×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), III. Ο Ποληκούσκα

III. Ο Ποληκούσκα

Το ίδιο κείνο βράδυ, που η συνέλευση, εκλέγοντας τον κληρωτό, θορυβούσε έξω από το γραφείο, μέσα στο κρυερό σκοτάδι της οκτωβριανής νύχτας που απλωνόταν, ο Ποληκέη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στο τραπεζάκι του κι έτριβε με μια χοντρή μποτίλια κάποιο φάρμακο για τα άλογα, που κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν. Στο παρασκεύασμα αυτό έμπαινε και σουμπλιμέ, και θειάφι, και αλάτι Αγγλικό, και κάποιο αγριόχορτο που το μάζευε ταχτικά γιατί φαντάστηκε κάποτε, πως ωφελεί στη δύσπνοια των αλόγων και βρήκε πως δε θα ήταν άσκοπο να τους δίνει και σε άλλες περιπτώσεις.

Τα παιδιά είχανε πια πλαγιάσει: δυο στο πατάρι του φούρνου, δυο πίσω στο κρεβάτι κι ένα μέσα στην κούνια που κοντά καθόταν η Ακουλίνα κι έγνεθε. Στο ξύλινο κηροπήγιο, πάνω στο παράθυρο άναβε κάποιο αποκαΐδι από τα μισοκαμένα κεριά του αρχοντικού κι η Ακουλίνα, για να μη διακόπτει ο άντρας της τη σοβαρή απασχόληση του, σηκωνόταν κάθε λίγο κι έφτιαχνε το φιτίλι του.

Ήταν πολλοί που θεωρούσαν τον Ποληκέη σαν ένα τιποτένιο κτηνίατρο και τιποτένιο άνθρωπο. Κι ήταν κι άλλοι, οι περισσότεροι, που τον θεωρούσαν σαν άνθρωπο κακορίζικο, μα σπουδαίο τεχνίτη στη δουλειά του. Όμως η Ακουλίνα παρ' όλο που συχνά του έμπηγε τις φωνές ξυλοφορτώνοντάς τον σ' επίμετρο, τον θεωρούσε αναμφισβήτητα σαν το πρώτο κτηνίατρο και σαν τον πρώτο άνθρωπο σ' όλο τον κόσμο.

Ο Ποληκέη έριξε κάποια σκόνη στη φούχτα του. (Ζυγαριά δε μεταχειριζόταν ποτέ, και ειρωνευόταν τους Γερμανούς που όλα τα ζύγιζαν. «Τούτο εδώ δεν είναι φαρμακείο», συνήθιζε να λέει). Ανακίνησε τη φούχτα, μα σα να του φάνηκε μικρή η ποσότητα τη δεκαπλασίασε. «Θα τη βάλω όλη. Πιο καλύτερα θα είναι» μονολόγησε δυνατά. Η Ακουλίνα στράφηκε γρήγορα κατά τη φωνή του αρχηγού της οικογένειας, περιμένοντας διαταγές, μα σαν είδε πως δεν αποτεινόταν σ' αυτήν κίνησε τους ώμους της. «Παραμιλάει, ο σκασμένος!» - στοχάστηκε και ξανάπιασε το γνέσιμό της. Το χαρτάκι που περιείχε τη σκόνη, έπεσε κάτω από το τραπέζι. Η Ακουλίνα δεν άφησε να της διαφύγει αυτό.

- Ανιούτκα, φώναξε, κοίτα, του μπαμπά κάτι του έπεσε, κατέβα να του το φτάσεις.

Η Ανιούτκα πρόβαλε τα λιπόσαρκα γυμνά ποδαράκια της κάτω απ' τη ρόμπα που τη σκέπαζε, τρύπωσε σαν το γατάκι κάτω από το τραπέζι κι έφτασε το χαρτί.

- Πάρτο, μπαμπά, είπε και ξαναχώθηκε στο κρεβάτι με τα παγωμένα ποδαράκια της.

- Μη με σπρώχνεις, γκρίνιασε η μικρότερη αδελφή της ψευδίζοντας και με νυσταγμένη φωνή.

- Τώρα θα σας δείξω εγώ! - είπε η Ακουλίνα, και παρευθύς και τα δυο κεφάλια κρύφτηκαν κάτω από τη ρόμπα.

- Τρία ρουβλάκια θα μου δώσει, είπε ο Ποληκέη, βουλώνοντας τη μποτίλια, θα του γιατρέψω το άλογο. Και δεν είναι καθόλου πολλά, πρόσθεσε. Τόση σκοτούρα και τόσο χασομέρια! Ακουλίνα πετάξου μια στιγμή στου Νικήτα σου δώσει καπνό. Αύριο του τον πλερώνω.

Κι ο Ποληκέη έβγαλε μεσ' από την τσέπη του πανταλονιού του μια παλιά πίπα από ξύλο φλαμουριάς μ' ένα κομμάτι βουλοκέρι αντίς για επιστόμιο, κι άρχισε να την ταχτοποιεί.

Η Ακουλίνα παράτησε τ' αδράχτι της και βγήκε, δίχως να σκαλώσει πουθενά, πράγμα που ήταν αρκετά δύσκολο. Τότε ο Ποληκέη άνοιξε το ντουλαπάκι, έβαλε μέσα τη μποτίλια με το φάρμακο, πήρε τη μποτίλια της βότκας και την αναποδογύρισε στο στόμα του. Μα δεν είχε στάλα μέσα. Κατσούφιασε λιγάκι, μα όταν η γυναίκα του έφερε τον καπνό και γέμισε την πίπα του, όταν την άναψε και με την πρώτη ρουφηξιά κάθισε στο κρεβάτι, το πρόσωπό του ακτινοβόλησε από ευχαρίστηση και περηφάνια ανθρώπου που τελείωσε το μόχθο της ημέρας του. Άγνωστο αν σκεφτόταν τάχα πώς αύριο θα άδραχνε τη γλώσσα του αλόγου και θα του έριχνε μέσα κείνο το θαυμαστό φάρμακο, ή πως δεν υπάρχει άρνηση για το χρήσιμο άνθρωπο και να, ο Νικήτα του έστειλε με το πρώτο τον καπνό που ζήτησε.

Το βέβαιο είναι πως κείνη τη στιγμή ήταν κατευχαριστημένος. Ξαφνικά η πόρτα, που κρεμόταν σ' ένα κρίκο, άνοιξε και στη γωνία μπήκε ένα κορίτσι από πάνω , όχι το δεύτερο, μα το τρίτο, μια μικρή που την είχαν για τα θελήματα. Πάνω όπως δα το ξέρουμε όλοι εκείνα τα χρόνια λεγόταν η κατοικία των αφεντικών, ακόμα κι όταν ήταν χτισμένη σε χαμήλωμα. Η Αξιούτκα, έτσι λεγόταν η μικρή, πάντα έτρεχε σαν σαΐτα και στο τρέξιμού της τα χέρια της δε λυγούσαν, παρά κουνιόνταν μονοκόμματα, σαν το εκκρεμές του ρολογιού, ανάλογα με τη φόρα του τρέξιμό της κι όχι κάθετα στις δυο πλευρές, μα μπροστά στο κορμί της. Τα μάγουλα της ήταν πάντα πιο κόκκινα απ' το κόκκινο φουστάνι της κι η γλώσσα της κουνιόταν το ίδιο γρήγορα, όσο και τα πόδια της. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο, αδράχτηκε από το φούρνο κι άρχισε να κουνιέται και σαν να ήθελε να ξεφουρνίσει μαζωμένες τις λέξεις από δυο-τρεις μεμιάς, είπε κοντανασαίνοντας τούτα τα λόγια, γυρίζοντας στην Ακουλίνα.

- Η κυρία πρόσταξε ο Ποληκέη Ηλίτς τούτη τη στιγμή να έρθει απάνω, πρόσταξε... (σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα). Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ήταν στην κυρία. Μιλούσαν για τσηκληρωτοί, αναφέρανε τον Ποληκέη Ηλίτς... Η Αβντόνια Νικολάβνα πρόσταξε ...(βαθιά ανάσα πάλι) τούτη τη στιγμή να έρθει...

Ύστερα έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ποληκέη, στην Ακουλίνα, στα παιδιά, που πρόβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από το πάπλωμα, άρπαξε μια καρυδόφλουδα που βρέθηκε κοντά στο φούρνο την πέταξε στην Ανιούτκα και λέγοντας άλλη μια φορά «Τούτη τη στιγμή να έρθει» έφυγε σαν αστραπή και τα εκκρεμή, κινήθηκαν με τη συνηθισμένη γρηγοράδα κατά πλάτος προς τη γραμμή του τρέξιμού της.

Η Ακουλίνα σηκώθηκε και έδωσε στον άντρα της τα παπούτσια του. Ήταν παλιά στρατιωτικά, κουρελιασμένα. Πήρε πάνω από το φούρνο το καφτάνι και του έδωσε δίχως να τον κοιτάξει.

- Δε θα αλλάξεις πουκάμισο; - τον ρώτησε.

- Μπα... της αποκρίθηκε.

Η Ακουλίνα δεν τον κοίταξε στο πρόσωπο ούτε μια φορά, όσην ώρα κείνος ντυνόταν και ποδενόταν, και έκανε πολύ καλά, που δεν τον κοίταξε. Γιατί το πρόσωπο του Ποληκέη ήταν κατάχλομο, η κάτω μασέλα τρεμούλιαζε και τα μάτια του είχαν κείνη την κλαψιάρικη, την υποταγμένη και βαθύτατα δυστυχισμένη έκφραση, που έχουν μονάχα οι άνθρωποι που είναι αγαθοί, αδύναμοι και φταίχτες. Ο Ποληκέη χτενίστηκε κι ήταν έτοιμος να βγει, μα η Ακουλίνα τον σταμάτησε, του έφτιαξε το κορδόνι του πουκάμισου που δεν ήταν δεμένο καλά και του φόρεσε το σκούφο.

- Τι τρέχει, Ποληκέη Ηλίτς; Σας κάλεσε η κυρία; - ακούστηκε εκείνη τη στιγμή η φωνή της γυναίκας του μαραγκού πίσω από το χώρισμα.

Το πρωινό κείνης της ημέρας ακριβώς, η μαραγκίνα είχε καυγαδίσει για καλά με την Ακουλίνα, για μια κανάτα αλισίβα που της αναποδογύρισαν τα παιδιά του Ποληκέη και τώρα καταχάρηκε που άκουσε να τον καλεί η κυρία, σίγουρα για να τον κατσαδιάσει ποιος ξέρει για πια στραβομάρα του πάλι. Η γυναίκα αυτή ήταν μοναδική να σε κόβει με το μπαμπάκι, τόσο λεπτή, διπλώματα και φαρμακερή γλώσσα είχε. Κανένας δεν κατάφερνε καλύτερα απ' αυτήν να ζεματίσει τον άλλον μ' ένα λογάκι. Έτσι τουλάχιστο, νόμιζε η ίδια για τον εαυτό της.

- Σίγουρα θα θέλουν να σας στείλουν φαίνεται στη πολιτεία για ψώνια συνέχισε. Έτσι φαντάζομαι. Και για μια τέτοια δουλειά μονάχα άνθρωπο εμπιστοσύνης μπορούν να στείλουν, για τούτο καλέσανε του λόγου σου. Κι αν είναι έτσι, Ποληκέη Ηλίτς, να μου πάρετε ένα μικρό πακετάκι τσάι, σας παρακαλώ.

Η Ακουλίνα συγκράτησε τα δάκρυα, που την έπνιξαν και τα χείλη της σφίχτηκαν με μια κακιά έκφραση. Έτσι δα της ερχόταν να την αρπάξει από τα βρομερά μαλλιά της αυτή τη σιχαμερή μαραγκίνα. Όμως σαν έριξε μια ματιά στα παιδιά της και στοχάστηκε πως θ' απόμεναν ορφανά και κείνη χήρα αν πήγαινε ο άντρας της στο στρατό, παράτησε τη μαραγκίνα με την τσουχτερή γλώσσα, έκρυψε το πρόσωπό της στα δυο της χέρια και έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι.

- Με ζούλιξεθ, μανούλα, μουρμούρισε το ψευδό κοριτσάκι της, τραβώντας το ρούχο του κάτω από τον αγκώνα της μάνας του.

- Άμποτε να μου πεθαίνατε όλα σας! Για πιότερη συφορά μου σας γέννησα! Ξεφώνισε η Ακουλίνα κι έβαλε κάτι φωναχτά κλάματα, που διασκέδασαν πολύ τη μαραγκίνα, γιατί ακόμα δεν είχε ξεχάσει την πρωινή ιστορία με την αλισίβα.


III. Ο Ποληκούσκα III. Polikuska

Το ίδιο κείνο βράδυ, που η συνέλευση, εκλέγοντας τον κληρωτό, θορυβούσε έξω από το γραφείο, μέσα στο κρυερό σκοτάδι της οκτωβριανής νύχτας που απλωνόταν, ο Ποληκέη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στο τραπεζάκι του κι έτριβε με μια χοντρή μποτίλια κάποιο φάρμακο για τα άλογα, που κι αυτός ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν. Στο παρασκεύασμα αυτό έμπαινε και σουμπλιμέ, και θειάφι, και αλάτι Αγγλικό, και κάποιο αγριόχορτο που το μάζευε ταχτικά γιατί φαντάστηκε κάποτε, πως ωφελεί στη δύσπνοια των αλόγων και βρήκε πως δε θα ήταν άσκοπο να τους δίνει και σε άλλες περιπτώσεις.

Τα παιδιά είχανε πια πλαγιάσει: δυο στο πατάρι του φούρνου, δυο πίσω στο κρεβάτι κι ένα μέσα στην κούνια που κοντά καθόταν η Ακουλίνα κι έγνεθε. Στο ξύλινο κηροπήγιο, πάνω στο παράθυρο άναβε κάποιο αποκαΐδι από τα μισοκαμένα κεριά του αρχοντικού κι η Ακουλίνα, για να μη διακόπτει ο άντρας της τη σοβαρή απασχόληση του, σηκωνόταν κάθε λίγο κι έφτιαχνε το φιτίλι του.

Ήταν πολλοί που θεωρούσαν τον Ποληκέη σαν ένα τιποτένιο κτηνίατρο και τιποτένιο άνθρωπο. Κι ήταν κι άλλοι, οι περισσότεροι, που τον θεωρούσαν σαν άνθρωπο κακορίζικο, μα σπουδαίο τεχνίτη στη δουλειά του. Όμως η Ακουλίνα παρ' όλο που συχνά του έμπηγε τις φωνές ξυλοφορτώνοντάς τον σ' επίμετρο, τον θεωρούσε αναμφισβήτητα σαν το πρώτο κτηνίατρο και σαν τον πρώτο άνθρωπο σ' όλο τον κόσμο.

Ο Ποληκέη έριξε κάποια σκόνη στη φούχτα του. (Ζυγαριά δε μεταχειριζόταν ποτέ, και ειρωνευόταν τους Γερμανούς που όλα τα ζύγιζαν. «Τούτο εδώ δεν είναι φαρμακείο», συνήθιζε να λέει). Ανακίνησε τη φούχτα, μα σα να του φάνηκε μικρή η ποσότητα τη δεκαπλασίασε. «Θα τη βάλω όλη. Πιο καλύτερα θα είναι» μονολόγησε δυνατά. Η Ακουλίνα στράφηκε γρήγορα κατά τη φωνή του αρχηγού της οικογένειας, περιμένοντας διαταγές, μα σαν είδε πως δεν αποτεινόταν σ' αυτήν κίνησε τους ώμους της. «Παραμιλάει, ο σκασμένος!» - στοχάστηκε και ξανάπιασε το γνέσιμό της. Το χαρτάκι που περιείχε τη σκόνη, έπεσε κάτω από το τραπέζι. Η Ακουλίνα δεν άφησε να της διαφύγει αυτό.

- Ανιούτκα, φώναξε, κοίτα, του μπαμπά κάτι του έπεσε, κατέβα να του το φτάσεις.

Η Ανιούτκα πρόβαλε τα λιπόσαρκα γυμνά ποδαράκια της κάτω απ' τη ρόμπα που τη σκέπαζε, τρύπωσε σαν το γατάκι κάτω από το τραπέζι κι έφτασε το χαρτί.

- Πάρτο, μπαμπά, είπε και ξαναχώθηκε στο κρεβάτι με τα παγωμένα ποδαράκια της.

- Μη με σπρώχνεις, γκρίνιασε η μικρότερη αδελφή της ψευδίζοντας και με νυσταγμένη φωνή.

- Τώρα θα σας δείξω εγώ! - είπε η Ακουλίνα, και παρευθύς και τα δυο κεφάλια κρύφτηκαν κάτω από τη ρόμπα.

- Τρία ρουβλάκια θα μου δώσει, είπε ο Ποληκέη, βουλώνοντας τη μποτίλια, θα του γιατρέψω το άλογο. Και δεν είναι καθόλου πολλά, πρόσθεσε. Τόση σκοτούρα και τόσο χασομέρια! Ακουλίνα πετάξου μια στιγμή στου Νικήτα σου δώσει καπνό. Αύριο του τον πλερώνω.

Κι ο Ποληκέη έβγαλε μεσ' από την τσέπη του πανταλονιού του μια παλιά πίπα από ξύλο φλαμουριάς μ' ένα κομμάτι βουλοκέρι αντίς για επιστόμιο, κι άρχισε να την ταχτοποιεί.

Η Ακουλίνα παράτησε τ' αδράχτι της και βγήκε, δίχως να σκαλώσει πουθενά, πράγμα που ήταν αρκετά δύσκολο. Τότε ο Ποληκέη άνοιξε το ντουλαπάκι, έβαλε μέσα τη μποτίλια με το φάρμακο, πήρε τη μποτίλια της βότκας και την αναποδογύρισε στο στόμα του. Μα δεν είχε στάλα μέσα. Κατσούφιασε λιγάκι, μα όταν η γυναίκα του έφερε τον καπνό και γέμισε την πίπα του, όταν την άναψε και με την πρώτη ρουφηξιά κάθισε στο κρεβάτι, το πρόσωπό του ακτινοβόλησε από ευχαρίστηση και περηφάνια ανθρώπου που τελείωσε το μόχθο της ημέρας του. Άγνωστο αν σκεφτόταν τάχα πώς αύριο θα άδραχνε τη γλώσσα του αλόγου και θα του έριχνε μέσα κείνο το θαυμαστό φάρμακο, ή πως δεν υπάρχει άρνηση για το χρήσιμο άνθρωπο και να, ο Νικήτα του έστειλε με το πρώτο τον καπνό που ζήτησε.

Το βέβαιο είναι πως κείνη τη στιγμή ήταν κατευχαριστημένος. Ξαφνικά η πόρτα, που κρεμόταν σ' ένα κρίκο, άνοιξε και στη γωνία μπήκε ένα κορίτσι από πάνω , όχι το δεύτερο, μα το τρίτο, μια μικρή που την είχαν για τα θελήματα. Πάνω όπως δα το ξέρουμε όλοι εκείνα τα χρόνια λεγόταν η κατοικία των αφεντικών, ακόμα κι όταν ήταν χτισμένη σε χαμήλωμα. Η Αξιούτκα, έτσι λεγόταν η μικρή, πάντα έτρεχε σαν σαΐτα και στο τρέξιμού της τα χέρια της δε λυγούσαν, παρά κουνιόνταν μονοκόμματα, σαν το εκκρεμές του ρολογιού, ανάλογα με τη φόρα του τρέξιμό της κι όχι κάθετα στις δυο πλευρές, μα μπροστά στο κορμί της. Τα μάγουλα της ήταν πάντα πιο κόκκινα απ' το κόκκινο φουστάνι της κι η γλώσσα της κουνιόταν το ίδιο γρήγορα, όσο και τα πόδια της. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο, αδράχτηκε από το φούρνο κι άρχισε να κουνιέται και σαν να ήθελε να ξεφουρνίσει μαζωμένες τις λέξεις από δυο-τρεις μεμιάς, είπε κοντανασαίνοντας τούτα τα λόγια, γυρίζοντας στην Ακουλίνα.

- Η κυρία πρόσταξε ο Ποληκέη Ηλίτς τούτη τη στιγμή να έρθει απάνω, πρόσταξε... (σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα). Ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς ήταν στην κυρία. Μιλούσαν για τσηκληρωτοί, αναφέρανε τον Ποληκέη Ηλίτς... Η Αβντόνια Νικολάβνα πρόσταξε ...(βαθιά ανάσα πάλι) τούτη τη στιγμή να έρθει...

Ύστερα έριξε μια γρήγορη ματιά στον Ποληκέη, στην Ακουλίνα, στα παιδιά, που πρόβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από το πάπλωμα, άρπαξε μια καρυδόφλουδα που βρέθηκε κοντά στο φούρνο την πέταξε στην Ανιούτκα και λέγοντας άλλη μια φορά «Τούτη τη στιγμή να έρθει» έφυγε σαν αστραπή και τα εκκρεμή, κινήθηκαν με τη συνηθισμένη γρηγοράδα κατά πλάτος προς τη γραμμή του τρέξιμού της.

Η Ακουλίνα σηκώθηκε και έδωσε στον άντρα της τα παπούτσια του. Ήταν παλιά στρατιωτικά, κουρελιασμένα. Πήρε πάνω από το φούρνο το καφτάνι και του έδωσε δίχως να τον κοιτάξει.

- Δε θα αλλάξεις πουκάμισο; - τον ρώτησε.

- Μπα... της αποκρίθηκε.

Η Ακουλίνα δεν τον κοίταξε στο πρόσωπο ούτε μια φορά, όσην ώρα κείνος ντυνόταν και ποδενόταν, και έκανε πολύ καλά, που δεν τον κοίταξε. Γιατί το πρόσωπο του Ποληκέη ήταν κατάχλομο, η κάτω μασέλα τρεμούλιαζε και τα μάτια του είχαν κείνη την κλαψιάρικη, την υποταγμένη και βαθύτατα δυστυχισμένη έκφραση, που έχουν μονάχα οι άνθρωποι που είναι αγαθοί, αδύναμοι και φταίχτες. Ο Ποληκέη χτενίστηκε κι ήταν έτοιμος να βγει, μα η Ακουλίνα τον σταμάτησε, του έφτιαξε το κορδόνι του πουκάμισου που δεν ήταν δεμένο καλά και του φόρεσε το σκούφο.

- Τι τρέχει, Ποληκέη Ηλίτς; Σας κάλεσε η κυρία; - ακούστηκε εκείνη τη στιγμή η φωνή της γυναίκας του μαραγκού πίσω από το χώρισμα.

Το πρωινό κείνης της ημέρας ακριβώς, η μαραγκίνα είχε καυγαδίσει για καλά με την Ακουλίνα, για μια κανάτα αλισίβα που της αναποδογύρισαν τα παιδιά του Ποληκέη και τώρα καταχάρηκε που άκουσε να τον καλεί η κυρία, σίγουρα για να τον κατσαδιάσει ποιος ξέρει για πια στραβομάρα του πάλι. Η γυναίκα αυτή ήταν μοναδική να σε κόβει με το μπαμπάκι, τόσο λεπτή, διπλώματα και φαρμακερή γλώσσα είχε. Κανένας δεν κατάφερνε καλύτερα απ' αυτήν να ζεματίσει τον άλλον μ' ένα λογάκι. Έτσι τουλάχιστο, νόμιζε η ίδια για τον εαυτό της.

- Σίγουρα θα θέλουν να σας στείλουν φαίνεται στη πολιτεία για ψώνια συνέχισε. Έτσι φαντάζομαι. Και για μια τέτοια δουλειά μονάχα άνθρωπο εμπιστοσύνης μπορούν να στείλουν, για τούτο καλέσανε του λόγου σου. Κι αν είναι έτσι, Ποληκέη Ηλίτς, να μου πάρετε ένα μικρό πακετάκι τσάι, σας παρακαλώ.

Η Ακουλίνα συγκράτησε τα δάκρυα, που την έπνιξαν και τα χείλη της σφίχτηκαν με μια κακιά έκφραση. Έτσι δα της ερχόταν να την αρπάξει από τα βρομερά μαλλιά της αυτή τη σιχαμερή μαραγκίνα. Όμως σαν έριξε μια ματιά στα παιδιά της και στοχάστηκε πως θ' απόμεναν ορφανά και κείνη χήρα αν πήγαινε ο άντρας της στο στρατό, παράτησε τη μαραγκίνα με την τσουχτερή γλώσσα, έκρυψε το πρόσωπό της στα δυο της χέρια και έγειρε το κεφάλι στο μαξιλάρι.

- Με ζούλιξεθ, μανούλα, μουρμούρισε το ψευδό κοριτσάκι της, τραβώντας το ρούχο του κάτω από τον αγκώνα της μάνας του.

- Άμποτε να μου πεθαίνατε όλα σας! Για πιότερη συφορά μου σας γέννησα! Ξεφώνισε η Ακουλίνα κι έβαλε κάτι φωναχτά κλάματα, που διασκέδασαν πολύ τη μαραγκίνα, γιατί ακόμα δεν είχε ξεχάσει την πρωινή ιστορία με την αλισίβα.