×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), I. Ο Ποληκούσκα

I. Ο Ποληκούσκα

- Ορισμός σας κυρία! Μονάχα, πως όσο για τους Ντουτλόβ, είναι κρίμα, Όλοι τους είναι ένας κι ένας. Καλά παιδιά. Όμως σαν δεν παραχωρήσουμε μακάρι έναν από τους δούλους της αφεντιάς σας, δε γλιτώνουν, έλεγε ο επιστάτης. Αν και, από τώρα κιόλας, όλο το χωριό σ' αυτούς έχει σταματήσει. Πάλι, κατά πως θα ορίσει η αφεντιά σας κυρία!

Κι ο επιστάτης μετακίνησε τα χέρια του, έβαλε το δεξί πάνω στ' αριστερό, κρατώντας και τα δυο μπροστά στην κοιλιά του, έγειρε το κεφάλι του από την άλλη μεριά, τράβηξε προς τα μέσα τα λεπτά χείλη του, χαμήλωσε τα μάτια και σώπασε, με φανερή την πρόθεση ν' απομείνει σιωπηλός ώρα πολλή και ν' ακούει δίχως αντίρρηση, όλες κείνες τις ανοησίες, που θα του έλεγε πάνω σ' αυτό το ζήτημα η κυρία του.

Ο επιστάτης ήταν ένας από τους δουλοπάροικους τ' αρχοντικού και, φρεσκοξυρισμένος, φορώντας το μακρύ σουρτούκο του (κομμένο και ραμμένο στην ξέχωρη κείνη φόρμα που συνήθιζαν οι επιστάτες εκείνου του καιρού), στεκόταν μπροστά στη κυρία κάποιο βράδυ του φθινοπώρου, κάνοντας την εισήγησή του.

Η εισήγηση, κατά την αντίληψη της κυρίας, έγκειται στον ν' ακούσει τον απολογισμό για τις δουλειές που έγιναν και να δώσει διαταγές για εκείνες που έπρεπε να γίνουν. Κατά την αντίληψη όμως του επιστάτη, του Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς η εισήγηση ήταν μια τελετή, που στη διάρκειά της, αυτός ήταν υποχρεωμένος να στέκεται ορθός στη γωνία, με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τον καναπέ και ν' ακούει ατέλειωτες φλυαρίες, άσχετες ολότελα με τις τρέχουσες δουλειές, ίσαμε που με κάποιες παρατηρήσεις του με τρόπο ειπωμένες ν' αναγκάσει την κυρία να του πει βιαστικά και νευριασμένα: «Καλά, καλά, κάνε, όπως νομίζεις», παραδεχόμενη έτσι τη γνώμη του για όλα.

Κείνο το βράδυ το ζήτημα ήταν για τους κληρωτούς. Από το Πακρόβσκογιε, έπρεπε να δώσουν τρεις. Οι δυο ήταν, αναμφισβήτητα, ορισμένοι από την ίδια τη μοίρα, καθώς συνταίριαζαν οι οικογενειακές, οι ηθικές κι οι οικονομικές τους συνθήκες. Όσο γι' αυτούς δε χωρούσε κανένας δισταγμός και καμιά αμφισβήτηση μήτε από το μέρος της συνέλευσης του χωριού, μήτε από το μέρος της κυρίας, μήτε από το μέρος της κοινής γνώμης. Για τον τρίτο όμως το ζήτημα άλλαζε. Κανονικά θα έπρεπε να πάει στρατιώτης ένα από τα τρία παλικάρια της οικογένειας Ντουτλόβ. Μα ο επιστάτης είχε τη γνώμη πως θα ήταν προτιμότερο να δώσουν στη θέση του τον δουλοπάροικο Ποληκέη, που είχε κακιά φήμη γιατί συχνά-πυκνά τον είχαν πιάσει να κλέβει σακιά, χάμουρα και σανό.

Όμως η κυρία του τύχαινε κάπου-κάπου να χαϊδεύει τα κουρελιασμένα παιδιά του Ποληκέη και που προσπαθούσε με διάφορες νουθεσίες, παρμένες από το Ευαγγέλιο, να ξαναφέρει τον παραστρατημένο στον ίσιο δρόμο, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον στείλει στο στρατό. Και ταυτόχρονα δεν ήθελε και το κακό της οικογένειας Ντουτλόβ, που μήτε την ήξερε, μήτε την είχε δει ποτέ της. Αλλά δε μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό της κι ο επιστάτης δεν τολμούσε να της το πει καθαρά, πως αν δεν πήγαινε στο στρατό ο Ποληκέη, θα έπρεπε να πάει ο Ντουτλόβ. «Μα εγώ δε θέλω καθόλου το κακό των Ντουτλόβ» - τόνιζε με αίσθημα η κυρία. «Σαν δεν το θέλετε, τότε μετρήστε τριακόσια ρούβλια για την εξαγορά» - αυτός έπρεπε να της απαντήσει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς. Μα η διπλωματία δεν του επέτρεπε να μιλήσει έτσι.

Και για τούτο, ο επιστάτης απόμεινε ήρεμα στην ορθοστασία του, και μάλιστα ακούμπησε ελαφρά στον τοίχο, διατηρώντας πάντα την έκφραση της δουλοπρέπειας στη μορφή και κάρφωσε το βλέμμα του προς το μέρος της κυρίας, κοιτάζοντας πως κουνιόνταν τα χείλη της, πως χοροπηδούσαν τα κορδελάκια του μπονέ της μαζί με τον ίσκιο της πάνω στον τοίχο, κάτω από το κάδρο που κρεμόταν εκεί δα. Και θεωρούσε ολότελα περιττό να εμβαθύνει στην έννοια που είχαν τα λεγόμενά της.

Η κυρία μιλούσε πολλή ώρα και έλεγε πάμπολλα. Ο επιστάτης ένιωσε τη σύσπαση κάποιου χασμουρητού να τον ενοχλεί, όμως με τρόπο τη μετάτρεψε σε βήχα, έκρυψε το πρόσωπό του με το χέρι και ξερόβηξε προσποιημένα.

Πριν από λίγο καιρό είχα δει με τα μάτια μου τον λόρδο Πάλμερστον να κάθεται με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από το καπέλο του όλη την ώρα που κάποιο μέλος της αντιπολίτευσης αγόρευε απειλώντας την Κυβέρνηση κι ύστερα να σηκώνεται ξαφνικά και με μια αγόρευση που κράτησε ολόκληρες τρεις ώρες ν' απαντάει σ' όλα τα σημεία του λόγου του αντίπαλού του. Το είδα και δεν απόρησα καθόλου, γιατί κάτι παρόμοιο είχα δει χίλιες φορές να συμβαίνει ανάμεσα στον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς και την κυρία του. Δεν ξέρω αν φοβήθηκε μήπως τυχόν αποκοιμηθεί ορθός καθώς στεκόταν, ή αν του φάνηκε πως παρατράβηξε το σκοινί η κυρία, όμως κάποια στιγμή μετατόπισε το βάρος του κορμιού του από το αριστερό πόδι στο δεξί κι άρχισε μ' ένα ύφος γεμάτο διπλωματικό σεβασμό, όπως συνήθιζε πάντα να ξεκινάει:

- Ορισμός σας, κυρία, μονάχα,... μονάχα η συνέλευση τώρα βρίσκεται έξω από το γραφείο μου και πρέπει να παρθεί μια απόφαση. Το διάταγμα λέει πως πριν από την πρώτη του Οκτώβρη πρέπει να βρεθούν οι κληρωτοί στην πολιτεία. Κι απ' τους χωριανούς μας όλοι δείχνουν τους Ντουτλόβ κι ούτε που είναι άλλος κανένας κατάλληλος. Κι η συνέλευση δε νοιάζεται για τα συμφέροντα της αφεντιάς σας. Της είναι αδιάφορο αν έτσι καταστρέφεται αυτή η φαμελιά. Μα εγώ ξέρω πολύ καλά πόσο σκληρά έχουν δουλέψει όλοι τους. Όλον τον καιρό, από τότε που με διορίσατε επιστάτη, παλεύουν με τη φτώχια τους. Και τώρα ό,τι μεγάλωσε ο πιο μικρότερος ανιψιός του, να σου πάλι η συμφορά. Και εγώ, όπως δα το ξέρει η αφεντιά σας, νοιάζουμαι για τα δικά σας συμφέροντα πρώτα απ' όλα. Είναι κρίμα, κυρία. Μα πάλι, κατά πως η αφεντιά σας θα ορίσει. Μήτε συμπέθεροί μου είναι οι Ντουτλόβ μήτε αδέλφια μου, και μήτε είδα καμιά δεκάρα τους πότε...

- Μήτε φαντάστηκα κάτι τέτοιο πράγμα, Γιεγκόρ, τον διέκοψε η κυρία και ταυτόχρονα σκέφτηκε πως σίγουρα του είχαν βάλει αρκετά στο χέρι.

- ...Μονάχα πως σ' ολόκληρο το χωριό Πακρόβσκογιε, είναι η πιο νοικοκυρεμένη φαμελιά. Άνθρωποι θεοφοβούμενοι, δουλευτήδες. Ο γέρος τριάντα χρόνια τώρα είναι επίτροπος της εκκλησίας, πιοτό δεν ξέρει τι θα πει, ποτές του δεν ακούστηκε να βλαστημήσει, άνθρωπος χριστιανός σε όλα του (ο επιστάτης ήξερε το σφυγμό της κυρίας του). Και το κυριότερο που έχω να σας πω για δαύτον είναι πως γιους έχει δυο μονάχα, τ' άλλα παλικάρια της φαμελιάς είναι ανίψια του. Η συνέλευση δείχνει αυτόν, μα κανονικά θα έπρεπε να υπολογίσουν μονάχα τα δυο παλικάρια του. Πολλοί άλλοι χωριανοί μας, και με τρεις γιους ακόμα κατάφεραν να μείνουν απ' έξω και να 'ναι και εντάξει, μα τούτοι δω με τις τόσες καλοσύνες βρέθηκαν στο τέλος και μπερδεμένοι.

Σε τούτο το σημείο ήταν που η κυρία δεν καταλάβαινε τίποτα από τα λεγόμενα του επιστάτη - δεν καταλάβαινε τι σήμαινε «πως είχαν τρεις γιους» ή «πως έχουν δύο» κλπ., άκουγε μονάχα τους ήχους της ομιλίας και παρατηρούσε τα πάνινα κουμπιά του σουρτούκου του. Το πάνω, φαίνεται, πως το κούμπωνε σπάνια και για τούτο ήταν στέρεα ραμμένο, μα το μεσιανό είχε μισοξηλωθεί και κρεμόταν κι είχε ανάγκη να ξαναραφτεί. Όμως, όπως ξέρουμε όλοι, σε μια συνομιλία, σχετική μάλιστα με υποθέσεις, είναι ολότελα περιττό να καταλαβαίνετε εκείνα που σας λένε, παρά μονάχα πρέπει να έχετε το νου σας το τι θέλετε εσείς ο ίδιος να πείτε. Αυτό έκανε και η κυρία.

- Πώς δε θέλεις να το καταλάβεις, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς; - είπε κάποια στιγμή. Δεν έχω καμιά διάθεση να πάει στρατιώτης ο Ντουτλόβ. Φαντάζομαι, πως απ' ό,τι με ξέρεις, μπορείς να κρίνεις, πως κάνω ό,τι μπορώ πάντα μονάχα για να βοηθώ τους χωρικούς μου και πως ποτές μου δε θέλω το κακό τους. Ξέρεις πως είμαι πρόθυμη να θυσιάσω το παν, φτάνει ν' απαλλαχτώ απ' αυτή τα θλιβερή ανάγκη και να μη στείλω στο στρατό μήτε το Ντουτλόβ, μήτε το Χαριούσκιν. (Δεν ξέρω αν πέρασε από το μυαλό του επιστάτη η σκέψη πως για ν' απαλλαχτεί η κυρία απ' αυτήν τη θλιβερή ανάγκη δεν υπήρχε λόγος να θυσιάσει το παν, κι έφτανε μονάχα να μετρήσει τριακόσια ρούβλια, όμως η σκέψη αυτή εύκολα μπορούσε να του έρθει). Ένα μονάχα σου λέω: πως με κανέναν τρόπο δε θα στείλω τον Ποληκέη. Όταν, ύστερα από κείνη την υπόθεση του ρολογιού μου τα ομολόγησε όλα ο ίδιος, κι έκλαιγε κι ορκιζόταν πως θα διορθωθεί, μίλησα πολλή ώρα μαζί του και πείστηκα πως είχε βαθιά συγκινηθεί και μετανόησε ειλικρινά.

(«Ου, τώρα πήρε τον κατήφορο και ποιος τη σταματάει!» - στοχάστηκε ο επιστάτης κι άρχισε να παρατηρεί το γλυκό που της είχαν σερβίρει μέσα σ' ένα ποτήρι για να εξακριβώσει αν ήταν πορτοκάλι ή λεμόνι, «θα πικροφέρνει πρέπει», συμπέρανε.)

Πέρασαν από τότε ολόκληροι εφτά μήνες κι ούτε μια φορά δε μέθυσε και φέρνεται πολύ καλά. Η γυναίκα του μου έλεγε τις προάλλες πως έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Και πώς θέλεις να τον τιμωρήσω τώρα που σωφρονίστηκε; Και δεν είναι απανθρωπιά να στείλω στο στρατό έναν άνθρωπο που έχει πέντε παιδιά να θρέψει; Α, όχι, καλύτερα μη μου ξαναμιλήσεις γι' αυτό το ζήτημα, Γιεγκόρ...

Κι η κυρία ρούφηξε μια γουλιά από το ποτήρι. Ο επιστάτης παρακολούθησε το κύλισμα του νερού στο λαρύγγι της κι ύστερα είπε κοφτά και ξερά:

- Που θα πει ορίζετε να στείλουμε το Ντουτλόβ.

Η κυρία χτύπησε τα χέρια της.

- Πώς δε μπορείς να με καταλάβεις; Θέλω τάχα εγώ το κακό του Ντουτλόβ; Έχω τάχα το παραμικρό εναντίον του; Μάρτυς μου ο Θεός πως είναι πρόθυμη να κάμω το παν γι' αυτούς. (Τα μάτια της στράφηκαν στο κάδρο που κρεμόταν στην άλλη γωνία, μα θυμήθηκε πως δεν ήταν εικόνισμα: «Ε, αδιάφορο, το ίδιο κάνει, δεν πρόκειται γι' αυτό», στοχάστηκε. Και πράγμα περίεργο, μήτε καν σκέφτηκε πάλι πως μπορούσε με τριακόσια ρούβλια να ξεμπλέξει). Μα τι θες να κάνω; Ξέρω τάχα τι και πώς; Αυτά εγώ δε μπορώ να τα ξέρω. Κάνε έτσι, που όλοι να μείνουν ευχαριστημένοι από το νόμο. Τι να γίνει; Δεν είναι μονάχα αυτοί. Σε όλους τυχαίνουν αναποδιές και δύσκολες στιγμές. Μονάχα τον Ποληκέη ειν' αδύνατο να τον παραχωρήσω. Κατάλαβέ το, πως ένα τέτοιο πράγμα θα ήταν τρομερό από μέρους μου.

Θα μιλούσε πολλή ώρα ακόμη κατά τη φόρα που είχε πάρει, μα εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η πρώτη καμαριέρα.

- Τι τρέχει; - ρώτησε η κυρία.

- Ένας μουζίκος ήρθε και παρακάλεσε να ρωτήσω το Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς αν η συνέλευση πρέπει να τον περιμένει, είπε η καμαριέρα κι έριξε μια οργισμένη ματιά στον επιστάτη. («Τι σου είναι, και τούτος δω ο επιστάτης, στοχάστηκε, κατασύγχισε πάλι την κυρία και δε θα μ' αφήσει να ησυχάσω ίσαμε τις δυο η ώρα).

- Πήγαινε, λοιπόν, Γιεγκόρ, είπε η κυρία, και κάνε κείνο που είναι καλύτερο.

- Μάλιστα κυρία. (Απόφυγε πια ν' αναφέρει για το Ντουτλόβ). Και για τα λεφτά του περιβολάρη, ποιον ορίζει η αφεντιά σας να στείλω;

- Ο Πετρούσκα δε γύρισε ακόμα από την πολιτεία;

- Όχι.

- Μήπως θα μπορούσε να πάει ο Νικολάη;

- Ο μπαμπάς κείτεται με δυνατούς πόνους στη μέση, είπε η καμαριέρα.

- Μήπως ορίζεται να πεταχτώ εγώ αύριο; - ρώτησε ο επιστάτης.

- Όχι. Εσύ δεν πρέπει να λείψεις από εδώ, Γιεγκόρ. (Η κυρία απόμεινε για λίγο σκεφτική). Πόσα λεφτά είναι;

- Τετρακόσια εξήντα δύο ρούβλια.

- Στείλε τον Ποληκέη, είπε η κυρία, κοιτάζοντας αποφασιστικά τον επιστάτη κατά πρόσωπο.

Ο επιστάτης δίχως ν' ανοίξει το στόμα, τέντωσε τα χείλη σάμπως να χαμογελούσε και διατήρησε την απάθεια στη μορφή.

- Μάλιστα, κυρία.

- Να μου τον στείλεις εδώ.

- Μάλιστα, κυρία, κι ο επιστάτης τράβηξε για το γραφείο.


I. Ο Ποληκούσκα I. Polikuska I. Polikuska

- Ορισμός σας κυρία! Μονάχα, πως όσο για τους Ντουτλόβ, είναι κρίμα, Όλοι τους είναι ένας κι ένας. Καλά παιδιά. Όμως σαν δεν παραχωρήσουμε μακάρι έναν από τους δούλους της αφεντιάς σας, δε γλιτώνουν, έλεγε ο επιστάτης. Αν και, από τώρα κιόλας, όλο το χωριό σ' αυτούς έχει σταματήσει. Πάλι, κατά πως θα ορίσει η αφεντιά σας κυρία!

Κι ο επιστάτης μετακίνησε τα χέρια του, έβαλε το δεξί πάνω στ' αριστερό, κρατώντας και τα δυο μπροστά στην κοιλιά του, έγειρε το κεφάλι του από την άλλη μεριά, τράβηξε προς τα μέσα τα λεπτά χείλη του, χαμήλωσε τα μάτια και σώπασε, με φανερή την πρόθεση ν' απομείνει σιωπηλός ώρα πολλή και ν' ακούει δίχως αντίρρηση, όλες κείνες τις ανοησίες, που θα του έλεγε πάνω σ' αυτό το ζήτημα η κυρία του.

Ο επιστάτης ήταν ένας από τους δουλοπάροικους τ' αρχοντικού και, φρεσκοξυρισμένος, φορώντας το μακρύ σουρτούκο του (κομμένο και ραμμένο στην ξέχωρη κείνη φόρμα που συνήθιζαν οι επιστάτες εκείνου του καιρού), στεκόταν μπροστά στη κυρία κάποιο βράδυ του φθινοπώρου, κάνοντας την εισήγησή του.

Η εισήγηση, κατά την αντίληψη της κυρίας, έγκειται στον ν' ακούσει τον απολογισμό για τις δουλειές που έγιναν και να δώσει διαταγές για εκείνες που έπρεπε να γίνουν. Κατά την αντίληψη όμως του επιστάτη, του Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς η εισήγηση ήταν μια τελετή, που στη διάρκειά της, αυτός ήταν υποχρεωμένος να στέκεται ορθός στη γωνία, με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τον καναπέ και ν' ακούει ατέλειωτες φλυαρίες, άσχετες ολότελα με τις τρέχουσες δουλειές, ίσαμε που με κάποιες παρατηρήσεις του με τρόπο ειπωμένες ν' αναγκάσει την κυρία να του πει βιαστικά και νευριασμένα: «Καλά, καλά, κάνε, όπως νομίζεις», παραδεχόμενη έτσι τη γνώμη του για όλα.

Κείνο το βράδυ το ζήτημα ήταν για τους κληρωτούς. Από το Πακρόβσκογιε, έπρεπε να δώσουν τρεις. Οι δυο ήταν, αναμφισβήτητα, ορισμένοι από την ίδια τη μοίρα, καθώς συνταίριαζαν οι οικογενειακές, οι ηθικές κι οι οικονομικές τους συνθήκες. Όσο γι' αυτούς δε χωρούσε κανένας δισταγμός και καμιά αμφισβήτηση μήτε από το μέρος της συνέλευσης του χωριού, μήτε από το μέρος της κυρίας, μήτε από το μέρος της κοινής γνώμης. Για τον τρίτο όμως το ζήτημα άλλαζε. Κανονικά θα έπρεπε να πάει στρατιώτης ένα από τα τρία παλικάρια της οικογένειας Ντουτλόβ. Μα ο επιστάτης είχε τη γνώμη πως θα ήταν προτιμότερο να δώσουν στη θέση του τον δουλοπάροικο Ποληκέη, που είχε κακιά φήμη γιατί συχνά-πυκνά τον είχαν πιάσει να κλέβει σακιά, χάμουρα και σανό.

Όμως η κυρία του τύχαινε κάπου-κάπου να χαϊδεύει τα κουρελιασμένα παιδιά του Ποληκέη και που προσπαθούσε με διάφορες νουθεσίες, παρμένες από το Ευαγγέλιο, να ξαναφέρει τον παραστρατημένο στον ίσιο δρόμο, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον στείλει στο στρατό. Και ταυτόχρονα δεν ήθελε και το κακό της οικογένειας Ντουτλόβ, που μήτε την ήξερε, μήτε την είχε δει ποτέ της. Αλλά δε μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό της κι ο επιστάτης δεν τολμούσε να της το πει καθαρά, πως αν δεν πήγαινε στο στρατό ο Ποληκέη, θα έπρεπε να πάει ο Ντουτλόβ. «Μα εγώ δε θέλω καθόλου το κακό των Ντουτλόβ» - τόνιζε με αίσθημα η κυρία. «Σαν δεν το θέλετε, τότε μετρήστε τριακόσια ρούβλια για την εξαγορά» - αυτός έπρεπε να της απαντήσει ο Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς. Μα η διπλωματία δεν του επέτρεπε να μιλήσει έτσι.

Και για τούτο, ο επιστάτης απόμεινε ήρεμα στην ορθοστασία του, και μάλιστα ακούμπησε ελαφρά στον τοίχο, διατηρώντας πάντα την έκφραση της δουλοπρέπειας στη μορφή και κάρφωσε το βλέμμα του προς το μέρος της κυρίας, κοιτάζοντας πως κουνιόνταν τα χείλη της, πως χοροπηδούσαν τα κορδελάκια του μπονέ της μαζί με τον ίσκιο της πάνω στον τοίχο, κάτω από το κάδρο που κρεμόταν εκεί δα. Και θεωρούσε ολότελα περιττό να εμβαθύνει στην έννοια που είχαν τα λεγόμενά της.

Η κυρία μιλούσε πολλή ώρα και έλεγε πάμπολλα. Ο επιστάτης ένιωσε τη σύσπαση κάποιου χασμουρητού να τον ενοχλεί, όμως με τρόπο τη μετάτρεψε σε βήχα, έκρυψε το πρόσωπό του με το χέρι και ξερόβηξε προσποιημένα.

Πριν από λίγο καιρό είχα δει με τα μάτια μου τον λόρδο Πάλμερστον να κάθεται με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από το καπέλο του όλη την ώρα που κάποιο μέλος της αντιπολίτευσης αγόρευε απειλώντας την Κυβέρνηση κι ύστερα να σηκώνεται ξαφνικά και με μια αγόρευση που κράτησε ολόκληρες τρεις ώρες ν' απαντάει σ' όλα τα σημεία του λόγου του αντίπαλού του. Το είδα και δεν απόρησα καθόλου, γιατί κάτι παρόμοιο είχα δει χίλιες φορές να συμβαίνει ανάμεσα στον Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς και την κυρία του. Δεν ξέρω αν φοβήθηκε μήπως τυχόν αποκοιμηθεί ορθός καθώς στεκόταν, ή αν του φάνηκε πως παρατράβηξε το σκοινί η κυρία, όμως κάποια στιγμή μετατόπισε το βάρος του κορμιού του από το αριστερό πόδι στο δεξί κι άρχισε μ' ένα ύφος γεμάτο διπλωματικό σεβασμό, όπως συνήθιζε πάντα να ξεκινάει:

- Ορισμός σας, κυρία, μονάχα,... μονάχα η συνέλευση τώρα βρίσκεται έξω από το γραφείο μου και πρέπει να παρθεί μια απόφαση. Το διάταγμα λέει πως πριν από την πρώτη του Οκτώβρη πρέπει να βρεθούν οι κληρωτοί στην πολιτεία. Κι απ' τους χωριανούς μας όλοι δείχνουν τους Ντουτλόβ κι ούτε που είναι άλλος κανένας κατάλληλος. Κι η συνέλευση δε νοιάζεται για τα συμφέροντα της αφεντιάς σας. Της είναι αδιάφορο αν έτσι καταστρέφεται αυτή η φαμελιά. Μα εγώ ξέρω πολύ καλά πόσο σκληρά έχουν δουλέψει όλοι τους. Όλον τον καιρό, από τότε που με διορίσατε επιστάτη, παλεύουν με τη φτώχια τους. Και τώρα ό,τι μεγάλωσε ο πιο μικρότερος ανιψιός του, να σου πάλι η συμφορά. Και εγώ, όπως δα το ξέρει η αφεντιά σας, νοιάζουμαι για τα δικά σας συμφέροντα πρώτα απ' όλα. Είναι κρίμα, κυρία. Μα πάλι, κατά πως η αφεντιά σας θα ορίσει. Μήτε συμπέθεροί μου είναι οι Ντουτλόβ μήτε αδέλφια μου, και μήτε είδα καμιά δεκάρα τους πότε...

- Μήτε φαντάστηκα κάτι τέτοιο πράγμα, Γιεγκόρ, τον διέκοψε η κυρία και ταυτόχρονα σκέφτηκε πως σίγουρα του είχαν βάλει αρκετά στο χέρι.

- ...Μονάχα πως σ' ολόκληρο το χωριό Πακρόβσκογιε, είναι η πιο νοικοκυρεμένη φαμελιά. Άνθρωποι θεοφοβούμενοι, δουλευτήδες. Ο γέρος τριάντα χρόνια τώρα είναι επίτροπος της εκκλησίας, πιοτό δεν ξέρει τι θα πει, ποτές του δεν ακούστηκε να βλαστημήσει, άνθρωπος χριστιανός σε όλα του (ο επιστάτης ήξερε το σφυγμό της κυρίας του). Και το κυριότερο που έχω να σας πω για δαύτον είναι πως γιους έχει δυο μονάχα, τ' άλλα παλικάρια της φαμελιάς είναι ανίψια του. Η συνέλευση δείχνει αυτόν, μα κανονικά θα έπρεπε να υπολογίσουν μονάχα τα δυο παλικάρια του. Πολλοί άλλοι χωριανοί μας, και με τρεις γιους ακόμα κατάφεραν να μείνουν απ' έξω και να 'ναι και εντάξει, μα τούτοι δω με τις τόσες καλοσύνες βρέθηκαν στο τέλος και μπερδεμένοι.

Σε τούτο το σημείο ήταν που η κυρία δεν καταλάβαινε τίποτα από τα λεγόμενα του επιστάτη - δεν καταλάβαινε τι σήμαινε «πως είχαν τρεις γιους» ή «πως έχουν δύο» κλπ., άκουγε μονάχα τους ήχους της ομιλίας και παρατηρούσε τα πάνινα κουμπιά του σουρτούκου του. Το πάνω, φαίνεται, πως το κούμπωνε σπάνια και για τούτο ήταν στέρεα ραμμένο, μα το μεσιανό είχε μισοξηλωθεί και κρεμόταν κι είχε ανάγκη να ξαναραφτεί. Όμως, όπως ξέρουμε όλοι, σε μια συνομιλία, σχετική μάλιστα με υποθέσεις, είναι ολότελα περιττό να καταλαβαίνετε εκείνα που σας λένε, παρά μονάχα πρέπει να έχετε το νου σας το τι θέλετε εσείς ο ίδιος να πείτε. Αυτό έκανε και η κυρία.

- Πώς δε θέλεις να το καταλάβεις, Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς; - είπε κάποια στιγμή. Δεν έχω καμιά διάθεση να πάει στρατιώτης ο Ντουτλόβ. Φαντάζομαι, πως απ' ό,τι με ξέρεις, μπορείς να κρίνεις, πως κάνω ό,τι μπορώ πάντα μονάχα για να βοηθώ τους χωρικούς μου και πως ποτές μου δε θέλω το κακό τους. Ξέρεις πως είμαι πρόθυμη να θυσιάσω το παν, φτάνει ν' απαλλαχτώ απ' αυτή τα θλιβερή ανάγκη και να μη στείλω στο στρατό μήτε το Ντουτλόβ, μήτε το Χαριούσκιν. (Δεν ξέρω αν πέρασε από το μυαλό του επιστάτη η σκέψη πως για ν' απαλλαχτεί η κυρία απ' αυτήν τη θλιβερή ανάγκη δεν υπήρχε λόγος να θυσιάσει το παν, κι έφτανε μονάχα να μετρήσει τριακόσια ρούβλια, όμως η σκέψη αυτή εύκολα μπορούσε να του έρθει). Ένα μονάχα σου λέω: πως με κανέναν τρόπο δε θα στείλω τον Ποληκέη. Όταν, ύστερα από κείνη την υπόθεση του ρολογιού μου τα ομολόγησε όλα ο ίδιος, κι έκλαιγε κι ορκιζόταν πως θα διορθωθεί, μίλησα πολλή ώρα μαζί του και πείστηκα πως είχε βαθιά συγκινηθεί και μετανόησε ειλικρινά.

(«Ου, τώρα πήρε τον κατήφορο και ποιος τη σταματάει!» - στοχάστηκε ο επιστάτης κι άρχισε να παρατηρεί το γλυκό που της είχαν σερβίρει μέσα σ' ένα ποτήρι για να εξακριβώσει αν ήταν πορτοκάλι ή λεμόνι, «θα πικροφέρνει πρέπει», συμπέρανε.)

Πέρασαν από τότε ολόκληροι εφτά μήνες κι ούτε μια φορά δε μέθυσε και φέρνεται πολύ καλά. Η γυναίκα του μου έλεγε τις προάλλες πως έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Και πώς θέλεις να τον τιμωρήσω τώρα που σωφρονίστηκε; Και δεν είναι απανθρωπιά να στείλω στο στρατό έναν άνθρωπο που έχει πέντε παιδιά να θρέψει; Α, όχι, καλύτερα μη μου ξαναμιλήσεις γι' αυτό το ζήτημα, Γιεγκόρ...

Κι η κυρία ρούφηξε μια γουλιά από το ποτήρι. Ο επιστάτης παρακολούθησε το κύλισμα του νερού στο λαρύγγι της κι ύστερα είπε κοφτά και ξερά:

- Που θα πει ορίζετε να στείλουμε το Ντουτλόβ.

Η κυρία χτύπησε τα χέρια της.

- Πώς δε μπορείς να με καταλάβεις; Θέλω τάχα εγώ το κακό του Ντουτλόβ; Έχω τάχα το παραμικρό εναντίον του; Μάρτυς μου ο Θεός πως είναι πρόθυμη να κάμω το παν γι' αυτούς. (Τα μάτια της στράφηκαν στο κάδρο που κρεμόταν στην άλλη γωνία, μα θυμήθηκε πως δεν ήταν εικόνισμα: «Ε, αδιάφορο, το ίδιο κάνει, δεν πρόκειται γι' αυτό», στοχάστηκε. Και πράγμα περίεργο, μήτε καν σκέφτηκε πάλι πως μπορούσε με τριακόσια ρούβλια να ξεμπλέξει). Μα τι θες να κάνω; Ξέρω τάχα τι και πώς; Αυτά εγώ δε μπορώ να τα ξέρω. Κάνε έτσι, που όλοι να μείνουν ευχαριστημένοι από το νόμο. Τι να γίνει; Δεν είναι μονάχα αυτοί. Σε όλους τυχαίνουν αναποδιές και δύσκολες στιγμές. Μονάχα τον Ποληκέη ειν' αδύνατο να τον παραχωρήσω. Κατάλαβέ το, πως ένα τέτοιο πράγμα θα ήταν τρομερό από μέρους μου.

Θα μιλούσε πολλή ώρα ακόμη κατά τη φόρα που είχε πάρει, μα εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η πρώτη καμαριέρα.

- Τι τρέχει; - ρώτησε η κυρία.

- Ένας μουζίκος ήρθε και παρακάλεσε να ρωτήσω το Γιεγκόρ Μιχάιλοβιτς αν η συνέλευση πρέπει να τον περιμένει, είπε η καμαριέρα κι έριξε μια οργισμένη ματιά στον επιστάτη. («Τι σου είναι, και τούτος δω ο επιστάτης, στοχάστηκε, κατασύγχισε πάλι την κυρία και δε θα μ' αφήσει να ησυχάσω ίσαμε τις δυο η ώρα).

- Πήγαινε, λοιπόν, Γιεγκόρ, είπε η κυρία, και κάνε κείνο που είναι καλύτερο.

- Μάλιστα κυρία. (Απόφυγε πια ν' αναφέρει για το Ντουτλόβ). Και για τα λεφτά του περιβολάρη, ποιον ορίζει η αφεντιά σας να στείλω;

- Ο Πετρούσκα δε γύρισε ακόμα από την πολιτεία;

- Όχι.

- Μήπως θα μπορούσε να πάει ο Νικολάη;

- Ο μπαμπάς κείτεται με δυνατούς πόνους στη μέση, είπε η καμαριέρα.

- Μήπως ορίζεται να πεταχτώ εγώ αύριο; - ρώτησε ο επιστάτης.

- Όχι. Εσύ δεν πρέπει να λείψεις από εδώ, Γιεγκόρ. (Η κυρία απόμεινε για λίγο σκεφτική). Πόσα λεφτά είναι;

- Τετρακόσια εξήντα δύο ρούβλια.

- Στείλε τον Ποληκέη, είπε η κυρία, κοιτάζοντας αποφασιστικά τον επιστάτη κατά πρόσωπο.

Ο επιστάτης δίχως ν' ανοίξει το στόμα, τέντωσε τα χείλη σάμπως να χαμογελούσε και διατήρησε την απάθεια στη μορφή.

- Μάλιστα, κυρία.

- Να μου τον στείλεις εδώ.

- Μάλιστα, κυρία, κι ο επιστάτης τράβηξε για το γραφείο.