×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), II. Ο Ποληκούσκα

II. Ο Ποληκούσκα

Ο Ποληκέη, ως άνθρωπος ασήμαντος και κακοφημισμένος και σ' επίμετρο από ξένο χωριό, δεν είχε τα μέσα μήτε στην οικονόμο, μήτε στον μπουφετζή, μήτε στον επιστάτη, μήτε καν στην πρώτη καμαριέρα και για τούτο η γωνιά που χρησίμευε για κατοικία του ήταν η χειρότερη στο σπίτι των δούλων. Παρ' όλο που η φαμελιά του απαρτιζόταν απ' αυτόν, τη γυναίκα του και πέντε παιδιά, δηλαδή σύνολο εφτά ψυχές.

Οι γωνιές είχαν χτιστεί από τον μακαρίτη αφέντη. Στο κέντρο του πέτρινου χωριατόσπιτου που είχε εμβαδόν δέκα πήχες υψωνόταν ο φούρνος μ' ένα στενό διάδρομο γύρω-γύρω κι ανάμεσα στο διάδρομο και τους τοίχους ήταν χωρισμένες με σανίδια οι γωνιές που χρησίμευαν για κατοικίες των δούλων. Ο χώρος της κάθε γωνιάς ήταν κατά συνέπεια πολύ περιορισμένος, προπάντων στη γωνία του Ποληκέη που ήταν η τελευταία κοντά στην πόρτα. Το κρεβάτι του αντρόγυνου με το γαζωτό πάπλωμα και τα μαξιλάρια με το τσίτινο ντύμα, ένα τρίποδο τραπεζάκι που χρησίμευε για το μαγείρεμα, για το σαπούνισμα, για ν' ακουμπάνε τα διάφορα πράγματα του σπιτιού και για να δουλεύει ο Ποληκέη (που έφτιαχνε διάφορα φάρμακα για τ' άρρωστα άλογα).

Τα διάφορα κουβαδάκια και μαστελάκια, τα ρούχα, οι κότες, το μοσχαράκι και τα εφτά μέλη της οικογένειας γέμιζαν ολόκληρη τη γωνιά και δε θα μπορούσαν να κινηθούν αν το κοινόχρηστο πατάρι του φούρνου δεν τους πρόσφερνε το ένα του τέταρτο, που πάνω σ' αυτό πλάγιαζαν μερικοί και απίθωναν κι ορισμένα ρούχα τους κι ακόμα αν έλειπε η ευχέρεια να βγαίνουν και λιγάκι στην αυλή. Μα τούτο το τελευταίο ήταν σχεδόν αδύνατο, γιατί από τον Οκτώβρη αρχινούσαν οι ψύχρες και από ζεστά ρούχα είχαν μονάχα ένα πανωφόρι για όλους τους. Όμως τα παιδιά μπορούσαν να ζεσταθούν τρέχοντας κι ο μεγάλοι δουλεύοντας, καθώς επίσης σκαρφαλώνοντας κι οι μεν κι οι δε στο πατάρι του φούρνου, που εκεί πέρα η θερμοκρασία έφτανε τους σαράντα βαθμούς.

Θα φαίνεται ίσως τρομερό το να ζουν άνθρωποι κάτω από τέτοιες συνθήκες, ωστόσο όμως η οικογένεια του Ποληκέη κατάφερνε να ζει. Η Ακουλίνα, μπανιάριζε όπως μπορούσε τα παιδιά και τον άνδρα της, σαπούνιζε και μπάλωνε τα ρούχα τους, έγνεθε, ύφαινε και λεύκαινε τα πανιά, μαγείρευε και έψηνε τα ψωμιά τους στον κοινόχρηστο φούρνο, τσακωνόταν και κουτσομπόλευε με τους γείτονές της. Τα τρόφιμα του μήνα, που παραχωρούσε το αρχοντικό, έφταναν όχι μονάχα για τα παιδιά, μα ακόμα και για μεζέ της αγελάδας. Τα ξύλα ήταν άφθονα, καθώς κι η τροφή για τα ζωντανά. Και λίγο σανό όλο τύχαινε να εξοικονομηθεί από τους στάβλους. Είχαν και μια λουρίδα λαχανόκηπο. Η γελαδίτσα είχε γεννήσει. Είχαν πέντε-έξι κοτούλες.

Ο Ποληκέη δούλευε στους στάβλους, περιποιόταν δύο άλογα κι όταν τον καλούσαν να πάρει αίμα από άρρωστο άλογο ή άλλο ζώο πάντα ήταν πρόθυμος. Καθάριζε τις οπλές των ζώων στο αρχοντικό βουστάσιο, βοηθούσε στις αντλίες του νερού, και κατασκεύαζε κάποιες ειδικές αλοιφές δικής του εφεύρεσης. Για όλα τούτα, και λεφτά και τρόφιμα κέρδιζε αρκετά.

Έπειτα ήταν και η περίσσια βρώμη από τους αρχοντικούς στάβλους, που γι' αυτήν κάποιος μουζίκος στο χωριό τού έδινε ταχτικά είκοσι φούντια κρέας το μήνα. Θα μπορούσαν να ζουν ευχάριστα αν έλειπε η πίκρα. Και η πίκρα ήταν μεγάλη για ολόκληρη τη φαμελιά. Ο Ποληκέη από νέος δούλευε σ' άλλο χωριό στους στάβλους. Ο αρχισταβλίτης εκεί πέρα έτυχε να είναι ο πρώτος κλέφτης της περιοχής που στο τέλος καταδικάστηκε σ' εξορία. Κοντά σ' αυτόν ο Ποληκέη πήρε τα πρώτα διδάγματα και καθώς ήταν πολύ νέος τόσο τα εγκολπώθηκε, που αργότερα κι αν ακόμα θα το ήθελε να τα παρατήσει όλα εκείνα τα μικροπράγματα, δεν το κατόρθωσε ποτέ.

Ήταν νέος, αδύνατος δεν είχε μήτε πατέρα μήτε μάνα για να τον συμβουλέψουν. Του άρεσε να το τσούζει. Και δεν του άρεσε να δει κάτι που να του φανεί σαν περιττό. Είτε ήταν κάποιο λουρί από τη στεφάνη του αλόγου, είτε μια σέλα, είτε ένα λουκέτο, είτε μια σφήνα του ρυμού, ακόμα και ο,τιδήποτε άλλο, έστω και πιο μεγάλης αξίας, όλα βρίσκανε τον τόπο τους χάρη σ' αυτόν.

Παντού βρισκόντουσαν άνθρωποι πρόθυμοι, που δέχονταν τα πραγματάκια αυτά και πλήρωναν με λεφτά ή με κρασί, ανάλογα με τη συμφωνία. Τα κέρδη αυτά είναι τα πιο εύκολα, όπως λέει ο λαός, μήτε μάθηση απαιτούν, μήτε πολύν κόπο, και όποιος μια φορά τα δοκιμάσει, δε θέλει ποτές του να πιάσει άλλη δουλεία. Ένα μονάχα κακό έχουν αυτά τα κέρδη, παρ' όλο που σου έρχονται έτσι εύκολα και δίχως κόπο και περνάς ευχάριστα τη ζωή σου, ξαφνικά σου τυχαίνει ένας γρουσούζης αγοραστής και τότε πληρώνεις μια για πάντα και καταστρέφεται όλη σου η ζωή.

Κάτι τέτοιο έπαθε ο Ποληκέη. Όταν παντρεύτηκε, φάνηκε σα να του έστειλε ο Θεός μια ευτυχία μεγάλη. Η γυναίκα του, θυγατέρα του γελαδάρη του αρχοντικού, ήταν γερή, μυαλωμένη, προκομμένη πολύ. Τα παιδιά που γεννούσε ήταν το ένα καλύτερο από τ' άλλο. Ο Ποληκέη ωστόσο δεν παρατούσε τη δουλίτσα του και τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά. Μα ξαφνικά τον βρήκε η κακοτυχία και τον τσάκωσαν για το τίποτα. Είχε κρύψει στο σπίτι κάποιου μουζίκου ένα ζευγάρι γκέμια από τα καλά. Τα βρήκαν, τον ξυλοφόρτωσαν, τ' ανέφεραν στην κυρία κι από τότε τον παρακολουθούσαν. Αυτός τη δουλειά του. Μα τον έπιασαν και δεύτερη και τρίτη φορά. Ο κόσμος τον κορόιδευε, ο επιστάτης τον φοβέριζε πως θα τον στείλει ισόβια στο στρατό, η κυρία του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, η γυναίκα του έκλαιγε και δερνόταν απαρηγόρητη, όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά κι ανάποδα.

Ο Ποληκέη δε ήταν κακός άνθρωπος, μονάχα είχε αδυναμίες που δε μπορούσε να τις ξεκόψει. Του άρεσε το ποτό και τόσο πολύ το συνήθισε, που με κανέναν τρόπο δε μπορούσε να το παρατήσει. Σαν ερχόταν μεθυσμένος σπίτι, η γυναίκα του αρχινούσε να τον μαλώνει και να τον δέρνει πολλές φορές, μα κείνος έβαζε τα κλάματα. «Είμαι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, έλεγε. Τι να κάνω; Να μου βγουν τα μάτια, αν το ξαναβάλω στο στόμα». Κι ωστόσο, δεν περνούσε μήνας, κι ο καλός σου πάλι χανόταν μια-δυο μέρες από το σπίτι του, μεθοκοπώντας στα καπηλειά. «Από κάπου πρέπει να τα προμηθεύεται τα λεφτά για να γλεντοκοπάει έτσι δα», σκεφτόντουσαν γι' αυτόν οι χωρικοί.

Η τελευταία του επιχείρηση ήταν το ρολόι του τοίχου, που από καιρό ήταν σταματημένο. Κάποια φορά, έτυχε να περνάει ο Ποληκέη από εκεί κοντά, είδε την πόρτα του γραφείου ανοιχτή, μπήκε μέσα και καθώς δεν βρέθηκε κάποιος άλλος εκείνη τη στιγμή, άρπαξε το ρολόι, που του χτύπησε στο μάτι, χωρίς να χάσει καιρό το πήγε στην πολιτεία και εκεί το πούλησε. Για κακή του τύχη, ο μπακάλης που τ' αγόρασε ήταν συμπέθερος μιας δουλοπάροικης τ' αρχοντικού κι όταν σε κάποια γιορτή, ήρθε να την επισκεφτεί, διηγήθηκε την υπόθεση. Τα κουτσομπολιά πήραν κι έδωσαν, λες και το πράμα τους ενδιέφερε τόσο πολύ. Πιότερο απ' όλους ήταν ο επιστάτης που δεν χώνευε τον Ποληκέη. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε η κλοπή κι έφτασε ίσα με τ' αφτιά της κυρίας. Η κυρία κάλεσε τον ένοχο. Ο Ποληκέη παρουσιάστηκε, έπεσε παρευθύς στα πόδια της, και με βαθιά συγκίνηση και μεταμέλεια τα ομολόγησε όλα, όπως τον συμβούλεψε η γυναίκα του. Έκανε πολύ καλά από μέρος του. Η κυρία δράχτηκε από την ευκαιρία να τον νουθετήσει, είπε, είπε, του έψαλε, του έψαλε, και για το Θεό, και για την αρετή, και για τη μέλλουσα ζωή, και για τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ώσπου τον έκαμε να κλάψει. Τέλος του είπε:

- Εγώ σε συγχωρώ, μονάχα να μου υποσχεθείς πως ποτέ πια δεν θα το ξανακάνεις.

- Ποτέ, ποτέ κυρία, όσο ζω δε θα το ξανακάνω! Να μη σώσω! Να μου παρθούν τα χέρια! - έλεγε ο Ποληκέη κι έκλαιγε σπαραξικάρδια.

Σαν γύρισε στη γωνιά του εξακολούθησε και εκεί πέρα να κλαψουρίζει ίσαμε το βράδυ, ξαπλωμένος στο πατάρι του φούρνου. Από τότε δεν ξανακούστηκε να κλέψει. Μονάχα η ζωή του κατάντησε πολύ θλιβερή. Όλοι για κλέφτη τον θεωρούσαν κι όταν κοινοποιήθηκε το Διάταγμα της στρατολογίας, όλο το χωριό αυτόν υπόδειχνε για έναν από τους κληρωτούς.

Ο Ποληκέη, όπως είπαμε, ήξερε να γιατρεύει τα άλογα. Πώς έτσι ξαφνικά απόχτησε αυτήν την ειδικότητα, κανείς δεν το ήξερε και πολύ λιγότερο εκείνος ο ίδιος. Στους στάβλους που υπηρέτησε αρχικά, με τον αρχισταβλίτη που εξορίστηκε, δεν έκανε καμιά άλλη δουλειά εκτός από το να σκουπίζει τα υπόστεγα της ημέρας και της νύχτα, να κουβαλάει νερό και κάπου-κάπου να περιποιείται τα άλογα. Εκεί ήταν αδύνατο να είχε διδαχτεί. Αργότερα δούλεψε σαν υφαντής, ύστερα τον έβαλαν στο λαχανόκηπο να ξεχορταριάζει τα δρομάκια, ύστερα, για τιμωρία, τον έβαλαν να σπάει τούβλα κι αργότερα, γυρίζοντας μεροκαματιάρης, πέτυχε να μπει θυρωρός σ' ενός έμπορα το σπίτι. Που θα πει, πως μήτε κι αργότερα είχε την ευκαιρία να μάθει τη δουλειά του κτηνίατρου.

Όμως τον τελευταίο καιρό που έμενε αποτραβηγμένος σπίτι του, άρχισε κάπως σιγά-σιγά να διαδίδεται η φήμη για την εξαιρετική και μάλιστα κάπως υπερφυσική επίδοσή του στην κτηνιατρική. Έκανε μια-δυο αφαιμάξεις στο άρρωστο άλογο, ύστερα το ξάπλωνε χάμου κι άρχιζε να ψαχουλεύει άσκοπα πέρα-δώθε το κορμί του, ύστερα διέταζε να το δέσουν μέσα στο στάβλο και του τραβούσε μια νυστεριά κάτω από την οπλή παρ' όλο που το δυστυχισμένο ζώο δερνόταν και μούγκριζε. Μα ο Ποληκέη, μη δίνοντας προσοχή σε τίποτα, αποφαινόταν με στόμφο, πως αυτό θα πει «αφαίμαξη της οπλής». Ύστερα πασάλειβε με βιτριόλι τα σπυριά, άδειαζε σε εντριβές διάφορα μπουκαλάκια με υγρά και τέλος του έριχνε στο στόμα ότι του κάπνιζε. Κι όσο πιο πολύ βασάνιζε και σκότωνε τ' άλογα, τόσο πιο πολύ αύξαινε η πεποίθηση των χωρικών σ' αυτόν και τόσο πιο πολύ έτρεχαν στα φώτα του.

Νιώθω πως εμείς, οι κύριοι, ας πούμε, δεν θα πρέπει να κοροϊδεύουμε τον Ποληκέη. Τα μέσα που χρησιμοποιούσε για να εμπνέει την εμπιστοσύνη είναι ακριβώς τα ίδια που επενεργούσαν στους πατέρες μας, σε μας και που θα εξακολουθήσουν να επενεργούν και στα παιδιά μας.

Ο μουζίκος, που τρέμει και λαχταράει για τη μοναδική του φοράδα, που δεν απαρτίζει μονάχα τον πλούτο του, μα είναι σχεδόν σαν ένα μέλος της οικογενείας του και παρακολουθεί με πίστη και φρίκη κείνο το σημαντικό κατσούφιασμα της μορφής του Ποληκέη και τα λεπτά ανασκουμπωμένα χέρια, που μ' αυτά σκόπιμα πιέζει το πονεμένο σημείο και τολμηρά μπήγει το νυστέρι στη γερή σάρκα με την κρυφή σκέψη «Ε, θα τα βγάλουμε πέρα. Πού θα μου πας;», και δείχνοντας με το ύφος του πως ξέρει που είναι αίμα, που είναι πύον, που η υγρή φλέβα και που η στεγνή και καθώς κρατάει μέσα στα δόντια του το θεραπευτικό κουρέλι ή το μπουκάλι με το βιτριόλι - ο μουζίκος αυτός είναι των αδυνάτων αδύνατο να βάλει με το νου του, πως το χέρι του Ποληκέη θα τραβήξει τη νυστεριά στα κουτουρού. Αυτός ο ίδιος δε θα μπορούσε ποτέ να το κάνει. Κι όταν η νυστεριά γίνει, ποτές του δε θα μεταμεληθεί γιατί άφησε να πετσοκόψει άδικα το άλογό του.

Δεν ξέρω εσείς, όμως εγώ δοκίμαζα ακριβώς το ίδιο, καθώς παρακολουθούσα το γιατρό, όταν τον καλούσαν για προσφιλή μου πρόσωπα κι έβλεπα πως τα κατατυραννούσε. Και τάχα μήπως το μπουκάλι με τη διάλυση του σουμπλιμέ και το μαχαίρι του Ποληκέη κι οι φράσεις που συνήθιζε να προφέρει δεν ήταν το ίδιο σαν τα: νεύρα, ρευματισμοί, οργανισμοί κλπ., που μουρμουρίζουν οι γιατροί;

Wage du zu irren und zu traumen (Τόλμησε να ξεγελαστείς και να ονειροπολήσεις!) αυτό δεν ταιριάζει τόσο πολύ για τους ποιητές, όσο για τους γιατρούς και τους κτηνίατρους.


II. Ο Ποληκούσκα II. Polikuska

Ο Ποληκέη, ως άνθρωπος ασήμαντος και κακοφημισμένος και σ' επίμετρο από ξένο χωριό, δεν είχε τα μέσα μήτε στην οικονόμο, μήτε στον μπουφετζή, μήτε στον επιστάτη, μήτε καν στην πρώτη καμαριέρα και για τούτο η γωνιά που χρησίμευε για κατοικία του ήταν η χειρότερη στο σπίτι των δούλων. Παρ' όλο που η φαμελιά του απαρτιζόταν απ' αυτόν, τη γυναίκα του και πέντε παιδιά, δηλαδή σύνολο εφτά ψυχές.

Οι γωνιές είχαν χτιστεί από τον μακαρίτη αφέντη. Στο κέντρο του πέτρινου χωριατόσπιτου που είχε εμβαδόν δέκα πήχες υψωνόταν ο φούρνος μ' ένα στενό διάδρομο γύρω-γύρω κι ανάμεσα στο διάδρομο και τους τοίχους ήταν χωρισμένες με σανίδια οι γωνιές που χρησίμευαν για κατοικίες των δούλων. Ο χώρος της κάθε γωνιάς ήταν κατά συνέπεια πολύ περιορισμένος, προπάντων στη γωνία του Ποληκέη που ήταν η τελευταία κοντά στην πόρτα. Το κρεβάτι του αντρόγυνου με το γαζωτό πάπλωμα και τα μαξιλάρια με το τσίτινο ντύμα, ένα τρίποδο τραπεζάκι που χρησίμευε για το μαγείρεμα, για το σαπούνισμα, για ν' ακουμπάνε τα διάφορα πράγματα του σπιτιού και για να δουλεύει ο Ποληκέη (που έφτιαχνε διάφορα φάρμακα για τ' άρρωστα άλογα).

Τα διάφορα κουβαδάκια και μαστελάκια, τα ρούχα, οι κότες, το μοσχαράκι και τα εφτά μέλη της οικογένειας γέμιζαν ολόκληρη τη γωνιά και δε θα μπορούσαν να κινηθούν αν το κοινόχρηστο πατάρι του φούρνου δεν τους πρόσφερνε το ένα του τέταρτο, που πάνω σ' αυτό πλάγιαζαν μερικοί και απίθωναν κι ορισμένα ρούχα τους κι ακόμα αν έλειπε η ευχέρεια να βγαίνουν και λιγάκι στην αυλή. Μα τούτο το τελευταίο ήταν σχεδόν αδύνατο, γιατί από τον Οκτώβρη αρχινούσαν οι ψύχρες και από ζεστά ρούχα είχαν μονάχα ένα πανωφόρι για όλους τους. Όμως τα παιδιά μπορούσαν να ζεσταθούν τρέχοντας κι ο μεγάλοι δουλεύοντας, καθώς επίσης σκαρφαλώνοντας κι οι μεν κι οι δε στο πατάρι του φούρνου, που εκεί πέρα η θερμοκρασία έφτανε τους σαράντα βαθμούς.

Θα φαίνεται ίσως τρομερό το να ζουν άνθρωποι κάτω από τέτοιες συνθήκες, ωστόσο όμως η οικογένεια του Ποληκέη κατάφερνε να ζει. Η Ακουλίνα, μπανιάριζε όπως μπορούσε τα παιδιά και τον άνδρα της, σαπούνιζε και μπάλωνε τα ρούχα τους, έγνεθε, ύφαινε και λεύκαινε τα πανιά, μαγείρευε και έψηνε τα ψωμιά τους στον κοινόχρηστο φούρνο, τσακωνόταν και κουτσομπόλευε με τους γείτονές της. Τα τρόφιμα του μήνα, που παραχωρούσε το αρχοντικό, έφταναν όχι μονάχα για τα παιδιά, μα ακόμα και για μεζέ της αγελάδας. Τα ξύλα ήταν άφθονα, καθώς κι η τροφή για τα ζωντανά. Και λίγο σανό όλο τύχαινε να εξοικονομηθεί από τους στάβλους. Είχαν και μια λουρίδα λαχανόκηπο. Η γελαδίτσα είχε γεννήσει. Είχαν πέντε-έξι κοτούλες.

Ο Ποληκέη δούλευε στους στάβλους, περιποιόταν δύο άλογα κι όταν τον καλούσαν να πάρει αίμα από άρρωστο άλογο ή άλλο ζώο πάντα ήταν πρόθυμος. Καθάριζε τις οπλές των ζώων στο αρχοντικό βουστάσιο, βοηθούσε στις αντλίες του νερού, και κατασκεύαζε κάποιες ειδικές αλοιφές δικής του εφεύρεσης. Για όλα τούτα, και λεφτά και τρόφιμα κέρδιζε αρκετά.

Έπειτα ήταν και η περίσσια βρώμη από τους αρχοντικούς στάβλους, που γι' αυτήν κάποιος μουζίκος στο χωριό τού έδινε ταχτικά είκοσι φούντια κρέας το μήνα. Θα μπορούσαν να ζουν ευχάριστα αν έλειπε η πίκρα. Και η πίκρα ήταν μεγάλη για ολόκληρη τη φαμελιά. Ο Ποληκέη από νέος δούλευε σ' άλλο χωριό στους στάβλους. Ο αρχισταβλίτης εκεί πέρα έτυχε να είναι ο πρώτος κλέφτης της περιοχής που στο τέλος καταδικάστηκε σ' εξορία. Κοντά σ' αυτόν ο Ποληκέη πήρε τα πρώτα διδάγματα και καθώς ήταν πολύ νέος τόσο τα εγκολπώθηκε, που αργότερα κι αν ακόμα θα το ήθελε να τα παρατήσει όλα εκείνα τα μικροπράγματα, δεν το κατόρθωσε ποτέ.

Ήταν νέος, αδύνατος δεν είχε μήτε πατέρα μήτε μάνα για να τον συμβουλέψουν. Του άρεσε να το τσούζει. Και δεν του άρεσε να δει κάτι που να του φανεί σαν περιττό. Είτε ήταν κάποιο λουρί από τη στεφάνη του αλόγου, είτε μια σέλα, είτε ένα λουκέτο, είτε μια σφήνα του ρυμού, ακόμα και ο,τιδήποτε άλλο, έστω και πιο μεγάλης αξίας, όλα βρίσκανε τον τόπο τους χάρη σ' αυτόν.

Παντού βρισκόντουσαν άνθρωποι πρόθυμοι, που δέχονταν τα πραγματάκια αυτά και πλήρωναν με λεφτά ή με κρασί, ανάλογα με τη συμφωνία. Τα κέρδη αυτά είναι τα πιο εύκολα, όπως λέει ο λαός, μήτε μάθηση απαιτούν, μήτε πολύν κόπο, και όποιος μια φορά τα δοκιμάσει, δε θέλει ποτές του να πιάσει άλλη δουλεία. Ένα μονάχα κακό έχουν αυτά τα κέρδη, παρ' όλο που σου έρχονται έτσι εύκολα και δίχως κόπο και περνάς ευχάριστα τη ζωή σου, ξαφνικά σου τυχαίνει ένας γρουσούζης αγοραστής και τότε πληρώνεις μια για πάντα και καταστρέφεται όλη σου η ζωή.

Κάτι τέτοιο έπαθε ο Ποληκέη. Όταν παντρεύτηκε, φάνηκε σα να του έστειλε ο Θεός μια ευτυχία μεγάλη. Η γυναίκα του, θυγατέρα του γελαδάρη του αρχοντικού, ήταν γερή, μυαλωμένη, προκομμένη πολύ. Τα παιδιά που γεννούσε ήταν το ένα καλύτερο από τ' άλλο. Ο Ποληκέη ωστόσο δεν παρατούσε τη δουλίτσα του και τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά. Μα ξαφνικά τον βρήκε η κακοτυχία και τον τσάκωσαν για το τίποτα. Είχε κρύψει στο σπίτι κάποιου μουζίκου ένα ζευγάρι γκέμια από τα καλά. Τα βρήκαν, τον ξυλοφόρτωσαν, τ' ανέφεραν στην κυρία κι από τότε τον παρακολουθούσαν. Αυτός τη δουλειά του. Μα τον έπιασαν και δεύτερη και τρίτη φορά. Ο κόσμος τον κορόιδευε, ο επιστάτης τον φοβέριζε πως θα τον στείλει ισόβια στο στρατό, η κυρία του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, η γυναίκα του έκλαιγε και δερνόταν απαρηγόρητη, όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά κι ανάποδα.

Ο Ποληκέη δε ήταν κακός άνθρωπος, μονάχα είχε αδυναμίες που δε μπορούσε να τις ξεκόψει. Του άρεσε το ποτό και τόσο πολύ το συνήθισε, που με κανέναν τρόπο δε μπορούσε να το παρατήσει. Σαν ερχόταν μεθυσμένος σπίτι, η γυναίκα του αρχινούσε να τον μαλώνει και να τον δέρνει πολλές φορές, μα κείνος έβαζε τα κλάματα. «Είμαι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, έλεγε. Τι να κάνω; Να μου βγουν τα μάτια, αν το ξαναβάλω στο στόμα». Κι ωστόσο, δεν περνούσε μήνας, κι ο καλός σου πάλι χανόταν μια-δυο μέρες από το σπίτι του, μεθοκοπώντας στα καπηλειά. «Από κάπου πρέπει να τα προμηθεύεται τα λεφτά για να γλεντοκοπάει έτσι δα», σκεφτόντουσαν γι' αυτόν οι χωρικοί.

Η τελευταία του επιχείρηση ήταν το ρολόι του τοίχου, που από καιρό ήταν σταματημένο. Κάποια φορά, έτυχε να περνάει ο Ποληκέη από εκεί κοντά, είδε την πόρτα του γραφείου ανοιχτή, μπήκε μέσα και καθώς δεν βρέθηκε κάποιος άλλος εκείνη τη στιγμή, άρπαξε το ρολόι, που του χτύπησε στο μάτι, χωρίς να χάσει καιρό το πήγε στην πολιτεία και εκεί το πούλησε. Για κακή του τύχη, ο μπακάλης που τ' αγόρασε ήταν συμπέθερος μιας δουλοπάροικης τ' αρχοντικού κι όταν σε κάποια γιορτή, ήρθε να την επισκεφτεί, διηγήθηκε την υπόθεση. Τα κουτσομπολιά πήραν κι έδωσαν, λες και το πράμα τους ενδιέφερε τόσο πολύ. Πιότερο απ' όλους ήταν ο επιστάτης που δεν χώνευε τον Ποληκέη. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε η κλοπή κι έφτασε ίσα με τ' αφτιά της κυρίας. Η κυρία κάλεσε τον ένοχο. Ο Ποληκέη παρουσιάστηκε, έπεσε παρευθύς στα πόδια της, και με βαθιά συγκίνηση και μεταμέλεια τα ομολόγησε όλα, όπως τον συμβούλεψε η γυναίκα του. Έκανε πολύ καλά από μέρος του. Η κυρία δράχτηκε από την ευκαιρία να τον νουθετήσει, είπε, είπε, του έψαλε, του έψαλε, και για το Θεό, και για την αρετή, και για τη μέλλουσα ζωή, και για τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ώσπου τον έκαμε να κλάψει. Τέλος του είπε:

- Εγώ σε συγχωρώ, μονάχα να μου υποσχεθείς πως ποτέ πια δεν θα το ξανακάνεις.

- Ποτέ, ποτέ κυρία, όσο ζω δε θα το ξανακάνω! Να μη σώσω! Να μου παρθούν τα χέρια! - έλεγε ο Ποληκέη κι έκλαιγε σπαραξικάρδια.

Σαν γύρισε στη γωνιά του εξακολούθησε και εκεί πέρα να κλαψουρίζει ίσαμε το βράδυ, ξαπλωμένος στο πατάρι του φούρνου. Από τότε δεν ξανακούστηκε να κλέψει. Μονάχα η ζωή του κατάντησε πολύ θλιβερή. Όλοι για κλέφτη τον θεωρούσαν κι όταν κοινοποιήθηκε το Διάταγμα της στρατολογίας, όλο το χωριό αυτόν υπόδειχνε για έναν από τους κληρωτούς.

Ο Ποληκέη, όπως είπαμε, ήξερε να γιατρεύει τα άλογα. Πώς έτσι ξαφνικά απόχτησε αυτήν την ειδικότητα, κανείς δεν το ήξερε και πολύ λιγότερο εκείνος ο ίδιος. Στους στάβλους που υπηρέτησε αρχικά, με τον αρχισταβλίτη που εξορίστηκε, δεν έκανε καμιά άλλη δουλειά εκτός από το να σκουπίζει τα υπόστεγα της ημέρας και της νύχτα, να κουβαλάει νερό και κάπου-κάπου να περιποιείται τα άλογα. Εκεί ήταν αδύνατο να είχε διδαχτεί. Αργότερα δούλεψε σαν υφαντής, ύστερα τον έβαλαν στο λαχανόκηπο να ξεχορταριάζει τα δρομάκια, ύστερα, για τιμωρία, τον έβαλαν να σπάει τούβλα κι αργότερα, γυρίζοντας μεροκαματιάρης, πέτυχε να μπει θυρωρός σ' ενός έμπορα το σπίτι. Που θα πει, πως μήτε κι αργότερα είχε την ευκαιρία να μάθει τη δουλειά του κτηνίατρου.

Όμως τον τελευταίο καιρό που έμενε αποτραβηγμένος σπίτι του, άρχισε κάπως σιγά-σιγά να διαδίδεται η φήμη για την εξαιρετική και μάλιστα κάπως υπερφυσική επίδοσή του στην κτηνιατρική. Έκανε μια-δυο αφαιμάξεις στο άρρωστο άλογο, ύστερα το ξάπλωνε χάμου κι άρχιζε να ψαχουλεύει άσκοπα πέρα-δώθε το κορμί του, ύστερα διέταζε να το δέσουν μέσα στο στάβλο και του τραβούσε μια νυστεριά κάτω από την οπλή παρ' όλο που το δυστυχισμένο ζώο δερνόταν και μούγκριζε. Μα ο Ποληκέη, μη δίνοντας προσοχή σε τίποτα, αποφαινόταν με στόμφο, πως αυτό θα πει «αφαίμαξη της οπλής». Ύστερα πασάλειβε με βιτριόλι τα σπυριά, άδειαζε σε εντριβές διάφορα μπουκαλάκια με υγρά και τέλος του έριχνε στο στόμα ότι του κάπνιζε. Κι όσο πιο πολύ βασάνιζε και σκότωνε τ' άλογα, τόσο πιο πολύ αύξαινε η πεποίθηση των χωρικών σ' αυτόν και τόσο πιο πολύ έτρεχαν στα φώτα του.

Νιώθω πως εμείς, οι κύριοι, ας πούμε, δεν θα πρέπει να κοροϊδεύουμε τον Ποληκέη. Τα μέσα που χρησιμοποιούσε για να εμπνέει την εμπιστοσύνη είναι ακριβώς τα ίδια που επενεργούσαν στους πατέρες μας, σε μας και που θα εξακολουθήσουν να επενεργούν και στα παιδιά μας.

Ο μουζίκος, που τρέμει και λαχταράει για τη μοναδική του φοράδα, που δεν απαρτίζει μονάχα τον πλούτο του, μα είναι σχεδόν σαν ένα μέλος της οικογενείας του και παρακολουθεί με πίστη και φρίκη κείνο το σημαντικό κατσούφιασμα της μορφής του Ποληκέη και τα λεπτά ανασκουμπωμένα χέρια, που μ' αυτά σκόπιμα πιέζει το πονεμένο σημείο και τολμηρά μπήγει το νυστέρι στη γερή σάρκα με την κρυφή σκέψη «Ε, θα τα βγάλουμε πέρα. Πού θα μου πας;», και δείχνοντας με το ύφος του πως ξέρει που είναι αίμα, που είναι πύον, που η υγρή φλέβα και που η στεγνή και καθώς κρατάει μέσα στα δόντια του το θεραπευτικό κουρέλι ή το μπουκάλι με το βιτριόλι - ο μουζίκος αυτός είναι των αδυνάτων αδύνατο να βάλει με το νου του, πως το χέρι του Ποληκέη θα τραβήξει τη νυστεριά στα κουτουρού. Αυτός ο ίδιος δε θα μπορούσε ποτέ να το κάνει. Κι όταν η νυστεριά γίνει, ποτές του δε θα μεταμεληθεί γιατί άφησε να πετσοκόψει άδικα το άλογό του.

Δεν ξέρω εσείς, όμως εγώ δοκίμαζα ακριβώς το ίδιο, καθώς παρακολουθούσα το γιατρό, όταν τον καλούσαν για προσφιλή μου πρόσωπα κι έβλεπα πως τα κατατυραννούσε. Και τάχα μήπως το μπουκάλι με τη διάλυση του σουμπλιμέ και το μαχαίρι του Ποληκέη κι οι φράσεις που συνήθιζε να προφέρει δεν ήταν το ίδιο σαν τα: νεύρα, ρευματισμοί, οργανισμοί κλπ., που μουρμουρίζουν οι γιατροί;

Wage du zu irren und zu traumen (Τόλμησε να ξεγελαστείς και να ονειροπολήσεις!) αυτό δεν ταιριάζει τόσο πολύ για τους ποιητές, όσο για τους γιατρούς και τους κτηνίατρους.