×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (3)

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (3)

- Η άλλη είναι κλειστή.

- Όχι, ξεφώνισα, ψέματα, δεν είναι κλειστή.

- Τότε, εσείς το ξέρετε καλύτερα.

- Ένα πράμα ξέρω καλά, πως λέτε ψέματα.

Ο θυρωρός έκανε να γυρίσει από την άλλη μεριά.

- Ε, ας μη μιλάμε τώρα, μουρμούρισε.

- Όχι «ας μη μιλάμε τώρα», ξεφώνισα πάλι, παρά να μας περάστε αμέσως στην άλλη σάλα!

Και χωρίς να δώσω προσοχή στις συμβουλές της λαντζέρισσας και στα παρακάλια του τραγουδιστή να το διαλύσουμε, απαίτησα να δω το βοηθό του maitre d'hôtel και ζήτησα απ' αυτόν να μας περάσει στην άλλη σάλα. Η φωνή μου φανέρωνε τόση οργή και το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν τόσο ταραγμένο, που αυτός δίχως συζήτηση παρά με μια περιφρονητική ευγένεια μου απάντησε πως μπορώ να πάω να καθίσω όπου θέλω. Στο θυρωρό δε μπόρεσα ν' αποδείξω το ψέμα του γιατί εξαφανίστηκε προτού περάσω στη σάλα. Η σάλα ήτανε πραγματικά ανοιχτή, φωτισμένη και σ' ένα από τα τραπέζια της καθόταν και δειπνούσαν ένας Εγγλέζος με μια κυρία. Παρότι μας έδειξαν κάποιο ιδιαίτερο τραπεζάκι, εγώ με τον κακοντυμένο τραγουδιστή πήγα και κάθισα κοντά στον Εγγλέζο και διέταξα να μας φέρουν εκεί τη μισοπιωμένη σαμπάνια μας.

Οι Εγγλέζοι κοίταξαν στην αρχή με απορία κι ύστερα με κακία τον ανθρωπάκο που μισοπεθαμένος από τη σαστιμάρα του καθόταν δίπλα μου. Κάτι είπαν αναμεταξύ τους, μετά η κυρία απόσπρωξε το πιάτο της, σηκώθηκε και σέρνοντας το μεταξωτό φόρεμά της εξαφανίστηκε με τον άντρα της. Από τη τζαμόπορτα είδα τον Εγγλέζο να λέει κάτι με θυμό στο γκαρσόνι και να του δείχνει κατά το μέρος μας. Το γκαρσόνι έσκυψε και κοίταξε. Περίμενα με χαρά πως θα έρχονταν να μας βγάλουν έξω κι έτσι θα μπορούσα επιτέλους να ξεθυμάνω για καλά. Ευτυχώς όμως, μ' όλο που αυτό με δυσαρέστησε, μας άφησαν στην ησυχία μας.

Ο τραγουδιστής που πρωτύτερα έπινε με το ζόρι, τώρα βιαζόταν ν' αδειάσει τη μποτίλια μόνο και μόνο για να ξεμπερδέψει μια ώρα αρχύτερα από δω μέσα. Ωστόσο μ' ευχαρίστησε θερμά όπως μου φάνηκε, για το τραταμέντο. Τα υγρά μάτια του δάκρυσαν και γυάλισαν ακόμα πιο πολύ και μου είπε την πιο παράξενη και την πιο μπερδεμένη φράση για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Όσο να 'ναι η φράση αυτή που εννοούσε πως αν όλοι εκτιμούσαν τους καλλιτέχνες, σαν και μένα θα ήταν πάρα πολύ ευχάριστο γι' αυτόν και μου ευχόταν κάθε δυνατή ευτυχία, η φράση λέγω αυτή, μ' ευχαρίστησε πολύ.

Βγήκα μαζί του στην είσοδο. Εκεί πέρα στέκονταν τα γκαρσόνια κι ο εχθρός μου ο θυρωρός, που φαίνεται πως έλεγε σ' αυτά τα παράπονά του για μένα. Και, θαρρώ, πως όλοι τους με βλέπανε σαν ένα τρελό. Όταν ο ανθρωπάκος έφτασε κοντά σε κείνη την ομήγυρη σταμάτησα και με το μεγαλύτερο σεβασμό και τη βαθύτερη εκτίμηση που θα μπορούσα να φανερώσω με την όλη στάση και το ύφος μου, έβγαλα το καπέλο μου και του έσφιξα το χέρι με το απονεκρωμένο δάχτυλο. Τα γκαρσόνια καμώθηκαν πως δε μου έδιναν την παραμικρότερη προσοχή. Μονάχα ένας απ' όλους γέλασε σαρδόνια.

Όταν ο τραγουδιστής μ' αποχαιρέτισε και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι του δρόμου, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου θέλοντας με τον ύπνο να ηρεμήσω και να ξεχάσω όλες αυτές τις εντυπώσεις και την ανόητη παιδιάστικη οργή μου, που τόσο απροσδόκητα με κυρίεψε. Όμως νιώθοντας πως ήμουν υπερβολικά ταραγμένος για να μπορέσω να κοιμηθώ, ξαναβγήκα στο δρόμο, με την πρόθεση να κάνω βόλτες, ώσπου να μου περάσει η ταραχή και, δεν το κρύβω, εκτός απ' αυτό, με την ακαθόριστη ελπίδα να βρω κάποια ευκαιρία για να τσακωθώ με το θυρωρό, με ένα γκαρσόνι ή με το Εγγλέζο και να τους αποδείξω όλη τους την ανθρωπιά και, το κυριότερο, πόσο άδικο είχαν. Μα εκτός από το θυρωρό, που μόλις με είδε, μου γύρισε την πλάτη, δεν αντάμωσα κανέναν άλλον, κι έτσι κατάμονος έκανα τις βόλτες μου στην προκυμαία.

«Να την ποια είναι η παράξενη μοίρα της ποίησης, σκεφτόμουν κάπως πιο ήρεμα. Όλοι τη λατρεύουν, την αποζητάνε, αυτήν μονάχα επιθυμούν. Και ψάχνουν να τη βρούνε στη ζωή κι ωστόσο κανένας δεν αναγνωρίζει τη δύναμη της, κανένας δεν εκτιμάει όσο πρέπει αυτό, το καλύτερο αγαθό του κόσμου, δεν εκτιμάει και δεν ευγνωμονεί εκείνους που το προσφέρουν στους συνανθρώπους τους. Ρωτήστε όποιον θέλετε απ' όλους αυτούς που κατοικούν στο Σβέιτσεργοφ, ποιο είναι το μεγαλύτερο αγαθό στον κόσμο; Κι όλοι τους ή οι ενενήντα εννιά στους εκατό, θα σας αποκριθούν μ' ένα σαρδόνιο ύφος, πως το μεγαλύτερο αγαθό είναι τα λεφτά.

"Μπορεί να μη σας αρέσει αυτή η σκέψη και να μην ταιριάζει με τις ανώτερες ιδέες τις δικές σας, θα σας πουν, μα τι να γίνει αφού η ζωή των ανθρώπων είναι έτσι φτιαγμένη που μονάχα τα λεφτά να την κάνουν ευτυχισμένη. Και δε μπορώ ν' απαγορέψω στο μυαλό μου να βλέπει τον κόσμο -θα προσθέσουν- τέτοιο που είναι, να βλέπει δηλαδή την αλήθεια".

Αξιοθρήνητο και το μυαλό σας κι η ευτυχία που ποθείτε. Και εσείς δεν είσαστε παρά όντα δυστυχισμένα που κι οι ίδιοι δεν ξέρετε τι σας χρειάζεται... Για ποιο λόγο όλοι σας παρατήσατε την πατρίδα σας, τους δικούς σας, τις δουλειές σας και τις οικονομικές επιχειρήσεις σας και κουβαληθήκατε σε τούτη τη μικρή ελβετική πολιτεία, τη Λουκέρνη; Για ποιο λόγο όλοι σας συγκεντρωθήκατε το βραδινό στα μπαλκόνια και με σιωπηλό σεβασμό ακούγατε το τραγούδι του μικρού ζητιάνου; Κι αν αυτός ήθελε να τραγουδήσει ακόμα, θα εξακολουθούσατε και σεις να στέκεστε σιωπηλοί και να τον ακούτε. Τάχα τα λεφτά, τα εκατομμύρια, θα μπορούσαν να σας διώξουν από τη πατρίδα σας και να σας μαζέψουν σε τούτη τη μικρή γωνίτσα, τη Λουκέρνη; Τάχα τα λεφτά θα μπορούσαν να σας συγκεντρώσουν όλους στα μπαλκόνια και να σας αναγκάσουν μισή ώρα να στέκεστε ακίνητοι και σιωπηλοί; Όχι! Χίλιες φορές όχι! Ένα είναι εκείνο που σας αναγκάζει να ενεργείτε έτσι, κι αυτό θα σας παρακινεί πάντα εντονότερα απ' όλα τ' άλλα κίνητρα της ζωής: η ανάγκη της ποίησης, που δεν την ομολογείτε, μα την αισθανόσαστε και θα την αισθανόσαστε αιώνια, όσο απομένει μέσα σας κάτι το ανθρώπινο. Η λέξη «ποίηση» σας φαίνεται γελοία, τη μεταχειρίζεστε σαν κοροϊδευτικό μάλωμα, και την αγάπη της ποίησης την επιτρέπετε σαν κάτι που ταιριάζει μονάχα στα παιδιά και στα ανόητα δεσποινίδια, και πάλι κι αυτά τα κοροϊδεύετε. Για τον εαυτό σας αποζητάτε κάτι το θετικό.

Κι ωστόσο τα παιδάκια αντικρίζουν με γερό μάτι τη ζωή, αυτά αγαπούν και ξέρουν τι πρέπει ν' αγαπάει ο άνθρωπος και τι δίνει την ευτυχία, ενώ εσάς η ζωή τόσο σας έχει μπερδέψει, τόσο σας έχει διαφθείρει, που καταντήσατε να κοροϊδεύετε εκείνο ακριβώς που αγαπάτε, και κυνηγάτε να βρείτε εκείνο που μισείτε και που αυτό δημιουργεί τη δυστυχία σας.

Σαστίσατε σε τέτοιο βαθμό, που δεν αντιλαμβάνεστε την υποχρέωση που έχετε απέναντι στο φτωχό Τυρολέζο ο οποίος σας πρόσφερε μια αγνή απόλαυση και ταυτόχρονα θεωρείτε τον εαυτό σας υποχρεωμένο αφιλοκερδώς και δίχως κανένα κέρδος ή καμιά ευχαρίστηση να ταπεινώνεστε μπροστά σ' έναν λόρδο και να θυσιάζετε άσκοπα την ησυχία σας και το κέφι σας. Τι ανοησία, τι ανεξήγητος παραλογισμός!

Όμως δεν ήταν αυτό που μου έκανε την πιο έντονη εντύπωση απόψε. Αυτήν την άγνοια του τι είναι εκείνο που δίνει την ευτυχία, αυτήν την αναισθησία για κάποια ποιητική απόλαυση σχεδόν την καταλαβαίνω ή μάλλον την συνήθισα, γιατί συχνά την έχω συναντήσει στη ζωή. Και η χυδαία, η ασυναίσθητη απανθρωπιά του πλήθους επίσης δεν ήτανε κάτι καινούριο για μένα. Όσα κι αν θελήσουν να πούνε οι υποστηριχτές της αντίθετης γνώμης, για μένα ο όχλος, το πλήθος, είναι η συγκέντρωση ανθρώπων, που μπορεί να 'ναι καλοί, όμως συνταυτίζονται μονάχα με τη κτηνώδικη, τη σιχαμερή μεριά τους και δεν εκφράζει παρά την αδυναμία και τη σκληρότητα της ανθρώπινης φύσης.

Όμως πώς εσείς, παιδιά ενός ελεύθερου, ανθρωπισμένου λαού, χριστιανοί, άνθρωποι τέλος πάντων, πώς μπορέσατε, λέγω, στην αγνή απόλαυση που σας πρόσφερε ένας φτωχός συνάνθρωπος σας, ν' αποκριθείτε με τόση ψυχρότητα και κοροϊδεύοντας; Μα όχι, στην πατρίδα σας υπάρχουν άσυλα για τους ζητιάνους. Ζητιάνοι δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να υπάρχουν και δεν υπάρχει το συναίσθημα της συμπόνιας που πάνω σ' αυτό στηρίζεται η ζητιανιά.

Τούτος όμως ο τραγουδιστής κουράστηκε, σας διασκέδασε, σας παρακάλεσε κάτι να του δώσετε από το περίσσευμά σας για τον κόπο του που εκμεταλλευτήκατε. Μα σεις τον παρακολοθούσατε σαν περίεργο φαινόμενο, με το ψυχρό σας χαμόγελο, από τα λαμπρά σας διαμερίσματα κι απ' όλους εσάς, τους ευτυχισμένους, τους πάμπλουτους, δεν βρέθηκε ένας ή μια που να του ρίξει κάτι! Καταντροπιασμένος έφυγε από μπροστά σας και το ανόητο πλήθος, γελώντας τον παρακολούθησε και έβριζε όχι εσάς, μα αυτόν γιατί δειχθήκατε ψυχροί, απάνθρωποι και άτιμοι, γιατί του κλέψατε την απόλαυση που σας πρόσφερε αυτός.

«Στις 7 Ιουλίου 1857 στη Λουκέρνη μπροστά στο ξενοδοχείο Σβέιστεργοφ, που σ' αυτό έρχονται οι πλουσιότεροι του κόσμου, ένας πλανόδιος τραγουδιστής επί μισή ώρα τραγούδησε κι έπαιξε κιθάρα. Κάπου εκατό άνθρωποι τον άκουγαν. Ο τραγουδιστής τρεις φορές τους παρακάλεσε να του δώσουν κάτι. Μα κανένας δεν του έριξε ούτε μια πεντάρα και πολλοί τον κορόιδευαν».

Αυτό δεν είναι φανταστικό, μα ένα πραγματικό γεγονός που μπορεί όποιος θέλει να το εξακριβώσει από τους μόνιμους κατοίκους του Σβέιτσεργοφ, πληροφορούμενος από τις εφημερίδες ποιοι ήτανε οι ξένοι που έμεναν στο Σβέιτσεργοφ στις 7 Ιουλίου.

Ορίστε ένα γεγονός που οι ιστορικοί της εποχής μας οφείλουν να το σημειώσουν με πύρινα γράμματα. Αυτό το γεγονός είναι πολύ πιο σημαντικό και πολύ πιο σοβαρό κι έχει σημασία πολύ βαθύτερη απ' όλα κείνα που δημοσιεύουν οι εφημερίδες και που περιγράφουν οι ιστορίες. Πώς οι Εγγλέζοι σκότωσαν άλλους χίλιους Κινέζους γιατί δεν αγοράζουν τίποτα με λεφτά και το κράτους το δικό τους απορροφάει όλα τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, πώς οι Γάλλοι σκότωσαν άλλους χίλιους Αφρικανούς γιατί η Αφρική έχει εύφορες εκτάσεις και γιατί ο διαρκής πόλεμος συντελεί στην καλή εξάσκηση των στρατευμάτων, πως ο Τούρκος πρέσβης στην Νεάπολη δεν μπορεί να είναι Εβραίος και πως ο Αυτοκράτορας Ναπολέων σεργιανάει πεζός στις Plombieres και βεβαιώνει διά του τύπου τον λαό του πως βασιλεύει μονάχα σύμφωνα με τη θέληση του λαού - ολ' αυτά είναι λόγια που κρύβουν ή αποκαλύπτουν πράγματα γνωστά από καιρό. Μα το γεγονός που συνέβηκε στην Λουκέρνη στις 7 Ιουλίου, μου φαίνεται πως είναι εντελώς καινούριο και παράξενο κι έχει σχέση όχι με τις αιώνιες κακές όψεις της ανθρώπινης φύσης μα με ορισμένη εποχή της κοινωνικής εξέλιξης. Είναι γεγονός όχι για την ιστορία της προόδου και του πολιτισμού.

Για ποιο λόγο αυτό το απάνθρωπο γεγονός, που είναι αδύνατο να συμβεί σ' ένα οποιοδήποτε χωριό της Γερμανίας, της Γαλλίας ή της Ιταλίας, μπορεί να συμβαίνει εδώ πέρα, που ο πολιτισμός, η ελευθερία κι η ισότητα έχουν αναχθεί στον υπέρτατο βαθμό και συγκεντρώνονται σαν περιηγητές οι πιο πολιτισμένοι άνθρωποι των πιο πολιτισμένων χωρών; Γιατί αυτοί οι εξελιγμένοι, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, που δείχνονται τόσο ανεξάρτητοι για το κάθε κοινό, τίμιο και φιλανθρωπικό έργο, δεν έχουν κείνο το ανθρώπινο συναίσθημα που πηγάζει από την καρδιά για μια προσωπική αγαθή πράξη; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που νοιάζονται με τόσο ένθερμο ζήλο στα Κοινοβούλιά τους και στις συγκεντρώσεις τους για την κατάσταση των άγαμων Κινέζων στις Ινδίες, για η διάδοση του χριστιανισμού και της μόρφωσης στην Αφρική, για τη συγκρότηση κάποιου συνασπισμού που να φτιάξει ριζικά την ανθρωπότητα ολόκληρη, δε βρίσκουν μέσα στην ψυχή τους το απλό, το πρωτόγονο συναίσθημα του ανθρώπου για τον όμοιό του;

Να μην υπάρχει τάχα το συναίσθημα αυτό και να πήρε τη θέση του η ματαιοδοξία, η φιλοδοξία κι ο κορεσμός που τους καθοδηγούν στα Κοινοβούλιά τους, στις συγκεντρώσεις τους και στις συναναστροφές τους; Η διάδοση τάχα αυτού του λογικού, του εγωιστικού συνδέσμου ανθρώπων που τον αποκαλούν πολιτισμό, καταστρέφει τάχα την ανάγκη του ενστικτώδικου συνδέσμου που πηγάζει από την αγάπη κι είναι τάχα ενάντιός τους; Κι αυτή είναι τάχα κείνη η ισότητα, που γι' αυτήν έχει χυθεί τόσο αθώο αίμα κι έχουν γίνει τόσα και τόσα εγκλήματα; Μπορούν τάχα κι οι λαοί, σαν τα παιδάκια, να 'ναι ευτυχισμένοι ακούγοντας μονάχα τη λέξη ισότης;

Ισότης μπροστά στο νόμο; Μα μήπως ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων κυλάει μέσα στην σφαίρα του νόμου; Το ένα της χιλιοστημόριο μονάχα υπόκειται στο νόμο κι η υπόλοιπη κυλάει έξω απ' αυτόν μέσα στη σφαίρα από τα ήθη και τις αντιλήψεις της κοινωνίας. Και μέσα στην κοινωνία ένας λακές είναι ντυμένος καλύτερα από έναν τραγουδιστή και τον βρίζει ατιμώρητα. Ο θυρωρός θεωρεί εμένα ανώτερό του και τον τραγουδιστή κατώτερο απ' αυτόν. Κι όταν έκανα παρέα μου τον τραγουδιστή, θεώρησε τον εαυτό του ίσον με μας κι έγινε θρασύς. Εγώ δείχθηκα απότομος στο θυρωρό και κείνος θεώρησε το εαυτό του κατώτερό μου. Το γκαρσόνι δείχθηκε θρασύς στον τραγουδιστή κι ο τραγουδιστής θεώρησε το εαυτό του κατώτερό του.

Κι είναι τάχα αυτό το κράτος, κείνο που ο κόσμος τ' αποκαλεί θετικά - ελεύθερο κράτος, όταν τα όργανά του πιάνουν και φυλακίζουν έναν πολίτη με μοναδικό λόγο πώς δίχως να ενοχλεί κανένα κάνει εκείνο που μπορεί, για να μην πεθάνει από την πείνα; Δυστυχισμένο, αξιοθρήνητο πλάσμα ο άνθρωπος με τις ανάγκες του για θετικές αποφάσεις, καθώς είναι ριγμένος μέσα σ' αυτόν τον απέραντο και αδιάκοπα κινούμενο ωκεανό από καλό και κακό, από γεγονότα, από υπολογισμούς και αντιθέσεις!

Αιώνες ολόκληρους παλεύουν οι άνθρωποι και μοχθούν για να συγκεντρώσουν σε μια μεριά κάθε τι καλό, και σ' άλλη κάθε τι μη καλό. Οι αιώνες περνάνε κι οπουδήποτε κι ο,τιδήποτε κι αν ρίξει το αντικειμενικό και χωρίς πάθος μυαλό πάνω στη ζυγαριά του καλού και του κακού, η ζυγαριά δεν ταλαντεύεται και στην κάθε της μεριά το βάρος του καλού και του κακού είναι το ίδιο. Να μπορούσε μονάχα ο άνθρωπος να μάθει να μην κατακρίνει και να μην σκέφτεται απότομα και θετικά και να μην δίνει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που του δόθηκαν μονάχα για να μείνουν αιώνια αναπάντητα! Να μπορούσε μονάχα να καταλάβει πως η κάθε του σκέψη είναι και ψεύτικη και ταυτόχρονα σωστή! Ψεύτικη για το μονόπλευρό της, για την αδυναμία του ανθρώπου να αγκαλιάσει ολόκληρη την αλήθεια και σωστή όσο για την έκφραση μιας όψης των ανθρωπίνων τάσεων.

Φτιάξανε υποδιαιρέσεις μέσα σ' αυτό το αιώνια κινούμενο, το απέραντο, το απέραντα μπερδεμένο χάος του καλού και του κακού, χάραξαν φανταστικές γραμμές πάνω σ' αυτήν τη θάλασσα και περιμένουν πως η θάλασσα θα χωριστεί κιόλας. Σάμπως να μην υπάρχουν εκατομμύρια άλλες υποδιαιρέσεις από εντελώς άλλη άποψη και σ' άλλο επίπεδο. Ειν' αλήθεια πως η επεξεργασία των υποδιαιρέσεων αυτών διεξάγεται επί αιώνες ολόκληρους, μα και αιώνες πέρασαν και θα περάσουν εκατομμύρια.

Ο πολιτισμός είναι καλό, η βαρβαρότητα κακό, η ελευθερία είναι καλό, η σκλαβιά κακό. Να, αυτή ακριβώς η γνώση που φανταζόμαστε πως κατέχουνε είναι που καταστρέφει τις ενστικτώδικες, τις αγνότερες, τις πρωτόγονες ανάγκες του καλού μέσα στην ανθρώπινη φύση.

Και ποιος θα μου προσδιορίσει ξεκάθαρα τι είναι η ελευθερία, τι είναι ο δεσποτισμός, τι είναι ο πολιτισμός, τι είναι η βαρβαρότητα; Και πού είναι τα όρια του ενός και του άλλου; Ποιος ειν' εκείνος που κατέχει μέσα στην ψυχή του τόσο ακλόνητα το μέτρο του καλού και του κακού, ώστε να μπορέσει να μετρήσει μ' αυτό τα τρέχοντα μπερδεμένα γεγονότα; Ποιος έχει τόσο μεγάλο μυαλό, ώστε τουλάχιστον μέσα στο ακίνητο παρελθόν ν' αγκαλιάσει όλα τα γεγονότα και να τα ζυγίσει; Και ποιος είδε μια κατάσταση που να μην περιέχει το καλό και το κακό ταυτόχρονα; Και πώς μπορώ να ξέρω εγώ πως βλέπω παραπάνω τον ένα απ' το άλλο, όχι γιατί δε στέκομαι στη θέση που πρέπει; Και ποιος μπορεί τόσο απόλυτα ν' αποσπαστεί νοερά, έστω και για μια φευγαλέα στιγμή από τη ζωή, ώστε να την ατενίσει από ψηλά πλέον ανεξάρτητα;

Ένα, μονάχα ένα, έχουμε αλάθητο κυβερνήτη το παγκόσμιο πνεύμα, που μας διαπερνάει όλους μαζί και τον καθένα σα χωριστή μονάδα και εμπνέει στον καθένα την τάση για κείνο που πρέπει, κείνο το ίδιο πνεύμα που προστάζει το δέντρο να μεγαλώνει προς τον ήλιο, που προστάζει τα λουλούδια να πετάνε τους σπόρους τους το φθινόπωρο και μας να σφιγγόμαστε ασυναίσθητα ο ένας πάνω στον άλλο. Κι αυτή η μόνη αλάθητη κι ευλογημένη φωνή, καταπνίγει όλη τη θορυβώδικη και βιαστική εξέλιξη του πολιτισμού.

Ποιος είναι πιότερο άνθρωπος και ποιος πιότερο βάρβαρος; Κείνος τάχα ο λόρδος, που άμα είδε τα τριμμένα ρούχα του τραγουδιστή έφυγε μανιασμένος από το τραπέζι, που δεν του έδωσε για τον κόπο του μήτε ένα εκατοστημόριο της περιουσίας του και τώρα χορτάτος, κάθεται σ' ένα ολόφωτο και πολυτελέστατο δωμάτιο και συζητεί ατάραχα για την υπόθεση της Κίνας, βρίσκοντας πολύ δίκαιους τους σκοτωμούς που γίνονται εκεί πέρα, ο μικρόσωμος τραγουδιστής, που με κίνδυνο να φυλακιστεί μ' ένα φράγκο στη τσέπη του, κάπου είκοσι χρόνια τώρα, δίχως να βλάψει κανένα, γυρίζει βουνά και κάμπους, διασκεδάζοντας τον κόσμο με το τραγούδι του και τον περιφρόνησαν, μόνο που δεν τον έβγαλαν έξω με τις κλωτσιές, και κουρασμένος, πεινασμένος, καταντροπιασμένος, πήγε να ξαπλώσει για ύπνο κάπου πάνω σε τίποτα σαπισμένα άχυρα; Κείνη τη στιγμή, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας άκουσα μακριά, μακριά από την πολιτεία, την κιθάρα του μικρόσωμου Τυρολέζου και το τραγούδι του.

Όχι, είπα μέσα μου άθελά μου, δεν έχεις το δικαίωμα να λυπάσαι αυτόν και να εξοργίζεσαι για την ευδαιμονία του λόρδου. Ποιος ζύγισε την εσωτερική ευτυχία που φωλιάζει μέσα στην ψυχή του καθενός από τους ανθρώπους αυτούς; Να τώρα ο Τυρολέζος κάθεται, πάνω σ' ένα βρόμικο κατώφλι, κοιτάζει τον λαμπερό φεγγαροφώτιστο ουρανό και τραγουδάει χαρούμενα μέσα σ' αυτή τη σιγαλιά της γεμάτης αρώματα νύχτας και στην ψυχή του δεν υπάρχει μήτε παράπονο, μήτε οργή, μήτε μεταμέλεια.

Και ποιος ξέρει τι γίνεται τώρα μέσα στην ψυχή όλων αυτών των ανθρώπων πίσω απ' αυτούς τους αρχοντικούς, ψηλούς τοίχους. Ποιος ξέρει, έχουν τάχα μέσα τους τόση ξέγνοιαστη, απλή χαρά της ζωής και αρμονία με τον κόσμο, όση βρίσκεται μέσα στη ψυχή αυτού του ανθρωπάκου; Είναι απέραντη η αγαθότητα κι η σοφία κείνου που επέτρεψε και διέταξε να υπάρχουν όλες αυτές οι αντιθέσεις. Μονάχα σε σένα, το ασήμαντο σκουλήκι, που με το θράσος κι ολότελα παράνομα επιχειρείς να εισχωρήσεις στους νόμους του, στις προθέσεις του, μονάχα σε σένα φαίνονται σαν αντιθέσεις. Κείνος με ηρεμία ατενίζει από τα απέραντα φωτεινά ύψη του και χαίρεται την ασύλληπτη αρμονία, που μέσα σ' αυτήν όλοι σας αντίθετα και αδιάκοπα κινείστε. Φαντάστηκες μέσα στην περηφάνια σου ν' αποσπαστείς από τους νόμους του γενικού. Μα όχι. Και συ με τη μικρή και αθλιούτσικη οργή σου για τα γκαρσόνια και συ, το ίδιο ανταποκρίθηκες στην αρμονική ανάγκη του αιώνιου και του απέραντου...


Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (3) De las notas del príncipe D. Nehliutov (3)

- Η άλλη είναι κλειστή.

- Όχι, ξεφώνισα, ψέματα, δεν είναι κλειστή.

- Τότε, εσείς το ξέρετε καλύτερα.

- Ένα πράμα ξέρω καλά, πως λέτε ψέματα.

Ο θυρωρός έκανε να γυρίσει από την άλλη μεριά.

- Ε, ας μη μιλάμε τώρα, μουρμούρισε.

- Όχι «ας μη μιλάμε τώρα», ξεφώνισα πάλι, παρά να μας περάστε αμέσως στην άλλη σάλα!

Και χωρίς να δώσω προσοχή στις συμβουλές της λαντζέρισσας και στα παρακάλια του τραγουδιστή να το διαλύσουμε, απαίτησα να δω το βοηθό του maitre d'hôtel και ζήτησα απ' αυτόν να μας περάσει στην άλλη σάλα. Η φωνή μου φανέρωνε τόση οργή και το πρόσωπό μου πρέπει να ήταν τόσο ταραγμένο, που αυτός δίχως συζήτηση παρά με μια περιφρονητική ευγένεια μου απάντησε πως μπορώ να πάω να καθίσω όπου θέλω. Στο θυρωρό δε μπόρεσα ν' αποδείξω το ψέμα του γιατί εξαφανίστηκε προτού περάσω στη σάλα. Η σάλα ήτανε πραγματικά ανοιχτή, φωτισμένη και σ' ένα από τα τραπέζια της καθόταν και δειπνούσαν ένας Εγγλέζος με μια κυρία. Παρότι μας έδειξαν κάποιο ιδιαίτερο τραπεζάκι, εγώ με τον κακοντυμένο τραγουδιστή πήγα και κάθισα κοντά στον Εγγλέζο και διέταξα να μας φέρουν εκεί τη μισοπιωμένη σαμπάνια μας.

Οι Εγγλέζοι κοίταξαν στην αρχή με απορία κι ύστερα με κακία τον ανθρωπάκο που μισοπεθαμένος από τη σαστιμάρα του καθόταν δίπλα μου. Κάτι είπαν αναμεταξύ τους, μετά η κυρία απόσπρωξε το πιάτο της, σηκώθηκε και σέρνοντας το μεταξωτό φόρεμά της εξαφανίστηκε με τον άντρα της. Από τη τζαμόπορτα είδα τον Εγγλέζο να λέει κάτι με θυμό στο γκαρσόνι και να του δείχνει κατά το μέρος μας. Το γκαρσόνι έσκυψε και κοίταξε. Περίμενα με χαρά πως θα έρχονταν να μας βγάλουν έξω κι έτσι θα μπορούσα επιτέλους να ξεθυμάνω για καλά. Ευτυχώς όμως, μ' όλο που αυτό με δυσαρέστησε, μας άφησαν στην ησυχία μας.

Ο τραγουδιστής που πρωτύτερα έπινε με το ζόρι, τώρα βιαζόταν ν' αδειάσει τη μποτίλια μόνο και μόνο για να ξεμπερδέψει μια ώρα αρχύτερα από δω μέσα. Ωστόσο μ' ευχαρίστησε θερμά όπως μου φάνηκε, για το τραταμέντο. Τα υγρά μάτια του δάκρυσαν και γυάλισαν ακόμα πιο πολύ και μου είπε την πιο παράξενη και την πιο μπερδεμένη φράση για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Όσο να 'ναι η φράση αυτή που εννοούσε πως αν όλοι εκτιμούσαν τους καλλιτέχνες, σαν και μένα θα ήταν πάρα πολύ ευχάριστο γι' αυτόν και μου ευχόταν κάθε δυνατή ευτυχία, η φράση λέγω αυτή, μ' ευχαρίστησε πολύ.

Βγήκα μαζί του στην είσοδο. Εκεί πέρα στέκονταν τα γκαρσόνια κι ο εχθρός μου ο θυρωρός, που φαίνεται πως έλεγε σ' αυτά τα παράπονά του για μένα. Και, θαρρώ, πως όλοι τους με βλέπανε σαν ένα τρελό. Όταν ο ανθρωπάκος έφτασε κοντά σε κείνη την ομήγυρη σταμάτησα και με το μεγαλύτερο σεβασμό και τη βαθύτερη εκτίμηση που θα μπορούσα να φανερώσω με την όλη στάση και το ύφος μου, έβγαλα το καπέλο μου και του έσφιξα το χέρι με το απονεκρωμένο δάχτυλο. Τα γκαρσόνια καμώθηκαν πως δε μου έδιναν την παραμικρότερη προσοχή. Μονάχα ένας απ' όλους γέλασε σαρδόνια.

Όταν ο τραγουδιστής μ' αποχαιρέτισε και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι του δρόμου, αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου θέλοντας με τον ύπνο να ηρεμήσω και να ξεχάσω όλες αυτές τις εντυπώσεις και την ανόητη παιδιάστικη οργή μου, που τόσο απροσδόκητα με κυρίεψε. Όμως νιώθοντας πως ήμουν υπερβολικά ταραγμένος για να μπορέσω να κοιμηθώ, ξαναβγήκα στο δρόμο, με την πρόθεση να κάνω βόλτες, ώσπου να μου περάσει η ταραχή και, δεν το κρύβω, εκτός απ' αυτό, με την ακαθόριστη ελπίδα να βρω κάποια ευκαιρία για να τσακωθώ με το θυρωρό, με ένα γκαρσόνι ή με το Εγγλέζο και να τους αποδείξω όλη τους την ανθρωπιά και, το κυριότερο, πόσο άδικο είχαν. Μα εκτός από το θυρωρό, που μόλις με είδε, μου γύρισε την πλάτη, δεν αντάμωσα κανέναν άλλον, κι έτσι κατάμονος έκανα τις βόλτες μου στην προκυμαία.

«Να την ποια είναι η παράξενη μοίρα της ποίησης, σκεφτόμουν κάπως πιο ήρεμα. Όλοι τη λατρεύουν, την αποζητάνε, αυτήν μονάχα επιθυμούν. Και ψάχνουν να τη βρούνε στη ζωή κι ωστόσο κανένας δεν αναγνωρίζει τη δύναμη της, κανένας δεν εκτιμάει όσο πρέπει αυτό, το καλύτερο αγαθό του κόσμου, δεν εκτιμάει και δεν ευγνωμονεί εκείνους που το προσφέρουν στους συνανθρώπους τους. Ρωτήστε όποιον θέλετε απ' όλους αυτούς που κατοικούν στο Σβέιτσεργοφ, ποιο είναι το μεγαλύτερο αγαθό στον κόσμο; Κι όλοι τους ή οι ενενήντα εννιά στους εκατό, θα σας αποκριθούν μ' ένα σαρδόνιο ύφος, πως το μεγαλύτερο αγαθό είναι τα λεφτά.

"Μπορεί να μη σας αρέσει αυτή η σκέψη και να μην ταιριάζει με τις ανώτερες ιδέες τις δικές σας, θα σας πουν, μα τι να γίνει αφού η ζωή των ανθρώπων είναι έτσι φτιαγμένη που μονάχα τα λεφτά να την κάνουν ευτυχισμένη. Και δε μπορώ ν' απαγορέψω στο μυαλό μου να βλέπει τον κόσμο -θα προσθέσουν- τέτοιο που είναι, να βλέπει δηλαδή την αλήθεια".

Αξιοθρήνητο και το μυαλό σας κι η ευτυχία που ποθείτε. Και εσείς δεν είσαστε παρά όντα δυστυχισμένα που κι οι ίδιοι δεν ξέρετε τι σας χρειάζεται... Για ποιο λόγο όλοι σας παρατήσατε την πατρίδα σας, τους δικούς σας, τις δουλειές σας και τις οικονομικές επιχειρήσεις σας και κουβαληθήκατε σε τούτη τη μικρή ελβετική πολιτεία, τη Λουκέρνη; Για ποιο λόγο όλοι σας συγκεντρωθήκατε το βραδινό στα μπαλκόνια και με σιωπηλό σεβασμό ακούγατε το τραγούδι του μικρού ζητιάνου; Κι αν αυτός ήθελε να τραγουδήσει ακόμα, θα εξακολουθούσατε και σεις να στέκεστε σιωπηλοί και να τον ακούτε. Τάχα τα λεφτά, τα εκατομμύρια, θα μπορούσαν να σας διώξουν από τη πατρίδα σας και να σας μαζέψουν σε τούτη τη μικρή γωνίτσα, τη Λουκέρνη; Τάχα τα λεφτά θα μπορούσαν να σας συγκεντρώσουν όλους στα μπαλκόνια και να σας αναγκάσουν μισή ώρα να στέκεστε ακίνητοι και σιωπηλοί; Όχι! Χίλιες φορές όχι! Ένα είναι εκείνο που σας αναγκάζει να ενεργείτε έτσι, κι αυτό θα σας παρακινεί πάντα εντονότερα απ' όλα τ' άλλα κίνητρα της ζωής: η ανάγκη της ποίησης, που δεν την ομολογείτε, μα την αισθανόσαστε και θα την αισθανόσαστε αιώνια, όσο απομένει μέσα σας κάτι το ανθρώπινο. Η λέξη «ποίηση» σας φαίνεται γελοία, τη μεταχειρίζεστε σαν κοροϊδευτικό μάλωμα, και την αγάπη της ποίησης την επιτρέπετε σαν κάτι που ταιριάζει μονάχα στα παιδιά και στα ανόητα δεσποινίδια, και πάλι κι αυτά τα κοροϊδεύετε. Για τον εαυτό σας αποζητάτε κάτι το θετικό.

Κι ωστόσο τα παιδάκια αντικρίζουν με γερό μάτι τη ζωή, αυτά αγαπούν και ξέρουν τι πρέπει ν' αγαπάει ο άνθρωπος και τι δίνει την ευτυχία, ενώ εσάς η ζωή τόσο σας έχει μπερδέψει, τόσο σας έχει διαφθείρει, που καταντήσατε να κοροϊδεύετε εκείνο ακριβώς που αγαπάτε, και κυνηγάτε να βρείτε εκείνο που μισείτε και που αυτό δημιουργεί τη δυστυχία σας.

Σαστίσατε σε τέτοιο βαθμό, που δεν αντιλαμβάνεστε την υποχρέωση που έχετε απέναντι στο φτωχό Τυρολέζο ο οποίος σας πρόσφερε μια αγνή απόλαυση και ταυτόχρονα θεωρείτε τον εαυτό σας υποχρεωμένο αφιλοκερδώς και δίχως κανένα κέρδος ή καμιά ευχαρίστηση να ταπεινώνεστε μπροστά σ' έναν λόρδο και να θυσιάζετε άσκοπα την ησυχία σας και το κέφι σας. Τι ανοησία, τι ανεξήγητος παραλογισμός!

Όμως δεν ήταν αυτό που μου έκανε την πιο έντονη εντύπωση απόψε. Αυτήν την άγνοια του τι είναι εκείνο που δίνει την ευτυχία, αυτήν την αναισθησία για κάποια ποιητική απόλαυση σχεδόν την καταλαβαίνω ή μάλλον την συνήθισα, γιατί συχνά την έχω συναντήσει στη ζωή. Και η χυδαία, η ασυναίσθητη απανθρωπιά του πλήθους επίσης δεν ήτανε κάτι καινούριο για μένα. Όσα κι αν θελήσουν να πούνε οι υποστηριχτές της αντίθετης γνώμης, για μένα ο όχλος, το πλήθος, είναι η συγκέντρωση ανθρώπων, που μπορεί να 'ναι καλοί, όμως συνταυτίζονται μονάχα με τη κτηνώδικη, τη σιχαμερή μεριά τους και δεν εκφράζει παρά την αδυναμία και τη σκληρότητα της ανθρώπινης φύσης.

Όμως πώς εσείς, παιδιά ενός ελεύθερου, ανθρωπισμένου λαού, χριστιανοί, άνθρωποι τέλος πάντων, πώς μπορέσατε, λέγω, στην αγνή απόλαυση που σας πρόσφερε ένας φτωχός συνάνθρωπος σας, ν' αποκριθείτε με τόση ψυχρότητα και κοροϊδεύοντας; Μα όχι, στην πατρίδα σας υπάρχουν άσυλα για τους ζητιάνους. Ζητιάνοι δεν υπάρχουν, δεν πρέπει να υπάρχουν και δεν υπάρχει το συναίσθημα της συμπόνιας που πάνω σ' αυτό στηρίζεται η ζητιανιά.

Τούτος όμως ο τραγουδιστής κουράστηκε, σας διασκέδασε, σας παρακάλεσε κάτι να του δώσετε από το περίσσευμά σας για τον κόπο του που εκμεταλλευτήκατε. Μα σεις τον παρακολοθούσατε σαν περίεργο φαινόμενο, με το ψυχρό σας χαμόγελο, από τα λαμπρά σας διαμερίσματα κι απ' όλους εσάς, τους ευτυχισμένους, τους πάμπλουτους, δεν βρέθηκε ένας ή μια που να του ρίξει κάτι! Καταντροπιασμένος έφυγε από μπροστά σας και το ανόητο πλήθος, γελώντας τον παρακολούθησε και έβριζε όχι εσάς, μα αυτόν γιατί δειχθήκατε ψυχροί, απάνθρωποι και άτιμοι, γιατί του κλέψατε την απόλαυση που σας πρόσφερε αυτός.

«Στις 7 Ιουλίου 1857 στη Λουκέρνη μπροστά στο ξενοδοχείο Σβέιστεργοφ, που σ' αυτό έρχονται οι πλουσιότεροι του κόσμου, ένας πλανόδιος τραγουδιστής επί μισή ώρα τραγούδησε κι έπαιξε κιθάρα. Κάπου εκατό άνθρωποι τον άκουγαν. Ο τραγουδιστής τρεις φορές τους παρακάλεσε να του δώσουν κάτι. Μα κανένας δεν του έριξε ούτε μια πεντάρα και πολλοί τον κορόιδευαν».

Αυτό δεν είναι φανταστικό, μα ένα πραγματικό γεγονός που μπορεί όποιος θέλει να το εξακριβώσει από τους μόνιμους κατοίκους του Σβέιτσεργοφ, πληροφορούμενος από τις εφημερίδες ποιοι ήτανε οι ξένοι που έμεναν στο Σβέιτσεργοφ στις 7 Ιουλίου.

Ορίστε ένα γεγονός που οι ιστορικοί της εποχής μας οφείλουν να το σημειώσουν με πύρινα γράμματα. Αυτό το γεγονός είναι πολύ πιο σημαντικό και πολύ πιο σοβαρό κι έχει σημασία πολύ βαθύτερη απ' όλα κείνα που δημοσιεύουν οι εφημερίδες και που περιγράφουν οι ιστορίες. Πώς οι Εγγλέζοι σκότωσαν άλλους χίλιους Κινέζους γιατί δεν αγοράζουν τίποτα με λεφτά και το κράτους το δικό τους απορροφάει όλα τα χρυσά και αργυρά νομίσματα, πώς οι Γάλλοι σκότωσαν άλλους χίλιους Αφρικανούς γιατί η Αφρική έχει εύφορες εκτάσεις και γιατί ο διαρκής πόλεμος συντελεί στην καλή εξάσκηση των στρατευμάτων, πως ο Τούρκος πρέσβης στην Νεάπολη δεν μπορεί να είναι Εβραίος και πως ο Αυτοκράτορας Ναπολέων σεργιανάει πεζός στις Plombieres και βεβαιώνει διά του τύπου τον λαό του πως βασιλεύει μονάχα σύμφωνα με τη θέληση του λαού - ολ' αυτά είναι λόγια που κρύβουν ή αποκαλύπτουν πράγματα γνωστά από καιρό. Μα το γεγονός που συνέβηκε στην Λουκέρνη στις 7 Ιουλίου, μου φαίνεται πως είναι εντελώς καινούριο και παράξενο κι έχει σχέση όχι με τις αιώνιες κακές όψεις της ανθρώπινης φύσης μα με ορισμένη εποχή της κοινωνικής εξέλιξης. Είναι γεγονός όχι για την ιστορία της προόδου και του πολιτισμού.

Για ποιο λόγο αυτό το απάνθρωπο γεγονός, που είναι αδύνατο να συμβεί σ' ένα οποιοδήποτε χωριό της Γερμανίας, της Γαλλίας ή της Ιταλίας, μπορεί να συμβαίνει εδώ πέρα, που ο πολιτισμός, η ελευθερία κι η ισότητα έχουν αναχθεί στον υπέρτατο βαθμό και συγκεντρώνονται σαν περιηγητές οι πιο πολιτισμένοι άνθρωποι των πιο πολιτισμένων χωρών; Γιατί αυτοί οι εξελιγμένοι, οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, που δείχνονται τόσο ανεξάρτητοι για το κάθε κοινό, τίμιο και φιλανθρωπικό έργο, δεν έχουν κείνο το ανθρώπινο συναίσθημα που πηγάζει από την καρδιά για μια προσωπική αγαθή πράξη; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι που νοιάζονται με τόσο ένθερμο ζήλο στα Κοινοβούλιά τους και στις συγκεντρώσεις τους για την κατάσταση των άγαμων Κινέζων στις Ινδίες, για η διάδοση του χριστιανισμού και της μόρφωσης στην Αφρική, για τη συγκρότηση κάποιου συνασπισμού που να φτιάξει ριζικά την ανθρωπότητα ολόκληρη, δε βρίσκουν μέσα στην ψυχή τους το απλό, το πρωτόγονο συναίσθημα του ανθρώπου για τον όμοιό του;

Να μην υπάρχει τάχα το συναίσθημα αυτό και να πήρε τη θέση του η ματαιοδοξία, η φιλοδοξία κι ο κορεσμός που τους καθοδηγούν στα Κοινοβούλιά τους, στις συγκεντρώσεις τους και στις συναναστροφές τους; Η διάδοση τάχα αυτού του λογικού, του εγωιστικού συνδέσμου ανθρώπων που τον αποκαλούν πολιτισμό, καταστρέφει τάχα την ανάγκη του ενστικτώδικου συνδέσμου που πηγάζει από την αγάπη κι είναι τάχα ενάντιός τους; Κι αυτή είναι τάχα κείνη η ισότητα, που γι' αυτήν έχει χυθεί τόσο αθώο αίμα κι έχουν γίνει τόσα και τόσα εγκλήματα; Μπορούν τάχα κι οι λαοί, σαν τα παιδάκια, να 'ναι ευτυχισμένοι ακούγοντας μονάχα τη λέξη ισότης;

Ισότης μπροστά στο νόμο; Μα μήπως ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων κυλάει μέσα στην σφαίρα του νόμου; Το ένα της χιλιοστημόριο μονάχα υπόκειται στο νόμο κι η υπόλοιπη κυλάει έξω απ' αυτόν μέσα στη σφαίρα από τα ήθη και τις αντιλήψεις της κοινωνίας. Και μέσα στην κοινωνία ένας λακές είναι ντυμένος καλύτερα από έναν τραγουδιστή και τον βρίζει ατιμώρητα. Ο θυρωρός θεωρεί εμένα ανώτερό του και τον τραγουδιστή κατώτερο απ' αυτόν. Κι όταν έκανα παρέα μου τον τραγουδιστή, θεώρησε τον εαυτό του ίσον με μας κι έγινε θρασύς. Εγώ δείχθηκα απότομος στο θυρωρό και κείνος θεώρησε το εαυτό του κατώτερό μου. Το γκαρσόνι δείχθηκε θρασύς στον τραγουδιστή κι ο τραγουδιστής θεώρησε το εαυτό του κατώτερό του.

Κι είναι τάχα αυτό το κράτος, κείνο που ο κόσμος τ' αποκαλεί θετικά - ελεύθερο κράτος, όταν τα όργανά του πιάνουν και φυλακίζουν έναν πολίτη με μοναδικό λόγο πώς δίχως να ενοχλεί κανένα κάνει εκείνο που μπορεί, για να μην πεθάνει από την πείνα; Δυστυχισμένο, αξιοθρήνητο πλάσμα ο άνθρωπος με τις ανάγκες του για θετικές αποφάσεις, καθώς είναι ριγμένος μέσα σ' αυτόν τον απέραντο και αδιάκοπα κινούμενο ωκεανό από καλό και κακό, από γεγονότα, από υπολογισμούς και αντιθέσεις!

Αιώνες ολόκληρους παλεύουν οι άνθρωποι και μοχθούν για να συγκεντρώσουν σε μια μεριά κάθε τι καλό, και σ' άλλη κάθε τι μη καλό. Οι αιώνες περνάνε κι οπουδήποτε κι ο,τιδήποτε κι αν ρίξει το αντικειμενικό και χωρίς πάθος μυαλό πάνω στη ζυγαριά του καλού και του κακού, η ζυγαριά δεν ταλαντεύεται και στην κάθε της μεριά το βάρος του καλού και του κακού είναι το ίδιο. Να μπορούσε μονάχα ο άνθρωπος να μάθει να μην κατακρίνει και να μην σκέφτεται απότομα και θετικά και να μην δίνει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα που του δόθηκαν μονάχα για να μείνουν αιώνια αναπάντητα! Να μπορούσε μονάχα να καταλάβει πως η κάθε του σκέψη είναι και ψεύτικη και ταυτόχρονα σωστή! Ψεύτικη για το μονόπλευρό της, για την αδυναμία του ανθρώπου να αγκαλιάσει ολόκληρη την αλήθεια και σωστή όσο για την έκφραση μιας όψης των ανθρωπίνων τάσεων.

Φτιάξανε υποδιαιρέσεις μέσα σ' αυτό το αιώνια κινούμενο, το απέραντο, το απέραντα μπερδεμένο χάος του καλού και του κακού, χάραξαν φανταστικές γραμμές πάνω σ' αυτήν τη θάλασσα και περιμένουν πως η θάλασσα θα χωριστεί κιόλας. Σάμπως να μην υπάρχουν εκατομμύρια άλλες υποδιαιρέσεις από εντελώς άλλη άποψη και σ' άλλο επίπεδο. Ειν' αλήθεια πως η επεξεργασία των υποδιαιρέσεων αυτών διεξάγεται επί αιώνες ολόκληρους, μα και αιώνες πέρασαν και θα περάσουν εκατομμύρια.

Ο πολιτισμός είναι καλό, η βαρβαρότητα κακό, η ελευθερία είναι καλό, η σκλαβιά κακό. Να, αυτή ακριβώς η γνώση που φανταζόμαστε πως κατέχουνε είναι που καταστρέφει τις ενστικτώδικες, τις αγνότερες, τις πρωτόγονες ανάγκες του καλού μέσα στην ανθρώπινη φύση.

Και ποιος θα μου προσδιορίσει ξεκάθαρα τι είναι η ελευθερία, τι είναι ο δεσποτισμός, τι είναι ο πολιτισμός, τι είναι η βαρβαρότητα; Και πού είναι τα όρια του ενός και του άλλου; Ποιος ειν' εκείνος που κατέχει μέσα στην ψυχή του τόσο ακλόνητα το μέτρο του καλού και του κακού, ώστε να μπορέσει να μετρήσει μ' αυτό τα τρέχοντα μπερδεμένα γεγονότα; Ποιος έχει τόσο μεγάλο μυαλό, ώστε τουλάχιστον μέσα στο ακίνητο παρελθόν ν' αγκαλιάσει όλα τα γεγονότα και να τα ζυγίσει; Και ποιος είδε μια κατάσταση που να μην περιέχει το καλό και το κακό ταυτόχρονα; Και πώς μπορώ να ξέρω εγώ πως βλέπω παραπάνω τον ένα απ' το άλλο, όχι γιατί δε στέκομαι στη θέση που πρέπει; Και ποιος μπορεί τόσο απόλυτα ν' αποσπαστεί νοερά, έστω και για μια φευγαλέα στιγμή από τη ζωή, ώστε να την ατενίσει από ψηλά πλέον ανεξάρτητα;

Ένα, μονάχα ένα, έχουμε αλάθητο κυβερνήτη το παγκόσμιο πνεύμα, που μας διαπερνάει όλους μαζί και τον καθένα σα χωριστή μονάδα και εμπνέει στον καθένα την τάση για κείνο που πρέπει, κείνο το ίδιο πνεύμα που προστάζει το δέντρο να μεγαλώνει προς τον ήλιο, που προστάζει τα λουλούδια να πετάνε τους σπόρους τους το φθινόπωρο και μας να σφιγγόμαστε ασυναίσθητα ο ένας πάνω στον άλλο. Κι αυτή η μόνη αλάθητη κι ευλογημένη φωνή, καταπνίγει όλη τη θορυβώδικη και βιαστική εξέλιξη του πολιτισμού.

Ποιος είναι πιότερο άνθρωπος και ποιος πιότερο βάρβαρος; Κείνος τάχα ο λόρδος, που άμα είδε τα τριμμένα ρούχα του τραγουδιστή έφυγε μανιασμένος από το τραπέζι, που δεν του έδωσε για τον κόπο του μήτε ένα εκατοστημόριο της περιουσίας του και τώρα χορτάτος, κάθεται σ' ένα ολόφωτο και πολυτελέστατο δωμάτιο και συζητεί ατάραχα για την υπόθεση της Κίνας, βρίσκοντας πολύ δίκαιους τους σκοτωμούς που γίνονται εκεί πέρα, ο μικρόσωμος τραγουδιστής, που με κίνδυνο να φυλακιστεί μ' ένα φράγκο στη τσέπη του, κάπου είκοσι χρόνια τώρα, δίχως να βλάψει κανένα, γυρίζει βουνά και κάμπους, διασκεδάζοντας τον κόσμο με το τραγούδι του και τον περιφρόνησαν, μόνο που δεν τον έβγαλαν έξω με τις κλωτσιές, και κουρασμένος, πεινασμένος, καταντροπιασμένος, πήγε να ξαπλώσει για ύπνο κάπου πάνω σε τίποτα σαπισμένα άχυρα; Κείνη τη στιγμή, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας άκουσα μακριά, μακριά από την πολιτεία, την κιθάρα του μικρόσωμου Τυρολέζου και το τραγούδι του.

Όχι, είπα μέσα μου άθελά μου, δεν έχεις το δικαίωμα να λυπάσαι αυτόν και να εξοργίζεσαι για την ευδαιμονία του λόρδου. Ποιος ζύγισε την εσωτερική ευτυχία που φωλιάζει μέσα στην ψυχή του καθενός από τους ανθρώπους αυτούς; Να τώρα ο Τυρολέζος κάθεται, πάνω σ' ένα βρόμικο κατώφλι, κοιτάζει τον λαμπερό φεγγαροφώτιστο ουρανό και τραγουδάει χαρούμενα μέσα σ' αυτή τη σιγαλιά της γεμάτης αρώματα νύχτας και στην ψυχή του δεν υπάρχει μήτε παράπονο, μήτε οργή, μήτε μεταμέλεια.

Και ποιος ξέρει τι γίνεται τώρα μέσα στην ψυχή όλων αυτών των ανθρώπων πίσω απ' αυτούς τους αρχοντικούς, ψηλούς τοίχους. Ποιος ξέρει, έχουν τάχα μέσα τους τόση ξέγνοιαστη, απλή χαρά της ζωής και αρμονία με τον κόσμο, όση βρίσκεται μέσα στη ψυχή αυτού του ανθρωπάκου; Είναι απέραντη η αγαθότητα κι η σοφία κείνου που επέτρεψε και διέταξε να υπάρχουν όλες αυτές οι αντιθέσεις. Μονάχα σε σένα, το ασήμαντο σκουλήκι, που με το θράσος κι ολότελα παράνομα επιχειρείς να εισχωρήσεις στους νόμους του, στις προθέσεις του, μονάχα σε σένα φαίνονται σαν αντιθέσεις. Κείνος με ηρεμία ατενίζει από τα απέραντα φωτεινά ύψη του και χαίρεται την ασύλληπτη αρμονία, που μέσα σ' αυτήν όλοι σας αντίθετα και αδιάκοπα κινείστε. Φαντάστηκες μέσα στην περηφάνια σου ν' αποσπαστείς από τους νόμους του γενικού. Μα όχι. Και συ με τη μικρή και αθλιούτσικη οργή σου για τα γκαρσόνια και συ, το ίδιο ανταποκρίθηκες στην αρμονική ανάγκη του αιώνιου και του απέραντου...