×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΔ’. Η ΜΑΧΗ

ΙΔ’. Η ΜΑΧΗ

Το Βασιλόπουλο είχε φθάσει στο ποτάμι. Έκρυψε τους ανθρώπους του στο δάσος και τους παράγγειλε να μη βγουν

από μέσα από τα δέντρα, για να μην τους δουν οι εχθροί.

Το σχέδιο του ήταν τη νύχτα να περάσει στην άλλη όχθη, να πλακώσει με τους ανθρώπους του το κοιμισμένο στρατόπεδο, να ωφεληθεί από την αταξία και την τρομάρα που θα έπιανε τους εχθρούς, και να τους διώξει μακριά. Εκεί να τους βαστάξει με κάθε τρόπο, ώσπου να ετοιμάσει στρατό και στόλο, και τότε πολεμώντας τους γερά, να τους υποχρεώσει να ξαναπεράσουν τα σύνορα.

Μα για να επιτύχει το σκοπό του, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να μεταφερθούν οι στρατιώτες του αντίκρυ.

Πήγε λοιπόν αμέσως να βρει τον Αμοιράκο για να του προτείνει ένα σχέδιο του.

Από μακριά είδε κάτω από τα δέντρα ανθρώπους μαζεμένους και αναγνώρισε τον πρωτομάστορη σκυμμένο πάνω σ' ένα σώμα.

— Τι τρέχει; ρώτησε σιμώνοντας.

Ο πρωτομάστορης άκουσε τη φωνή του και γύρισε. Το πρόσωπο του ήταν αγέλαστο και χλωμό.

— Εσένα ζήτησε, Αφέντη, είπε χωρίς να σηκωθεί.

— Ποιος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

Και παραμερίζοντας τους εργάτες, έσκυψε και είδε το αιματωμένο πρόσωπο, όπου το βέλος είχε μείνει μπηγμένο στο φρύδι.

— Πολύδωρε! φώναξε, κι έπεσε στα γόνατα κοντά του.

Σήκωσε το κεφάλι του υπασπιστή, το ακούμπησε στο στήθος του, και σκούπισε το αίμα που έσταζε από τα μουσκεμένα μαλλιά.

— Φέρτε νερό, γρήγορα! πρόσταξε.

— Περιττό, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης. Το παλικάρι πέθανε…

— Δε γίνεται! Θα ζήσει! Πρέπει να ζήσει! φώναξε το Βασιλόπουλο. Πολύδωρε… με ακούς! Μίλησε μου…

Δεν έλαβε απόκριση. Τα σφιγμένα χείλια έμειναν βουβά, μαρμαρωμένα στην παντοτινή σιωπή.

Με νευρικά δάχτυλα έσπρωξε την πέτσινη ζώνη ν' ακούσει αν χτυπά η καρδιά. Το λουρί λύθηκε και χρυσά φλουριά χύθηκαν στο χώμα.

Τότε σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και γύρισε στους άντρες του.

— Στρατιώτες! φώναξε, και η φωνή του έτρεμε από την ταραχή της ψυχής του. Το παλικάρι αυθόρμητα έδωσε τη ζωή του στην πατρίδα, και σας έδειξε το δρόμο για να φθάσετε στη δόξα. Από τον καθένα σας απόψε ζητώ την ίδια θυσία, είτε στο θάνατο σας πάγω, είτε στη νίκη! Πατριώτες! Χαιρετήσετε τον Πρωτομάρτυρα!

Και σιωπηλά όλοι γύρω γονάτισαν.

Έθαψαν το παλικάρι εκεί που ξεψύχησε. Στο λάκκο μέσα, όπου τον ξάπλωσε το Βασιλόπουλο, με χέρια σταυρωμένα κοιμούνταν ο Πολύδωρος το στερνό του ύπνο. Πικρό χαμόγελο είχε παγώσει τα χείλια του. Τα μάτια του είχαν σβήσει χωρίς ν' ανταμώσουν του Αφέντη τη φωτεινή ματιά, που είχε ξυπνήσει στην ψυχή του τόση ομορφιά και δύναμη, και από μέτριο άνθρωπο τον έκανε ήρωα.

Με βαριά καρδιά έπιασε πάλι ο καθένας τη δουλειά του, γιατί η ώρα περνούσε και ο εχθρός είχε ζυγώσει.

— Πρωτομάστορη, είπε το Βασιλόπουλο, έχω ένα σχέδιο για απόψε. Μα για να το επιτύχω, πρέπει εσύ να με βοηθήσεις.

— Πρόσταξε, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ό,τι θέλεις θα το κάνω.

— Ξέρω πως πούλησες το σπίτι σου και ό,τι είχες, για να πληρώσεις τεχνίτες και να μου φτιάσεις στόλο…

— Έκανα μονάχα το καθήκον μου, είπε απλά ο πρωτομάστορης.

Το Βασιλόπουλο του άπλωσε το χέρι.

— Σ' ευχαριστώ στ' όνομα της Πατρίδας, είπε συγκινημένος. Μα τώρα σου ζητώ να παρατήσεις τα καράβια σου. Έχω ανάγκη από κάτι πιο βιαστικό.

— Τα παράτησα, Αφέντη. Πες, τι θέλεις;

— Με το στρατό που έχω, δεν μπορώ να καταπιαστώ τακτικό πόλεμο. Λοιπόν, συλλογίστηκα να πέσω απόψε με τους στρατιώτες μου στο εχθρικό στρατόπεδο και να τους διώξω. Μα πρέπει γι' αυτό να περάσομε το ποτάμι.

— Και δεν έχεις καράβια, Αφέντη, αυτό θες να πεις;

— Σκέφθηκα πως πρέπει να μου φτιάσεις μια πρόχειρη γέφυρα… άρχισε το Βασιλόπουλο.

Αλλά ο πρωτομάστορης τον διέκοψε.

— Την έχω μισοέτοιμη, είπε. Το Βασιλόπουλο απόρησε.

— Ποιος σου είπε να την κάνεις; ρώτησε.

— Ο κουλός, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης.

Και διηγήθηκε στο Βασιλόπουλο τα λόγια που είχε ανταλλάξει με το ναύτη.

— Σου έφτιαξα λοιπόν πολλές πλωτές, εξακολούθησε. Την ώρα που διατάξεις, σιωπηλά και ήσυχα θα δέσομε τις πλωτές τη μια με την άλλη, και ο στρατός ολόκληρος θα περάσει.

— Πού είναι ο ναύτης; ρώτησε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. Θέλω αμέσως να του μιλήσω!

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Από την ώρα που ανέβηκε το ποτάμι, δεν τον είδα πια. Το πληγωμένο παλικάρι βρέθηκε μέσα στις φελούκες του, μα ο ναύτης δε βρέθηκε.

— Δε σου είπε πού πήγαινε, σαν τον ρώτησες;

— Όχι. Είπε μόνο: «Μυστική υπηρεσία του Κράτους»! Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.

— Και ο Πολύδωρος δε σου είπε τίποτα;

— Δεν πρόφθασε, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. Ήταν αναίσθητος σαν τον κατέβασα στη στεριά και βουτηγμένος στο αίμα. Δοκίμασα να τον συνεφέρω, μα δεν άνοιξε τα μάτια του. Μουρμούρισε μόνο τ' όνομα σου δυο φορές και ξεψύχησε.

— Σα γυρίσει ο κουλός απόψε, θέλω να τον δω, είπε, μα το βράδυ ο κουλός δε γύρισε.

Είχε νυχτώσει καλά. Όλα ήταν έτοιμα.

Το Βασιλόπουλο είχε κατατάξει τους στρατιώτες του, αφού τους μοίρασε τα όπλα καθώς και όλα τα δρεπάνια, τις τσάπες και όσα άλλα εργαλεία του είχαν φέρει οι χωρικοί.

Με χαμηλή φωνή έδινε τις τελευταίες του οδηγίες, ενόσω στο ποτάμι ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του σιωπηλά έδενε τις πλωτές τη μια με την άλλη και τις στερέωνε στις δυο όχθες.

Το Βασιλόπουλο έδωσε το σύνθημα, και πρώτος πάτησε τη γέφυρα και πέρασε στο αντικρινό μέρος.

Το εχθρικό στρατόπεδο κοιμούνταν ησυχότατο.

Ο θείος Βασιλιάς είχε φθάσει ως το ποτάμι χωρίς ν' απαντήσει στρατιώτη. Μπροστά του οι κάτοικοι έφευγαν, κοπάδια τρομαγμένα, και παρατούσαν τα χωριά τους που τα έκαιαν οι εχθροί, αφού κατάκλεβαν από τα σπίτια ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν.

Κανένα λόγο για ν' ανησυχήσει δεν μπορούσε να έχει ο θείος Βασιλιάς, ούτε οι στρατιώτες του. Και κουρασμένοι από το δρόμο που είχαν κάνει εκείνη την ημέρα, κοιμούνταν βαριά, χωρίς καν να σκεφθούν να βάλουν φρουρούς.

Το Βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως πόσο μπορούσε να ωφεληθεί από αυτή την αμέλεια.

Σιωπηλά, πνίγοντας τον κρότο των βημάτων τους, οι Μοιρολάτρες περίζωσαν το στρατόπεδο, και βαστώντας την αναπνοή τους περίμεναν το σύνθημα.

Έξαφνα έλαμψε μια φωτιά κοντά στο ποτάμι.

Στο σημείο αυτό, πρώτο το Βασιλόπουλο ξεσπάθωσε και ρίχθηκε καταπάνω στους εχθρούς, και απ' όλες τις μεριές μαζί, αλαλάζοντας, τον ακολούθησαν οι στρατιώτες.

Οι εχθροί ξύπνησαν τρομαγμένοι από τις φωνές.

Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έτρεχε, και οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου πρόφθασαν κι έσφαξαν καμπόσους, πριν σκεφθούν αυτοί να διαφεντευθούν.

Δεν άργησαν όμως ν' αντιληφθούν πως κάποιος άγνωστος εχθρός τους χτυπούσε κι έτρεξαν στα όπλα.

Μα δεν ήταν εύκολο να τα βρουν στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας. Και στο μεταξύ, οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου, με τα μακριά τους δρεπάνια, θέριζαν τους άντρες που έπεφταν σα στάχυα.

Πανικός έπιασε τους εχθρούς, και θέλησαν να τρέξουν κατά τον κάμπο, με την ελπίδα να σωθούν. Μα το Βασιλόπουλο φύλαγε, και με μερικούς διαλεχτούς στρατιώτες έπεσε καταπάνω τους και σκότωσε τόσους πολλούς, που το αίμα έτρεχε ποτάμι.

— Εμπρός! Εμπρός! φώναζε το Βασιλόπουλο. Εμπρός! Το Βασιλιά τους να πιάσομε.

Και με το σπαθί στο χέρι έτρεξε στη σκηνή του θείου Βασιλιά.

Μα ο Άρχοντας ήταν παλικαράς. Τόσο εύκολα δεν παραδίνουνταν. Με τις πρώτες φωνές ξύπνησε, άρπαξε ευθύς τα όπλα του και θέλησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος όμως, από την τρεμούλα που τον έπιασε, δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του και κάθισε χάμω.

— Πιάσε το σπαθί σου, δειλέ! του φώναξε άγρια ο σύμμαχος του. Πάρε τ' άρματα σου και ακολούθα με! Εσύ με πήρες στο λαιμό σου και με παρέσυρες να κάνω τούτο τον πόλεμο. Έβγα τώρα και πολέμα μαζί μου.

Μα ο κυρ-Λαγόκαρδος ούτε να κουνήσει δεν μπορούσε, και ο θείος Βασιλιάς τον κλώτσησε με θυμό και αηδία και βγήκε από τη σκηνή του.

Βλέποντας τους στρατιώτες του να φεύγουν, ο θυμός του έγινε μανία και άρχισε να τους χτυπά με το κοντάρι του. Κατόρθωσε να μαζέψει μερικούς και θέλησε ν' αντισταθεί, φωνάζοντας:

— Άνανδροι! Πού τρέχετε σαν τ' αρνιά που τα κυνηγάει ο λύκος; Γυρνάτε πίσω! Ελάτε γύρω στο Βασιλιά σας, να δείτε αν ξέρει αυτός να πολεμήσει και να σας προστατέψει!

Με τις φωνές του σταμάτησε ακόμα μερικούς.

— Στο ποτάμι τώρα! πρόσταξε. Όπως πέρασαν αυτοί το νερό, θα το περάσομε κι εμείς. Και όταν μας δουν να φθάνομε στα σπίτια τους, θα σκορπίσουν σα σπουργίτια! Εμπρός, παιδιά! Στο ποτάμι!

Μα το Βασιλόπουλο τον είδε. Αντιλήφθηκε αμέσως τι πανωλεθρία θ' ακολουθούσε, αν περνούσαν οι εχθροί στην αριστερή όχθη, όπου δεν έμενε ούτε ένας στρατιώτης.

Με τους διαλεχτούς του έτρεξε στη γέφυρα κι έφθασε την ώρα που τσάκιζε το μικρό σώμα που τη φύλαγε, και οι πρώτοι εχθροί πηδούσαν στις πλωτές.

— Σπάσε τη γέφυρα! Πρωτομάστορη, κόψε τα σκοινιά! βροντοφώνησε. Και αν κανένας από τους δικούς μας θελήσει να φύγει, ας τον πνίξει το ποτάμι!

Από την αντικρινή όχθη τον άκουσε ο πρωτομάστορης, πετάχθηκε στη γέφυρα και με δυο τσεκουριές την έκοψε στη μέση.

Και οι πλωτές χωρίστηκαν σε δύο μέρη.

Οι εχθροί, βλέποντας κομμένο το δρόμο, θέλησαν να γυρίσουν πίσω.

Μα έξαφνα, από μέσα από τους συντρόφους του Βασιλόπουλου πετάχθηκε ένας νέος, έτρεξε στο ποτάμι και με κίνδυνο της ζωής του, αψηφώντας τα κοντάρια των εχθρών, έκοψε τα σκοινιά που βαστούσαν ακόμα τις πλωτές δεμένες στη στεριά, και η μισή γέφυρα παρασύρθηκε από το ρεύμα με όσους εχθρούς είχαν προφθάσει να πηδήξουν απάνω της.

Και χάθηκε πάλι ο νέος ανάμεσα στους στρατιώτες.

Σα λεοντάρι πολεμούσε το Βασιλόπουλο, και το παράδειγμα του έδινε καρδιά και στον πιο δειλό.

Ο θείος Βασιλιάς τον είδε και τον αναγνώρισε στη λάμψη της φωτιάς που έκαιε ακόμα στην ακροποταμιά.

— Παιδιά! φώναξε στους δικούς του. Το άλογο μου, τ' άρματα μου και την κόρη μου θα δώσω σ' εκείνον που θα μου φέρει αυτό το παλικάρι, ζωντανό ή πεθαμένο.

Όρμησαν οι διαλεχτοί του αξιωματικοί και στρατιώτες να τον αρπάξουν.

Μα το σπαθί του Βασιλόπουλου θέριζε κεφάλια ανοίγοντας κύκλο γύρω του.

Μια μαχαιριά του είχε ανοίξει το μέτωπο, μα το Βασιλόπουλο εξακολουθούσε να πελεκά, και οι εχθροί, σαστισμένοι με την τόλμη του, άρχιζαν να δειλιάζουν και να υποχωρούν, όταν έσπασε το σπαθί του στα χέρια του.

Με άγριες φωνές ρίχθηκαν τότε επάνω του. Ένας του έμπηξε τη λόγχη στον ώμο με τόση ορμή, που το Βασιλόπουλο έπεσε στα γόνατα.

Θα τον έσφαζαν βέβαια. Αλλά έξαφνα πετάχθηκε ο ίδιος νέος που είχε κόψει τα σκοινιά της γέφυρας, και με το σώμα του σκέπασε το Βασιλόπουλο.

— Φύγε, Αφέντη! φώναξε.

Σε μια στιγμή δέκα σπαθιά τον τρύπησαν. Και σωριάστηκε αναίσθητος, κυλισμένος στο αίμα του.

Μ' αυτή η στιγμή είχε αρκέσει. Οι Μοιρολάτρες, βλέποντας το Βασιλόπουλο πεσμένο, έγιναν θηρία, και με καινούρια ορμή ρίχθηκαν στους εχθρούς, τους έσπρωξαν πίσω, τους τσάκισαν και τους έτρεψαν σε φυγή.

Ο ίδιος ο Βασιλιάς τους μόλις πρόφθασε να σωθεί, και βλέποντας τη μάχη χαμένη πήδηξε στο άλογο του και ξέφυγε κατά τον κάμπο με τα συντρίμματα του στρατού του.

Το Βασιλόπουλο, γονατισμένο στο χώμα, αψηφώντας τις πληγές του, γύρευε να συνεφέρει το νέο που με θυσία της ζωής του τον είχε σώσει.

— Δώστε μου ένα φως, πρόσταξε.

Και του έφεραν αναμμένο δαδί.

Στη λάμψη της φλόγας αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας.

— Αυτός, εδώ!… μουρμούρισε.

Πήρε από ένα πεθαμένο εχθρό το παγούρι, κι έχυσε μερικές στάλες στα χωρισμένα χείλια του.

Ο νέος άνοιξε τα μάτια, είδε το Βασιλόπουλο σκυμμένο απάνω του και χαμογέλασε.

— Χωροφύλακας, ξυλοκόπος… και Βασιλόπουλο… είπε με κόπο. Βλέπεις… θυμήθηκα, σαν ήλθε η ώρα, τα λόγια μου… Βγήκε το Βασιλόπουλο… και το ακολουθήσαμε όλοι…

Έκλεισε τα μάτια του κι έγειρε αργά το κεφάλι.

— Ξέχασε τ' άλλα λόγια που σου είπα… μουρμούρισε με σβησμένη φωνή, και συχώρνα με…

Το Βασιλόπουλο έσκυψε και τον φίλησε.

— Μου έσωσες τη ζωή σήμερα, είπε βαθιά ταραγμένος, και με το θάρρος σου, κόβοντας τη γέφυρα, κατέστρεψες τόσους εχθρούς. Τι συγχώρηση ζητάς;

Μα ο νέος δεν αποκρίθηκε, ούτε σάλεψε πια.

Στην αγκαλιά του Βασιλόπουλου είχε ξεψυχήσει.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΙΔ’. Η ΜΑΧΗ 14|the|battle IV'. DER KAMPF IV LA LUCHA IV'. LE COMBAT IV'. WALKA IV. THE BATTLE

Το Βασιλόπουλο είχε φθάσει στο ποτάμι. the|prince|he had|arrived|at the|river The Prince had arrived at the river. Έκρυψε τους ανθρώπους του στο δάσος και τους παράγγειλε να μη βγουν he hid|the|people|his|in the|forest|and|them|he ordered|to|not|they go out He hid his men in the forest and instructed them not to come out

από μέσα από τα δέντρα, για να μην τους δουν οι εχθροί. from|inside|from|the|trees|for|to|not|them|they see|the|enemies from among the trees, so that the enemies would not see them.

Το σχέδιο του ήταν τη νύχτα να περάσει στην άλλη όχθη, να πλακώσει με τους ανθρώπους του το κοιμισμένο στρατόπεδο, να ωφεληθεί από την αταξία και την τρομάρα που θα έπιανε τους εχθρούς, και να τους διώξει μακριά. the|plan|his|was|the|night|to|cross|to the|other|bank|to|crush|with|the|men|his|the|sleeping|camp|to|benefit|from|the|chaos|and|the|fear|that|will|catch|the|enemies|and|to|them|drive|away His plan was to cross to the other side at night, to overwhelm the sleeping camp with his men, to take advantage of the chaos and fear that would seize the enemies, and to drive them away. Εκεί να τους βαστάξει με κάθε τρόπο, ώσπου να ετοιμάσει στρατό και στόλο, και τότε πολεμώντας τους γερά, να τους υποχρεώσει να ξαναπεράσουν τα σύνορα. there|to|them|hold|with|every|way|until|to|prepare|army|and|fleet|and|then|fighting|them|hard|to|them|force|to|re-cross|the|borders There, he would hold them by any means until he prepared an army and a fleet, and then, fighting them hard, he would force them to cross the borders again.

Μα για να επιτύχει το σκοπό του, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να μεταφερθούν οι στρατιώτες του αντίκρυ. but|for|to|succeed|the|goal|his|had to|to|be found|way|to|be transported|the|soldiers|his|opposite But to achieve his goal, he needed to find a way to transport his soldiers across.

Πήγε λοιπόν αμέσως να βρει τον Αμοιράκο για να του προτείνει ένα σχέδιο του. he went|therefore|immediately|to|find|the|Amirakos|to|to|him|propose|a|plan|his So he immediately went to find Amirakos to propose a plan of his.

Από μακριά είδε κάτω από τα δέντρα ανθρώπους μαζεμένους και αναγνώρισε τον πρωτομάστορη σκυμμένο πάνω σ' ένα σώμα. from|afar|he saw|down|from|the|trees|people|gathered|and|he recognized|the|master craftsman|bent|over|on|a|body From afar, he saw people gathered under the trees and recognized the master craftsman bent over a body.

— Τι τρέχει; ρώτησε σιμώνοντας. what|is happening|he asked|moving closer — What’s going on? he asked, moving closer.

Ο πρωτομάστορης άκουσε τη φωνή του και γύρισε. the|master craftsman|he heard|the|voice|his|and|he turned The master craftsman heard his voice and turned around. Το πρόσωπο του ήταν αγέλαστο και χλωμό. the|face|his|it was|unsmiling|and|pale His face was serious and pale.

— Εσένα ζήτησε, Αφέντη, είπε χωρίς να σηκωθεί. you|he asked|master|he said|without|to|he gets up — He asked for you, Master, she said without getting up.

— Ποιος; ρώτησε το Βασιλόπουλο. who|he asked|the|prince — Who? asked the Prince.

Και παραμερίζοντας τους εργάτες, έσκυψε και είδε το αιματωμένο πρόσωπο, όπου το βέλος είχε μείνει μπηγμένο στο φρύδι. and|pushing aside|the|workers|he bent down|and|he saw|the|bloodied|face|where|the|arrow|it had|remained|stuck|in the|eyebrow And pushing aside the workers, he leaned down and saw the bloodied face, where the arrow had remained embedded in the eyebrow.

— Πολύδωρε! Polydores — Polydorus! φώναξε, κι έπεσε στα γόνατα κοντά του. he shouted|and|he fell|to the|knees|near|him He shouted and fell to his knees beside him.

Σήκωσε το κεφάλι του υπασπιστή, το ακούμπησε στο στήθος του, και σκούπισε το αίμα που έσταζε από τα μουσκεμένα μαλλιά. he lifted|the|head|his|aide|it|he rested|on the|chest|his|and|he wiped|the|blood|that|it was dripping|from|the|soaked|hair He lifted the aide's head, rested it on his chest, and wiped the blood that was dripping from the soaked hair.

— Φέρτε νερό, γρήγορα! bring|water|quickly — Bring water, quickly! πρόσταξε. he commanded he commanded.

— Περιττό, Αφέντη, είπε ο πρωτομάστορης. unnecessary|master|he said|the|foreman — Unnecessary, Master, said the foreman. Το παλικάρι πέθανε… the|young man|he died The young man has died…

— Δε γίνεται! not|it is possible — It can't be! Θα ζήσει! will|he will live He will live! Πρέπει να ζήσει! must|to|live He must live! φώναξε το Βασιλόπουλο. he shouted|the|prince shouted the Prince. Πολύδωρε… με ακούς! Polydores|me|you hear Polydeuces... can you hear me! Μίλησε μου… speak|to me Talk to me...

Δεν έλαβε απόκριση. not|he/she/it received|response No response was received. Τα σφιγμένα χείλια έμειναν βουβά, μαρμαρωμένα στην παντοτινή σιωπή. the|clenched|lips|they remained|silent|frozen|in the|eternal|silence The pressed lips remained silent, frozen in eternal silence.

Με νευρικά δάχτυλα έσπρωξε την πέτσινη ζώνη ν' ακούσει αν χτυπά η καρδιά. with|nervous|fingers|he/she/it pushed|the|leather|belt|to|hear|if|it beats|the|heart With nervous fingers, he pushed the leather belt to hear if the heart was beating. Το λουρί λύθηκε και χρυσά φλουριά χύθηκαν στο χώμα. the|leash|it came undone|and|golden|coins|they spilled|on the|ground The leash came undone and golden coins spilled onto the ground.

Τότε σηκώθηκε το Βασιλόπουλο και γύρισε στους άντρες του. then|he rose|the|prince|and|he turned|to the|men|his Then the Prince stood up and turned to his men.

— Στρατιώτες! Soldiers — Soldiers! φώναξε, και η φωνή του έτρεμε από την ταραχή της ψυχής του. he shouted|and|the|voice|his|trembled|from|the|agitation|of the|soul|his he shouted, and his voice trembled from the turmoil of his soul. Το παλικάρι αυθόρμητα έδωσε τη ζωή του στην πατρίδα, και σας έδειξε το δρόμο για να φθάσετε στη δόξα. the|young man|spontaneously|he gave|the|life|his|to the|homeland|and|to you|he showed|the|way|to|to|you reach|to the|glory The young man spontaneously gave his life for the homeland, and showed you the way to reach glory. Από τον καθένα σας απόψε ζητώ την ίδια θυσία, είτε στο θάνατο σας πάγω, είτε στη νίκη! from|the|each|you|tonight|I ask|the|same|sacrifice|whether|to the|death|your|I freeze|whether|to the|victory From each of you tonight, I ask for the same sacrifice, whether I freeze you to death, or to victory! Πατριώτες! Patriots Patriots! Χαιρετήσετε τον Πρωτομάρτυρα! greet|the|First Martyr Salute the First Martyr!

Και σιωπηλά όλοι γύρω γονάτισαν. and|silently|all|around|knelt And silently, everyone around knelt.

Έθαψαν το παλικάρι εκεί που ξεψύχησε. they buried|the|young man|there|where|he died They buried the young man where he breathed his last. Στο λάκκο μέσα, όπου τον ξάπλωσε το Βασιλόπουλο, με χέρια σταυρωμένα κοιμούνταν ο Πολύδωρος το στερνό του ύπνο. in the|grave|inside|where|him|he laid|the|Prince|with|hands|crossed|they were sleeping|the|Polydoros|the|last|his|sleep In the grave, where the Prince laid him down, Polyvios was sleeping his final sleep with crossed hands. Πικρό χαμόγελο είχε παγώσει τα χείλια του. bitter|smile|he had|frozen|the|lips|his A bitter smile had frozen on his lips. Τα μάτια του είχαν σβήσει χωρίς ν' ανταμώσουν του Αφέντη τη φωτεινή ματιά, που είχε ξυπνήσει στην ψυχή του τόση ομορφιά και δύναμη, και από μέτριο άνθρωπο τον έκανε ήρωα. the|eyes|his|they had|extinguished|without|to|they met|the|Lord|the|bright|gaze|that|he had|awakened|in the|soul|his|so much|beauty|and|strength|and|from|mediocre|man|him|he made|hero His eyes had faded without meeting the Lord's bright gaze, which had awakened so much beauty and strength in his soul, turning him from an ordinary man into a hero.

Με βαριά καρδιά έπιασε πάλι ο καθένας τη δουλειά του, γιατί η ώρα περνούσε και ο εχθρός είχε ζυγώσει. with|heavy|heart|he caught|again|the|each|the|work|his|because|the|time|it was passing|and|the|enemy|he had|he approached With a heavy heart, each one took up their work again, for time was passing and the enemy was drawing near.

— Πρωτομάστορη, είπε το Βασιλόπουλο, έχω ένα σχέδιο για απόψε. Master|he said|the|Prince|I have|a|plan|for|tonight — Master craftsman, said the Prince, I have a plan for tonight. Μα για να το επιτύχω, πρέπει εσύ να με βοηθήσεις. but|for|to|it|I achieve|I must|you|to|me|you help But to succeed, I need you to help me.

— Πρόσταξε, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. command|Master|he replied|the|master — Command me, my Lord, replied the master craftsman. Ό,τι θέλεις θα το κάνω. |you want|will|it|I do I will do whatever you want.

— Ξέρω πως πούλησες το σπίτι σου και ό,τι είχες, για να πληρώσεις τεχνίτες και να μου φτιάσεις στόλο… I know|that|you sold|the|house|your|and||you had|to|to|you pay|craftsmen|and|to|to me|you build|fleet — I know you sold your house and everything you had, to pay craftsmen and build me a fleet…

— Έκανα μονάχα το καθήκον μου, είπε απλά ο πρωτομάστορης. I did|only|the|duty|my|he said|simply|the|master craftsman — I only did my duty, the master craftsman simply said.

Το Βασιλόπουλο του άπλωσε το χέρι. the|prince|to him|he extended|the|hand The Prince extended his hand to him.

— Σ' ευχαριστώ στ' όνομα της Πατρίδας, είπε συγκινημένος. to you|I thank|in the|name|of the|Homeland|he said|moved — I thank you in the name of the Homeland, he said emotionally. Μα τώρα σου ζητώ να παρατήσεις τα καράβια σου. but|now|to you|I ask|to|you abandon|the|ships|your But now I ask you to abandon your ships. Έχω ανάγκη από κάτι πιο βιαστικό. I have|need|for|something|more|urgent I need something more urgent.

— Τα παράτησα, Αφέντη. them|I abandoned|Master — I have abandoned them, Master. Πες, τι θέλεις; say|what|you want Tell me, what do you want?

— Με το στρατό που έχω, δεν μπορώ να καταπιαστώ τακτικό πόλεμο. with|the|army|that|I have|not|I can|to|I engage|tactical|war — With the army I have, I cannot engage in a regular war. Λοιπόν, συλλογίστηκα να πέσω απόψε με τους στρατιώτες μου στο εχθρικό στρατόπεδο και να τους διώξω. well|I thought|to|I fall|tonight|with|the|soldiers|my|in the|enemy|camp|and|to|them|I drive away Well, I thought to attack tonight with my soldiers at the enemy camp and drive them away. Μα πρέπει γι' αυτό να περάσομε το ποτάμι. but|I must|for|this|to|we cross|the|river But for that, we must cross the river.

— Και δεν έχεις καράβια, Αφέντη, αυτό θες να πεις; and|not|you have|ships|master|this|you want|to|say — And you don't have ships, Master, is that what you want to say?

— Σκέφθηκα πως πρέπει να μου φτιάσεις μια πρόχειρη γέφυρα… άρχισε το Βασιλόπουλο. I thought|that|I must|to|to me|you make|a|temporary|bridge|he started|the|prince — I thought you should build me a makeshift bridge... began the Prince.

Αλλά ο πρωτομάστορης τον διέκοψε. but|the|master craftsman|him|he interrupted But the master craftsman interrupted him.

— Την έχω μισοέτοιμη, είπε. it|I have|half ready|he said — I have it half ready, he said. Το Βασιλόπουλο απόρησε. the|prince|was surprised The Prince was puzzled.

— Ποιος σου είπε να την κάνεις; ρώτησε. who|to you|said|to|it|you do|asked — Who told you to do that? he asked.

— Ο κουλός, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. the|lame|he replied|the|master craftsman — The lame one, replied the master craftsman.

Και διηγήθηκε στο Βασιλόπουλο τα λόγια που είχε ανταλλάξει με το ναύτη. and|he narrated|to the|prince|the|words|that|he had|exchanged|with|the|sailor And he recounted to the Prince the words he had exchanged with the sailor.

— Σου έφτιαξα λοιπόν πολλές πλωτές, εξακολούθησε. to you|I made|therefore|many|rafts|continue — So I made you many floats, continue. Την ώρα που διατάξεις, σιωπηλά και ήσυχα θα δέσομε τις πλωτές τη μια με την άλλη, και ο στρατός ολόκληρος θα περάσει. the|time|that|you command|silently|and|quietly|will|we will tie|the|rafts|the|one|with|the|other|and|the|army|entire|will|pass At the moment you command, we will silently and quietly tie the floats one to another, and the entire army will pass.

— Πού είναι ο ναύτης; ρώτησε ενθουσιασμένο το Βασιλόπουλο. where|is|the|sailor|he asked|excited|the|prince — Where is the sailor? asked the Prince excitedly. Θέλω αμέσως να του μιλήσω! I want|immediately|to|to him|I speak I want to speak to him immediately!

— Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. not|I know|he replied|the|master craftsman — I don't know, replied the master craftsman. Από την ώρα που ανέβηκε το ποτάμι, δεν τον είδα πια. from|the|time|that|he went up|the|river|not|him|I saw|anymore Since the moment he went up the river, I haven't seen him again. Το πληγωμένο παλικάρι βρέθηκε μέσα στις φελούκες του, μα ο ναύτης δε βρέθηκε. the|wounded|young man|he found himself|inside|in the|boats|his|but|the|sailor|not|he found himself The wounded young man was found among his feluccas, but the sailor was not found.

— Δε σου είπε πού πήγαινε, σαν τον ρώτησες; not|to you|he said|where|he was going|when|him|you asked — Didn't he tell you where he was going when you asked him?

— Όχι. no — No. Είπε μόνο: «Μυστική υπηρεσία του Κράτους»! he said|only|secret|service|of the|State He only said: "State Secret Service"! Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. not|I understood|what|he meant I didn't understand what he meant.

— Και ο Πολύδωρος δε σου είπε τίποτα; and|the|Polydoros|not|to you|he said|anything — And didn't Polyvios tell you anything?

— Δεν πρόφθασε, αποκρίθηκε ο πρωτομάστορης. not|he managed|he replied|the|master craftsman "He didn't make it," replied the master craftsman. Ήταν αναίσθητος σαν τον κατέβασα στη στεριά και βουτηγμένος στο αίμα. he was|unconscious|as|him|I brought down|to the|shore|and|immersed|in the|blood He was unresponsive when I brought him to shore, soaked in blood. Δοκίμασα να τον συνεφέρω, μα δεν άνοιξε τα μάτια του. I tried|to|him|I revive|but|not|he opened|the|eyes|his I tried to revive him, but he didn't open his eyes. Μουρμούρισε μόνο τ' όνομα σου δυο φορές και ξεψύχησε. he murmured|only|the|name|your|two|times|and|he died He only murmured your name twice and breathed his last.

— Σα γυρίσει ο κουλός απόψε, θέλω να τον δω, είπε, μα το βράδυ ο κουλός δε γύρισε. when|he returns|the|lame man|tonight|I want|to|him|I see|he said|but|the|evening|the|lame man|not|he returned — When the cripple returns tonight, I want to see him, he said, but the cripple did not return in the evening.

Είχε νυχτώσει καλά. it had|it got dark|well It had gotten quite dark. Όλα ήταν έτοιμα. everything|they were|ready Everything was ready.

Το Βασιλόπουλο είχε κατατάξει τους στρατιώτες του, αφού τους μοίρασε τα όπλα καθώς και όλα τα δρεπάνια, τις τσάπες και όσα άλλα εργαλεία του είχαν φέρει οι χωρικοί. the|prince|he had|he enlisted|the|soldiers|his|after|them|he distributed|the|weapons|as|and|all|the|sickles|the|shovels|and|whatever|other|tools|to him|they had|they brought|the|villagers The Prince had organized his soldiers after distributing the weapons as well as all the sickles, shovels, and any other tools that the villagers had brought him.

Με χαμηλή φωνή έδινε τις τελευταίες του οδηγίες, ενόσω στο ποτάμι ο πρωτομάστορης με τους παραγιούς του σιωπηλά έδενε τις πλωτές τη μια με την άλλη και τις στερέωνε στις δυο όχθες. with|low|voice|he was giving|the|last|his|instructions|while|in the|river|the|master craftsman|with|the|apprentices|his|silently|he was tying|the|floats|one|with||the|other|and|the|he was securing|on the|two|banks In a low voice, he gave his last instructions, while at the river the master craftsman silently tied the rafts together and secured them to both banks.

Το Βασιλόπουλο έδωσε το σύνθημα, και πρώτος πάτησε τη γέφυρα και πέρασε στο αντικρινό μέρος. the|prince|he gave|the|signal|and|first|he stepped|the|bridge|and|he crossed|to the|opposite|side The Prince gave the signal, and he was the first to step onto the bridge and cross to the other side.

Το εχθρικό στρατόπεδο κοιμούνταν ησυχότατο. the|enemy|camp|they were sleeping|very quietly The enemy camp was sleeping soundly.

Ο θείος Βασιλιάς είχε φθάσει ως το ποτάμι χωρίς ν' απαντήσει στρατιώτη. the|uncle|king|he had|he arrived|as far as|the|river|without|to|he answered|soldier Uncle King had reached the river without encountering a soldier. Μπροστά του οι κάτοικοι έφευγαν, κοπάδια τρομαγμένα, και παρατούσαν τα χωριά τους που τα έκαιαν οι εχθροί, αφού κατάκλεβαν από τα σπίτια ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν. in front of|him|the|inhabitants|they were leaving|herds|frightened|and|they were abandoning|the|villages|their|that|them|they were burning|the|enemies|since|they were plundering|from|the|houses||they could|to|lift In front of him, the inhabitants were fleeing, terrified herds, abandoning their villages that were being burned by the enemies, as they looted whatever they could carry from their homes.

Κανένα λόγο για ν' ανησυχήσει δεν μπορούσε να έχει ο θείος Βασιλιάς, ούτε οι στρατιώτες του. no|reason|to|to|worry|not|he could|to|have|the|uncle|King|nor|the|soldiers|his Uncle King could have no reason to worry, nor could his soldiers. Και κουρασμένοι από το δρόμο που είχαν κάνει εκείνη την ημέρα, κοιμούνταν βαριά, χωρίς καν να σκεφθούν να βάλουν φρουρούς. and|tired|from|the|journey|that|they had|made|that|the|day|they were sleeping|heavily|without|even|to|they think|to|put|guards And tired from the journey they had made that day, they slept heavily, without even thinking to set guards.

Το Βασιλόπουλο κατάλαβε αμέσως πόσο μπορούσε να ωφεληθεί από αυτή την αμέλεια. the|Prince|he realized|immediately|how|he could|to|benefit|from|this|the|negligence The Prince immediately realized how much he could benefit from this negligence.

Σιωπηλά, πνίγοντας τον κρότο των βημάτων τους, οι Μοιρολάτρες περίζωσαν το στρατόπεδο, και βαστώντας την αναπνοή τους περίμεναν το σύνθημα. silently|drowning|the|sound|of the|footsteps|their|the|Moiralatres|surrounded|the|camp|and|holding|the|breath|their|they waited|the|signal Silently, muffling the sound of their footsteps, the Moiralatres surrounded the camp, and holding their breath, they waited for the signal.

Έξαφνα έλαμψε μια φωτιά κοντά στο ποτάμι. suddenly|it shone|a|fire|near|to the|river Suddenly, a fire blazed near the river.

Στο σημείο αυτό, πρώτο το Βασιλόπουλο ξεσπάθωσε και ρίχθηκε καταπάνω στους εχθρούς, και απ' όλες τις μεριές μαζί, αλαλάζοντας, τον ακολούθησαν οι στρατιώτες. at the|point|this|first|the|Prince|he drew his sword|and|he threw himself|against|the|enemies|and|from|all|the|sides|together|shouting|him|they followed|the|soldiers At this point, the Prince drew his sword first and charged at the enemies, and from all sides, shouting, the soldiers followed him.

Οι εχθροί ξύπνησαν τρομαγμένοι από τις φωνές. the|enemies|they woke up|terrified|from|the|voices The enemies woke up terrified by the shouts.

Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έτρεχε, και οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου πρόφθασαν κι έσφαξαν καμπόσους, πριν σκεφθούν αυτοί να διαφεντευθούν. in the|beginning|not|they could|to|understand|what|was happening|and|the|soldiers|of the|Vasilopoulos|they reached|and|they slaughtered|many|before|they thought|they|to|be dominated At first, they couldn't understand what was happening, and the soldiers of Vasilopoulos managed to slaughter quite a few before they thought to defend themselves.

Δεν άργησαν όμως ν' αντιληφθούν πως κάποιος άγνωστος εχθρός τους χτυπούσε κι έτρεξαν στα όπλα. not|they delayed|however|to|realize|that|someone|unknown|enemy|their|was hitting|and|they ran|to the|weapons However, they soon realized that some unknown enemy was attacking them and they ran for their weapons.

Μα δεν ήταν εύκολο να τα βρουν στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας. but|not|it was|easy|to|them|find|in the|darkness|of the|moonless|night But it was not easy to find them in the darkness of the moonless night. Και στο μεταξύ, οι στρατιώτες του Βασιλόπουλου, με τα μακριά τους δρεπάνια, θέριζαν τους άντρες που έπεφταν σα στάχυα. and|in the|meantime|the|soldiers|of the|Vasilopoulos|with|their|long|their|sickles|they were harvesting|the|men|who|were falling|like|ears of grain Meanwhile, the soldiers of Vasilopoulos, with their long sickles, were reaping the men who fell like ears of corn.

Πανικός έπιασε τους εχθρούς, και θέλησαν να τρέξουν κατά τον κάμπο, με την ελπίδα να σωθούν. panic|caught|the|enemies|and|they wanted|to|run|towards|the|plain|with|the|hope|to|be saved Panic seized the enemies, and they wanted to run into the plain, hoping to save themselves. Μα το Βασιλόπουλο φύλαγε, και με μερικούς διαλεχτούς στρατιώτες έπεσε καταπάνω τους και σκότωσε τόσους πολλούς, που το αίμα έτρεχε ποτάμι. but|the|prince|he was guarding|and|with|some|chosen|soldiers|he fell|on top of|them|and|he killed|so many|many|that|the|blood|it was running|river But the Prince was guarding, and with a few chosen soldiers, he fell upon them and killed so many that the blood flowed like a river.

— Εμπρός! forward — Forward! Εμπρός! forward Forward! φώναζε το Βασιλόπουλο. he was calling|the|prince he shouted the Prince. Εμπρός! forward Forward! Το Βασιλιά τους να πιάσομε. the|king|their|to|we catch Let's catch their King.

Και με το σπαθί στο χέρι έτρεξε στη σκηνή του θείου Βασιλιά. and|with|the|sword|in|hand|he ran|to the|tent|of the|uncle|king And with the sword in hand, he ran to the tent of his uncle the King.

Μα ο Άρχοντας ήταν παλικαράς. but|the|lord|he was|brave man But the Lord was a brave man. Τόσο εύκολα δεν παραδίνουνταν. so|easily|not|they surrendered He would not surrender so easily. Με τις πρώτες φωνές ξύπνησε, άρπαξε ευθύς τα όπλα του και θέλησε να συμμαζέψει τους στρατιώτες του. with|the|first|shouts|he woke up|he grabbed|immediately|the|weapons|his|and|he wanted|to|gather|the|soldiers|his At the first shouts, he woke up, immediately grabbed his weapons, and wanted to gather his soldiers.

Ο κυρ-Λαγόκαρδος όμως, από την τρεμούλα που τον έπιασε, δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του και κάθισε χάμω. the|||however|from|the|trembling|that|him|it caught|not|he could|anymore|to|stand|on|feet|his|and|he sat|down However, old Lagokardos, from the tremors that seized him, could no longer stand on his feet and sat down.

— Πιάσε το σπαθί σου, δειλέ! grab|the|sword|your|coward — Grab your sword, coward! του φώναξε άγρια ο σύμμαχος του. to him|he shouted|fiercely|the|ally|his his ally shouted fiercely. Πάρε τ' άρματα σου και ακολούθα με! take|the|arms|your|and|follow|me Take your weapons and follow me! Εσύ με πήρες στο λαιμό σου και με παρέσυρες να κάνω τούτο τον πόλεμο. you|me|you took|in|neck|your|and|me|you dragged|to|I do|this|the|war You got me into this and led me to wage this war. Έβγα τώρα και πολέμα μαζί μου. come out|now|and|fight|with|me Come out now and fight with me.

Μα ο κυρ-Λαγόκαρδος ούτε να κουνήσει δεν μπορούσε, και ο θείος Βασιλιάς τον κλώτσησε με θυμό και αηδία και βγήκε από τη σκηνή του. but|the|||not even|to|move|not|he could|and|the|uncle|King|him|he kicked|with|anger|and|disgust|and|he went out|from|the|tent|his But Mr. Bunnyheart couldn't even move, and Uncle King kicked him out of anger and disgust and left his tent.

Βλέποντας τους στρατιώτες του να φεύγουν, ο θυμός του έγινε μανία και άρχισε να τους χτυπά με το κοντάρι του. seeing|the|soldiers|his|to|they leave|the|anger|his|it became|frenzy|and|he started|to|them|he hits|with|the|spear|his Seeing his soldiers fleeing, his anger turned into rage and he began to strike them with his spear. Κατόρθωσε να μαζέψει μερικούς και θέλησε ν' αντισταθεί, φωνάζοντας: he managed|to|gather|some|and|he wanted|to|resist|shouting He managed to gather a few and wanted to resist, shouting:

— Άνανδροι! cowards — Cowards! Πού τρέχετε σαν τ' αρνιά που τα κυνηγάει ο λύκος; Γυρνάτε πίσω! where|you run|like|the|lambs|that|the|he chases|the|wolf|you turn|back Where are you running like lambs chased by the wolf? Turn back! Ελάτε γύρω στο Βασιλιά σας, να δείτε αν ξέρει αυτός να πολεμήσει και να σας προστατέψει! come|around|to the|King|your|to|see|if|he knows|he|to|fight|and|to|you|protect Come around your King, to see if he knows how to fight and protect you!

Με τις φωνές του σταμάτησε ακόμα μερικούς. with|the|shouts|his|he stopped|even|a few With his shouts, he stopped a few more.

— Στο ποτάμι τώρα! to the|river|now — To the river now! πρόσταξε. he ordered he commanded. Όπως πέρασαν αυτοί το νερό, θα το περάσομε κι εμείς. as|they crossed|they|the|water|will|it|we will cross|and|we Just as they crossed the water, we will cross it too. Και όταν μας δουν να φθάνομε στα σπίτια τους, θα σκορπίσουν σα σπουργίτια! and|when|us|they see|to|we arrive|to the|houses|their|will|they scatter|like|sparrows And when they see us reaching their homes, they will scatter like sparrows! Εμπρός, παιδιά! come on|kids Come on, kids! Στο ποτάμι! to the|river To the river!

Μα το Βασιλόπουλο τον είδε. but|the|prince|him|he saw But the Prince saw him. Αντιλήφθηκε αμέσως τι πανωλεθρία θ' ακολουθούσε, αν περνούσαν οι εχθροί στην αριστερή όχθη, όπου δεν έμενε ούτε ένας στρατιώτης. he realized|immediately|what|disaster|that will|it would follow|if|they crossed|the|enemies|to the|left|bank|where|not|remained|not even|one|soldier He immediately realized what a disaster would follow if the enemies crossed to the left bank, where not a single soldier remained.

Με τους διαλεχτούς του έτρεξε στη γέφυρα κι έφθασε την ώρα που τσάκιζε το μικρό σώμα που τη φύλαγε, και οι πρώτοι εχθροί πηδούσαν στις πλωτές. with|the|chosen|his|he ran|to the|bridge|and|he arrived|the|time|when|he was breaking|the|small|body|that|it|he was guarding|and|the|first|enemies|they were jumping|onto the|rafts With his chosen ones, he ran to the bridge and arrived at the moment when it was breaking the small body that guarded it, and the first enemies were jumping into the waters.

— Σπάσε τη γέφυρα! break|the|bridge — Break the bridge! Πρωτομάστορη, κόψε τα σκοινιά! master builder|cut|the|ropes Master craftsman, cut the ropes! βροντοφώνησε. he shouted loudly he thundered. Και αν κανένας από τους δικούς μας θελήσει να φύγει, ας τον πνίξει το ποτάμι! and|if|no one|from|the|own|our|he wants|to|he leaves|let|him|he drowns|the|river And if any of our people wants to leave, let the river drown him!

Από την αντικρινή όχθη τον άκουσε ο πρωτομάστορης, πετάχθηκε στη γέφυρα και με δυο τσεκουριές την έκοψε στη μέση. from|the|opposite|bank|him|he heard|the|master craftsman|he jumped|to the|bridge|and|with|two|axe blows|it|he cut|in the|middle From the opposite bank, the master craftsman heard him, jumped onto the bridge, and with two axe blows, he cut it in half.

Και οι πλωτές χωρίστηκαν σε δύο μέρη. and|the|rafts|they were divided|into|two|parts And the floating ones were divided into two parts.

Οι εχθροί, βλέποντας κομμένο το δρόμο, θέλησαν να γυρίσουν πίσω. the|enemies|seeing|cut|the|road|they wanted|to|they return|back The enemies, seeing the road cut off, wanted to turn back.

Μα έξαφνα, από μέσα από τους συντρόφους του Βασιλόπουλου πετάχθηκε ένας νέος, έτρεξε στο ποτάμι και με κίνδυνο της ζωής του, αψηφώντας τα κοντάρια των εχθρών, έκοψε τα σκοινιά που βαστούσαν ακόμα τις πλωτές δεμένες στη στεριά, και η μισή γέφυρα παρασύρθηκε από το ρεύμα με όσους εχθρούς είχαν προφθάσει να πηδήξουν απάνω της. But suddenly, from among the companions of Vasilopoulos, a young man jumped out, ran to the river, and at the risk of his life, defying the spears of the enemies, cut the ropes that still held the rafts tied to the shore, and half the bridge was swept away by the current with those enemies who had managed to jump on it.

Και χάθηκε πάλι ο νέος ανάμεσα στους στρατιώτες. And the young man disappeared again among the soldiers.

Σα λεοντάρι πολεμούσε το Βασιλόπουλο, και το παράδειγμα του έδινε καρδιά και στον πιο δειλό. Like a lion, Vasilopoulos fought, and his example gave courage even to the most cowardly.

Ο θείος Βασιλιάς τον είδε και τον αναγνώρισε στη λάμψη της φωτιάς που έκαιε ακόμα στην ακροποταμιά. Uncle King saw him and recognized him in the glow of the fire that still burned on the riverbank.

— Παιδιά! children — Children! φώναξε στους δικούς του. he shouted|to the|own|his he shouted to his own. Το άλογο μου, τ' άρματα μου και την κόρη μου θα δώσω σ' εκείνον που θα μου φέρει αυτό το παλικάρι, ζωντανό ή πεθαμένο. the|horse|my|the|armor|my|and|the|daughter|my|will|I will give|to the|that one|who|will|to me|he brings|this|the|young man|alive|or|dead I will give my horse, my armor, and my daughter to whoever brings me this young man, alive or dead.

Όρμησαν οι διαλεχτοί του αξιωματικοί και στρατιώτες να τον αρπάξουν. they rushed|the|chosen|his|officers|and|soldiers|to|him|they grab His chosen officers and soldiers rushed to seize him.

Μα το σπαθί του Βασιλόπουλου θέριζε κεφάλια ανοίγοντας κύκλο γύρω του. but|the|sword|his|of Vasilopoulos|was mowing down|heads|opening|circle|around|him But the sword of the Prince was reaping heads, creating a circle around him.

Μια μαχαιριά του είχε ανοίξει το μέτωπο, μα το Βασιλόπουλο εξακολουθούσε να πελεκά, και οι εχθροί, σαστισμένοι με την τόλμη του, άρχιζαν να δειλιάζουν και να υποχωρούν, όταν έσπασε το σπαθί του στα χέρια του. a|stab|his|he had|opened|the|forehead|but|the|Vasilopoulos|he continued|to|chop|and|the|enemies|bewildered|by|the|courage|his|they began|to|hesitate|and|to|retreat|when|it broke|the|sword|his|in|hands|his A stab had opened his forehead, but the Prince continued to chop, and the enemies, stunned by his bravery, began to falter and retreat, when his sword broke in his hands.

Με άγριες φωνές ρίχθηκαν τότε επάνω του. with|fierce|shouts|they threw themselves|then|on|him With wild shouts, they then charged at him. Ένας του έμπηξε τη λόγχη στον ώμο με τόση ορμή, που το Βασιλόπουλο έπεσε στα γόνατα. one|to him|he thrust|the|spear|in the|shoulder|with|so much|force|that|the|Vasilopoulos|he fell|on|knees One of them thrust a spear into his shoulder with such force that the Prince fell to his knees.

Θα τον έσφαζαν βέβαια. will|him|they would slaughter|certainly They would have slaughtered him, of course. Αλλά έξαφνα πετάχθηκε ο ίδιος νέος που είχε κόψει τα σκοινιά της γέφυρας, και με το σώμα του σκέπασε το Βασιλόπουλο. but|suddenly|he jumped|the|same|young man|who|he had|cut|the|ropes|of the|bridge|and|with|the|body|his|he covered|the|Prince But suddenly, the same young man who had cut the ropes of the bridge jumped up and covered the Prince with his body.

— Φύγε, Αφέντη! leave|Master — Go away, Master! φώναξε. he shouted he shouted.

Σε μια στιγμή δέκα σπαθιά τον τρύπησαν. in|a|moment|ten|swords|him|they pierced In a moment, ten swords pierced him. Και σωριάστηκε αναίσθητος, κυλισμένος στο αίμα του. and|he collapsed|unconscious|rolling|in the|blood|his And he collapsed unconscious, rolling in his own blood.

Μ' αυτή η στιγμή είχε αρκέσει. with|this|the|moment|it had|sufficed This moment had been enough. Οι Μοιρολάτρες, βλέποντας το Βασιλόπουλο πεσμένο, έγιναν θηρία, και με καινούρια ορμή ρίχθηκαν στους εχθρούς, τους έσπρωξαν πίσω, τους τσάκισαν και τους έτρεψαν σε φυγή. the|Moirai|seeing|the|prince|fallen|they became|beasts|and|with|new|momentum|they threw themselves|at the|enemies|them|they pushed|back|them|they crushed|and|them|they turned|into|flight The Fates, seeing the Prince fallen, became beasts, and with renewed vigor they charged at the enemies, pushed them back, crushed them, and put them to flight.

Ο ίδιος ο Βασιλιάς τους μόλις πρόφθασε να σωθεί, και βλέποντας τη μάχη χαμένη πήδηξε στο άλογο του και ξέφυγε κατά τον κάμπο με τα συντρίμματα του στρατού του. the|same|the|King|them|just|he managed|to|be saved|and|seeing|the|battle|lost|he jumped|on the|horse|his|and|he escaped|towards|the|plain|with|the|wreckage|of|army|his The King himself barely managed to save himself, and seeing the battle lost, he jumped on his horse and escaped into the plain with the remnants of his army.

Το Βασιλόπουλο, γονατισμένο στο χώμα, αψηφώντας τις πληγές του, γύρευε να συνεφέρει το νέο που με θυσία της ζωής του τον είχε σώσει. the|Prince|kneeling|on the|ground|defying|the|wounds|his|he sought|to|revive|the|young man|who|with|sacrifice|of the|life|his|him|he had|saved The young prince, kneeling on the ground, disregarding his wounds, sought to revive the young man who had saved him at the cost of his own life.

— Δώστε μου ένα φως, πρόσταξε. give|me|a|light|he commanded — Give me a light, he commanded.

Και του έφεραν αναμμένο δαδί. and|to him|they brought|lit|torch And they brought him a lit torch.

Στη λάμψη της φλόγας αναγνώρισε το νέο της ταβέρνας. in the|glow|of the|flame|he recognized|the|new|of the|tavern In the glow of the flame, she recognized the new tavern.

— Αυτός, εδώ!… μουρμούρισε. this one|here|he murmured — This one, here!… she murmured.

Πήρε από ένα πεθαμένο εχθρό το παγούρι, κι έχυσε μερικές στάλες στα χωρισμένα χείλια του. he took|from|a|dead|enemy|the|canteen|and|he poured|some|drops|on the|parted|lips|his She took the canteen from a dead enemy and poured a few drops onto his parted lips.

Ο νέος άνοιξε τα μάτια, είδε το Βασιλόπουλο σκυμμένο απάνω του και χαμογέλασε. the|young man|he opened|the|eyes|he saw|the|Prince|bent|over|him|and|he smiled The young man opened his eyes, saw the Prince bent over him, and smiled.

— Χωροφύλακας, ξυλοκόπος… και Βασιλόπουλο… είπε με κόπο. gendarme|woodcutter|and|prince|he said|with|effort — Gendarme, woodcutter… and Prince… he said with effort. Βλέπεις… θυμήθηκα, σαν ήλθε η ώρα, τα λόγια μου… Βγήκε το Βασιλόπουλο… και το ακολουθήσαμε όλοι… you see|I remembered|when|it came|the|time|the|words|my|he went out|the|prince|and|it|we followed|everyone You see… I remembered, when the time came, my words… The Prince came out… and we all followed him…

Έκλεισε τα μάτια του κι έγειρε αργά το κεφάλι. he closed|the|eyes|his|and|he leaned|slowly|the|head He closed his eyes and slowly tilted his head.

— Ξέχασε τ' άλλα λόγια που σου είπα… μουρμούρισε με σβησμένη φωνή, και συχώρνα με… he forgot|the|other|words|that|to you|I said|he murmured|with|extinguished|voice|and|forgive|me — Forget the other words I told you… he murmured in a faded voice, and forgive me…

Το Βασιλόπουλο έσκυψε και τον φίλησε. the|prince|he bent down|and|him|he kissed The Prince bent down and kissed him.

— Μου έσωσες τη ζωή σήμερα, είπε βαθιά ταραγμένος, και με το θάρρος σου, κόβοντας τη γέφυρα, κατέστρεψες τόσους εχθρούς. to me|you saved|the|life|today|he said|deeply|troubled|and|with|the|courage|your|cutting|the|bridge|you destroyed|so many|enemies — You saved my life today, he said deeply shaken, and with your courage, cutting the bridge, you destroyed so many enemies. Τι συγχώρηση ζητάς; what|forgiveness|you ask What forgiveness do you seek?

Μα ο νέος δεν αποκρίθηκε, ούτε σάλεψε πια. but|the|young man|not|he replied|nor|he moved|anymore But the young man did not reply, nor did he move anymore.

Στην αγκαλιά του Βασιλόπουλου είχε ξεψυχήσει. in the|arms|of the|Vasilopoulos|he had|died In the arms of Vasilopoulos, she had breathed her last.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=15.81 PAR_CWT:AvJ9dfk5=7.86 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=92 err=1.09%) translation(all=181 err=0.00%) cwt(all=1897 err=5.38%)