ΜΕΡΟΣ 1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (2)
"Σας φέρνω κάτι για ενέχυρο. Να το...", της είπε κι έβγαλε από την τσέπη του ένα παλιό πλακουτσωτό ρολόι ασημένιο. Στο καπάκι του ήτανε χαραγμένη η υδρόγειος και η αλυσίδα του ήτανε ατσαλένια.
"Μα το άλλο ενέχυρο πάει πια. Η προθεσμία έληξε εδώ και τρεις ημέρες". "Θα σας πληρώσω τους τόκους ενός μηνός ακόμα, κάνετε λίγη υπομονή". "Θα κάνω υπομονή, παιδί μου, αν θέλω, αλλά απ' αυτή τη στιγμή είμαι ελεύθερη να το πουλήσω". "Τι δίνετε για τούτο το ρολόι, Αλιόνα Ιβάνοβνα;". "Χμ. Μου φέρνετε όλο κάτι ψευτοπράγματα που δεν αξίζουν δεκάρα. Το ξέρετε, φίλε μου, ότι την άλλη φορά σας έδωσα δυο ρούβλια, για ένα δαχτυλίδι που μπορεί να τ' αγοράσει κανείς καινούργιο με ενάμισυ;". "Δώστε μου τέσσερα ρούβλια και θα το πάρω πίσω. Είναι ενθύμιο του πατέρα μου τούτο το ρολόι, θα πάρω πολύ γρήγορα χρήματα". "Αν θέλετε, σας δίνω ενάμισυ ρούβλι και τους τόκους θα τους πληρώσετε προκαταβολικά...". "Ενάμισυ ρούβλι! ", φώναξε ο νέος. "Αν θέλεις άφησε το, αν δεν θέλεις παρ' το". Η γριά του το 'δώσε. Εκείνος το πήρε, κι ήτανε τόσο μεγάλη η ταραχή του, ώστε ετοιμάστηκε να φύγει. Αμέσως όμως άλλαξε γνώμη, καθώς σκέφτηκε πως δεν είχε να πάει πουθενά αλλού. Εξ άλλου είχε έρθει και για κάποιον άλλο σκοπό.
"Δώστε τα μου", έκανε απότομα. Η γριά έψαξε στην τσέπη της, για να πάρει τα κλειδιά και μπήκε στο άλλο δωμάτιο, πίσω από το παραβάν. Μόλις έμεινε μόνος του στην κάμαρα, έστησε τ'αυτί του με περιέργεια κι άρχισε να κάνει με το μυαλό του διαφόρους υπολογισμούς και συνδυασμούς. Την άκουσε ν' ανοίγει τον κομμό, "θα πρέπει να 'ναι το πάνω-πάνω συρτάρι", είπε μέσα του. "Τα κλειδιά, λοιπόν, τα βάζει στη δεξιά της τσέπη... Είναι όλα μαζί περασμένα σ' έναν ατσαλένιο κρίκο... Και υπάρχει ένα κλειδί τρεις φορές μεγαλύτερο απ' τ' άλλα με μύτη δαντελλωτή, που, φυσικά δεν είναι του κομμού... Συνεπώς, θα υπάρχει κι άλλη μια κρυψώνα ή κανένα χρηματοκιβώτιο... Περίεργο! Όλα τα χρηματοκιβώτια έχουν τέτοια κλειδιά... Τί σιχαμένα, ωστόσο,είναι όλα αυτά! Η γριά ξαναγύρισε. "Λοιπόν, γιόκα μου. Έχουμε και λέμε.. δέκα καπίκια για κάθε ρούβλι και για κάθε μήνα, μας κάνουν δέκα πέντε καπίκια για το ενάμισυ ρούβλι, που πρέπει να τα κρατήσω, αφού παίρνω τον τόκο προκαταβολικά. Επί πλέον, πρέπει να προσθέσουμε ακόμα είκοσι καπίκια για δυο ρούβλια που σας δάνεισα Έχουμε, λοιπόν, το όλον τριάντα πέντε καπίκια. Συνεπώς έχετε να παίρνετε για το ρολόι ένα ρούβλι και δεκαπέντε καπίκια το όλον. Να, πάρτε τα". "Μα πώς! Ένα ρούβλι και δέκα πέντε καπίκια θα πάρω τώρα;". "Ακριβώς". Ο νέος δεν επέμεινε και πήρε τα λεφτά. Κοίταξε τη γριά και δεν βιαζότανε να φύγει. Φαινότανε σα να 'θελε να πει ή να κάνει κάτι ακόμα, αλλά ούτε και ο ίδιος έδειχνε να ξέρει τι ακριβώς ήτανε αυτό. "Αλιόνα Ιβάνοβνα. αυτές τις μέρες ίσως να σας φέρω ακόμα κάτι... κάτι ασημένιο... Μια πολύ όμορφη σιγαροθήκη-, όταν θα μου την επιστρέψει κάποιος φίλος μου..". "Καλά, τα ξαναλέμε τότε, γιόκα μου". "Χαίρετε... Και είσαστε πάντοτε μόνη σας στο σπίτι; Δε σας κρατάει ποτέ η αδελφή σας συντροφιά;", ρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, καθώς προχωρούσε κατά το χωλ για να φύγει. "Τι σας νοιάζει εσάς για την αδελφή μου;". "Ω! Δε με νοιάζει καθόλου. Μη νομίζετε δηλαδή.. Χαίρετε, Αλιόνα Ιβάνοβνα! Βγήκε έξω και η ταραχή του όλο και μεγάλωνε. Καθώς κατέβαινε τη σκάλα, σταμάτησε πολλές φορές σα να θυμότανε κάτι που τον άφηνε άναυδο. Τέλος έφτασε στο δρόμο και φώναξε:
"Ω, θεέ μου! Τί φοβερά που είναι όλα αυτά! Μπορεί ποτέ... είναι ποτέ δυνατόν εγώ.. Όχι, είναι μια βλακεία, ένας παραλογισμός, πρόσθεσε αποφασιστικά. Μα, στ' αλήθεια, λοιπόν, μου πέρασε απ' το μυαλό μια τόσο απαίσια ιδέα; Τί φρίκη που μπορεί να κλείνει η καρδιά μου μέσα της! Το χειρότερο απ' όλα είναι η βρωμιά. Είναι βρώμικη, σιχαμένη, αηδιαστική όλη αυτή η ιστορία... Και να σκέφτεται κανείς πως έναν ολόκληρο μήνα!... Δεν έβρισκε πια ούτε λόγια ούτε επιφωνήματα, που να μπορούν να εκφράσουνε τα συναισθήματα που τον συγκλόνιζαν. Η απέραντη αηδία, που άρχισε να βασανίζει και να σφίγγει την ψυχή του, καθώς πήγαινε στη γριά, έπαιρνε τέτοια ένταση και τέτοια έκταση, που δεν ήξερε πια πώς θα γλύτωνε από την αγωνία της.
Προχωρούσε, βαδίζοντας πάνω στο πεζοδρόμιο σα μεθυσμένος, δίχως να καταλαβαίνει ότι σκόνταφτε πάνω στους διαβάτες. Στον επόμενο δρόμο συνήλθε.
Καθώς περπατούσε, κοιτάζοντας τριγύρω, είδε πως βρισκότανε μπροστά σ' ένα καπηλειό. Η είσοδος ήτανε στο πεζοδρόμιο και υπήρχε μια στενή σκάλα που έβγαζε κάτω, στο υπόγειο.
Τη στιγμή εκείνη έβγαιναν από μέσα δυο μεθυσμένοι, κρατώντας ο ένας τον άλλο, ενώ ταυτόχρονα βρίζονταν. Ο Ρασκόλνικωφ, δίχως να το σκεφθεί καθόλου, κατέβηκε τα σκαλιά. Δεν είχε ποτέ του ξαναμπεί σε καπηλειό, τώρα όμως το κεφάλι του βούιζε. Εξ άλλου, ένιωθε να τον βασανίζει και μια δίψα φλογερή.
Λαχταρούσε να πιεί δροσερή μπίρα, ωστόσο, απέδιδε αυτή την ξαφνική αδυναμία του στην πείνα.
Κάθισε σε μιαν άκρη, σκοτεινή και βρώμικη, κοντά σ' ένα τραπέζι λιγδιασμένο και παράγγειλε μπίρα. Ήπιε λαίμαργα το πρώτο ποτήρι. Ένιωσε αμέσως μεγάλο ξαλάφρωμα και οι σκέψεις του έγιναν καθαρότερες. "Όλα αυτά είναι βλακείες", είπε μέσα του, κι αναφτερώθηκαν οι ελπίδες του. "Δεν υπάρχει λόγος ν' ανησυχώ. Η αδιαθεσία ήτανε, απλούστατα, φυσική. Μια μπιρίτσα, λίγη γαλέτα, και σε μια στιγμή θα έχω ξαναβρεί όλη τη δύναμη του μυαλού μου, όλη τη διαύγεια των ιδεών μου, τη σταθερότητα των αποφάσεων μου. Πφ! Όλα αυτά είναι ολότελα ασήμαντα". Ωστόσο, ένιωθε αόριστα πως, κι αυτή ακόμα η αισιόδοξη διάθεση προς το καλύτερο, ήτανε κάτι το αρρωστημένο.
Εκείνη την ώρα η ταβέρνα είχε πολύ λίγο κόσμο. Εκτός από τους δυο μεθυσμένους, που είχε συναντήσει στη σκάλα, βγήκε ξωπίσω τους και κάποια παρέα από πέντε άντρες, που έσερναν μαζί τους και μια κοπέλλα, υπό τους ήχους ενός ακορντεόν.
Όταν έφυγαν, απλώθηκε στην ταβέρνα ησυχία και ένιωθες πως υπήρχε μεγαλύτερη απλοχωριά. Ήτανε εκεί μέσα ένας μισομεθυσμένος, που στεκότανε μπροστά σ' ένα ποτήρι μπίρα και φαινότανε να 'ναι μικροαστός. Ο διπλανός του, ένας ψηλός και χοντρός άντρας, που φορούσε κοντογούνι και είχε γκρίζα γενειάδα, ήτανε στουπί στο μεθύσι και μισοκοιμότανε στον πάγκο. Κάθε τόσο όμως, σα να ξυπνούσε, άρχιζε να τρίζει ξαφνικά τα δάχτυλα του, απλώνοντας τα χέρια κι έκανε με το κορμί του ρυθμικές κινήσεις χωρίς, ωστόσο, να σηκώνεται από τον πάγκο. Ύστερα, μουρμούριζε ένα σαχλό τραγουδάκι, προσπαθώντας να θυμηθεί τα λόγια του που ήτανε αυτού εδώ του γούστου:
Ένα χρόνο χάιδευα, τη γυναικούλα μου...
Ένα χρόνο χάιδευα, τη γυναικούλα μου..
Ή ακόμα έλεγε, όταν ξαναξύπναγε:
Περνώντας απ' την Ποντιτζέσκαγια ξανάβρα το πουλί μου... Απολάμβανε όμως την ευτυχία του ολομόναχος. Σ' όλες του τις εκρήξεις, ο σιωπηλός σύντροφος του, κρατούσε μια στάση εχθρική και δύσπιστη. Υπήρχε εκεί μέσα κι ένα άλλο άτομο ακόμα, που φαινότανε σα συνταξιούχος μικροϋπάλληλος. Καθότανε παράμερα, έπινε από καιρό σε καιρό με μικρές γουλιές, κι άφηνε το βλέμμα του να πλανιέται τριγύρω του. Φαινότανε κι εκείνος κάπως ταραγμένος.