Γιατί έχουμε δίσεκτα έτη;
Ένα έτος αποτελείται από 365 μέρες, χωρισμένες σε 12 μήνες.
Καμιά φορά όμως αποτελείται από 366, ενώ στο παρελθόν υπήρξαν έτη με 304, 355, 377 ή 445 μέρες.
Τι συμβαίνει; Οι πρόγονοί μας ήταν απλά κακοί στο μέτρημα ή το σύμπαν μας τρολάρει;
Έτος είναι ο χρόνος που χρειάζεται ένα ουράνιο σώμα για να κάνει μια πλήρη περιφορά γύρω από ένα άλλο.
Ανάλογα πώς θα μετρήσεις αυτόν τον χρόνο, παίρνεις ένα διαφορετικό αποτέλεσμα.
Αν μετρήσεις τον χρόνο που χρειάζεται ο Ήλιος για να επιστρέψει στην ίδια θέση στον ουρανό,
σε σχέση με τους μακρινούς αστέρες, θα πάρεις το «αστρικό» έτος.
Αν μετρήσεις τον χρόνο μεταξύ δύο εαρινών ισημεριών, των ανοιξιάτικων ημερών, δηλαδή,
που μέρα και νύχτα έχουν την ίδια διάρκεια, θα πάρεις το «τροπικό» έτος.
Και τέλος, αν μετρήσεις τον χρόνο που χρειάζεται η Γη για να περάσει δύο φορές
από το κοντινότερο στον Ήλιο σημείο της τροχιάς της, θα πάρεις το «ανωμαλιακό» έτος.
Φυσικά, τα τρία αυτά έτη έχουν λίγο διαφορετική διάρκεια.
Το ημερολόγιό μας θέλουμε να συμβαδίζει συγκεκριμένα με το τροπικό έτος γιατί αυτό εκφράζει τον κύκλο των εποχών.
Για τον απλούστατο λόγο πως δεν είναι πρακτικό να έχουμε μισές ή π μέρες,
έχουμε συμφωνήσει ένα ημερολογιακό έτος να αποτελείται πάντα από ακέραιο αριθμό ημερών.
Κι εδώ συναντάμε το θεμελιώδες πρόβλημα όλων των "πολιτικών" ημερολογίων που έχουμε φτιάξει:
Ο κύκλος των εποχών δεν έχει καμία σχέση με τον κύκλο της μέρας και νύχτας.
Οφείλονται σε διαφορετικές κινήσεις.
Το τροπικό έτος είναι μια περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο ενώ η μέρα μια περιστροφή γύρω απ' τον εαυτό της.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος μία περιφορά να ισούται με ακέραιο αριθμό περιστροφών.
Αν και θα ήταν βολικό, το σύμπαν δε θα μπορούσε να ενδιαφέρεται λιγότερο για τη δική μας ευκολία.
["σκέφτεται" το σύμπαν ειρωνικά] «Χμμμμ, τι ωραίο και τακτοποιημένο ημερολόγιο έχετε φτιάξει εδώ πέρα;!
Πόσο κρίμα θα ήταν αν το τροπικό έτος διαρκούσε 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα;!»
Η διαφορά αυτή, των περίπου 6 ωρών, είναι ο λόγος που ένα ημερολόγιο με σταθερό, ακέραιο αριθμό ημερών δεν μπορεί να ακολουθήσει τις εποχές.
Κάθε 4 χρόνια οι 6 ώρες γίνονται μία μέρα.
Μία μέρα μπορεί να μη σου ακούγεται τραγικό, αλλά με αυτόν τον ρυθμό σε 850 χρόνια θα κάναμε Χριστούγεννα στη Μύκονο.
Από τους πρώτους που επινόησαν ένα ημερολόγιο 12 μήνων, από 30 μέρες ο καθένας, ήταν οι Αιγύπτιοι.
Παρ' όλο που γνώριζαν πως το τροπικό έτος δεν είναι ακριβώς 365 μέρες... δεν τους ένοιαζε.
Ο βασιλιάς της Αιγύπτου, Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης, έκανε μια τίμια προσπάθεια,
να εναρμονίσει το ημερολόγιο με τις εποχές εισάγοντας μία πρόσθετη μέρα κάθε 4 χρόνια.
Για λόγους που έχουν χαθεί στα βάθη της ιστορίας, η προσπάθεια του αποδείχθηκε άκαρπη.
Έτσι, το ημερολόγιο των Αιγύπτιων έχανε μία μέρα κάθε 4 χρόνια,
κι έμεινε στην ιστορία ως το «περιπλανώμενο ημερολόγιο», ταλαιπωρώντας τους σύγχρονους ιστορικούς.
Στην όχι και τόσο μακρινή Ρώμη, οι κάτοικοι εκεί είχαν ένα διαφορετικό, κάπως… εεε… «ιδιαίτερο» ημερολογιακό σύστημα.
Το έτος τους αρχικά αποτελούταν από 304 μέρες χωρισμένες σε 10 μήνες και περίπου 50 μέρες χειμώνα, οι οποίες δεν ανήκαν πουθενά.
Αυτό μπορεί να ακούγεται τρομακτικά αναξιόπιστο, αλλά οι πρώιμοι Ρωμαίοι ήντουσαν άνθρωποι απλοί που ασχολούνταν με τα χωράφια τους.
Ο χειμώνας ήταν νεκρή περίοδος για τις αγροτικές εργασίες οπότε γιατί να του αναθέσουν συγκεκριμένους μήνες;
Λέγεται πως ο θρυλικός βασιλιάς της Ρώμης, ΝουμάςΠομπίλιος, αναδιαμόρφωσε το ημερολόγιο σε 12 μήνες και 355 μέρες.
Κάθε δεύτερη χρονιά ένας εμβόλιμος μήνας των 22 ή 23 ημερών
παρεμβαλλόταν μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου, επεκτείνονταςτο έτος σε 377 ή 378 ημέρες.
Θεωρητικά, η εισαγωγή του εμβόλιμου μήνα έπρεπε να γίνεται, όποτε ήταν απαραίτητο, ώστε το ημερολόγιο να συμφωνεί με τις εποχές.
Πρακτικά όμως, η διαχείριση του ημερολογίου ήταν αρμοδιότητα του Ύπατου Ποντίφικα της Ρώμης.
Οι ποντίφικες ήταν ένα θρησκευτικοπολιτκό αξίωμα και, ας πούμε πως,
είχαν ορισμένα ισχυρά κίνητρα για να μαγειρέψουν τη διάρκεια ενός έτους, ανάλογα με το ποιος βρισκόταν στην εξουσία.
Η χρονολόγηση έγινε τόσο μπερδεμένη μ' αυτό το σύστημα που μέχρι τον 1ο αιώνα οι Ρωμαίοι πολίτες είχαν κυριολεκτικά χάσει τις μέρες.
Την κατάσταση έσωσε ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος με τη βοήθεια μιας ομάδας αστρονόμων, εισήγαγε το λεγόμενο Ιουλιανό Ημερολόγιο.
Πριν, όμως, ισχύσει το νέο ημερολόγιο έπρεπε με δραστικά μέτρα να μπει τάξη στο χάος που είχαν δημιουργήσει οι προηγούμενοι.
Το 46 π.Χ. έγινε ένα έτος με 15 μήνες και 445 μέρες και δικαίως ονομάστηκε «Το τελευταίο έτος της σύγχυσης».
Το έτος στο Ιουλιανό ημερολόγιο διαρκεί 365 μέρες και κάθε 4 χρόνια διαρκεί 366.
Οι Ρωμαίοι μετρούσαν τις τελευταίες μέρες ενός μήνα ως «τάδε» μέρες πριν την πρώτη του επόμενου.
Η πρόσθετη μέρα ορίστηκε ως η 6η μέρα πριν την 1η του Μαρτίου να μετριέται δύο φορές.
Ο Φεβρουάριος, δηλαδή, είχε δύο φορές την 6η μέρα πριν τον Μάρτιο και γι' αυτό, μέχρι και σήμερα,
ονομάζουμε αυτά τα έτη δίσεκτα, παρ' όλο που εμείς τοποθετούμε την πρόσθετη μέρα στο τέλος του Φεβρουαρίου.
Το Ιουλιανό ημερολόγιο ήταν σαφής βελτίωση σε σχέση με το αίσχος των προηγούμενων αλλά και πάλι δεν ήταν τέλειο.
Το τροπικό έτος είναι περίπου 11 λεπτά και 15 δευτερόλεπτα μικρότερο από το Ιουλιανό.
Αρχικά, κανείς δεν πρόσεξε τη διαφορά, αλλά μέχρι τον 16ο αιώνα,
το ημερολόγιο είχε αποσυγχρονιστεί σε σχέση με τις εποχές κατά περίπου 2 εβδομάδες.
Ήταν καιρός για μία ακόμα αναδιαμόρφωση και αυτός που την έφερε ήταν ο Πάπας Γρηγόριος ο 13ος.
Το κίνητρο του Πάπα μάλλον ήταν περισσότερο θρησκευτικό παρά κοινωνικό.
Σύμφωνα με την εκκλησία, το Πάσχα γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή
που ακολουθεί την πανσέληνο, μετά την εαρινή ισημερία.
Λόγω αυτής της σύνδεσης ο Πάπας ήθελε η ισημερία να πέφτει τη «σωστή», για την εκκλησία, ημερομηνία στις 21 Μαρτίου.
Εισήγαγε λοιπόν τους εξής κανόνες:
Κάθε 4 χρόνια το έτος είναι δίσεκτο με μία πρόσθετη μέρα.
Επειδή, όμως, αυτό υπεραντισταθμίζει το ημερολόγιο προς την άλλη πλευρά,
και καταλήγουμε με μία παραπάνω μέρα, κάθε 100 χρόνια, παραλείπουμε τα δίσεκτα έτη στο κλείσιμο των αιώνων.
Για παράδειγμα,το 1896 και το 1904 ήταν δίσεκτα αλλά το 1900 όχι, όπως επίσης δε θα είναι το 2100 και το 2200.
Κάποιοι όμως μπορεί να θυμάστε πως το 2000 ήταν δίσεκτο.
Η προηγούμενη διόρθωση, που γίνεται μία φορά τον αιώνα, αφήνει πάλι πίσω το ημερολόγιοκατά μία μέρα κάθε 400 χρόνια.
Έτσι, αν το έτος διαιρείται με το 400 ακριβώς, τότε παραλείπουμε την προηγούμενη διόρθωση.
Το 2300 και το 2500 δε θα είναι δίσεκτα αλλά το 2400 θα είναι.
Οι διορθώσεις αυτές –και οι διορθώσεις στις διορθώσεις– δίνουν ένα έτος με διάρκεια κατά μέσο όρο 365,2425 μέρες,
που είναι πολύ κοντά στη μέση διάρκεια του τροπικού έτους.
Η μικρή διαφορά που απομένει οδηγεί σε σφάλμα μίας ημέρας κάθε περίπου 3 χιλιάδες χρόνια.
Ως σωστοί αναβλητικοί, αφήνουμε τους πολύ, πολύ μακρινούς απογόνους μας να ασχοληθούνμ' αυτό το πρόβλημα.
Μακροχρόνια, βέβαια, όλες αυτές οι προσπάθειες είναι μάταιες, γιατί ούτε το ίδιο το τροπικό έτος δεν παραμένει σταθερό.
Η ταχύτητα περιστροφής της Γης μειώνεται, ο άξονάς της διαγράφει κυκλική κίνηση και η τροχιά της περιστρέφεται.
Για να μην αναφέρω την πιθανότητα ένας τεράστιος μετεωρίτης να συγκρουστεί με τη Γη και η διάρκεια μέρας και νύχτας να γίνει άνω κάτω.
Αν και το ημερολόγιο ίσως να είναι το μικρότερο των προβλημάτων μας σε μια τέτοια περίπτωση.
Ο λόγος, λοιπόν, που έχουμε δίσεκτα έτη είναι, για να συγχρονίσουμε τα ημερολόγιά μας,
με την αέναη αλλαγή των εποχών στο πέρασμα του χρόνου.
Ο χρόνος, που κυλά αμείλικτος, πάντοτε μπροστά και ποτέ προς τα πίσω.
[στίχος από τραγούδι της Άλκηστις Πρωτοψάλτη] Α ρε χρόνε αλήτη, που ανθρώπους κι αγάπες σκορπάς.
Μη με φέρνετε σπίτι, τ' ακούς; Κάπου αλλού να με πας...
Τι έλεγα; Ναι!
Ένα ημερολογιακό έτος αποτελείται από 365 μέρες,
εκτός αν είναι δίσεκτο οπότε αποτελείται από 366.
Δίσεκτα είναι τα έτη που διαιρούνται ακριβώς με το 4 αλλά όχι με το 100, εκτός αν διαιρούνται με το 400.
[μουσική]
Είμαι ο Στέφανος και παρακολουθήσατε την «Καθημερινή Φυσική».
Το επεισόδιο αυτό, είναι μία ευγενική προσφορά όλων των φανταστικών ανθρώπων
που με υποστηρίζουν μέσω Patreon και PayPal.
Σας ευχαριστώ από καρδιάς. Η βοήθειά σας είναι ανεκτίμητη.
Να έχουμε όλοι μια καλή χρονιά!
[μουσική]