×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (2)

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (2)

Στη μεγαλόπρεπα φωτισμένη είσοδο, ο θυρωρός παραμέρισε με σεβασμό για να περάσω. Μια οικογένεια Εγγλέζοι βρίσκονταν εκεί δα. Ο άντρας ήτανε όμορφος, ψηλός, γεροδεμένος με μαύρες εγγλέζικες φαβορίτες. Φορούσε μαύρο καπέλο και κρατούσε στα χέρια το πανωφόρι του και το ακριβό μπαστούνι του. Στο μπράτσο του στηριζόταν η γυναίκα του με φανταχτερό, μεταξωτό φόρεμα και μπονέ στολισμένο με θαυμάσιες νταντέλες και γυαλιστερές κορδέλες. Δίπλα τους προχωρούσε μαζί τους μια όμορφη ολόδροση δεσποινίδα μ' ένα χαριτωμένο ελβετικό καπέλο με φτερό a la mousquetaire που κάτωθέ του πλαισίωναν το κατάλευκο προσωπάκι της μακριές χρυσόξανθες μπούκλες. Παραμπρός τους πηδοκοπούσε ένα ροδοκόκκινο κοριτσάκι ίσαμε δέκα χρονών μ' ολοστρόγγυλα γόνατα που διαφαίνονταν κάτω από τις λεπτές νταντέλες του φορέματος.

- Θαυμάσια νύχτα, είπε η κυρία με μια ευτυχισμένη, γλυκύτατη φωνή, τη στιγμή που πλησίασα.

- Οε, μουρμούρισε τεμπέλικα ο άντρας, που φαίνεται, να ήτανε τόσο ευχαριστημένος από τη ζωή, που δεν του έκανε όρεξη ούτε να μιλήσει.

Κι όλοι του φαίνονταν να ζούνε τόσο ήσυχα, βολικά, παστρικά κι ανάλαφρα στον κόσμο, στις κινήσεις τους και στα πρόσωπα φανερωνόταν τόση αδιαφορία για οποιαδήποτε ξένη ύπαρξη και τόσο πεποίθηση πως ο θυρωρός θα παραμέριζε και θα υποκλινόταν στο πέρασμά τους και πως, γυρίζοντας, θα έβρισκαν τα ολοκάθαρα και αναπαυτικά κρεβάτια και δωμάτια και πως ολ' αυτά έτσι πρέπει να 'ναι και πως κείνοι έχουν απόλυτο δικαίωμα για ολ' αυτά -που εγώ ξαφνικά, άθελά μου, αντιπαράβαλα μ' αυτούς τον πλανόδιο τραγουδιστή, που κουρασμένος, μπορεί και πεινασμένος, έφευγε για να κρύψει την ντροπή του μακριά από το πλήθος που γελούσε- και κείνη τη στιγμή κατάλαβα τι ήτανε κείνο που σα βαριά πέτρα πίεζε τόση ώρα την ψυχή μου κι αισθάνθηκα οργή ανέκφραστη για όλους αυτούς τους ανθρώπους.

Έκανα δυο βόλτες από κοντά τους δίχως να παραμερίσω και μάλιστα τη δεύτερη άγγιξα με τον αγκώνα μου τον Εγγλέζο, και βγήκα στο δρόμο τρέχοντας προς το μέρος της πολιτείας, εκεί που είχε εξαφανιστεί ο πλανόδιος τραγουδιστής.

Όταν πρόκαμα τρεις ανθρώπους που πήγαιναν μαζί, τους ρώτησα αν τον είδαν. Και κείνοι γελώντας μου τον έδειξαν παραμπρός. Βάδιζε μονάχος με βήματα βιαστικά, κανένας δεν τον πλησίαζε και μου φάνηκε πως όλη την ώρα κάτι μουρμούριζε με θυμό. Τον έφτασα και του πρότεινα να πάμε κάπου να πιούμε μια μποτίλια κρασί. Ο ανθρωπάκος εξακολουθούσε το ίδιο βιαστικά να βαδίζει και γύρισε και με κοίταξε με φανερή δυσαρέσκεια. Μα σαν κατάλαβε τι του πρότεινα κοντοστάθηκε.

- Δε θα πω όχι, βέβαια, αφού έχετε την καλοσύνη, μου είπε. Να, εδώ είναι ένα καφενεδάκι παρακατιανό, πρόσθεσε δείχνοντάς μου το μαγαζάκι που ήτανε ακόμα ανοιχτό.

Η λέξη «παρακατιανό» άθελά μου μου ενέπνευσε την ιδέα να μην πάμε στο παρακατιανό καφενεδάκι, παρά να πάμε στο Σβέιτσεργοφ, εκεί πέρα που βρίσκονταν όλοι κείνοι που τον άκουσαν να τραγουδάει. Παρ' όλο που αυτός με κάποια δειλή ταραχή αρνήθηκε κάμποσες φορές να δεχτεί την πρότασή μου, λέγοντας πως στο Σβέιτσεργοφ είναι μεγάλη πολυτέλεια, εγώ επέμεινα τόσο που στο τέλος κάνοντας και κείνος τον ξέγνοιαστο και κινώντας χαρούμενα την κιθάρα του με ακολούθησε. Μερικοί αργόσχολοι γλεντζέδες, καθώς με είδαν να πλησιάζω τον τραγουδιστή και να του μιλάω, κοντοζύγωσαν διακριτικά, άκουσαν τι είπαμε κι ύστερα, σιγανοκουβεντιάζοντας μεταξύ τους έφτασαν κατόπι μας ίσαμε την είσοδο του ξενοδοχείου με την ελπίδα, φαίνεται πως ο Τυρολέζος θα ξανατραγουδούσε.

Από ένα γκαρσόνι που βρέθηκε μπροστά μου στο διάδρομο ζήτησα μα μποτίλια κρασί. Το γκαρσόνι μας κοίταξε χαμογελώντας και προσπέρασε βιαστικά. Ένα άλλο γκαρσόνι ανώτερο σε βαθμό από το πρώτο, όταν αποτάθηκα σ' αυτό με την ίδια παράκληση, μ' άκουσε με μεγάλη σοβαρότητα κι αφού παρατήρησε προσεχτικά από τα νύχια ίσαμε την κορφή τη δειλή σιλουέτα του τραγουδιστή, πρόσταξε αυστηρά το θυρωρό να μας περάσει στη σάλα αριστερά. Η σάλα αυτή ήτανε προορισμένη για τον απλό κόσμο. Σε μια γωνία της μια κακοφτιαγμένη ραχιτική υπηρέτρια έπλενε τα πιάτα κι η επίπλωση απαρτιζόταν από ξύλινα τραπέζια δίχως τραπεζομάντιλα και ξύλινους πάγκους. Το γκαρσόνι που ήρθε να μας σερβίρει, μας κοίταζε χαμογελώντας κοροϊδευτικά και με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες και ταυτόχρονα κουβέντιαζε με τη λαντζέρισσα. Ήτανε φανερό, πως με το ύφος του αυτό ήθελε να δείξει πως, νιώθοντας τον εαυτό του κοινωνικά ανώτερο από τον τραγουδιστή, όχι μόνο δεν δυσανασχετούσε, μα απεναντίας διασκέδαζε πολύ σερβίροντάς μας.

- Κανένα απλό κρασάκι; με ρώτησε με ύφος ανθρώπου που ξέρει τη δουλειά του, γνέφοντάς μου κατά τη μεριά του συντρόφου μου και περνώντας την πετσέτα που κρατούσε από το ένα χέρι στο άλλο.

- Σαμπάνια, και από την καλύτερη, του αποκρίθηκα προσπαθώντας να πάρω το πιο υπεροπτικό και πιο επιβλητικό ύφος. Μα μήτε η παραγγελία της σαμπάνιας, μήτε το τάχα υπεροπτικό και επιβλητικό ύφος μου έκαναν εντύπωση στο γκαρσόνι. Χαμογέλασε, κοντοστάθηκε, κοιτάζοντάς μας, συμβουλεύτηκε με κινήσεις αργές το χρυσό ρολόι του και με βήματα σιγανά, σαν να έκανε περίπατο, βγήκε. Ξαναγύρισε πολύ γρήγορα με το κρασί και παρέα δύο άλλους συναδέλφους του. Οι δυο νιόφερτοι κάθισαν κοντά στη λαντζέρισσα και με χαρούμενη προσοχή και μικροχαμόγελα διασκέδαζαν βλέποντάς μας, έτσι που διασκεδάζουν οι μεγάλοι στη θέα των μικρών παιδιών που παίζουν. Και μονάχα η ραχιτική λαντζέρισσα δε μας κοίταζε κοροϊδευτικά, παρά με πραγματική συμπόνια. Παρότι ένιωθα βαρυθυμία και τρομερή αδεξιότητα κι αιτία ήταν εκείνα τα επίμονα βλέμματα των δυο λακέδων, στο να κουβεντιάζω και να περιποιούμαι τον τραγουδιστή, προσπαθούσα ωστόσο να το κάνω όσο μπορούσα άνετα. Τώρα με τα φώτα, τον παρατηρούσα πιο καλά. Ήτανε ένας μικροσκοπικός, όλο νεύρα μα κανονικά φτιαγμένος άνθρωπος, σχεδόν νάνος.

Τα μαλλιά του ήτανε μαύρα και σκληρά, τα μάτια του επίσης μαύρα, δίχως τσίνουρα και πάντα δακρυσμένα και το στοματάκι του εξαιρετικά γλυκό και καλογραμμένο. Είχε μικρές φαβορίτες και ήτανε ντυμένος απλούστατα και φτωχικά. Ήτανε βρόμικος, κουρελής κι είχε γενικά την όψη ανθρώπου δουλευτή. Έμοιαζε πιο πολύ μ' ένα φτωχό εμποράκο παρά με καλλιτέχνη. Μονάχα στα λαμπερά μάτια του, τα πάντα υγρά, και στο σουφρωμένο στοματάκι του μπορούσε να διακρίνει κάποιος κάτι το ξέχωρο και το συγκινητικό. Φαινόταν ίσαμε εικοσιπέντε χρονών ή και σαράντα. Μα πραγματικά ήτανε τριανταοχτώ.

Και να τι μου διηγήθηκε για τη ζωή του, με μια καλόκαρδη προθυμία και φανερή ειλικρίνεια. Καταγόταν από την Αργοβή. Παιδί ακόμα έχασε το πατέρα του και τη μητέρα του. Άλλους συγγενείς δεν είχε. Ούτε και την παραμικρή περιουσία. Από μικρός μπήκε μαθητευόμενος σ' ένα μαραγκούδικο κι έμαθε την τέχνη. Μα στα εικοσιδύο του χρόνια έπαθε τερηδόνα στο ένα χέρι κι έτσι δε μπορούσε πια να δουλέψει σα μαραγκός. Πάντα είχε μεγάλη κλίση για το τραγούδι και το έκαμε επάγγελμα. Οι περιηγητές του έδιναν κάπου-κάπου λίγα τα λεφτά. Αγόρασε λοιπόν μια κιθάρα και μ' αυτήν όλα τούτα τα κατοπινά χρόνια γυρίζει στην Ελβετία και στην Ιταλία τραγουδώντας μπροστά στα ξενοδοχεία. Όλες-όλες οι αποσκευές του είναι η κιθάρα του και το πορτμονέ του που κείνη την ώρα περιείχε ενάμιση φράγκο και μ' αυτό έπρεπε να φάει και να κοιμηθεί το βράδυ.

Κάθε χρόνο πηγαίνει στα καλύτερα κέντρα της Ελβετίας, αυτά που τραβούν τους πιο πολλούς περιηγητές: Ζυρίχη, Λουκέρνη, Ιντερλάκεν, Σαμονή κλπ. Από τον Άγιο Βερνάρδο περνάει στην Ιταλία και ξαναγυρίζει από τον Άγιο Γκοτάρ ή από τη Σαβοΐα. Με τον καιρό δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να κάνει αυτές τις πεζοπορίες, γιατί από τα κρυολογήματα που έχει αρπάξει οι πόνοι στα πόδια του που τους αποκαλεί γλιντερζούχτ, δυναμώνουν ολοένα και ταυτόχρονα η φωνή και τα μάτια του αδυνατίζουν. Παρ' ολ' αυτά, τώρα θα τραβούσε για τον Ιντερλάκεν, Αιξ-λε-μπαιν κι από το μικρό Άγιο Βερνάρδο για την Ιταλία που την αγαπάει εξαιρετικά. Γενικά όπως φαινόταν, ήτανε πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή του. Όταν τον ερώτησα γιατί πάντα καταλήγει να γυρίζει στο τόπο του μιας κι όπως μου είπε δεν έχει εκεί πέρα μήτε συγγενείς, ούτε σπίτι, μήτε γης, το στοματάκι του σούφρωσε ακόμα πιο πολύ σ' ένα χαρούμενο χαμόγελο και μου αποκρίθηκε:

- Oui, le sucre est bon, il est doux pour les enfants (Ναι, η ζάχαρη είναι καλή, είναι γλυκιά για τα παιδιά) και μου έγνεψε κατά τη μεριά των λακέδων.

Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε με τη φράση αυτή, μα τα γκαρσόνια ξεκαρδίστηκαν.

- Δεν έχω τίποτα, αν είχα δε θα γύριζα βέβαια, από πολιτεία σε πολιτεία έτσι δα που γυρίζω, μου εξήγησε, όμως ξαναγυρίζω πάντα στον τόπο μου, γιατί όσο να 'ναι, η πατρίδα μας τραβάει πάντα. Και μ' ένα χαμόγελο πονηρό και αυτάρεσκο επανάλαβε τη φράση: «Oui, le sucre est bon» και γέλασε καλόκαρδα.

Τα γκαρσόνια ήτανε κατενθουσιασμένα και ξεκαρδίζονταν, μονάχα η ραχιτική λαντζέρισσα κοίταζε τον ανθρωπάκο, με τα μεγάλα αγαθά μάτια της με σοβαρότητα κι όταν το κασκέτο του έπεσε κάποια στιγμή στο πάτωμα, έτρεξε και του το σήκωσε. Ήξερα πως όλοι αυτοί οι πλανόδιοι τραγουδιστές, ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί ακόμα, κολακεύονται σαν τους αποκαλούν καλλιτέχνες κι έτσι συστήνονται κι οι ίδιοι, για τούτο και εγώ κάμποσες φορές υπαινίχτηκα στο συνομιλητή μου πως είναι καλλιτέχνης. Μα κείνος δεν παραδεχόταν καθόλου αυτόν τον χαρακτηρισμό για το εαυτό του, παρά θεωρούσε τη δουλειά του απλούστατα ως ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Όταν τον ρώτησα αν ο ίδιος συνθέτει τα τραγούδια που τραγουδάει απόρησε πολύ για την παράδοξη ερώτησή μου και είπε πως δεν είναι ικανός για τέτοια, και τα τραγούδια του είναι όλα παλιά Τυρολέζικα τραγούδια.

- Μα εκείνο το τραγούδι για του βουνό Righi, φαντάζομαι πως δεν είναι παλιό, παρατήρησα.

- Ναι. Αυτό είναι κάπου δεκαπέντε χρόνια που πρωτοβγήκε. Ένας γερμανός ζούσε στο Μπάζελ κι αυτός το έγραψε. Ήτανε ένας σοφότατος άνθρωπος ο γερμανός αυτός. Κι το τραγούδι είναι πολύ όμορφο! Το έγραψε για τους περιηγητές.

Κι άρχισε μεταφράζοντας μου γαλλικά να μου απαγγέλνει τα λόγια του τραγουδιού, που φαίνεται ότι πολύ του άρεσε:

Αν θες να πας στο βουνό Righi

Ίσαμε το Βεγίς δε σου χρειάζονται παπούτσια

(Γιατί πηγαίνουν με τα βαπόρια)

Κι από το Βεγίς πάρε μια μεγάλη μαγκούρα

Και πιάσε μπράτσο μια κοπέλα

Και στάσου να πιεις ένα κρασάκι

Μονάχα μην πιεις πολύ,

Γιατί όποιος θέλει να πιει

Πρέπει πρωτύτερα να φανεί άξιος...

- Ω, είναι περίφημο τραγούδι! - συμπέρανε ο ανθρωπάκος.

Τα γκαρσόνια, βρήκανε, φαίνεται, πολύ όμορφο το τραγούδι αυτό, γιατί ήρθαν κοντά μας.

- Καλά, και τη μουσική, ποιος την έγραψε; - ρώτησα.

- Κανένας, παρά να, έτσι, πάντα για τους ξένους, πρέπει να εφευρίσκει κάποιος κάτι καινούριο.

Όταν μας έφεραν τον πάγο και γέμισα το ποτήρι του σαμπάνια, έδειξε κάπως στενοχωρημένος και στριφογύριζε νευρικά στον πάγκο του, ρίχνοντας ματιές ανήσυχες στα γκαρσόνια. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας στην υγειά των καλλιτεχνών. Κείνος ήπιε το μισό και θεώρησε καλό ν' απομείνει σκεφτικός και να κινεί με βαθυστόχαστο ύφος τα φρύδια του.

- Έχω πολύ καιρό να πιω τέτοιο κρασί, je ne vous dis que ça (Τούτο μονάχα σας λέω). Στην Ιταλία το κρασί d' Asti είναι καλό, μα τούτο είναι πολύ ανώτερο. Αχ, η Ιταλία! Είναι όμορφα να ζει κάποιος εκεί πέρα! Πρόσθεσε.

- Ναι, εκεί πέρα ξέρουν να εκτιμούν τη μουσική και τους καλλιτέχνες, είπα θέλοντας να κάνω νύξη για την αποτυχία του μπροστά στο Σβέιτσεργοφ.

- Όχι, αποκρίθηκε αμέσως, όσο για μουσική εκεί πέρα δε μπορώ να ικανοποιήσω κανένα γούστο. Οι Ιταλοί είναι οι ίδιοι μουσικοί που σαν κι αυτούς δε βρίσκονται άλλοι στον κόσμο. Τους διασκεδάζω μονάχα με τα Τυρολέζικα τραγουδάκια, που γι' αυτούς είναι κάτι καινούριο.

- Και είναι γενναιόδωρος ο κόσμος εκεί πέρα; - συνέχισα για να τον αναγκάσω να συμμεριστεί την οργή μου για τους ξένους του Σβέιτσεργοφ. Συμβαίνει και εκεί σαν και εδώ μεσ' από ένα τεράστιο ξενοδοχείο, που κατασταλάζουν τόσοι παραλήδες, μεσ' από εκατό ανθρώπους, να μη βρεθεί ένας να δώσει στο μουσικό μια δεκάρα;...

Η ερώτησή μου δεν είχε το αποτέλεσμα που περίμενα. Ο κακομοίρης ούτε που σκεφτόταν καν να τα βάλει με τους Εγγλέζους. Απεναντίας την παρατήρησή μου την πήρε ως αποδοκιμασία για το ταλέντο του που αποδείχτηκε ανάξιο για αμοιβή και προσπάθησε να δικαιολογηθεί απέναντι μου.

- Δεν κερδίζει κάποιος πολλά κάθε φορά, είπε. Κι η φωνή χάνεται, και τυχαίνει να 'μαι κουρασμένος. Να, σήμερα, έξαφνα εννιά ώρες περπάτησα και σχεδόν ολόκληρη την ημέρα τραγουδούσα. Είναι κουραστικό. Κι ύστερα οι μεγάλοι κύριοι, οι αριστοκράτες, τυχαίνει να μην έχουν όρεξη ν' ακούσουν τυρολέζικα τραγούδια.

- Όσο να 'ναι, έτσι πάλι να μη δώσουν τίποτα; -επέμεινα εγώ. Δεν κατάλαβε την παρατήρησή μου ή έκανε πως δεν την κατάλαβε.

- Αυτό δεν είναι τίποτα, είπε, το σπουδαίο είναι πως εδώ on est très serré pour la police (Είναι πολλές οι πιέσεις της αστυνομίας), μάλιστα. Εδώ, σύμφωνα μ' αυτούς τους δημοκρατικούς νόμους, δε σου επιτρέπουν να τραγουδάς, ενώ στην Ιταλία μπορείτε να γυρίζετε όσο θέλετε, δίχως κανένας να σας ενοχλήσει. Εδώ, σαν θελήσουν να σας το επιτρέψουν, το επιτρέπουν, μα σαν δε θελήσουν, μπορούν και στη φυλακή να σας κλείσουν μια χαρά.

- Τι λέτε;! Κι είναι τάχα δυνατό(;)!

- Μάλιστα. Αν σας κάνουν μια φορά την παρατήρηση και σεις δεν συμμορφωθείτε σας φυλακίζουν με το πρώτο. Εδώ που με βλέπετε, έχω μείνει τρεις μήνες φυλακή, πρόσθεσε χαμογελώντας, σάμπως τούτη να ήτανε μια από τις ευχάριστες αναμνήσεις του.

- Αχ, μ' αυτό είναι φριχτό! -είπα. Και για ποιο λόγο;

- Ξέρω και εγώ. Να, σύμφωνα με τους καινούριους νόμους της Δημοκρατίας, συνέχιζε ζωηρεμένος. Και δεν θέλουν καν να λογαριάσουν πως κι ένας φτωχός έχει ανάγκη να ζήσει κάπως. Αν δεν ήμουν σακατεμένος θα δούλευα και θα έβγαζα το ψωμί μου. Κι αν τραγουδάω, βλάφτω τάχατες κανένα; Τι ειν' αυτά! Οι πλούσιοι μπορούν να ζουν όπως τους καπνίσει μα un bauvre tiaple (Θέλει να πει un pauvre diable δηλ. ένας φτωχός διάβολος), σαν και μένα δεν πρέπει να ζήσει σ' αυτόν τον κόσμο. Τι νόμοι ειν' αυτοί, οι νόμοι της Δημοκρατίας; Αν ειν' έτσι, δεν τη θέλουμε εμείς τη Δημοκρατία, έτσι δεν είναι καλέ μου κύριε; Δεν θέλουμε τη Δημοκρατία, μα θέλουμε... θέλουμε απλούστατα... θέλουμε, τα μάσησε κάπως, θέλουμε νόμους φυσικούς. Του απογιόμισα το ποτήρι.

- Δεν πίνετε, του είπα.

Πήρε στα χέρια του το ποτήρι και μου έκανε μια υπόκλιση.

- Ξέρω τι θέλετε, είπε μισοκλείνοντας το ένα μάτι και κινώντας απειλητικά το δαχτυλάκι του. Θέλετε να με μεθύσετε για να δείτε τι θα κάνω. Αυτό δεν πρόκειται να το καταφέρετε.

- Λάθος έχετε. Δεν έχω κανένα τέτοιον σκοπό, αποκρίθηκα. Απλούστατα, θέλω να σας περιποιηθώ.

Λυπήθηκε, φαίνεται, που με πρόσβαλε, παρεξηγώντας την πρόθεσή μου, τα έχασε, ανασηκώθηκε και μου έσφιξε τον αγκώνα.

- Όχι, όχι, είπε, με ύφος ικετευτικό, και με τα υγρά μάτια του καρφωμένα πάνω μου, έτσι το είπα, αστειεύτηκα.

Κι αμέσως ξεφούρνισε κάποια φριχτά μπερδεμένη παμπόνηρη φράση, που πρέπει να σήμαινε, κατά τη γνώμη του, πως όσο να 'ναι είμαι καλό παιδί.

- Je ne vous dis que ça! - συμπέρανε.

Εξακολουθήσαμε έτσι να πίνουμε λίγο-λίγο και να κουβεντιάζουμε οι δυο μας και τα γκαρσόνια απολάβαιναν δίχως συστολή το θέαμα και μας κορόιδευαν, θαρρώ. Παρ' όλο το ενδιαφέρον που είχαν για μένα τα λεγόμενα του πλανόδιου τραγουδιστή, δε μπορούσα να μην αντιλαμβάνομαι τη συμπεριφορά των γκαρσονιών, που, ομολογώ, μου έδινε όλο και πιο πολύ στα νεύρα.

Κάποια στιγμή εν' απ' αυτά σηκώθηκε, πλησίασε τον Τυρολέζο και χαμογελώντας του χάιδευε την κορφή. Μέσα μου έβραζε αρκετό απόθεμα οργής για τους ξένους του Σβέιτσεργοφ, που δεν πρόφτασε να ξεθυμάνει και τώρα τούτη η διαγωγή των γκαρσονιών με νευρίαζε ακόμα πιο πολύ. Ο θυρωρός, δίχως να βγάλει το κασκέτο του, μπήκε στο δωμάτιο και στρώθηκε δίπλα μου, ακουμπώντας τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι. Το τελευταίο αυτό, καθώς έθιξε τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία μου, με φούρκισε τρομερά κι έκανε να ξεσπάσει όλη κείνη η οργή που από τόσες ώρες έβραζε μέσα μου. Γιατί, όταν είμαι μόνος, στην είσοδο ο θυρωρός αυτός με χαιρετάει με μια βαθιά υπόκλιση πάντα και τώρα, επειδή έχω παρέα μου τον πλανόδιο τραγουδιστή, ήρθε και μου στρώθηκε με τόση ιταμότητα δίπλα μου; Φούντωσα πέρα για πέρα, πλημμυρισμένος από εκείνον τον αναβρασμό της οργής και της αγανάκτησης, που τόσο μ' αρέσει να το νιώθω να με κυριεύει και να τον ερεθίζω, μάλιστα, πολλές φορές, γιατί επενεργεί κάπως κατευναστικά και δίνει, έστω για λίγο, μια εξαιρετική ευλυγισία, ενεργητικότητα και ένταση σ' όλες τις φυσικές και τις ηθικές ικανότητές μου. Τινάχτηκα απότομα στη θέση μου.

- Γιατί γελάτε; - ξεφώνισα του θυρωρού, νιώθοντας ταυτόχρονα πως το πρόσωπό μου χλόμιαζε και τα χείλη μου στράβωναν άθελά μου.

- Δε γελώ, έτσι, μονάχα, - αποκρίθηκε κείνος, οπισθοχωρώντας.

- Όχι, γελάτε και κοροϊδεύετε τούτον τον κύριο. Και τι δικαίωμα έχετε ν' ρθείτε εδώ και να κάθεστε, τη στιγμή που βρίσκονται ξένοι; Μην τολμάτε να κάθεστε! -έμπηξα έξαλλος μια φωνή.

Ο θυρωρός κάτι μουρμουρίζοντας σηκώθηκε και πήγαινε κατά την πόρτα.

- Πώς τολμάτε να κοροϊδεύετε αυτόν τον κύριο και να κάθεστε δίπλα του, τη στιγμή που αυτός είναι επισκέπτης και εσείς ένας θυρωρός; Γιατί δεν κάνατε το ίδιο για μένα σήμερα, την ώρα του γεύματος; Το κάνετε τώρα γιατί αυτός είναι φτωχοντυμένος και γιατί τραγουδάει στους δρόμους; Ναι, ασφαλώς ναι, και γιατί εγώ είμαι καλοντυμένος. Αυτός είναι φτωχός, μα είναι χίλιες φορές καλύτερός σας. Για τούτο είμαι βέβαιος. Γιατί αυτός δεν πίκρανε κανένα, ενώ εσείς τον πικραίνετε.

- Μα εμείς τίποτα, έτσι μονάχα- παρατήρησε δειλά το γκαρσόνι. Μήπως τον εμπόδισα να κάθεται;

Το γκαρσόνι δε με καταλάβαινε και τα γερμανικά μου πήγαιναν χαμένα. Ο αυθάδης θυρωρός έκανε να υπερασπιστεί το γκαρσόνι, μα εγώ του επιτέθηκα με τέτοια ορμή, που υποκρίθηκε, πως κι αυτός δεν καταλάβαινε γερμανικά και κινούσε μονάχα μ' αδιαφορία τα χέρια του. Η ραχιτική λαντζέρισσα, είτε γιατί αντελήφθηκε την έξαψή μου και φοβήθηκε μην ξεσπάσει κανένα σκάνδαλο, είτε γιατί συμμεριζόταν τη γνώμη μου, πήρε το μέρος μου και προσπαθώντας να μπει ανάμεσα σε μένα και το θυρωρό, αυτόν το συμβούλευε να μη μιλάει, λέγοντας του πως εγώ είχα δίκιο κι εμένα με παρακαλούσε να ησυχάσω.

«Der Herr hat Recht; Sie haben Recht (Ο κύριος έχει δίκιο, έχετε δίκιο εσείς) έλεγε και ξανάλεγε.

Ο τραγουδιστής παρουσίαζε το πιο αξιοθρήνητο και περίτρομο πρόσωπο και, προφανώς, μην καταλαβαίνοντας γιατί φουρκιζόμουν τόσο και τι ήθελα, με παρακαλούσε να φύγουμε το γρηγορότερο από εκεί μέσα. Όμως μέσα μου φούντωνε ολοένα και πιο έντονα η μανία να τα ξεφουρνίσω όλα: και για το πλήθος που κορόιδευε τον τραγουδιστή, και για τους ακροατές που δεν του έδωσαν ούτε μια πεντάρα και δεν εννοούσα να σωπάσω. Και φαντάζομαι πως αν τα γκαρσόνια κι ο θυρωρός δεν ήτανε τόσο υποχωρητικοί, με μεγάλη ευχαρίστηση θα ερχόμουν στα χέρια μαζί τους ή θα έδινα μια κατακέφαλα με το μπαστούνι της Εγγλέζας δεσποινίδας. Αν κείνη τη στιγμή βρισκόμουνα στη Σεβαστούπολη θα ριχνόμουνα να ρημάξω την Εγγλέζικη tranchee.

- Και για ποιο λόγο με κουβαλήσατε σε τούτη τη σάλα κι όχι στην άλλη, ε; - ρωτούσα επίμονα το θυρωρό, κρατώντας τον από το χέρι για να μη μου ξεφύγει. Ποιο δικαίωμα έχετε ν' αποφασίζετε με το μάτι πως τούτος ο κύριος πρέπει να έρθει σε τούτη τη σάλα κι όχι στην άλλη; Τάχα όλοι όσοι πληρώνουν δεν είναι ίσοι σ' ένα ξενοδοχείο; Όχι μονάχα στις δημοκρατίες, μα σ' όλον τον κόσμο. Η δημοκρατία σας είναι σιχαμένη!... Ορίστε ισότητα! Τους Εγγλέζους δε θα τολμούσατε να τους περάσετε εδώ μέσα, αυτούς τους ίδιους τους Εγγλέζους, που άκουσαν δωρεάν το τραγούδι του κυρίου, που δηλαδή ο καθένας τους του έκλεψε κι από μερικές δεκάρες κείνες που θα έπρεπε να του δώσει. Πώς τολμήσατε να υποδείξετε τούτη τη σάλα;


Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (2) De las notas del príncipe D. Nehliutov (2)

Στη μεγαλόπρεπα φωτισμένη είσοδο, ο θυρωρός παραμέρισε με σεβασμό για να περάσω. Μια οικογένεια Εγγλέζοι βρίσκονταν εκεί δα. Ο άντρας ήτανε όμορφος, ψηλός, γεροδεμένος με μαύρες εγγλέζικες φαβορίτες. Φορούσε μαύρο καπέλο και κρατούσε στα χέρια το πανωφόρι του και το ακριβό μπαστούνι του. Στο μπράτσο του στηριζόταν η γυναίκα του με φανταχτερό, μεταξωτό φόρεμα και μπονέ στολισμένο με θαυμάσιες νταντέλες και γυαλιστερές κορδέλες. Δίπλα τους προχωρούσε μαζί τους μια όμορφη ολόδροση δεσποινίδα μ' ένα χαριτωμένο ελβετικό καπέλο με φτερό a la mousquetaire που κάτωθέ του πλαισίωναν το κατάλευκο προσωπάκι της μακριές χρυσόξανθες μπούκλες. Παραμπρός τους πηδοκοπούσε ένα ροδοκόκκινο κοριτσάκι ίσαμε δέκα χρονών μ' ολοστρόγγυλα γόνατα που διαφαίνονταν κάτω από τις λεπτές νταντέλες του φορέματος.

- Θαυμάσια νύχτα, είπε η κυρία με μια ευτυχισμένη, γλυκύτατη φωνή, τη στιγμή που πλησίασα.

- Οε, μουρμούρισε τεμπέλικα ο άντρας, που φαίνεται, να ήτανε τόσο ευχαριστημένος από τη ζωή, που δεν του έκανε όρεξη ούτε να μιλήσει.

Κι όλοι του φαίνονταν να ζούνε τόσο ήσυχα, βολικά, παστρικά κι ανάλαφρα στον κόσμο, στις κινήσεις τους και στα πρόσωπα φανερωνόταν τόση αδιαφορία για οποιαδήποτε ξένη ύπαρξη και τόσο πεποίθηση πως ο θυρωρός θα παραμέριζε και θα υποκλινόταν στο πέρασμά τους και πως, γυρίζοντας, θα έβρισκαν τα ολοκάθαρα και αναπαυτικά κρεβάτια και δωμάτια και πως ολ' αυτά έτσι πρέπει να 'ναι και πως κείνοι έχουν απόλυτο δικαίωμα για ολ' αυτά -που εγώ ξαφνικά, άθελά μου, αντιπαράβαλα μ' αυτούς τον πλανόδιο τραγουδιστή, που κουρασμένος, μπορεί και πεινασμένος, έφευγε για να κρύψει την ντροπή του μακριά από το πλήθος που γελούσε- και κείνη τη στιγμή κατάλαβα τι ήτανε κείνο που σα βαριά πέτρα πίεζε τόση ώρα την ψυχή μου κι αισθάνθηκα οργή ανέκφραστη για όλους αυτούς τους ανθρώπους.

Έκανα δυο βόλτες από κοντά τους δίχως να παραμερίσω και μάλιστα τη δεύτερη άγγιξα με τον αγκώνα μου τον Εγγλέζο, και βγήκα στο δρόμο τρέχοντας προς το μέρος της πολιτείας, εκεί που είχε εξαφανιστεί ο πλανόδιος τραγουδιστής.

Όταν πρόκαμα τρεις ανθρώπους που πήγαιναν μαζί, τους ρώτησα αν τον είδαν. Και κείνοι γελώντας μου τον έδειξαν παραμπρός. Βάδιζε μονάχος με βήματα βιαστικά, κανένας δεν τον πλησίαζε και μου φάνηκε πως όλη την ώρα κάτι μουρμούριζε με θυμό. Τον έφτασα και του πρότεινα να πάμε κάπου να πιούμε μια μποτίλια κρασί. Ο ανθρωπάκος εξακολουθούσε το ίδιο βιαστικά να βαδίζει και γύρισε και με κοίταξε με φανερή δυσαρέσκεια. Μα σαν κατάλαβε τι του πρότεινα κοντοστάθηκε.

- Δε θα πω όχι, βέβαια, αφού έχετε την καλοσύνη, μου είπε. Να, εδώ είναι ένα καφενεδάκι παρακατιανό, πρόσθεσε δείχνοντάς μου το μαγαζάκι που ήτανε ακόμα ανοιχτό.

Η λέξη «παρακατιανό» άθελά μου μου ενέπνευσε την ιδέα να μην πάμε στο παρακατιανό καφενεδάκι, παρά να πάμε στο Σβέιτσεργοφ, εκεί πέρα που βρίσκονταν όλοι κείνοι που τον άκουσαν να τραγουδάει. Παρ' όλο που αυτός με κάποια δειλή ταραχή αρνήθηκε κάμποσες φορές να δεχτεί την πρότασή μου, λέγοντας πως στο Σβέιτσεργοφ είναι μεγάλη πολυτέλεια, εγώ επέμεινα τόσο που στο τέλος κάνοντας και κείνος τον ξέγνοιαστο και κινώντας χαρούμενα την κιθάρα του με ακολούθησε. Μερικοί αργόσχολοι γλεντζέδες, καθώς με είδαν να πλησιάζω τον τραγουδιστή και να του μιλάω, κοντοζύγωσαν διακριτικά, άκουσαν τι είπαμε κι ύστερα, σιγανοκουβεντιάζοντας μεταξύ τους έφτασαν κατόπι μας ίσαμε την είσοδο του ξενοδοχείου με την ελπίδα, φαίνεται πως ο Τυρολέζος θα ξανατραγουδούσε.

Από ένα γκαρσόνι που βρέθηκε μπροστά μου στο διάδρομο ζήτησα μα μποτίλια κρασί. Το γκαρσόνι μας κοίταξε χαμογελώντας και προσπέρασε βιαστικά. Ένα άλλο γκαρσόνι ανώτερο σε βαθμό από το πρώτο, όταν αποτάθηκα σ' αυτό με την ίδια παράκληση, μ' άκουσε με μεγάλη σοβαρότητα κι αφού παρατήρησε προσεχτικά από τα νύχια ίσαμε την κορφή τη δειλή σιλουέτα του τραγουδιστή, πρόσταξε αυστηρά το θυρωρό να μας περάσει στη σάλα αριστερά. Η σάλα αυτή ήτανε προορισμένη για τον απλό κόσμο. Σε μια γωνία της μια κακοφτιαγμένη ραχιτική υπηρέτρια έπλενε τα πιάτα κι η επίπλωση απαρτιζόταν από ξύλινα τραπέζια δίχως τραπεζομάντιλα και ξύλινους πάγκους. Το γκαρσόνι που ήρθε να μας σερβίρει, μας κοίταζε χαμογελώντας κοροϊδευτικά και με τα χέρια του χωμένα στις τσέπες και ταυτόχρονα κουβέντιαζε με τη λαντζέρισσα. Ήτανε φανερό, πως με το ύφος του αυτό ήθελε να δείξει πως, νιώθοντας τον εαυτό του κοινωνικά ανώτερο από τον τραγουδιστή, όχι μόνο δεν δυσανασχετούσε, μα απεναντίας διασκέδαζε πολύ σερβίροντάς μας.

- Κανένα απλό κρασάκι; με ρώτησε με ύφος ανθρώπου που ξέρει τη δουλειά του, γνέφοντάς μου κατά τη μεριά του συντρόφου μου και περνώντας την πετσέτα που κρατούσε από το ένα χέρι στο άλλο.

- Σαμπάνια, και από την καλύτερη, του αποκρίθηκα προσπαθώντας να πάρω το πιο υπεροπτικό και πιο επιβλητικό ύφος. Μα μήτε η παραγγελία της σαμπάνιας, μήτε το τάχα υπεροπτικό και επιβλητικό ύφος μου έκαναν εντύπωση στο γκαρσόνι. Χαμογέλασε, κοντοστάθηκε, κοιτάζοντάς μας, συμβουλεύτηκε με κινήσεις αργές το χρυσό ρολόι του και με βήματα σιγανά, σαν να έκανε περίπατο, βγήκε. Ξαναγύρισε πολύ γρήγορα με το κρασί και παρέα δύο άλλους συναδέλφους του. Οι δυο νιόφερτοι κάθισαν κοντά στη λαντζέρισσα και με χαρούμενη προσοχή και μικροχαμόγελα διασκέδαζαν βλέποντάς μας, έτσι που διασκεδάζουν οι μεγάλοι στη θέα των μικρών παιδιών που παίζουν. Και μονάχα η ραχιτική λαντζέρισσα δε μας κοίταζε κοροϊδευτικά, παρά με πραγματική συμπόνια. Παρότι ένιωθα βαρυθυμία και τρομερή αδεξιότητα κι αιτία ήταν εκείνα τα επίμονα βλέμματα των δυο λακέδων, στο να κουβεντιάζω και να περιποιούμαι τον τραγουδιστή, προσπαθούσα ωστόσο να το κάνω όσο μπορούσα άνετα. Τώρα με τα φώτα, τον παρατηρούσα πιο καλά. Ήτανε ένας μικροσκοπικός, όλο νεύρα μα κανονικά φτιαγμένος άνθρωπος, σχεδόν νάνος.

Τα μαλλιά του ήτανε μαύρα και σκληρά, τα μάτια του επίσης μαύρα, δίχως τσίνουρα και πάντα δακρυσμένα και το στοματάκι του εξαιρετικά γλυκό και καλογραμμένο. Είχε μικρές φαβορίτες και ήτανε ντυμένος απλούστατα και φτωχικά. Ήτανε βρόμικος, κουρελής κι είχε γενικά την όψη ανθρώπου δουλευτή. Έμοιαζε πιο πολύ μ' ένα φτωχό εμποράκο παρά με καλλιτέχνη. Μονάχα στα λαμπερά μάτια του, τα πάντα υγρά, και στο σουφρωμένο στοματάκι του μπορούσε να διακρίνει κάποιος κάτι το ξέχωρο και το συγκινητικό. Φαινόταν ίσαμε εικοσιπέντε χρονών ή και σαράντα. Μα πραγματικά ήτανε τριανταοχτώ.

Και να τι μου διηγήθηκε για τη ζωή του, με μια καλόκαρδη προθυμία και φανερή ειλικρίνεια. Καταγόταν από την Αργοβή. Παιδί ακόμα έχασε το πατέρα του και τη μητέρα του. Άλλους συγγενείς δεν είχε. Ούτε και την παραμικρή περιουσία. Από μικρός μπήκε μαθητευόμενος σ' ένα μαραγκούδικο κι έμαθε την τέχνη. Μα στα εικοσιδύο του χρόνια έπαθε τερηδόνα στο ένα χέρι κι έτσι δε μπορούσε πια να δουλέψει σα μαραγκός. Πάντα είχε μεγάλη κλίση για το τραγούδι και το έκαμε επάγγελμα. Οι περιηγητές του έδιναν κάπου-κάπου λίγα τα λεφτά. Αγόρασε λοιπόν μια κιθάρα και μ' αυτήν όλα τούτα τα κατοπινά χρόνια γυρίζει στην Ελβετία και στην Ιταλία τραγουδώντας μπροστά στα ξενοδοχεία. Όλες-όλες οι αποσκευές του είναι η κιθάρα του και το πορτμονέ του που κείνη την ώρα περιείχε ενάμιση φράγκο και μ' αυτό έπρεπε να φάει και να κοιμηθεί το βράδυ.

Κάθε χρόνο πηγαίνει στα καλύτερα κέντρα της Ελβετίας, αυτά που τραβούν τους πιο πολλούς περιηγητές: Ζυρίχη, Λουκέρνη, Ιντερλάκεν, Σαμονή κλπ. Από τον Άγιο Βερνάρδο περνάει στην Ιταλία και ξαναγυρίζει από τον Άγιο Γκοτάρ ή από τη Σαβοΐα. Με τον καιρό δυσκολεύεται όλο και πιο πολύ να κάνει αυτές τις πεζοπορίες, γιατί από τα κρυολογήματα που έχει αρπάξει οι πόνοι στα πόδια του που τους αποκαλεί γλιντερζούχτ, δυναμώνουν ολοένα και ταυτόχρονα η φωνή και τα μάτια του αδυνατίζουν. Παρ' ολ' αυτά, τώρα θα τραβούσε για τον Ιντερλάκεν, Αιξ-λε-μπαιν κι από το μικρό Άγιο Βερνάρδο για την Ιταλία που την αγαπάει εξαιρετικά. Γενικά όπως φαινόταν, ήτανε πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή του. Όταν τον ερώτησα γιατί πάντα καταλήγει να γυρίζει στο τόπο του μιας κι όπως μου είπε δεν έχει εκεί πέρα μήτε συγγενείς, ούτε σπίτι, μήτε γης, το στοματάκι του σούφρωσε ακόμα πιο πολύ σ' ένα χαρούμενο χαμόγελο και μου αποκρίθηκε:

- Oui, le sucre est bon, il est doux pour les enfants (Ναι, η ζάχαρη είναι καλή, είναι γλυκιά για τα παιδιά) και μου έγνεψε κατά τη μεριά των λακέδων.

Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε με τη φράση αυτή, μα τα γκαρσόνια ξεκαρδίστηκαν.

- Δεν έχω τίποτα, αν είχα δε θα γύριζα βέβαια, από πολιτεία σε πολιτεία έτσι δα που γυρίζω, μου εξήγησε, όμως ξαναγυρίζω πάντα στον τόπο μου, γιατί όσο να 'ναι, η πατρίδα μας τραβάει πάντα. Και μ' ένα χαμόγελο πονηρό και αυτάρεσκο επανάλαβε τη φράση: «Oui, le sucre est bon» και γέλασε καλόκαρδα.

Τα γκαρσόνια ήτανε κατενθουσιασμένα και ξεκαρδίζονταν, μονάχα η ραχιτική λαντζέρισσα κοίταζε τον ανθρωπάκο, με τα μεγάλα αγαθά μάτια της με σοβαρότητα κι όταν το κασκέτο του έπεσε κάποια στιγμή στο πάτωμα, έτρεξε και του το σήκωσε. Ήξερα πως όλοι αυτοί οι πλανόδιοι τραγουδιστές, ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί ακόμα, κολακεύονται σαν τους αποκαλούν καλλιτέχνες κι έτσι συστήνονται κι οι ίδιοι, για τούτο και εγώ κάμποσες φορές υπαινίχτηκα στο συνομιλητή μου πως είναι καλλιτέχνης. Μα κείνος δεν παραδεχόταν καθόλου αυτόν τον χαρακτηρισμό για το εαυτό του, παρά θεωρούσε τη δουλειά του απλούστατα ως ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Όταν τον ρώτησα αν ο ίδιος συνθέτει τα τραγούδια που τραγουδάει απόρησε πολύ για την παράδοξη ερώτησή μου και είπε πως δεν είναι ικανός για τέτοια, και τα τραγούδια του είναι όλα παλιά Τυρολέζικα τραγούδια.

- Μα εκείνο το τραγούδι για του βουνό Righi, φαντάζομαι πως δεν είναι παλιό, παρατήρησα.

- Ναι. Αυτό είναι κάπου δεκαπέντε χρόνια που πρωτοβγήκε. Ένας γερμανός ζούσε στο Μπάζελ κι αυτός το έγραψε. Ήτανε ένας σοφότατος άνθρωπος ο γερμανός αυτός. Κι το τραγούδι είναι πολύ όμορφο! Το έγραψε για τους περιηγητές.

Κι άρχισε μεταφράζοντας μου γαλλικά να μου απαγγέλνει τα λόγια του τραγουδιού, που φαίνεται ότι πολύ του άρεσε:

Αν θες να πας στο βουνό Righi

Ίσαμε το Βεγίς δε σου χρειάζονται παπούτσια

(Γιατί πηγαίνουν με τα βαπόρια)

Κι από το Βεγίς πάρε μια μεγάλη μαγκούρα

Και πιάσε μπράτσο μια κοπέλα

Και στάσου να πιεις ένα κρασάκι

Μονάχα μην πιεις πολύ,

Γιατί όποιος θέλει να πιει

Πρέπει πρωτύτερα να φανεί άξιος...

- Ω, είναι περίφημο τραγούδι! - συμπέρανε ο ανθρωπάκος.

Τα γκαρσόνια, βρήκανε, φαίνεται, πολύ όμορφο το τραγούδι αυτό, γιατί ήρθαν κοντά μας.

- Καλά, και τη μουσική, ποιος την έγραψε; - ρώτησα.

- Κανένας, παρά να, έτσι, πάντα για τους ξένους, πρέπει να εφευρίσκει κάποιος κάτι καινούριο.

Όταν μας έφεραν τον πάγο και γέμισα το ποτήρι του σαμπάνια, έδειξε κάπως στενοχωρημένος και στριφογύριζε νευρικά στον πάγκο του, ρίχνοντας ματιές ανήσυχες στα γκαρσόνια. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας στην υγειά των καλλιτεχνών. Κείνος ήπιε το μισό και θεώρησε καλό ν' απομείνει σκεφτικός και να κινεί με βαθυστόχαστο ύφος τα φρύδια του.

- Έχω πολύ καιρό να πιω τέτοιο κρασί, je ne vous dis que ça (Τούτο μονάχα σας λέω). Στην Ιταλία το κρασί d' Asti είναι καλό, μα τούτο είναι πολύ ανώτερο. Αχ, η Ιταλία! Είναι όμορφα να ζει κάποιος εκεί πέρα! Πρόσθεσε.

- Ναι, εκεί πέρα ξέρουν να εκτιμούν τη μουσική και τους καλλιτέχνες, είπα θέλοντας να κάνω νύξη για την αποτυχία του μπροστά στο Σβέιτσεργοφ.

- Όχι, αποκρίθηκε αμέσως, όσο για μουσική εκεί πέρα δε μπορώ να ικανοποιήσω κανένα γούστο. Οι Ιταλοί είναι οι ίδιοι μουσικοί που σαν κι αυτούς δε βρίσκονται άλλοι στον κόσμο. Τους διασκεδάζω μονάχα με τα Τυρολέζικα τραγουδάκια, που γι' αυτούς είναι κάτι καινούριο.

- Και είναι γενναιόδωρος ο κόσμος εκεί πέρα; - συνέχισα για να τον αναγκάσω να συμμεριστεί την οργή μου για τους ξένους του Σβέιτσεργοφ. Συμβαίνει και εκεί σαν και εδώ μεσ' από ένα τεράστιο ξενοδοχείο, που κατασταλάζουν τόσοι παραλήδες, μεσ' από εκατό ανθρώπους, να μη βρεθεί ένας να δώσει στο μουσικό μια δεκάρα;...

Η ερώτησή μου δεν είχε το αποτέλεσμα που περίμενα. Ο κακομοίρης ούτε που σκεφτόταν καν να τα βάλει με τους Εγγλέζους. Απεναντίας την παρατήρησή μου την πήρε ως αποδοκιμασία για το ταλέντο του που αποδείχτηκε ανάξιο για αμοιβή και προσπάθησε να δικαιολογηθεί απέναντι μου.

- Δεν κερδίζει κάποιος πολλά κάθε φορά, είπε. Κι η φωνή χάνεται, και τυχαίνει να 'μαι κουρασμένος. Να, σήμερα, έξαφνα εννιά ώρες περπάτησα και σχεδόν ολόκληρη την ημέρα τραγουδούσα. Είναι κουραστικό. Κι ύστερα οι μεγάλοι κύριοι, οι αριστοκράτες, τυχαίνει να μην έχουν όρεξη ν' ακούσουν τυρολέζικα τραγούδια.

- Όσο να 'ναι, έτσι πάλι να μη δώσουν τίποτα; -επέμεινα εγώ. Δεν κατάλαβε την παρατήρησή μου ή έκανε πως δεν την κατάλαβε.

- Αυτό δεν είναι τίποτα, είπε, το σπουδαίο είναι πως εδώ on est très serré pour la police (Είναι πολλές οι πιέσεις της αστυνομίας), μάλιστα. Εδώ, σύμφωνα μ' αυτούς τους δημοκρατικούς νόμους, δε σου επιτρέπουν να τραγουδάς, ενώ στην Ιταλία μπορείτε να γυρίζετε όσο θέλετε, δίχως κανένας να σας ενοχλήσει. Εδώ, σαν θελήσουν να σας το επιτρέψουν, το επιτρέπουν, μα σαν δε θελήσουν, μπορούν και στη φυλακή να σας κλείσουν μια χαρά.

- Τι λέτε;! Κι είναι τάχα δυνατό(;)!

- Μάλιστα. Αν σας κάνουν μια φορά την παρατήρηση και σεις δεν συμμορφωθείτε σας φυλακίζουν με το πρώτο. Εδώ που με βλέπετε, έχω μείνει τρεις μήνες φυλακή, πρόσθεσε χαμογελώντας, σάμπως τούτη να ήτανε μια από τις ευχάριστες αναμνήσεις του.

- Αχ, μ' αυτό είναι φριχτό! -είπα. Και για ποιο λόγο;

- Ξέρω και εγώ. Να, σύμφωνα με τους καινούριους νόμους της Δημοκρατίας, συνέχιζε ζωηρεμένος. Και δεν θέλουν καν να λογαριάσουν πως κι ένας φτωχός έχει ανάγκη να ζήσει κάπως. Αν δεν ήμουν σακατεμένος θα δούλευα και θα έβγαζα το ψωμί μου. Κι αν τραγουδάω, βλάφτω τάχατες κανένα; Τι ειν' αυτά! Οι πλούσιοι μπορούν να ζουν όπως τους καπνίσει μα un bauvre tiaple (Θέλει να πει un pauvre diable δηλ. ένας φτωχός διάβολος), σαν και μένα δεν πρέπει να ζήσει σ' αυτόν τον κόσμο. Τι νόμοι ειν' αυτοί, οι νόμοι της Δημοκρατίας; Αν ειν' έτσι, δεν τη θέλουμε εμείς τη Δημοκρατία, έτσι δεν είναι καλέ μου κύριε; Δεν θέλουμε τη Δημοκρατία, μα θέλουμε... θέλουμε απλούστατα... θέλουμε, τα μάσησε κάπως, θέλουμε νόμους φυσικούς. Του απογιόμισα το ποτήρι.

- Δεν πίνετε, του είπα.

Πήρε στα χέρια του το ποτήρι και μου έκανε μια υπόκλιση.

- Ξέρω τι θέλετε, είπε μισοκλείνοντας το ένα μάτι και κινώντας απειλητικά το δαχτυλάκι του. Θέλετε να με μεθύσετε για να δείτε τι θα κάνω. Αυτό δεν πρόκειται να το καταφέρετε.

- Λάθος έχετε. Δεν έχω κανένα τέτοιον σκοπό, αποκρίθηκα. Απλούστατα, θέλω να σας περιποιηθώ.

Λυπήθηκε, φαίνεται, που με πρόσβαλε, παρεξηγώντας την πρόθεσή μου, τα έχασε, ανασηκώθηκε και μου έσφιξε τον αγκώνα.

- Όχι, όχι, είπε, με ύφος ικετευτικό, και με τα υγρά μάτια του καρφωμένα πάνω μου, έτσι το είπα, αστειεύτηκα.

Κι αμέσως ξεφούρνισε κάποια φριχτά μπερδεμένη παμπόνηρη φράση, που πρέπει να σήμαινε, κατά τη γνώμη του, πως όσο να 'ναι είμαι καλό παιδί.

- Je ne vous dis que ça! - συμπέρανε.

Εξακολουθήσαμε έτσι να πίνουμε λίγο-λίγο και να κουβεντιάζουμε οι δυο μας και τα γκαρσόνια απολάβαιναν δίχως συστολή το θέαμα και μας κορόιδευαν, θαρρώ. Παρ' όλο το ενδιαφέρον που είχαν για μένα τα λεγόμενα του πλανόδιου τραγουδιστή, δε μπορούσα να μην αντιλαμβάνομαι τη συμπεριφορά των γκαρσονιών, που, ομολογώ, μου έδινε όλο και πιο πολύ στα νεύρα.

Κάποια στιγμή εν' απ' αυτά σηκώθηκε, πλησίασε τον Τυρολέζο και χαμογελώντας του χάιδευε την κορφή. Μέσα μου έβραζε αρκετό απόθεμα οργής για τους ξένους του Σβέιτσεργοφ, που δεν πρόφτασε να ξεθυμάνει και τώρα τούτη η διαγωγή των γκαρσονιών με νευρίαζε ακόμα πιο πολύ. Ο θυρωρός, δίχως να βγάλει το κασκέτο του, μπήκε στο δωμάτιο και στρώθηκε δίπλα μου, ακουμπώντας τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι. Το τελευταίο αυτό, καθώς έθιξε τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία μου, με φούρκισε τρομερά κι έκανε να ξεσπάσει όλη κείνη η οργή που από τόσες ώρες έβραζε μέσα μου. Γιατί, όταν είμαι μόνος, στην είσοδο ο θυρωρός αυτός με χαιρετάει με μια βαθιά υπόκλιση πάντα και τώρα, επειδή έχω παρέα μου τον πλανόδιο τραγουδιστή, ήρθε και μου στρώθηκε με τόση ιταμότητα δίπλα μου; Φούντωσα πέρα για πέρα, πλημμυρισμένος από εκείνον τον αναβρασμό της οργής και της αγανάκτησης, που τόσο μ' αρέσει να το νιώθω να με κυριεύει και να τον ερεθίζω, μάλιστα, πολλές φορές, γιατί επενεργεί κάπως κατευναστικά και δίνει, έστω για λίγο, μια εξαιρετική ευλυγισία, ενεργητικότητα και ένταση σ' όλες τις φυσικές και τις ηθικές ικανότητές μου. Τινάχτηκα απότομα στη θέση μου.

- Γιατί γελάτε; - ξεφώνισα του θυρωρού, νιώθοντας ταυτόχρονα πως το πρόσωπό μου χλόμιαζε και τα χείλη μου στράβωναν άθελά μου.

- Δε γελώ, έτσι, μονάχα, - αποκρίθηκε κείνος, οπισθοχωρώντας.

- Όχι, γελάτε και κοροϊδεύετε τούτον τον κύριο. Και τι δικαίωμα έχετε ν' ρθείτε εδώ και να κάθεστε, τη στιγμή που βρίσκονται ξένοι; Μην τολμάτε να κάθεστε! -έμπηξα έξαλλος μια φωνή.

Ο θυρωρός κάτι μουρμουρίζοντας σηκώθηκε και πήγαινε κατά την πόρτα.

- Πώς τολμάτε να κοροϊδεύετε αυτόν τον κύριο και να κάθεστε δίπλα του, τη στιγμή που αυτός είναι επισκέπτης και εσείς ένας θυρωρός; Γιατί δεν κάνατε το ίδιο για μένα σήμερα, την ώρα του γεύματος; Το κάνετε τώρα γιατί αυτός είναι φτωχοντυμένος και γιατί τραγουδάει στους δρόμους; Ναι, ασφαλώς ναι, και γιατί εγώ είμαι καλοντυμένος. Αυτός είναι φτωχός, μα είναι χίλιες φορές καλύτερός σας. Για τούτο είμαι βέβαιος. Γιατί αυτός δεν πίκρανε κανένα, ενώ εσείς τον πικραίνετε.

- Μα εμείς τίποτα, έτσι μονάχα- παρατήρησε δειλά το γκαρσόνι. Μήπως τον εμπόδισα να κάθεται;

Το γκαρσόνι δε με καταλάβαινε και τα γερμανικά μου πήγαιναν χαμένα. Ο αυθάδης θυρωρός έκανε να υπερασπιστεί το γκαρσόνι, μα εγώ του επιτέθηκα με τέτοια ορμή, που υποκρίθηκε, πως κι αυτός δεν καταλάβαινε γερμανικά και κινούσε μονάχα μ' αδιαφορία τα χέρια του. Η ραχιτική λαντζέρισσα, είτε γιατί αντελήφθηκε την έξαψή μου και φοβήθηκε μην ξεσπάσει κανένα σκάνδαλο, είτε γιατί συμμεριζόταν τη γνώμη μου, πήρε το μέρος μου και προσπαθώντας να μπει ανάμεσα σε μένα και το θυρωρό, αυτόν το συμβούλευε να μη μιλάει, λέγοντας του πως εγώ είχα δίκιο κι εμένα με παρακαλούσε να ησυχάσω.

«Der Herr hat Recht; Sie haben Recht (Ο κύριος έχει δίκιο, έχετε δίκιο εσείς) έλεγε και ξανάλεγε.

Ο τραγουδιστής παρουσίαζε το πιο αξιοθρήνητο και περίτρομο πρόσωπο και, προφανώς, μην καταλαβαίνοντας γιατί φουρκιζόμουν τόσο και τι ήθελα, με παρακαλούσε να φύγουμε το γρηγορότερο από εκεί μέσα. Όμως μέσα μου φούντωνε ολοένα και πιο έντονα η μανία να τα ξεφουρνίσω όλα: και για το πλήθος που κορόιδευε τον τραγουδιστή, και για τους ακροατές που δεν του έδωσαν ούτε μια πεντάρα και δεν εννοούσα να σωπάσω. Και φαντάζομαι πως αν τα γκαρσόνια κι ο θυρωρός δεν ήτανε τόσο υποχωρητικοί, με μεγάλη ευχαρίστηση θα ερχόμουν στα χέρια μαζί τους ή θα έδινα μια κατακέφαλα με το μπαστούνι της Εγγλέζας δεσποινίδας. Αν κείνη τη στιγμή βρισκόμουνα στη Σεβαστούπολη θα ριχνόμουνα να ρημάξω την Εγγλέζικη tranchee.

- Και για ποιο λόγο με κουβαλήσατε σε τούτη τη σάλα κι όχι στην άλλη, ε; - ρωτούσα επίμονα το θυρωρό, κρατώντας τον από το χέρι για να μη μου ξεφύγει. Ποιο δικαίωμα έχετε ν' αποφασίζετε με το μάτι πως τούτος ο κύριος πρέπει να έρθει σε τούτη τη σάλα κι όχι στην άλλη; Τάχα όλοι όσοι πληρώνουν δεν είναι ίσοι σ' ένα ξενοδοχείο; Όχι μονάχα στις δημοκρατίες, μα σ' όλον τον κόσμο. Η δημοκρατία σας είναι σιχαμένη!... Ορίστε ισότητα! Τους Εγγλέζους δε θα τολμούσατε να τους περάσετε εδώ μέσα, αυτούς τους ίδιους τους Εγγλέζους, που άκουσαν δωρεάν το τραγούδι του κυρίου, που δηλαδή ο καθένας τους του έκλεψε κι από μερικές δεκάρες κείνες που θα έπρεπε να του δώσει. Πώς τολμήσατε να υποδείξετε τούτη τη σάλα;