×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Ι. Τρεις θάνατοι

Ι. Τρεις θάνατοι

Ήταν φθινόπωρο. Δυο αρχοντικά οχήματα διέσχιζαν, με γοργό καλπασμό των αλόγων, τον μεγάλο δρόμο. Στο πρώτο κάθονταν δυο γυναίκες. Η μια ήταν η κυρία, λιπόσαρκη και χλομή. Η άλλη ήτανε η καμαριέρα ροδοκόκκινη και παχουλή. Τα κοντά μαλλιά της ξεπετιόνταν άτακτα κάτω από το ξεθωριασμένο καπελάκι της και το κόκκινο χέρι της με το σχισμένο γάντι με βιαστικές κινήσεις τα τακτοποιούσε κάθε τόσο. Το μεστωμένο στήθος της, σκεπασμένο μ' ένα πολύχρωμο μαντίλι έμοιαζε να είναι πλημμυρισμένο υγεία, τα γοργοκίνητα μαύρα μάτια της πότε παρακολουθούσαν από το παράθυρο τους κάμπους που άφηναν πίσω τους, πότε κοίταζαν δειλά-δειλά την κυρία, πότε ανήσυχα παρατηρούσαν τις γωνίες του οχήματος. Μπροστά στη μύτη της καμαριέρας ταλαντευόταν το καπέλο της κυρίας, κρεμασμένο στο δίχτυ, πάνω στα γόνατά της κειτόταν το κουτάβι, τα πόδια της μπερδεύονταν πάνω σε διάφορες κασετίνες, που ήτανε ακουμπισμένες χάμω και καθώς τραντάζονταν στα κουνήματα που έκαναν οι σούστες ανάδιναν διάφορους κρότους.

Με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα γόνατα και τα μάτια κλειστά, η κυρία λικνιζόταν πάνω στα μαξιλάρια που στήριζαν την πλάτη της και κρυφόβηχε, με μιαν λαφριά γκριμάτσα. Στο κεφάλι της φορούσε λευκό νυχτικό μπονέ και στο κάτωχρο λευκό λαιμό της είχε δεμένο ένα γαλάζιο τσεμπέρι. Μια κανονική χωρίστρα που χανόταν κάτω από το μπονέ, χώριζε τα κοκκινόξανθα άχαρα μαλλιά της, που ήτανε πασαλειμμένα μπόλικη πομάδα. Κι είχε κάτι το νεκρικά στεγνό, η ασπράδα του δέρματος εκείνης της πλατιάς χωρίστρας. Το δέρμα μαραμένο και κιτρινωπό απλωνόταν ξελασκαρισμένο πάνω στα λεπτά κι όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου μ' ένα ανάλαφρο κοκκινωπό χρωματισμό στα μήλα και στα μάγουλα. Τα χείλη ήτανε στεγνά κι ανήσυχα, τ' ανάρια τσίνουρα τεντωμένα, ολόισια κι η ταξιδιωτική μάλλινη ρόμπα σχημάτιζε ίσιες γραμμές πάνω σ' ένα βαθουλωμένο στήθος. Παρ' όλο που τα μάτια ήτανε κλειστά, το πρόσωπο της κυρίας φανέρωνε κούραση, ανησυχία και τη συνηθισμένη αγωνία της αρρώστιας.

Ο λακές, με τους αγκώνες στηριγμένος στο κάθισμά του, λαγοκοιμόταν δίπλα στον αμαξά που με ζωηρά ξεφωνητά βίαζε τα τέσσερα άλογα του ταχυδρομικού οχήματος και που κάπου-κάπου γύριζε κι έριχνε από καμιά ματιά στο συνάδελφό του, που ακολουθούσε με το δεύτερο όχημα. Πλατιά, παράλληλα ίχνη από τους τροχούς απλωνόταν γοργά και κανονικά, πάνω στην ασβεστόλασπη του δρόμου. Ο ουρανός ήτανε γκρίζος και ψυχρός και μια καταχνιά, βαριά από την υγρασία, έπεφτε στους κάμπους και στο δρόμο. Μέσα στο κλειστό όχημα ήτανε αποπνιχτικά και μύριζε κολόνια και σκόνη. Η άρρωστη τέντωσε προς τα πίσω το κεφάλι κι άνοιξε τα μάτια. Τα μάτια ήτανε μεγάλα, λαμπερά κι είχανε ένα υπέροχο σκούρο χρώμα.

- Πάλι, είπε, σπρώχνοντας με μια νευρική κίνηση του όμορφου λιπόσαρκου χεριού της, την άκρη του πανωφοριού της καμαριέρας, που άγγιζε αδιόρατα το πόδι της, και το στόμα στράβωσε σε μια οδυνηρή γκριμάτσα. Η Ματριόνα συμμάζεψε με τα δυο χέρια της το πανωφόρι της, ανασηκώθηκε στα γερά πόδια της κι αποτραβήχτηκε όσο μπορούσε παραπέρα. Το δροσερό πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε ζωηρά. Τα όμορφα σκούρα μάτια της άρρωστης ακολουθούσαν αχόρταγα τις κινήσεις της καμαριέρας. Ύστερα ακούμπησε και τα δυο χέρια της στο κάθισμα και θέλησε κι αυτή ν' ανασηκωθεί το ίδιο για να καθίσει ψηλότερα, μα η προσπάθεια αυτή ήτανε ανώτερη από τις δυνάμεις της. Το στόμα της στράβωσε κι όλο της το πρόσωπο παραμορφώθηκε από μια έκφραση αδυναμίας, κακιάς ειρωνείας.

- Να με βοηθούσες, τουλάχιστον εσύ!... Αχ! Όχι. Ας λείπει! Μπορώ και μόνη μου, μονάχα να μην χώνεις πίσω από την πλάτη μου τα διάφορα σακιά σου. Να μου κάνεις τη χάρη!... Όχι, όχι. Μη μ' αγγίζεις, καλύτερα, αφού δε νιώθεις τι πρέπει!...

Κι έκλεισε τα μάτια της, μα την ίδια στιγμή τα ξανάνοιξε κι έριξε μια γοργή ματιά στην καμαριέρα. Η Ματριόνα την κρυφοκοίταζε και δάγκωνε τα κόκκινα χείλη της. Ένας βαθύς αναστεναγμός φούσκωσε το στήθος της άρρωστης, μα προτού εξαντληθεί, μεταβλήθηκε σε βήχα. Γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι, ζάρωσε το πρόσωπό της και με τα δυο της χέρια άδραξε το στήθος της. Όταν ο βήχας πέρασε, ξανάκλεισε τα μάτια κι εξακολούθησε να κάθεται ακίνητη. Τα δύο οχήματα μπήκαν σ' ένα χωριό. Η Ματριόνα έβγαλε το γάντι από το χοντρό χέρι της και σταυροκοπήθηκε.

- Τι είναι εδώ; - ρώτησε η κυρία.

- Ο σταθμός, κυρία.

- Γιατί κάνεις στο σταυρό σου, ρωτάω.

- Ειν' εκκλησία, κυρία.

Η άρρωστη γύρισε κατά το παράθυρο κι άρχισε να σταυροκοπιέται αργά-αργά κοιτάζοντας με μάτια μεγάλα τη μεγάλη εκκλησία του χωριού, που μπροστά απ' αυτήν περνούσε το αμάξι της.

Τα δύο αμάξια σταμάτησαν στο σταθμό. Από το δεύτερο, βγήκαν ο άντρας της άρρωστης κι ο γιατρός που πλησίασαν το πρώτο.

- Πώς αισθάνεσθε; - ρώτησε ο γιατρός, πιάνοντας το σφυγμό της.

- Πώς είσαι αγάπη μου; Δεν κουράστηκες; -τη ρώτησε ο άντρας της γαλλικά, μήπως θέλεις να βγεις λιγάκι;

Η Ματριόνα συμμάζεψε τα διάφορα μπογαλάκια και ζάρωσε όσο μπορούσε πιο πολύ σε μια γωνία, για να μην ενοχλεί.

- Όλο τα ίδια, σαν πάντα, αποκρίθηκε η άρρωστη. Δεν πρόκειται να βγω.

Ο άντρας της αφού κοντοστάθηκε λίγο ακόμα, τράβηξε για την αίθουσα του σταθμού. Η Ματριόνα πήδησε έξω από το κλειστό αμάξι και πατώντας στις μύτες, για να μη λασπώσει πολύ τα παπούτσια της, έτρεξε και χάθηκε από την ανοιχτή αυλόπορτα.

- Επειδή εγώ ειμ' άρρωστη, δε σημαίνει πως πρέπει και σεις να μην προγευματίσετε, είπε η άρρωστη αχνά χαμογελώντας στο γιατρό, που στεκόταν κοντά στο παράθυρο του αμαξιού.

- Κανένας τους δεν έχει την έγνοια τη δική μου, στοχάστηκε, μόλις είδε το γιατρό, που ενώ απομακρύνθηκε από το αμάξι με σιγανό βήμα, τρέχοντας ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σταθμού. Κείνοι είναι γεροί και για τούτο αδιαφορούν. Ω, Θεέ μου!

- Λοιπόν Εντουάρντ Ιβάνοβιτς, είπε ο άντρας της, στο γιατρό μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο καθώς τον είδε να πλησιάζει. Έστειλα να φέρουν το σακ βουαγιάζ, να τσιμπήσουμε κάτι.

- Αυτό γίνεται, αποκρίθηκε ο γιατρός.

- Πώς τη βρίσκετε; Τι λέτε; - ρώτησε αναστενάζοντας, χαμηλώνοντας τη φωνή και σηκώνοντας τα φρύδια.

- Σας το είπα, πως η κυρία είναι αδύνατο να ταξιδέψει όχι ίσαμε την Ιταλία μα και μήτε ίσαμε τη Μόσχα ακόμα. Και μάλιστα με τέτοιους δρόμους κουραστικούς.

- Τι πρέπει λοιπόν να κάμω; Αχ, Θεέ μου! Θεέ μου! Κι έφερε το χέρι στα μάτια του. Δος μου το να δω, πρόσθεσε γυρίζοντας στον υπηρέτη που έφερε το βαλιτσάκι.

- Θα έπρεπε να έμενε σπίτι, αποκρίθηκε ο γιατρός, κινώντας τις πλάτες του.

- Μα πέστε μου, τι μπορούσα να κάμω; Της μίλησα τόσο πολύ για να μπορέσω να την κάμω ν' αλλάξει γνώμη. Της είπα και για το οικονομικό μέσο, και για τα παιδιά, που θα είμαστε υποχρεωμένοι να τ' αποχωριστούμε, και για τις δουλειές μου, μα κείνη τίποτα δεν θέλει ν' ακούσει. Κάνει σχέδια για μια ζωή στην Ευρώπη σαν να ήτανε γερή. Και να της πει κάποιος ξεκάθαρα ποια είναι η κατάστασή της, θα ήτανε το ίδιο σαν να την σκότωνε.

- Κι ωστόσο είναι κιόλας σκοτωμένη. Αυτό πρέπει να το ξέρετε, Βασίλη Ντμήτριτς. Ένας άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει όταν δεν έχει πνευμόνια, και τα πνευμόνια άμα καταστραφούν δεν ξαναγίνονται πια. Είναι πολύ θλιβερό, είναι πολύ οδυνηρό, μα τι να γίνει; Εμείς οι άλλοι και εσείς έχουμε μονάχα την υποχρέωση να νοιαστούμε ώστε το τέλος της να έρθει όσο μπορεί πιότερο γαληνεμένο. Εδώ χρειάζεται ένας πνευματικός.

- Αχ, Θεέ μου! Μα πρέπει να καταλάβετε τη θέση μου, αν θα μπορούσα να της θυμίσω αυτό το τελευταίο βήμα. Όχι, όχι! Ας γίνει ό,τι γίνει, όμως εγώ δε θα της το πω αυτό. Την ξέρετε και εσείς γιατρέ μου, πόσο καλή είναι...

- Τουλάχιστον να κάμετε μια απόπειρα για να την πείσετε να περιμένει, ώσπου να χειμωνιάσει και να τακτοποιηθούν οι δρόμοι. Γιατί μ' αυτές τις λάσπες το ταξίδι είναι πολύ επίπονο και μπορεί να χειροτερέψει, είπε ο γιατρός, κινώντας μελαγχολικά το κεφάλι του.

- Αξιούσα, ε, Αξιούσα! - ξεφώνιζε η κόρη του επιθεωρητή, τσαλαβουτώντας μέσα στις λάσπες της πίσω αυλής και με το σάκο της ριγμένο πάνω από το κεφάλι. Τρέχα να πάμε να δούμε την κυρά από το Σίσκινο. Λένε πως την πάνε στην Ευρώπη, στους μεγάλους γιατρούς γιατί έχει αρρώστια στηθικιά. Και εγώ δεν έχω ακόμα δει ποτές μου, πως είναι αυτοί οι τέτοιοι άρρωστοι.

Η Αξιούσα πετάχτηκε αμέσως, και τα δυο κορίτσια, κρατούμενα από τα χέρια, έτρεξαν έξω από την αυλή, στο λασπιάρικο δρόμο. Ύστερα μετρίασαν το βήμα τους, έκαναν σιγά-σιγά το γύρο του αμαξιού κι έριξαν μια ματιά στο κατεβασμένο παράθυρο. Η άρρωστη γύρισε προς το μέρος τους το κεφάλι, μα καθώς αντελήφτηκε την περιέργειά τους, κατσούφιασε και γύρισε από την άλλη μεριά.

- Ω, μα-α-ανούλα μου! - είπε η κόρη του επιθεωρητή γυρίζοντας από την άλλη μεριά το κεφάλι της. Πώς κατάντησε έτσι δα; Αυτή που ήτανε μια ομορφιά από τις λίγες. Φρίκη! Την είδες; - την είδες Αξιούσα;

- Ναι, σου κάνει κακό να την βλέπεις έτσι αδύνατη που είναι, πρόσθεσε η Αξιούσα. Έλα να περάσουμε άλλη μια φορά, να τη ξαναδούμε. Κοίτα την, που γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι. Όμως πρόφτασα και την κοίταξα ξανά. Είναι για λύπηση, Μάσα!

- Κι οι λάσπες είναι ανυπόφερτες! - είπε η Μάσα και τα δυο κορίτσια ξαναγύρισαν τρέχοντας στην αυλή.

- Πρέπει να έχω καταντήσει τρομερά χάλια, σκεφτόταν η άρρωστη. Να φτάσω το γρηγορότερο στην Ευρώπη και εκεί αμέσως θ' αναλάβω.

- Λοιπόν, πώς είσαι φιλτάτη μου; τη ρώτησε ο άντρας της πλησιάζοντας στο παράθυρο του αμαξιού και μασουλώντας ακόμα κάποια μπουκιά.

- Πάντα την ίδια ερώτηση, στοχάστηκε εκείνη και στο αναμεταξύ τρώει όλη την ώρα! Καλά είμαι, του αποκρίθηκε.

- Ξέρεις όμως, φιλτάτη μου, φοβάμαι, μη χειροτερέψεις ταξιδεύοντας μ' αυτό τον καιρό. Το ίδιο λέει κι ο Εντουάρντ Ιβάνοβιτς. Δεν θα ήταν καλύτερα να γυρίζαμε πίσω;

Η άρρωστη σώπαινε θυμωμένη.

- Παραπέρα μπορεί να διορθωθεί ο καιρός, να στεγνώσουν οι λάσπες στους δρόμους έτσι που να είναι λιγότερο κοπιαστικό το ταξίδι, μπορεί και συ να νιώθεις καλύτερα και θα φεύγαμε όλοι μαζί, συνέχισε ο άντρας της.

- Με συγχωρείς. Αν δε σ' άκουγα εδώ και τόσον καιρό, τώρα θα βρισκόμουν στο Βερολίνο και θα ήμουν εντελώς καλά.

- Τι να γίνει, αγάπη μου, ήτανε αδύνατο. Το ξέρεις. Μα τώρα, αν ήθελες, ένα μήνα ακόμη να περιμένεις, η υγεία σου θα βελτιωνόταν μια χαρά, και εγώ θα τέλειωνα όλες μου τις δουλειές και θα παίρναμε και τα παιδιά μαζί σας...

- Τα παιδιά είναι γερά, μα εγώ είμαι άρρωστη.

- Όμως θα ήθελα να το καταλάβαινες αγάπη μου, πως μ' αυτόν τον ελεεινό καιρό, αν χειροτερέψεις στο δρόμο... ενώ σπίτι τουλάχιστο...

- Τι θες να πεις;... Πώς είναι προτιμότερο να μείνω σπίτι και να πεθάνω; - έκανε εκείνη αγαναχτισμένη. Μα η λέξη να πεθάνω, φαίνεται πως την τρόμαξε και κοίταξε τον άντρα της ερωτηματικά και με ικεσία στο βλέμμα της. Εκείνος είχε τα μάτια χαμηλωμένα και σώπαινε. Ξαφνικά το στόμα της στράβωσε, παραπονιάρικα όμως των μικρών παιδιών και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι από τα μάτια της. Ο άντρας της έφερε το μαντίλι του στα μάτια του κι απομακρύνθηκε από το αμάξι.

- Όχι, όχι, θα εξακολουθήσω το ταξίδι μου είπε η άρρωστη, σταύρωσε τα χέρια της κι άρχισε να ψιθυρίζει ασυνάρτητα λόγια. Θεέ μου, Θεέ μου, μα γιατί; - έλεγε και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Ώρα πολλή και με μεγάλη θέρμη προσευχόταν, μα μέσα στο στήθος της ο ίδιος δυνατός πόνος την έσφιγγε και στον ουρανό, στους κάμπους και γύρω στο δρόμο εξακολουθούσε να είναι απλωμένη η ίδια γκρίζα καταχνιά και το ίδιο πηχτό σύθαμπο κι η ίδια ψυχρή φθινοπωριάτικη υγρασία δίχως ν' αραιώνει, μα δίχως να γίνεται πιο πυκνή μούσκευε σαν και πρώτα τις λάσπες του δρόμου, τις σκεπές των σπιτιών, τα σταματημένα αμάξια και τα ρούχα των αμαξάδων που, κουβεντιάζοντας κεφάτα με τις ζωηρές φωνές τους, άλειφαν τους τροχούς κι ετοίμαζαν τ' αμάξια για ζέψιμο.


Ι. Τρεις θάνατοι Ι. Drei Todesfälle Ι. Three deaths Ι. Tres muertes Ι. Trzy zgony

Ήταν φθινόπωρο. Δυο αρχοντικά οχήματα διέσχιζαν, με γοργό καλπασμό των αλόγων, τον μεγάλο δρόμο. Στο πρώτο κάθονταν δυο γυναίκες. Η μια ήταν η κυρία, λιπόσαρκη και χλομή. Η άλλη ήτανε η καμαριέρα ροδοκόκκινη και παχουλή. Τα κοντά μαλλιά της ξεπετιόνταν άτακτα κάτω από το ξεθωριασμένο καπελάκι της και το κόκκινο χέρι της με το σχισμένο γάντι με βιαστικές κινήσεις τα τακτοποιούσε κάθε τόσο. Το μεστωμένο στήθος της, σκεπασμένο μ' ένα πολύχρωμο μαντίλι έμοιαζε να είναι πλημμυρισμένο υγεία, τα γοργοκίνητα μαύρα μάτια της πότε παρακολουθούσαν από το παράθυρο τους κάμπους που άφηναν πίσω τους, πότε κοίταζαν δειλά-δειλά την κυρία, πότε ανήσυχα παρατηρούσαν τις γωνίες του οχήματος. Μπροστά στη μύτη της καμαριέρας ταλαντευόταν το καπέλο της κυρίας, κρεμασμένο στο δίχτυ, πάνω στα γόνατά της κειτόταν το κουτάβι, τα πόδια της μπερδεύονταν πάνω σε διάφορες κασετίνες, που ήτανε ακουμπισμένες χάμω και καθώς τραντάζονταν στα κουνήματα που έκαναν οι σούστες ανάδιναν διάφορους κρότους.

Με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα γόνατα και τα μάτια κλειστά, η κυρία λικνιζόταν πάνω στα μαξιλάρια που στήριζαν την πλάτη της και κρυφόβηχε, με μιαν λαφριά γκριμάτσα. Στο κεφάλι της φορούσε λευκό νυχτικό μπονέ και στο κάτωχρο λευκό λαιμό της είχε δεμένο ένα γαλάζιο τσεμπέρι. Μια κανονική χωρίστρα που χανόταν κάτω από το μπονέ, χώριζε τα κοκκινόξανθα άχαρα μαλλιά της, που ήτανε πασαλειμμένα μπόλικη πομάδα. Κι είχε κάτι το νεκρικά στεγνό, η ασπράδα του δέρματος εκείνης της πλατιάς χωρίστρας. Το δέρμα μαραμένο και κιτρινωπό απλωνόταν ξελασκαρισμένο πάνω στα λεπτά κι όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου μ' ένα ανάλαφρο κοκκινωπό χρωματισμό στα μήλα και στα μάγουλα. Τα χείλη ήτανε στεγνά κι ανήσυχα, τ' ανάρια τσίνουρα τεντωμένα, ολόισια κι η ταξιδιωτική μάλλινη ρόμπα σχημάτιζε ίσιες γραμμές πάνω σ' ένα βαθουλωμένο στήθος. Παρ' όλο που τα μάτια ήτανε κλειστά, το πρόσωπο της κυρίας φανέρωνε κούραση, ανησυχία και τη συνηθισμένη αγωνία της αρρώστιας.

Ο λακές, με τους αγκώνες στηριγμένος στο κάθισμά του, λαγοκοιμόταν δίπλα στον αμαξά που με ζωηρά ξεφωνητά βίαζε τα τέσσερα άλογα του ταχυδρομικού οχήματος και που κάπου-κάπου γύριζε κι έριχνε από καμιά ματιά στο συνάδελφό του, που ακολουθούσε με το δεύτερο όχημα. Πλατιά, παράλληλα ίχνη από τους τροχούς απλωνόταν γοργά και κανονικά, πάνω στην ασβεστόλασπη του δρόμου. Ο ουρανός ήτανε γκρίζος και ψυχρός και μια καταχνιά, βαριά από την υγρασία, έπεφτε στους κάμπους και στο δρόμο. Μέσα στο κλειστό όχημα ήτανε αποπνιχτικά και μύριζε κολόνια και σκόνη. Η άρρωστη τέντωσε προς τα πίσω το κεφάλι κι άνοιξε τα μάτια. Τα μάτια ήτανε μεγάλα, λαμπερά κι είχανε ένα υπέροχο σκούρο χρώμα.

- Πάλι, είπε, σπρώχνοντας με μια νευρική κίνηση του όμορφου λιπόσαρκου χεριού της, την άκρη του πανωφοριού της καμαριέρας, που άγγιζε αδιόρατα το πόδι της, και το στόμα στράβωσε σε μια οδυνηρή γκριμάτσα. Η Ματριόνα συμμάζεψε με τα δυο χέρια της το πανωφόρι της, ανασηκώθηκε στα γερά πόδια της κι αποτραβήχτηκε όσο μπορούσε παραπέρα. Το δροσερό πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε ζωηρά. Τα όμορφα σκούρα μάτια της άρρωστης ακολουθούσαν αχόρταγα τις κινήσεις της καμαριέρας. Ύστερα ακούμπησε και τα δυο χέρια της στο κάθισμα και θέλησε κι αυτή ν' ανασηκωθεί το ίδιο για να καθίσει ψηλότερα, μα η προσπάθεια αυτή ήτανε ανώτερη από τις δυνάμεις της. Το στόμα της στράβωσε κι όλο της το πρόσωπο παραμορφώθηκε από μια έκφραση αδυναμίας, κακιάς ειρωνείας.

- Να με βοηθούσες, τουλάχιστον εσύ!... Αχ! Όχι. Ας λείπει! Μπορώ και μόνη μου, μονάχα να μην χώνεις πίσω από την πλάτη μου τα διάφορα σακιά σου. Να μου κάνεις τη χάρη!... Όχι, όχι. Μη μ' αγγίζεις, καλύτερα, αφού δε νιώθεις τι πρέπει!...

Κι έκλεισε τα μάτια της, μα την ίδια στιγμή τα ξανάνοιξε κι έριξε μια γοργή ματιά στην καμαριέρα. Η Ματριόνα την κρυφοκοίταζε και δάγκωνε τα κόκκινα χείλη της. Ένας βαθύς αναστεναγμός φούσκωσε το στήθος της άρρωστης, μα προτού εξαντληθεί, μεταβλήθηκε σε βήχα. Γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι, ζάρωσε το πρόσωπό της και με τα δυο της χέρια άδραξε το στήθος της. Όταν ο βήχας πέρασε, ξανάκλεισε τα μάτια κι εξακολούθησε να κάθεται ακίνητη. Τα δύο οχήματα μπήκαν σ' ένα χωριό. Η Ματριόνα έβγαλε το γάντι από το χοντρό χέρι της και σταυροκοπήθηκε.

- Τι είναι εδώ; - ρώτησε η κυρία.

- Ο σταθμός, κυρία.

- Γιατί κάνεις στο σταυρό σου, ρωτάω.

- Ειν' εκκλησία, κυρία.

Η άρρωστη γύρισε κατά το παράθυρο κι άρχισε να σταυροκοπιέται αργά-αργά κοιτάζοντας με μάτια μεγάλα τη μεγάλη εκκλησία του χωριού, που μπροστά απ' αυτήν περνούσε το αμάξι της.

Τα δύο αμάξια σταμάτησαν στο σταθμό. Από το δεύτερο, βγήκαν ο άντρας της άρρωστης κι ο γιατρός που πλησίασαν το πρώτο.

- Πώς αισθάνεσθε; - ρώτησε ο γιατρός, πιάνοντας το σφυγμό της.

- Πώς είσαι αγάπη μου; Δεν κουράστηκες; -τη ρώτησε ο άντρας της γαλλικά, μήπως θέλεις να βγεις λιγάκι;

Η Ματριόνα συμμάζεψε τα διάφορα μπογαλάκια και ζάρωσε όσο μπορούσε πιο πολύ σε μια γωνία, για να μην ενοχλεί.

- Όλο τα ίδια, σαν πάντα, αποκρίθηκε η άρρωστη. Δεν πρόκειται να βγω.

Ο άντρας της αφού κοντοστάθηκε λίγο ακόμα, τράβηξε για την αίθουσα του σταθμού. Η Ματριόνα πήδησε έξω από το κλειστό αμάξι και πατώντας στις μύτες, για να μη λασπώσει πολύ τα παπούτσια της, έτρεξε και χάθηκε από την ανοιχτή αυλόπορτα.

- Επειδή εγώ ειμ' άρρωστη, δε σημαίνει πως πρέπει και σεις να μην προγευματίσετε, είπε η άρρωστη αχνά χαμογελώντας στο γιατρό, που στεκόταν κοντά στο παράθυρο του αμαξιού.

- Κανένας τους δεν έχει την έγνοια τη δική μου, στοχάστηκε, μόλις είδε το γιατρό, που ενώ απομακρύνθηκε από το αμάξι με σιγανό βήμα, τρέχοντας ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σταθμού. Κείνοι είναι γεροί και για τούτο αδιαφορούν. Ω, Θεέ μου!

- Λοιπόν Εντουάρντ Ιβάνοβιτς, είπε ο άντρας της, στο γιατρό μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο καθώς τον είδε να πλησιάζει. Έστειλα να φέρουν το σακ βουαγιάζ, να τσιμπήσουμε κάτι.

- Αυτό γίνεται, αποκρίθηκε ο γιατρός.

- Πώς τη βρίσκετε; Τι λέτε; - ρώτησε αναστενάζοντας, χαμηλώνοντας τη φωνή και σηκώνοντας τα φρύδια.

- Σας το είπα, πως η κυρία είναι αδύνατο να ταξιδέψει όχι ίσαμε την Ιταλία μα και μήτε ίσαμε τη Μόσχα ακόμα. Και μάλιστα με τέτοιους δρόμους κουραστικούς.

- Τι πρέπει λοιπόν να κάμω; Αχ, Θεέ μου! Θεέ μου! Κι έφερε το χέρι στα μάτια του. Δος μου το να δω, πρόσθεσε γυρίζοντας στον υπηρέτη που έφερε το βαλιτσάκι.

- Θα έπρεπε να έμενε σπίτι, αποκρίθηκε ο γιατρός, κινώντας τις πλάτες του.

- Μα πέστε μου, τι μπορούσα να κάμω; Της μίλησα τόσο πολύ για να μπορέσω να την κάμω ν' αλλάξει γνώμη. Της είπα και για το οικονομικό μέσο, και για τα παιδιά, που θα είμαστε υποχρεωμένοι να τ' αποχωριστούμε, και για τις δουλειές μου, μα κείνη τίποτα δεν θέλει ν' ακούσει. Κάνει σχέδια για μια ζωή στην Ευρώπη σαν να ήτανε γερή. Και να της πει κάποιος ξεκάθαρα ποια είναι η κατάστασή της, θα ήτανε το ίδιο σαν να την σκότωνε.

- Κι ωστόσο είναι κιόλας σκοτωμένη. Αυτό πρέπει να το ξέρετε, Βασίλη Ντμήτριτς. Ένας άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει όταν δεν έχει πνευμόνια, και τα πνευμόνια άμα καταστραφούν δεν ξαναγίνονται πια. Είναι πολύ θλιβερό, είναι πολύ οδυνηρό, μα τι να γίνει; Εμείς οι άλλοι και εσείς έχουμε μονάχα την υποχρέωση να νοιαστούμε ώστε το τέλος της να έρθει όσο μπορεί πιότερο γαληνεμένο. Εδώ χρειάζεται ένας πνευματικός.

- Αχ, Θεέ μου! Μα πρέπει να καταλάβετε τη θέση μου, αν θα μπορούσα να της θυμίσω αυτό το τελευταίο βήμα. Όχι, όχι! Ας γίνει ό,τι γίνει, όμως εγώ δε θα της το πω αυτό. Την ξέρετε και εσείς γιατρέ μου, πόσο καλή είναι...

- Τουλάχιστον να κάμετε μια απόπειρα για να την πείσετε να περιμένει, ώσπου να χειμωνιάσει και να τακτοποιηθούν οι δρόμοι. Γιατί μ' αυτές τις λάσπες το ταξίδι είναι πολύ επίπονο και μπορεί να χειροτερέψει, είπε ο γιατρός, κινώντας μελαγχολικά το κεφάλι του.

- Αξιούσα, ε, Αξιούσα! - ξεφώνιζε η κόρη του επιθεωρητή, τσαλαβουτώντας μέσα στις λάσπες της πίσω αυλής και με το σάκο της ριγμένο πάνω από το κεφάλι. Τρέχα να πάμε να δούμε την κυρά από το Σίσκινο. Λένε πως την πάνε στην Ευρώπη, στους μεγάλους γιατρούς γιατί έχει αρρώστια στηθικιά. Και εγώ δεν έχω ακόμα δει ποτές μου, πως είναι αυτοί οι τέτοιοι άρρωστοι.

Η Αξιούσα πετάχτηκε αμέσως, και τα δυο κορίτσια, κρατούμενα από τα χέρια, έτρεξαν έξω από την αυλή, στο λασπιάρικο δρόμο. Ύστερα μετρίασαν το βήμα τους, έκαναν σιγά-σιγά το γύρο του αμαξιού κι έριξαν μια ματιά στο κατεβασμένο παράθυρο. Η άρρωστη γύρισε προς το μέρος τους το κεφάλι, μα καθώς αντελήφτηκε την περιέργειά τους, κατσούφιασε και γύρισε από την άλλη μεριά.

- Ω, μα-α-ανούλα μου! - είπε η κόρη του επιθεωρητή γυρίζοντας από την άλλη μεριά το κεφάλι της. Πώς κατάντησε έτσι δα; Αυτή που ήτανε μια ομορφιά από τις λίγες. Φρίκη! Την είδες; - την είδες Αξιούσα;

- Ναι, σου κάνει κακό να την βλέπεις έτσι αδύνατη που είναι, πρόσθεσε η Αξιούσα. Έλα να περάσουμε άλλη μια φορά, να τη ξαναδούμε. Κοίτα την, που γύρισε από την άλλη μεριά το κεφάλι. Όμως πρόφτασα και την κοίταξα ξανά. Είναι για λύπηση, Μάσα!

- Κι οι λάσπες είναι ανυπόφερτες! - είπε η Μάσα και τα δυο κορίτσια ξαναγύρισαν τρέχοντας στην αυλή.

- Πρέπει να έχω καταντήσει τρομερά χάλια, σκεφτόταν η άρρωστη. Να φτάσω το γρηγορότερο στην Ευρώπη και εκεί αμέσως θ' αναλάβω.

- Λοιπόν, πώς είσαι φιλτάτη μου; τη ρώτησε ο άντρας της πλησιάζοντας στο παράθυρο του αμαξιού και μασουλώντας ακόμα κάποια μπουκιά.

- Πάντα την ίδια ερώτηση, στοχάστηκε εκείνη και στο αναμεταξύ τρώει όλη την ώρα! Καλά είμαι, του αποκρίθηκε.

- Ξέρεις όμως, φιλτάτη μου, φοβάμαι, μη χειροτερέψεις ταξιδεύοντας μ' αυτό τον καιρό. Το ίδιο λέει κι ο Εντουάρντ Ιβάνοβιτς. Δεν θα ήταν καλύτερα να γυρίζαμε πίσω;

Η άρρωστη σώπαινε θυμωμένη.

- Παραπέρα μπορεί να διορθωθεί ο καιρός, να στεγνώσουν οι λάσπες στους δρόμους έτσι που να είναι λιγότερο κοπιαστικό το ταξίδι, μπορεί και συ να νιώθεις καλύτερα και θα φεύγαμε όλοι μαζί, συνέχισε ο άντρας της.

- Με συγχωρείς. Αν δε σ' άκουγα εδώ και τόσον καιρό, τώρα θα βρισκόμουν στο Βερολίνο και θα ήμουν εντελώς καλά.

- Τι να γίνει, αγάπη μου, ήτανε αδύνατο. Το ξέρεις. Μα τώρα, αν ήθελες, ένα μήνα ακόμη να περιμένεις, η υγεία σου θα βελτιωνόταν μια χαρά, και εγώ θα τέλειωνα όλες μου τις δουλειές και θα παίρναμε και τα παιδιά μαζί σας...

- Τα παιδιά είναι γερά, μα εγώ είμαι άρρωστη.

- Όμως θα ήθελα να το καταλάβαινες αγάπη μου, πως μ' αυτόν τον ελεεινό καιρό, αν χειροτερέψεις στο δρόμο... ενώ σπίτι τουλάχιστο...

- Τι θες να πεις;... Πώς είναι προτιμότερο να μείνω σπίτι και να πεθάνω; - έκανε εκείνη αγαναχτισμένη. Μα η λέξη να πεθάνω, φαίνεται πως την τρόμαξε και κοίταξε τον άντρα της ερωτηματικά και με ικεσία στο βλέμμα της. Εκείνος είχε τα μάτια χαμηλωμένα και σώπαινε. Ξαφνικά το στόμα της στράβωσε, παραπονιάρικα όμως των μικρών παιδιών και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι από τα μάτια της. Ο άντρας της έφερε το μαντίλι του στα μάτια του κι απομακρύνθηκε από το αμάξι.

- Όχι, όχι, θα εξακολουθήσω το ταξίδι μου είπε η άρρωστη, σταύρωσε τα χέρια της κι άρχισε να ψιθυρίζει ασυνάρτητα λόγια. Θεέ μου, Θεέ μου, μα γιατί; - έλεγε και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι. Ώρα πολλή και με μεγάλη θέρμη προσευχόταν, μα μέσα στο στήθος της ο ίδιος δυνατός πόνος την έσφιγγε και στον ουρανό, στους κάμπους και γύρω στο δρόμο εξακολουθούσε να είναι απλωμένη η ίδια γκρίζα καταχνιά και το ίδιο πηχτό σύθαμπο κι η ίδια ψυχρή φθινοπωριάτικη υγρασία δίχως ν' αραιώνει, μα δίχως να γίνεται πιο πυκνή μούσκευε σαν και πρώτα τις λάσπες του δρόμου, τις σκεπές των σπιτιών, τα σταματημένα αμάξια και τα ρούχα των αμαξάδων που, κουβεντιάζοντας κεφάτα με τις ζωηρές φωνές τους, άλειφαν τους τροχούς κι ετοίμαζαν τ' αμάξια για ζέψιμο.