×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), IV. Ο Ποληκούσκα

IV. Ο Ποληκούσκα

Πέρασε μισή ώρα. Το μωρό ξεφώνισε. Η Ακουλίνα σηκώθηκε και το τάισε. Τώρα πια δεν έκλαιγε, μα ακουμπώντας στο χέρι της το αδυνατισμένο μα ακόμα όμορφο πρόσωπό της, στύλωσε τα μάτια στο κερί που τρεμόσβηνε και σκεφτόταν γιατί τάχατες παντρεύτηκε, γιατί τάχατες χρειάζονται τόσοι στρατιώτες κι ακόμα με τι τρόπο να εκδικηθεί τη μαραγκίνα.

Ακούστηκαν τα βήματα του Ποληκέη. Η Ακουλίνα σφούγγισε καλά-καλά τ' απομεινάρια των δακρύων της και σηκώθηκε για να τον αφήσει να περάσει. Ο Ποληκέη μπήκε με ύφος. Πέταξε το σκούφο του πάνω στο κρεβάτι, ξεφύσηξε κι άρχισε να ξεκουμπώνει το ρούχο του.

- Λοιπόν; Γιατί σε καλέσανε;

- Χμ! Αμ. Αυτό πια το ξέρουμε. Ο Ποληκέη μπορεί να 'ναι ο πιο τελευταίος απ' τους τελευταίους ανθρώπους, όμως άμα πρόκειται για δουλειά, ποιον θα καλέσουν; Τον Ποληκούσκα.

- Σαν τι δουλειά;

Ο Ποληκέη δε βιάστηκε ν' αποκριθεί. Άναψε την πίπα του, τράβηξε μια ρουφηξιά, κι έφτυσε.

- Με πρόσταξε να πάω στον έμπορα για κάτι λεφτά.

- Να φέρεις λεφτά; - ρώτησε η Ακουλίνα.

Ο Ποληκέη χαμογέλασε και κίνησε το κεφάλι.

- Και σου είναι μια μαστόρισσα στα λόγια! - "έχει βγει, λέει τ' όνομα σου πως δεν είσαι άνθρωπος της εμπιστοσύνης, μα εγώ σε εμπιστεύομαι παραπάνω από κάθε άλλον...". (Ο Ποληκέη μιλούσε δυνατά, για να τον ακούνε οι συγκάτοικοι). "Μου υποσχέθηκες πως θα διορθωθείς και να η απόδειξη πως σε πιστεύω. Να πας, λέει, στον έμπορα να πάρεις τα λεφτά και να τα φέρεις". Τότες και εγώ της λέω: «Εγώ, κυρία, εμείς, όλοι μας δούλοι της αφεντιάς σου είμαστε και χρέος έχουμε έτσι που υπηρετούμε το Θεό να υπηρετούμε και την αφεντιά σου, και για τούτο νιώθω τον εαυτό μου πως δύναμαι να κάνω το παν για την υγεία της αφεντιάς σου κι ούτε πως μπορώ να πω το όχι για οποιαδήποτε δουλειά. Κείνο που θα προστάξετε θα το εκτελέσω γιατί είμαι δούλος σας». (Και πάνω σ' αυτό χαμογέλασε με εκείνο το χαμόγελο του αγαθού, του αδύναμου και του φταιξιάρη.) "Το λοιπόν, θα τα καταφέρεις σίγουρα; Το νιώθεις, λέει, πως απ' αυτό εξαρτιέται η μοίρα σου;". Πώς μπορώ να μην το νιώθω, πώς μπορώ να μην τα καταφέρω; Κι αν βρέθηκαν άνθρωποι να με κακολογήσουν αυτό μπορούν για το καθένα να τον κάνουν, όμως εγώ, θαρρώ, πως ποτές, μα ποτές, δε διανοήθηκα το παραμικρό κακό ενάντια στην υγεία της αφεντιάς σας. Και της τα είπα, που λες, έτσι δα όμορφα, όμορφα και σταράτα, που η κυρά μας μαλάκωσε ολότελα. Και μου λέει στο τέλος: "Εσύ θα είσαι ο πρώτος ανάμεσα στους ανθρώπους μου". (Σώπασε λίγο και το ίδιο χαμόγελο ξαναφάνηκε στο πρόσωπό του.) Βλέπεις, εγώ ξέρω πολύ καλά με τι τρόπο πρέπει να μιλάει κανένας με δαύτους. Τύχαινε πολλές φορές, τα περασμένα χρόνια, να μου βρίσκεται κάποιο δύστροπο αφεντικό, όπως πάντα με τα πετυχημένα λόγια μου, κατάφερνα στο τέλος να τον κάνω μεταξωτό.

- Κι είναι πολλά τα λεφτά; - ρώτησε η Ακουλίνα.

- Τρία πεντακοσάρια ρούβλια, αποκρίθηκε μ' αδιαφορία ο Ποληκέη.

Η Ακουλίνα κίνησε το κεφάλι.

- Και πότε φεύγεις;

- Αύριο, πρόσταξε η κυρά. Πάρε, μου λέει ένα άλογο, όποιο θέλεις, πέρνα από το γραφείο και τράβα με τη βοήθεια του Θεού.

- Δόξα σοι ο Θεός, είπε η Ακουλίνα, σηκώθηκε και σταυροκοπήθηκε. Ο Θεός να σε βοηθήσει, Ηλίτς, πρόσθεσε ψιθυριστά, για να μην ακουστεί απ' τους συγκάτοικους και τον άδραξε από το μανίκι του πουκάμισού του. Ηλίτς, να μ' ακούσεις, το καλό που σου θέλω, για το Χριστό, μη βάλεις βότκα στο στόμα σου εκεί που θα πας. Φίλησε σταυρό.

- Δεν τρελάθηκα να μπεκρολογήσω, κουβαλώντας τόσα λεφτά! - την καθησύχασε. Και κάποιος έπαιζε κει πάνω στο πιάνο, τόσο όμορφα, τρέλα! - πρόσθεσε σε λίγο χαμογελώντας. Η δεσποινίδα, φαίνεται. Εγώ, που λες στεκόμουν έτσι δα, μπροστά στην κυρία, στο δικό της δωμάτιο κι η δεσποινίδα, πίσω από την κλεισμένη πόρτα, στο άλλο χαλούσε κόσμο με το παίξιμο της. Άλλο που στο λέω. Αρχινούσε σιγά-σιγά, κι έπαιρνε μετά μια φόρα, που σου πιανόταν η ανάσα! Ειδικά μου φαινόταν, ακούγοντάς την, πως και εγώ θα μπορούσα να παίξω στο πιάνο, σαν και δαύτη. Μα το Θεό, θα μπορούσα. Είμαι επιδέξιος σε κάτι τέτοια, εγώ που με βλέπεις. Αύριο να μου δώσεις παστρικό πουκάμισο.

Και πλάγιασαν να κοιμηθούν ευτυχισμένοι.

IV. Ο Ποληκούσκα IV. Polikuska IV. Polikuska

Πέρασε μισή ώρα. Το μωρό ξεφώνισε. Η Ακουλίνα σηκώθηκε και το τάισε. Τώρα πια δεν έκλαιγε, μα ακουμπώντας στο χέρι της το αδυνατισμένο μα ακόμα όμορφο πρόσωπό της, στύλωσε τα μάτια στο κερί που τρεμόσβηνε και σκεφτόταν γιατί τάχατες παντρεύτηκε, γιατί τάχατες χρειάζονται τόσοι στρατιώτες κι ακόμα με τι τρόπο να εκδικηθεί τη μαραγκίνα.

Ακούστηκαν τα βήματα του Ποληκέη. Η Ακουλίνα σφούγγισε καλά-καλά τ' απομεινάρια των δακρύων της και σηκώθηκε για να τον αφήσει να περάσει. Ο Ποληκέη μπήκε με ύφος. Πέταξε το σκούφο του πάνω στο κρεβάτι, ξεφύσηξε κι άρχισε να ξεκουμπώνει το ρούχο του.

- Λοιπόν; Γιατί σε καλέσανε;

- Χμ! Αμ. Αυτό πια το ξέρουμε. Ο Ποληκέη μπορεί να 'ναι ο πιο τελευταίος απ' τους τελευταίους ανθρώπους, όμως άμα πρόκειται για δουλειά, ποιον θα καλέσουν; Τον Ποληκούσκα.

- Σαν τι δουλειά;

Ο Ποληκέη δε βιάστηκε ν' αποκριθεί. Άναψε την πίπα του, τράβηξε μια ρουφηξιά, κι έφτυσε.

- Με πρόσταξε να πάω στον έμπορα για κάτι λεφτά.

- Να φέρεις λεφτά; - ρώτησε η Ακουλίνα.

Ο Ποληκέη χαμογέλασε και κίνησε το κεφάλι.

- Και σου είναι μια μαστόρισσα στα λόγια! - "έχει βγει, λέει τ' όνομα σου πως δεν είσαι άνθρωπος της εμπιστοσύνης, μα εγώ σε εμπιστεύομαι παραπάνω από κάθε άλλον...". (Ο Ποληκέη μιλούσε δυνατά, για να τον ακούνε οι συγκάτοικοι). "Μου υποσχέθηκες πως θα διορθωθείς και να η απόδειξη πως σε πιστεύω. Να πας, λέει, στον έμπορα να πάρεις τα λεφτά και να τα φέρεις". Τότες και εγώ της λέω: «Εγώ, κυρία, εμείς, όλοι μας δούλοι της αφεντιάς σου είμαστε και χρέος έχουμε έτσι που υπηρετούμε το Θεό να υπηρετούμε και την αφεντιά σου, και για τούτο νιώθω τον εαυτό μου πως δύναμαι να κάνω το παν για την υγεία της αφεντιάς σου κι ούτε πως μπορώ να πω το όχι για οποιαδήποτε δουλειά. Κείνο που θα προστάξετε θα το εκτελέσω γιατί είμαι δούλος σας». (Και πάνω σ' αυτό χαμογέλασε με εκείνο το χαμόγελο του αγαθού, του αδύναμου και του φταιξιάρη.) "Το λοιπόν, θα τα καταφέρεις σίγουρα; Το νιώθεις, λέει, πως απ' αυτό εξαρτιέται η μοίρα σου;". Πώς μπορώ να μην το νιώθω, πώς μπορώ να μην τα καταφέρω; Κι αν βρέθηκαν άνθρωποι να με κακολογήσουν αυτό μπορούν για το καθένα να τον κάνουν, όμως εγώ, θαρρώ, πως ποτές, μα ποτές, δε διανοήθηκα το παραμικρό κακό ενάντια στην υγεία της αφεντιάς σας. Και της τα είπα, που λες, έτσι δα όμορφα, όμορφα και σταράτα, που η κυρά μας μαλάκωσε ολότελα. Και μου λέει στο τέλος: "Εσύ θα είσαι ο πρώτος ανάμεσα στους ανθρώπους μου". (Σώπασε λίγο και το ίδιο χαμόγελο ξαναφάνηκε στο πρόσωπό του.) Βλέπεις, εγώ ξέρω πολύ καλά με τι τρόπο πρέπει να μιλάει κανένας με δαύτους. Τύχαινε πολλές φορές, τα περασμένα χρόνια, να μου βρίσκεται κάποιο δύστροπο αφεντικό, όπως πάντα με τα πετυχημένα λόγια μου, κατάφερνα στο τέλος να τον κάνω μεταξωτό.

- Κι είναι πολλά τα λεφτά; - ρώτησε η Ακουλίνα.

- Τρία πεντακοσάρια ρούβλια, αποκρίθηκε μ' αδιαφορία ο Ποληκέη.

Η Ακουλίνα κίνησε το κεφάλι.

- Και πότε φεύγεις;

- Αύριο, πρόσταξε η κυρά. Πάρε, μου λέει ένα άλογο, όποιο θέλεις, πέρνα από το γραφείο και τράβα με τη βοήθεια του Θεού.

- Δόξα σοι ο Θεός, είπε η Ακουλίνα, σηκώθηκε και σταυροκοπήθηκε. Ο Θεός να σε βοηθήσει, Ηλίτς, πρόσθεσε ψιθυριστά, για να μην ακουστεί απ' τους συγκάτοικους και τον άδραξε από το μανίκι του πουκάμισού του. Ηλίτς, να μ' ακούσεις, το καλό που σου θέλω, για το Χριστό, μη βάλεις βότκα στο στόμα σου εκεί που θα πας. Φίλησε σταυρό.

- Δεν τρελάθηκα να μπεκρολογήσω, κουβαλώντας τόσα λεφτά! - την καθησύχασε. Και κάποιος έπαιζε κει πάνω στο πιάνο, τόσο όμορφα, τρέλα! - πρόσθεσε σε λίγο χαμογελώντας. Η δεσποινίδα, φαίνεται. Εγώ, που λες στεκόμουν έτσι δα, μπροστά στην κυρία, στο δικό της δωμάτιο κι η δεσποινίδα, πίσω από την κλεισμένη πόρτα, στο άλλο χαλούσε κόσμο με το παίξιμο της. Άλλο που στο λέω. Αρχινούσε σιγά-σιγά, κι έπαιρνε μετά μια φόρα, που σου πιανόταν η ανάσα! Ειδικά μου φαινόταν, ακούγοντάς την, πως και εγώ θα μπορούσα να παίξω στο πιάνο, σαν και δαύτη. Μα το Θεό, θα μπορούσα. Είμαι επιδέξιος σε κάτι τέτοια, εγώ που με βλέπεις. Αύριο να μου δώσεις παστρικό πουκάμισο.

Και πλάγιασαν να κοιμηθούν ευτυχισμένοι.