×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (1)

Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (1)

Λουκέρνη, 8 Ιουλίου

Χτες βράδυ έφτασα στη Λουκέρνη κι εγκαταστάθηκα στο καλύτερο ξενοδοχείο, στο Σβέιτσεργοφ.

«Η Λουκέρνη αρχαία πρωτεύουσα καντονίου, που κείται στην όχθη της λίμνης τεσσάρων καντονιών - λέει ο Murray - είναι μια από τις πιο ρομαντικές τοποθεσίες της Ελβετίας. Σ' αυτήν διασταυρώνονται τρεις από τους κυριότερους δρόμους. Και σ' απόσταση μιας ώρας μόνο με το πλοίο βρίσκεται το βουνό Righi, απ' όπου ξανοίγεται μια από τις μεγαλοπρεπέστερες θέες του κόσμου». Σωστά ή όχι δεν ξέρω, όμως κι άλλοι οδηγοί το ίδιο λένε, και για τούτο στη Λουκέρνη κατασταλάζουν περιηγητές απ' όλον τον κόσμο σε μεγάλο αριθμό και πιο πολύ Εγγλέζοι. Το πολυτελέστατο κτίριο του ξενοδοχείου του Σβέιτσεργοφ με τα πέντε πατώματα χτίστηκε τελευταία κοντά στην όχθη της λίμνης, στο ίδιο σημείο που παλαιότερα υπήρχε μια ξύλινη ελικοειδής γέφυρα με παρεκκλησάκια στις άκρες και εικονίσματα πάνω σε στύλους. Τώρα, χάρη στην τεράστια συρροή των Εγγλέζων, στις απαιτήσεις τους και στα λεφτά τους, οι Ελβετοί κατέστρεψαν τη γέφυρα και στη θέση της έφτιαξαν μια ισοπεδωμένη κι ολόισια δίχως την παραμικρή καμπύλη προκυμαία, έχτισαν πάνω σ' αυτήν αυτά τα άχαρα πενταώροφα κτήρια, όλα όμοια σε σχήμα κύβου και μπρος απ' αυτά φύτεψαν δυο σειρές μικρές φιλύρες στολισμένες με ξύλινα στηρίγματα κι ανάμεσά τους, όπως συνηθίζεται, έστησαν πράσινα παγκάκια. Αυτός είναι ο περίπατος. Εκεί βλέπει κάποιος να πηγαινοέρχονται με ρυθμικό βήμα Εγγλέζοι, φορώντας τα απαραίτητα ελβετικά ψάθινα καπέλα κι οι Εγγλέζοι με τα πραχτικά και βολικά κοστούμια τους, απολαβαίνοντας το έργο τους.

Καθόλου απίθανο όλα τούτα, οι προκυμαίες δηλαδή και τα κτήρια κι οι φιλύρες κι οι Εγγλέζοι, να είναι πολύ ταιριαστά κι όμορφα κάπου αλλού μα όχι εδώ πέρα ανάμεσα σ' αυτήν την παράξενα μεγαλόπρεπη και ταυτόχρονα ανέκφραστα αρμονική κι απαλή φύση. Όταν μπήκα στο δωμάτιο μου κι άνοιξα τα παράθυρα προς το μέρος της λίμνης, η ομορφιά εκείνου του νερού, εκείνων των βουνών κι εκείνου τ' ουρανού με θάμπωσε κυριολεκτικά την πρώτη στιγμή και με συγκίνησε βαθύτατα. Αισθάνθηκα μια έντονη εσωτερική ταραχή και την ανάγκη να εξωτερικέψω με κάποιον τρόπο αυτό που τόσο ξαφνικά πλημμύρισε την ψυχή μου. Θα ήθελα να μπορούσα ν' αγκαλιάσω κάποιον, να τον αγκαλιάσω σφιχτά, να τον γαργαλίσω, να τον τσιμπήσω, μ' άλλα λόγια ν' αφεθώ σ' ένα ξέσπασμα ασυνήθιστο και για μένα και για κείνον.

Η ώρα ήταν εφτά το απόγευμα. Όλη την ημέρα έβρεχε και μονάχα τώρα ξαστέρωνε. Η λίμνη απλωνόταν μπρος στα παράθυρα ολογάλανη σαν φλόγα θειαφιού, ακίνητη και κάπως σαν φουσκωμένη ανάμεσα στις πολυποίκιλες παρόχθιες πρασινάδες. Εξαφανιζόταν στο στενό πέρασμα, που σχημάτιζαν δυο τεράστιες απόκρημνες όχθες και, σκουραίνοντας, πήγαινε κι ακουμπούσε και χανόταν μέσα στον όγκο από όλα εκείνα τα άταχτα σωριασμένα το ένα πάνω στ' άλλο κοιλάδες, βουνά, σύννεφα και πάγους. Τα νερά της φάνταζαν πέρα για πέρα ακίνητα, γιατί τα μικροσκοπικά βαρκάκια που τα διέσχιζαν δεν άφηναν ίχνη πίσω τους. Αυτά σχηματίζονταν κι έσβηναν την ίδια στιγμή.

Στο πρώτο πλάνο πρόβαλαν υγρές ανοιχτοπράσινες, σκόρπιες δεξιά κι αριστερά όχθες με τους καλαμιώνες, τα λιβάδια, τα περιβόλια και τις βίλες. Παραπέρα οι σκουροπράσινες χορταριασμένες ανώμαλες εκτάσεις με τα ερείπια των πύργων. Στο βάθος τσαλακωμένη η ασπρομενεξελιά θέα των βουνών με τις θαμπές άσπρες βουνοκορφές τις τόσο παράξενα βραχώδικες. Κι ολ' αυτά περιχυμένα με κείνο το γλυκό, το διάφανο γαλανό της ατμόσφαιρας και φωτισμένα με τις θερμές ηλιαχτίδες της δύσης, που πρόβαλαν μεσ' απ' τις σχισμάδες που άφηναν τα σύννεφα που διαλύονταν. Ούτε πάνω στη λίμνη, ούτε πάνω στα βουνά, ούτε πάνω στον ουρανό θα μπορούσε να έβρισκε κάποιος μια ατόφια γραμμή, ένα πλέριο χρώμα, μια στιγμή όμοια με την άλλη. Παντού κίνηση, ασυμμετρία, παραξενιά, ένα ανακάτωμα και ποικιλία από σκιές και γραμμές και παντού και σ' όλα γαλήνη, απαλότητα, ενότητα, ομορφιά. Και ανάμεσα σ' όλη εκείνη την ακαθόριστη, τη μπερδεμένη, την πέρα για πέρα ελεύθερη ομορφιά, ακριβώς μπροστά στο παράθυρό μου, ορθωνόταν γελοιωδέστατα, σαν παιχνίδι ταχυδακτυλουργού, το άσπρο μπαστούνι της προκυμαίας, οι μικρές φιλύρες με τα στηρίγματά τους και τα πράσινα παγκάκια - φτωχά, τιποτένια ανθρώπινα έργα, που δεν εξαφανίζονταν σαν εκείνες τις μακρινές βίλες και τα ερείπια των πύργων μέσα στη γενική αρμονία της ομορφιάς παρά, απεναντίας, πρόβαλαν σαν μια χυδαία αντίθεση.

Αδιάκοπα και άθελά μου η ματιά μου τρακάριζε μ' εκείνη τη φριχτά ολόισια γραμμή της προκυμαίας και νοερά ήθελα να μπορούσα να την αποσπρώξω, να την καταστρέψω, έτσι σαν κάποιο μαύρο σκουπιδάκι που έχει καθίσει στη μύτη μου κάτω από το μάτι. Μια η προκυμαία με τους Εγγλέζους περιπατητές εξακολουθούσε να παραμένει στη θέση της κι εγώ μάταια προσπαθούσα να βρω ένα σημείο, απ' όπου θα μπορούσα να μην τη βλέπω. Τέλος το κατάφερα κι ίσαμε το γεύμα απολάβαινα κατάμονος εκείνο το όχι πλέριο, μα για τούτο πολύ γλυκύτερα εξαντλητικό συναίσθημα που δοκιμάζομε όταν κατάμονοι αντικρίζουμε τις ομορφιές της φύσης.

Στις εφτάμιση με κάλεσαν για το γεύμα. Στη μεγάλη αίθουσα με την πολυτελέστατη επίπλωση, στο κάτω πάτωμα, ήτανε στρωμένα δυο μακριά τραπέζια τουλάχιστο για εκατό ανθρώπους. Κάπου τρία λεπτά της ώρας συνεχίστηκε η σιωπηλή συγκέντρωση της πελατείας: σύρσιμο των γυναικείων φορεμάτων, ανάλαφρα βήματα, συνεννοήσεις με τα γκαρσόνια που όλα είναι ευγενέστατα και με στολές της ώρας. Σε λίγο οι διάφορες θέσεις καταλήφθηκαν από άντρες και κυρίες ντυμένες πλούσια και γενικά εξαιρετικά καθαρά. Όπως γενικά στην Ελβετία, οι πιο πολλοί ξένοι είναι Εγγλέζοι και για τούτο το κυριότερο χαρακτηριστικό που παρουσιάζουν τα γεύματα στα μεγάλα ξενοδοχεία και που σαν νόμος έχει επικρατήσει, είναι ο αυστηρότατος καθωσπρεπισμός, η έλλειψη κάθε επικοινωνίας μεταξύ των συνδαιτυμόνων που δεν προέρχεται από υπεροψία, μα γιατί λείπει η ανάγκη της κι είναι υπεραρκετή η μονήρης ατομική απόλαυση από την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.

Παντού λάμπουν οι κάτασπρες νταντέλες, τα κάτασπρα κολάρα, τα κάτασπρα φυσικά και τεχνητά δόντια, τα κάτασπρα πρόσωπα και χέρια. Μα τα πρόσωπα, που απ' αυτά πολλά είναι πολύ όμορφα, εκφράζουν μοναχά την πλέρια συναίσθηση του πλούτου τους και την απόλυτη έλλειψη προσοχής για όλα γύρω τους, όσα είναι άσχετα με το άτομό τους. Και κείνα τα κάτασπρα χέρια τα στολισμένα με τόσα δαχτυλίδια και βραχιόλια κουνούνται μονάχα για να σιάχνουν τα γιακαδάκια, για να κόβουν το κρέας και να βάνουν κρασί στα ποτήρια τους. Στις κινήσεις τους δεν διακρίνεται η παραμικρότερη ψυχική ταραχή. Οι οικογένειες κάπου- κάπου ανταλλάζουν με χαμηλή φωνή τη γνώμη τους για την ευχάριστη γεύση κάποιου φαγητού ή κρασιού και για την όμορφη θέα που ξανοίγεται από το βουνό Righi.

Όσοι από τους περιηγητές ή τις περιηγήτριες ταξιδεύουν ασυντρόφευτοι κάθονται κλεισμένοι στον εαυτό τους, ο ένας δίπλα στον άλλο, σιωπηλοί και δίχως καν ν' αλλάζουν έστω και μια ματιά. Αν συμβεί κάποτε, και σπανιότατα, δύο απ' αυτούς τους εκατό ανθρώπους να κουβεντιάσουν αναμεταξύ τους, σίγουρα το θέμα τους θα είναι ο καιρός κι η ανάβαση στο βουνό Righi. Τα μαχαίρια και τα πιρούνια κουνούνται αθόρυβα μέσα στα πιάτα, το φαγητό σερβίρεται σε μικρές ποσότητες, τα όσπρια και τα χορταρικά τρώγονται αποκλειστικά με το πιρούνι και τα γκαρσόνια, υποτασσόμενα άθελά τους στη γενική σιωπή, ρωτάνε ψιθυριστά τι κρασί προτιμάτε. Σε παρόμοια γεύματα, πάντα με κυριεύει μια τρομερή βαρυθυμία, βαριέμαι αφάνταστα και στο τέλος μελαγχολώ. Πάντα είναι σαν να μου φαίνεται πως έχω κάποιο φταίξιμο, πως είμαι τιμωρημένος, όπως όταν ήμουν παιδί και για κάποια αταξία μου με κάθιζαν σε μια καρέκλα και μου έλεγαν ειρωνικά: «Ξεκουράσου τώρα φιλαράκο μου!». Ενώ εγώ ένιωθα μέσα στις φλέβες μου να σφύζει το νεανικό αίμα κι άκουγα τις χαρούμενες φωνές που έβγαζαν τ' αδέλφια μου, παίζοντας στο άλλο δωμάτιο.

Αρχικά προσπαθούσα ν' αντιδράσω στο συναίσθημα αυτό, το τόσο καταπιεστικό, που δοκίμαζα σε τέτοια γεύματα, μα μάταια. Ολ' αυτά τα νεκρά πρόσωπα ασκούν μιαν ακαταμάχητη επίδραση πάνω μου και καταντώ και γω το ίδιο νεκρός. Και τότε τίποτα δεν θέλω, τίποτα δε σκέφτομαι, ακόμα και μήτε παρατηρώ τίποτα. Στην αρχή δοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τους γείτονές μου. Μα εκτός από κάποιες φράσεις, που, προφανώς, θα έχουν επαναληφθεί εκατό χιλιάδες φορές στο ίδιο μέρος κι άλλες τόσες από το ίδιο πρόσωπο, δεν κατάφερα ν' ακούσω τίποτα περισσότερο. Κι ωστόσο όλοι τούτοι οι άνθρωποι ούτε ηλίθιοι είναι, μήτε αναίσθητοι και σίγουρα κάτω από το φαινομενικό πάγο, που πίσω απ' αυτόν κρύβονται, θα υφίσταται μια εσωτερική ζωή, σαν και εκείνην που νιώθω εγώ μέσα μου, και ίσως-ίσως πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πιο πολυσύνθετη. Γιατί λοιπόν να στερούν τον εαυτό τους μια από τις πιο καλύτερες απολαύσεις της ζωής, όπως είναι όταν απολαμβάνει ο ένας τον άλλον, όταν απολαμβάνει ένας άνθρωπος άλλον όμοιό του;

Πώς να μην αναπολήσω το Παρισινό οικοτροφείο μας που εκεί πέρα όλοι μας, καμιά εικοσαριά άνθρωποι από τις διάφορες εθνικότητες, τα πιο διάφορα επαγγέλματα και τους πιο διάφορους χαρακτήρες, κάτω από την επίδραση της Γαλλικής κοινωνικότητας, μαζευόμασταν στην τραπεζαρία για φαγητό με ένα κέφι σαν να επρόκειτο για γλέντι. Εκεί πέρα η κουβέντα την ίδια στιγμή γενικευόταν από την μιαν άκρη του τραπεζιού ίσαμε την άλλη, διανθισμένη με διάφορα καλαμπούρια και αστειότητες, έστω και σε λανθασμένα Γαλλικά πολλές φορές. Εκεί πέρα ο καθένας, δίχως να νοιάζεται καθόλου, ξεφούρνιζε το κάθε τι που του ερχόταν στο μυαλό. Εκεί πέρα είχαμε το δικό μας φιλόσοφο, το δικό μας συζητητή, το δικό μας bell esprit. Όλα ήτανε κοινά. Εκεί πέρα αμέσως μετά το φαγητό αποτραβούσαμε το τραπέζι και χορεύαμε la polka στραβά-κουτσά, όπως μας κάπνιζε, ίσαμε το βράδυ. Εκεί πέρα παρ' όλη την κοκεταρία μας, μπορεί να μην ήμαστε πολύ μυαλωμένοι και αξιοσέβαστοι άνθρωποι, όμως είμαστε άνθρωποι. Κι η ισπανίδα κοντέσα με τις ρομαντικές περιπέτειες, κι ο ιταλός αββάς που απάγγελλε την «Θεία Κωμωδία», μετά το φαγητό κι ο αμερικανός γιατρός που είχε ελεύθερη είσοδο στο Τιουλιερί, κι ο νεαρός δραματουργός με τα μακριά μαλλιά, κι η πιανίστα που είχε συνθέσει, όπως έλεγε η ίδια, την καλύτερη πόλκα κι η δυστυχισμένη όμορφη χήρα με τα τριπλά δαχτυλίδια στο κάθε της δάχτυλο, όλοι μας δίχως εξαίρεση, συμπεριφερόμαστε αναμεταξύ μας, μπορεί κάπως επιπόλαια, μα αναμφισβήτητα με την καλύτερη διάθεση και διατηρήσαμε άλλος ελαφρές κι άλλος ειλικρινά εγκάρδιες αναμνήσεις.

Μα όταν βρίσκομαι σ' αυτά τα Εγγλέζικα tables d'hotes, συχνά σκέφτομαι, καθώς κοιτάζω όλες αυτές τις νταντέλες, τις κορδέλες, τα δαχτυλίδια, τα πομαδιασμένα μαλλιά και τα μεταξωτά φορέματα, πόσες ζωντανές γυναίκες θα ήταν πανευτυχείς και θα έδιναν και σ' όλους ευτυχία αν τα είχαν. Είναι παράξενο να σκέφτεσαι κάποιος πόσοι φίλοι κι εραστές, από τους πιο ευτυχισμένους που θα μπορούσαν να είναι, κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον μπορεί δίχως να το υποπτεύονται. Και ποιος ξέρει γιατί δεν θα το μάθουν ποτέ και ποτέ δε θα δώσουν ο ένας στον άλλον εκείνη την ευτυχία που τόσο εύκολα μπορούν να τη δώσουν και που τόσο την ποθούν.

Μελαγχόλησα, όπως πάντα το παθαίνω σε παρόμοια γεύματα, και για τούτο, δίχως ν' αποτελειώσω το γλυκό μου, σηκώθηκα βαρύθυμος και πήγα να τριγυρίσω άσκοπα στην πολιτεία. Οι στενοί βρώμικοι δρόμοι δίχως φωτισμό, τα μαγαζιά που έκλειναν κείνη τη βραδινή ώρα, οι μεθυσμένοι εργάτες που αντάμωνα, οι γυναίκες που πήγαιναν για νερό ή εκείνες οι καπελωμένες που βάδιζαν κολλητά στους τοίχους και αφού γύριζαν και κοίταζαν τους διαβάτες χώνονταν στα στενάκια, ολ' αυτά όχι μόνο δεν διέλυσαν τη μελαγχολία μου, μα την έκαναν πιο έντονη.

Είχε πια εντελώς σκοτεινιάσει στους δρόμους, όταν δίχως να κοιτάζω γύρω μου, δίχως καμιά σκέψη στο κεφάλι, τράβηξα για το ξενοδοχείο μου ελπίζοντας με τον ύπνο να διασκεδάσω τη βαρυθυμία μου. Αισθανόμουνα μια φριχτή ψυχική κρυάδα, απομόνωση και βαριά καρδιά, όπως συμβαίνει κάποτε δίχως πραγματική αιτία, όταν βρεθούμε σ' έναν ξένο τόπο. Βάδιζα έτσι άσκοπα με το βλέμμα χαμηλωμένο, και τραβούσα από την προκυμαία στο ξενοδοχείο μου, όταν ξαφνικά έπληξαν την ακοή μου οι ήχοι κάποιας παράξενης μα εξαιρετικά ευχάριστης και γλυκιάς μουσικής. Οι ήχοι αυτοί μονομιάς επέδρασαν ζωογονικά στην ψυχή μου. Ήταν σαν να τη διαπέρασε κάποιο ζωηρό και χαρούμενο φως. Η διάθεσή μου άλλαξε την ίδια στιγμή. Ένιωθα ευχαριστημένος, χαρούμενος. Η αποκοιμισμένη προσοχή μου ξύπνησε και στράφηκε πάλι στα τριγυρινά πράγματα. Κι η ομορφιά της νύχτας και της λίμνης, που πρωτύτερα μου ήτανε ολότελα αδιάφορη, ξαφνικά, μου έκανε εντύπωση, σαν κάτι καινούριο.

Άθελά μου πρόφτασα ακαριαία να δω και να υπογραμμίσω και τον ουρανό που απλωνόταν συννεφιασμένος τμηματικά και τα γκρίζα συννεφάκια που τον σκέπαζαν κι άφηναν να διαφαίνεται τόπους-τόπους το γαλανό φόντο του που άρχισε να φωτίζεται από το φεγγάρι που υψωνόταν αργά-αργά. Και τη βαθυπράσινη, λίμνη με τα άπειρα φωτάκια που αντιφέγγιζαν μέσα στην ατάραχη επιφάνειά της. Και μακριά, πέρα, στο βάθος τα βουνά που αχνά διακρίνονταν, και τα βατράχια που χαλούσαν τον κόσμο στο Φριόσενμπουργ και τα δροσερά σφυρίγματα των ορτυκιών από την αντικρινή όχθη. Και κατά μπροστά μου, σε κείνο ακριβώς το σημείο, απ' όπου ακουγόταν η μουσική και που σ' αυτό ήτανε κατά κύριο λόγο συγκεντρωμένη όλη μου η προσοχή, ξεχώρισα στο μισοσκόταδο στο κέντρο του δρόμου πλήθος κόσμου να σχηματίζει ένα ημικύκλιο ασφυχτικό και πιο πέρα, σε μικρή απόσταση, ένα μικρόσωμο ανθρωπάκο με μαύρα ρούχα. Παραπίσω από το μαζεμένο εκείνο πλήθος και τον ανθρωπάκο, στο φόντο του τμηματικά συννεφιασμένου ουρανού υψώνονταν επιβλητικά και μεγαλόπρεπα οι δυο αυστηροί τρούλοι του καθεδρικού ναού κι οι δεντροκορφές του κήπου που τον τριγύριζε.

Όσο κοντοζύγωνα στο σημείο αυτό, τόσο άκουγα πιο ξεκάθαρα τη μουσική. Μπορούσα πια να ξεχωρίσω, καθώς γλυκά ταλαντευόταν μέσα στη βραδινή ατμόσφαιρα τις μακρινές, πλέριες συγχορδίες κιθάρας και διάφορες φωνές, που διαδεχόμενες η μια την άλλη δεν τραγουδούσαν πλέριο θέμα, παρά μονάχα υπογραμμίζοντας τα πιο χτυπητά σημεία του έκαναν τον ακροατή να το αισθανθεί. Το θέμα ήτανε κάτι που έμοιαζε με γλυκύτατη και χαριτωμένη μαζούρκα. Οι φωνές ακούγονταν πότε κοντινές, πότε απόμακρες. Πότε φωνή τενόρου, πότε φωνή μπάσου, πότε κείνοι οι Τυρολέζικοι λαρυγγισμοί με τις εναλλαγές τους. Αυτό δεν ήτανε ένα τραγούδι, παρά μια ανάλαφρη, μα τεχνικότατη άσκηση τραγουδιού.

Δε μπορούσα να καταλάβω τι ήτανε, όμως ήτανε περίφημο. Αυτές οι γιομάτες ηδυπάθεια συγχορδίες της κιθάρα, οι τόσο σιγανές, αυτή η γλυκύτατη, ανάλαφρη μελωδία, κι αυτή η κατάμονη σιλουέτα του μαυροντυμένου ανθρωπάκου μέσα στο φαντασμαγορικό πλαίσιο που σχημάτιζε η σκοτεινόχρωμη λίμνη, το σκόρπιο φεγγαρόφωτο, οι τεράστιοι τρούλοι του ναού κι οι πανύψηλες δεντροκορφές που υψώνονταν σιωπηλά κι ολόμαυρα, όλα τούτα ήτανε παράξενα, μα στον υπέρτατο βαθμό όμορφα ή τουλάχιστον τέτοια μου φάνηκαν.

Όλες οι μπερδεμένες, οι αθέλητες εντυπώσεις της ζωής, πήραν ξαφνικά για μένα σημασία και θέλγητρο. Ήτανε σάμπως μέσα στη ψυχή μου να άνθισε μονομιάς ένα ολόδροσο, μοσχοβολητό λουλούδι. Εκεί που ένα λεπτό πρωτύτερα, ένιωθα κούραση, αφηρημάδα και πλέρια αδιαφορία για όλα στον κόσμο, αισθάνθηκα ξαφνικά να με πλημμυρίζει μια ανάγκη για αγάπη, μια πληρότητα ελπίδας και μια αναίτια χαρά της ζωής. Σαν τι να θέλεις; Σαν τι να ποθείς; - αναρωτήθηκα άθελά μου. Να την η ποίηση κι η ομορφιά που σε κυκλώνει ολούθε. Ρούφηξε την μέσα σου με βαθιές εισπνοές, μ' όλη σου τη δύναμη, απόλαυσέ την. Τι άλλο θέλεις; Όλα είναι δικά σου, όλα τα αγαθά...

Κοντοζύγωσα ακόμα πιο πολύ. Ο μικρόσωμος ανθρωπάκος φαινόταν να είναι πλανόδιος Τυρολέζος. Στεκόταν μπρος στα παράθυρα του ξενοδοχείου μου, με το ένα ποδαράκι τεντωμένο, με το κεφάλι ψηλά και, παίζοντας την κιθάρα του, τραγουδούσε σε διάφορες φωνές το χαριτωμένο τραγουδάκι του. Αισθάνθηκα παρευθύς μια τρυφερότητα για τον άνθρωπον αυτόν και ταυτόχρονα ευγνωμοσύνη για κείνη την απότομη εσωτερική μεταβολή που μου προξένησε. Ο τραγουδιστής, όσο μπόρεσα να διακρίνω, φορούσε ένα παλιούτσικο μαύρο σουρτούκο, είχε κοντά μαύρα μαλλιά που τα σκέπαζε ένα απλούστατο και αρκετά φθαρμένο κασκέτο. Το ντύσιμό του δεν είχε τίποτα το καλλιτεχνικό, μα κείνο το παιδιάστικο χαρούμενο ύφος του, η ασίκικη στάση κι οι κινήσεις μαζί με το μικροσκοπικό ανάστημά του αποτελούσαν ένα θέαμα συγκινητικό και διασκεδαστικό ταυτόχρονα.

Στην είσοδο στα παράθυρα και στα μπαλκόνια του λαμπροφωτισμένου ξενοδοχείου στέκονταν φαντάζοντας με τις πλούσιες τουαλέτες τους οι κυρίες και οι κύριοι με τα κάτασπρα κολάρα, ο θυρωρός κι ένας υπηρέτης με τις χρυσοστόλιστες λιβρέες τους. Στο δρόμο μέσα στο ημικύκλιο, που σχημάτιζε το μαζεμένο πλήθος και παραπέρα ανάμεσα στη δεντροστοιχία είχανε συγκεντρωθεί και χάζευαν τα κομψοντυμένα γκαρσόνια, οι μάγειροι με τους κάτασπρους σκούφους και τα σακάκια τους, κοπέλες αγκαλιασμένες και διάφοροι περιπατητές. Όλοι φαίνονταν να 'ναι κυριευμένοι από το ίδιο με μένα συναίσθημα. Όλοι στέκονταν σιωπηλοί γύρω στον τραγουδιστή κι άκουγαν προσεχτικά. Σιγαλιά απόλυτη ήτανε απλωμένη γύρω και μονάχα στα διαλείμματα του τραγουδιού κάπου μακριά ακουγόταν κάποιος κανονικός χτύπος πάνω στα νερά κι από το Φριόσενμπουργκ οι σκόρπιοι λαρυγγισμοί των βατραχιών κι ανάμεσά τους τα δροσερά μονότονα σφυρίγματα των ορτυκιών.

Ο ανθρωπάκος, ωστόσο, μέσα στο σκοτάδι εκεί δα στο δρόμο, χαλούσε τον κόσμο τραγουδώντας τη μια στροφή πισ' απ' την άλλη και το ένα τραγούδι πισ' απ' τ' άλλο. Παρ' όλο που βρέθηκα πολύ-πολύ κοντά του, το τραγούδι του εξακολουθούσε να μου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση. Η μικρή φωνή του ήτανε εξαιρετικά ευχάριστη. Κι η λεπτότητα, το γούστο και το αίσθημα του μέτρου που μ' αυτά την κυβερνούσε, ήτανε σπάνια κι έδειχναν πως ήτανε προικισμένος πλούσια από τη φύση. Τα ρεφρέν τα τραγουδούσε διαφορετικά κάθε φορά κι ήτανε φανερό πως όλες κείνες οι χαριτωμένες αλλαγές του έρχονταν άκοπα και αυτοστιγμεί.

Και μέσα στο πλήθος και πάνω στα παράθυρα και στα μπαλκόνια του ξενοδοχείου, και στον περίπατο ακούγονταν συχνά επιδοκιμαστικοί ψίθυροι και βασίλευε μια σιωπή γεμάτη σεβασμό. Στα μπαλκόνια και στα παράθυρα αύξαιναν ολοένα και πιο πολύ οι θεατές, λαμπροντυμένοι άντρες και γυναίκες που φάνταζαν γραφικότατα, καθώς στέκονταν μέσα σε εκείνον τον άπλετο φωτισμό. Κοντά μου, καπνίζοντας πούρα, είδα να στέκονται κάπως απομακρυσμένοι απ' όλο το πλήθος ο αριστοκρατικός λακές κι ο μάγειρος. Ο μάγειρος αισθανόταν έντονα τη γοητεία της μουσικής και στην κάθε υψηλή νότα κινούσε μ' ενθουσιασμό και κατάπληξη το κεφάλι, γνέφοντας του λακέ και τον σκουντούσε με τον αγκώνα του με μιαν έκφραση σαν να ήθελε να του πει: τραγούδι μια φορά! Ε; Ο λακές που από το πλατύ του χαμόγελο καταλάβαινε όλη την ευχαρίστηση που αισθανόταν, στα σκουντήματα του μάγειρα αποκρινόταν κινώντας τις πλάτες του, πως κείνος δηλαδή έχει ακούσει πολύ καλύτερα απ' αυτό το τραγούδι και δεν τον ξιπάζει τίποτα.

Σ' ένα διάλειμμα που ο τραγουδιστής ξερόβηχε, ρώτησα το λακέ ποιος να 'τανε κι αν ερχότανε συχνά στη Λουκέρνη αυτός ο μουσικός.

- Ναι, τα καλοκαίρια έρχεται μια-δυο φορές, μου αποκρίθηκε, είναι από την Αργοβή. Έτσι, ζητιανεύει.

- Και περνάνε πολλοί τέτοιοι από δω; - ρώτησα.

- Ναι, ναι, αποκρίθηκε ο λακές, που δεν καλοκατάλαβε στην αρχή εκείνο που τον ρώτησα, και αμέσως ύστερα πρόσθεσε. Ω, όχι πέρα! Εδώ πέρα αυτόν μονάχα βλέπουμε. Άλλοι δεν έχουν φανεί.

Εκείνη τη στιγμή ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος είχε τελειώσει το πρώτο τραγούδι, αναποδογύρισε μ' ένα σκέρτσο την κιθάρα του και κάτι είπε σα να μονολογούσε, με κείνα τα Γερμανικά που συνηθίζει ο λαός της περιοχής του, και που εγώ δε μπόρεσα να καταλάβω, μα προξένησαν τα χάχανα του πλήθους.

- Τι λέει; ρώτησα.

- Λέει, πως στέγνωσε ο λαιμός του και θα έπινε λίγο κρασάκι, μου μετέφρασε ο λακές που στεκόταν δίπλα μου.

- Θα του αρέσει φαίνεται να το τσούζει, ε;

- Μα όλοι αυτοί τέτοιοι είναι, χαμογέλασε ο λακές με μια περιφρονητική χειρονομία προς το μέρος του τραγουδιστή.

Ο ανθρωπάκος στο αναμεταξύ έβγαλε το κασκέτο του και κρατώντας πάντα την κιθάρα πλησίασε στο ξενοδοχείο. Με το κεφάλι τεντωμένο στράφηκε στον κόσμο που γέμιζε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια:

«Messieurs et madames -είπε με προφορά μισοϊταλική και μισογερμανική και με κείνο το ύφος που οι ταχυδακτυλουργοί απευθύνονται στο κοινό- si vous croyez que je gague quelque chosse, vous vous trompez; je ne suis qu' un bauvre tiaple.

(Κύριοι και κυρίες αν πιστεύετε πως κερδίζω κάτι, απατάσθε, εγώ δεν είμαι παρά ένας φτωχός διάβολος. - Έχει τηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου, γιατί υποτίθεται πως έτσι λανθασμένα μιλούσε ο πλανόδιος μουσικός.).

Σταμάτησε, σώπασε για λίγο, και καθώς κανένας δεν του έδινε τίποτα, αγκάλιασε την κιθάρα του και είπε:

«Α prisent messieurs et medames, je vous chanterai l'air du Righi»

(Και τώρα, κύριοι και κυρίες θα σας τραγουδήσω τον αέρα του βουνού Righi).

Ο πλουσιόκοσμος σώπαινε στα ύψη του, μα εξακολουθούσε να στέκεται, περιμένοντας ίσως ν' ακούσει το τραγούδι. Κάτω, ακούστηκαν κάποια γέλια ανάμεσα στο πλήθος. Φαίνεται να κορόιδευαν τα παραφθαρμένα γερμανικά του, καθώς και που δεν του έδωκαν πεντάρα οι Εγγλέζοι του ξενοδοχείου. Του έβαλαν μερικές δεκάρες μέσα στο κασκέτο που κρατούσε που αυτός αφού τις έπαιξε με επιδεξιότητα στις φούχτες του, τις έχωσε στην τσέπη του, ύστερα φόρεσε το κασκέτο κι άρχισε να τραγουδάει το γλυκύτατο Τυρολέζικο τραγούδι που το έλεγε «l'air du Righi». Το τραγουδά κι αυτό που τ' άφηνε για κατακλείδα ήτανε ωραιότερο απ' όλα τ' άλλα κι ολούθε μεσ' από το πλήθος, που είχε σημαντικά πολλαπλασιαστεί, ακουγόταν επιδοκιμαστικά επιφωνήματα.

Κάποια στιγμή το τραγούδι τέλειωσε. Ξανακρέμασε στον ώμο την κιθάρα, έβγαλε το κασκέτο και κρατώντας το με το χέρι τεντωμένο, προχώρησε δυο βήματα πιο κοντά κατά τα παράθυρα του ξενοδοχείου, επαναλαμβάνοντας την ακατανόητη φράση του: «Messieurs et medames si vous croyez que je gague quelque chosse», που τη θεωρούσε φαίνεται, πολύ έξυπνη και πολύ πετυχημένη, μα στη φωνή του και στις κινήσεις του παρατήρησα τώρα κάποιο δισταγμό και κάποια δειλία παιδιάστικη, που, καθώς ήτανε τόσο μικροσκοπικός, χτυπούσαν αμέσως στο μάτι. Ο κομψός κόσμος εξακολουθούσε το ίδιο γραφικά να φαντάζει καθώς στεκόταν στα φωτοπεριχυμένα παράθυρα, και να θαμπώνει τα μάτια με το πλούσιο ντύσιμό του. Μερικοί απ' αυτούς κουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή αναμεταξύ τους και με ύφος άψογο, σίγουρα σχετικά με τον τραγουδιστή που μ' απλωμένο το χέρι στεκόταν μπροστά τους. Άλλοι κοίταζαν προσεχτικά και με περιέργεια κάτω, τη μικρή εκείνη μαύρη σιλουέτα. Σ' ένα μπαλκόνι ακούστηκε το ηχηρό και χαρούμενο γέλιο κάποιας νέας κοπέλας. Ανάμεσα στο πλήθος, κάτω, ακούγονταν ολοένα πιο δυνατά ομιλίες και γέλια.

Ο τραγουδιστής επανάλαβε για τρίτη φορά τη φράση του, μα με φωνή ακόμα πιο αδύναμη και, μάλιστα προτού την αποτελειώσει, άπλωσε ξανά το χέρι του με το αναποδογυρισμένο κασκέτο και την ίδια στιγμή το κατέβασε. Και πάλι απ' όλους εκείνους τους εκατό λαμπροντυμένους ανθρώπους δε βρέθηκε ένας να του ρίξει κάποιο νόμισμα. Το πλήθος χαχάνισε αλύπητα. Ο μικρόσωμος τραγουδιστής, μου φάνηκε σαν να μίκρυνε ακόμα πιο πολύ, πήρε στ' άλλο χέρι την κιθάρα, κίνησε πάνω από το κεφάλι του το κασκέτο λέγοντας: «Messieurs et madames, je vous remercie et je vous souhaite une bonne nuit» (Κύριοι και κυρίες σας ευχαριστώ και σας εύχομαι καληνύχτα.) και το ξαναφόρεσε.

Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια δυνατά και χαρούμενα. Από τα μπαλκόνια άρχισαν να φεύγουν σιγά-σιγά όλες εκείνες οι όμορφες κυρίες με τους άντρες τους, κουβεντιάζοντας ήσυχα αναμεταξύ τους. Στην προκυμαία ξανάρχισε ο περίπατος. Ο δρόμος, που είχε σωπάσει την ώρα της μουσικής, ξαναπήρε την αρχική ζωηρότητά του. Μονάχα μερικοί άνθρωποι απόμειναν να στέκονται κάπως απόμερα κοιτάζοντας τον τραγουδιστή και γελώντας. Άκουσα που αυτός κάτι μουρμούρισε μονολογώντας, στράφηκε και, σάμπως να μίκρυνε ακόμα πιο πολύ, με γρήγορα βήματα τράβηξε κατά την πολιτεία. Οι γλεντζέδες που τον παρακολουθούσαν γελώντας, στράφηκαν κι αυτοί και τον πήραν από πίσω με αργό βήμα, σκασμένα στα γέλια...

Εγώ τα είχα χάσει ολότελα. Δεν μπορούσε να καταλάβω τι σήμαιναν ολ' αυτά. Και, καρφωμένος στη θέση που βρέθηκα, κοίταζα άσκοπα το μικροσκοπικό ανθρωπάκο που με βήματα σερνόμενα βάδιζε γρήγορα μέσα στο σκοτάδι τραβώντας για την πολιτεία, και τους γλεντζέδες που, γελώντας, τον ακολουθούσαν από μακριά. Πόνεσα και πικράθηκα και, το κυριότερο, ντράπηκα για λογαριασμό του πλανόδιου τραγουδιστή, για το πλήθος, για μένα τον ίδιο, σάμπως εγώ να είχα ζητήσει λεφτά και δε μου δώσανε και σ' επίμετρο γελούσαν σε βάρος μου. Και δίχως να γυρίσω να δω τίποτ' άλλο με την καρδιά σφιγμένη μπήκα βιαστικά στην είσοδο του Σβέιτσεργοφ. Δεν καταλάβαινα τι αισθανόμουν, μα κάποιο βάρος ανεξήγητο πλημμύριζε την ψυχή μου και την πίεζε οδυνηρά.


Από τις σημειώσεις του Πρίγκιπα Δ. Νιεχλιούτοβ (1) From the notes of Prince D. Nehliutov (1) De las notas del príncipe D. Nehliutov (1) D'après les notes du Prince D. Nehliutov (1)

Λουκέρνη, 8 Ιουλίου Luzern, 8. Juli

Χτες βράδυ έφτασα στη Λουκέρνη κι εγκαταστάθηκα στο καλύτερο ξενοδοχείο, στο Σβέιτσεργοφ.

«Η Λουκέρνη αρχαία πρωτεύουσα καντονίου, που κείται στην όχθη της λίμνης τεσσάρων καντονιών - λέει ο Murray - είναι μια από τις πιο ρομαντικές τοποθεσίες της Ελβετίας. Σ' αυτήν διασταυρώνονται τρεις από τους κυριότερους δρόμους. Και σ' απόσταση μιας ώρας μόνο με το πλοίο βρίσκεται το βουνό Righi, απ' όπου ξανοίγεται μια από τις μεγαλοπρεπέστερες θέες του κόσμου». Und nur eine Stunde mit dem Boot entfernt liegt der Berg Righi, von dem aus man einen der schönsten Ausblicke der Welt hat. Σωστά ή όχι δεν ξέρω, όμως κι άλλοι οδηγοί το ίδιο λένε, και για τούτο στη Λουκέρνη κατασταλάζουν περιηγητές απ' όλον τον κόσμο σε μεγάλο αριθμό και πιο πολύ Εγγλέζοι. Το πολυτελέστατο κτίριο του ξενοδοχείου του Σβέιτσεργοφ με τα πέντε πατώματα χτίστηκε τελευταία κοντά στην όχθη της λίμνης, στο ίδιο σημείο που παλαιότερα υπήρχε μια ξύλινη ελικοειδής γέφυρα με παρεκκλησάκια στις άκρες και εικονίσματα πάνω σε στύλους. Τώρα, χάρη στην τεράστια συρροή των Εγγλέζων, στις απαιτήσεις τους και στα λεφτά τους, οι Ελβετοί κατέστρεψαν τη γέφυρα και στη θέση της έφτιαξαν μια ισοπεδωμένη κι ολόισια δίχως την παραμικρή καμπύλη προκυμαία, έχτισαν πάνω σ' αυτήν αυτά τα άχαρα πενταώροφα κτήρια, όλα όμοια σε σχήμα κύβου και μπρος απ' αυτά φύτεψαν δυο σειρές μικρές φιλύρες στολισμένες με ξύλινα στηρίγματα κι ανάμεσά τους, όπως συνηθίζεται, έστησαν πράσινα παγκάκια. Αυτός είναι ο περίπατος. Εκεί βλέπει κάποιος να πηγαινοέρχονται με ρυθμικό βήμα Εγγλέζοι, φορώντας τα απαραίτητα ελβετικά ψάθινα καπέλα κι οι Εγγλέζοι με τα πραχτικά και βολικά κοστούμια τους, απολαβαίνοντας το έργο τους.

Καθόλου απίθανο όλα τούτα, οι προκυμαίες δηλαδή και τα κτήρια κι οι φιλύρες κι οι Εγγλέζοι, να είναι πολύ ταιριαστά κι όμορφα κάπου αλλού μα όχι εδώ πέρα ανάμεσα σ' αυτήν την παράξενα μεγαλόπρεπη και ταυτόχρονα ανέκφραστα αρμονική κι απαλή φύση. Όταν μπήκα στο δωμάτιο μου κι άνοιξα τα παράθυρα προς το μέρος της λίμνης, η ομορφιά εκείνου του νερού, εκείνων των βουνών κι εκείνου τ' ουρανού με θάμπωσε κυριολεκτικά την πρώτη στιγμή και με συγκίνησε βαθύτατα. Αισθάνθηκα μια έντονη εσωτερική ταραχή και την ανάγκη να εξωτερικέψω με κάποιον τρόπο αυτό που τόσο ξαφνικά πλημμύρισε την ψυχή μου. Θα ήθελα να μπορούσα ν' αγκαλιάσω κάποιον, να τον αγκαλιάσω σφιχτά, να τον γαργαλίσω, να τον τσιμπήσω, μ' άλλα λόγια ν' αφεθώ σ' ένα ξέσπασμα ασυνήθιστο και για μένα και για κείνον.

Η ώρα ήταν εφτά το απόγευμα. Όλη την ημέρα έβρεχε και μονάχα τώρα ξαστέρωνε. Η λίμνη απλωνόταν μπρος στα παράθυρα ολογάλανη σαν φλόγα θειαφιού, ακίνητη και κάπως σαν φουσκωμένη ανάμεσα στις πολυποίκιλες παρόχθιες πρασινάδες. Εξαφανιζόταν στο στενό πέρασμα, που σχημάτιζαν δυο τεράστιες απόκρημνες όχθες και, σκουραίνοντας, πήγαινε κι ακουμπούσε και χανόταν μέσα στον όγκο από όλα εκείνα τα άταχτα σωριασμένα το ένα πάνω στ' άλλο κοιλάδες, βουνά, σύννεφα και πάγους. Τα νερά της φάνταζαν πέρα για πέρα ακίνητα, γιατί τα μικροσκοπικά βαρκάκια που τα διέσχιζαν δεν άφηναν ίχνη πίσω τους. Αυτά σχηματίζονταν κι έσβηναν την ίδια στιγμή.

Στο πρώτο πλάνο πρόβαλαν υγρές ανοιχτοπράσινες, σκόρπιες δεξιά κι αριστερά όχθες με τους καλαμιώνες, τα λιβάδια, τα περιβόλια και τις βίλες. Παραπέρα οι σκουροπράσινες χορταριασμένες ανώμαλες εκτάσεις με τα ερείπια των πύργων. Στο βάθος τσαλακωμένη η ασπρομενεξελιά θέα των βουνών με τις θαμπές άσπρες βουνοκορφές τις τόσο παράξενα βραχώδικες. Κι ολ' αυτά περιχυμένα με κείνο το γλυκό, το διάφανο γαλανό της ατμόσφαιρας και φωτισμένα με τις θερμές ηλιαχτίδες της δύσης, που πρόβαλαν μεσ' απ' τις σχισμάδες που άφηναν τα σύννεφα που διαλύονταν. Ούτε πάνω στη λίμνη, ούτε πάνω στα βουνά, ούτε πάνω στον ουρανό θα μπορούσε να έβρισκε κάποιος μια ατόφια γραμμή, ένα πλέριο χρώμα, μια στιγμή όμοια με την άλλη. Παντού κίνηση, ασυμμετρία, παραξενιά, ένα ανακάτωμα και ποικιλία από σκιές και γραμμές και παντού και σ' όλα γαλήνη, απαλότητα, ενότητα, ομορφιά. Και ανάμεσα σ' όλη εκείνη την ακαθόριστη, τη μπερδεμένη, την πέρα για πέρα ελεύθερη ομορφιά, ακριβώς μπροστά στο παράθυρό μου, ορθωνόταν γελοιωδέστατα, σαν παιχνίδι ταχυδακτυλουργού, το άσπρο μπαστούνι της προκυμαίας, οι μικρές φιλύρες με τα στηρίγματά τους και τα πράσινα παγκάκια - φτωχά, τιποτένια ανθρώπινα έργα, που δεν εξαφανίζονταν σαν εκείνες τις μακρινές βίλες και τα ερείπια των πύργων μέσα στη γενική αρμονία της ομορφιάς παρά, απεναντίας, πρόβαλαν σαν μια χυδαία αντίθεση.

Αδιάκοπα και άθελά μου η ματιά μου τρακάριζε μ' εκείνη τη φριχτά ολόισια γραμμή της προκυμαίας και νοερά ήθελα να μπορούσα να την αποσπρώξω, να την καταστρέψω, έτσι σαν κάποιο μαύρο σκουπιδάκι που έχει καθίσει στη μύτη μου κάτω από το μάτι. Μια η προκυμαία με τους Εγγλέζους περιπατητές εξακολουθούσε να παραμένει στη θέση της κι εγώ μάταια προσπαθούσα να βρω ένα σημείο, απ' όπου θα μπορούσα να μην τη βλέπω. Τέλος το κατάφερα κι ίσαμε το γεύμα απολάβαινα κατάμονος εκείνο το όχι πλέριο, μα για τούτο πολύ γλυκύτερα εξαντλητικό συναίσθημα που δοκιμάζομε όταν κατάμονοι αντικρίζουμε τις ομορφιές της φύσης.

Στις εφτάμιση με κάλεσαν για το γεύμα. Στη μεγάλη αίθουσα με την πολυτελέστατη επίπλωση, στο κάτω πάτωμα, ήτανε στρωμένα δυο μακριά τραπέζια τουλάχιστο για εκατό ανθρώπους. Κάπου τρία λεπτά της ώρας συνεχίστηκε η σιωπηλή συγκέντρωση της πελατείας: σύρσιμο των γυναικείων φορεμάτων, ανάλαφρα βήματα, συνεννοήσεις με τα γκαρσόνια που όλα είναι ευγενέστατα και με στολές της ώρας. Σε λίγο οι διάφορες θέσεις καταλήφθηκαν από άντρες και κυρίες ντυμένες πλούσια και γενικά εξαιρετικά καθαρά. Όπως γενικά στην Ελβετία, οι πιο πολλοί ξένοι είναι Εγγλέζοι και για τούτο το κυριότερο χαρακτηριστικό που παρουσιάζουν τα γεύματα στα μεγάλα ξενοδοχεία και που σαν νόμος έχει επικρατήσει, είναι ο αυστηρότατος καθωσπρεπισμός, η έλλειψη κάθε επικοινωνίας μεταξύ των συνδαιτυμόνων που δεν προέρχεται από υπεροψία, μα γιατί λείπει η ανάγκη της κι είναι υπεραρκετή η μονήρης ατομική απόλαυση από την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.

Παντού λάμπουν οι κάτασπρες νταντέλες, τα κάτασπρα κολάρα, τα κάτασπρα φυσικά και τεχνητά δόντια, τα κάτασπρα πρόσωπα και χέρια. Μα τα πρόσωπα, που απ' αυτά πολλά είναι πολύ όμορφα, εκφράζουν μοναχά την πλέρια συναίσθηση του πλούτου τους και την απόλυτη έλλειψη προσοχής για όλα γύρω τους, όσα είναι άσχετα με το άτομό τους. Και κείνα τα κάτασπρα χέρια τα στολισμένα με τόσα δαχτυλίδια και βραχιόλια κουνούνται μονάχα για να σιάχνουν τα γιακαδάκια, για να κόβουν το κρέας και να βάνουν κρασί στα ποτήρια τους. Στις κινήσεις τους δεν διακρίνεται η παραμικρότερη ψυχική ταραχή. Οι οικογένειες κάπου- κάπου ανταλλάζουν με χαμηλή φωνή τη γνώμη τους για την ευχάριστη γεύση κάποιου φαγητού ή κρασιού και για την όμορφη θέα που ξανοίγεται από το βουνό Righi.

Όσοι από τους περιηγητές ή τις περιηγήτριες ταξιδεύουν ασυντρόφευτοι κάθονται κλεισμένοι στον εαυτό τους, ο ένας δίπλα στον άλλο, σιωπηλοί και δίχως καν ν' αλλάζουν έστω και μια ματιά. Αν συμβεί κάποτε, και σπανιότατα, δύο απ' αυτούς τους εκατό ανθρώπους να κουβεντιάσουν αναμεταξύ τους, σίγουρα το θέμα τους θα είναι ο καιρός κι η ανάβαση στο βουνό Righi. Τα μαχαίρια και τα πιρούνια κουνούνται αθόρυβα μέσα στα πιάτα, το φαγητό σερβίρεται σε μικρές ποσότητες, τα όσπρια και τα χορταρικά τρώγονται αποκλειστικά με το πιρούνι και τα γκαρσόνια, υποτασσόμενα άθελά τους στη γενική σιωπή, ρωτάνε ψιθυριστά τι κρασί προτιμάτε. Σε παρόμοια γεύματα, πάντα με κυριεύει μια τρομερή βαρυθυμία, βαριέμαι αφάνταστα και στο τέλος μελαγχολώ. Πάντα είναι σαν να μου φαίνεται πως έχω κάποιο φταίξιμο, πως είμαι τιμωρημένος, όπως όταν ήμουν παιδί και για κάποια αταξία μου με κάθιζαν σε μια καρέκλα και μου έλεγαν ειρωνικά: «Ξεκουράσου τώρα φιλαράκο μου!». Ενώ εγώ ένιωθα μέσα στις φλέβες μου να σφύζει το νεανικό αίμα κι άκουγα τις χαρούμενες φωνές που έβγαζαν τ' αδέλφια μου, παίζοντας στο άλλο δωμάτιο.

Αρχικά προσπαθούσα ν' αντιδράσω στο συναίσθημα αυτό, το τόσο καταπιεστικό, που δοκίμαζα σε τέτοια γεύματα, μα μάταια. Ολ' αυτά τα νεκρά πρόσωπα ασκούν μιαν ακαταμάχητη επίδραση πάνω μου και καταντώ και γω το ίδιο νεκρός. Και τότε τίποτα δεν θέλω, τίποτα δε σκέφτομαι, ακόμα και μήτε παρατηρώ τίποτα. Στην αρχή δοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τους γείτονές μου. Μα εκτός από κάποιες φράσεις, που, προφανώς, θα έχουν επαναληφθεί εκατό χιλιάδες φορές στο ίδιο μέρος κι άλλες τόσες από το ίδιο πρόσωπο, δεν κατάφερα ν' ακούσω τίποτα περισσότερο. Κι ωστόσο όλοι τούτοι οι άνθρωποι ούτε ηλίθιοι είναι, μήτε αναίσθητοι και σίγουρα κάτω από το φαινομενικό πάγο, που πίσω απ' αυτόν κρύβονται, θα υφίσταται μια εσωτερική ζωή, σαν και εκείνην που νιώθω εγώ μέσα μου, και ίσως-ίσως πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πιο πολυσύνθετη. Γιατί λοιπόν να στερούν τον εαυτό τους μια από τις πιο καλύτερες απολαύσεις της ζωής, όπως είναι όταν απολαμβάνει ο ένας τον άλλον, όταν απολαμβάνει ένας άνθρωπος άλλον όμοιό του;

Πώς να μην αναπολήσω το Παρισινό οικοτροφείο μας που εκεί πέρα όλοι μας, καμιά εικοσαριά άνθρωποι από τις διάφορες εθνικότητες, τα πιο διάφορα επαγγέλματα και τους πιο διάφορους χαρακτήρες, κάτω από την επίδραση της Γαλλικής κοινωνικότητας, μαζευόμασταν στην τραπεζαρία για φαγητό με ένα κέφι σαν να επρόκειτο για γλέντι. Εκεί πέρα η κουβέντα την ίδια στιγμή γενικευόταν από την μιαν άκρη του τραπεζιού ίσαμε την άλλη, διανθισμένη με διάφορα καλαμπούρια και αστειότητες, έστω και σε λανθασμένα Γαλλικά πολλές φορές. Εκεί πέρα ο καθένας, δίχως να νοιάζεται καθόλου, ξεφούρνιζε το κάθε τι που του ερχόταν στο μυαλό. Εκεί πέρα είχαμε το δικό μας φιλόσοφο, το δικό μας συζητητή, το δικό μας bell esprit. Όλα ήτανε κοινά. Εκεί πέρα αμέσως μετά το φαγητό αποτραβούσαμε το τραπέζι και χορεύαμε la polka στραβά-κουτσά, όπως μας κάπνιζε, ίσαμε το βράδυ. Εκεί πέρα παρ' όλη την κοκεταρία μας, μπορεί να μην ήμαστε πολύ μυαλωμένοι και αξιοσέβαστοι άνθρωποι, όμως είμαστε άνθρωποι. Κι η ισπανίδα κοντέσα με τις ρομαντικές περιπέτειες, κι ο ιταλός αββάς που απάγγελλε την «Θεία Κωμωδία», μετά το φαγητό κι ο αμερικανός γιατρός που είχε ελεύθερη είσοδο στο Τιουλιερί, κι ο νεαρός δραματουργός με τα μακριά μαλλιά, κι η πιανίστα που είχε συνθέσει, όπως έλεγε η ίδια, την καλύτερη πόλκα κι η δυστυχισμένη όμορφη χήρα με τα τριπλά δαχτυλίδια στο κάθε της δάχτυλο, όλοι μας δίχως εξαίρεση, συμπεριφερόμαστε αναμεταξύ μας, μπορεί κάπως επιπόλαια, μα αναμφισβήτητα με την καλύτερη διάθεση και διατηρήσαμε άλλος ελαφρές κι άλλος ειλικρινά εγκάρδιες αναμνήσεις.

Μα όταν βρίσκομαι σ' αυτά τα Εγγλέζικα tables d'hotes, συχνά σκέφτομαι, καθώς κοιτάζω όλες αυτές τις νταντέλες, τις κορδέλες, τα δαχτυλίδια, τα πομαδιασμένα μαλλιά και τα μεταξωτά φορέματα, πόσες ζωντανές γυναίκες θα ήταν πανευτυχείς και θα έδιναν και σ' όλους ευτυχία αν τα είχαν. Είναι παράξενο να σκέφτεσαι κάποιος πόσοι φίλοι κι εραστές, από τους πιο ευτυχισμένους που θα μπορούσαν να είναι, κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον μπορεί δίχως να το υποπτεύονται. Και ποιος ξέρει γιατί δεν θα το μάθουν ποτέ και ποτέ δε θα δώσουν ο ένας στον άλλον εκείνη την ευτυχία που τόσο εύκολα μπορούν να τη δώσουν και που τόσο την ποθούν.

Μελαγχόλησα, όπως πάντα το παθαίνω σε παρόμοια γεύματα, και για τούτο, δίχως ν' αποτελειώσω το γλυκό μου, σηκώθηκα βαρύθυμος και πήγα να τριγυρίσω άσκοπα στην πολιτεία. Οι στενοί βρώμικοι δρόμοι δίχως φωτισμό, τα μαγαζιά που έκλειναν κείνη τη βραδινή ώρα, οι μεθυσμένοι εργάτες που αντάμωνα, οι γυναίκες που πήγαιναν για νερό ή εκείνες οι καπελωμένες που βάδιζαν κολλητά στους τοίχους και αφού γύριζαν και κοίταζαν τους διαβάτες χώνονταν στα στενάκια, ολ' αυτά όχι μόνο δεν διέλυσαν τη μελαγχολία μου, μα την έκαναν πιο έντονη.

Είχε πια εντελώς σκοτεινιάσει στους δρόμους, όταν δίχως να κοιτάζω γύρω μου, δίχως καμιά σκέψη στο κεφάλι, τράβηξα για το ξενοδοχείο μου ελπίζοντας με τον ύπνο να διασκεδάσω τη βαρυθυμία μου. Αισθανόμουνα μια φριχτή ψυχική κρυάδα, απομόνωση και βαριά καρδιά, όπως συμβαίνει κάποτε δίχως πραγματική αιτία, όταν βρεθούμε σ' έναν ξένο τόπο. Βάδιζα έτσι άσκοπα με το βλέμμα χαμηλωμένο, και τραβούσα από την προκυμαία στο ξενοδοχείο μου, όταν ξαφνικά έπληξαν την ακοή μου οι ήχοι κάποιας παράξενης μα εξαιρετικά ευχάριστης και γλυκιάς μουσικής. Οι ήχοι αυτοί μονομιάς επέδρασαν ζωογονικά στην ψυχή μου. Ήταν σαν να τη διαπέρασε κάποιο ζωηρό και χαρούμενο φως. Η διάθεσή μου άλλαξε την ίδια στιγμή. Ένιωθα ευχαριστημένος, χαρούμενος. Η αποκοιμισμένη προσοχή μου ξύπνησε και στράφηκε πάλι στα τριγυρινά πράγματα. Κι η ομορφιά της νύχτας και της λίμνης, που πρωτύτερα μου ήτανε ολότελα αδιάφορη, ξαφνικά, μου έκανε εντύπωση, σαν κάτι καινούριο.

Άθελά μου πρόφτασα ακαριαία να δω και να υπογραμμίσω και τον ουρανό που απλωνόταν συννεφιασμένος τμηματικά και τα γκρίζα συννεφάκια που τον σκέπαζαν κι άφηναν να διαφαίνεται τόπους-τόπους το γαλανό φόντο του που άρχισε να φωτίζεται από το φεγγάρι που υψωνόταν αργά-αργά. Και τη βαθυπράσινη, λίμνη με τα άπειρα φωτάκια που αντιφέγγιζαν μέσα στην ατάραχη επιφάνειά της. Και μακριά, πέρα, στο βάθος τα βουνά που αχνά διακρίνονταν, και τα βατράχια που χαλούσαν τον κόσμο στο Φριόσενμπουργ και τα δροσερά σφυρίγματα των ορτυκιών από την αντικρινή όχθη. Και κατά μπροστά μου, σε κείνο ακριβώς το σημείο, απ' όπου ακουγόταν η μουσική και που σ' αυτό ήτανε κατά κύριο λόγο συγκεντρωμένη όλη μου η προσοχή, ξεχώρισα στο μισοσκόταδο στο κέντρο του δρόμου πλήθος κόσμου να σχηματίζει ένα ημικύκλιο ασφυχτικό και πιο πέρα, σε μικρή απόσταση, ένα μικρόσωμο ανθρωπάκο με μαύρα ρούχα. Παραπίσω από το μαζεμένο εκείνο πλήθος και τον ανθρωπάκο, στο φόντο του τμηματικά συννεφιασμένου ουρανού υψώνονταν επιβλητικά και μεγαλόπρεπα οι δυο αυστηροί τρούλοι του καθεδρικού ναού κι οι δεντροκορφές του κήπου που τον τριγύριζε.

Όσο κοντοζύγωνα στο σημείο αυτό, τόσο άκουγα πιο ξεκάθαρα τη μουσική. Μπορούσα πια να ξεχωρίσω, καθώς γλυκά ταλαντευόταν μέσα στη βραδινή ατμόσφαιρα τις μακρινές, πλέριες συγχορδίες κιθάρας και διάφορες φωνές, που διαδεχόμενες η μια την άλλη δεν τραγουδούσαν πλέριο θέμα, παρά μονάχα υπογραμμίζοντας τα πιο χτυπητά σημεία του έκαναν τον ακροατή να το αισθανθεί. Το θέμα ήτανε κάτι που έμοιαζε με γλυκύτατη και χαριτωμένη μαζούρκα. Οι φωνές ακούγονταν πότε κοντινές, πότε απόμακρες. Πότε φωνή τενόρου, πότε φωνή μπάσου, πότε κείνοι οι Τυρολέζικοι λαρυγγισμοί με τις εναλλαγές τους. Αυτό δεν ήτανε ένα τραγούδι, παρά μια ανάλαφρη, μα τεχνικότατη άσκηση τραγουδιού.

Δε μπορούσα να καταλάβω τι ήτανε, όμως ήτανε περίφημο. Αυτές οι γιομάτες ηδυπάθεια συγχορδίες της κιθάρα, οι τόσο σιγανές, αυτή η γλυκύτατη, ανάλαφρη μελωδία, κι αυτή η κατάμονη σιλουέτα του μαυροντυμένου ανθρωπάκου μέσα στο φαντασμαγορικό πλαίσιο που σχημάτιζε η σκοτεινόχρωμη λίμνη, το σκόρπιο φεγγαρόφωτο, οι τεράστιοι τρούλοι του ναού κι οι πανύψηλες δεντροκορφές που υψώνονταν σιωπηλά κι ολόμαυρα, όλα τούτα ήτανε παράξενα, μα στον υπέρτατο βαθμό όμορφα ή τουλάχιστον τέτοια μου φάνηκαν.

Όλες οι μπερδεμένες, οι αθέλητες εντυπώσεις της ζωής, πήραν ξαφνικά για μένα σημασία και θέλγητρο. Ήτανε σάμπως μέσα στη ψυχή μου να άνθισε μονομιάς ένα ολόδροσο, μοσχοβολητό λουλούδι. Εκεί που ένα λεπτό πρωτύτερα, ένιωθα κούραση, αφηρημάδα και πλέρια αδιαφορία για όλα στον κόσμο, αισθάνθηκα ξαφνικά να με πλημμυρίζει μια ανάγκη για αγάπη, μια πληρότητα ελπίδας και μια αναίτια χαρά της ζωής. Σαν τι να θέλεις; Σαν τι να ποθείς; - αναρωτήθηκα άθελά μου. Να την η ποίηση κι η ομορφιά που σε κυκλώνει ολούθε. Ρούφηξε την μέσα σου με βαθιές εισπνοές, μ' όλη σου τη δύναμη, απόλαυσέ την. Τι άλλο θέλεις; Όλα είναι δικά σου, όλα τα αγαθά...

Κοντοζύγωσα ακόμα πιο πολύ. Ο μικρόσωμος ανθρωπάκος φαινόταν να είναι πλανόδιος Τυρολέζος. Στεκόταν μπρος στα παράθυρα του ξενοδοχείου μου, με το ένα ποδαράκι τεντωμένο, με το κεφάλι ψηλά και, παίζοντας την κιθάρα του, τραγουδούσε σε διάφορες φωνές το χαριτωμένο τραγουδάκι του. Αισθάνθηκα παρευθύς μια τρυφερότητα για τον άνθρωπον αυτόν και ταυτόχρονα ευγνωμοσύνη για κείνη την απότομη εσωτερική μεταβολή που μου προξένησε. Ο τραγουδιστής, όσο μπόρεσα να διακρίνω, φορούσε ένα παλιούτσικο μαύρο σουρτούκο, είχε κοντά μαύρα μαλλιά που τα σκέπαζε ένα απλούστατο και αρκετά φθαρμένο κασκέτο. Το ντύσιμό του δεν είχε τίποτα το καλλιτεχνικό, μα κείνο το παιδιάστικο χαρούμενο ύφος του, η ασίκικη στάση κι οι κινήσεις μαζί με το μικροσκοπικό ανάστημά του αποτελούσαν ένα θέαμα συγκινητικό και διασκεδαστικό ταυτόχρονα.

Στην είσοδο στα παράθυρα και στα μπαλκόνια του λαμπροφωτισμένου ξενοδοχείου στέκονταν φαντάζοντας με τις πλούσιες τουαλέτες τους οι κυρίες και οι κύριοι με τα κάτασπρα κολάρα, ο θυρωρός κι ένας υπηρέτης με τις χρυσοστόλιστες λιβρέες τους. Στο δρόμο μέσα στο ημικύκλιο, που σχημάτιζε το μαζεμένο πλήθος και παραπέρα ανάμεσα στη δεντροστοιχία είχανε συγκεντρωθεί και χάζευαν τα κομψοντυμένα γκαρσόνια, οι μάγειροι με τους κάτασπρους σκούφους και τα σακάκια τους, κοπέλες αγκαλιασμένες και διάφοροι περιπατητές. Όλοι φαίνονταν να 'ναι κυριευμένοι από το ίδιο με μένα συναίσθημα. Όλοι στέκονταν σιωπηλοί γύρω στον τραγουδιστή κι άκουγαν προσεχτικά. Σιγαλιά απόλυτη ήτανε απλωμένη γύρω και μονάχα στα διαλείμματα του τραγουδιού κάπου μακριά ακουγόταν κάποιος κανονικός χτύπος πάνω στα νερά κι από το Φριόσενμπουργκ οι σκόρπιοι λαρυγγισμοί των βατραχιών κι ανάμεσά τους τα δροσερά μονότονα σφυρίγματα των ορτυκιών.

Ο ανθρωπάκος, ωστόσο, μέσα στο σκοτάδι εκεί δα στο δρόμο, χαλούσε τον κόσμο τραγουδώντας τη μια στροφή πισ' απ' την άλλη και το ένα τραγούδι πισ' απ' τ' άλλο. Παρ' όλο που βρέθηκα πολύ-πολύ κοντά του, το τραγούδι του εξακολουθούσε να μου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση. Η μικρή φωνή του ήτανε εξαιρετικά ευχάριστη. Κι η λεπτότητα, το γούστο και το αίσθημα του μέτρου που μ' αυτά την κυβερνούσε, ήτανε σπάνια κι έδειχναν πως ήτανε προικισμένος πλούσια από τη φύση. Τα ρεφρέν τα τραγουδούσε διαφορετικά κάθε φορά κι ήτανε φανερό πως όλες κείνες οι χαριτωμένες αλλαγές του έρχονταν άκοπα και αυτοστιγμεί.

Και μέσα στο πλήθος και πάνω στα παράθυρα και στα μπαλκόνια του ξενοδοχείου, και στον περίπατο ακούγονταν συχνά επιδοκιμαστικοί ψίθυροι και βασίλευε μια σιωπή γεμάτη σεβασμό. Στα μπαλκόνια και στα παράθυρα αύξαιναν ολοένα και πιο πολύ οι θεατές, λαμπροντυμένοι άντρες και γυναίκες που φάνταζαν γραφικότατα, καθώς στέκονταν μέσα σε εκείνον τον άπλετο φωτισμό. Κοντά μου, καπνίζοντας πούρα, είδα να στέκονται κάπως απομακρυσμένοι απ' όλο το πλήθος ο αριστοκρατικός λακές κι ο μάγειρος. Ο μάγειρος αισθανόταν έντονα τη γοητεία της μουσικής και στην κάθε υψηλή νότα κινούσε μ' ενθουσιασμό και κατάπληξη το κεφάλι, γνέφοντας του λακέ και τον σκουντούσε με τον αγκώνα του με μιαν έκφραση σαν να ήθελε να του πει: τραγούδι μια φορά! Ε; Ο λακές που από το πλατύ του χαμόγελο καταλάβαινε όλη την ευχαρίστηση που αισθανόταν, στα σκουντήματα του μάγειρα αποκρινόταν κινώντας τις πλάτες του, πως κείνος δηλαδή έχει ακούσει πολύ καλύτερα απ' αυτό το τραγούδι και δεν τον ξιπάζει τίποτα.

Σ' ένα διάλειμμα που ο τραγουδιστής ξερόβηχε, ρώτησα το λακέ ποιος να 'τανε κι αν ερχότανε συχνά στη Λουκέρνη αυτός ο μουσικός.

- Ναι, τα καλοκαίρια έρχεται μια-δυο φορές, μου αποκρίθηκε, είναι από την Αργοβή. Έτσι, ζητιανεύει.

- Και περνάνε πολλοί τέτοιοι από δω; - ρώτησα.

- Ναι, ναι, αποκρίθηκε ο λακές, που δεν καλοκατάλαβε στην αρχή εκείνο που τον ρώτησα, και αμέσως ύστερα πρόσθεσε. Ω, όχι πέρα! Εδώ πέρα αυτόν μονάχα βλέπουμε. Άλλοι δεν έχουν φανεί.

Εκείνη τη στιγμή ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος είχε τελειώσει το πρώτο τραγούδι, αναποδογύρισε μ' ένα σκέρτσο την κιθάρα του και κάτι είπε σα να μονολογούσε, με κείνα τα Γερμανικά που συνηθίζει ο λαός της περιοχής του, και που εγώ δε μπόρεσα να καταλάβω, μα προξένησαν τα χάχανα του πλήθους.

- Τι λέει; ρώτησα.

- Λέει, πως στέγνωσε ο λαιμός του και θα έπινε λίγο κρασάκι, μου μετέφρασε ο λακές που στεκόταν δίπλα μου.

- Θα του αρέσει φαίνεται να το τσούζει, ε;

- Μα όλοι αυτοί τέτοιοι είναι, χαμογέλασε ο λακές με μια περιφρονητική χειρονομία προς το μέρος του τραγουδιστή.

Ο ανθρωπάκος στο αναμεταξύ έβγαλε το κασκέτο του και κρατώντας πάντα την κιθάρα πλησίασε στο ξενοδοχείο. Με το κεφάλι τεντωμένο στράφηκε στον κόσμο που γέμιζε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια:

«Messieurs et madames -είπε με προφορά μισοϊταλική και μισογερμανική και με κείνο το ύφος που οι ταχυδακτυλουργοί απευθύνονται στο κοινό- si vous croyez que je gague quelque chosse, vous vous trompez; je ne suis qu' un bauvre tiaple.

(Κύριοι και κυρίες αν πιστεύετε πως κερδίζω κάτι, απατάσθε, εγώ δεν είμαι παρά ένας φτωχός διάβολος. - Έχει τηρηθεί η ορθογραφία του πρωτότυπου, γιατί υποτίθεται πως έτσι λανθασμένα μιλούσε ο πλανόδιος μουσικός.).

Σταμάτησε, σώπασε για λίγο, και καθώς κανένας δεν του έδινε τίποτα, αγκάλιασε την κιθάρα του και είπε:

«Α prisent messieurs et medames, je vous chanterai l'air du Righi»

(Και τώρα, κύριοι και κυρίες θα σας τραγουδήσω τον αέρα του βουνού Righi).

Ο πλουσιόκοσμος σώπαινε στα ύψη του, μα εξακολουθούσε να στέκεται, περιμένοντας ίσως ν' ακούσει το τραγούδι. Κάτω, ακούστηκαν κάποια γέλια ανάμεσα στο πλήθος. Φαίνεται να κορόιδευαν τα παραφθαρμένα γερμανικά του, καθώς και που δεν του έδωκαν πεντάρα οι Εγγλέζοι του ξενοδοχείου. Του έβαλαν μερικές δεκάρες μέσα στο κασκέτο που κρατούσε που αυτός αφού τις έπαιξε με επιδεξιότητα στις φούχτες του, τις έχωσε στην τσέπη του, ύστερα φόρεσε το κασκέτο κι άρχισε να τραγουδάει το γλυκύτατο Τυρολέζικο τραγούδι που το έλεγε «l'air du Righi». Το τραγουδά κι αυτό που τ' άφηνε για κατακλείδα ήτανε ωραιότερο απ' όλα τ' άλλα κι ολούθε μεσ' από το πλήθος, που είχε σημαντικά πολλαπλασιαστεί, ακουγόταν επιδοκιμαστικά επιφωνήματα.

Κάποια στιγμή το τραγούδι τέλειωσε. Ξανακρέμασε στον ώμο την κιθάρα, έβγαλε το κασκέτο και κρατώντας το με το χέρι τεντωμένο, προχώρησε δυο βήματα πιο κοντά κατά τα παράθυρα του ξενοδοχείου, επαναλαμβάνοντας την ακατανόητη φράση του: «Messieurs et medames si vous croyez que je gague quelque chosse», που τη θεωρούσε φαίνεται, πολύ έξυπνη και πολύ πετυχημένη, μα στη φωνή του και στις κινήσεις του παρατήρησα τώρα κάποιο δισταγμό και κάποια δειλία παιδιάστικη, που, καθώς ήτανε τόσο μικροσκοπικός, χτυπούσαν αμέσως στο μάτι. Ο κομψός κόσμος εξακολουθούσε το ίδιο γραφικά να φαντάζει καθώς στεκόταν στα φωτοπεριχυμένα παράθυρα, και να θαμπώνει τα μάτια με το πλούσιο ντύσιμό του. Μερικοί απ' αυτούς κουβέντιαζαν με χαμηλωμένη φωνή αναμεταξύ τους και με ύφος άψογο, σίγουρα σχετικά με τον τραγουδιστή που μ' απλωμένο το χέρι στεκόταν μπροστά τους. Άλλοι κοίταζαν προσεχτικά και με περιέργεια κάτω, τη μικρή εκείνη μαύρη σιλουέτα. Σ' ένα μπαλκόνι ακούστηκε το ηχηρό και χαρούμενο γέλιο κάποιας νέας κοπέλας. Ανάμεσα στο πλήθος, κάτω, ακούγονταν ολοένα πιο δυνατά ομιλίες και γέλια.

Ο τραγουδιστής επανάλαβε για τρίτη φορά τη φράση του, μα με φωνή ακόμα πιο αδύναμη και, μάλιστα προτού την αποτελειώσει, άπλωσε ξανά το χέρι του με το αναποδογυρισμένο κασκέτο και την ίδια στιγμή το κατέβασε. Και πάλι απ' όλους εκείνους τους εκατό λαμπροντυμένους ανθρώπους δε βρέθηκε ένας να του ρίξει κάποιο νόμισμα. Το πλήθος χαχάνισε αλύπητα. Ο μικρόσωμος τραγουδιστής, μου φάνηκε σαν να μίκρυνε ακόμα πιο πολύ, πήρε στ' άλλο χέρι την κιθάρα, κίνησε πάνω από το κεφάλι του το κασκέτο λέγοντας: «Messieurs et madames, je vous remercie et je vous souhaite une bonne nuit» (Κύριοι και κυρίες σας ευχαριστώ και σας εύχομαι καληνύχτα.) και το ξαναφόρεσε.

Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια δυνατά και χαρούμενα. Από τα μπαλκόνια άρχισαν να φεύγουν σιγά-σιγά όλες εκείνες οι όμορφες κυρίες με τους άντρες τους, κουβεντιάζοντας ήσυχα αναμεταξύ τους. Στην προκυμαία ξανάρχισε ο περίπατος. Ο δρόμος, που είχε σωπάσει την ώρα της μουσικής, ξαναπήρε την αρχική ζωηρότητά του. Μονάχα μερικοί άνθρωποι απόμειναν να στέκονται κάπως απόμερα κοιτάζοντας τον τραγουδιστή και γελώντας. Άκουσα που αυτός κάτι μουρμούρισε μονολογώντας, στράφηκε και, σάμπως να μίκρυνε ακόμα πιο πολύ, με γρήγορα βήματα τράβηξε κατά την πολιτεία. Οι γλεντζέδες που τον παρακολουθούσαν γελώντας, στράφηκαν κι αυτοί και τον πήραν από πίσω με αργό βήμα, σκασμένα στα γέλια...

Εγώ τα είχα χάσει ολότελα. Δεν μπορούσε να καταλάβω τι σήμαιναν ολ' αυτά. Και, καρφωμένος στη θέση που βρέθηκα, κοίταζα άσκοπα το μικροσκοπικό ανθρωπάκο που με βήματα σερνόμενα βάδιζε γρήγορα μέσα στο σκοτάδι τραβώντας για την πολιτεία, και τους γλεντζέδες που, γελώντας, τον ακολουθούσαν από μακριά. Πόνεσα και πικράθηκα και, το κυριότερο, ντράπηκα για λογαριασμό του πλανόδιου τραγουδιστή, για το πλήθος, για μένα τον ίδιο, σάμπως εγώ να είχα ζητήσει λεφτά και δε μου δώσανε και σ' επίμετρο γελούσαν σε βάρος μου. Και δίχως να γυρίσω να δω τίποτ' άλλο με την καρδιά σφιγμένη μπήκα βιαστικά στην είσοδο του Σβέιτσεργοφ. Δεν καταλάβαινα τι αισθανόμουν, μα κάποιο βάρος ανεξήγητο πλημμύριζε την ψυχή μου και την πίεζε οδυνηρά.