×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Θ’. ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΕΒΑΛΕ Η ΜΟΙΡΑ

Θ’. ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΕΒΑΛΕ Η ΜΟΙΡΑ

Στο μεταξύ το Βασιλόπουλο είχε ζητήσει το μεγάλο Κατάστιχο όπου ήταν καταγραμμένοι οι αξιωματικοί και οι

στρατιώτες.

Ο Βασιλιάς γύρισε στον πρωτοβεστιάριο.

— Φερ' το, πρόσταξε.

Ο πρωτοβεστιάριος βγήκε χωρίς βία από την τραπεζαρία και πήγε στο μαγειριό, όπου ο Πολύκαρπος σκούπιζε με ζήλο μια πιατέλα για την Ειρηνούλα που τσιγάριζε το κυνήγι.

— Φερ' το, πρόσταξε ο κυρ-Κατρακυλάκος.

— Ποιο; ρώτησε ο υπασπιστής.

— Το Κατάστιχο του Στρατού.

— Πού είναι;

— Όσα ξέρεις, τόσα ξέρω. 'Εβρε το και φέρ' το.

Ο υπασπιστής κοίταξε την Ειρηνούλα με μάτια σαστισμένα.

— Ποιος το θέλει; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Η Αφεντιά του ο αδελφός σου, κυρα-Βασιλοπούλα, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος.

— Αχ, Πολύκαρπε! Πρέπει να το βρεις! παρακάλεσε η Ειρηνούλα.

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση της, και ο Πολύκαρπος είχε παρατήσει πιατέλα και σφουγγοπάνα, κι έτρεχε στο κελάρι.

Κοίταξε, σκάλισε, αναποδογύρισε ό,τι είχε και δεν είχε στο κελάρι· δε βρήκε τίποτα. Τρεχάτος και σκονισμένος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, άνοιξε ό,τι ντουλάπι, συρτάρι, σεντούκι ή κοφίνι βρίσκουνταν στον πύργο, μα πάλι δε βρήκε τίποτα. Σα γάτα σκαρφάλωσε στην όρθια ξύλινη σκάλα της σοφίτας, κι εκεί, αφού σκάλισε σε όλες τις γωνιές, άνοιξε όλες τις αποθήκες, χώθηκε ως τη μέση στα παλιοσέντουκα που κουτσοστέκουνταν, σαράβαλα μουχλιασμένα και σαρακοφαγωμένα, στο τέλος έβγαλε, από κάτω από μια στοίβα παλιόχαρτα κιτρινιασμένα και ζαρωμένα, ένα κουρελιασμένο μακρύ βιβλίο, με το εξώφυλλο μισοφαγωμένο από τα ποντίκια και τόσο σκονισμένο, που τα εξωτερικά χρυσά γράμματα μόλις διαβάζουνταν πια.

Το φόρτωσε στον ώμο του και θριαμβευτικά το κατέβασε στην τραπεζαρία, όπου Βασιλιάς και Βασιλόπουλο συζητούσαν ακόμα, ενώ με τα χέρια σταυρωμένα περίμενε ο κυρ-Κατρακυλάκος να τελειώσει η συζήτηση, για να πάρει την άδεια να γυρίσει στο σπίτι του, όπου ήξερε πως τον καρτερούσε μια ορεκτικότατη σκορδαλιά.

Ο υπασπιστής ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι.

— Τι είναι αυτό το κουρέλι; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Δεν ξέρω, είπε ο υπασπιστής, μα είναι το μόνο βιβλίο στο παλάτι.

Ο Βασιλιάς το άνοιξε κι έριξε μια ματιά.

— Βέβαια, αυτό είναι, είπε. Βλέπω ονόματα και τίτλους. Και άρχισε να διαβάζει εδώ κι εκεί:

— Πελεκάς, σωματάρχης, - Φοβέρας, στρατηγός - Ατρόμητος, χιλίαρχος, - Βρόντος, εκατόνταρχος.

Γύρισε στον πρωτοβεστιάριο και πρόσταξε:

— Φώναξε ευθύς το στρατηγό Φοβέρα!

Ο κυρ-Κατρακυλάκος προσπάθησε να υποκλιθεί.

— Πέθανε, Αφέντη, από δω και οκτώ χρόνια.

— Α!… χμ!… έκανε ο Βασιλιάς, τότε φώναξε το σωματάρχη Πελέκα.

— Πέθανε, αφέντη, από δω και δώδεκα χρόνια.

— Μα λοιπόν τούτος θα είναι γιος του. Φώναξε το γιο του, πρόσταξε νευρικά ο Βασιλιάς.

— Ο γιος του δεν ήταν στο στρατό, Αφέντη. Έφαγε τους παράδες του και μπήκε κοπέλι στου αρχιστράτηγου Μασκαρόπουλου κι έφυγε μαζί του στα ξένα.

— Μα τι λοιπόν έφερες αυτό το παμπάλαιο Κατάστιχο, όπου δεν έχει παρά πεθαμένους! ξέσπασε φουρκισμένος ο Βασιλιάς.

Γύρισε μερικά φύλλα προς το τέλος:

— Α, να και άλλες καταγραφές, είπε ευχαριστημένος, να και ονόματα στρατιωτών. - Κούκος - Κουκάκης - Κουκίδης - Κουκόπουλος -

Κουκιάδης - Κουκουβάγιας… Να στρατιώτες ένα σωρό! Ποιος λέγει πως δεν έχω στρατό;

Και γυρνώντας στον υπασπιστή Πολύκαρπο:

— Διάταξε αμέσως να πάγει κάποιος να φωνάξει… να μαζέψει όλους αυτούς τους στρατιώτες, πρόσταξε.

Μα ο Πολύκαρπος έμεινε με στόμα ανοιχτό.

— Ποιος να πάγει; Και πού; ρώτησε σαστισμένος.

— Όχι, όχι! είπε το Βασιλόπουλο. Αν είναι δυνατόν να βρεθούν, θα τους βρούμε ‘μείς. Πάμε στη χώρα, πατέρα.

— Τώρα; διαμαρτυρήθηκε ο Βασιλιάς. Μα τώρα θα φάμε! Είναι μεσημέρι!

— Θα φάμε με περισσότερη όρεξη αργότερα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

Και ο Βασιλιάς, κατσουφιασμένος και μουρμουρίζοντας, τον ακολούθησε που κατέβαινε τρεχάτος, ενώ σιωπηλά ξέκοβε ο κυρ- Κατρακυλάκος για να πάγει στη σκορδαλιά του.

Εμπρός στους στρατώνες βρήκαν τον κουτσό, που με γλύκα έτρωγε βρεχτοκούκια.

Καθώς τους είδε σηκώθηκε, και, κρατώντας αγκαλιά την ξυλοπινάκα του, χαιρέτησε στρατιωτικά.

— Πήγαινε να φωνάξεις το φρούραρχο, πρόσταξε ο Βασιλιάς.

— Άρρωστος με συνάχι στο κρεβάτι, πίνει φλαμούρι, αποκρίθηκε με τηλεγραφική συντομία ο κουτσός.

— Άκουσε δω, είπε σιγά το Βασιλόπουλο, μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω τους καταγραμμένους στρατιώτες;

— Δεν έχει στρατιώτες.

— Πού είναι ο Κούκος; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.

— Παραγιός του μπαλωματή, αποκρίθηκε βιαστικά ο κουτσός.

— Τι λες; είπε με θυμό ο Βασιλιάς. Με τίνος άδεια έφυγε από τους στρατώνες να γίνει παραγιός; Και ο Κουκάκης…

— Παραμάγειρας του Κουκίδη που σκότωσε τον Κουκόπουλο, για να του πάρει το πουγγί που είχε βρει στη μπαλάσκα του Κουκουβάγια που κέρδισε τρία τάλιρα στην ταβέρνα, κι έφυγε στα ξένα, αποκρίθηκε ο κουτσός με μιαν αναπνοή.

Ο Βασιλιάς άρπαξε τα λιγοστά μαλλιά του και τράπηκε σε φυγή κατά το βουνό.

Με μαύρη καρδιά εξακολούθησε το Βασιλόπουλο να εξετάζει.

— Και οι άλλοι στρατιώτες πού είναι;

— Δεν είναι, αποκρίθηκε ο κουτσός.

— Μα τι γίνηκαν;

— Δε γίνηκαν, γιατί δεν ήταν.

— Από πότε έπαυσε να υπάρχει στρατός; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να χάσει την υπομονή του.

— Δεν έπαυσε, αποκρίθηκε με υπερηφάνεια ο κουτσός. Εγώ είμαι στρατός, και θα πεθάνω στρατός.

Το Βασιλόπουλο κατάλαβε πως του κάκου έχανε τον καιρό του. Με σκυμμένο κεφάλι και βαριά καρδιά, τράβηξε κατά το σπίτι του Κακομοιρίδη. Πού να πάγει δεν ήξερε. Κανένα δε γνώριζε στη χώρα που να του γυρέψει βοήθεια ή συμβουλή. Και όμως έπρεπε αμέσως να βρει άντρες και όπλα!

«Ο Βασιλιάς επλήρωνε στρατό», είπε μέσα του με πίκρα, «και οι στρατιώτες γίνονταν μάγειροι ή παραγιοί, ή κλέφτες και φονιάδες. Και τα φλουριά πήγαιναν στην τσέπη των Πανουργάκηδων, και οι

αρχιστράτηγοι πουλούσαν τα όπλα, και οι στόλαρχοι ρήμαζαν το ναύσταθμο και σπούσαν τα καράβια για να κλέψουν λίγο σίδερο!»

Και γύρευε να εννοήσει και να εξηγήσει την αιτία όλου του κακού.

Θυμούνταν τα λόγια του πρωτομάστορη για τους καβγάδες και τις αντεκδικήσεις που γίνουνταν παντού, στα χωριά και στις χώρες. Θυμήθηκε τα λόγια του δασκάλου, πως είναι ώρες όπου χρειάζεται ηρωισμός για να κάνει κανείς το καθήκον του.

Δε βρίσκουνταν λοιπόν στο λαό του κανένας, που να είχε την υπερηφάνεια να κάνει το καθήκον του ηρωικά;

Θυμούνταν τις κλεψιές και τις ατιμίες, μικρές και μεγάλες, που παντού έβλεπε γύρω του, και σκέφθηκε: «Λοιπόν μόνο στην ευτυχία θα είναι τίμιος ο λαός μου;»

Του ήλθε μαύρη απελπισία. Μπήκε στο δάσος και χώθηκε στα πυκνά δέντρα και ξαπλώθηκε στο δροσερό χορτάρι κι έκλεισε με κούραση τα μάτια του.

— Αξίζει άραγε ο κόπος να εργαστώ για τέτοιους ανθρώπους, να πονώ για τέτοιον τόπο; μουρμούρισε.

— Ναι! είπε σιγά μια γυναικεία φωνή. Αξίζει. Άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε ξαφνισμένος. Μπροστά του στέκουνταν η Γνώση.

— Πώς βρέθηκες εδώ; τη ρώτησε.

— Δεν ήλθες πια στην καλύβα μου, και ήξερα πως ήσουν μονάχος.

Σε φανταζόμουν δυστυχισμένο και αποθαρρυμένο, και ήλθα να σε βρω. Σε είδα από το δρόμο που μπήκες στο δάσος και σε ακολούθησα. Ναι, αξίζει να κοπιάζεις για τον τόπο σου.

Το Βασιλόπουλο έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του.

— Αν ήξερες τι είναι αυτοί οι άνθρωποι! είπε με κούραση.

— Λοιπόν, θέλεις να γίνεις και συ όπως είναι αυτοί;

— Τι θες να πεις; ρώτησε.

— Θέλω να πω πως τους περιφρονείς αυτούς τους ανθρώπους που είναι λαός σου, γιατί είναι κλέφτες ή δειλοί, ή μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν ζωή αρκετή, ώστε να παλέψουν εναντίον της δυστυχίας και της γενικής αποχαυνώσεως. Και θέλεις λοιπόν κι εσύ να γίνεις ένα μαζί τους, να παρατήσεις την πάλη, από τις πρώτες δυσκολίες, ν' αφήσεις τη θέση σου, να δειλιάσεις μπρος στον κόπο και στην ευθύνη; Ο λαός σου είναι σαν όλους τους λαούς, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος. Μα έχει ανάγκη από διοίκηση. Μήπως λοιπόν δεν είσαι αρκετά δυνατός να γίνεις εσύ αρχηγός;

Και τον κοίταζε η Γνώση με μάτια γεμάτα σκέψη.

— Στη θέση όπου μας έβαλε η μοίρα, εξακολούθησε, εκεί πρέπει να μείνομε. Εσένα σ' έβαλε η μοίρα αρχηγό. Στη θέση σου πρέπει να μείνεις, και, αν είναι ανάγκη, εκεί να πεθάνεις υπερήφανα. Και τότε, μα μόνο τότε, θα έχεις γίνει ανώτερος από κείνους που περιφρονείς. Να φύγεις όμως, όχι! Θα ήταν λιποταξία!

Το Βασιλόπουλο ανατινάχθηκε.

— Θα μείνω! είπε με λαχτάρα. Θα δουλέψω! Ναι, θα τους σώσω, έστω και αν αυτοί δεν το θέλουν. Τον τόπο μου θα τον κάνω μεγάλο, θα του ξαναδώσω ζωή ή θα πεθάνω με αυτόν. Έχε γεια, Γνώση, κι ευχαριστώ για το θάρρος που τα λόγια σου ξύπνησαν μέσα μου. Και με μεγάλα βήματα βγήκε από το δάσος, χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Θ’. ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΟΠΟΥ ΜΑΣ ΕΒΑΛΕ Η ΜΟΙΡΑ that|in the|place|where||she put|the|fate Θ'. W MIEJSCU, W KTÓRYM UMIEŚCIŁ NAS LOS V. IN THE PLACE WHERE FATE HAS PLACED US

Στο μεταξύ το Βασιλόπουλο είχε ζητήσει το μεγάλο Κατάστιχο όπου ήταν καταγραμμένοι οι αξιωματικοί και οι in the|meantime|the|prince|he had|requested|the|large|register|where|they were|recorded|the|officers|and|the Meanwhile, the Prince had requested the great Register where the officers and the

στρατιώτες. soldiers were recorded.

Ο Βασιλιάς γύρισε στον πρωτοβεστιάριο. the|king|he turned|to the|chief steward The King turned to the chief steward.

— Φερ' το, πρόσταξε. bring|it|he ordered — Bring it, he commanded.

Ο πρωτοβεστιάριος βγήκε χωρίς βία από την τραπεζαρία και πήγε στο μαγειριό, όπου ο Πολύκαρπος σκούπιζε με ζήλο μια πιατέλα για την Ειρηνούλα που τσιγάριζε το κυνήγι. the|head steward|he exited|without|force|from|the|dining room|and|he went|to the|kitchen|where|the|Polykarpos|he was wiping|with|zeal|a|platter|for|the|Eirini|who|she was frying|the|game The chief steward left the dining room without force and went to the kitchen, where Polycarp was eagerly wiping a platter for Irinoula who was frying the game.

— Φερ' το, πρόσταξε ο κυρ-Κατρακυλάκος. bring|it|he ordered|the|| — Bring it, Mr. Katrakylakos commanded.

— Ποιο; ρώτησε ο υπασπιστής. which|he asked|the|aide — Which one? asked the aide.

— Το Κατάστιχο του Στρατού. the|register|of the|army — The Army Register.

— Πού είναι; where|is — Where is it?

— Όσα ξέρεις, τόσα ξέρω. as many as|you know|so many|I know — As much as you know, that's how much I know. 'Εβρε το και φέρ' το. find|it|and|bring|it Find it and bring it.

Ο υπασπιστής κοίταξε την Ειρηνούλα με μάτια σαστισμένα. the|aide|looked|the|Irinoula|with|eyes|bewildered The aide looked at Irinoula with bewildered eyes.

— Ποιος το θέλει; ρώτησε η Ειρηνούλα. who|it|wants|asked|the|Irinoula — Who wants it? Irinoula asked.

— Η Αφεντιά του ο αδελφός σου, κυρα-Βασιλοπούλα, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος. the|lady|his|the|brother|your|||replied|the|chief steward — Your brother, my lady, replied the chief steward.

— Αχ, Πολύκαρπε! oh|Polykarpos — Oh, Polykarpos! Πρέπει να το βρεις! must|to|it|find You have to find it! παρακάλεσε η Ειρηνούλα. she begged|the|Irinoula pleaded Irinoula.

Δεν πρόφθασε να τελειώσει τη φράση της, και ο Πολύκαρπος είχε παρατήσει πιατέλα και σφουγγοπάνα, κι έτρεχε στο κελάρι. not|she managed|to|finish|the|phrase|her|and|the|Polykarpos|he had|left|plate|and|rags|and|he was running|to the|cellar She didn't manage to finish her sentence, and Polykarpos had already abandoned the platter and the sponge, and was running to the cellar.

Κοίταξε, σκάλισε, αναποδογύρισε ό,τι είχε και δεν είχε στο κελάρι· δε βρήκε τίποτα. he looked|he rummaged|he turned upside down||he had|and|not|he had|in the|cellar|not|he found|nothing He looked, rummaged, turned upside down everything he had and didn't have in the cellar; he found nothing. Τρεχάτος και σκονισμένος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, άνοιξε ό,τι ντουλάπι, συρτάρι, σεντούκι ή κοφίνι βρίσκουνταν στον πύργο, μα πάλι δε βρήκε τίποτα. rushed|and|dusty|he climbed|to the|first|floor|he opened||cupboard|drawer|chest|or|basket|they were located|in the|tower|but|again|not|he found|nothing He rushed and dusty climbed to the first floor, opened every cupboard, drawer, chest, or basket that was in the tower, but still found nothing. Σα γάτα σκαρφάλωσε στην όρθια ξύλινη σκάλα της σοφίτας, κι εκεί, αφού σκάλισε σε όλες τις γωνιές, άνοιξε όλες τις αποθήκες, χώθηκε ως τη μέση στα παλιοσέντουκα που κουτσοστέκουνταν, σαράβαλα μουχλιασμένα και σαρακοφαγωμένα, στο τέλος έβγαλε, από κάτω από μια στοίβα παλιόχαρτα κιτρινιασμένα και ζαρωμένα, ένα κουρελιασμένο μακρύ βιβλίο, με το εξώφυλλο μισοφαγωμένο από τα ποντίκια και τόσο σκονισμένο, που τα εξωτερικά χρυσά γράμματα μόλις διαβάζουνταν πια. like|cat|she climbed|on the|upright|wooden|ladder|to her|attic|and|there|after|she rummaged|in|all|the|corners|she opened|all|the|storage rooms|she burrowed|until|the|waist|in the|old chests|that|they were barely standing|dilapidated|moldy|and|eaten by worms|in the|end|she pulled out|from|under|from|a|pile|old papers|yellowed|and|wrinkled|a|tattered|long|book|with|the|cover|half-eaten|by|the|mice|and|so|dusty|that|the|external|golden|letters|barely|they could be read| Like a cat, he climbed the upright wooden ladder to the attic, and there, after rummaging in all the corners, opened all the storage spaces, buried himself halfway in the old chests that were barely standing, rotten, moldy, and eaten by worms, in the end he pulled out, from under a pile of yellowed and crumpled old papers, a tattered long book, with a cover half-eaten by mice and so dusty that the external golden letters could barely be read anymore.

Το φόρτωσε στον ώμο του και θριαμβευτικά το κατέβασε στην τραπεζαρία, όπου Βασιλιάς και Βασιλόπουλο συζητούσαν ακόμα, ενώ με τα χέρια σταυρωμένα περίμενε ο κυρ-Κατρακυλάκος να τελειώσει η συζήτηση, για να πάρει την άδεια να γυρίσει στο σπίτι του, όπου ήξερε πως τον καρτερούσε μια ορεκτικότατη σκορδαλιά. it|he loaded|on the|shoulder|his|and|triumphantly|it|he brought down|to the|dining room|where|King|and|Prince|they were discussing|still|while|with|the|hands|crossed|he waited|the|||to|he finished|the|discussion|to|to|he takes|the|permission|to|he returns|to the|house|his|where|he knew|that|him|was waiting|a|delicious|garlic dip He loaded it on his shoulder and triumphantly brought it down to the dining room, where the King and the Prince were still discussing, while with his arms crossed, Mr. Katrakylakos waited for the conversation to finish, to get permission to return to his home, where he knew a delicious garlic dip was waiting for him.

Ο υπασπιστής ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι. the|aide|he placed|the|book|on the|table The aide placed the book on the table.

— Τι είναι αυτό το κουρέλι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. what|is|this|the|rag|he asked|the|Prince — What is this rag? asked the Prince.

— Δεν ξέρω, είπε ο υπασπιστής, μα είναι το μόνο βιβλίο στο παλάτι. not|I know|he said|the|aide|but|it is|the|only|book|in the|palace — I don't know, said the squire, but it's the only book in the palace.

Ο Βασιλιάς το άνοιξε κι έριξε μια ματιά. the|King|it|he opened|and|he cast|a|glance The King opened it and took a look.

— Βέβαια, αυτό είναι, είπε. of course|this|it is|he said — Of course, this is it, he said. Βλέπω ονόματα και τίτλους. I see|names|and|titles I see names and titles. Και άρχισε να διαβάζει εδώ κι εκεί: and|he started|to|read|here|and|there And he started reading here and there:

— Πελεκάς, σωματάρχης, - Φοβέρας, στρατηγός - Ατρόμητος, χιλίαρχος, - Βρόντος, εκατόνταρχος. Pelekas|bodyguard|Foveras|general|Atromitos|captain|Vrontos|centurion — Pelekas, body chief, - Foveras, general - Atromitos, captain, - Vrontos, centurion.

Γύρισε στον πρωτοβεστιάριο και πρόσταξε: he turned|to the|chief steward|and|he commanded He turned to the chief steward and commanded:

— Φώναξε ευθύς το στρατηγό Φοβέρα! he shouted|immediately|the|general|Fovera — Call General Fovera immediately!

Ο κυρ-Κατρακυλάκος προσπάθησε να υποκλιθεί. the|||he tried|to|bow Mr. Katrakylakos tried to bow.

— Πέθανε, Αφέντη, από δω και οκτώ χρόνια. he died|Master|from|here|and|eight|years — He died, my Lord, eight years ago.

— Α!… χμ!… έκανε ο Βασιλιάς, τότε φώναξε το σωματάρχη Πελέκα. Ah|hm|he said|the|King|then|he shouted|the|major|Pelekas — Ah!… hmm!… said the King, then he called Sergeant Peleka.

— Πέθανε, αφέντη, από δω και δώδεκα χρόνια. he died|master|from|here|and|twelve|years — He died, my lord, twelve years ago.

— Μα λοιπόν τούτος θα είναι γιος του. but|then|this one|will|he is|son|his — Then this must be his son. Φώναξε το γιο του, πρόσταξε νευρικά ο Βασιλιάς. he called|the|son|his|he ordered|nervously|the|King Call his son, the King ordered nervously.

— Ο γιος του δεν ήταν στο στρατό, Αφέντη. the|son|his|not|he was|in the|army|master — His son was not in the army, my lord. Έφαγε τους παράδες του και μπήκε κοπέλι στου αρχιστράτηγου Μασκαρόπουλου κι έφυγε μαζί του στα ξένα. he ate|the|parades|his|and|he entered|boy|to the|commander|Maskaropoulos|and|he left|together|with him|to the|foreign He ate his rations and entered the chief commander Maskaropoulos and left with him for foreign lands.

— Μα τι λοιπόν έφερες αυτό το παμπάλαιο Κατάστιχο, όπου δεν έχει παρά πεθαμένους! but|what|then|you brought|this|the|ancient|register|where|not|there are|only|dead — But what then did you bring this ancient Register, where there are only dead people! ξέσπασε φουρκισμένος ο Βασιλιάς. he burst out|furious|the|King the King burst out angrily.

Γύρισε μερικά φύλλα προς το τέλος: he turned|a few|pages|towards|the|end He turned a few pages towards the end:

— Α, να και άλλες καταγραφές, είπε ευχαριστημένος, να και ονόματα στρατιωτών. ah|here are|and|other|records|he said|satisfied|here are|and|names|of soldiers — Ah, here are more records, he said happily, here are the names of soldiers. - Κούκος - Κουκάκης - Κουκίδης - Κουκόπουλος - Koukos|Koukkakis|Koukidis|Koukopoulos - Koukos - Koukakis - Koukidis - Koukopoulos -

Κουκιάδης - Κουκουβάγιας… Να στρατιώτες ένα σωρό! Koukiadis|Koukouvaia|here are|soldiers|a|pile Koukias - Koukouvaia… Here are a bunch of soldiers! Ποιος λέγει πως δεν έχω στρατό; who|says|that|not|I have|army Who says I don't have an army?

Και γυρνώντας στον υπασπιστή Πολύκαρπο: and|turning|to the|aide|Polykarpos And turning to the aide Polykarp:

— Διάταξε αμέσως να πάγει κάποιος να φωνάξει… να μαζέψει όλους αυτούς τους στρατιώτες, πρόσταξε. he ordered|immediately|to|go|someone|to|shout|to|gather|all|these|the|soldiers|he commanded — Order someone to go immediately and call... to gather all these soldiers, he commanded.

Μα ο Πολύκαρπος έμεινε με στόμα ανοιχτό. but|the|Polykarpos|he remained|with|mouth|open But Polykarp was left with his mouth open.

— Ποιος να πάγει; Και πού; ρώτησε σαστισμένος. who|to|go|and|where|he asked|confused — Who should go? And where? he asked, bewildered.

— Όχι, όχι! no|no — No, no! είπε το Βασιλόπουλο. he said|the|prince said the Prince. Αν είναι δυνατόν να βρεθούν, θα τους βρούμε ‘μείς. if|it is|possible|to|they find|will|them|we find|we If it's possible to find them, we will find them. Πάμε στη χώρα, πατέρα. let's go|to the|country|father Let's go to the country, father.

— Τώρα; διαμαρτυρήθηκε ο Βασιλιάς. now|he protested|the|King — Now? protested the King. Μα τώρα θα φάμε! but|now|will|we will eat But now we will eat! Είναι μεσημέρι! it is|noon It's noon!

— Θα φάμε με περισσότερη όρεξη αργότερα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. will|we will eat|with|more|appetite|later|he replied|the|Prince — We will eat with more appetite later, replied the Prince.

Και ο Βασιλιάς, κατσουφιασμένος και μουρμουρίζοντας, τον ακολούθησε που κατέβαινε τρεχάτος, ενώ σιωπηλά ξέκοβε ο κυρ- Κατρακυλάκος για να πάγει στη σκορδαλιά του. and|the|king|sulking|and|murmuring|him|he followed|that|he was going down|running|while|silently|he was cutting off|the|||to|to|he goes|to the|garlic dip|his And the King, sulking and mumbling, followed him as he hurried down, while old Katrachylakos quietly veered off to go to his garlic dip.

Εμπρός στους στρατώνες βρήκαν τον κουτσό, που με γλύκα έτρωγε βρεχτοκούκια. in front of|the|barracks|they found|the|lame man|who|with|sweetness|he was eating|wet bread In front of the barracks, they found the lame man, who was sweetly eating wet bread.

Καθώς τους είδε σηκώθηκε, και, κρατώντας αγκαλιά την ξυλοπινάκα του, χαιρέτησε στρατιωτικά. as|them|he saw|he got up|and|holding|in his arms|the|wooden board|his|he greeted|military As he saw them, he got up, and, holding his wooden board in his arms, saluted military style.

— Πήγαινε να φωνάξεις το φρούραρχο, πρόσταξε ο Βασιλιάς. go|to|you shout|the|commander|he ordered|the|king — Go call the commander, the King ordered.

— Άρρωστος με συνάχι στο κρεβάτι, πίνει φλαμούρι, αποκρίθηκε με τηλεγραφική συντομία ο κουτσός. sick|with|cold|in the|bed|he drinks|linden tea|he replied|with|telegraphic|brevity|the|lame — Sick with a cold in bed, drinking linden tea, replied the lame man with telegraphic brevity.

— Άκουσε δω, είπε σιγά το Βασιλόπουλο, μήπως ξέρεις πού μπορώ να βρω τους καταγραμμένους στρατιώτες; he listened|here|he said|quietly|the|Prince|perhaps|you know|where|I can|to|I find|the|registered|soldiers — Listen here, said the Prince quietly, do you happen to know where I can find the registered soldiers?

— Δεν έχει στρατιώτες. not|he has|soldiers — There are no soldiers.

— Πού είναι ο Κούκος; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο. where|he is|the|Cuckoo|he asked|again|the|Prince — Where is Koukos? asked the Prince again.

— Παραγιός του μπαλωματή, αποκρίθηκε βιαστικά ο κουτσός. apprentice|of the|cobbler|he replied|hastily|the|lame — The apprentice of the patcher, the cripple replied hastily.

— Τι λες; είπε με θυμό ο Βασιλιάς. what|you say|he said|with|anger|the|King — What are you saying? the King said angrily. Με τίνος άδεια έφυγε από τους στρατώνες να γίνει παραγιός; Και ο Κουκάκης… with|whose|permission|he left|from|the|barracks|to|he became|apprentice|and|the|Koukakis With whose permission did he leave the barracks to become an apprentice? And Koukakis…

— Παραμάγειρας του Κουκίδη που σκότωσε τον Κουκόπουλο, για να του πάρει το πουγγί που είχε βρει στη μπαλάσκα του Κουκουβάγια που κέρδισε τρία τάλιρα στην ταβέρνα, κι έφυγε στα ξένα, αποκρίθηκε ο κουτσός με μιαν αναπνοή. cook's assistant|of the|Koukidis|who|he killed|the|Koukopoulos|for|to|to him|he took|the|purse|that|he had|he found|in the|bag|of the|Koukouvaia|that|he won|three|talers|in the|tavern|and|he left|to the|foreign lands|he replied|the|lame|with|a|breath — The assistant of Koukidis who killed Koukopoulos, to take the purse he found in the bag of Koukouvaia who won three talers at the tavern, and left for foreign lands, the cripple replied in one breath.

Ο Βασιλιάς άρπαξε τα λιγοστά μαλλιά του και τράπηκε σε φυγή κατά το βουνό. the|king|grabbed|the|few|hair|his|and|he turned|to|flight|towards|the|mountain The King grabbed his sparse hair and fled towards the mountain.

Με μαύρη καρδιά εξακολούθησε το Βασιλόπουλο να εξετάζει. with|black|heart|he continued|the|prince|to|examine With a black heart, the Prince continued to examine.

— Και οι άλλοι στρατιώτες πού είναι; and|the|other|soldiers|where|are — And where are the other soldiers?

— Δεν είναι, αποκρίθηκε ο κουτσός. not|are|he replied|the|lame — They are not here, replied the cripple.

— Μα τι γίνηκαν; but|what|they became — But what happened?

— Δε γίνηκαν, γιατί δεν ήταν. not|they became|because|not|they were — Nothing happened, because they weren't there.

— Από πότε έπαυσε να υπάρχει στρατός; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να χάσει την υπομονή του. from|when|it stopped|to|exists|army|he asked|the|prince|without|to|he lost|the|patience|his — Since when has the army ceased to exist? asked the Prince without losing his patience.

— Δεν έπαυσε, αποκρίθηκε με υπερηφάνεια ο κουτσός. not|it stopped|he replied|with|pride|the|lame — It hasn't ceased, the crippled man replied proudly. Εγώ είμαι στρατός, και θα πεθάνω στρατός. I|am|army|and|will|die|army I am an army, and I will die an army.

Το Βασιλόπουλο κατάλαβε πως του κάκου έχανε τον καιρό του. the|prince|understood|that|to him|in vain|he was losing|the|time|his The little prince realized that he was wasting his time in vain. Με σκυμμένο κεφάλι και βαριά καρδιά, τράβηξε κατά το σπίτι του Κακομοιρίδη. with|bowed|head|and|heavy|heart|he pulled|towards|the|house|his|Kakomiridis With his head down and a heavy heart, he headed towards the house of Kakomiridis. Πού να πάγει δεν ήξερε. where|to|he should go|not|he knew He didn't know where to go. Κανένα δε γνώριζε στη χώρα που να του γυρέψει βοήθεια ή συμβουλή. no|not|he knew|in the|country|that|to|to him|he sought|help|or|advice No one knew in the country to ask for help or advice. Και όμως έπρεπε αμέσως να βρει άντρες και όπλα! and|yet|he had to|immediately|to|he find|men|and|weapons And yet he had to find men and weapons immediately!

«Ο Βασιλιάς επλήρωνε στρατό», είπε μέσα του με πίκρα, «και οι στρατιώτες γίνονταν μάγειροι ή παραγιοί, ή κλέφτες και φονιάδες. the|King|he was paying|army|he said|inside|to him|with|bitterness|and|the|soldiers|they became|cooks|or|helpers|or|thieves|and|murderers "The King paid for an army," he said bitterly to himself, "and the soldiers became cooks or servants, or thieves and murderers. Και τα φλουριά πήγαιναν στην τσέπη των Πανουργάκηδων, και οι and|the|coins|they went|in the|pocket|of the|Panourgakides|| And the coins went into the pockets of the cunning ones, and the

αρχιστράτηγοι πουλούσαν τα όπλα, και οι στόλαρχοι ρήμαζαν το ναύσταθμο και σπούσαν τα καράβια για να κλέψουν λίγο σίδερο!» generals|they were selling|the|weapons|and|the|fleet commanders|they were plundering|the|naval base|and|they were breaking|the|ships|to|to|they steal|some|iron The commanders were selling the weapons, and the fleet leaders were pillaging the naval base and breaking the ships to steal a little iron!

Και γύρευε να εννοήσει και να εξηγήσει την αιτία όλου του κακού. and|he was trying|to|he understand|and|to|he explain|the|cause|of all|the|evil And he sought to understand and explain the cause of all the trouble.

Θυμούνταν τα λόγια του πρωτομάστορη για τους καβγάδες και τις αντεκδικήσεις που γίνουνταν παντού, στα χωριά και στις χώρες. they remembered|the|words|of the|master craftsman|about|the|fights|and|the|retaliations|that|they were happening|everywhere|in the|villages|and|in the|countries He remembered the words of the master about the fights and retaliations that were happening everywhere, in the villages and in the countries. Θυμήθηκε τα λόγια του δασκάλου, πως είναι ώρες όπου χρειάζεται ηρωισμός για να κάνει κανείς το καθήκον του. he remembered|the|words|of the|teacher|that|it is|times|when|it is necessary|heroism|to|to|he does|one|the|duty|his He recalled the words of the teacher, that there are times when heroism is needed to fulfill one's duty.

Δε βρίσκουνταν λοιπόν στο λαό του κανένας, που να είχε την υπερηφάνεια να κάνει το καθήκον του ηρωικά; not|they were finding|therefore|in the|people|his|no one|who|to|he had|the|pride|to|he does|the|duty|his|heroically So there was no one in the people who had the pride to do his duty heroically?

Θυμούνταν τις κλεψιές και τις ατιμίες, μικρές και μεγάλες, που παντού έβλεπε γύρω του, και σκέφθηκε: «Λοιπόν μόνο στην ευτυχία θα είναι τίμιος ο λαός μου;» they remembered|the|thefts|and|the|dishonors|small|and|large|that|everywhere|he saw|around|him|and|he thought|therefore|only|in the|happiness|will|he is|honest|the|people|my He remembered the thefts and dishonors, small and large, that he saw all around him, and thought: "So only in happiness will my people be honest?"

Του ήλθε μαύρη απελπισία. to him|it came|black|despair He was overcome with black despair. Μπήκε στο δάσος και χώθηκε στα πυκνά δέντρα και ξαπλώθηκε στο δροσερό χορτάρι κι έκλεισε με κούραση τα μάτια του. he entered|into the|forest|and|he burrowed|in the|dense|trees|and|he lay down|on the|cool|grass|and|he closed|with|fatigue|the|eyes|his He entered the forest and buried himself in the dense trees and lay down on the cool grass and closed his eyes with fatigue.

— Αξίζει άραγε ο κόπος να εργαστώ για τέτοιους ανθρώπους, να πονώ για τέτοιον τόπο; μουρμούρισε. is it worth|I wonder|the|effort|to|I work|for|such|people|to|I hurt|for|such|place|he murmured — Is it worth the effort to work for such people, to suffer for such a place? he murmured.

— Ναι! Yes — Yes! είπε σιγά μια γυναικεία φωνή. she said|quietly|a|female|voice a female voice said softly. Αξίζει. it is worth It is worth it. Άνοιξε τα μάτια του και ανασηκώθηκε ξαφνισμένος. he opened|the|eyes|his|and|he sat up|surprised He opened his eyes and sat up startled. Μπροστά του στέκουνταν η Γνώση. in front|of him|they were standing|the|Knowledge In front of him stood Knowledge.

— Πώς βρέθηκες εδώ; τη ρώτησε. how|you found yourself|here|her|he asked — How did you get here? he asked her.

— Δεν ήλθες πια στην καλύβα μου, και ήξερα πως ήσουν μονάχος. not|you came|anymore|to the|cabin|my|and|I knew|that|you were|alone — You no longer came to my hut, and I knew you were alone.

Σε φανταζόμουν δυστυχισμένο και αποθαρρυμένο, και ήλθα να σε βρω. you|I imagined|unhappy|and|discouraged|and|I came|to|you|find I imagined you unhappy and discouraged, and I came to find you. Σε είδα από το δρόμο που μπήκες στο δάσος και σε ακολούθησα. you|I saw|from|the|road|that|you entered|into the|forest|and|you|I followed I saw you from the road as you entered the forest and I followed you. Ναι, αξίζει να κοπιάζεις για τον τόπο σου. yes|it is worth|to|you toil|for|the|place|your Yes, it is worth working hard for your homeland.

Το Βασιλόπουλο έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του. the|prince|he hid|the|face|his|in the|hands|his The Prince hid his face in his hands.

— Αν ήξερες τι είναι αυτοί οι άνθρωποι! if|you knew|what|are|these|the|people — If you knew what these people are! είπε με κούραση. he said|with|fatigue he said wearily.

— Λοιπόν, θέλεις να γίνεις και συ όπως είναι αυτοί; well|you want|to|you become|also|you|as|are|these — So, do you want to become like them?

— Τι θες να πεις; ρώτησε. what|you want|to|you say|he asked — What do you mean? he asked.

— Θέλω να πω πως τους περιφρονείς αυτούς τους ανθρώπους που είναι λαός σου, γιατί είναι κλέφτες ή δειλοί, ή μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν ζωή αρκετή, ώστε να παλέψουν εναντίον της δυστυχίας και της γενικής αποχαυνώσεως. I want|to|say|that|them|you despise|these|the|people|who|they are|people|your|because|they are|thieves|or|cowards|or|only|and|only|because|not|they have|life|enough|so that|to|they fight|against|the|misery|and|the|general|numbness — I want to say that you despise these people who are your own, because they are thieves or cowards, or simply because they do not have enough life to fight against misery and general numbness. Και θέλεις λοιπόν κι εσύ να γίνεις ένα μαζί τους, να παρατήσεις την πάλη, από τις πρώτες δυσκολίες, ν' αφήσεις τη θέση σου, να δειλιάσεις μπρος στον κόπο και στην ευθύνη; Ο λαός σου είναι σαν όλους τους λαούς, ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος. and|you want|therefore|also|you|to|become|one|with|them|to|you abandon|the|struggle|from|the|first|difficulties|to|you leave|the|position|your|to|you hesitate|in front of|the|effort|and|the|responsibility|the|people|your|is|like|all|the|peoples|neither|better|nor|worse And do you want to become one with them, to abandon the struggle at the first difficulties, to leave your position, to falter in the face of effort and responsibility? Your people are like all peoples, neither better nor worse. Μα έχει ανάγκη από διοίκηση. but|he has|need|for|leadership But they need leadership. Μήπως λοιπόν δεν είσαι αρκετά δυνατός να γίνεις εσύ αρχηγός; perhaps|therefore|not|you are|strong enough|strong|to|become|you|leader So are you not strong enough to become their leader?

Και τον κοίταζε η Γνώση με μάτια γεμάτα σκέψη. and|him|she was looking|the|Knowledge|with|eyes|full of|thought And Knowledge looked at him with eyes full of thought.

— Στη θέση όπου μας έβαλε η μοίρα, εξακολούθησε, εκεί πρέπει να μείνομε. in the|position|where|us|she put|the|fate|she continued|there|must|to|we stay — In the place where fate has put us, she continued, there we must remain. Εσένα σ' έβαλε η μοίρα αρχηγό. you|you|she put|the|fate|leader Fate has made you a leader. Στη θέση σου πρέπει να μείνεις, και, αν είναι ανάγκη, εκεί να πεθάνεις υπερήφανα. in the|position|your|must|to|you stay|and|if|it is|necessity|there|to|you die|proudly You must stay in your place, and if necessary, die there proudly. Και τότε, μα μόνο τότε, θα έχεις γίνει ανώτερος από κείνους που περιφρονείς. and|then|but|only|then|will|you have|become|superior|from|those|that|you despise And then, but only then, you will have become superior to those you despise. Να φύγεις όμως, όχι! to|you leave|however|no But to leave, no! Θα ήταν λιποταξία! will|it was|desertion That would be desertion!

Το Βασιλόπουλο ανατινάχθηκε. the|prince|was blown up The Prince was blown up.

— Θα μείνω! I will|I stay — I will stay! είπε με λαχτάρα. he said|to me|with eagerness he said eagerly. Θα δουλέψω! I will|I work I will work! Ναι, θα τους σώσω, έστω και αν αυτοί δεν το θέλουν. yes|I will|them|I save|even|and|if|they|not|it|they want Yes, I will save them, even if they don't want it. Τον τόπο μου θα τον κάνω μεγάλο, θα του ξαναδώσω ζωή ή θα πεθάνω με αυτόν. the|place|my|will|it|I make|big|will|it|I will give back|life|or|will|I will die|with|it I will make my place great, I will give it life again or I will die with it. Έχε γεια, Γνώση, κι ευχαριστώ για το θάρρος που τα λόγια σου ξύπνησαν μέσα μου. have|goodbye|Knowledge|and|I thank|for|the|courage|that|the|words|your|they awakened|inside|me Goodbye, Knowledge, and thank you for the courage that your words awakened within me. Και με μεγάλα βήματα βγήκε από το δάσος, χωρίς να κοιτάξει πίσω του. and|with|big|steps|he/she/it exited|from|the|forest|without|to|he/she/it looked|back|him And with big steps, he left the forest, without looking back.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.64 PAR_CWT:AvJ9dfk5=11.74 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=66 err=0.00%) translation(all=131 err=0.00%) cwt(all=1319 err=1.29%)