×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.

image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Δ'. Η γειτονοπούλα

Δ'. Η γειτονοπούλα

Καλά και ράβει η θεία και δε μας είδε! είπε η Αλεξάνδρα λίγη ώρα πιο ύστερα, αφού πλύθηκαν και χτενίστηκαν και κατέβηκαν πάλι τ' αδέλφια στην αυλή, χωρίς τη δασκάλα, που είχε κλειστεί στην κάμαρα της. Ήσασταν και οι τρεις τόσο βρώμικοι!

— Μα μας είδε η βασίλισσα! είπε η Πουλουδιά. Και γύρισε μάλιστα και μας κοίταξε δυο φορές!

— Θα κοίταξε κανέναν άλλο, είπε ο Αντώνης, έτοιμος πάντα να επαναστατήσει για κάθε επίκριση γυναικεία, είτε από τραπεζιέρα ήρχουνταν είτε από αδελφή είτε από βασίλισσα. Θα κοίταζε την Αλίς Χορν.

— Όχι, μας κοίταξε εμάς, δυο φορές! Ναι, εγώ την είδα! επέμεινε η Πουλουδιά.

— Και πρώτον η Αλίς ήταν στη δική της πόρτα και η βασίλισσα δεν μπορούσε να τη δει, επικύρωσε η Αλεξάνδρα. Και η πόρτα της Αλίς είναι ύστερα από τη δική μας.

Η Αλίς Χορν, συνομήλικη του Αντώνη και γειτόνισσα του, είχε δύο αδέλφια, τον Μαξ δέκα χρονών και τον Αλέκο, που ήταν μικρότερος από την Πουλουδιά και μεγαλύτερος από τον Αλέξανδρο. Τα γειτονοπούλα αυτά ήρχουνταν στην αυλή της θείας Μαριέτας κι έπαιζαν με τα τέσσερα αδέλφια, όποταν τα έβλεπαν μόνα. Η παρουσία της μις Ράις είχε πάνω τους την επίδραση του σκιάχτρου πάνω στα σπουργίτια. Όταν την άκουαν ή την έβλεπαν, όπου φύγει φύγει! Συχνά, σαν ήταν μόνα τ' αδέλφια, ο Αντώνης σκαρφάλωνε στη γαζία της αυλής τους και, αν από πάνω από το παρατηρητήρι του έβλεπε τα Χορνόπουλα, τα φώναζε στην αυλή του, και το παιχνίδι γίνουνταν άξιο της πλούσιας φαντασίας του, προπάντων σαν ήταν και ο Μαξ. Ειδεμή μόνο με κορίτσια, τι να φανταστείς και τι να εφαρμόσεις; Σήμερα όμως κανένας δεν είχε όρεξη για την Αλίς και τ' αδέλφια της.

— Μας είδε η βασίλισσα! είπε πικρά η Αλεξάνδρα. Και, το χειρότερο, μας είδε και η Αλίς! Κι έμπηξε τα γέλια και δάγκασε τα χέρια της κι έτρεξε πίσω στο σπίτι της! Πώς θα μας περιγελάσει!

— Και είδε το καπέλο της μις Ράις που ήταν στραβό; ρώτησε τρομαγμένος ο Αλέξανδρος.

— Βέβαια! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

Και κουνώντας το κεφάλι της πρόσθεσε η Πουλουδιά:

— Και είδε τα αίματα στην μπλούζα του Αντώνη!

— Δεν έχω αίματα! διαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης.

— Ναι, έχεις! Εδώ! είπε η Πουλουδιά φέρνοντας μπροστά τον πλατύ ναυτικό κολάρο του.

Τον τράβηξε ο Αντώνης ακόμα πιο μπροστά, να βεβαιωθεί πως αλήθεια ήταν αιματωμένος, και είπε:

— Πώς πήγε εκεί πίσω το αίμα;

— Θα σου έσπασε το κεφάλι! αναφώνησε η Αλεξάνδρα. Για να δω; Πού πονείς;

Ο Αντώνης δεν πονούσε πουθενά. Δε θέλησε όμως να λιγοστέψει το θαυμασμό των αδελφών του για την ηρωική του καρτερία και τους παρέδωσε το κεφάλι του. Μα, όσο και να έψαξαν τα δυο κορίτσια ανάμεσα στα μαλλιά του, δε βρήκαν καμιά πληγή.

Λίγο απογοητευμένος, ιδίως που της Πουλουδιάς το μάγουλο μάτωνε ακόμα κάπου κάπου, είπε ο Αντώνης:

— Εγώ... εγώ δεν άφηνα να μου χτυπήσει το κεφάλι ή να μου γδάρει το πρόσωπο! Εγώ θα της έπιανα τα χέρια! Μόνο που, έτσι άνανδρα, με χτύπησε από πίσω! Ας ερχόταν μπροστά μια φορά και να 'βλεπε αυτή!

— Κι εγώ θα της έπιανα τα χέρια! είπε η Πουλουδιά που, μ' όλη τη φανερή πληγή, ένιωθε καταφρόνια στα λόγια του Αντώνη. Κι εγώ θα της έπιανα τα χέρια, αν... αν... Δε βρήκε αμέσως για ποιο λόγο δεν το έκανε και θριαμβευτικά ξαναβρίσκοντας μεμιάς την ανδρική του υπεροχή, είπε ο Αντώνης:

— Εσύ δεν της τα 'πιασες και όμως σε χτύπησε από μπρος, στο πρόσωπο!

Πειραγμένη έκανε ν' απαντήσει η Πουλουδιά, μα τη διέκοψε η Αλεξάνδρα.

— Εγώ, είπε, σαν είδα τα αίματα, ήθελα να πάρω τον Αλέξανδρο από το χέρι, να πάρω και την Πουλουδιά, να σε φωνάξω και σένα και να τρέξομε να φύγομε, κι εκείνη θα έμπλεκε στη φούστα της που είχε λυθεί και δε θα μπορούσε να μας κυνηγήσει και θα την αφήναμε κει και θα ερχόμασταν σπίτι!

— Αλήθεια! θαύμασε η Πουλουδιά, που τέτοια τολμηρή λύση δεν την είχε σκεφθεί.

Μα ο Αντώνης, που από κανένα κορίτσι δεν παραδέχουνταν ούτε τολμηρές αποφάσεις ούτε καν και ιδέες καθόλου, τη ρώτησε απότομα:

— Και γιατί δεν το έκανες;

— Γιατί; επανέλαβε η Αλεξάνδρα, μάταια γυρεύοντας μιαν απάντηση που δεν ήρχουνταν.

— Ναι, γιατί δε μας το είπες ελληνικά; Και γιατί, σαν έπεσε κάτω, πάλι δεν είπες τίποτα;

— Κούκου!

Μια φωνή από ψηλά γλίτωσε εγκαίρως την Αλεξάνδρα και τους έκανε όλους να σηκώσουν το κεφάλι. Πάνω από τον τοίχο που χώριζε τις δυο αυλές πρόβαλε το κεφάλι της η Αλίς, με δυο ξανθές πλεξούδες δεμένες στεφάνι και, αμέσως μετά, παρουσιάστηκαν τα ξέθωρα μαλλιά του Μαξ και ύστερα το κόκκινο ολοστρόγγυλο πρόσωπο του και πλάγι τους το πενταχρονίτικο, πάντα γελαστό, μουτράκι του Αλέκου.

— Ο μπαμπούλας έφυγε; ρώτησε χαμηλόφωνα η Αλίς.

— Όχι! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα.

Και για να μιλήσει πιο σιγά, έκανε να πλησιάσει τον τοίχο. Μα την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή της θείας Μαριέτας, και τα τρία ξανθά κεφάλια εξαφανίστηκαν από πάνω από τον τοίχο, την ώρα που το μελαχρινό κεφάλι της θείας εμφανίζουνταν στο παράθυρο της σκάλας.

— Τι κάνετε τέτοιαν ώρα εδώ, παιδιά; Γιατί δεν είστε περίπατο; φώναξε η θεία από ψηλά.

Απροετοίμαστα, μαγκωμένα, μάσησε κάθε αδέλφι από μιαν απάντηση διαφορετική, που δεν έφθασε ως το παράθυρο της σκάλας.

— Δεν ακούω... Σταθείτε, κατεβαίνω, είπε η θεία. Και το κεφάλι της χάθηκε πάλι.

Τ' αδέλφια αλληλοκοιτάχθηκαν, τινάχθηκαν, συγυρίστηκαν και βιαστικά ρώτησε η Αλεξάνδρα:

— Τι θα πούμε;

Μα δεν πρόφθασαν να βρουν καμιάν απάντηση και, πηδηχτή και στρογγυλή, βγήκε η θεία στην αυλή.

— Γιατί είστε δω, παιδιά; Πού είναι η μις Ράις;

Τ' αδέλφια ξανακοιτάχθηκαν χωρίς ν' απαντήσουν. Με μια γοργή ματιά στα τέσσερα σκυφτά κεφάλια, υποψιάρικα είπε η θεία:

— Τι τρέχει; Αλεξάνδρα, εσένα ρωτώ! Πού είναι η μις Ράις;

— Στην... κάμαρα της... μουρμούρισε η Αλεξάνδρα.

— Γιατί;

— Δεν ξέρω... Δεν κατέβηκε...

Μα τη διέκοψε η θεία.

— Τι έπαθες, Πουλουδιά; Έλα δω! έκανε πιάνοντας την ανιψιά της από τους ώμους. Σήκωσε το κεφάλι... Κοίταξε με! Ποιος σου το

'κανε αυτό στο μάγουλο;

Τα σουφρωμένα της φρύδια γύρισαν κατά τον Αντώνη.

— Εσύ; ρώτησε.

— Όχι! αναφώνησε η Πουλουδιά και σώπασε φοβισμένη.

— Εσένα δε σε ρώτησα! είπε η θεία. Τον Αντώνη ρωτώ! Αντώνη, εσύ χτύπησες την αδελφή σου;

— Όχι, θεία! αποκρίθηκε χωρίς πολύ θάρρος ο Αντώνης.

— Ποιος τη χτύπησε; Πες μου!

— Η μις Ράις, είπε ακόμα πιο χαμηλόφωνα ο Αντώνης.

— Η μις Ράις;

Τα φρύδια της θείας ξεσουφρώθηκαν και ανέβηκαν σχεδόν ως τα μαλλιά της.

— Γιατί; Τι έκανε η Πουλουδιά; Μα... καλέ, τι είναι αυτά; Αίματα στα ρούχα σου; αναφώνησε η θεία τραβώντας πάλι μπροστά τον τσαλακωμένο του κολάρο.

— Άνοιξε η μύτη μου! εξήγησε ο Αντώνης.

— Κι έσταξε στη ράχη σου; Τι παραμύθια είναι αυτά;

Ναι, αλήθεια, έμοιαζαν παραμύθια όλα αυτά, τόσο, που έχασε την παλικαριά του ακόμα και ο Αντώνης. Και σώπασε. Και τότε έγινε παλικάρι η Αλεξάνδρα. Η φωνή της έτρεμε πολύ, μα δε στάθηκε καθόλου. Και είπε μεμιάς:

— Αλήθεια σας λέγει, θεία! Η μις Ράις χτύπησε τον Αντώνη στο κεφάλι και στο πρόσωπο και του άνοιξε τη μύτη, και τον χτυπούσε και στην πλάτη και παντού, παντού! Και τρέξαμε με την Πουλουδιά να τον γλιτώσομε, κι έδειρε την Πουλουδιά και της ξέγδαρε το πρόσωπο, κι έτρεχαν αίματα, και τρομάξαμε... Αχ, θεία, τρομάξαμε πολύ! αναφώνησε η Αλεξάνδρα και ξέσπασε στα κλάματα.

Την είδε ο Αλέξανδρος και άρχισε κι εκείνος να κλαίει φωναχτά. Και τότε έγινε κάτι περίεργο. Η θεία δε σούφρωσε καθόλου τα φρύδια της, μόνο έβγαλε ένα πολύ ψιλό μαντίλι, που μύριζε τριαντάφυλλο, και σκούπισε τα μάτια του Αλέξανδρου. Και δε μάλωσε καθόλου την Αλεξάνδρα, μόνο της είπε:

— Έλα πάνω μαζί μου! Έλα να μου τα ξαναπείς όλα αυτά εμπρός στη μις Ράις!

— Όχι, θεία! Παρακαλώ! προσπάθησε να πει η Αλεξάνδρα. Μα η θεία την πήρε από το χέρι.

— Μην είσαι ανόητη! της είπε γλυκά. Τι φοβάσαι, αφού είσαι μαζί μου;

Και τ' άλλα τρία αδέλφια είδαν μαγεμένα τη θεία να μπαίνει στο σπίτι με την Αλεξάνδρα και να σιάζει χαδιάρικα τα κατσαρωτά, σαν της Πουλουδιάς, μαλλιά της, χωρίς καθόλου να σουφρώνει τα φρύδια.

— Και τώρα;... Η μις Ράις;... έκανε ο Αντώνης καμτσικώνοντας τον αέρα με τη χλωρή του βέργα, που ήταν πάντα πρόχειρη.

— Θα τις φάγει; ρώτησε η Πουλουδιά σμίγοντας μ' έκσταση τα χέρια της.

Από πάνω από τον τοίχο παρουσιάστηκαν πάλι τα τρία ξανθά κεφάλια.

— Πσσστ... πσσστ... Τι σας έκανε ο μπαμπούλας;

— Τι θα κάνει η θεία σας τον μπαμπούλα;

— Μη κι έλθει κάτω ο μπαμπούλας; ρώτησαν τα τρία κεφάλια μαζί.

Ο Αντώνης κοντοστάθηκε. Δεν του πολυάρεζε ν' ανακατώνει τη γειτονιά στις δουλειές του. Μα η Πουλουδιά, που, σαν κορίτσι που ήταν, δε συλλογίζουνταν πολλά πράματα, σίμωσε αμέσως τον τοίχο και, χαμηλόφωνα, με σηκωμένο το κεφάλι κι ενωμένα τα χέρια, διηγήθηκε όλη την ιστορία του περιπάτου. Ώστε τι να κάνει και ο Αντώνης, προπάντων που δεν τα έλεγε και σωστά η Πουλουδιά και ξεχνούσε πολλά που έκανε και είπε ο Αντώνης; Αναγκάστηκε να πλησιάσει κι εκείνος στον τοίχο και να πει κι εκείνος το λόγο του και μάλιστα να πάρει εκείνος ολόκληρο το λόγο και να παραμερίσει την Πουλουδιά, που μαγεμένη τον άκουε, τόσο τα έλεγε καλά. Και, όρθιος κοντά τους, ο Αλέξανδρος κοίταζε κι εκείνος τα τρία κεφάλια πάνω στον τοίχο και μ' έκσταση άκουε τα λόγια του Αντώνη, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τα δάχτυλα του το ένα μες στο άλλο.

Ώσπου κατέβηκε η Αλεξάνδρα και άλλαξε ολότελα η ατμόσφαιρα της αυλής. Η μις Ράις ήταν πολύ άρρωστη, πάρα πολύ άρρωστη, παραμιλούσε, δεν αναγνώριζε κανένα· και σαν είδε τη θεία, άπλωσε τα χέρια και είπε:

— Έλα, μωρό μου!

Η Αλεξάνδρα άρχισε τα κλάματα και όλοι οι άλλοι αποσβολώθηκαν.

— Κι εγώ που ήθελα να τη δείρει η θεία... μουρμούρισε η Πουλουδιά.

— Κι εγώ που την είπα μπαμπούλα... είπε η Αλίς από πάνω από τον τοίχο.

— Κι εγώ!

— Κι εγώ! είπαν και τ' άλλα δυο κεφάλια κοντά της.

— Και τώρα τι θα κάνομε; ρώτησε ο Αλέξανδρος και η φωνή του έτρεμε σαν κατσίκας.

Η Αλεξάνδρα σκούπισε τα μάτια της και τους διηγήθηκε όλη την ιστορία. Η θεία είχε τρομάξει πολύ, γιατί είπε της μις Ράις: «Δεν είμαι μωρό, είμαι η θεία της Αλεξάνδρας» και πάλι δεν τη γνώρισε κείνη. Και είπε η θεία κάτι τρομερό. Είπε: «Δε μ' αρέσει η θέση της!» Κι έστειλε ευθύς την Αφροδίτη να φωνάξει το θείο το γιατρό.

Και η κερα-Ρήνη που τα 'κουσε είπε:

«Για να λέγει η κυρία πως δεν της αρέσει η θέση της, πρέπει να είναι του θανατά!» Και τη ρώτησε η Αλεξάνδρα: «Θα πεθάνει;» Και είπε η κερα-Ρήνη: «Ίσως». Τα τέσσερα αδέλφια στέκουνταν μουδιασμένα και τα τρία κεφάλια πάνω στον τοίχο δε γελούσαν πια. Και πέρασε κάμποση ώρα.

Και είπε η Αλεξάνδρα:

— Δεν μπορούμε σήμερα, Αλίς, να παίξομε μαζί σας. Θα πάμε στη βεράντα να περιμένομε το θείο το γιατρό.

— Να έλθομε αύριο; ρώτησε η Αλίς.

— Ναι, βέβαια! είπαν τα μεγαλύτερα αδέλφια.

Και τα τρία ξανθά κεφάλια χάθηκαν πίσω από τον τοίχο. Ο Αλέξανδρος δεν είχε μιλήσει. Όρθιος, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τα δάχτυλα του, κοίταζε τον τοίχο και ρώτησε:

— Πώς ανέβηκαν εκεί πάνω;

Ο Αντώνης και τα δυο κορίτσια αγανάκτησαν. Πώς μπορούσε να σκεφθεί και να μιλήσει ο Αλέξανδρος για άλλο παρά για το θάνατο της μις Ράις; Σήκωσε όμως και ο Αντώνης το κεφάλι κατά τον τοίχο. Αλήθεια, πώς ανέβηκαν εκεί πάνω; Δεν ήξερε. Ευτυχώς όμως ο Αλέξανδρος δεν είχε ρωτήσει κανένα τους ιδιαιτέρως, κι έτσι μπήκαν όλοι στο σπίτι χωρίς να του απαντήσουν.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Δ'. Η γειτονοπούλα D'|the|neighbor girl D'. Der kleine Nachbar Δ'. O pequeno vizinho D'。邻家女孩 D'. The neighbor girl

Καλά και ράβει η θεία και δε μας είδε! well|and|she sews|the|aunt|and|not|us|she saw Well, the aunt is sewing and didn't see us! είπε η Αλεξάνδρα λίγη ώρα πιο ύστερα, αφού πλύθηκαν και χτενίστηκαν και κατέβηκαν πάλι τ' αδέλφια στην αυλή, χωρίς τη δασκάλα, που είχε κλειστεί στην κάμαρα της. she said|the|Alexandra|little|time|more|later|after|they washed|and|they combed|and|they went down|again|the|siblings|to the|yard|without|the|teacher|who|she had|locked herself|in the|room|her said Alexandra a little while later, after they had washed and combed their hair and the siblings came down to the yard again, without the teacher, who had locked herself in her room. Ήσασταν και οι τρεις τόσο βρώμικοι! you were|and|the|three|so|dirty You were all three so dirty!

— Μα μας είδε η βασίλισσα! but|us|she saw|the|queen — But the queen saw us! είπε η Πουλουδιά. she said|the|Pouloudia said Pouloudia. Και γύρισε μάλιστα και μας κοίταξε δυο φορές! and|she turned|indeed|and|us|she looked|two|times And she even turned around and looked at us twice!

— Θα κοίταξε κανέναν άλλο, είπε ο Αντώνης, έτοιμος πάντα να επαναστατήσει για κάθε επίκριση γυναικεία, είτε από τραπεζιέρα ήρχουνταν είτε από αδελφή είτε από βασίλισσα. will|she looked|anyone|else|he said|the|Antonis|ready|always|to|he rebel|for|every|criticism|female|whether|from|hostess|they came|whether|from|sister|whether|from|queen — She must have looked at someone else, said Antonis, always ready to rebel against any female criticism, whether it came from a hostess or a sister or a queen. Θα κοίταζε την Αλίς Χορν. will|he/she would look at|the|Alice|Horn She would look at Alice Horn.

— Όχι, μας κοίταξε εμάς, δυο φορές! no|us|he/she looked at|us|two|times — No, she looked at us, twice! Ναι, εγώ την είδα! yes|I|her|I saw Yes, I saw her! επέμεινε η Πουλουδιά. she insisted|the|Pouloudia Pouloudia insisted.

— Και πρώτον η Αλίς ήταν στη δική της πόρτα και η βασίλισσα δεν μπορούσε να τη δει, επικύρωσε η Αλεξάνδρα. and|first|the|Alice|was|at the|own|her|door|and|the|queen|not|could|to|her|see|she confirmed|the|Alexandra — And first, Alice was at her own door and the queen could not see her, Alexandra confirmed. Και η πόρτα της Αλίς είναι ύστερα από τη δική μας. and|the|door|her|Alice|is|after|from|the|own|our And Alice's door is after ours.

Η Αλίς Χορν, συνομήλικη του Αντώνη και γειτόνισσα του, είχε δύο αδέλφια, τον Μαξ δέκα χρονών και τον Αλέκο, που ήταν μικρότερος από την Πουλουδιά και μεγαλύτερος από τον Αλέξανδρο. the|Alice|Horn|peer|of|Antonis|and|neighbor|of|she had|two|brothers|the|Max|ten|years old|and|the|Alekos|who|was|younger|than|the|Pouloudia|and|older|than|the|Alexandros Alice Horn, a peer of Antonis and his neighbor, had two brothers, Max who was ten years old and Alekos, who was younger than Pouloudia and older than Alexandros. Τα γειτονοπούλα αυτά ήρχουνταν στην αυλή της θείας Μαριέτας κι έπαιζαν με τα τέσσερα αδέλφια, όποταν τα έβλεπαν μόνα. the|neighborhood girls|these|they used to come|to the|yard|of the|aunt|Marietta|and|they played|with|the|four|brothers|whenever|them|they saw|alone These neighborhood girls would come to Aunt Marietta's yard and play with the four brothers whenever they saw them alone. Η παρουσία της μις Ράις είχε πάνω τους την επίδραση του σκιάχτρου πάνω στα σπουργίτια. the|presence|of|miss|Rice|she had|over|them|the|influence|of|scarecrow|over|on the|sparrows Miss Rice's presence had on them the effect of a scarecrow on sparrows. Όταν την άκουαν ή την έβλεπαν, όπου φύγει φύγει! when|her|they heard|or|her|they saw|wherever|he/she/it flees|he/she/it flees When they heard or saw her, they would scatter! Συχνά, σαν ήταν μόνα τ' αδέλφια, ο Αντώνης σκαρφάλωνε στη γαζία της αυλής τους και, αν από πάνω από το παρατηρητήρι του έβλεπε τα Χορνόπουλα, τα φώναζε στην αυλή του, και το παιχνίδι γίνουνταν άξιο της πλούσιας φαντασίας του, προπάντων σαν ήταν και ο Μαξ. often|when|they were|alone|the|siblings|the|Antonis|he climbed|on the|hedge|of|yard|their|and|if|from|above|from|the|lookout|his|he saw|the|Chornopoulo|them|he called|in the|yard|his|and|the|game||worthy|of|rich|imagination|his|especially|when|they were|and|the|Max Often, when the siblings were alone, Antonis would climb the acacia in their yard, and if he saw the Chornopoulos from his lookout, he would call them to his yard, and the game would become worthy of his rich imagination, especially when Max was there too. Ειδεμή μόνο με κορίτσια, τι να φανταστείς και τι να εφαρμόσεις; Σήμερα όμως κανένας δεν είχε όρεξη για την Αλίς και τ' αδέλφια της. otherwise|only|with|girls|what|to|you imagine|and|what|to|you apply|today|however|no one|not|he had|appetite|for|the|Alice|and|the|siblings|her Otherwise, only with girls, what could you imagine and what could you apply? But today, no one had the appetite for Alice and her siblings.

— Μας είδε η βασίλισσα! us|she saw|the|queen — The queen saw us! είπε πικρά η Αλεξάνδρα. she said|bitterly|the|Alexandra Alexandra said bitterly. Και, το χειρότερο, μας είδε και η Αλίς! and|the|worst|us|she saw|and|the|Alice And, worse, Alice saw us too! Κι έμπηξε τα γέλια και δάγκασε τα χέρια της κι έτρεξε πίσω στο σπίτι της! and|she burst|the|laughter|and|she bit|the|hands|her|and|she ran|back|to the|house|her And she burst out laughing, bit her hands, and ran back to her house! Πώς θα μας περιγελάσει! how|will|us|mock How will he mock us!

— Και είδε το καπέλο της μις Ράις που ήταν στραβό; ρώτησε τρομαγμένος ο Αλέξανδρος. and|he saw|the|hat|of|miss|Rice|that|it was|crooked|he asked|scared|the|Alexandros — And did he see Miss Rice's hat that was crooked? asked Alexander, terrified.

— Βέβαια! of course — Of course! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. she replied|the|Alexandra Alexandra replied.

Και κουνώντας το κεφάλι της πρόσθεσε η Πουλουδιά: and|shaking|the|head|her|she added|the|Pouloudia And shaking her head, Pouloudia added:

— Και είδε τα αίματα στην μπλούζα του Αντώνη! and|she saw|the|blood|on the|shirt|his|Antonis — And she saw the blood on Antonis's shirt!

— Δεν έχω αίματα! not|I have|blood — I don't have any blood! διαμαρτυρήθηκε ο Αντώνης. he protested|the|Antonis Antonis protested.

— Ναι, έχεις! yes|you have — Yes, you do! Εδώ! here Here! είπε η Πουλουδιά φέρνοντας μπροστά τον πλατύ ναυτικό κολάρο του. she said|the|Pouloudia|bringing|forward|the|wide|sailor|collar|his said Pouloudia, bringing forward his wide sailor's collar.

Τον τράβηξε ο Αντώνης ακόμα πιο μπροστά, να βεβαιωθεί πως αλήθεια ήταν αιματωμένος, και είπε: him|he pulled|the|Antonis|even|more|forward|to|he make sure|that|really|he was|bloodied|and|he said Antonis pulled him even further forward to make sure he was really bloodied, and said:

— Πώς πήγε εκεί πίσω το αίμα; how|went|there|back|the|blood — How did the blood go back there?

— Θα σου έσπασε το κεφάλι! will|to you|broke|the|head — It must have broken your head! αναφώνησε η Αλεξάνδρα. she exclaimed|the|Alexandra Alexandra exclaimed. Για να δω; Πού πονείς; for|to|see|where|you hurt Let me see? Where does it hurt?

Ο Αντώνης δεν πονούσε πουθενά. the|Antonis|not|he was hurting|nowhere Antonis was not in pain anywhere. Δε θέλησε όμως να λιγοστέψει το θαυμασμό των αδελφών του για την ηρωική του καρτερία και τους παρέδωσε το κεφάλι του. not|he wanted|however|to|he diminishes|the|admiration|of the|brothers|his|for|the|heroic|his|endurance|and|them|he handed over|the|head|his However, he did not want to diminish his siblings' admiration for his heroic endurance and handed them his head. Μα, όσο και να έψαξαν τα δυο κορίτσια ανάμεσα στα μαλλιά του, δε βρήκαν καμιά πληγή. but|as much|and|to|they searched|the|two|girls|among|the|hair|his|not|they found|any|wound But, no matter how much the two girls searched through his hair, they found no wounds.

Λίγο απογοητευμένος, ιδίως που της Πουλουδιάς το μάγουλο μάτωνε ακόμα κάπου κάπου, είπε ο Αντώνης: a little|disappointed|especially|that|her|Pouloudia's|the|cheek|it was bleeding|still|somewhere|sometimes|he said|the|Antonis A little disappointed, especially since Pouloudia's cheek was still bleeding from time to time, Antonis said:

— Εγώ... εγώ δεν άφηνα να μου χτυπήσει το κεφάλι ή να μου γδάρει το πρόσωπο! I|I|not|I let|to|to me|hit|the|head|or|to|to me|scratch|the|face — I... I wouldn't let it hit my head or scratch my face! Εγώ θα της έπιανα τα χέρια! I|will|to her|I would catch|the|hands I would have grabbed her hands! Μόνο που, έτσι άνανδρα, με χτύπησε από πίσω! only|that|so|cowardly|me|she hit|from|behind Only, cowardly like that, she hit me from behind! Ας ερχόταν μπροστά μια φορά και να 'βλεπε αυτή! let|she came|in front|once|time|and|to|she would see|she She should have come in front just once and seen!

— Κι εγώ θα της έπιανα τα χέρια! and|I|will|to her|I would catch|the|hands — And I would have held her hands! είπε η Πουλουδιά που, μ' όλη τη φανερή πληγή, ένιωθε καταφρόνια στα λόγια του Αντώνη. she said|the|Pouloudia|who|with|all|the|visible|wound|she felt|contempt|in the|words|of the|Antonis said Pouloudia, who, despite the obvious wound, felt contempt for Antonis's words. Κι εγώ θα της έπιανα τα χέρια, αν... αν... Δε βρήκε αμέσως για ποιο λόγο δεν το έκανε και θριαμβευτικά ξαναβρίσκοντας μεμιάς την ανδρική του υπεροχή, είπε ο Αντώνης: and|I|will|to her|I would catch|the|hands|if|if|not|he found|immediately|for|which|reason|not|it|he did|and|triumphantly|rediscovering|at once|the|masculine|his|superiority|he said|the|Antonis And I would have held her hands, if... if... He couldn't immediately find the reason why he didn't do it and triumphantly rediscovering his masculine superiority, Antonis said:

— Εσύ δεν της τα 'πιασες και όμως σε χτύπησε από μπρος, στο πρόσωπο! you|not|to her|them|you caught|and|yet|to you|she hit|from|front|in the|face — You didn't hold her hands and yet she hit you from the front, in the face!

Πειραγμένη έκανε ν' απαντήσει η Πουλουδιά, μα τη διέκοψε η Αλεξάνδρα. disturbed|she made|to|answer|the|Pouloudia|but|her|she interrupted|the|Alexandra The Pouloudia hesitated to respond, but Alexandra interrupted her.

— Εγώ, είπε, σαν είδα τα αίματα, ήθελα να πάρω τον Αλέξανδρο από το χέρι, να πάρω και την Πουλουδιά, να σε φωνάξω και σένα και να τρέξομε να φύγομε, κι εκείνη θα έμπλεκε στη φούστα της που είχε λυθεί και δε θα μπορούσε να μας κυνηγήσει και θα την αφήναμε κει και θα ερχόμασταν σπίτι! I|she said|when|I saw|the|blood|I wanted|to|I take|the|Alexandros|from|the|hand|to|I take|and|the|Pouloudia|to|you|I call|and|you|and|to|we run|to|we escape|and|she|will|she would get tangled|in the|skirt|her|that|she had|untied|and|not|will|she could|to|us|she chase|and|will|her|we would leave|there|and|will|we would come|home — I, she said, when I saw the blood, wanted to take Alexander by the hand, take Pouloudia too, call you and run away, and she would get tangled in her skirt that had come undone and wouldn't be able to chase us, and we would leave her there and come home!

— Αλήθεια! really — Really! θαύμασε η Πουλουδιά, που τέτοια τολμηρή λύση δεν την είχε σκεφθεί. she marveled|the|Pouloudia|that|such|bold|solution|not|it|she had|thought Pouloudia marveled, as she had not thought of such a bold solution.

Μα ο Αντώνης, που από κανένα κορίτσι δεν παραδέχουνταν ούτε τολμηρές αποφάσεις ούτε καν και ιδέες καθόλου, τη ρώτησε απότομα: but|the|Antonis|who|from|no|girl|not|they admitted|nor|bold|decisions|nor|even|and|ideas|at all|her|he asked|abruptly But Antonis, who never admitted bold decisions or even ideas from any girl, asked her abruptly:

— Και γιατί δεν το έκανες; and|why|not|it|you did — And why didn't you do it?

— Γιατί; επανέλαβε η Αλεξάνδρα, μάταια γυρεύοντας μιαν απάντηση που δεν ήρχουνταν. why|she repeated|the|Alexandra|in vain|searching for|an|answer|that|not|it was coming — Why? Alexandra repeated, vainly searching for an answer that wasn't coming.

— Ναι, γιατί δε μας το είπες ελληνικά; Και γιατί, σαν έπεσε κάτω, πάλι δεν είπες τίποτα; yes|why|not|to us|it|you said|in Greek|and|why|when|it fell|down|again|not|you said|anything — Yes, why didn't you tell us in Greek? And why, when it fell down, did you still say nothing?

— Κούκου! peekaboo — Cuckoo!

Μια φωνή από ψηλά γλίτωσε εγκαίρως την Αλεξάνδρα και τους έκανε όλους να σηκώσουν το κεφάλι. a|voice|from|high|she saved|in time|the|Alexandra|and|them|she made|all|to|they raise|the|head A voice from above timely saved Alexandra and made everyone look up. Πάνω από τον τοίχο που χώριζε τις δυο αυλές πρόβαλε το κεφάλι της η Αλίς, με δυο ξανθές πλεξούδες δεμένες στεφάνι και, αμέσως μετά, παρουσιάστηκαν τα ξέθωρα μαλλιά του Μαξ και ύστερα το κόκκινο ολοστρόγγυλο πρόσωπο του και πλάγι τους το πενταχρονίτικο, πάντα γελαστό, μουτράκι του Αλέκου. above|from|the|wall|that|it separated|the|two|yards|she emerged|the|head|her|the|Alice|with|two|blonde|braids|tied|crown|and|immediately|after|they appeared|the|faded|hair|his|Max|and|then|the|red|round|face|his|and|sideways|to them|the|five-year-old|always|smiling|face|his|Alekos Above the wall that separated the two yards, Alice's head appeared, with two blonde braids tied like a crown, and immediately after, Max's faded hair showed up, followed by his round red face, and beside him, the always smiling little face of Alex, who was five years old.

— Ο μπαμπούλας έφυγε; ρώτησε χαμηλόφωνα η Αλίς. the|boogeyman|he left|she asked|quietly|the|Alice — Has the boogeyman left? Alice asked in a low voice.

— Όχι! no — No! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα. she replied|the|Alexandra Alexandra replied.

Και για να μιλήσει πιο σιγά, έκανε να πλησιάσει τον τοίχο. and|for|to|she speaks|more|quietly|she made|to|she approaches|the|wall And to speak more quietly, she moved closer to the wall. Μα την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή της θείας Μαριέτας, και τα τρία ξανθά κεφάλια εξαφανίστηκαν από πάνω από τον τοίχο, την ώρα που το μελαχρινό κεφάλι της θείας εμφανίζουνταν στο παράθυρο της σκάλας. but|the|same|moment|it was heard|the|voice|of the|aunt|Marietta|and|the|three|blonde|heads|they disappeared|from|above|over|the|wall|the|time|that|the|dark-haired|head|of the|aunt||in the|window|of the|staircase But at the same moment, the voice of Aunt Marietta was heard, and the three blonde heads disappeared from above the wall, just as the dark-haired head of the aunt appeared at the staircase window.

— Τι κάνετε τέτοιαν ώρα εδώ, παιδιά; Γιατί δεν είστε περίπατο; φώναξε η θεία από ψηλά. what|you do|such|time|here|kids|why|not|you are|walk|she shouted|the|aunt|from|above — What are you doing here at this hour, kids? Why aren't you out for a walk? shouted the aunt from above.

Απροετοίμαστα, μαγκωμένα, μάσησε κάθε αδέλφι από μιαν απάντηση διαφορετική, που δεν έφθασε ως το παράθυρο της σκάλας. unprepared|stuck|she chewed|each|sibling|from|a|answer|different|that|not|it reached|to|the|window|her|staircase Unprepared, awkward, each sibling mumbled a different answer that didn't reach the window of the stairs.

— Δεν ακούω... Σταθείτε, κατεβαίνω, είπε η θεία. not|I hear|stand|I am coming down|she said|the|aunt — I can't hear you... Wait, I'm coming down, said the aunt. Και το κεφάλι της χάθηκε πάλι. and|the|head|her|it disappeared|again And her head disappeared again.

Τ' αδέλφια αλληλοκοιτάχθηκαν, τινάχθηκαν, συγυρίστηκαν και βιαστικά ρώτησε η Αλεξάνδρα: the|siblings|they looked at each other|they shook|they tidied up|and|hurriedly|she asked|the|Alexandra The siblings looked at each other, shook themselves, tidied up, and Alexandra hurriedly asked:

— Τι θα πούμε; what|will|we say — What are we going to say?

Μα δεν πρόφθασαν να βρουν καμιάν απάντηση και, πηδηχτή και στρογγυλή, βγήκε η θεία στην αυλή. but|not|they managed|to|they find|any|answer|and|jumping|and|round|she came out|the|aunt|in the|yard But they didn't manage to find any answer, and bouncing and round, the aunt came out into the yard.

— Γιατί είστε δω, παιδιά; Πού είναι η μις Ράις; why|you are|here|kids|where|is|the|miss|Rice — Why are you here, kids? Where is Miss Rice?

Τ' αδέλφια ξανακοιτάχθηκαν χωρίς ν' απαντήσουν. the|siblings|they looked at each other again|without|to|they answered The siblings looked at each other again without answering. Με μια γοργή ματιά στα τέσσερα σκυφτά κεφάλια, υποψιάρικα είπε η θεία: with|a|quick|glance|at the|four|bent|heads|suspiciously|she said|the|aunt With a quick glance at the four bowed heads, the aunt suspiciously said:

— Τι τρέχει; Αλεξάνδρα, εσένα ρωτώ! what|is happening|Alexandra|you|I ask — What's going on? Alexandra, I'm asking you! Πού είναι η μις Ράις; where|is|the|miss|Rice Where is Miss Rice?

— Στην... κάμαρα της... μουρμούρισε η Αλεξάνδρα. in the|room|her|she murmured|the|Alexandra — In the... room of... Alexandra murmured.

— Γιατί; why — Why?

— Δεν ξέρω... Δεν κατέβηκε... not|I know|not|she went down — I don't know... She didn't come down...

Μα τη διέκοψε η θεία. but|her|she interrupted|the|aunt But she was interrupted by the aunt.

— Τι έπαθες, Πουλουδιά; Έλα δω! what|you suffered|nickname|come|here — What happened, Pouloudia? Come here! έκανε πιάνοντας την ανιψιά της από τους ώμους. she did|grabbing|the|niece|her|from|the|shoulders she said, grabbing her niece by the shoulders. Σήκωσε το κεφάλι... Κοίταξε με! she lifted|the|head|she looked|at me She lifted her head... Look at me! Ποιος σου το who|to you|it Who told you this?

'κανε αυτό στο μάγουλο; do it|this|to the|cheek 'Do this on the cheek?

Τα σουφρωμένα της φρύδια γύρισαν κατά τον Αντώνη. the|furrowed|her|eyebrows|turned|towards|the|Antonis Her furrowed brows turned towards Antonis.

— Εσύ; ρώτησε. you|he asked — You? she asked.

— Όχι! No — No! αναφώνησε η Πουλουδιά και σώπασε φοβισμένη. she exclaimed|the|Pouloudia|and|she fell silent|frightened Pouloudia exclaimed and fell silent, frightened.

— Εσένα δε σε ρώτησα! you|not|you|I asked — I didn't ask you! είπε η θεία. she said|the|aunt said the aunt. Τον Αντώνη ρωτώ! him|Antonis|I ask I'm asking Antonis! Αντώνη, εσύ χτύπησες την αδελφή σου; Antonis|you|you hit|the|sister|your Anthony, did you hit your sister?

— Όχι, θεία! No|aunt — No, aunt! αποκρίθηκε χωρίς πολύ θάρρος ο Αντώνης. he replied|without|much|courage|the|Antonis Anthony replied without much courage.

— Ποιος τη χτύπησε; Πες μου! who|her|hit|tell|me — Who hit her? Tell me!

— Η μις Ράις, είπε ακόμα πιο χαμηλόφωνα ο Αντώνης. the|miss|Rice|he said|even|more|quietly|the|Antonis — Miss Rice, said Antonis even more quietly.

— Η μις Ράις; the|miss|Rice — Miss Rice?

Τα φρύδια της θείας ξεσουφρώθηκαν και ανέβηκαν σχεδόν ως τα μαλλιά της. the|eyebrows|her|aunt|they were plucked|and|they rose|almost|to|the|hair|her The aunt's eyebrows shot up and nearly reached her hair.

— Γιατί; Τι έκανε η Πουλουδιά; Μα... καλέ, τι είναι αυτά; Αίματα στα ρούχα σου; αναφώνησε η θεία τραβώντας πάλι μπροστά τον τσαλακωμένο του κολάρο. why|what|she did|the|Pouloudia|but|dear|what|is|these|blood|on the|clothes|your|she exclaimed|the|aunt|pulling|again|forward|the|wrinkled|his|collar — Why? What did Pouloudia do? But... my goodness, what is this? Blood on your clothes? exclaimed the aunt, pulling forward his crumpled collar again.

— Άνοιξε η μύτη μου! it opened|the|nose|my — My nose is running! εξήγησε ο Αντώνης. he explained|the|Antonis explained Antonis.

— Κι έσταξε στη ράχη σου; Τι παραμύθια είναι αυτά; and|it dripped|on the|back|your|what|stories|they are|these — And did it drip on your back? What kind of fairy tales are these?

Ναι, αλήθεια, έμοιαζαν παραμύθια όλα αυτά, τόσο, που έχασε την παλικαριά του ακόμα και ο Αντώνης. yes|truth|they seemed|stories|all|these|so|that|he lost|the|bravery|his|even|and|the|Antonis Yes, it's true, all of this seemed like fairy tales, so much so that even Antonis lost his bravado. Και σώπασε. and|be quiet And be quiet. Και τότε έγινε παλικάρι η Αλεξάνδρα. and|then|she became|a young man|the|Alexandra And then Alexandra became a young man. Η φωνή της έτρεμε πολύ, μα δε στάθηκε καθόλου. the|voice|her|trembled|a lot|but|not|she stood|at all Her voice trembled a lot, but she did not stop at all. Και είπε μεμιάς: and|she said|immediately And she said at once:

— Αλήθεια σας λέγει, θεία! truth|you|says|aunt — I tell you the truth, aunt! Η μις Ράις χτύπησε τον Αντώνη στο κεφάλι και στο πρόσωπο και του άνοιξε τη μύτη, και τον χτυπούσε και στην πλάτη και παντού, παντού! the|Ms|Rice|hit|the|Antonis|on the|head|and|on the|face|and|to him|opened|the|nose|and|him|was hitting|and|on the|back|and|everywhere|everywhere Miss Rice hit Antonis on the head and face and made his nose bleed, and she was hitting him on the back and everywhere, everywhere! Και τρέξαμε με την Πουλουδιά να τον γλιτώσομε, κι έδειρε την Πουλουδιά και της ξέγδαρε το πρόσωπο, κι έτρεχαν αίματα, και τρομάξαμε... Αχ, θεία, τρομάξαμε πολύ! and|we ran|with|the|Pouloudia|to|him|we save|and|she hit|the|Pouloudia|and|to her|she scraped|the|face|and|they were running|blood|and|we were scared|oh|aunt|we were scared|very And we ran with Pouloudia to save him, and she hit Pouloudia and scratched her face, and blood was running, and we were terrified... Oh, aunt, we were very scared! αναφώνησε η Αλεξάνδρα και ξέσπασε στα κλάματα. she exclaimed|the|Alexandra|and|she burst|into|tears Alexandra exclaimed and burst into tears.

Την είδε ο Αλέξανδρος και άρχισε κι εκείνος να κλαίει φωναχτά. her|he saw|the|Alexander|and|he started|also|he|to|he cries|loudly Alexander saw her and he also started to cry loudly. Και τότε έγινε κάτι περίεργο. and|then|it happened|something|strange And then something strange happened. Η θεία δε σούφρωσε καθόλου τα φρύδια της, μόνο έβγαλε ένα πολύ ψιλό μαντίλι, που μύριζε τριαντάφυλλο, και σκούπισε τα μάτια του Αλέξανδρου. the|aunt|not|she frowned|at all|the|eyebrows|her|only|she took out|a|very|thin|scarf|that|it smelled|rose|and|she wiped|the|eyes|his|Alexander The aunt didn't furrow her brows at all, she just took out a very fine handkerchief that smelled of rose, and wiped Alexander's eyes. Και δε μάλωσε καθόλου την Αλεξάνδρα, μόνο της είπε: and|not|she scolded|at all|the|Alexandra|only|to her|she said And she didn't scold Alexandra at all, she just said to her:

— Έλα πάνω μαζί μου! come|up|with|me — Come up with me! Έλα να μου τα ξαναπείς όλα αυτά εμπρός στη μις Ράις! come|to|me|them|you say again|all|these|in front of|to the|miss|Rice Come and tell me all of this again in front of Miss Rice!

— Όχι, θεία! no|aunt — No, aunt! Παρακαλώ! please Please! προσπάθησε να πει η Αλεξάνδρα. she tried|to|say|the|Alexandra Alexandra tried to say. Μα η θεία την πήρε από το χέρι. but|the|aunt|her|she took|from|the|hand But her aunt took her by the hand.

— Μην είσαι ανόητη! don't|you are|foolish — Don't be silly! της είπε γλυκά. to her|she said|sweetly she said sweetly. Τι φοβάσαι, αφού είσαι μαζί μου; what|you fear|since|you are|with|me What are you afraid of, since you are with me?

Και τ' άλλα τρία αδέλφια είδαν μαγεμένα τη θεία να μπαίνει στο σπίτι με την Αλεξάνδρα και να σιάζει χαδιάρικα τα κατσαρωτά, σαν της Πουλουδιάς, μαλλιά της, χωρίς καθόλου να σουφρώνει τα φρύδια. and|the|other|three|brothers|they saw|enchanted|the|aunt|to|she enters|into the|house|with|the|Alexandra|and|to|she fixes|affectionately|the|curly|like|her|Pouloudia|hair|her|without|at all|to|she furrows|the|eyebrows And the other three siblings watched in amazement as their aunt entered the house with Alexandra, playfully arranging her curly hair, like that of Pouloudia, without furrowing her brows at all.

— Και τώρα;... Η μις Ράις;... έκανε ο Αντώνης καμτσικώνοντας τον αέρα με τη χλωρή του βέργα, που ήταν πάντα πρόχειρη. and|now|the|miss|Rice|she said|the|Antonis|cracking|the|air|with|the|green|his|stick|which|it was|always|handy — And now?... Miss Rice?... Antonis asked, cracking the air with his green stick, which was always at hand.

— Θα τις φάγει; ρώτησε η Πουλουδιά σμίγοντας μ' έκσταση τα χέρια της. will|them||she asked|the|Pouloudia|joining|with|ecstasy|the|hands|her — Will she eat them? Pouloudia asked, clasping her hands together in ecstasy.

Από πάνω από τον τοίχο παρουσιάστηκαν πάλι τα τρία ξανθά κεφάλια. from|above|over|the|wall|they appeared|again|the|three|blonde|heads Above the wall, the three blonde heads appeared again.

— Πσσστ... πσσστ... Τι σας έκανε ο μπαμπούλας; shh|shh|what|to you|he did|the|boogeyman — Pssst... pssst... What did the boogeyman do to you?

— Τι θα κάνει η θεία σας τον μπαμπούλα; what|will|he will do|the|aunt|your|the|boogeyman — What will your aunt do to the boogeyman?

— Μη κι έλθει κάτω ο μπαμπούλας; ρώτησαν τα τρία κεφάλια μαζί. don't|and|he comes|down|the|boogeyman|they asked|the|three|heads|together — What if the boogeyman comes down? asked the three heads together.

Ο Αντώνης κοντοστάθηκε. the|Antonis|he stopped Antonis paused. Δεν του πολυάρεζε ν' ανακατώνει τη γειτονιά στις δουλειές του. not|to him|he liked much|to|he mixes|the|neighborhood|in the|work|his He didn't really like to stir up the neighborhood with his business. Μα η Πουλουδιά, που, σαν κορίτσι που ήταν, δε συλλογίζουνταν πολλά πράματα, σίμωσε αμέσως τον τοίχο και, χαμηλόφωνα, με σηκωμένο το κεφάλι κι ενωμένα τα χέρια, διηγήθηκε όλη την ιστορία του περιπάτου. but|the|Pouloudia|who|as|girl|that|she was|not|they thought|many|things|she approached|immediately|the|wall|and|quietly|with|raised|the|head|and|joined|the|hands|she narrated|all|the|story|of the|walk But Pouloudia, who, as a girl, didn't think much about things, immediately moved closer to the wall and, in a low voice, with her head held high and her hands together, recounted the entire story of the walk. Ώστε τι να κάνει και ο Αντώνης, προπάντων που δεν τα έλεγε και σωστά η Πουλουδιά και ξεχνούσε πολλά που έκανε και είπε ο Αντώνης; Αναγκάστηκε να πλησιάσει κι εκείνος στον τοίχο και να πει κι εκείνος το λόγο του και μάλιστα να πάρει εκείνος ολόκληρο το λόγο και να παραμερίσει την Πουλουδιά, που μαγεμένη τον άκουε, τόσο τα έλεγε καλά. so|what|to|he does|and|the|Antonis|especially|that|not|them|he said|and|correctly|the|Pouloudia|and|she forgot|many|that|he did|and|he said|the|Antonis|he was forced|to|he approached|and|he|to the|wall|and|to|he said|and|he|the|word|his|and|indeed|to|he took|he|entire|the|word|and|to|he pushed aside|the|Pouloudia|who|enchanted|him|she listened|so|them|he said|well So what could Antonis do, especially since Pouloudia wasn't telling it correctly and forgot many things that Antonis had done and said? He was forced to approach the wall as well and to speak his piece, and indeed to take the whole speech for himself and to push aside Pouloudia, who, enchanted, was listening to him, as he told it so well. Και, όρθιος κοντά τους, ο Αλέξανδρος κοίταζε κι εκείνος τα τρία κεφάλια πάνω στον τοίχο και μ' έκσταση άκουε τα λόγια του Αντώνη, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τα δάχτυλα του το ένα μες στο άλλο. and|standing|near|them|the|Alexander|he was looking|and|he|the|three|heads|on|the|wall|and|with|ecstasy|he was hearing|the|words|of|Antonis|wrapping|and|unwrapping|the|fingers|his|one|one|inside|in|other And, standing close to them, Alexander was also looking at the three heads on the wall and, in ecstasy, he listened to Antonis's words, wrapping and unwrapping his fingers one within the other.

Ώσπου κατέβηκε η Αλεξάνδρα και άλλαξε ολότελα η ατμόσφαιρα της αυλής. until|she came down|the|Alexandra|and|it changed|completely|the|atmosphere|of the|yard Until Alexandra came down and the atmosphere of the yard changed completely. Η μις Ράις ήταν πολύ άρρωστη, πάρα πολύ άρρωστη, παραμιλούσε, δεν αναγνώριζε κανένα· και σαν είδε τη θεία, άπλωσε τα χέρια και είπε: the|miss|Rice|she was|very|sick|too|very|sick|she was mumbling|not|she was recognizing|anyone|and|when|she saw|the|aunt|she stretched|the|hands|and|she said Miss Rice was very sick, very, very sick, she was mumbling, she didn't recognize anyone; and when she saw her aunt, she stretched out her hands and said:

— Έλα, μωρό μου! come|baby|my — Come here, my baby!

Η Αλεξάνδρα άρχισε τα κλάματα και όλοι οι άλλοι αποσβολώθηκαν. the|Alexandra|she started|the|crying|and|all|the|others|they were stunned Alexandra started crying and everyone else was stunned.

— Κι εγώ που ήθελα να τη δείρει η θεία... μουρμούρισε η Πουλουδιά. and|I|that|I wanted|to|her|he/she would hit|the|aunt|she murmured|the|Pouloudia — And I who wanted her to be hit by her aunt... murmured Pouloudia.

— Κι εγώ που την είπα μπαμπούλα... είπε η Αλίς από πάνω από τον τοίχο. and|I|that|her|I said|boogeyman|she said|the|Alice|from|above|over|the|wall — And I who called her a boogeyman... said Alice from over the wall.

— Κι εγώ! and|I — And me!

— Κι εγώ! and|I — Me too! είπαν και τ' άλλα δυο κεφάλια κοντά της. they said|and|the|other|two|heads|near|her said the other two heads next to her.

— Και τώρα τι θα κάνομε; ρώτησε ο Αλέξανδρος και η φωνή του έτρεμε σαν κατσίκας. and|now|what|will|we do|he asked|the|Alexander|and|the|voice|his|trembled|like|goat — And now what are we going to do? asked Alexander, and his voice trembled like a goat's.

Η Αλεξάνδρα σκούπισε τα μάτια της και τους διηγήθηκε όλη την ιστορία. the|Alexandra|she wiped|the|eyes|her|and|them|she narrated|all|the|story Alexandra wiped her eyes and told them the whole story. Η θεία είχε τρομάξει πολύ, γιατί είπε της μις Ράις: «Δεν είμαι μωρό, είμαι η θεία της Αλεξάνδρας» και πάλι δεν τη γνώρισε κείνη. the|aunt|she had|she got scared|very|because|she said|to the|miss|Rice|not|I am|baby|I am|the|aunt|of|Alexandra|and|again|not|her|she recognized|that one The aunt was very scared, because she told Miss Rice: "I am not a baby, I am Alexandra's aunt" and still she did not recognize her. Και είπε η θεία κάτι τρομερό. and|she said|the|aunt|something|terrible And the aunt said something terrible. Είπε: «Δε μ' αρέσει η θέση της!» Κι έστειλε ευθύς την Αφροδίτη να φωνάξει το θείο το γιατρό. she said|not|me|I like|the|position|of|and|she sent|immediately|the|Aphrodite|to|call|the|uncle|the|doctor She said: "I don't like her position!" And she immediately sent Aphrodite to call Uncle the doctor.

Και η κερα-Ρήνη που τα 'κουσε είπε: and|the|||who|them|she heard|she said And Aunt Rini, who heard it, said:

«Για να λέγει η κυρία πως δεν της αρέσει η θέση της, πρέπει να είναι του θανατά!» Και τη ρώτησε η Αλεξάνδρα: «Θα πεθάνει;» Και είπε η κερα-Ρήνη: «Ίσως». for|to|she says|the|lady|that|not|to her|she likes|the|position|her|must|to|she is|of the|death|and|her|she asked|the|Alexandra|will|she die|and|she said|the|||maybe "For the lady to say that she doesn't like her position, it must be deadly!" And Alexandra asked her: "Will she die?" And Aunt Rini said: "Maybe." Τα τέσσερα αδέλφια στέκουνταν μουδιασμένα και τα τρία κεφάλια πάνω στον τοίχο δε γελούσαν πια. the|four|brothers|they were standing|numb|and|the|three|heads|on|the|wall|not|they were laughing|anymore The four siblings stood frozen, and the three heads on the wall were no longer laughing. Και πέρασε κάμποση ώρα. and|it passed|quite a bit of|time And some time passed.

Και είπε η Αλεξάνδρα: and|she said|the|Alexandra And Alexandra said:

— Δεν μπορούμε σήμερα, Αλίς, να παίξομε μαζί σας. not|we can|today|Alice|to|we play|together|you — We can't play with you today, Alice. Θα πάμε στη βεράντα να περιμένομε το θείο το γιατρό. will|we go|to the|terrace|to|we wait|the|uncle|the|doctor We will go to the veranda to wait for Uncle the doctor.

— Να έλθομε αύριο; ρώτησε η Αλίς. to|we come|tomorrow|she asked|the|Alice — Shall we come tomorrow? asked Alice.

— Ναι, βέβαια! yes|of course — Yes, of course! είπαν τα μεγαλύτερα αδέλφια. they said|the|older|siblings the older siblings said.

Και τα τρία ξανθά κεφάλια χάθηκαν πίσω από τον τοίχο. and|the|three|blond|heads|they disappeared|behind|from|the|wall And the three blonde heads disappeared behind the wall. Ο Αλέξανδρος δεν είχε μιλήσει. the|Alexander|not|he had|spoken Alexander had not spoken. Όρθιος, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τα δάχτυλα του, κοίταζε τον τοίχο και ρώτησε: standing|wrapping|and|unwrapping|the|fingers|his|he was looking|the|wall|and|he asked Standing, wrapping and unwrapping his fingers, he looked at the wall and asked:

— Πώς ανέβηκαν εκεί πάνω; how|they climbed|there|up — How did they get up there?

Ο Αντώνης και τα δυο κορίτσια αγανάκτησαν. the|Antonis|and|the|two|girls|they got angry Antonis and the two girls were exasperated. Πώς μπορούσε να σκεφθεί και να μιλήσει ο Αλέξανδρος για άλλο παρά για το θάνατο της μις Ράις; Σήκωσε όμως και ο Αντώνης το κεφάλι κατά τον τοίχο. how|he could|to|think|and|to|speak|the|Alexandros|about|other|than|about|the|death|of the|miss|Rice|he raised|however|and|the|Antonis|the|head|towards|the|wall How could Alexandros think and talk about anything other than Miss Rice's death? But Antonis also raised his head towards the wall. Αλήθεια, πώς ανέβηκαν εκεί πάνω; Δεν ήξερε. really|how|they climbed|there|up|not|he knew Really, how did they get up there? He didn't know. Ευτυχώς όμως ο Αλέξανδρος δεν είχε ρωτήσει κανένα τους ιδιαιτέρως, κι έτσι μπήκαν όλοι στο σπίτι χωρίς να του απαντήσουν. fortunately|however|the|Alexander|not|he had|asked|any|them|particularly|and|so|they entered|all|into the|house|without|to|him|they answered Fortunately, Alexander had not asked any of them in particular, and so they all entered the house without answering him.

PAR_TRANS:gpt-4o-mini=3.84 PAR_CWT:AvJ9dfk5=26.76 en:AvJ9dfk5 openai.2025-02-07 ai_request(all=88 err=0.00%) translation(all=173 err=0.00%) cwt(all=1845 err=0.38%)