρος, διάολε! Ξεφώνισε πνιγμένος στα δάκρυα ο Ποληκέη, ορθός μέσα στ' αμάξι, τραβώντας μ' όλη του δύναμη τα γκέμια και χτυπώντας αλύπητα το άλογο με το κνούτο.