×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (1)

ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (1)

Πρωί-πρωί το Βασιλόπουλο ξύπνησε την Ειρηνούλα.

— Έλα μαζί μου, της είπε. Πάγω να φέρω το φαγί

της ημέρας, πριν σηκωθούν οι άλλοι.

— Πού πάμε; ρώτησε η αδελφή του.

— Στο δάσος. Πάρε ένα καλαθάκι μαζί σου, θα μαζέψομε ό,τι βρούμε.

Και με λαφριά βήματα κατέβαιναν το βουνό, όταν έξαφνα παράξενος ήχος κίνησε την προσοχή τους. Τ' αδέλφια σταμάτησαν ν' ακούσουν.

— Τι είναι αυτό; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Σαν ήχος κυπριού μου φάνηκε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

— Μπα! Πού να βρεθεί κυπρί εδώ; Κατσίκες δεν έχει στο γύρο!

Προχώρησαν λιγάκι και πάλι ακούστηκε το ίδιο κουδούνισμα.

Η Ειρηνούλα κοίταξε γύρω της, δεν είδε τίποτα και πλησίασε στην άκρη του γκρεμνού. Μα καθώς έσκυψε, έβγαλε μια φωνή και τραβήχθηκε πίσω.

— Τι τρέχει; ρώτησε το Βασιλόπουλο κι έσκυψε κοντά της.

Κάτω, στη ρίζα του βουνού, ήταν ξαπλωμένο το γκρεμισμένο πτώμα του αρχικαγκελάριου, και γύρω του χοροπηδούσε σα μαϊμού ένα ανθρωπάκι μισομαύρο-μισοκίτρινο, που μια ανασηκώνουνταν και μια ξαναμαζεύουνταν ανακούρκουδα πλάγι στο σώμα.

Κάθε του κίνηση συνοδεύονταν με κουδούνισμα κυπριών.

— Ένας πεθαμένος! ψιθύρισε τρομαγμένη η Ειρηνούλα.

— Είναι ο Πανουργάκος, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και ο Τζοτζές. Μα τι κάνει εκεί γύρω του; Λες και γυρεύει μονάχος του να τον σηκώσει…

Έξαφνα ο νάνος έσκυψε πάνω στον πεθαμένο, έσχισε το ρούχο του, το άνοιξε, έχωσε το χέρι του μέσα, και μ' ένα τσιριχτό γέλιο ανασηκώθηκε κι έτρεξε στον κάμπο και από κει κατά τη χώρα, όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα στραβά του ποδαράκια.

— Τι έκανε; ρώτησε η Ειρηνούλα τρέμοντας όλη. Τι του έκανε του Πανουργάκου;

— Δεν μπόρεσα να διακρίνω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, μα ο Τζοτζές ήταν πάντα λίγο παλαβός. Έλα, Ειρηνούλα, μην τρομάζεις έτσι!

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά τον κάμπο, όπου κατέβηκαν και τράβηξαν στο δάσος.

Ήταν χαρά Θεού εκείνη η ώρα. Τα πουλάκια έλεγαν το πρωινό τους τραγούδι, που σαν προσευχή ανέβαινε στον απαλό ουρανό. Τα λουλούδια σκορπούσαν ολόγυρα τη γλυκιά τους μυρωδιά, και χιλιάδες διάφανες στάλες είχαν σκαλώσει σε κάθε φυλλαράκι, σε κάθε χορτάρι, σα διαμάντια ατίμητα.

Παντού ξυπνούσε η φύση με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου. Ένας σπίνος χαμηλοπετούσε για να βρει κανένα άχυρο ή πούπουλο να φτιάσει τη φωλιά του. Οι μέλισσες φτερούγιζαν και μουρμούριζαν με αγάπη γύρω στα δροσερά αγριολούλουδα, και ο βάτος άπλωνε τα κλωνάρια του, βαριά φορτωμένα καρπούς, σα να τους πρόσφερε σιωπηλά στα πεινασμένα αδέλφια.

— Αχ, τι ωραία σμέουρα! φώναξε η Ειρηνούλα. Έλα να τα μαζέψομε.

Μα πεσμένο χάμω, το Βασιλόπουλο παρατηρούσε το πήγαινε κι έλα των μερμηγκιών, που ακολουθούσαν όλα τον ίδιο δρόμο, είτε πήγαιναν είτε ήρχουνταν, σταματώντας κάπου κάπου, σα να συνομιλούσαν, φεύγοντας πάλι βιαστικά, χωρίς να βγουν ποτέ από τη γραμμή τους. Μερικά ήταν φορτωμένα με κανένα σπόρο ή έντομο, και το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως εκείνα πήγαιναν πάντα προς το ίδιο σημείο, ενώ όσα γύριζαν δε βαστούσαν τίποτα.

— Έλα δω, Ειρηνούλα, φώναξε, έλα να βρούμε που πηγαίνουν το φορτίο τους τα μερμήγκια!

Και σκυμμένα στο χώμα, τ' αδέλφια ακολούθησαν τη ζωντανή γραμμή, που σταματούσε σε μια μικρή τρύπα, όπου όλα τα φορτωμένα μερμήγκια χώνουνταν, και ύστερα ξανάβγαιναν πάλι χωρίς φόρτωμα, πηγαίνοντας να βρουν τίποτε άλλο.

— Δες τι περίεργο, είπε η Ειρηνούλα, δεν τρώγουν το φαγί τους, μόνο το κρύβουν μέσα στην τρύπα.

— Η τρύπα αυτή είναι η φωλιά τους, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, κι εξακολούθησε συλλογισμένο: Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης πως ζώντας στη φύση θα μάθομε πολλά πράματα; Να το πρώτο μάθημα που μας δίνει το μερμήγκι. Δεν του φθάνει να μαζεύει το φαγί της ημέρας, μόνο κάνει παρακαταθήκη στη φωλιά του για τους κακούς καιρούς ίσως…

— Αλήθεια, θαύμασε η Ειρηνούλα. Καλό ήταν να κάναμε και ‘μεις το ίδιο. Μα τι να μαζέψομε; Τα σμέουρα σαπίζουν, δε βαστούν!

— Άλλα πράματα έχομε ‘μεις να κάνομε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, αν θέλομε να είμαστε έτοιμοι ν' αντικρίσομε τις φουρτούνες, σαν έλθουν οι κακοί καιροί…

Πήγαιναν κουβεντιάζοντας τα δυο αδέλφια, και μαζεύοντας ό,τι καρπό έβρισκαν στα δέντρα και χαμόδεντρα.

Σε λίγο έφθασαν σε λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα και τους καλαμιώνες. Ένα κοπάδι τρομαγμένες αγριόπαπιες πέταξαν κι έφυγαν, χτυπώντας τα φτερά τους.

— Πάπιες! φώναξε με χαρά το Βασιλόπουλο. Αφού φωλιάζουν εδώ, θα βρούμε μπόλικα αυγά.

Δεν άργησαν τωόντι να βρουν τις φωλιές, και μάζεψαν τόσα αυγά, που αφού γέμισαν το πανέρι, έδεσαν και στα μαντίλια τους.

— Κρίμα να μην έχεις τόξο! είπε η Ειρηνούλα. Μπορούσες να σκοτώσεις καμιάν αγριόπαπια. Δες, δεν έφυγαν όλες, μένουν μερικές ανάμεσα στα καλάμια.

— Τόξο δεν έχω, μα έχω σφενδόνα, αποκρίθηκε χαρούμενα το Βασιλόπουλο.

Και με μια πετριά σκότωσε μια πάπια, που ανήσυχα έβγαζε το κεφάλι της από μέσα από τα χορτάρια να δει τ' αδέλφια.

Το κυνήγι τον ενθουσίασε. Έβγαλε τα πέδιλα του και πήδηξε στο νερό, για να πιάσει το σκοτωμένο πουλί. Ύστερα σημάδεψε και σκότωσε και άλλα αγριόπουλα.

Και αφού μάζεψε κάμποσα, τα έδεσε όλα μαζί περνώντας ένα μακρύ βούρλο από τις μύτες τους, τα φόρτωσε στον ώμο του και καταχαρούμενος τράβηξε με την αδελφή του για το παλάτι.

Στον κάμπο μάζεψαν κι ένα μάτσο αγριόχορτα.

— Τώρα έχω ό,τι μου χρειάζεται για το γιαχνί μου, είπε η Ειρηνούλα. Θα φάμε βασιλικά σήμερα.

— Τουλάχιστον το φαγί μας θα είναι τίμια κερδισμένο, αποκρίθηκε ο αδελφός της.

Σαν έφθασαν στο παλάτι, όλοι κοιμούνταν ακόμα.

Πήγαν στο μαγειριό ν' αφήσουν το φορτίο τους, κι εκεί βρήκαν τον υπασπιστή Πολύκαρπο που κουιούνταν ξαπλωμένος εμπρός στο τζάκι.

Το μαγειριό ήταν βρώμικο και ακατάστατο. Οι κατσαρόλες είχαν μείνει άπλυτες, μερικά σπασμένα πιάτα κείτουνταν σκόρπια εδώ κι εκεί, μαζί με μεταχειρισμένα ποτήρια.

Η Ειρηνούλα σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να συμμαζεύει τα πράματα.

— Τι θα κάνεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Εκείνο που θα έκανε η Γνώση στη θέση μου, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. Θα καθαρίσω πρώτα όλ' αυτά εδώ, και ύστερα θα ψήσω τα πουλιά, όπως είδα να ψήνει το κρέας η κυρα-Φρόνηση.

Το Βασιλόπουλο την αγκάλιασε.

— Γεια σου, αδελφούλα, είπε. Με σένα πλάγι μου, νιώθω πως θα εκτελέσω το σκοπό μου.

— Ποιο σκοπό;

— Να στείλομε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πίσω στο δωρητή του.

Ο Πολύκαρπος ξύπνησε με τις ομιλίες. Είδε τ' αδέλφια και σηκώθηκε βιαστικά, χαιρέτησε βαθιά κι ετοιμάζουνταν να βγει έξω. Μα βλέποντας την Ειρηνούλα που μάζευε τα ποτήρια, σταμάτησε, και η απορία του έγινε σάστιση όταν την είδε να τα πλένει και να τα σκουπίζει.

Κατακοκκίνισε κι έτρεξε να της τα πάρει.

— Δεν κάνει, κυρα-Βασιλοπούλα μου! Δεν είναι αυτή δουλεία για τα χεράκια σου! είπε με κομμένη φωνή.

Η Ειρηνούλα γέλασε.

— Γιατί; ρώτησε.

— Γιατί αυτή είναι δουλειά του παραμάγειρα.

— Και πού είναι ο παραμάγειρας;

— Κοιμάται ή γυρνά σε καμιά διασκέδαση, αποκρίθηκε.

— Βλέπεις λοιπόν; Πρέπει να το κάνω εγώ, αφού δεν είναι άλλος να το κάνει. Το μαγειριό πρέπει να παστρευθεί και το φαγί πρέπει να ψηθεί. Αφού ο μάγειρας και ο παραμάγειρας λείπουν, θα τους αναπληρώσω εγώ.

Ο υπασπιστής ήταν κατακόκκινος.

— Λοιπόν… λοιπόν… άρχισε, και σταμάτησε.

— Λοιπόν, τι; ρώτησε η Ειρηνούλα.

— Άφησε με να σε βοηθήσω λοιπόν κι εγώ, κυρα-Βασιλοπούλα. Αφού καταδέχεσαι συ τέτοια δουλειά, θα την καταδεχθώ κι εγώ.

Άρπαξε έναν κουβά και μια σκούπα, και με ζήλο άρχισε να τρίβει το πάτωμα του μαγειριού, ενώ η Ειρηνούλα μαδούσε τα πουλιά.

Ωστόσο το Βασιλόπουλο, ακούοντας ομιλίες στα βασιλικά δωμάτια, πήγε να παραδώσει του πατέρα του το γράμμα που είχε βρει στο τραπέζι του κυρ-Λαγόκαρδου.

Η οικογένεια ήταν μαζεμένη στην τραπεζαρία, και όταν μπήκε το Βασιλόπουλο, όλοι τον δέχθηκαν με μια φωνή:

— Έλα δω να μάθεις το θαύμα.

Ο Βασιλιάς πέρασε και ξαναπέρασε μπροστά του, και, με καμάρι απλώνοντας το μανδύα του, ρώτησε:

— Βλέπεις τίποτα καινούριο;

— Όχι, απάντησε το Βασιλόπουλο.

— Πώς όχι! αναφώνησε η Ζήλιω. Δε βλέπεις πως κάποιος τρανός Βασιλιάς μας έστειλε καινούρια ρούχα; Της Πικρόχολης έστειλε μια φούστα, του Βασιλιά καινούρια φορεσιά και μανδύα, και μένα μιαν ωραία τραχηλιά, σαν αυτή που έσχισε χθες η μέγαιρα αδελφή μου.

Ευτυχώς η Πικρόχολη ήταν τόσο απασχολημένη θαυμάζοντας τη φούστα της, που δεν άκουσε τα λόγια της Ζήλιως.

Το Βασιλόπουλο γέλασε.

— Αλήθεια, έγινε θαύμα, είπε, μα όχι απ' έξω, παρά από μέσα από το παλάτι. Τα ρούχα σας είναι τα ίδια, μόνο που τα έραψε μια νερδούλα.

— Νεραϊδούλα! είπε μ' έκσταση η Βασίλισσα, σμίγοντας τα όμορφα χεράκια της. Αχ, την είδες; Δε μου έφερε κανένα σμαραγδένιο βραχιόλι, σαν της Βασίλισσας θείας μου;

— Δύσκολο πράμα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Η Ειρηνούλα έχει δάχτυλα, μα δεν έχει φλουριά!

Χρειάστηκαν εξηγήσεις. Και το Βασιλόπουλο διηγήθηκε πως, τη νύχτα, ενόσω όλοι κοιμούνταν, η Ειρηνούλα τον περίμενε και καθησε κι έραψε ολονών τα φορέματα.

Η Βασίλισσα έγινε έξω φρενών.

— Η κόρη μου ράφτρα! ξεφώνισε. Μα πού ακούστηκαν τέτοια πράματα! Ως εκεί ξέπεσε η κόρη μου η Βασιλοπούλα; Την έπιασαν τα νεύρα της και βγήκε από το δωμάτιο.

— Την πρόστυχη! είπε με αηδία η ξανθή παρακόρη. Εγώ δεν μπορώ πια να τη σχετίζομαι, ύστερα από τα καμώματα της!

Και με μεγαλοπρέπεια ξαπλώθηκε στο σοφά.

— Γιατί είσαι κουτή; ψιθύρισε η άλλη. Απεναντίας, χάιδευε την, για να σου ράβει καινούρια φουστάνια. Εγώ θα της πω όλα τα καλοπιάσματα που ξέρω, μήπως και μου ράψει φόρεμα όμορφο σαν που ήταν της Ζήλιως, προτού σκεπαστεί με λεκέδες.

Η Ζήλιω, βλέποντας καινούρια πάλι την τραχηλιά της, δεν ήξερε αν έπρεπε να καταφρονήσει την αδελφή της. Η Πικρόχολη όμως αισθάνθηκε απαραίτητη την ανάγκη να ξεστομίσει μερικά από τα συνηθισμένα της λόγια.

— Δε φταίγει το καημένο το κορίτσι, είπε με φθόνο. Είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται ταπεινοί και χυδαίοι.

— Ναι, λόγου χάρη σαν εσένα, είπε με κακία η Ζήλιω.

Η Πικρόχολη όρμησε και άρπαξε τον κότσο της.

Γύρισε η Ζήλιω και της έδωσε ένα μπάτσο που ακούστηκε ως το μαγειριό, όπου η Ειρηνούλα κοκκίνιζε τα πουλιά, και ο Πολύκαρπος ξέπλενε τα χόρτα.

Αμέσως ξέσπασαν και οι φωνές.

— Τα ίδια της συχωρεμένης1! μουρμούρισε η Ειρηνούλα.

Και, αφήνοντας το χαρανί της στη φροντίδα του Πολύκαρπου, έτρεξε στην τραπεζαρία, την ώρα που το Βασιλόπουλο είχε στριμώξει τη Ζήλιω σε μια γωνιά, ενώ ο Βασιλιάς, πεσμένος στο σοφά, βαστούσε από τη φούστα τη φουρκισμένη Πικρόχολη.

— Ντροπή, αδελφές μου, ντροπή! είπε με λύπη η Ειρηνούλα. Μη φωνάζετε έτσι! Θ' αναστατώσετε τη χώρα! 1

Τα ίδια της συχωρεμένης: έκφραση που λέγεται για πράγματα που επαναλαμβάνονται μονότονα. Δηλαδή και η νέα σύζυγος άρχισε να συμπεριφέρεται όπως η θανούσα πρώτη.

Καθώς την είδαν οι αδελφές της, παράτησαν έξαφνα τον καβγά, για να ρωτήσουν αν αλήθεια αυτή είχε ράψει τα σχισμένα τους ρούχα, και πώς.

Η Ειρηνούλα λοιπόν έβγαλε τις βελόνες της και την κλωστή, και κάθησε στο πεζούλι του παραθύρου να τους δείξει πώς τα μεταχειρίζουνταν.

— Πατέρα, είπε τότε το Βασιλόπουλο, χθες βράδυ βρήκα ένα γράμμα στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μα δεν ξέρω να διαβάσω και σου το έφερα.

Ο Βασιλιάς το πήρε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε:

«Εξοχώτατε!

Άλλον από σένα δεν περιμένω σήμερα να έλθει στο σπίτι μου, κι επειδή δεν προφθαίνω να έλθω εγώ στο δικό σου, σου αφήνω τούτο το γράμμα εδώ, για να το βρεις αμέσως και να μάθεις πως τρέχω και τρέχεις το μεγαλύτερον κίνδυνο. Το Βασιλόπουλο, που μοιάζει λεονταράκι και αετουδάκι, ξέρει πως δεν πούλησες την αλυσίδα. Ξέρει και μερικά άλλα, που μπορούν να σε βλάψουν αν μείνεις εδώ. Εγώ το στρίβω αμέσως με την αλυσίδα και πάγω στου Άρχοντα θείου, όπου ελπίζω, ύστερα από μερικές πληροφορίες που θα του δώσω για την κατάντια του Κράτους μας, να τον καταφέρω να με βοηθήσει με το στρατό του, να κατακτήσω το ωραίο κτήμα που δε θέλησε να μου χαρίσει ο Βασιλιάς, και που είναι πέρα από το ποτάμι. Σα θέλεις, έλα να με βρεις. Φέρε μαζί σου τα διαμαντένια ποτήρια του Βασιλιά και τα τελευταία διαμαντικά της Βασίλισσας που βρίσκονται στο κελάρι σου και που αξίζουν κάμποσα φλουριά. Μη φοβάσαι τίποτα, μάχη δε

μπορεί να γίνει χωρίς στρατιώτες, η νίκη είναι δική μας. Μόνο φύγε αμέσως.

Ο πιστός σου Λαγόκαρδος»

Ο Βασιλιάς σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το γιο του από πάνω από τα γυαλιά του.

— Τι θα πει αυτό; ρώτησε παραζαλισμένος.

Το Βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα απάνωκάτω και γύρισε πάλι στο Βασιλιά.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (1) 6th||and||present V. ARMY AND FLEET PRESENT (1)

Πρωί-πρωί το Βασιλόπουλο ξύπνησε την Ειρηνούλα. ||the|Prince|woke up|the|Irinoula Early in the morning, the Prince woke up Irinoula.

— Έλα μαζί μου, της είπε. Come|with|me|to her|said — Come with me, he said. Πάγω να φέρω το φαγί I freeze|to|bring|the|food I am going to bring the food.

της ημέρας, πριν σηκωθούν οι άλλοι. of|day|before|they wake up|the|others of the day, before the others get up.

— Πού πάμε; ρώτησε η αδελφή του. Where|are we going|asked|the|sister|his — Where are we going? asked his sister.

— Στο δάσος. In the|forest — To the forest. Πάρε ένα καλαθάκι μαζί σου, θα μαζέψομε ό,τι βρούμε. Take|one|small basket|with|you|will|we gather||we find Take a little basket with you, we will gather whatever we find.

Και με λαφριά βήματα κατέβαιναν το βουνό, όταν έξαφνα παράξενος ήχος κίνησε την προσοχή τους. And|with|light|steps|were descending|the|mountain|when|suddenly|strange|sound|drew|their|attention|them And with light steps they were descending the mountain, when suddenly a strange sound caught their attention. Τ' αδέλφια σταμάτησαν ν' ακούσουν. The|siblings|stopped|to|listen The siblings stopped to listen.

— Τι είναι αυτό; ρώτησε η Ειρηνούλα. What|is|this|asked|the|Eirini — What is that? asked Irinoula.

— Σαν ήχος κυπριού μου φάνηκε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Like|sound|of the cyprus|to me|seemed|replied|the|Prince — It sounded like the sound of a cyprus, replied the Prince.

— Μπα! Oh — Oh! Πού να βρεθεί κυπρί εδώ; Κατσίκες δεν έχει στο γύρο! Where|to|be found|Cypriot|here|Goats|not|has|in the|round Where could a Cypriot be here? There are no goats around!

Προχώρησαν λιγάκι και πάλι ακούστηκε το ίδιο κουδούνισμα. They moved forward|a little|and|again|was heard|the|same|ringing They moved a little further and the same ringing sound was heard again.

Η Ειρηνούλα κοίταξε γύρω της, δεν είδε τίποτα και πλησίασε στην άκρη του γκρεμνού. The|little Irini|looked|around|her|not|saw|anything|and|approached|to the|edge|of the|cliff Irinoula looked around, saw nothing, and approached the edge of the cliff. Μα καθώς έσκυψε, έβγαλε μια φωνή και τραβήχθηκε πίσω. But|as|he/she bent down|he/she let out|a|scream|and|he/she pulled back|back But as she bent down, she let out a cry and pulled back.

— Τι τρέχει; ρώτησε το Βασιλόπουλο κι έσκυψε κοντά της. What|is wrong|asked|the|Prince|and|leaned|close|to her — What's wrong? asked the Prince and leaned closer to her.

Κάτω, στη ρίζα του βουνού, ήταν ξαπλωμένο το γκρεμισμένο πτώμα του αρχικαγκελάριου, και γύρω του χοροπηδούσε σα μαϊμού ένα ανθρωπάκι μισομαύρο-μισοκίτρινο, που μια ανασηκώνουνταν και μια ξαναμαζεύουνταν ανακούρκουδα πλάγι στο σώμα. Down|at|root|of|mountain|was|lying|the|fallen|corpse|of|chancellor|and|around|it|was hopping|like|monkey|a|little man|||who|sometimes||and|sometimes||curled up|sideways|to|body Down at the foot of the mountain, the shattered corpse of the chancellor lay sprawled, and around it, a little half-black half-yellow creature was bouncing around like a monkey, sometimes lifting itself up and sometimes crouching back down beside the body.

Κάθε του κίνηση συνοδεύονταν με κουδούνισμα κυπριών. Every|his|movement|was accompanied|with|ringing|of bells Every movement it made was accompanied by the jingling of bells.

— Ένας πεθαμένος! A|dead man — A dead man! ψιθύρισε τρομαγμένη η Ειρηνούλα. whispered|frightened|the|Irinoula whispered Irinoula, terrified.

— Είναι ο Πανουργάκος, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και ο Τζοτζές. It is|the|Panourgakos|replied|the|Vasilopoulo|and|the|Tzotzes — It's Panourgakos, replied the Prince, and Jotzes. Μα τι κάνει εκεί γύρω του; Λες και γυρεύει μονάχος του να τον σηκώσει… But|what|is doing|there|around|him|You say|and|is looking for|alone|him|to|him|lift But what is he doing around there? As if he is trying to lift him up by himself...

Έξαφνα ο νάνος έσκυψε πάνω στον πεθαμένο, έσχισε το ρούχο του, το άνοιξε, έχωσε το χέρι του μέσα, και μ' ένα τσιριχτό γέλιο ανασηκώθηκε κι έτρεξε στον κάμπο και από κει κατά τη χώρα, όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα στραβά του ποδαράκια. Suddenly|the|dwarf|bent|over|on the|dead man|tore|the|clothing|his|it|opened|shoved|it|hand|his|inside|and|me|a|shrill|laugh|stood up|and|ran|in the|field|and|from|there|towards|the|town|as much as|quickly|could|to|him|take|his|crooked|his|little feet Suddenly the dwarf bent over the dead man, tore his clothes, opened it, shoved his hand inside, and with a shrill laugh, he stood up and ran to the field and from there towards the country, as fast as his crooked little legs could take him.

— Τι έκανε; ρώτησε η Ειρηνούλα τρέμοντας όλη. What|did|asked|the|Irinoula|trembling|whole — What did he do? asked Irinoula, trembling all over. Τι του έκανε του Πανουργάκου; What|to him|did|to him|Panourgakos What did he do to Panourgakos?

— Δεν μπόρεσα να διακρίνω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, μα ο Τζοτζές ήταν πάντα λίγο παλαβός. Not|I could|to|distinguish|replied|the|Prince|but|the|George|was|always|a little|crazy — I couldn't make it out, replied the Prince, but Jotzes was always a bit crazy. Έλα, Ειρηνούλα, μην τρομάζεις έτσι! Come|little Irini|don't|get scared|like that Come on, Irinoula, don't be scared like that!

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά τον κάμπο, όπου κατέβηκαν και τράβηξαν στο δάσος. And|they took|again|the|road|their|towards|the|plain|where|they descended|and|they headed|to the|forest And they took their way again towards the plain, where they descended and headed into the forest.

Ήταν χαρά Θεού εκείνη η ώρα. It was|joy|of God|that|the|hour It was a heavenly joy at that hour. Τα πουλάκια έλεγαν το πρωινό τους τραγούδι, που σαν προσευχή ανέβαινε στον απαλό ουρανό. The|little birds|sang|the|morning|their|song|which|like|prayer|rose|to the|gentle|sky The little birds were singing their morning song, which rose like a prayer to the gentle sky. Τα λουλούδια σκορπούσαν ολόγυρα τη γλυκιά τους μυρωδιά, και χιλιάδες διάφανες στάλες είχαν σκαλώσει σε κάθε φυλλαράκι, σε κάθε χορτάρι, σα διαμάντια ατίμητα. The|flowers|scattered|all around|the|sweet|their|scent|and|thousands|transparent|droplets|had|gotten stuck|on|every|leaf|on|every|blade of grass|like|diamonds|priceless The flowers scattered their sweet scent all around, and thousands of transparent droplets had clung to every leaf, on every blade of grass, like priceless diamonds.

Παντού ξυπνούσε η φύση με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου. Everywhere|woke up|the|nature|with|the|first|rays|of the|sun Nature was awakening everywhere with the first rays of the sun. Ένας σπίνος χαμηλοπετούσε για να βρει κανένα άχυρο ή πούπουλο να φτιάσει τη φωλιά του. A|finch|flew low|to|(subjunctive particle)|find|any|straw|or|feather|(subjunctive particle)|build|his|nest|(possessive pronoun) A finch was flying low to find some straw or feather to build its nest. Οι μέλισσες φτερούγιζαν και μουρμούριζαν με αγάπη γύρω στα δροσερά αγριολούλουδα, και ο βάτος άπλωνε τα κλωνάρια του, βαριά φορτωμένα καρπούς, σα να τους πρόσφερε σιωπηλά στα πεινασμένα αδέλφια. The|bees|buzzed|and|murmured|with|love|around|the|fresh|wildflowers|and|the|bramble|spread|the|branches|his|heavily|laden|fruits|as|to|them|offered|silently|to the|hungry|siblings The bees were buzzing and murmuring lovingly around the fresh wildflowers, and the bramble stretched its branches, heavily laden with fruit, as if silently offering them to the hungry siblings.

— Αχ, τι ωραία σμέουρα! Oh|how|beautiful|raspberries — Oh, what beautiful raspberries! φώναξε η Ειρηνούλα. shouted|the|Irinoula cried Irinoula. Έλα να τα μαζέψομε. Come|to|them|gather Come, let's gather them.

Μα πεσμένο χάμω, το Βασιλόπουλο παρατηρούσε το πήγαινε κι έλα των μερμηγκιών, που ακολουθούσαν όλα τον ίδιο δρόμο, είτε πήγαιναν είτε ήρχουνταν, σταματώντας κάπου κάπου, σα να συνομιλούσαν, φεύγοντας πάλι βιαστικά, χωρίς να βγουν ποτέ από τη γραμμή τους. But|fallen|on the ground|the|Little Prince|observed|the|going|and|coming|of the|ants|that|followed|all|the|same|path|whether|they were going|or|they were coming|stopping|somewhere|sometimes||to|converse|leaving|again|hurriedly|without|to|exit|ever|from|the|line|their But lying on the ground, the Prince observed the coming and going of the ants, which all followed the same path, whether they were going or coming, stopping now and then, as if they were conversing, then hurriedly leaving again, without ever straying from their line. Μερικά ήταν φορτωμένα με κανένα σπόρο ή έντομο, και το Βασιλόπουλο παρατήρησε πως εκείνα πήγαιναν πάντα προς το ίδιο σημείο, ενώ όσα γύριζαν δε βαστούσαν τίποτα. Some|were|loaded|with|any|seed|or|insect|and|the|Prince|noticed|that|those|were going|always|towards|the|same|point|while|those who|turned|not|carried|anything Some were loaded with some seed or insect, and the Prince noticed that they always went to the same spot, while those that turned around carried nothing.

— Έλα δω, Ειρηνούλα, φώναξε, έλα να βρούμε που πηγαίνουν το φορτίο τους τα μερμήγκια! Come|here|Irinoula|shouted|come|to|find|where|they go|the|load|their|the|ants — Come here, Irinoula, he shouted, come let's find out where the ants are taking their load!

Και σκυμμένα στο χώμα, τ' αδέλφια ακολούθησαν τη ζωντανή γραμμή, που σταματούσε σε μια μικρή τρύπα, όπου όλα τα φορτωμένα μερμήγκια χώνουνταν, και ύστερα ξανάβγαιναν πάλι χωρίς φόρτωμα, πηγαίνοντας να βρουν τίποτε άλλο. And|bent|in the|ground|the|siblings|followed|the|live|line|that|stopped|at|a|small|hole|where|all|the|loaded|ants|burrowed|and|then|re-emerged|again|without|load|going|to|find|anything|else And bent down to the ground, the siblings followed the living line, which stopped at a small hole, where all the loaded ants disappeared, and then came out again without a load, going to find something else.

— Δες τι περίεργο, είπε η Ειρηνούλα, δεν τρώγουν το φαγί τους, μόνο το κρύβουν μέσα στην τρύπα. See|what|strange|said|the|Irinoula|not|eat|the|food|their|only|it|hide|inside|in the|hole — Look how strange, said Irinoula, they don't eat their food, they just hide it inside the hole.

— Η τρύπα αυτή είναι η φωλιά τους, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, κι εξακολούθησε συλλογισμένο: Θυμάσαι τα λόγια της Γνώσης πως ζώντας στη φύση θα μάθομε πολλά πράματα; Να το πρώτο μάθημα που μας δίνει το μερμήγκι. The|hole|this|is|the|nest|their|replied|the|Prince|and|continued|thoughtfully|Do you remember|the|words|of the|Knowledge|that|living|in the|nature|will|learn|many|things|Here is|the|first|lesson|that|us|gives|the|ant — This hole is their nest, replied the Prince, and continued thoughtfully: Do you remember the words of Knowledge that living in nature will teach us many things? This is the first lesson that the ant gives us. Δεν του φθάνει να μαζεύει το φαγί της ημέρας, μόνο κάνει παρακαταθήκη στη φωλιά του για τους κακούς καιρούς ίσως… Not|to him|is enough|to|gather|the|food|of|day|only|makes|savings|in the|nest|his|for|the|bad|times|maybe It is not enough for it to gather food for the day; it also makes a reserve in its nest for perhaps bad times…

— Αλήθεια, θαύμασε η Ειρηνούλα. Really|wondered|the|little Eirini — Indeed, marveled Irinoula. Καλό ήταν να κάναμε και ‘μεις το ίδιο. good|was|to|we did|also|we|the|same It would be good for us to do the same. Μα τι να μαζέψομε; Τα σμέουρα σαπίζουν, δε βαστούν! But|what|to|gather|The|raspberries|rot|not|last But what should we gather? The raspberries are rotting, they won't last!

— Άλλα πράματα έχομε ‘μεις να κάνομε, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, αν θέλομε να είμαστε έτοιμοι ν' αντικρίσομε τις φουρτούνες, σαν έλθουν οι κακοί καιροί… Other|things|we have|we|to|do|replied|the|Prince|if|we want|to|we are|ready|to|face|the|storms|when|come|the|bad|times — We have other things to do, replied the Prince, if we want to be ready to face the storms when the bad times come…

Πήγαιναν κουβεντιάζοντας τα δυο αδέλφια, και μαζεύοντας ό,τι καρπό έβρισκαν στα δέντρα και χαμόδεντρα. They were going|chatting|the|two|brothers|and|gathering||fruit|they found|in the|trees|and|wild trees The two brothers were walking and chatting, gathering whatever fruit they found in the trees and bushes.

Σε λίγο έφθασαν σε λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα και τους καλαμιώνες. In|a little|they arrived|at|lake|half-hidden|under|from|the|trees|and|the|reeds Soon they arrived at a lake half-hidden under the trees and reeds. Ένα κοπάδι τρομαγμένες αγριόπαπιες πέταξαν κι έφυγαν, χτυπώντας τα φτερά τους. A|flock|frightened|wild ducks|flew|and|left|flapping|the|wings|their A flock of frightened wild ducks flew away, flapping their wings.

— Πάπιες! Ducks — Ducks! φώναξε με χαρά το Βασιλόπουλο. shouted|with|joy|the|Prince the Prince shouted with joy. Αφού φωλιάζουν εδώ, θα βρούμε μπόλικα αυγά. Since|nest|here|will|we find|plenty of|eggs Since they nest here, we will find plenty of eggs.

Δεν άργησαν τωόντι να βρουν τις φωλιές, και μάζεψαν τόσα αυγά, που αφού γέμισαν το πανέρι, έδεσαν και στα μαντίλια τους. did not|take long|indeed|to|find|the|nests|and|gathered|so many|eggs|that|after|filled|the|basket|tied|and|in the|scarves|their They didn't take long to find the nests, and they gathered so many eggs that after filling the basket, they tied some in their scarves.

— Κρίμα να μην έχεις τόξο! It's a pity|to|not|you have|bow — It's a pity you don't have a bow! είπε η Ειρηνούλα. said|the|Irinoula said Irinoula. Μπορούσες να σκοτώσεις καμιάν αγριόπαπια. You could|to|kill|any|wild duck You could have killed a wild duck. Δες, δεν έφυγαν όλες, μένουν μερικές ανάμεσα στα καλάμια. See|not|left|all|stay|some|among|the|reeds Look, not all of them have left, some remain among the reeds.

— Τόξο δεν έχω, μα έχω σφενδόνα, αποκρίθηκε χαρούμενα το Βασιλόπουλο. Bow|not|I have|but|I have|slingshot|replied|happily|the|Prince — I don't have a bow, but I have a slingshot, the Prince replied happily.

Και με μια πετριά σκότωσε μια πάπια, που ανήσυχα έβγαζε το κεφάλι της από μέσα από τα χορτάρια να δει τ' αδέλφια. And|with|a|stone|killed|a|duck|that|restlessly|was sticking out|the|head|her|from|inside|from|the|grass|to|see|the|siblings And with a stone, he killed a duck that was nervously sticking its head out from the grass to see its siblings.

Το κυνήγι τον ενθουσίασε. The|hunting|him|excited The hunt excited him. Έβγαλε τα πέδιλα του και πήδηξε στο νερό, για να πιάσει το σκοτωμένο πουλί. He took off|the|sandals|his|and|jumped|into|water|to|catch|catch|the|dead|bird He took off his sandals and jumped into the water to catch the dead bird. Ύστερα σημάδεψε και σκότωσε και άλλα αγριόπουλα. Then|he aimed|and|he killed|and|other|wild boars Then he aimed and killed more wild birds.

Και αφού μάζεψε κάμποσα, τα έδεσε όλα μαζί περνώντας ένα μακρύ βούρλο από τις μύτες τους, τα φόρτωσε στον ώμο του και καταχαρούμενος τράβηξε με την αδελφή του για το παλάτι. And|after|gathered|quite a few|them|tied|all|together|passing|a|long|stick|through|the|noses|their|them|loaded|on the|shoulder|his|and|very happily|set off|with|the|sister|his|to|the|palace And after gathering quite a few, he tied them all together by passing a long rush through their beaks, loaded them on his shoulder, and happily set off with his sister for the palace.

Στον κάμπο μάζεψαν κι ένα μάτσο αγριόχορτα. In the|field|they gathered|and|a|bunch|weeds In the field, they also gathered a bunch of wild herbs.

— Τώρα έχω ό,τι μου χρειάζεται για το γιαχνί μου, είπε η Ειρηνούλα. Now|I have||to me|is needed|for|the|stew|my|said|the|Irinoula — Now I have everything I need for my stew, said Irinoula. Θα φάμε βασιλικά σήμερα. We will|eat|basil|today We will eat royal today.

— Τουλάχιστον το φαγί μας θα είναι τίμια κερδισμένο, αποκρίθηκε ο αδελφός της. At least|the|food|our|will|be|honestly|earned|replied|the|brother|her — At least our food will be honestly earned, replied her brother.

Σαν έφθασαν στο παλάτι, όλοι κοιμούνταν ακόμα. When|they arrived|at the|palace|everyone|was sleeping|still When they arrived at the palace, everyone was still asleep.

Πήγαν στο μαγειριό ν' αφήσουν το φορτίο τους, κι εκεί βρήκαν τον υπασπιστή Πολύκαρπο που κουιούνταν ξαπλωμένος εμπρός στο τζάκι. They went|to|kitchen|to|leave|the|cargo|their|and|there|they found|the|aide-de-camp|Polykarpos|who|was sleeping|lying down|in front of|at|fireplace They went to the kitchen to leave their load, and there they found the aide Polykas lying in front of the fireplace.

Το μαγειριό ήταν βρώμικο και ακατάστατο. The|kitchen|was|dirty|and|messy The kitchen was dirty and messy. Οι κατσαρόλες είχαν μείνει άπλυτες, μερικά σπασμένα πιάτα κείτουνταν σκόρπια εδώ κι εκεί, μαζί με μεταχειρισμένα ποτήρια. The|pots|had|remained|unwashed|some|broken|plates|were lying|scattered|here|and|there|together|with|used|glasses The pots had been left unwashed, some broken plates were scattered here and there, along with used glasses.

Η Ειρηνούλα σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να συμμαζεύει τα πράματα. The|little Irini|rolled up|the|sleeves|her|and|started|to|tidy up|the|things Irini rolled up her sleeves and began to tidy up the things.

— Τι θα κάνεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο. What|will|you do|asked|the|Prince — What will you do? asked the Prince.

— Εκείνο που θα έκανε η Γνώση στη θέση μου, αποκρίθηκε η Ειρηνούλα. That|which|would|do|the|Knowledge|in|position|my|replied|the|Eirini — What Knowledge would do in my place, replied Irinoula. Θα καθαρίσω πρώτα όλ' αυτά εδώ, και ύστερα θα ψήσω τα πουλιά, όπως είδα να ψήνει το κρέας η κυρα-Φρόνηση. I will|clean|first|all|these|here|and|later|I will|roast|the|birds|as|I saw|to|roasts|the|meat|the|| I will first clean all this here, and then I will roast the birds, just like I saw Mrs. Fronisi roast the meat.

Το Βασιλόπουλο την αγκάλιασε. The|Prince|her|hugged The Prince hugged her.

— Γεια σου, αδελφούλα, είπε. Hello|your|little sister|he/she said — Hello, little sister, he said. Με σένα πλάγι μου, νιώθω πως θα εκτελέσω το σκοπό μου. With|you|side|my|I feel|that|will|accomplish|the|purpose|my With you by my side, I feel that I will fulfill my purpose.

— Ποιο σκοπό; Which|purpose — What purpose?

— Να στείλομε το γαϊδουρίσιο κεφάλι πίσω στο δωρητή του. To|send|the|donkey|head|back|to the|donor|his — To send the donkey's head back to its donor.

Ο Πολύκαρπος ξύπνησε με τις ομιλίες. The|Polycarp|woke up|with|the|conversations Polycarp woke up to the conversations. Είδε τ' αδέλφια και σηκώθηκε βιαστικά, χαιρέτησε βαθιά κι ετοιμάζουνταν να βγει έξω. He saw|the|siblings|and|he got up|hurriedly|he greeted|deeply|and|he was getting ready|to|go out|outside He saw his siblings and got up hastily, greeted deeply, and was getting ready to go outside. Μα βλέποντας την Ειρηνούλα που μάζευε τα ποτήρια, σταμάτησε, και η απορία του έγινε σάστιση όταν την είδε να τα πλένει και να τα σκουπίζει. But|seeing|her|Irinoula|who|was collecting|the|glasses|he stopped|and|the|curiosity|his|became|astonishment|when|her|he saw|to|the|washes|and|to|the|dries But seeing Irinoula gathering the glasses, he stopped, and his curiosity turned to astonishment when he saw her washing and drying them.

Κατακοκκίνισε κι έτρεξε να της τα πάρει. turned bright red|and|ran|to|her|the|take He blushed and ran to take them from her.

— Δεν κάνει, κυρα-Βασιλοπούλα μου! No|does|||my — It won't do, my dear Lady Vasilopoula! Δεν είναι αυτή δουλεία για τα χεράκια σου! Not|is|this|work|for|the|little hands|your This is not work for your little hands! είπε με κομμένη φωνή. said|with|cut|voice she said in a choked voice.

Η Ειρηνούλα γέλασε. The|little Irini|laughed Irinoula laughed.

— Γιατί; ρώτησε. Why|he asked — Why? he asked.

— Γιατί αυτή είναι δουλειά του παραμάγειρα. Because|this|is|job|of the|assistant cook — Because that is the job of the assistant cook.

— Και πού είναι ο παραμάγειρας; And|where|is|the|waiter — And where is the assistant cook?

— Κοιμάται ή γυρνά σε καμιά διασκέδαση, αποκρίθηκε. He sleeps|or|goes back|to|any|entertainment|he replied — He is either sleeping or out having some fun, he replied.

— Βλέπεις λοιπόν; Πρέπει να το κάνω εγώ, αφού δεν είναι άλλος να το κάνει. You see|then|I must|to|it|do|it|since|not|is|another|to|it|do — You see then? I have to do it myself, since there is no one else to do it. Το μαγειριό πρέπει να παστρευθεί και το φαγί πρέπει να ψηθεί. The|kitchen|must|to|be cleaned|and|The|food|must|to|be cooked The kitchen must be cleaned and the food must be cooked. Αφού ο μάγειρας και ο παραμάγειρας λείπουν, θα τους αναπληρώσω εγώ. Since|the|chef|and|the|assistant chef|are absent|will|them|replace|I Since the chef and the assistant chef are absent, I will replace them.

Ο υπασπιστής ήταν κατακόκκινος. The|aide-de-camp|was|bright red The aide-de-camp was bright red.

— Λοιπόν… λοιπόν… άρχισε, και σταμάτησε. well|well|he/she/it started|and|he/she/it stopped — Well... well... it started, and then stopped.

— Λοιπόν, τι; ρώτησε η Ειρηνούλα. well|what|asked|the|Irinoula — Well, what? asked Irinoula.

— Άφησε με να σε βοηθήσω λοιπόν κι εγώ, κυρα-Βασιλοπούλα. Let|me|to|you|help|then|also|I|| — Let me help you then, Lady Basilo. Αφού καταδέχεσαι συ τέτοια δουλειά, θα την καταδεχθώ κι εγώ. Since|deign|you|such|work|will|it|deign|also|I Since you deign to do such work, I will deign to do it too.

Άρπαξε έναν κουβά και μια σκούπα, και με ζήλο άρχισε να τρίβει το πάτωμα του μαγειριού, ενώ η Ειρηνούλα μαδούσε τα πουλιά. He grabbed|a|bucket|and|a|broom|and|with|zeal|he started|to|scrub|the|floor|of the|kitchen|while|the|Irinoula|was plucking|the|birds He grabbed a bucket and a broom, and with enthusiasm began to scrub the kitchen floor, while Irinoula was picking flowers.

Ωστόσο το Βασιλόπουλο, ακούοντας ομιλίες στα βασιλικά δωμάτια, πήγε να παραδώσει του πατέρα του το γράμμα που είχε βρει στο τραπέζι του κυρ-Λαγόκαρδου. However|the|Prince|hearing|conversations|in the|royal|rooms|went|to|deliver|to his|father|his|the|letter|that|had|found|on the|table|of the|| However, the Prince, hearing conversations in the royal rooms, went to deliver the letter he had found on Mr. Lagokardos' table to his father.

Η οικογένεια ήταν μαζεμένη στην τραπεζαρία, και όταν μπήκε το Βασιλόπουλο, όλοι τον δέχθηκαν με μια φωνή: The|family|was|gathered|in the|dining room|and|when|entered|the|Prince|everyone|him|welcomed|with|one|voice The family was gathered in the dining room, and when the Prince entered, everyone welcomed him with one voice:

— Έλα δω να μάθεις το θαύμα. Come|here|to|learn|the|miracle — Come here to learn about the miracle.

Ο Βασιλιάς πέρασε και ξαναπέρασε μπροστά του, και, με καμάρι απλώνοντας το μανδύα του, ρώτησε: The|King|passed|and|passed again|in front|of him|and|with|pride|spreading|the|cloak|his|asked The King passed by him again and again, and, proudly spreading his cloak, asked:

— Βλέπεις τίποτα καινούριο; Do you see|anything|new — Do you see anything new?

— Όχι, απάντησε το Βασιλόπουλο. No|answered|the|Prince — No, replied the Prince.

— Πώς όχι! How|not — How can that be! αναφώνησε η Ζήλιω. exclaimed|the|Ziliou Ziliou exclaimed. Δε βλέπεις πως κάποιος τρανός Βασιλιάς μας έστειλε καινούρια ρούχα; Της Πικρόχολης έστειλε μια φούστα, του Βασιλιά καινούρια φορεσιά και μανδύα, και μένα μιαν ωραία τραχηλιά, σαν αυτή που έσχισε χθες η μέγαιρα αδελφή μου. not|you see|that|some|great|King|us|sent|new|clothes|To her|of Pikroholi|sent|a|skirt|to him|King|new|outfit|and|cloak|and|me|a|beautiful|necklace|like|this|that|tore|yesterday|the|mean-spirited|sister|my Don't you see that a great King has sent us new clothes? He sent a skirt to Pikroholi, a new outfit and cloak to the King, and to me a beautiful necklace, like the one my sister the witch tore yesterday.

Ευτυχώς η Πικρόχολη ήταν τόσο απασχολημένη θαυμάζοντας τη φούστα της, που δεν άκουσε τα λόγια της Ζήλιως. Fortunately|the|Pikroholi|was|so|busy|admiring|the|skirt|her|that|not|heard|the|words|her|Zilios Fortunately, Pikroholi was so busy admiring her skirt that she didn't hear Ziliou's words.

Το Βασιλόπουλο γέλασε. The|little prince|laughed The Prince laughed.

— Αλήθεια, έγινε θαύμα, είπε, μα όχι απ' έξω, παρά από μέσα από το παλάτι. Truly|it happened|miracle|he said|but|not|from|outside|but|from|inside|from|the|palace — Indeed, a miracle happened, she said, but not from the outside, rather from inside the palace. Τα ρούχα σας είναι τα ίδια, μόνο που τα έραψε μια νερδούλα. The|clothes|your|are|the|same|only|that|the|sewed|a|nerdy girl Your clothes are the same, only they were sewn by a little fairy.

— Νεραϊδούλα! Little fairy — Little fairy! είπε μ' έκσταση η Βασίλισσα, σμίγοντας τα όμορφα χεράκια της. said|to me|ecstasy|the|Queen|joining|the|beautiful|little hands|her the Queen said ecstatically, bringing her beautiful little hands together. Αχ, την είδες; Δε μου έφερε κανένα σμαραγδένιο βραχιόλι, σαν της Βασίλισσας θείας μου; Oh|her|you saw|Not|to me|brought|any|emerald|bracelet|like|of|Queen|aunt|my Oh, did you see her? She didn't bring me any emerald bracelet, like my Aunt Queen's?

— Δύσκολο πράμα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Difficult|thing|replied|the|Prince — That's a difficult thing, replied the Prince. Η Ειρηνούλα έχει δάχτυλα, μα δεν έχει φλουριά! The|little Irini|has|fingers|but|not|has|coins Irinoula has fingers, but she doesn't have any coins!

Χρειάστηκαν εξηγήσεις. Explanations|were needed Explanations were needed. Και το Βασιλόπουλο διηγήθηκε πως, τη νύχτα, ενόσω όλοι κοιμούνταν, η Ειρηνούλα τον περίμενε και καθησε κι έραψε ολονών τα φορέματα. And|the|Prince|narrated|that|the|night|while|everyone|were sleeping|the|Irinoula|him|waited|and|sat|and|sewed|of everyone|the|dresses And the Prince recounted how, at night, while everyone was sleeping, Irinoula was waiting for him and sat down to sew everyone's dresses.

Η Βασίλισσα έγινε έξω φρενών. The|Queen|became|out|of her mind The Queen became furious.

— Η κόρη μου ράφτρα! The|daughter|my|seamstress — My daughter a seamstress! ξεφώνισε. shouted she exclaimed. Μα πού ακούστηκαν τέτοια πράματα! But|where|were heard|such|things But where have such things been heard! Ως εκεί ξέπεσε η κόρη μου η Βασιλοπούλα; Την έπιασαν τα νεύρα της και βγήκε από το δωμάτιο. as|far|fell|the|daughter|my|the|Princess|her|caught|the|nerves|her|and|she left|from|the|room Has my daughter the Princess fallen so low? She got angry and left the room.

— Την πρόστυχη! The|slut — That shameless girl! είπε με αηδία η ξανθή παρακόρη. said|with|disgust|the|blonde|maid said the blonde maid with disgust. Εγώ δεν μπορώ πια να τη σχετίζομαι, ύστερα από τα καμώματα της! I|not|can|anymore|to|her|relate|after|from|the|antics|her I can no longer relate to her, after her antics!

Και με μεγαλοπρέπεια ξαπλώθηκε στο σοφά. And|with|grandeur|lay down|on the|sofa And with grandeur, she lay down on the sofa.

— Γιατί είσαι κουτή; ψιθύρισε η άλλη. Why|are|stupid|whispered|the|other — Why are you so foolish? whispered the other. Απεναντίας, χάιδευε την, για να σου ράβει καινούρια φουστάνια. On the contrary|pet|her|so that|to|you|sews|new|dresses On the contrary, she was caressing her, so that she could sew new dresses for you. Εγώ θα της πω όλα τα καλοπιάσματα που ξέρω, μήπως και μου ράψει φόρεμα όμορφο σαν που ήταν της Ζήλιως, προτού σκεπαστεί με λεκέδες. I|will|to her||all|the|flattery|that|I know|perhaps|and|to me|sews|dress|beautiful|like|that|was|of|Zilios|before|is covered|with|stains I will tell her all the flattery I know, hoping she will sew me a dress as beautiful as the one that belonged to Zili, before it got covered in stains.

Η Ζήλιω, βλέποντας καινούρια πάλι την τραχηλιά της, δεν ήξερε αν έπρεπε να καταφρονήσει την αδελφή της. The|Ziliou|seeing|new|again|the|necklace|her|not|knew|if|should|to|despise|the|sister|her Zili, seeing her collar new again, did not know whether she should despise her sister. Η Πικρόχολη όμως αισθάνθηκε απαραίτητη την ανάγκη να ξεστομίσει μερικά από τα συνηθισμένα της λόγια. The|Pikroholi|but|felt|necessary|the|need|to|utter|some|of|the|usual|her|words However, Pikroholi felt the need to utter some of her usual words.

— Δε φταίγει το καημένο το κορίτσι, είπε με φθόνο. not|is to blame|the|poor|the|girl|said|with|envy — The poor girl is not to blame, she said with envy. Είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται ταπεινοί και χυδαίοι. There are|some|people|who|are born|humble|and|vulgar There are some people who are born humble and vulgar.

— Ναι, λόγου χάρη σαν εσένα, είπε με κακία η Ζήλιω. Yes|of reason|example|like|you|she said|with|malice|the|Zilio — Yes, for example like you, said Ziliou maliciously.

Η Πικρόχολη όρμησε και άρπαξε τον κότσο της. The|Pikroholi|rushed|and|grabbed|the|bun|her Pikroholi rushed and grabbed her bun.

Γύρισε η Ζήλιω και της έδωσε ένα μπάτσο που ακούστηκε ως το μαγειριό, όπου η Ειρηνούλα κοκκίνιζε τα πουλιά, και ο Πολύκαρπος ξέπλενε τα χόρτα. She turned back|the|Ziliou|and|to her|gave|a|slap|that|was heard|as far as|the|kitchen|where|the|Eirinoula|was reddening|the|birds|and|the|Polykarpos|was rinsing|the|greens Ziliou turned and gave her a slap that was heard all the way to the kitchen, where Irinoula was blushing the birds, and Polykarpos was rinsing the greens.

Αμέσως ξέσπασαν και οι φωνές. Immediately|broke out|and|the|voices Immediately, voices broke out.

— Τα ίδια της συχωρεμένης1! The|same|of|deceased — Just like the late one! μουρμούρισε η Ειρηνούλα. murmured|the|Irinoula murmured Irinoula.

Και, αφήνοντας το χαρανί της στη φροντίδα του Πολύκαρπου, έτρεξε στην τραπεζαρία, την ώρα που το Βασιλόπουλο είχε στριμώξει τη Ζήλιω σε μια γωνιά, ενώ ο Βασιλιάς, πεσμένος στο σοφά, βαστούσε από τη φούστα τη φουρκισμένη Πικρόχολη. And|leaving|the|harani|her|in|care|of|Polykarpos|ran|to the|dining room|the|moment|when|the|Prince|had|cornered|the|Ziliou|in|a|corner|while|the|King|fallen|on the|sofa|held|by|the|skirt|the|furious|Pikroholi And, leaving her harani in Polykarpos's care, she ran to the dining room, at the moment when the Prince had cornered Ziliou in a corner, while the King, fallen on the sofa, was holding the furious Pikroholi by her skirt.

— Ντροπή, αδελφές μου, ντροπή! Shame|sisters|my|shame - Shame, my sisters, shame! είπε με λύπη η Ειρηνούλα. said|with|sadness|the|Eirini said Irinoula sadly. Μη φωνάζετε έτσι! Don't|shout|like that Don't shout like that! Θ' αναστατώσετε τη χώρα! you will|disturb|the|country You will disturb the country! 1 1

Τα ίδια της συχωρεμένης: έκφραση που λέγεται για πράγματα που επαναλαμβάνονται μονότονα. The|same|of|deceased|expression|that|is said|for|things|that|are repeated|monotonously The same as the deceased: an expression used for things that are monotonously repeated. Δηλαδή και η νέα σύζυγος άρχισε να συμπεριφέρεται όπως η θανούσα πρώτη. That is|and|the|new|wife|started|to|behave|like|the|deceased|first That is, the new wife also began to behave like the deceased first wife.

Καθώς την είδαν οι αδελφές της, παράτησαν έξαφνα τον καβγά, για να ρωτήσουν αν αλήθεια αυτή είχε ράψει τα σχισμένα τους ρούχα, και πώς. As|her|saw|the|sisters|her|suddenly stopped|suddenly|the|fight|in order to|to|ask|if|truly|she|had|sewn|the|torn|their|clothes|and|how As soon as her sisters saw her, they suddenly stopped their quarrel to ask if it was true that she had sewn their torn clothes, and how.

Η Ειρηνούλα λοιπόν έβγαλε τις βελόνες της και την κλωστή, και κάθησε στο πεζούλι του παραθύρου να τους δείξει πώς τα μεταχειρίζουνταν. The|little Irini|then|took out|her|needles|her|and|the|thread|and|sat|on the|ledge|of the|window|to|them|show|how|they|were using So, Irinoula took out her needles and thread, and sat on the window sill to show them how they were used.

— Πατέρα, είπε τότε το Βασιλόπουλο, χθες βράδυ βρήκα ένα γράμμα στο σπίτι του Λαγόκαρδου, μα δεν ξέρω να διαβάσω και σου το έφερα. Father|said|then|the|Prince|yesterday|evening|I found|a|letter|at the|house|of|Lagokardos|but|not|I know|to|read|and|to you|it|I brought — Father, then said the Prince, last night I found a letter at the house of Lagokardos, but I don't know how to read and I brought it to you.

Ο Βασιλιάς το πήρε, έβαλε τα γυαλιά του και διάβασε: The|King|it|took|put|the|glasses|his|and|read The King took it, put on his glasses, and read:

«Εξοχώτατε! Your Excellency «Your Excellency!

Άλλον από σένα δεν περιμένω σήμερα να έλθει στο σπίτι μου, κι επειδή δεν προφθαίνω να έλθω εγώ στο δικό σου, σου αφήνω τούτο το γράμμα εδώ, για να το βρεις αμέσως και να μάθεις πως τρέχω και τρέχεις το μεγαλύτερον κίνδυνο. Another|from|you|not|I expect|today|to|come|to|house|my|and|because|not|I manage|to|come|I|to|your|your|your|I leave|this|the|letter|here|for|to|the|find|immediately|and|to|learn|that|I run|and|you run|the|greatest|danger I do not expect anyone other than you to come to my house today, and since I cannot make it to yours, I leave this letter here for you to find immediately and learn that I am running and you are running the greatest danger. Το Βασιλόπουλο, που μοιάζει λεονταράκι και αετουδάκι, ξέρει πως δεν πούλησες την αλυσίδα. The|Little Prince|that|looks|little lion|and|little eagle|knows|that|not|sold|the|chain The Prince, who looks like a little lion and a little eagle, knows that you did not sell the chain. Ξέρει και μερικά άλλα, που μπορούν να σε βλάψουν αν μείνεις εδώ. He knows|and|some|others|that|can|to|you|harm|if|you stay|here He also knows some other things that can harm you if you stay here. Εγώ το στρίβω αμέσως με την αλυσίδα και πάγω στου Άρχοντα θείου, όπου ελπίζω, ύστερα από μερικές πληροφορίες που θα του δώσω για την κατάντια του Κράτους μας, να τον καταφέρω να με βοηθήσει με το στρατό του, να κατακτήσω το ωραίο κτήμα που δε θέλησε να μου χαρίσει ο Βασιλιάς, και που είναι πέρα από το ποτάμι. I|it|turn|immediately|with|the|chain|and|I freeze|at the|Lord|uncle|where|I hope|after|from|some|information|that|will|to him|I give|about|the|decline|of|State|our|to|him|persuade|to|with|help|with|the|army|his|to|conquer|the|beautiful|estate|that|not|wanted|to|me|gift|the|King|and|that|is|beyond|from|the|river I will immediately turn with the chain and go to Uncle Archon, where I hope, after giving him some information about the downfall of our State, to persuade him to help me with his army to conquer the beautiful estate that the King did not want to gift me, which is across the river. Σα θέλεις, έλα να με βρεις. If|you want|come|to|me|find If you want, come and find me. Φέρε μαζί σου τα διαμαντένια ποτήρια του Βασιλιά και τα τελευταία διαμαντικά της Βασίλισσας που βρίσκονται στο κελάρι σου και που αξίζουν κάμποσα φλουριά. Bring|with|you|the|diamond|glasses|of the|King|and|the|last|diamonds|of the|Queen|that|are|in the|cellar|your|and|that|are worth|quite a few|coins Bring with you the diamond glasses of the King and the last diamonds of the Queen that are in your cellar and are worth quite a few coins. Μη φοβάσαι τίποτα, μάχη δε Don't|be afraid|anything|fight|not Don't be afraid of anything, a battle

μπορεί να γίνει χωρίς στρατιώτες, η νίκη είναι δική μας. can|to|happen|without|soldiers|the|victory|is|our|us cannot happen without soldiers, the victory is ours. Μόνο φύγε αμέσως. Just|leave|immediately Just leave immediately.

Ο πιστός σου Λαγόκαρδος» The|faithful|your|Lagokardos Your faithful Lagokardos.

Ο Βασιλιάς σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το γιο του από πάνω από τα γυαλιά του. The|King|raised|the|eyes|and|looked|the|son|his|from|above|from|the|glasses|his The King raised his eyes and looked at his son over his glasses.

— Τι θα πει αυτό; ρώτησε παραζαλισμένος. What|will|say|this|he asked|bewildered — What does this mean? he asked, bewildered.

Το Βασιλόπουλο έκανε μερικά βήματα απάνωκάτω και γύρισε πάλι στο Βασιλιά. The|Prince|made|a few|steps|up and down|and|returned|again|to the|King The Little Prince took a few steps up and down and turned back to the King.

SENT_CWT:AFkKFwvL=26.22 PAR_TRANS:gpt-4o-mini=2.62 en:AFkKFwvL openai.2025-02-07 ai_request(all=217 err=0.00%) translation(all=173 err=0.00%) cwt(all=1940 err=1.08%)