ΙΓ’. ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΧΕΡΗΣ
Όλην εκείνη την ημέρα η «Τρομάρα» και η «Αντάρα»
είχαν πάγει κι έλθει πολλές φορές από τη μιαν ακροποταμιά στην άλλη, περνώντας τους χωρικούς της πεδιάδας, που έφευγαν εμπρός στον εχθρό.
Αφού πέρασε και τον τελευταίο, ο κουλός αντί να δέσει τις φελούκες του στη στεριά και να ξαπλωθεί στην «κάμαρά» του, όπως το συνήθιζε, άρχισε ν' ανεβαίνει τον ποταμό, σπρώχνοντας τις φελούκες του με το κοντάρι.
Ο πρωτομάστορης Αμοιράκος, που δούλευε στο νερό κοντά, τον είδε και τον φώναξε:
— Για πού, πατριώτη;
— Μυστική υπηρεσία του Κράτους, αποκρίθηκε ο κουλός.
Και πρόσθεσε:
— Για τους ήσυχους καιρούς δουλεύεις, παραφέντη;
— Πού ξέρεις εσύ τι κάνω; ρώτησε ο πρωτομάστορης.
— Και αμέ στραβός είμαι; Δε βλέπω τάχα πως φτιάνεις θεόρατα καράβια;
— Και για ήσυχους καιρούς, λες, είναι αυτά;
— Και βέβαια είναι, αφού ως το βράδυ δεν τα τελειώνεις, και πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι μουσαφίρηδες θα είναι αντίκρυ στρωμένοι.
Ο πρωτομάστορης παράτησε τη δουλειά του και πλησίασε το νερό.
— Ξέρεις πως είπες κάτι πολύ σωστό; έκανε σοβαρά.
— Με κολακεύεις, πατριώτη, αποκρίθηκε ο κουλός, ανεβαίνοντας στην πλώρη και σέρνοντας πίσω του το κοντάρι.
Ο πρωτομάστορης ήταν συλλογισμένος.
— Λοιπόν τι λες να κάνω; ρώτησε έξαφνα.
— Γέφυρα, αποκρίθηκε ο κουλός.
— Γέφυρα; Και φαντάζεσαι πως η γέφυρα γίνεται σε τρεις ώρες;
Ο κουλός πήρε το σκοινί του και του το έδειξε.
— Με αυτό, είπε.
Κι δείχνοντας τους κομμένους κορμούς που στοιβάζουνταν στην όχθη, έτοιμοι να πελεκηθούν:
— Και με αυτά, πρόσθεσε.
Και ξανάρχισε το δρόμο του, σπρώχνοντας τις βάρκες του προς τ' απάνω του ποταμού και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά:
Βγήκαν κλέ-ε-φτες στα βου-ου-νά,
Για να κλέ-ε-ψουν άλο-ο-γα…
Κάμποση ώρα ο πρωτομάστορης έμεινε ακίνητος, ακολουθώντας τις φελούκες με συλλογισμένα μάτια. Έξαφνα χτύπησε το μέτωπο του:
— Μα βέβαια! Βέβαια! Δίκιο έχει αυτός! μουρμούρισε.
Και παράγγειλε στους παραγιούς του:
— Παρατάτε τα καράβια όλοι σας! Κι ελάτε δω. Έχω βιαστική δουλειά να σας δώσω.
Ο κουλός ωστόσο εξακολουθούσε να πηγαινοέρχεται από πλώρη σε πρύμη, μπήγοντας το κοντάρι του και μουρμουρίζοντας μελαγχολικά:
Άλογ-α-α δε βρήκα-α-νε,
Προβατά-α-κια πήρανε…
Μα όσο ανέβαινε, το ρεύμα γίνουνταν όλο και δυνατότερο, και κατήντησε τέτοιο, που δεν μπορούσε πια με το κοντάρι να προχωρήσει.
Τράβηξε για τη δεξιά όχθη του ποταμού και, σα σίμωσε με τις φελούκες του, πήδηξε στη γη. Ξετύλιξε το σκοινί, το έδεσε στη μέση του, και αργά, αλλά με βήμα κανονικό, ανέβηκε την ακροποταμιά, σέρνοντας το σπίτι του.
Το νερό κατέβαινε με ορμή, ο κουλός όμως δε σταμάτησε. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του, το στόμα του στέγνωσε, κρέμασε η γλώσσα του, οι φλέβες του λαιμού του πρήστηκαν από τον αγώνα. Μα το σταθερό αργό του βήμα δεν άλλαξε.
Έφθασε στο Τρελόρεμα, έδεσε το σκοινί σ' ένα δέντρο και ξαπλώθηκε στο γρασίδι να ξελαχανιάσει.
Έξαφνα ακούστηκε τρελό πηλαλητό αλόγου. Ο κουλός ανασηκώθηκε, μα ώσπου να καλοκαταλάβει τι ήταν, ένα άλογο με τον καβαλάρη του όρμησε από μέσα από τα δέντρα και γκρεμίστηκε μπροστά του.
Σε μια στιγμή, ο καβαλάρης ξεμπερδεύτηκε από τις πατήτρες και σηκώθηκε.
Ο κουλός μ' ένα πήδημα έτρεξε στο δέντρο κι έκοψε το σκοινί.
— Γρήγορα! φώναξε. Πήδα μέσα!
Πήδηξε και αυτός στη βάρκα μαζί με τον Πολύδωρο, και τράβηξε το σκοινί.
Το ρεύμα παρέσυρε τις φελούκες, που σε μια στιγμή βρέθηκαν στη μέση του ποταμού, κατεβαίνοντας με μεγάλη γρηγοράδα.
Την ίδια ώρα, σύννεφο σαΐτες πέταξαν από το δάσος και σκορπίστηκαν γύρω τους, πιτσιλώντας τους δυο άντρες με τα νερά που σήκωσαν.
Και η όχθη γέμισε στρατιώτες.
Ο κουλός τους χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση.
— Όσο θέλετε τραβάτε τώρα! φώναξε.
Τωόντι, το ποτάμι που ήταν πολύ γρήγορο και κάμποσο φαρδύ σ' εκείνο το μέρος, τους έσερνε όλο και μακρύτερα από την εχθρική όχθη. Ο κουλός είχε μαζέψει το σκοινί του και ήσυχα το συγύριζε.
— Τα κατάφερες; ρώτησε.
— Ναι! αποκρίθηκε ο Πολύδωρος.
— Έσκασες όμως το άλογο σου.
— Ήταν δικό τους. Τους το άρπαξα. Το δικό μου έσκασε στο δρόμο. Μα πες μου εσύ, πώς κατάλαβες πως θα έφθανα τόσο γρήγορα και βρέθηκες εκεί στην ώρα;
— Ήσουν βιαστικός. Ήξερα πως αν βρεις άλογο, θα το πάρεις. Λογάριασα πως στα τέσσερα θα 'ρχόσουν.
— Κι έκανες καλά. Αν δεν είχες βρεθεί εκεί, σαν από θαύμα, δε θα ξανάβλεπα τα φωτεινά μάτια του Βασιλόπουλου, που για λόγου του θα γίνουμουν κομμάτια!
Ο ναύτης, αφού κουλούριασε το σκοινί στην πλώρη, κάθισε κοντά στον υπασπιστή.
— Μην παινιέσαι, είπε ήσυχα, δεν τα ξαναείδες ακόμα.
Ο Πολύδωρος ανατρίχιασε.
— Τι εννοείς; ρώτησε.
Με το κεφάλι έγνεψε ο κουλός κατά τη στεριά.
— Μας ακολουθούν οι μουσαφιρέοι, είπε.
— Ναι, τους βλέπω, μα είναι πολύ μακριά. Το ποτάμι είναι φαρδύ και δε μας φθάνουν τα βέλη τους.
— Παρακάτω θα μας φθάσουν.
— Στενεύει δηλαδή το ποτάμι;
— Ναι.
Ο υπασπιστής έμεινε συλλογισμένος λίγη ώρα.
— Δε γίνεται τίποτα; ρώτησε.
— Ναι. Θα πάρω το κοντάρι μου, σαν έλθει η ώρα. Τώρα είναι περιττό. Το ποτάμι μας σέρνει γρηγορώτερα.
— Ό,τι και να γίνει, πρέπει να φθάσω, είπε ο υπασπιστής.
Και ρώτησε:
— Τα ξέρεις καλά τούτα τα μέρη;
— Ναι.
— Λες να περάσομε το στενό;
— Δεν πιστεύω.
— Μονοχέρη, είπε ο υπασπιστής, ένας από μας πρέπει να περάσει.
Και δείχνοντας τη φαρδιά πέτσινη ζώνη που φορούσε, πρόσθεσε:
— Πρέπει αυτή να πάγει στα χέρια του Βασιλόπουλου.
Ο κουλός χαμογέλασε.
— Λοιπόν ακουμπά την κάλλιο στην κάμαρα μου, είπε. Το σπίτι μου θα φθάσει πάντα. Εσύ κι εγώ όμως ίσως δε φθάσομε.
— Μα αν είναι τόσος κίνδυνος, γιατί να μην ξεμπαρκάρομε από τώρα; ρώτησε ο Πολύδωρος.
— Λες πως βιάζεσαι να φθάσεις.
— Ναι! Μα πάμε πεζή στη χώρα.
— Δεν έχει δρόμο.
— Περνούμε από πάνω από το βουνό.
— Μόνο με φτερά μπορείς να περάσεις. Έχει γκρεμνούς αδιάβατους κι αιώνια χιόνια, αποκρίθηκε ο κουλός.
— Και κανένας άλλος δρόμος δεν υπάρχει;
— Γρήγορος; Όχι, κανένας.
Κάμποση ώρα τους έσυρε το ποτάμι χωρίς να μιλήσουν πια.
Σιωπηλά κοίταζαν τα νερά που ολοένα στένευαν ανάμεσα στις όχθες.
Έξαφνα, ο κουλός σηκώθηκε μ' έναν πήδο και αρπάζοντας το κοντάρι του το έμπηξε με ορμή στον πάτο.
Η «Τρομάρα» και η «Αντάρα» γύρισαν απότομα και βγήκαν από τη μέση του ποταμού, προς τ' αριστερά.
— Τι τρέχει; ρώτησε ο Πολύδωρος.
Μα δεν πρόφθασε ο κουλός ν' αποκριθεί, και πέντε-έξι σαίτες μπήχθηκαν στις φελούκες, και συνάμα ξεπρόβαλαν από μέσα από τα δέντρα, δεξιά, αρματωμένοι καβαλαρέοι.
— Τώρα θ' αρχίσει το πανηγύρι, είπε ο κουλός.
Το ρεύμα ήταν δυνατό στο στενό αυτό μέρος, και ο ναύτης με δυσκολία οδηγούσε τις φελούκες του. Δεν μπορούσε και να πλησιάσει πολύ την αριστερή ακροποταμιά, γιατί, στα πόδια του όρθιου βουνού, οι μαύροι βράχοι, που εδώ κι εκεί ξεμύτιζαν από τα νερά, φοβέριζαν κάθε στιγμή τα σαπιοσάνιδα της «Τρομάρας» και της «Αντάρας».
— Είμαστε ακόμα μακριά; ρώτησε ο υπασπιστής.
— Όχι, αποκρίθηκε ο κουλός. Αν καταφέρομε να βγούμε από το στενό, σωθήκαμε.
Και σκύβοντας γοργά, ξέφυγε μια σαΐτα, που πέρασε πλάγι του και μπήχθηκε παρακάτω στον ώμο του Πολύδωρου.
Τραβώντας το κοντάρι ο κουλός όρμησε στον υπασπιστή.
— Λαβώθηκες! ξεφώνισε.
— Δεν είναι τίποτα, μια τσουγκρανιά μόνο, αποκρίθηκε ο Πολύδωρος. Σπρώξε το κοντάρι σου, για το Θεό, μας ξαναφέρνει το ρεύμα στη μέση…
Ο κουλός έτρεξε στην πλώρη και ξανάμπηξε το κοντάρι στον πάτο του ποταμού.
Μα έξαφνα κλονίστηκε στα πόδια του, έκανε ένα βήμα μπροστά, έγειρε μονοκόμματος κι έπεσε στο νερό.
— Μονοχέρη! φώναξε με αγωνία ο Πολύδωρος.
— Παρών… αποκρίθηκε η πνιγμένη φωνή του κουλού.
Μια στιγμή ακόμα το αιματωμένο του πρόσωπο φάνηκε στην επιφάνεια του νερού. Το χέρι του απλώθηκε για βοήθεια, ίσως για τελευταίο αποχαιρετισμό, και το ποτάμι τον σκέπασε με το ασημένιο του σάβανο.
Σα χαλάζι έπεφταν τα βέλη γύρω στις φελούκες, που τις πήρε πάλι το ρεύμα στη μέση του ποταμού.
Ο Πολύδωρος είχε αρπάξει το κοντάρι και με ορμή το έμπηξε στον πάτο.
Την ίδια στιγμή μια σαΐτα του τρύπησε το φρύδι και τον έριξε στα γόνατα. Σκούπισε βιαστικά το αίμα που τον τύφλωνε κι έκανε να σηκωθεί. Μα άλλο βέλος τον πήρε στο στήθος και το κοντάρι ξέφυγε από τα χέρια του και το πήρε το ποτάμι.
Οι καβαλάρηδες, βλέποντας πεσμένο το πληγωμένο παλικάρι, πέταξαν θριαμβευτικές φωνές, και βάζοντας τον στο σημάδι, παράβγαιναν ποιος να του μπήξει περισσότερα βέλη στο κορμί.
Ένα τον βρήκε στο λαιμό, άλλο έκοψε το λουρί της ζώνης του και χύθηκαν μερικά φλουριά.
Ανασηκώθηκε με κόπο και ξανάδεσε το λουρί. Μα άλλο βέλος τρύπησε το πλευρό του, και σωριάστηκε στη φελούκα.
— Μανούλα μου… μουρμούρισε.
Του φάνηκε πως ο ήλιος έσβησε και μαύρη νύχτα απλώθηκε παντού.
Το ρεύμα έπαιρνε ολοένα την «Τρομάρα» και την «Αντάρα», βγάζοντας τες πέρα από το στενό στο ανοιχτό ποτάμι, όπου κατέβαιναν αργά-αργά στα ήσυχα νερά.
Από κάτω από τα παραπόταμα δέντρα όπου δούλευε με πυρετική βία, ο πρωτομάστορης τις διέκρινε από μακριά. Παραξενεύθηκε που δεν είδε τον κουλό να σπρώχνει το κοντάρι του, ή ξαπλωμένο στην πλώρη όπως το συνήθιζε, και τον φώναξε:
— Ε, πατριώτη! πού κρύβεσαι;
Κανένας δεν αποκρίθηκε.
Και οι βάρκες ολοένα σίμωναν.
Του φάνηκε σα να ξεχώρισε ένα κορμί ξαπλωμένο, αλλά δεν αναγνώρισε το ναύτη.
— Πατριώτη! Ε, Μονοχέρη! φώναξε πάλι.
Μα δεν ακούστηκε απόκριση.
Ο πρωτομάστορης δεν έχασε καιρό. Με τη βοήθεια των παραγιών του έριξε στο νερό την πλωτή που έφτιανε, και πήδηξε απάνω.
— Λαργάρετε, παιδιά το σκοινί ώσπου να φθάσω στη μέση του ποταμού, φώναξε.
Απ' αντίκρυ, όπου οι εχθροί ήταν τώρα στρατοπεδευμένοι, μερικοί στρατιώτες του έριξαν σαΐτες και του φώναξαν βρισιές.
— Ζήτω ο στόλος του Αστόχαστου Α', φώναξε ένας.
Και όλοι οι άλλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Χωρίς να ταραχθεί, ο πρωτομάστορης άφησε τις φελούκες να σιμώσουν, ώσπου χτύπησαν την πλωτή και σταμάτησαν μια στιγμή. Άρπαξε τότε το σκοινί, που ήταν κουλουριασμένο στην πλώρη, κι έκανε νόημα να τον τραβήξουν στην όχθη.