×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), IV. Αφέντης και Δούλος

IV. Αφέντης και Δούλος

Το σπίτι που στάθμευσε ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε ένα από τα πιο πλούσια του χωριού. Η οικογένεια όριζε πέντε μερίδια γης, και νοίκιαζε κι άλλα για καλλιέργεια. Είχανε έξι άλογα, τρεις αγελάδες, δυο χρονιάρικα μοσχάρια, καμιά εικοσαριά πρόβατα. Είκοσι δυο νομάτοι μαζευόντουσαν όλοι-όλοι στην οικογένεια: Τέσσερεις γιοι παντρεμένοι, έξι εγγόνια, που απ' αυτά μονάχα ο Πετρούσκα ήτανε παντρεμένος, δυο δισέγγονα, τρία ορφανά και τέσσερεις νύφες με τα μωρά τους. Η οικογένεια αυτή ήτανε από τις λιγοστές που είχανε απομείνει δίχως να κάνουν μοιρασιά. Όμως και σ' αυτή άρχισε να σιγοβράζει υποκινούμενη όπως πάντα από τις γυναίκες, η γρίνια της διάλυσης, υπόκωφη μυστική, που αναπόφευκτα πολύ γρήγορα θα οδηγούσε στη μοιρασιά. Οι δυο γιοι έμεναν στη Μόσχα, δουλεύοντας σα νεροκουβαλητήδες, ένας ήτανε στρατιώτης.

Στο σπίτι μέσα κείνο το βραδινό βρισκόταν ο γέρος, η γριά, ο δεύτερος γιος, που είχε κι όλη την ευθύνη του νοικοκυριού, ο μεγάλος γιος, που είχε έρθει από τη Μόσχα για τη γιορτή, κι όλες οι γυναίκες και τα παιδιά. Εκτός από τους δικούς, ήτανε ακόμα κι ένας μουσαφίρης, κάποιος γείτονας και κουμπάρος ταυτόχρονα.

Πάνω από το τραπέζι κρεμόταν η λάμπα που έριχνε το ζωηρό της φως πάνω στα πιατικά του τσαγιού, στη μπουκάλα με τη βότκα, στους μεζέδες και στους τούβλινους τοίχους που στη μια γωνία τους κρέμονταν τα εικονίσματα, πλαισιωμένα κι από τις δυο πλευρές με διάφορες ζωγραφιές. Στην πρώτη θέση του τραπεζιού καθόταν ο Βασίλη Αντρέιτς με το μαύρο κοντογούνι του, μασουλίζοντας τα παγωμένα μουστάκια του και περιφέροντας τα γουρλωμένα γερακίσια μάτια του στο εσωτερικό της κάμαρας και στους τριγυρινούς του. Γύρω στο τραπέζι καθόταν ακόμα ο γέρος, ο νοικοκύρης του σπιτιού, φαλακρός, με κάτασπρα γένια. Φορούσε άσπρο φαντό πουκάμισο. Και κοντά του ο γιος του που είχε έρθει από τη Μόσχα για τη γιορτή, ένας γεροδεμένος άντρας, που φορούσε ψιλό τσίτινο πουκάμισο. Και κοντά σε εκείνον ο μεγάλος γιος που είχε την ευθύνη όλου του νοικοκυριού και παραπέρα ο γείτονας ένας λιπόσαρκος, κοκκινοτρίχης μουζίκος.

Οι άντρες είχανε πιει κι αποφάγει κι ετοιμαζόντουσαν να πάρουν το τσάι τους. Το σαμοβάρι κόχλαζε και βούιζε κει που το είχανε στημένο κοντά στη σόμπα. Παιδιά φαινόντουσαν στριμωγμένα στο πατάρι και στα κρεβάτια. Δίπλα σε μια κούνια καθόταν μια γυναίκα και κοίμιζε το μωρό της. Η γριούλα- νοικοκυρά, με το πρόσωπό της αυλακωμένο από τις ρυτίδες, που ζάρωναν ακόμα και τα χείλη της, περιποιόταν το Βασίλη Αντρέιτς.

Τη στιγμή που έμπαινε ο Νικήτα στο δωμάτιο η γριούλα ό,τι είχε σερβίρει στον μουσαφίρη ένα χοντρό ποτήρι βότκα.

- Να μας συμπαθάς Βασίλη Αντρέιτς, του έλεγε, δεν κάνει. Πρέπει να το πιεις για το καλό.

Η θέα κι η μυρουδιά της βότκας, συγκίνησαν τρομερά το Νικήτα, προ πάντων εκείνη τη στιγμή, καθώς ήτανε ξεπαγιασμένος. Ζάρωσε τα φρύδια του και τινάζοντας τα χιόνια από το σκούφο του και το πανωφόρι του, στάθηκε μπροστά στα εικονίσματα, σα να μην έβλεπε κανένα τριγύρω, έκανε τρεις φορές το σταυρό του με μια βαθιά υπόκλιση, ύστερα στράφηκε, υποκλίθηκε πρώτα μπροστά στο γέρο-νοικοκύρη, ύστερα στους αποδέλοιπους και τελευταία στις γυναίκες που ήτανε στριμωγμένες κοντά στη σόμπα, μουρμουρίζοντας «Χρόνια πολλά». Μετά άρχισε να βγάνει τα επανώρουχά του, δίχως να κοιτάζει κατά το τραπέζι.

- Έχεις δα ωστόσο πλούσια πασπαλιστεί με το χιονάκι, μπάρμπα, παρατήρησε ο μεγάλος γιος, βλέποντας το καταχιονισμένο πρόσωπο, τα μάτια και τα γένια του Νικήτα.

Ο Νικήτα έβγαλε το πανωφόρι του, το τίναξε και το κρέμασε κοντά στη σόμπα κι ύστερα πλησίασε στο τραπέζι. Του πρόσφεραν αμέσως βότκα. Έζησε κάποια στιγμή βασανιστικής πάλης, παραλίγο ν' αρπάξει το ποτηράκι και ν' αδειάσει στο στόμα του το μυρωδάτο και διάφανο υγρό. Μα έριξε μια ματιά στο Βασίλη Αντρέιτς, θυμήθηκε την απόφαση που είχε πάρει, θυμήθηκε τα ποδήματα που παράτησε αμανάτι στο κρασοπουλειό, θυμήθηκε το αγόρι του, που του είχε υποσχεθεί ένα άλογο την άνοιξη, αναστέναξε και δεν άπλωσε το χέρι του.

- Δεν πίνω, ευχαριστιόμαστε εγκαρδιακά, είπε, κατσούφιασε και κάθισε σ' ένα μπάγκο κοντά στο δεύτερο παράθυρο.

- Πώς έτσι; - απόρησε ο μεγάλος γιος.

- Δεν πίνω, αυτό ειν' όλο, αποκρίθηκε ο Νικήτα, δίχως να σηκώσει τα μάτια του, παρά έχοντας τα χαμηλωμένα κατά τα ανάρια μουστάκια και τα γένια του και προσπαθώντας να ξεκολλήσει τα κρυσταλλάκια του πάγου, που το στόλιζαν.

- Πραγματικά δεν κάνει να πιει, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς ροκανίζοντας κάποιο κουλουράκι, αφού άδειασε το ποτήρι του.

- Ε, τότε ένα τσαγάκι, είπε καλοσυνάτα η γριούλα. Θα έχει ξεπαγιάσει ο καψερός. Ε εσείς εκεί δα, κυράδες, που πολεμάτε με το σαμοβάρι, τι χαζεύετε;

- Έτοιμο, αποκρίθηκε μια από τις νύφες, και μισοσκεπάζοντας με την ποδιά της το σαμοβάρι, που κόχλαζε, το έφερε με κόπο, το σήκωσε και το απίθωσε θορυβώδικα πάνω στο τραπέζι.

Στο αναμεταξύ ο Βασίλη Αντρέιτς διηγούταν την περιπέτειά τους, πως έχασαν το δρόμο, πως ξαναγύρισαν δυο φορές στο ίδιο χωριό, πως περιπλανήθηκαν, πως αντάμωσαν κείνους τους μεθυσμένους. Οι οικοδεσπότες απορούσαν, ξηγούσαν που και γιατί έχασαν το δρόμο και ποιοι ήτανε οι μεθυσμένοι, που αντάμωσαν και δίνανε οδηγίες για το πώς έπρεπε να τραβήξουν για να φτάσουν στον προορισμό τους.

- Εδώ πέρα ίσαμε την Μολτσάνοβκα κι ένα μικρό παιδί μπορεί να φτάσει μια χαρά, φτάνει να πετύχει το στρίψιμο από τα πλάτωμα, κάποιο χαμόδεντρο που φαίνεται από μακριά. Και εσείς δεν το καταφέρατε, έλεγε ο γείτονας.

- Καλά θα κάνετε να μείνετε σε μας τη νύχτα. Οι κοπέλες μας θα σας ετοιμάσουν τα στρωσίδια, συμβούλεψε η γριούλα.

- Και πρωί-πρωί ξεκινάτε. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε, την υποστήριξε ο γέρος.

- Των αδυνάτων αδύνατο, αδελφέ μου, οι υποθέσεις, βλέπεις! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Μια ώρα που θα χάσεις, δεν την αναπληρώνεις μ' ένα χρόνο, πρόσθεσε καθώς ήρθε στο νου του το δασάκι κι οι έμποροι της πολιτείας, που θα μπορούσαν να του πάρουν μεσ' από τα χέρια του αυτήν την αγορά. Θα τα καταφέρουμε οπωσδήποτε, ε; - στράφηκε στο Νικήτα.

Ο Νικήτα αργοπόρησε ν' αποκριθεί, σάμπως να ήτανε τρομερά απασχολημένος να ξεκολλήσει τα κρυσταλλάκια από τα γένια και τα μουστάκι του. - Φτάνει μοναχά να μην ξαναχάσουμε το δρόμο, είπε κάποια στιγμή κατσουφιασμένος.

Ο Νικήτα ήτανε κατσούφης γιατί διψούσε τρομερά για βότκα και το μόνο που θα μπορούσε να κατασιγάσει αυτή του την επιθυμία ήτανε το τσάι, και δεν του είχανε σερβίρει ακόμα.

- Μα δεν έχουμε παρά να φτάσουμε ίσαμε τη στροφή, κι από εκεί και πέρα δε χάνουμε το δρόμο θα τραβήξουμε μεσ' από το δάσος ίσαμε το Γοριάτσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Εσείς ξέρετε, Βασίλη Αντρέιτς, σαν θέλετε να ξεκινήσουμε, ξεκινάμε, αποκρίθηκε ο Νικήτα παίρνοντας επιτέλους με λαχτάρα το ποτήρι το τσάι που του πρόσφεραν.

- Θα πιούμε το τσαγάκι μας και μαρς.

Ο Νικήτα δεν είπε τίποτα, παρά κούνησε μονάχα το κεφάλι γιατί επιδόθηκε στο τσάι του. Με προσοχή άδειασε λίγο μέσα στο πιατάκι και ζέσταινε στον αχνό τα χέρια του που τα δάχτυλα τους ήτανε πάντα πρησμένα από την πολλή δουλειά. Ύστερα δάγκωσε ένα μικροσκοπικό κομματάκι ζάχαρη, υποκλίθηκε μπροστά στους νοικοκυραίους λέγοντας.

- Στην υγειά σας, και ρούφηξε απολαυστικά το θερμαντικό υγρό.

- Αν μπορούσε μονάχα, να μας συνόδευε κάποιος ίσαμε τη στροφή, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Εύκολο πράμα. Θα ζέψει ο Πετρούσκα και θα σας ξεβγάλει ίσαμε τη στροφή, είπε ο μεγάλος γιος.

- Κάντε το καλό, αδελφέ μου. Κι εγώ θα σας ευχαριστήσω κατά πως πρέπει.

- Τ' είναι αυτά, που λες, καλέ μου, παρατήρησε αμέσως η γλυκομίλητη γριούλα, χρέος μας είναι, και θα το κάνουμε μ' όλη την καρδιά.

- Πετρούσκα, άντε να ζέψεις τη φοράδα, πρόσταξε ο μεγάλος γιος.

- Έφτασα κιόλας! - αποκρίθηκε ο νέος χαρούμενα, άρπαξε το σκούφο του που κρεμόταν σ' ένα καρφί κι έτρεξε να ζέψει. Την ώρα, που ο Πετρούσκα βρισκόταν στο στάβλο, η κουβέντα ξαναγύρισε στο σημείο, που είχε σταματήσει τη στιγμή που κατέφθασε το έλκηθρο του Βασίλη Αντρέιτς. Ο γέρος παραπονιόταν στο γείτονα του, που ήτανε και πρόεδρος του χωριού, πως ο τρίτος γιος του δεν έστειλε κεινού το παραμικρό για τη γιορτή, ενώ στη γυναίκα του έστειλε ένα ολομέταξο φραντσέζικο μαντίλι.

- Οι νιοι σήμερα ξεφεύγουν πια από τα χέρια μας, έλεγε ο γέρος.

- Και με το παραπάνω, βεβαίωνε ο γείτονας. Ποιος τους πιάνει! Γινήκανε πολύξεροι πια και δεν ακούνε κανένα. Να ο Ντιόμοτσκιν τις προάλλες, έσπασε το χέρι του πατέρα του. Ολ' αυτά απ' της πολλές γνώσεις που αποχτάνε τελευταία. Ο Νικήτα άκουγε με προσοχή, αυτά που λέγονταν, παρατηρούσε τα πρόσωπα κι ήτανε φανερό, πως πολύ θα ήθελε να πάρει μέρος στη συζήτηση, όμως ήτανε ολοκληρωτικά απορροφημένος με το τσάι του και μονάχα κινούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Άδειαζε τα ποτήρια το ένα ύστερ' από το άλλο κι ένιωθε ολοένα πιότερο να απλώνεται μέσα του μια πολύ ευχάριστη ζεστασιά. Η κουβέντα κράτησε πολύ, όλο γύρω στο ίδιο θέμα στο κακό αποτέλεσμα δηλαδή, που έχει η μοιρασιά. Κι ήτανε φανερό, πως δεν το συζητούσαν ακαδημαϊκά, μα πως επρόκειτο για μοιρασιά που αφορούσε το ίδιο το σπιτικό και που την απαιτούσε ο δεύτερος γιος, που γι' αυτό το λόγο είχε έρθει από τη Μόσχα και καθόταν κατσούφης και σιωπηλός. Καταλάβαινε κάποιος πως το ζήτημα αυτό απασχολούσε οδυνηρά όλα τα μέλη της οικογένειας, μα δεν ήθελαν να ξανοιχτούν μπροστά σε ξένα πρόσωπα και να μιλήσουν καθαρά για τις οικογενειακές τους υποθέσεις. Μα στο τέλος ο γέρος δεν άντεξε και με δάκρυα στη φωνή του δήλωσε πως όσο ζει δε θα δεχτεί να μοιραστεί η περιουσία. Είπε, πως ίσαμε τα τώρα δόξα τω Θεώ πάει μια χαρά το σπιτικό του, έτσι που είναι, όμως άμα γίνει μοιρασιά, κανένας τους δε θα έχει τίποτα.

- Να, σαν τους Ματβέγιεβ, παρατήρησε ο γείτονας. Ήτανε ένα από τα πρώτα σπιτικά, και καθώς κάνανε τη μοιρασιά όλοι τους απομείνανε θεόφτωχοι.

- Αυτό πας να κάνεις και συ τώρα, είπε ο γέρος του γιου του. Ο γιος δεν αποκρίθηκε και κάποια στιγμή κράτησε μια δυσάρεστη σιωπή.

Τη σιωπή αυτή τη διέκοψε ο Πετρούσκα που είχε ζέψει και πριν λίγα λεπτά γύρισε στο δωμάτιο, πάντα γελαστός.

- Ένα τέτοιο μύθο έχει ο Πούλσον, είπε, ένας πατέρας έδωσε στους γιους του τη σκούπα για να τη σπάσουν. Όσο κι αν πασχίσανε στάθηκε αδύνατο να το κάνουν. Όμως, σαν έπιασαν ένα-ένα τα βούρλα που τη σχημάτιζαν τα έσπασαν στο λεπτό. Έτσι είναι και τούτο δω πρόσθεσε θριαμβευτικά. Ειμ' έτοιμος! - δήλωσε ταυτόχρονα σχετικά με ζέψιμο.

- Σαν ειν' έτοιμα, ας πηγαίνουμε το γρηγορότερο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Όσο για τη μοιρασιά, παππού, κράτα καλά. Μη δεχτείς, με κανέναν τρόπο. Με τον κόπο σου τα κέρδισες όλα, δικά σου είναι. Ανάφερε το στο δικαστή και κείνος θα τα κανονίσει δίκαια.

- Μου έφαγε το μυαλό με την επιμονή του, έλεγε παραπονιάρικα ο γέρος, αδύνατο να πάρει με το καλό. Λες και τον κυρίεψε ο σατανάς!

Ο Νικήτα στο αναμεταξύ, σαν απόπιε το πέμπτο ποτήρι τσάι, εξακολουθούσε να μην το αναποδογυρίζει μέσα στο πιατάκι, που θα σήμαινε πως δε θέλει άλλο, μα το κρατούσε κάπως λοξά με την ελπίδα πως θα του σέρβιραν και έκτο. Μα το νερό του σαμοβάρι είχε τελειώσει, για τούτο η νοικοκυρά δεν του ξαναέβαλε κι εκτός απ' αυτό ο Βασίλη Αντρέιτς, σηκώθηκε και ντυνόταν. Θέλοντας και μη λοιπόν σηκώθηκε κι ο Νικήτα, έβαλε πίσω στη ζαχαριέρα το κομματάκι της ζάχαρης που του περίσσεψε χιλιοδαγκωμένο απ' όλες τις μεριές σκούπισε τον ίδρωτα από το καταμουσκεμένο πρόσωπο του και πήγε να φορέσει το πανωφόρι του. Σαν ντύθηκε, βαριαναστέναξε, ευχαρίστησε τους οικοδεσπότες, τους αποχαιρέτισε και βγήκε από το ζεστό και φωτεινό δωμάτιο, στη μπασιά, που ήτανε θεοσκότεινη, κατάψυχρη και καταχιονισμένη, γιατί ο αέρας που βούιζε έσπρωχνε μέσα από όλες τις χαραμάδες το χιόνι και την κρυάδα του. Από εκεί βγήκε στη θεοσκότεινη αυλή.

Ο Πετρούσκα, τυλιγμένος στη γούνα του στεκόταν κοντά στο δικό του έλκηθρο καταμεσής της αυλής και χαμογελώντας απάγγειλε στίχους από το βιβλίο του Πούλσον. «Η θύελλα κρύβει με καταχνιά τον ουρανό, οι χιονοστρόβιλοι χοροπηδάνε, κι ο αέρας μια ουρλιάζει σαν το θηρίο, μια κλαίει σαν το μωρό».

Ο Νικήτα κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του παίζοντας τα γκέμια στα χέρια του.

Ο γέρος καθώς συνόδευε το Βασίλη Αντρέιτς, κρατούσε ένα φανάρι αναμμένο για να του φέγγει στη μπασιά, ίσαμε την ξώπορτα, μα ο δυνατός αέρας το έσβησε μονομιάς. Και στην αυλή ακόμα ήτανε φανερό, πως η χιονοθύελλα δυνάμωσε πιότερο.

- Καιρός μια φορά! - στοχάστηκε ο Βασίλη Αντρέιτς, ζήτημα είναι αν τα καταφέρω να φτάσω στο Γοριάτσκινο. Μα δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Οι υποθέσεις βλέπεις! Όμως μια και τ' αποφάσισα και τούτοι δω ζέψανε τ' άλογά τους πια. Ε, κάποτε θα φτάσω εκεί που θέλω, πρώτα ο Θεός!

Και το καλό γεροντάκι σκεφτόταν πως δεν έπρεπε να ξεκινήσει ο Βασίλη Αντρέιτς, όμως το συμβούλεψε με το παραπάνω να μείνει κείνο το βράδυ, κι αυτός δε θέλησε. Να επιμείνει ακόμα το έβρισκε περιττό, μια κι απ' αρχής δεν εισακούστηκε η γνώμη του. «Μπορεί, κιόλας, εγώ να δειλιάζω τόσο απ' τα γεράματα, και να έχει αυτός δίκιο. Και στο κάτω-κάτω δίχως μουσαφιραίους, θα πέσουμε να κοιμηθούμε με την ώρα μας. Δίχως φασαρίες.».

Μα ο Πετρούσκα μήτε καν λογάριαζε τον κίνδυνο. Ήξερε τόσο καλά το δρόμο κι ολόκληρη την περιοχή, κι ύστερα κείνο το στιχάκι που «οι χιονοστρόβιλοι χοροπηδάνε» έκανε πιο έντονο το κουράγιο του γιατί παράσταινε ολοζώντανα κείνο που γινόταν έξω. Μα ο Νικήτα δεν είχε καμιά διάθεση να ξεκινήσει, αλλά από χρόνια πολλά είχε πια συνηθίσει να μην έχει δική του θέληση παρά να υπηρετεί άλλους κι έτσι κανένας δεν εμπόδισε την αναχώρηση.


IV. Αφέντης και Δούλος IV. Master and Servant IV. Amo y siervo

Το σπίτι που στάθμευσε ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε ένα από τα πιο πλούσια του χωριού. Η οικογένεια όριζε πέντε μερίδια γης, και νοίκιαζε κι άλλα για καλλιέργεια. Είχανε έξι άλογα, τρεις αγελάδες, δυο χρονιάρικα μοσχάρια, καμιά εικοσαριά πρόβατα. Είκοσι δυο νομάτοι μαζευόντουσαν όλοι-όλοι στην οικογένεια: Τέσσερεις γιοι παντρεμένοι, έξι εγγόνια, που απ' αυτά μονάχα ο Πετρούσκα ήτανε παντρεμένος, δυο δισέγγονα, τρία ορφανά και τέσσερεις νύφες με τα μωρά τους. Η οικογένεια αυτή ήτανε από τις λιγοστές που είχανε απομείνει δίχως να κάνουν μοιρασιά. Όμως και σ' αυτή άρχισε να σιγοβράζει υποκινούμενη όπως πάντα από τις γυναίκες, η γρίνια της διάλυσης, υπόκωφη μυστική, που αναπόφευκτα πολύ γρήγορα θα οδηγούσε στη μοιρασιά. Οι δυο γιοι έμεναν στη Μόσχα, δουλεύοντας σα νεροκουβαλητήδες, ένας ήτανε στρατιώτης.

Στο σπίτι μέσα κείνο το βραδινό βρισκόταν ο γέρος, η γριά, ο δεύτερος γιος, που είχε κι όλη την ευθύνη του νοικοκυριού, ο μεγάλος γιος, που είχε έρθει από τη Μόσχα για τη γιορτή, κι όλες οι γυναίκες και τα παιδιά. Εκτός από τους δικούς, ήτανε ακόμα κι ένας μουσαφίρης, κάποιος γείτονας και κουμπάρος ταυτόχρονα.

Πάνω από το τραπέζι κρεμόταν η λάμπα που έριχνε το ζωηρό της φως πάνω στα πιατικά του τσαγιού, στη μπουκάλα με τη βότκα, στους μεζέδες και στους τούβλινους τοίχους που στη μια γωνία τους κρέμονταν τα εικονίσματα, πλαισιωμένα κι από τις δυο πλευρές με διάφορες ζωγραφιές. Στην πρώτη θέση του τραπεζιού καθόταν ο Βασίλη Αντρέιτς με το μαύρο κοντογούνι του, μασουλίζοντας τα παγωμένα μουστάκια του και περιφέροντας τα γουρλωμένα γερακίσια μάτια του στο εσωτερικό της κάμαρας και στους τριγυρινούς του. Γύρω στο τραπέζι καθόταν ακόμα ο γέρος, ο νοικοκύρης του σπιτιού, φαλακρός, με κάτασπρα γένια. Φορούσε άσπρο φαντό πουκάμισο. Και κοντά του ο γιος του που είχε έρθει από τη Μόσχα για τη γιορτή, ένας γεροδεμένος άντρας, που φορούσε ψιλό τσίτινο πουκάμισο. Και κοντά σε εκείνον ο μεγάλος γιος που είχε την ευθύνη όλου του νοικοκυριού και παραπέρα ο γείτονας ένας λιπόσαρκος, κοκκινοτρίχης μουζίκος.

Οι άντρες είχανε πιει κι αποφάγει κι ετοιμαζόντουσαν να πάρουν το τσάι τους. Το σαμοβάρι κόχλαζε και βούιζε κει που το είχανε στημένο κοντά στη σόμπα. Παιδιά φαινόντουσαν στριμωγμένα στο πατάρι και στα κρεβάτια. Δίπλα σε μια κούνια καθόταν μια γυναίκα και κοίμιζε το μωρό της. Η γριούλα- νοικοκυρά, με το πρόσωπό της αυλακωμένο από τις ρυτίδες, που ζάρωναν ακόμα και τα χείλη της, περιποιόταν το Βασίλη Αντρέιτς.

Τη στιγμή που έμπαινε ο Νικήτα στο δωμάτιο η γριούλα ό,τι είχε σερβίρει στον μουσαφίρη ένα χοντρό ποτήρι βότκα.

- Να μας συμπαθάς Βασίλη Αντρέιτς, του έλεγε, δεν κάνει. Πρέπει να το πιεις για το καλό.

Η θέα κι η μυρουδιά της βότκας, συγκίνησαν τρομερά το Νικήτα, προ πάντων εκείνη τη στιγμή, καθώς ήτανε ξεπαγιασμένος. Ζάρωσε τα φρύδια του και τινάζοντας τα χιόνια από το σκούφο του και το πανωφόρι του, στάθηκε μπροστά στα εικονίσματα, σα να μην έβλεπε κανένα τριγύρω, έκανε τρεις φορές το σταυρό του με μια βαθιά υπόκλιση, ύστερα στράφηκε, υποκλίθηκε πρώτα μπροστά στο γέρο-νοικοκύρη, ύστερα στους αποδέλοιπους και τελευταία στις γυναίκες που ήτανε στριμωγμένες κοντά στη σόμπα, μουρμουρίζοντας «Χρόνια πολλά». Μετά άρχισε να βγάνει τα επανώρουχά του, δίχως να κοιτάζει κατά το τραπέζι.

- Έχεις δα ωστόσο πλούσια πασπαλιστεί με το χιονάκι, μπάρμπα, παρατήρησε ο μεγάλος γιος, βλέποντας το καταχιονισμένο πρόσωπο, τα μάτια και τα γένια του Νικήτα.

Ο Νικήτα έβγαλε το πανωφόρι του, το τίναξε και το κρέμασε κοντά στη σόμπα κι ύστερα πλησίασε στο τραπέζι. Του πρόσφεραν αμέσως βότκα. Έζησε κάποια στιγμή βασανιστικής πάλης, παραλίγο ν' αρπάξει το ποτηράκι και ν' αδειάσει στο στόμα του το μυρωδάτο και διάφανο υγρό. Μα έριξε μια ματιά στο Βασίλη Αντρέιτς, θυμήθηκε την απόφαση που είχε πάρει, θυμήθηκε τα ποδήματα που παράτησε αμανάτι στο κρασοπουλειό, θυμήθηκε το αγόρι του, που του είχε υποσχεθεί ένα άλογο την άνοιξη, αναστέναξε και δεν άπλωσε το χέρι του.

- Δεν πίνω, ευχαριστιόμαστε εγκαρδιακά, είπε, κατσούφιασε και κάθισε σ' ένα μπάγκο κοντά στο δεύτερο παράθυρο.

- Πώς έτσι; - απόρησε ο μεγάλος γιος.

- Δεν πίνω, αυτό ειν' όλο, αποκρίθηκε ο Νικήτα, δίχως να σηκώσει τα μάτια του, παρά έχοντας τα χαμηλωμένα κατά τα ανάρια μουστάκια και τα γένια του και προσπαθώντας να ξεκολλήσει τα κρυσταλλάκια του πάγου, που το στόλιζαν.

- Πραγματικά δεν κάνει να πιει, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς ροκανίζοντας κάποιο κουλουράκι, αφού άδειασε το ποτήρι του.

- Ε, τότε ένα τσαγάκι, είπε καλοσυνάτα η γριούλα. Θα έχει ξεπαγιάσει ο καψερός. Ε εσείς εκεί δα, κυράδες, που πολεμάτε με το σαμοβάρι, τι χαζεύετε;

- Έτοιμο, αποκρίθηκε μια από τις νύφες, και μισοσκεπάζοντας με την ποδιά της το σαμοβάρι, που κόχλαζε, το έφερε με κόπο, το σήκωσε και το απίθωσε θορυβώδικα πάνω στο τραπέζι.

Στο αναμεταξύ ο Βασίλη Αντρέιτς διηγούταν την περιπέτειά τους, πως έχασαν το δρόμο, πως ξαναγύρισαν δυο φορές στο ίδιο χωριό, πως περιπλανήθηκαν, πως αντάμωσαν κείνους τους μεθυσμένους. Οι οικοδεσπότες απορούσαν, ξηγούσαν που και γιατί έχασαν το δρόμο και ποιοι ήτανε οι μεθυσμένοι, που αντάμωσαν και δίνανε οδηγίες για το πώς έπρεπε να τραβήξουν για να φτάσουν στον προορισμό τους.

- Εδώ πέρα ίσαμε την Μολτσάνοβκα κι ένα μικρό παιδί μπορεί να φτάσει μια χαρά, φτάνει να πετύχει το στρίψιμο από τα πλάτωμα, κάποιο χαμόδεντρο που φαίνεται από μακριά. Και εσείς δεν το καταφέρατε, έλεγε ο γείτονας.

- Καλά θα κάνετε να μείνετε σε μας τη νύχτα. Οι κοπέλες μας θα σας ετοιμάσουν τα στρωσίδια, συμβούλεψε η γριούλα.

- Και πρωί-πρωί ξεκινάτε. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε, την υποστήριξε ο γέρος.

- Των αδυνάτων αδύνατο, αδελφέ μου, οι υποθέσεις, βλέπεις! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Μια ώρα που θα χάσεις, δεν την αναπληρώνεις μ' ένα χρόνο, πρόσθεσε καθώς ήρθε στο νου του το δασάκι κι οι έμποροι της πολιτείας, που θα μπορούσαν να του πάρουν μεσ' από τα χέρια του αυτήν την αγορά. Θα τα καταφέρουμε οπωσδήποτε, ε; - στράφηκε στο Νικήτα.

Ο Νικήτα αργοπόρησε ν' αποκριθεί, σάμπως να ήτανε τρομερά απασχολημένος να ξεκολλήσει τα κρυσταλλάκια από τα γένια και τα μουστάκι του. - Φτάνει μοναχά να μην ξαναχάσουμε το δρόμο, είπε κάποια στιγμή κατσουφιασμένος.

Ο Νικήτα ήτανε κατσούφης γιατί διψούσε τρομερά για βότκα και το μόνο που θα μπορούσε να κατασιγάσει αυτή του την επιθυμία ήτανε το τσάι, και δεν του είχανε σερβίρει ακόμα.

- Μα δεν έχουμε παρά να φτάσουμε ίσαμε τη στροφή, κι από εκεί και πέρα δε χάνουμε το δρόμο θα τραβήξουμε μεσ' από το δάσος ίσαμε το Γοριάτσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Εσείς ξέρετε, Βασίλη Αντρέιτς, σαν θέλετε να ξεκινήσουμε, ξεκινάμε, αποκρίθηκε ο Νικήτα παίρνοντας επιτέλους με λαχτάρα το ποτήρι το τσάι που του πρόσφεραν.

- Θα πιούμε το τσαγάκι μας και μαρς.

Ο Νικήτα δεν είπε τίποτα, παρά κούνησε μονάχα το κεφάλι γιατί επιδόθηκε στο τσάι του. Με προσοχή άδειασε λίγο μέσα στο πιατάκι και ζέσταινε στον αχνό τα χέρια του που τα δάχτυλα τους ήτανε πάντα πρησμένα από την πολλή δουλειά. Ύστερα δάγκωσε ένα μικροσκοπικό κομματάκι ζάχαρη, υποκλίθηκε μπροστά στους νοικοκυραίους λέγοντας.

- Στην υγειά σας, και ρούφηξε απολαυστικά το θερμαντικό υγρό.

- Αν μπορούσε μονάχα, να μας συνόδευε κάποιος ίσαμε τη στροφή, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Εύκολο πράμα. Θα ζέψει ο Πετρούσκα και θα σας ξεβγάλει ίσαμε τη στροφή, είπε ο μεγάλος γιος.

- Κάντε το καλό, αδελφέ μου. Κι εγώ θα σας ευχαριστήσω κατά πως πρέπει.

- Τ' είναι αυτά, που λες, καλέ μου, παρατήρησε αμέσως η γλυκομίλητη γριούλα, χρέος μας είναι, και θα το κάνουμε μ' όλη την καρδιά.

- Πετρούσκα, άντε να ζέψεις τη φοράδα, πρόσταξε ο μεγάλος γιος.

- Έφτασα κιόλας! - αποκρίθηκε ο νέος χαρούμενα, άρπαξε το σκούφο του που κρεμόταν σ' ένα καρφί κι έτρεξε να ζέψει. Την ώρα, που ο Πετρούσκα βρισκόταν στο στάβλο, η κουβέντα ξαναγύρισε στο σημείο, που είχε σταματήσει τη στιγμή που κατέφθασε το έλκηθρο του Βασίλη Αντρέιτς. Ο γέρος παραπονιόταν στο γείτονα του, που ήτανε και πρόεδρος του χωριού, πως ο τρίτος γιος του δεν έστειλε κεινού το παραμικρό για τη γιορτή, ενώ στη γυναίκα του έστειλε ένα ολομέταξο φραντσέζικο μαντίλι.

- Οι νιοι σήμερα ξεφεύγουν πια από τα χέρια μας, έλεγε ο γέρος.

- Και με το παραπάνω, βεβαίωνε ο γείτονας. Ποιος τους πιάνει! Γινήκανε πολύξεροι πια και δεν ακούνε κανένα. Να ο Ντιόμοτσκιν τις προάλλες, έσπασε το χέρι του πατέρα του. Ολ' αυτά απ' της πολλές γνώσεις που αποχτάνε τελευταία. Ο Νικήτα άκουγε με προσοχή, αυτά που λέγονταν, παρατηρούσε τα πρόσωπα κι ήτανε φανερό, πως πολύ θα ήθελε να πάρει μέρος στη συζήτηση, όμως ήτανε ολοκληρωτικά απορροφημένος με το τσάι του και μονάχα κινούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Άδειαζε τα ποτήρια το ένα ύστερ' από το άλλο κι ένιωθε ολοένα πιότερο να απλώνεται μέσα του μια πολύ ευχάριστη ζεστασιά. Η κουβέντα κράτησε πολύ, όλο γύρω στο ίδιο θέμα στο κακό αποτέλεσμα δηλαδή, που έχει η μοιρασιά. Κι ήτανε φανερό, πως δεν το συζητούσαν ακαδημαϊκά, μα πως επρόκειτο για μοιρασιά που αφορούσε το ίδιο το σπιτικό και που την απαιτούσε ο δεύτερος γιος, που γι' αυτό το λόγο είχε έρθει από τη Μόσχα και καθόταν κατσούφης και σιωπηλός. Καταλάβαινε κάποιος πως το ζήτημα αυτό απασχολούσε οδυνηρά όλα τα μέλη της οικογένειας, μα δεν ήθελαν να ξανοιχτούν μπροστά σε ξένα πρόσωπα και να μιλήσουν καθαρά για τις οικογενειακές τους υποθέσεις. Μα στο τέλος ο γέρος δεν άντεξε και με δάκρυα στη φωνή του δήλωσε πως όσο ζει δε θα δεχτεί να μοιραστεί η περιουσία. Είπε, πως ίσαμε τα τώρα δόξα τω Θεώ πάει μια χαρά το σπιτικό του, έτσι που είναι, όμως άμα γίνει μοιρασιά, κανένας τους δε θα έχει τίποτα.

- Να, σαν τους Ματβέγιεβ, παρατήρησε ο γείτονας. Ήτανε ένα από τα πρώτα σπιτικά, και καθώς κάνανε τη μοιρασιά όλοι τους απομείνανε θεόφτωχοι.

- Αυτό πας να κάνεις και συ τώρα, είπε ο γέρος του γιου του. Ο γιος δεν αποκρίθηκε και κάποια στιγμή κράτησε μια δυσάρεστη σιωπή.

Τη σιωπή αυτή τη διέκοψε ο Πετρούσκα που είχε ζέψει και πριν λίγα λεπτά γύρισε στο δωμάτιο, πάντα γελαστός.

- Ένα τέτοιο μύθο έχει ο Πούλσον, είπε, ένας πατέρας έδωσε στους γιους του τη σκούπα για να τη σπάσουν. Όσο κι αν πασχίσανε στάθηκε αδύνατο να το κάνουν. Όμως, σαν έπιασαν ένα-ένα τα βούρλα που τη σχημάτιζαν τα έσπασαν στο λεπτό. Έτσι είναι και τούτο δω πρόσθεσε θριαμβευτικά. Ειμ' έτοιμος! - δήλωσε ταυτόχρονα σχετικά με ζέψιμο.

- Σαν ειν' έτοιμα, ας πηγαίνουμε το γρηγορότερο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Όσο για τη μοιρασιά, παππού, κράτα καλά. Μη δεχτείς, με κανέναν τρόπο. Με τον κόπο σου τα κέρδισες όλα, δικά σου είναι. Ανάφερε το στο δικαστή και κείνος θα τα κανονίσει δίκαια.

- Μου έφαγε το μυαλό με την επιμονή του, έλεγε παραπονιάρικα ο γέρος, αδύνατο να πάρει με το καλό. Λες και τον κυρίεψε ο σατανάς!

Ο Νικήτα στο αναμεταξύ, σαν απόπιε το πέμπτο ποτήρι τσάι, εξακολουθούσε να μην το αναποδογυρίζει μέσα στο πιατάκι, που θα σήμαινε πως δε θέλει άλλο, μα το κρατούσε κάπως λοξά με την ελπίδα πως θα του σέρβιραν και έκτο. Μα το νερό του σαμοβάρι είχε τελειώσει, για τούτο η νοικοκυρά δεν του ξαναέβαλε κι εκτός απ' αυτό ο Βασίλη Αντρέιτς, σηκώθηκε και ντυνόταν. Θέλοντας και μη λοιπόν σηκώθηκε κι ο Νικήτα, έβαλε πίσω στη ζαχαριέρα το κομματάκι της ζάχαρης που του περίσσεψε χιλιοδαγκωμένο απ' όλες τις μεριές σκούπισε τον ίδρωτα από το καταμουσκεμένο πρόσωπο του και πήγε να φορέσει το πανωφόρι του. Σαν ντύθηκε, βαριαναστέναξε, ευχαρίστησε τους οικοδεσπότες, τους αποχαιρέτισε και βγήκε από το ζεστό και φωτεινό δωμάτιο, στη μπασιά, που ήτανε θεοσκότεινη, κατάψυχρη και καταχιονισμένη, γιατί ο αέρας που βούιζε έσπρωχνε μέσα από όλες τις χαραμάδες το χιόνι και την κρυάδα του. Από εκεί βγήκε στη θεοσκότεινη αυλή.

Ο Πετρούσκα, τυλιγμένος στη γούνα του στεκόταν κοντά στο δικό του έλκηθρο καταμεσής της αυλής και χαμογελώντας απάγγειλε στίχους από το βιβλίο του Πούλσον. «Η θύελλα κρύβει με καταχνιά τον ουρανό, οι χιονοστρόβιλοι χοροπηδάνε, κι ο αέρας μια ουρλιάζει σαν το θηρίο, μια κλαίει σαν το μωρό».

Ο Νικήτα κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του παίζοντας τα γκέμια στα χέρια του.

Ο γέρος καθώς συνόδευε το Βασίλη Αντρέιτς, κρατούσε ένα φανάρι αναμμένο για να του φέγγει στη μπασιά, ίσαμε την ξώπορτα, μα ο δυνατός αέρας το έσβησε μονομιάς. Και στην αυλή ακόμα ήτανε φανερό, πως η χιονοθύελλα δυνάμωσε πιότερο.

- Καιρός μια φορά! - στοχάστηκε ο Βασίλη Αντρέιτς, ζήτημα είναι αν τα καταφέρω να φτάσω στο Γοριάτσκινο. Μα δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Οι υποθέσεις βλέπεις! Όμως μια και τ' αποφάσισα και τούτοι δω ζέψανε τ' άλογά τους πια. Ε, κάποτε θα φτάσω εκεί που θέλω, πρώτα ο Θεός!

Και το καλό γεροντάκι σκεφτόταν πως δεν έπρεπε να ξεκινήσει ο Βασίλη Αντρέιτς, όμως το συμβούλεψε με το παραπάνω να μείνει κείνο το βράδυ, κι αυτός δε θέλησε. Να επιμείνει ακόμα το έβρισκε περιττό, μια κι απ' αρχής δεν εισακούστηκε η γνώμη του. «Μπορεί, κιόλας, εγώ να δειλιάζω τόσο απ' τα γεράματα, και να έχει αυτός δίκιο. Και στο κάτω-κάτω δίχως μουσαφιραίους, θα πέσουμε να κοιμηθούμε με την ώρα μας. Δίχως φασαρίες.».

Μα ο Πετρούσκα μήτε καν λογάριαζε τον κίνδυνο. Ήξερε τόσο καλά το δρόμο κι ολόκληρη την περιοχή, κι ύστερα κείνο το στιχάκι που «οι χιονοστρόβιλοι χοροπηδάνε» έκανε πιο έντονο το κουράγιο του γιατί παράσταινε ολοζώντανα κείνο που γινόταν έξω. Μα ο Νικήτα δεν είχε καμιά διάθεση να ξεκινήσει, αλλά από χρόνια πολλά είχε πια συνηθίσει να μην έχει δική του θέληση παρά να υπηρετεί άλλους κι έτσι κανένας δεν εμπόδισε την αναχώρηση.