×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΙΒ’. ΠΑΝΙΚΟΣ

ΙΒ’. ΠΑΝΙΚΟΣ

΄ Κοπάδια κατέβαιναν από τα χωριά οι άνθρωποι κι έτρεχαν στη χώρα χωρίς σκοπό, ξετρελαμένοι από φόβο. Το

Βασιλόπουλο γύρευε να τους σταματήσει, μα ο πανικός τους έκανε κουφούς και τυφλούς.

— Δεν έχομε Βασιλιά! Δεν έχομε Πατρίδα! έλεγαν. Και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει.

Έφθασε το Βασιλόπουλο στο παλάτι.

Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές. Η οικογένεια του Βασιλιά, μαζεμένη στην τραπεζαρία, έμοιαζε σαν κοπάδι τρομαγμένες χήνες. Όλες οι γυναίκες φώναζαν μαζί, ο Βασιλιάς, με το μανδύα του τυλιγμένο στο μπράτσο, έδινε οδηγίες σε φανταστικούς υπηρέτες, να κλείσουν τα παράθυρα, να συμμαζέψουν τα πράγματα, και άλλα παρόμοια. Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά. Και, σέρνοντας ένα σεντούκι, ο Πολύκαρπος γύριζε κάθε λίγο και την κοίταζε, και απελπίζουνταν που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει.

— Τι είναι αυτά; Τι κακό γίνεται δω; βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο.

Όλοι γύρισαν. Οι γυναίκες έπαυσαν τα ξεφωνητά, η Ειρηνούλα έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του, ο Βασιλιάς αναστέναξε με ανακούφιση, και ο Πολύκαρπος παράτησε το σεντούκι.

— Τι τρέχει; Γιατί αυτή η σύγχυση; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο.

Και η ζεστή φωνή του δέσποζε μέσα στην αναμπαμπούλα, και καθησύχαζε κάθε τρομαγμένη καρδιά.

— Αχ, γιε μου! Πού έφυγες! είπε με παράπονο ο Βασιλιάς. Τέτοιες ώρες βρίσκεις να ξεπορτίζεις;

— Και να μας αφήνεις ολομόναχους να φύγομε στα ξένα! πρόσθεσε η Βασίλισσα.

— Τι; φώναξε το Βασιλόπουλο. Ποιος μιλά για φευγιό;

— Μας είχες αφήσει, γιε μου, δικαιολογήθηκε ο Βασιλιάς, και δεν ξέραμε τι να κάνομε και πού να πάμε…

— Όλος ο κόσμος φεύγει, θα φύγομε κι εμείς, πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα.

— Δε θα φύγει κανένας! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο.

— Δε θα μας εμποδίσεις εσύ βέβαια! ξεφώνισε η Πικρόχολη.

— Δε θα φύγει κανένας! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Εσείς οι γυναίκες, να πάτε στα δωμάτια σας. Και συ, πατέρα μου, έλα κάτω μαζί μου. Είναι ανάγκη να παρουσιαστείς αυτή τη στιγμή.

— Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε φοβισμένα ο Βασιλιάς.

— Στη χώρα, για να μας δει όλος ο τρομαγμένος πληθυσμός και να μας ακολουθήσει.

— Πού να μας ακολουθήσει;

Μα πριν προφθάσει το Βασιλόπουλο ν' αποκριθεί, κατρακύλησε μέσα ο πρωτοβεστιάριος.

Τα κρεμαστά του μάγουλα ήταν κατακόκκινα και πυρωμένα, και τα μάτια του πεταμένα έξω από το κεφάλι του.

— Αφέντη! Αφέντη! Ο εχθρός καίει τη χώρα στο αντικρινό μέρος του ποταμού, έβαλε φωτιά στα δάση, όλη εκείνη η πεδιάδα καταστρέφεται! Ο κόσμος, μαζεμένος στον ποταμό και στην πλατεία, φωνάζει και βρίζει που δε βγαίνεις να τους οδηγήσεις, να βοηθήσεις τους αδελφούς τους, που κινδυνεύουν στην πέρα όχθη! Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί! Θα φθάσει στο ποτάμι…

Ο Βασιλιάς γύρισε στο γιο του απελπισμένος.

— Τόσο το καλύτερο! είπε το Βασιλόπουλο με σφιγμένα δόντια.

— Παιδί μου! Τι λες! Χάνομε το μισό μας βασίλειο! αναφώνησε ο Βασιλιάς.

— Τόσο το καλύτερο! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. Τώρα φθάνει το χτένι στον κόμπο! Τώρα νιώθομε πού μας τσούζει.

— Μα βρίζουν το θρόνο! Το Κράτος χάνεται! Σηκώθηκε επανάσταση στη χώρα… μούγκρισε ο πρωτοβεστιάριος. Δε θέλουν πια τη βασιλεία…

— Ποιος σκέπτεται θρόνο και βασιλεία! φώναξε το Βασιλόπουλο. Το έθνος ζει, το έθνος ξυπνά επιτέλους, και σύσσωμο θα σηκωθεί, να πλακώσει τους εχθρούς που ποδοπατούν τη χώρα του! Πατέρα, έλα τώρα!

Και σέρνοντας το Βασιλιά από το μπράτσο, τρεχάτος κατέβηκε το βουνό.

— Εσύ, πήγαινε μπροστά! φώναξε του Πολύκαρπου που τον ακολουθούσε. Πήγαινε στου Κακομοιρίδη, πάρε όσα όπλα είναι έτοιμα και φερ' τα αμέσως στο ποτάμι. Εκεί θα τους μαζέψω όλους.

Ο τόπος ήταν ανάστατος. Οι κάτοικοι της χώρας πετούσαν τα πράματα τους από το παράθυρο και τα φόρτωναν σε αμάξια ή σε μουλάρια, για να φύγουν στα βουνά, ενώ οι χωρικοί, πάλι, έτρεχαν να προφυλαχθούν στη χώρα.

Όλοι είχαν χάσει τα μυαλά τους, κανένας δεν ήξερε τι έκανε.

— Ησυχία, παιδιά, δεν έχομε κανένα φόβο, έλεγε περνώντας το Βασιλόπουλο.

Και στις γυναίκες έλεγε:

— Πηγαίνετε στα σπίτια σας και μη φοβάστε.

Και στους άντρες:

— Ελάτε μαζί μου και μη φοβάστε!

Σαν έφθασε στην πλατεία με το Βασιλιά, εμπρός στο φρουραρχείο είδαν κόσμο πολύ που φώναζε και ζητούσε στρατό. Σ' ένα παράθυρο, με τα μαλλιά του ολόρθα και τα μάτια του γουρλωμένα, ο φρούραρχος, τυλιγμένος μες στην κουβέρτα του, φώναζε πως στρατό δεν έχει και να πάνε να τον ζητήσουν από το Βασιλιά.

— Δεν έχομε Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έφυγε και μας παράτησε. Κάτω ο Βασιλιάς! Κάτω η Βασιλεία! φώναζε το πλήθος.

— Αχ, πάμε να φύγομε! παρακάλεσε ο Βασιλιάς, κρεμασμένος στο μπράτσο του γιου του. Άκου πώς μας βρίζουν!

— Όχι! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. Εδώ θα πεθάνομε ή θα τους δαμάσομε!

Παραμερίζοντας τον κόσμο, πέρασε με το Βασιλιά και ανέβηκε στα σκαλοπάτια του φρουραρχείου.

— Πατριώτες, τι γυρεύετε; φώναξε δυνατά, και η φωνή του ακούστηκε, δεσπόζοντας το θόρυβο, ως πέρα στην πλατεία. Τι περιμένετε μαζεμένοι εδώ, όταν ο εχθρός ρημάζει τη χώρα μας; Κάνετε καρδιά, παιδιά, εμπρός! Ακολουθήσετε με! Όλοι ενωμένοι θα διώξομε τον εχθρό!

— Δεν έχομε στρατό! Ούτε άρματα δεν έχομε! φώναξαν μερικοί από μέσα από το πλήθος.

— Στρατός είστε σεις! Πού τον γυρεύετε αφού είστε όλοι μαζεμένοι εδώ; Άρματα θα γίνουν τα εργαλεία που σκάβετε τα χωράφια! Σε αντρειωμένα χέρια, κάθε σίδερο γίνεται όπλο!

— Δεν έχομε αρχηγό! Το έστριψε ο Βασιλιάς!

— Ο Βασιλιάς σας είναι δω, ανάμεσά σας, έτοιμος να σας οδηγήσει στη μάχη! φώναξε το Βασιλόπουλο δείχνοντας το γέρο πατέρα του, που εμπρός στον εξοργισμένο λαό του είχε ξαναβρεί την πατρογονική του υπερηφάνεια, και με σταυρωμένα χέρια και ψηλά το κεφάλι κοίταζε το αγριεμένο πλήθος. Ο Βασιλιάς σας είναι δω, αναγνωρίσετε τον, και ας μη φορεί το στέμμα του, που το πούλησε για να σας δώσει όπλα.

— Πού είναι ο Βασιλιάς; Δείξε μας το Βασιλιά! φώναξαν μερικοί.

— Ο Βασιλιάς μας δεν έφυγε; Ο Βασιλιάς είναι δω; φώναξαν άλλοι. Ζήτω λοιπόν ο Βασιλιάς!

— Αν είναι δω ο Βασιλιάς, ζητάτε του πρώτα-πρώτα όπλα! φώναξε μια θυμωμένη φωνή.

— Ναι, όπλα! Δώσ' μας όπλα! επανέλαβαν άλλες φωνές.

Και το πλήθος, που γυρνά πάντα με τον τελευταίο που μίλησε, ξεφώνισε αγριεμένα:

— Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! Έξω από δω ο Βασιλιάς!

Μερικοί πιο αυθάδεις ανέβηκαν στα σκαλοπάτια φοβερίζοντας με το γρόθο.

— Δώσ' μας όπλα! Κάτω ο Βασιλιάς! ξεφώνιζαν.

Το Βασιλόπουλο όρμησε μπροστά στον πατέρα του και, με μια σπρωξιά, έριξε κάτω έναν που σήκωνε το χέρι να χτυπήσει το Βασιλιά.

— Σα δεν έχουν όπλα, φώναξε με αγανάκτηση, πάνε και τα παίρνουν από τους εχθρούς τα παλικάρια, μα δε χτυπούν γέρους!

— Γεια σου, λεβέντη! Καλά του αποκρίθηκες! ακούστηκε μια φωνή.

Και το ανθρώπινο κοπάδι, γυρνώντας άλλη μια φορά με τον τελευταίο που του επιβλήθηκε, ξεφώνισε:

— Γεια σου, λεβέντη! Οδήγησε μας εσύ και θα σε ακολουθήσομε! Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! Ζήτω ο Βασιλιάς!

Το Βασιλόπουλο, χωρίς να χάσει καιρό, διέταξε:

— Εμπρός! Στο ποτάμι! Εκεί θα διοργανωθούμε, για να περάσομε αντίκρυ και να διώξομε τον εχθρό! Εμπρός, παιδιά! Ακολουθείτε με!

Κι ενώ, αποκαμωμένος και συγκινημένος, ανέβαινε ο Βασιλιάς στο φρουραρχείο να ξεκουραστεί, το Βασιλόπουλο τράβηξε κατά τον ποταμό, με το ενθουσιασμένο πλήθος που ξεφώνιζε πίσω του.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

ΙΒ’. ΠΑΝΙΚΟΣ IB| IB'. PANIKA IB'. PANIC

΄ Κοπάδια κατέβαιναν από τα χωριά οι άνθρωποι κι έτρεχαν στη χώρα χωρίς σκοπό, ξετρελαμένοι από φόβο. herds|they were descending|from|the|villages|the|people|and|they were running|to the|country|without|purpose|frantic|from|fear Groups of people were coming down from the villages and running into the country aimlessly, crazed with fear. Το the The

Βασιλόπουλο γύρευε να τους σταματήσει, μα ο πανικός τους έκανε κουφούς και τυφλούς. prince|he was trying|to|them|stop|but|the|panic|them|made|deaf|and|blind Prince was trying to stop them, but their panic made them deaf and blind.

— Δεν έχομε Βασιλιά! not|we have|king — We have no King! Δεν έχομε Πατρίδα! not|we have|homeland We have no Homeland! έλεγαν. they were saying they said. Και τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. and|nothing|not|could|to|them|hold back And nothing could hold them back.

Έφθασε το Βασιλόπουλο στο παλάτι. he arrived|the|Prince|to the|palace The Prince arrived at the palace.

Οι πόρτες ήταν όλες ανοιχτές. the|doors|they were|all|open The doors were all open. Η οικογένεια του Βασιλιά, μαζεμένη στην τραπεζαρία, έμοιαζε σαν κοπάδι τρομαγμένες χήνες. the|family|of the|King|gathered|in the|dining room|it looked|like|flock|scared|geese The King's family, gathered in the dining room, looked like a flock of frightened geese. Όλες οι γυναίκες φώναζαν μαζί, ο Βασιλιάς, με το μανδύα του τυλιγμένο στο μπράτσο, έδινε οδηγίες σε φανταστικούς υπηρέτες, να κλείσουν τα παράθυρα, να συμμαζέψουν τα πράγματα, και άλλα παρόμοια. all|the|women|they were shouting|together|the|King|with|the|cloak|his|wrapped|on the|arm|he was giving|instructions|to|imaginary|servants|to|they close|the|windows|to|they gather|the|things|and|other|similar All the women were shouting together, the King, with his cloak wrapped around his arm, was giving instructions to imaginary servants to close the windows, tidy up the things, and other similar tasks. Καθισμένη σε μια γωνιά η Ειρηνούλα έκλαιγε με αναφιλητά. sitting|in|a|corner|the|Eirini|was crying|with|sobs Sitting in a corner, Irinoula was crying with sobs. Και, σέρνοντας ένα σεντούκι, ο Πολύκαρπος γύριζε κάθε λίγο και την κοίταζε, και απελπίζουνταν που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει. and|dragging|a|trunk|the|Polykarpos|was turning|every|little|and|her|was looking|and||that|not|he could|to|her|comfort And, dragging a chest, Polykarpos kept turning to look at her, despairing that he could not comfort her.

— Τι είναι αυτά; Τι κακό γίνεται δω; βροντοφώνησε το Βασιλόπουλο. what|is|these|what|bad|is happening|here|he shouted|the|prince — What is this? What evil is happening here? the Prince thundered.

Όλοι γύρισαν. everyone|turned Everyone turned around. Οι γυναίκες έπαυσαν τα ξεφωνητά, η Ειρηνούλα έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του, ο Βασιλιάς αναστέναξε με ανακούφιση, και ο Πολύκαρπος παράτησε το σεντούκι. the|women|they stopped|the|shouting|the|Eirinoula|she ran|and|she hung|on the|neck|his|the|King|he sighed|with|relief|and|the|Polykarpos|he abandoned|the|chest The women stopped the shouting, little Irinoula ran and hung around his neck, the King sighed with relief, and Polykarpos abandoned the chest.

— Τι τρέχει; Γιατί αυτή η σύγχυση; ρώτησε πάλι το Βασιλόπουλο. what|is happening|why|this|the|confusion|he asked|again|the|Prince — What’s going on? Why this confusion? asked the Prince again.

Και η ζεστή φωνή του δέσποζε μέσα στην αναμπαμπούλα, και καθησύχαζε κάθε τρομαγμένη καρδιά. and|the|warm|voice|his|it dominated|inside|in the|chaos|and|it calmed|every|frightened|heart And his warm voice dominated the chaos, calming every frightened heart.

— Αχ, γιε μου! oh|son|my — Oh, my son! Πού έφυγες! where|you left Where have you gone! είπε με παράπονο ο Βασιλιάς. he said|with|complaint|the|King the King said with regret. Τέτοιες ώρες βρίσκεις να ξεπορτίζεις; such|hours|you find|to|you go out At such hours, you find time to sneak out?

— Και να μας αφήνεις ολομόναχους να φύγομε στα ξένα! — And leave us all alone to go abroad! πρόσθεσε η Βασίλισσα. she added|the|Queen the Queen added.

— Τι; φώναξε το Βασιλόπουλο. what|he shouted|the|Prince — What? shouted the Prince. Ποιος μιλά για φευγιό; who|speaks|about|fleeing Who talks about leaving?

— Μας είχες αφήσει, γιε μου, δικαιολογήθηκε ο Βασιλιάς, και δεν ξέραμε τι να κάνομε και πού να πάμε… us|you had|left|son|my|he justified himself|the|King|and|not|we knew|what|to|we do|and|where|to|we go — You had left us, my son, the King justified, and we didn't know what to do and where to go...

— Όλος ο κόσμος φεύγει, θα φύγομε κι εμείς, πρόσθεσε πάλι η Βασίλισσα. all|the|world|is leaving|will|we will leave|and|we|she added|again|the|Queen — Everyone is leaving, we will leave too, the Queen added again.

— Δε θα φύγει κανένας! not|will|he will leave|no one — No one will leave! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. he said|with|determination|the|Prince the Prince said decisively.

— Δε θα μας εμποδίσεις εσύ βέβαια! not|will|us|you will stop|you|of course — You certainly won't stop us! ξεφώνισε η Πικρόχολη. she shouted|the|Pikroholi the Bitter One shouted.

— Δε θα φύγει κανένας! not|will|she will leave|no one — No one will leave! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. he repeated|more|loudly|the|Vasilopoulo the Prince repeated louder. Εσείς οι γυναίκες, να πάτε στα δωμάτια σας. you|the|women|to|you go|to the|rooms|your You women, go to your rooms. Και συ, πατέρα μου, έλα κάτω μαζί μου. and|you|father|my|come|down|with|me And you, my father, come down with me. Είναι ανάγκη να παρουσιαστείς αυτή τη στιγμή. it is|necessity|to|you present yourself|this|the|moment It is necessary for you to appear right now.

— Πού θέλεις να πάμε; ρώτησε φοβισμένα ο Βασιλιάς. where|you want|to|we go|he asked|fearfully|the|King — Where do you want to go? the King asked fearfully.

— Στη χώρα, για να μας δει όλος ο τρομαγμένος πληθυσμός και να μας ακολουθήσει. to the|country|to|to|us|he sees|all|the|frightened|population|and|to|us|he follows — To the country, so that the entire frightened population can see us and follow us.

— Πού να μας ακολουθήσει; where|to|us|he follows — Where should he follow us?

Μα πριν προφθάσει το Βασιλόπουλο ν' αποκριθεί, κατρακύλησε μέσα ο πρωτοβεστιάριος. but|before|he manages|the|prince|to|he answers|he rushed|inside|the|chief steward But before the Prince could respond, the chief steward rushed in.

Τα κρεμαστά του μάγουλα ήταν κατακόκκινα και πυρωμένα, και τα μάτια του πεταμένα έξω από το κεφάλι του. the|hanging|his|cheeks|they were|bright red|and|burning|and|the|eyes|his|bulging|out|from|the|head|his His hanging cheeks were bright red and burning, and his eyes were bulging out of his head.

— Αφέντη! master — Master! Αφέντη! master Master! Ο εχθρός καίει τη χώρα στο αντικρινό μέρος του ποταμού, έβαλε φωτιά στα δάση, όλη εκείνη η πεδιάδα καταστρέφεται! the|enemy|is burning|the|country|in the|opposite|side|of the|river|he set|fire|to the|forests|all|that|the|plain|is being destroyed The enemy is burning the country on the opposite side of the river, they have set fire to the forests, that whole plain is being destroyed! Ο κόσμος, μαζεμένος στον ποταμό και στην πλατεία, φωνάζει και βρίζει που δε βγαίνεις να τους οδηγήσεις, να βοηθήσεις τους αδελφούς τους, που κινδυνεύουν στην πέρα όχθη! the|people|gathered|at the|river|and|at the|square|is shouting|and|is cursing|that|not|you are coming out|to|them|you lead|to|you help|them|brothers|their|that|they are in danger|at the|far|bank The people, gathered by the river and in the square, are shouting and cursing that you are not coming out to lead them, to help their brothers, who are in danger on the other bank! Αφέντη, ο εχθρός προχωρεί! master|the|enemy|is advancing Master, the enemy is advancing! Θα φθάσει στο ποτάμι… will|arrive|at the|river It will reach the river...

Ο Βασιλιάς γύρισε στο γιο του απελπισμένος. the|king|turned|to the|son|his|desperate The King turned to his son, desperate.

— Τόσο το καλύτερο! so|the|better — So much the better! είπε το Βασιλόπουλο με σφιγμένα δόντια. said|the|prince|with|clenched|teeth said the Prince through clenched teeth.

— Παιδί μου! child|my — My child! Τι λες! what|you say What are you saying! Χάνομε το μισό μας βασίλειο! we are losing|the|half|our|kingdom We are losing half of our kingdom! αναφώνησε ο Βασιλιάς. he exclaimed|the|King exclaimed the King.

— Τόσο το καλύτερο! so|the|better — The better! επανέλαβε πιο δυνατά το Βασιλόπουλο. he repeated|more|loudly|the|Prince repeated the Vasilopoulos louder. Τώρα φθάνει το χτένι στον κόμπο! now|it reaches|the|comb|to the|knot Now the comb reaches the knot! Τώρα νιώθομε πού μας τσούζει. now|we feel|where|us|it stings Now we feel where it stings.

— Μα βρίζουν το θρόνο! but|they curse|the|throne — But they are cursing the throne! Το Κράτος χάνεται! the|state|is lost The State is falling apart! Σηκώθηκε επανάσταση στη χώρα… μούγκρισε ο πρωτοβεστιάριος. it rose|revolution|in the|country|it roared|the|chief steward A revolution has risen in the country... the chief steward grunted. Δε θέλουν πια τη βασιλεία… not|they want|anymore|the|monarchy They no longer want the monarchy...

— Ποιος σκέπτεται θρόνο και βασιλεία! who|thinks|throne|and|kingdom — Who thinks of throne and kingdom! φώναξε το Βασιλόπουλο. he shouted|the|prince shouted the Prince. Το έθνος ζει, το έθνος ξυπνά επιτέλους, και σύσσωμο θα σηκωθεί, να πλακώσει τους εχθρούς που ποδοπατούν τη χώρα του! the|nation|lives|the|nation|wakes up|finally|and|whole|will|rise|to|crush|the|enemies|that|trample|the|country|his The nation lives, the nation finally awakens, and it will rise as one to crush the enemies who trample its land! Πατέρα, έλα τώρα! father|come|now Father, come now!

Και σέρνοντας το Βασιλιά από το μπράτσο, τρεχάτος κατέβηκε το βουνό. and|dragging|the|King|from|the|arm|running|he went down|the|mountain And dragging the King by the arm, he hurried down the mountain.

— Εσύ, πήγαινε μπροστά! you|go|ahead — You, go ahead! φώναξε του Πολύκαρπου που τον ακολουθούσε. he shouted|to|Polykarpos|who|him|he was following he shouted to Polycarp who was following him. Πήγαινε στου Κακομοιρίδη, πάρε όσα όπλα είναι έτοιμα και φερ' τα αμέσως στο ποτάμι. go|to the|Kakomiridis|take|as many as|weapons|are|ready|and|bring|them|immediately|to the|river Go to Kakomiridis, take whatever weapons are ready and bring them immediately to the river. Εκεί θα τους μαζέψω όλους. there|will|them|I will gather|all There I will gather them all.

Ο τόπος ήταν ανάστατος. the|place|was|chaotic The place was in turmoil. Οι κάτοικοι της χώρας πετούσαν τα πράματα τους από το παράθυρο και τα φόρτωναν σε αμάξια ή σε μουλάρια, για να φύγουν στα βουνά, ενώ οι χωρικοί, πάλι, έτρεχαν να προφυλαχθούν στη χώρα. the|inhabitants|of the|country|they were throwing|the|belongings|their|from|the|window|and|the|they were loading|onto|carts|or|onto|mules|to|to|they leave|to the|mountains|while|the|villagers|again|they were running|to|they take shelter|in the|country The inhabitants of the country were throwing their belongings out of the window and loading them onto carts or mules to flee to the mountains, while the villagers were running to take shelter in the countryside.

Όλοι είχαν χάσει τα μυαλά τους, κανένας δεν ήξερε τι έκανε. everyone|they had|lost|the|minds|their|no one|not|knew|what|he was doing Everyone had lost their minds, no one knew what they were doing.

— Ησυχία, παιδιά, δεν έχομε κανένα φόβο, έλεγε περνώντας το Βασιλόπουλο. quiet|children|not|we have|any|fear|he was saying|passing|the|Prince — Quiet, children, we have nothing to fear, said the Prince as he passed.

Και στις γυναίκες έλεγε: and|to the|women|he was saying And to the women he said:

— Πηγαίνετε στα σπίτια σας και μη φοβάστε. go|to the|houses|your|and|not|fear — Go to your homes and do not be afraid.

Και στους άντρες: and|to the|men And to the men:

— Ελάτε μαζί μου και μη φοβάστε! come|together|with me|and|not|fear — Come with me and don't be afraid!

Σαν έφθασε στην πλατεία με το Βασιλιά, εμπρός στο φρουραρχείο είδαν κόσμο πολύ που φώναζε και ζητούσε στρατό. when|he arrived|at the|square|with|the|King|in front of|at the|guardhouse|they saw|people|many|who|he was shouting|and|he was asking|army When he arrived at the square with the King, in front of the guardhouse they saw a lot of people shouting and asking for soldiers. Σ' ένα παράθυρο, με τα μαλλιά του ολόρθα και τα μάτια του γουρλωμένα, ο φρούραρχος, τυλιγμένος μες στην κουβέρτα του, φώναζε πως στρατό δεν έχει και να πάνε να τον ζητήσουν από το Βασιλιά. at a|a|window|with|his|hair|his|standing up|and|his|eyes|his|wide open|the|commander|wrapped|in|in the|blanket|his|he was shouting|that|army|not|he has|and|to|they go|to|it|they ask|from|the|King In a window, with his hair standing up and his eyes bulging, the guard commander, wrapped in his blanket, shouted that there were no soldiers and to go ask the King for them.

— Δεν έχομε Βασιλιά. not|we have|King — We don't have a King. Ο Βασιλιάς έφυγε και μας παράτησε. the|king|left|and|us|abandoned The King has left and abandoned us. Κάτω ο Βασιλιάς! down|the|king Down with the King! Κάτω η Βασιλεία! down|the|kingdom Down with the Kingdom! φώναζε το πλήθος. was shouting|the|crowd the crowd shouted.

— Αχ, πάμε να φύγομε! oh|let's go|to|we leave — Ah, let's go! παρακάλεσε ο Βασιλιάς, κρεμασμένος στο μπράτσο του γιου του. he begged|the|king|hanging|on the|arm|his|son|his the King pleaded, hanging on his son's arm. Άκου πώς μας βρίζουν! listen|how|us|they insult Listen to how they are insulting us!

— Όχι! no — No! είπε με απόφαση το Βασιλόπουλο. he said|with|decision|the|Prince the Prince said decisively. Εδώ θα πεθάνομε ή θα τους δαμάσομε! here|will|we will die|or|will|them|we will tame Here we will die or we will tame them!

Παραμερίζοντας τον κόσμο, πέρασε με το Βασιλιά και ανέβηκε στα σκαλοπάτια του φρουραρχείου. pushing aside|the|world|he passed|with|the|King|and|he climbed|to the|stairs|of the|guardhouse Pushing aside the crowd, he passed with the King and climbed the steps of the guardhouse.

— Πατριώτες, τι γυρεύετε; φώναξε δυνατά, και η φωνή του ακούστηκε, δεσπόζοντας το θόρυβο, ως πέρα στην πλατεία. patriots|what|you seek|he shouted|loudly|and|the|voice|his|was heard|dominating|the|noise|as|far|in the|square — Patriots, what do you want? he shouted loudly, and his voice was heard, dominating the noise, all the way across the square. Τι περιμένετε μαζεμένοι εδώ, όταν ο εχθρός ρημάζει τη χώρα μας; Κάνετε καρδιά, παιδιά, εμπρός! what|you wait|gathered|here|when|the|enemy|ravages|the|country|our|you make|heart|children|forward What are you waiting for gathered here, while the enemy is ravaging our country? Be brave, children, let's go! Ακολουθήσετε με! you follow|me Follow me! Όλοι ενωμένοι θα διώξομε τον εχθρό! all|united|will|we drive away|the|enemy Together we will drive the enemy away!

— Δεν έχομε στρατό! not|we have|army — We don't have an army! Ούτε άρματα δεν έχομε! not even|weapons|not|we have We don't even have weapons! φώναξαν μερικοί από μέσα από το πλήθος. they shouted|some|from|inside|from|the|crowd some shouted from within the crowd.

— Στρατός είστε σεις! army|you are|you — You are the army! Πού τον γυρεύετε αφού είστε όλοι μαζεμένοι εδώ; Άρματα θα γίνουν τα εργαλεία που σκάβετε τα χωράφια! where|him|you search|since|you are|all|gathered|here|weapons|will|become|the|tools|that|you dig|the|fields Where are you looking for it since you are all gathered here? The tools you use to plow the fields will become weapons! Σε αντρειωμένα χέρια, κάθε σίδερο γίνεται όπλο! in|strong|hands|every|iron|becomes|weapon In brave hands, every iron becomes a weapon!

— Δεν έχομε αρχηγό! not|we have|leader — We have no leader! Το έστριψε ο Βασιλιάς! it|he turned|the|King The King has turned it!

— Ο Βασιλιάς σας είναι δω, ανάμεσά σας, έτοιμος να σας οδηγήσει στη μάχη! the|King|you|is|here|among|you|ready|to|you|lead|to the|battle — Your King is here, among you, ready to lead you into battle! φώναξε το Βασιλόπουλο δείχνοντας το γέρο πατέρα του, που εμπρός στον εξοργισμένο λαό του είχε ξαναβρεί την πατρογονική του υπερηφάνεια, και με σταυρωμένα χέρια και ψηλά το κεφάλι κοίταζε το αγριεμένο πλήθος. he shouted|the|Prince|showing|the|old|father|his|who|in front of|to the|enraged|crowd|his|he had|found again|the|ancestral|his|pride|and|with|crossed|arms|and|high|the|head|he was looking at|the|furious|crowd He called out to the Prince, pointing to his old father, who in front of his enraged people had regained his ancestral pride, and with crossed arms and head held high, he looked at the furious crowd. Ο Βασιλιάς σας είναι δω, αναγνωρίσετε τον, και ας μη φορεί το στέμμα του, που το πούλησε για να σας δώσει όπλα. the|King|your|is|here|you recognize|him|and|let|not|he wears|the|crown|his|that|it|he sold|to|to|you|he gives|weapons Your King is here, recognize him, even if he does not wear his crown, which he sold to give you weapons.

— Πού είναι ο Βασιλιάς; Δείξε μας το Βασιλιά! where|is|the|King|show|us|the|King — Where is the King? Show us the King! φώναξαν μερικοί. they shouted|some some shouted.

— Ο Βασιλιάς μας δεν έφυγε; Ο Βασιλιάς είναι δω; φώναξαν άλλοι. the|king|our|not|he left|the|king|is|here|they shouted|others — Has our King not left? Is the King here? shouted others. Ζήτω λοιπόν ο Βασιλιάς! long live|therefore|the|king Long live the King!

— Αν είναι δω ο Βασιλιάς, ζητάτε του πρώτα-πρώτα όπλα! if|is|here|the|king|you ask|him|||weapons — If the King is here, ask him for weapons first! φώναξε μια θυμωμένη φωνή. he shouted|a|angry|voice shouted an angry voice.

— Ναι, όπλα! yes|weapons — Yes, weapons! Δώσ' μας όπλα! give|us|weapons Give us weapons! επανέλαβαν άλλες φωνές. they repeated|other|voices other voices repeated.

Και το πλήθος, που γυρνά πάντα με τον τελευταίο που μίλησε, ξεφώνισε αγριεμένα: and|the|crowd|that|turns|always|with|the|last|that|spoke|it shouted|angrily And the crowd, which always turns with the last speaker, shouted fiercely:

— Δώσ' μας όπλα! give|us|weapons — Give us weapons! Κάτω ο Βασιλιάς! down|the|King Down with the King! Έξω από δω ο Βασιλιάς! out|from|here|the|King Out with the King!

Μερικοί πιο αυθάδεις ανέβηκαν στα σκαλοπάτια φοβερίζοντας με το γρόθο. some|more|insolent|they climbed|to the|stairs|threatening|with|the|fist Some bolder ones climbed the steps threatening with their fists.

— Δώσ' μας όπλα! give|us|weapons — Give us weapons! Κάτω ο Βασιλιάς! down|the|King Down with the King! ξεφώνιζαν. they were shouting they shouted.

Το Βασιλόπουλο όρμησε μπροστά στον πατέρα του και, με μια σπρωξιά, έριξε κάτω έναν που σήκωνε το χέρι να χτυπήσει το Βασιλιά. the|prince|rushed|in front|to the|father|his|and|with|a|push|he threw|down|a|who|he was raising|the|hand|to|hit|the|King The Prince rushed in front of his father and, with a shove, knocked down someone who was raising their hand to strike the King.

— Σα δεν έχουν όπλα, φώναξε με αγανάκτηση, πάνε και τα παίρνουν από τους εχθρούς τα παλικάρια, μα δε χτυπούν γέρους! if|not|they have|weapons|he shouted|with|indignation|they go|and|them|they take|from|the|enemies|them|young men|but|not|they hit|old men — If they don't have weapons, he shouted in indignation, the brave ones go and take them from the enemies, but they don't hit the old!

— Γεια σου, λεβέντη! hello|to you|brave man — Hello, brave one! Καλά του αποκρίθηκες! well|to him|you replied You answered him well! ακούστηκε μια φωνή. it was heard|a|voice a voice was heard.

Και το ανθρώπινο κοπάδι, γυρνώντας άλλη μια φορά με τον τελευταίο που του επιβλήθηκε, ξεφώνισε: and|the|human|flock|turning|another|one|time|with|the|last|that|to him|imposed|shouted And the human herd, turning once again with the last one imposed on them, shouted:

— Γεια σου, λεβέντη! hello|to you|brave man — Hello, brave one! Οδήγησε μας εσύ και θα σε ακολουθήσομε! lead|us|you|and|will|you|we will follow Lead us and we will follow you! Ζήτω το Βασιλόπουλο μας! long live|the|Prince|our Long live our Prince! Ζήτω ο Βασιλιάς! long live|the|King Long live the King!

Το Βασιλόπουλο, χωρίς να χάσει καιρό, διέταξε: the|Prince|without|to|lose|time|he ordered The Prince, without wasting any time, commanded:

— Εμπρός! forward — Forward! Στο ποτάμι! to the|river To the river! Εκεί θα διοργανωθούμε, για να περάσομε αντίκρυ και να διώξομε τον εχθρό! there|will|we will organize|to|to|we will pass|opposite|and|to|we will drive away|the|enemy There we will organize ourselves, to cross over and drive away the enemy! Εμπρός, παιδιά! forward|children Come on, kids! Ακολουθείτε με! you follow|me Follow me!

Κι ενώ, αποκαμωμένος και συγκινημένος, ανέβαινε ο Βασιλιάς στο φρουραρχείο να ξεκουραστεί, το Βασιλόπουλο τράβηξε κατά τον ποταμό, με το ενθουσιασμένο πλήθος που ξεφώνιζε πίσω του. and|while|exhausted|and|moved|he was climbing|the|King|to the|guardhouse|to|he rests|the|Prince|he pulled|towards|the|river|with|the|excited|crowd|that|was shouting|behind|him And while the King, exhausted and moved, was climbing to the guardhouse to rest, the Prince headed towards the river, with the excited crowd shouting behind him.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.01 PAR_CWT:AvJ9dfk5=9.09 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=72 err=0.00%) translation(all=144 err=0.00%) cwt(all=1118 err=1.16%)