×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), III. Τρεις θάνατοι

III. Τρεις θάνατοι

Ήρθε η άνοιξη. Στους μουσκεμένους δρόμους της πολιτείας ανάμεσα στα κρυσταλλάκια του πάγου, κελάρυζαν γοργοκίνητα ρυάκια. Ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήτανε ντυμένος με ρούχα ανοιχτόχρωμα και μιλούσε με φωνές ζωηρές. Μέσα στα περιβόλια πίσω από τους φράχτες, τα κλαριά των δέντρων με τα φουσκωμένα μπουμπούκια, αργοκουνιόταν στο σιγανό αεράκι. Παντού έτρεχαν κι έσταζαν διάφανες νεροσταλίδες... Τα σπουργίτια τιτίβιζαν παράφωνα και πετούσαν πέρα-δώθε με τις μικρές φτερούγες τους. Στην ηλιακή πλευρά των δρόμων πάνω στους φράχτες, πάνω στα σπίτια, πάνω στα δέντρα, όλα κουνιόνταν, κι όλα άστραφταν. Χαρά και νιάτα ανάδιναν κι ο ουρανός, κι η γης, κι οι ψυχές των ανθρώπων.

Σ' έναν από τους κεντρικούς δρόμους μπροστά σ' ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι, ήτανε απλωμένο παχύ στρώμα από φρέσκο άχυρο. Μέσα στο σπίτι αυτό βρισκότανε εκείνη, η ίδια άρρωστη, που βιαζόταν να πάει στην Ευρώπη.

Στο δωμάτιο το συνεχόμενο με κείνο της άρρωστης, ήτανε συγκεντρωμένοι ο άντρας της, μια ξαδέρφη της, η μητέρα της κι ο παπάς. Ο άντρας της μαζί με την ηλικιωμένη ξαδέρφη της στεκόταν μπροστά στην κλεισμένη πόρτα που έφερνε στο δωμάτιό της. Στον καναπέ καθόταν ο παπάς, με τα μάτια χαμηλωμένα και κρατώντας κάτι τυλιγμένο μέσα στο πετραχήλι του. Στη γωνία κειτόταν χωμένη μέσα σε μια βαθιά πολυθρόνα μια γριούλα, η μητέρα της κι έκλαιγε με σπαραγμό. Δίπλα της η καμαριέρα κρατούσε το μαντιλάκι για να της το δώσει όταν θα της το ζητούσε. Μια άλλη καμαριέρα της έτριβε με κάποιο φάρμακο τα μελίγγια και της φυσούσε το κεφάλι, ανασηκώνοντας το μπονέ της.

- Ας σας βοηθήσει ο Χριστός, φιλτάτη - έλεγε ο άντρας της άρρωστης στη μεσόκοπη ξαδέρφη που στεκόταν μαζί του κοντά στην κλειστή πόρτα - έχει εμπιστοσύνη σε σας, ξέρετε τόσο όμορφα να μιλάτε μαζί της. Κοιτάξτε λοιπόν να την πείσετε με το καλό. Περάστε μέσα, κι έκανε να της ανοίξει την πόρτα, μα εκείνη τον εμπόδισε μια στιγμή, έφερε κάμποσες φορές το μαντίλι στα μάτια της και τίναξε το κεφάλι.

- Να, τώρα θαρρώ πως δε φαίνομαι πια κλαμένη, είπε, άνοιξε η ίδια την πόρτα και πέρασε μέσα.

Ο άντρας ήτανε τρομερά ταραγμένος και φαινόταν σαν είχε σαστίσει ολότελα. Έκανε να πάει στην πεθερά του, μα στο μισό άλλαξε γνώμη, σταμάτησε κι αφού έκανε μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο, πλησίασε τον παπά. Ο παπάς τον κοίταξε, σήκωσε τα φρύδια του κι αναστέναξε. Το πυκνό ψαρό γενάκι του ανασηκώθηκε και κείνο και ξανάπεσε.

- Θεέ μου! Θεέ μου! είπε ο άντρας της άρρωστης.

- Τι να γίνει; - έκανε αναστενάζοντας ο παπάς και πάλι τα φρύδια και το γενάκι του ανασηκώθηκαν και ξαναχαμήλωσαν.

- Κι η μητέρα είναι εδώ! - σχεδόν με απόγνωση πρόσθεσε ο άλλος. Δε θα το αντέξει. Την αγαπάει τόσο, την αγαπάει τόσο που... και εγώ δεν ξέρω. Αν μπορούσατε, πάτερ εσείς να την καθησυχάσετε λιγάκι και να την πείσετε να φύγει από δω. Ο παπάς σηκώθηκε και πλησίασε τη γριούλα.

- Είναι αλήθεια πως τη μητρική καρδιά κανένας δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει, είπε ο παπάς, ωστόσο ο Θεός είναι μεγάλος.

Ένας νευρικός σπασμός παραμόρφωσε την ίδια στιγμή το πρόσωπο της γριούλας και την έπιασε υστερικός λόξιγκας.

- Ο Θεός είναι μεγάλος, συνέχισε ο παπάς, όταν ησύχασε κάπως η γριούλα. Έχω να σας πω, πως στην ενορία μου ήτανε ένας άρρωστος πολύ χειρότερα από τη Μαρία Ντμήτριεβνα και τι νομίζετε; Ένας απλός άνθρωπος τον γιάτρεψε με κάτι βοτάνια σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Και μάλιστα ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται τώρα στη Μόσχα. Του έχω πει του Βασίλη Ντμήτριβιτς. Θα μπορούσε να δοκιμάσει. Θα ήτανε τουλάχιστο κάποια παρηγοριά για την άρρωστη. Για το Θεό τίποτα δεν είναι αδύνατο.

- Το ξέρω καλά. Δεν έχει πια ζωή, είπε η μητέρα. Αντίς να πάρει εμένα ο Θεός, παίρνει αυτήν, κι ο υστερικός λόξιγκας την ξανάπιασε τόσο έντονος, που λιποθύμησε.

Ο γαμπρός της, έφερε και τα δυο χέρια στο πρόσωπο κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.

Στο διάδρομο τρακάρισε με το εξάχρονο αγοράκι του, που έπαιζε κυνηγητό με τη μικρή αδελφούλα του.

- Δε θα πρέπει να τα πάμε τα παιδιά στη μαμά τους, για τελευταία φορά; - ρώτησε με σεβασμό η νταντά.

- Όχι. Εκείνη δε θέλει να τα δει. Θα συγκινηθεί πολύ και δεν κάνει.

Στο αναμεταξύ η ξαδέρφη καθόταν κοντά στο κρεβάτι της άρρωστης και, φέρνοντας με τρόπο την κουβέντα, προσπαθούσε να την προετοιμάσει στη σκέψη του θανάτου. Ο γιατρός κοντά στο παράθυρο ανακάτωνε κάποιο φάρμακο.

- Αχ, φιλτάτη μου, είπε η άρρωστη διακόπτοντας την κάποια στιγμή, μη με προετοιμάζετε. Μη με θεωρείτε για κανένα παιδί. Είμαι χριστιανή. Τα ξέρω όλα. Ξέρω πως δε μου μένει πολύ να ζήσω. Ξέρω πως αν μ' άκουγε πρωτύτερα ο άντρας μου, θα ήμουνα τώρα στην Ιταλία κι ίσως-ίσως, όχι ίσως, σίγουρα θα ήμουνα καλά. Του το έλεγα πάντα από τότε, μα εκείνος δε μ' άκουσε. Τι να γίνει τώρα! Έτσι φαίνεται το ήθελε ο Θεός. Έχουμε όλοι μας πολλές αμαρτίες, όμως ελπίζω στην ευσπλαχνία του Θεού, πως θα τις συγχωρέσει σ' όλους μας. Σίγουρα θα τις συγχωρέσει. Προσπαθώ να νιώσω τον εαυτό μου. Και εγώ είχα πολλές αμαρτίες, φιλτάτη μου. Και για τούτο, πόσο υπέφερα! Και φρόντισα πάντα με υπομονή να περνώ τα βάσανα μου...

- Να καλέσω λοιπόν τον παπά αγάπη μου; Θα σε ξαλαφρώσει άμα μεταλάβεις, είπε η ξαδέρφη.

Η άρρωστη με μια αδύναμη κίνηση έδειξε πως δέχεται.

- Θεέ μου, συγχώρεσε με την αμαρτωλή, μουρμούρισε.

Η ξαδέρφη βγήκε κι έγνεψε του παπά.

- Η καημενούλα είναι άγγελος, είπε στον άντρα της άρρωστης, με τα μάτια της πλημμυρισμένα δάκρυα.

Εκείνον τον πήραν τα δάκρυα. Ο παπάς πέρασε στο διπλανό δωμάτιο. Η γριούλα εξακολούθησε να μένει λιπόθυμη κι έτσι απλώθηκε μια απόλυτη σιγαλιά γύρω. Μετά από πέντε λεπτά ο παπάς ξαναγύρισε και βγάνοντας το επιτραχήλι του, έσιαξε τα μαλλιά του.

- Δόξα τω Θεώ, τώρα είναι πιο ήσυχη, είπε, και θέλει να σας δει.

Η ξαδέρφη κι ο άντρας της έτρεξαν κοντά της. Η άρρωστη έκλαιγε σιγανά κοιτάζοντας το εικόνισμα, που κρεμόταν στην αντικρινή γωνιά.

- Βοήθειά σου, και να γίνεις γρήγορα καλά, της είπε ο άντρας της.

- Ευχαριστώ. Αισθάνομαι τώρα τόσο καλά. Νιώθω μια ακατανόητη ανακούφιση, πολύ-πολύ γλυκιά, του αποκρίθηκε κι ένα αχνό χαμόγελο τρεμόπαιζε πάνω στα αχνά χείλη της. Πόσο σπλαχνικός είναι ο Θεός! Ναι, ναι, είναι σπλαχνικός και παντοδύναμος.

Και ξανακάρφωσε τα μάτια της, με θερμή έντονη ικεσία, στο εικόνισμα.

Ύστερα ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε πάλι, κάλεσε κοντά της τον άντρα της, με διάφορα γνεψίματα.

- Ποτέ σου δεν θέλεις να κάνεις εκείνο που σε παρακαλώ, του είπε με φανερή δυσαρέσκεια στην αδύναμη φωνή της, που μόλις ακουγόταν.

Κείνος την άκουγε με τεντωμένο το λαιμό και ύφος υποταγμένο.

- Τι τρέχει, αγάπη μου;

- Πόσες φορές στο έχω πει πως αυτοί οι γιατροί δεν ξέρουν τίποτα και πως κάποιοι απλοί εμπειρικοί γιατρεύουν μια χαρά τον κόσμο...Να, κι ο παπάς λέει., είναι ένας αστός... Στείλε να τον καλέσεις.

- Ποιον αγάπη μου;

- Αχ, Θεέ μου! Τίποτα δεν θέλει να καταλάβει!., και ζάρωσε σ' ένα μορφασμό το πρόσωπό της κι έκλεισε τα μάτια. Ο γιατρός πήγε κοντά της, της έπιασε το χέρι. Ο σφυγμός όσο πήγαινε γινόταν και πιο άτονος. Η άρρωστη αντιλήφτηκε πως ο γιατρός κάποια στιγμή έγνεψε του άντρα της κι αμέσως γύρισε περίτρομα τα μάτια της από δω κι από κει. Η ξαδέρφη γύρισε από την άλλη μεριά κλαίγοντας.

- Μην κλαις, μη βασανίζεσαι και μη βασανίζεις και μένα, της είπε η άρρωστη. Τα κλάματα σου μου αφαιρούν την τελευταία γαλήνη.

- Είσαι ένας άγγελος! - είπε η ξαδέρφη και της φίλησε το χέρι.

- Όχι, όχι! Φίλησε με εδώ. Μονάχα των νεκρών φιλούν το χέρι. Θεέ μου! Θεέ μου!

Το ίδιο κείνο βράδυ η άρρωστη ήτανε πια νεκρή και το σώμα της ταχτοποιημένο στο φέρετρο, ήτανε στημένο στο σαλόνι του μεγάλου σπιτιού. Μέσα στο ευρύχωρο σαλόνι με τις κλειστές πόρτες καθόταν ένας κανονάρχης της γειτονικής εκκλησίας και διάβαζε με ένρινη φωνή τους ψαλμούς του Δαβίδ. Το ζωηρό φως από τις αναμμένες λαμπάδες, που έκαιγαν μέσα στα ψηλά ασημένια μανουάλια, έπεφτε πάνω στο χλομό μέτωπο της νεκρής, στα βαριά και κίτρινα, σαν κέρινα, χέρια της και στο πτυχωμένο βαρύ σκέπασμα που κάπως ανατριχιαστικά διέγραφε ολόκληρη τη σιλουέτα που κάλυπτε. Ο κανονάρχης, δίχως να καταλαβαίνει τα λόγια που πρόφερε, διάβαζε μονότονα και σιγανά, κι αυτά παράξενα αντηχούσαν κι έσβηναν μέσα σε κείνη τη σιγαλιά. Κάπου-κάπου έφταναν ίσαμε κει μέσα φωνούλες παιδιών και ποδοβολητά από τα τρεξίματά τους μέσα στο δωμάτιό τους, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του μεγάλου σπιτιού.

Η μορφή της νεκρής ήτανε αυστηρή, ατάραχη και μεγαλόπρεπη. Τίποτα, καμιά κίνηση, δεν τάραζε το επίσημο ύφος που είχε το καθαρό και παγωμένο μέτωπο και τα σφιχτοκλεισμένα χείλη. Ήτανε όλη μια πλέρια προσοχή και ανάταση. Μα να καταλάβαινε τάχα τώρα όλα κείνα τα μεγάλα λόγια του ψαλμού;


III. Τρεις θάνατοι III. Three deaths

Ήρθε η άνοιξη. Στους μουσκεμένους δρόμους της πολιτείας ανάμεσα στα κρυσταλλάκια του πάγου, κελάρυζαν γοργοκίνητα ρυάκια. Ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήτανε ντυμένος με ρούχα ανοιχτόχρωμα και μιλούσε με φωνές ζωηρές. Μέσα στα περιβόλια πίσω από τους φράχτες, τα κλαριά των δέντρων με τα φουσκωμένα μπουμπούκια, αργοκουνιόταν στο σιγανό αεράκι. Παντού έτρεχαν κι έσταζαν διάφανες νεροσταλίδες... Τα σπουργίτια τιτίβιζαν παράφωνα και πετούσαν πέρα-δώθε με τις μικρές φτερούγες τους. Στην ηλιακή πλευρά των δρόμων πάνω στους φράχτες, πάνω στα σπίτια, πάνω στα δέντρα, όλα κουνιόνταν, κι όλα άστραφταν. Χαρά και νιάτα ανάδιναν κι ο ουρανός, κι η γης, κι οι ψυχές των ανθρώπων.

Σ' έναν από τους κεντρικούς δρόμους μπροστά σ' ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι, ήτανε απλωμένο παχύ στρώμα από φρέσκο άχυρο. Μέσα στο σπίτι αυτό βρισκότανε εκείνη, η ίδια άρρωστη, που βιαζόταν να πάει στην Ευρώπη.

Στο δωμάτιο το συνεχόμενο με κείνο της άρρωστης, ήτανε συγκεντρωμένοι ο άντρας της, μια ξαδέρφη της, η μητέρα της κι ο παπάς. Ο άντρας της μαζί με την ηλικιωμένη ξαδέρφη της στεκόταν μπροστά στην κλεισμένη πόρτα που έφερνε στο δωμάτιό της. Στον καναπέ καθόταν ο παπάς, με τα μάτια χαμηλωμένα και κρατώντας κάτι τυλιγμένο μέσα στο πετραχήλι του. Στη γωνία κειτόταν χωμένη μέσα σε μια βαθιά πολυθρόνα μια γριούλα, η μητέρα της κι έκλαιγε με σπαραγμό. Δίπλα της η καμαριέρα κρατούσε το μαντιλάκι για να της το δώσει όταν θα της το ζητούσε. Μια άλλη καμαριέρα της έτριβε με κάποιο φάρμακο τα μελίγγια και της φυσούσε το κεφάλι, ανασηκώνοντας το μπονέ της.

- Ας σας βοηθήσει ο Χριστός, φιλτάτη - έλεγε ο άντρας της άρρωστης στη μεσόκοπη ξαδέρφη που στεκόταν μαζί του κοντά στην κλειστή πόρτα - έχει εμπιστοσύνη σε σας, ξέρετε τόσο όμορφα να μιλάτε μαζί της. Κοιτάξτε λοιπόν να την πείσετε με το καλό. Περάστε μέσα, κι έκανε να της ανοίξει την πόρτα, μα εκείνη τον εμπόδισε μια στιγμή, έφερε κάμποσες φορές το μαντίλι στα μάτια της και τίναξε το κεφάλι.

- Να, τώρα θαρρώ πως δε φαίνομαι πια κλαμένη, είπε, άνοιξε η ίδια την πόρτα και πέρασε μέσα.

Ο άντρας ήτανε τρομερά ταραγμένος και φαινόταν σαν είχε σαστίσει ολότελα. Έκανε να πάει στην πεθερά του, μα στο μισό άλλαξε γνώμη, σταμάτησε κι αφού έκανε μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο, πλησίασε τον παπά. Ο παπάς τον κοίταξε, σήκωσε τα φρύδια του κι αναστέναξε. Το πυκνό ψαρό γενάκι του ανασηκώθηκε και κείνο και ξανάπεσε.

- Θεέ μου! Θεέ μου! είπε ο άντρας της άρρωστης.

- Τι να γίνει; - έκανε αναστενάζοντας ο παπάς και πάλι τα φρύδια και το γενάκι του ανασηκώθηκαν και ξαναχαμήλωσαν.

- Κι η μητέρα είναι εδώ! - σχεδόν με απόγνωση πρόσθεσε ο άλλος. Δε θα το αντέξει. Την αγαπάει τόσο, την αγαπάει τόσο που... και εγώ δεν ξέρω. Αν μπορούσατε, πάτερ εσείς να την καθησυχάσετε λιγάκι και να την πείσετε να φύγει από δω. Ο παπάς σηκώθηκε και πλησίασε τη γριούλα.

- Είναι αλήθεια πως τη μητρική καρδιά κανένας δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει, είπε ο παπάς, ωστόσο ο Θεός είναι μεγάλος.

Ένας νευρικός σπασμός παραμόρφωσε την ίδια στιγμή το πρόσωπο της γριούλας και την έπιασε υστερικός λόξιγκας.

- Ο Θεός είναι μεγάλος, συνέχισε ο παπάς, όταν ησύχασε κάπως η γριούλα. Έχω να σας πω, πως στην ενορία μου ήτανε ένας άρρωστος πολύ χειρότερα από τη Μαρία Ντμήτριεβνα και τι νομίζετε; Ένας απλός άνθρωπος τον γιάτρεψε με κάτι βοτάνια σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Και μάλιστα ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται τώρα στη Μόσχα. Του έχω πει του Βασίλη Ντμήτριβιτς. Θα μπορούσε να δοκιμάσει. Θα ήτανε τουλάχιστο κάποια παρηγοριά για την άρρωστη. Για το Θεό τίποτα δεν είναι αδύνατο.

- Το ξέρω καλά. Δεν έχει πια ζωή, είπε η μητέρα. Αντίς να πάρει εμένα ο Θεός, παίρνει αυτήν, κι ο υστερικός λόξιγκας την ξανάπιασε τόσο έντονος, που λιποθύμησε.

Ο γαμπρός της, έφερε και τα δυο χέρια στο πρόσωπο κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο.

Στο διάδρομο τρακάρισε με το εξάχρονο αγοράκι του, που έπαιζε κυνηγητό με τη μικρή αδελφούλα του.

- Δε θα πρέπει να τα πάμε τα παιδιά στη μαμά τους, για τελευταία φορά; - ρώτησε με σεβασμό η νταντά.

- Όχι. Εκείνη δε θέλει να τα δει. Θα συγκινηθεί πολύ και δεν κάνει.

Στο αναμεταξύ η ξαδέρφη καθόταν κοντά στο κρεβάτι της άρρωστης και, φέρνοντας με τρόπο την κουβέντα, προσπαθούσε να την προετοιμάσει στη σκέψη του θανάτου. Ο γιατρός κοντά στο παράθυρο ανακάτωνε κάποιο φάρμακο.

- Αχ, φιλτάτη μου, είπε η άρρωστη διακόπτοντας την κάποια στιγμή, μη με προετοιμάζετε. Μη με θεωρείτε για κανένα παιδί. Είμαι χριστιανή. Τα ξέρω όλα. Ξέρω πως δε μου μένει πολύ να ζήσω. Ξέρω πως αν μ' άκουγε πρωτύτερα ο άντρας μου, θα ήμουνα τώρα στην Ιταλία κι ίσως-ίσως, όχι ίσως, σίγουρα θα ήμουνα καλά. Του το έλεγα πάντα από τότε, μα εκείνος δε μ' άκουσε. Τι να γίνει τώρα! Έτσι φαίνεται το ήθελε ο Θεός. Έχουμε όλοι μας πολλές αμαρτίες, όμως ελπίζω στην ευσπλαχνία του Θεού, πως θα τις συγχωρέσει σ' όλους μας. Σίγουρα θα τις συγχωρέσει. Προσπαθώ να νιώσω τον εαυτό μου. Και εγώ είχα πολλές αμαρτίες, φιλτάτη μου. Και για τούτο, πόσο υπέφερα! Και φρόντισα πάντα με υπομονή να περνώ τα βάσανα μου...

- Να καλέσω λοιπόν τον παπά αγάπη μου; Θα σε ξαλαφρώσει άμα μεταλάβεις, είπε η ξαδέρφη.

Η άρρωστη με μια αδύναμη κίνηση έδειξε πως δέχεται.

- Θεέ μου, συγχώρεσε με την αμαρτωλή, μουρμούρισε.

Η ξαδέρφη βγήκε κι έγνεψε του παπά.

- Η καημενούλα είναι άγγελος, είπε στον άντρα της άρρωστης, με τα μάτια της πλημμυρισμένα δάκρυα.

Εκείνον τον πήραν τα δάκρυα. Ο παπάς πέρασε στο διπλανό δωμάτιο. Η γριούλα εξακολούθησε να μένει λιπόθυμη κι έτσι απλώθηκε μια απόλυτη σιγαλιά γύρω. Μετά από πέντε λεπτά ο παπάς ξαναγύρισε και βγάνοντας το επιτραχήλι του, έσιαξε τα μαλλιά του.

- Δόξα τω Θεώ, τώρα είναι πιο ήσυχη, είπε, και θέλει να σας δει.

Η ξαδέρφη κι ο άντρας της έτρεξαν κοντά της. Η άρρωστη έκλαιγε σιγανά κοιτάζοντας το εικόνισμα, που κρεμόταν στην αντικρινή γωνιά.

- Βοήθειά σου, και να γίνεις γρήγορα καλά, της είπε ο άντρας της.

- Ευχαριστώ. Αισθάνομαι τώρα τόσο καλά. Νιώθω μια ακατανόητη ανακούφιση, πολύ-πολύ γλυκιά, του αποκρίθηκε κι ένα αχνό χαμόγελο τρεμόπαιζε πάνω στα αχνά χείλη της. Πόσο σπλαχνικός είναι ο Θεός! Ναι, ναι, είναι σπλαχνικός και παντοδύναμος.

Και ξανακάρφωσε τα μάτια της, με θερμή έντονη ικεσία, στο εικόνισμα.

Ύστερα ξαφνικά, σαν κάτι να θυμήθηκε πάλι, κάλεσε κοντά της τον άντρα της, με διάφορα γνεψίματα.

- Ποτέ σου δεν θέλεις να κάνεις εκείνο που σε παρακαλώ, του είπε με φανερή δυσαρέσκεια στην αδύναμη φωνή της, που μόλις ακουγόταν.

Κείνος την άκουγε με τεντωμένο το λαιμό και ύφος υποταγμένο.

- Τι τρέχει, αγάπη μου;

- Πόσες φορές στο έχω πει πως αυτοί οι γιατροί δεν ξέρουν τίποτα και πως κάποιοι απλοί εμπειρικοί γιατρεύουν μια χαρά τον κόσμο...Να, κι ο παπάς λέει., είναι ένας αστός... Στείλε να τον καλέσεις.

- Ποιον αγάπη μου;

- Αχ, Θεέ μου! Τίποτα δεν θέλει να καταλάβει!., και ζάρωσε σ' ένα μορφασμό το πρόσωπό της κι έκλεισε τα μάτια. Ο γιατρός πήγε κοντά της, της έπιασε το χέρι. Ο σφυγμός όσο πήγαινε γινόταν και πιο άτονος. Η άρρωστη αντιλήφτηκε πως ο γιατρός κάποια στιγμή έγνεψε του άντρα της κι αμέσως γύρισε περίτρομα τα μάτια της από δω κι από κει. Η ξαδέρφη γύρισε από την άλλη μεριά κλαίγοντας.

- Μην κλαις, μη βασανίζεσαι και μη βασανίζεις και μένα, της είπε η άρρωστη. Τα κλάματα σου μου αφαιρούν την τελευταία γαλήνη.

- Είσαι ένας άγγελος! - είπε η ξαδέρφη και της φίλησε το χέρι.

- Όχι, όχι! Φίλησε με εδώ. Μονάχα των νεκρών φιλούν το χέρι. Θεέ μου! Θεέ μου!

Το ίδιο κείνο βράδυ η άρρωστη ήτανε πια νεκρή και το σώμα της ταχτοποιημένο στο φέρετρο, ήτανε στημένο στο σαλόνι του μεγάλου σπιτιού. Μέσα στο ευρύχωρο σαλόνι με τις κλειστές πόρτες καθόταν ένας κανονάρχης της γειτονικής εκκλησίας και διάβαζε με ένρινη φωνή τους ψαλμούς του Δαβίδ. Το ζωηρό φως από τις αναμμένες λαμπάδες, που έκαιγαν μέσα στα ψηλά ασημένια μανουάλια, έπεφτε πάνω στο χλομό μέτωπο της νεκρής, στα βαριά και κίτρινα, σαν κέρινα, χέρια της και στο πτυχωμένο βαρύ σκέπασμα που κάπως ανατριχιαστικά διέγραφε ολόκληρη τη σιλουέτα που κάλυπτε. Ο κανονάρχης, δίχως να καταλαβαίνει τα λόγια που πρόφερε, διάβαζε μονότονα και σιγανά, κι αυτά παράξενα αντηχούσαν κι έσβηναν μέσα σε κείνη τη σιγαλιά. Κάπου-κάπου έφταναν ίσαμε κει μέσα φωνούλες παιδιών και ποδοβολητά από τα τρεξίματά τους μέσα στο δωμάτιό τους, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του μεγάλου σπιτιού.

Η μορφή της νεκρής ήτανε αυστηρή, ατάραχη και μεγαλόπρεπη. Τίποτα, καμιά κίνηση, δεν τάραζε το επίσημο ύφος που είχε το καθαρό και παγωμένο μέτωπο και τα σφιχτοκλεισμένα χείλη. Ήτανε όλη μια πλέρια προσοχή και ανάταση. Μα να καταλάβαινε τάχα τώρα όλα κείνα τα μεγάλα λόγια του ψαλμού;