×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Μαθαίνουμε ασφαλείς, Γλώσσα | Αιολική Γη | ΣΤ' Δημοτικού Επ. 114

Γλώσσα | Αιολική Γη | ΣΤ' Δημοτικού Επ. 114

Γεια σας, παιδιά!

Είμαι η Μαριάνα Μυρσιάδη και, μαζί σήμερα,

θα κάνουμε Γλώσσα ΣΤ' τάξης.

Θέλω να πάρετε τα σχολικά σας εγχειρίδια...

και να τα ανοίξουμε στη σελίδα 86.

Είμαστε στην Ενότητα 6 "Η ζωή σε άλλους τόπους".

Για να δούμε πώς λέγεται το σημερινό μας μάθημα.

Ο τίτλος του είναι "Αιολική Γη".

Αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο έργο "Αιολική Γη",

του σπουδαίου λογοτέχνη Ηλία Βενέζη.

Θέλω να δούμε μαζί κάποια βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα,

μιας κι αποτελεί, παιδιά, έναν από τους σημαντικότερους πεζογράφους...

της γενιάς του '30.

Όπως βλέπετε, οι πληροφορίες που κοιτάζουμε μαζί είναι από το Ανθολόγιό μας.

Ο Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904.

Έζησε το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής...

και το 1922 δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο...

για να σωθεί και δυστυχώς αιχμαλωτίστηκε μαζί με 3.000 συντοπίτες του...

και στάλθηκε σε τάγμα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας,

σε ηλικία 18 ετών τότε ο συγγραφέας.

Τον σημάδεψε πάρα πολύ αυτή του η εμπειρία, όπως καταλαβαίνετε,

κατάφερε όμως - ήταν τυχερός - να απελευθερωθεί μετά από 14 μήνες,

και το λέω αυτό γιατί ήταν ένας από τους 23 μόνο,

που επιβίωσαν αυτής της εμπειρίας, και να επιστρέψει πίσω.

Πίσω φυσικά όχι στη πατρίδα του,

γιατί πια στη Μικρά Ασία δεν επιτρεπόταν να ζουν οι Έλληνες.

Έτσι πέρασε απέναντι, στη Λέσβο, όπου κατοικούσε η οικογένειά του,

και ξεκίνησε να γράφει ένα από τα πιο σπουδαία έργα του,

το "Νούμερο 31328", που αποτύπωσε ακριβώς αυτή την εμπειρία...

που έζησε στα τάγματα εργασίας.

Αργότερα ο Ηλίας Βενέζης μετακόμισε στην Αθήνα.

Και στην πορεία της ζωής του τιμήθηκε με το Α' κρατικό βραβείο...

λογοτεχνίας για το βιβλίο του "Γαλήνη".

Εκλέχθηκε ακαδημαϊκός το 1957.

Και γενικά η εργογραφία του είναι τόσο μεγάλη...

και γι' αυτό, όπως είπαμε, είναι ένας από τους πιο σπουδαίους μας λογοτέχνες.

Σήμερα το κομμάτι που θα διαβάσουμε είναι, είπαμε,

μέρος από το βιβλίο του "Αιολική Γη".

Η "Αιολική Γη" εκδόθηκε, παιδιά, πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1943,

από τις εκδόσεις "Άλφα" και από τότε έχει μεταφραστεί...

σε πολλές γλώσσες και φυσικά έχει επανεκδοθεί για να το διαβάζουμε.

Είναι ένα σπουδαίο έργο.

Ποια είναι όμως η "Αιολική Γη", παιδιά;

Σας θυμίζει κάτι αυτή η λέξη;

Για να δούμε λίγο... Σας έχω εδώ πέρα,

τον χάρτη από το σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας της Δ' Δημοτικού.

Στο μάθημα για τον πρώτο αποικισμό των Ελλήνων,

βλέπαμε ότι τα αιολικά φύλα, οι Αιολείς δηλαδή,

από τη Θεσσαλία ξεκίνησαν, έπλευσαν στο Αιγαίο...

και έφτασαν στη Λέσβο, την Τένεδο και απέναντι, στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Εκείνα λοιπόν τα μέρη από εκείνα τα πρώτα χρόνια,

τα Γεωμετρικά, ονομάζονται περιοχή της Αιολίας,

και οι άποικοι που εγκαταστάθηκαν εκεί, Αιολείς.

Πράγματι, παιδιά, το μέρος αυτό είναι άρτια συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορία.

Όπως θα δείτε στις εικόνες αυτές,

οι οποίες είναι από το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ' τάξης,

η περιοχή αυτή συνέχισε να έχει ιστορικό ενδιαφέρον...

και τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Μία από τις σημαντικότερες πόλεις στην περιοχή της Αιολίας...

είναι το Αϊβαλί ή αλλιώς οι Κυδωνίες.

Η λέξη "Αϊβαλί" σημαίνει κυδώνι στα τούρκικα -

από εκεί προέρχεται, από την τουρκική λέξη που σημαίνει κυδώνι,

γιατί, όντως, όλη εκείνη η περιοχή έβγαζε πολλά κυδώνια.

Το Αϊβαλί, όπως ξεκίνησα να σας λέω, ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις...

του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.

Ίσως και η σημαντικότερη μετά την Σμύρνη.

Από εκείνο το μέρος λοιπόν κατάγεται ο συγγραφέας μας...

και σε εκείνα τα σημεία είναι που διαδραματίζεται...

η ιστορία που θα διαβάσουμε:

εκεί και στα Κιμιντένια βουνά της Μικράς Ασίας.

Πάμε λοιπόν όλοι τώρα στο βιβλίο μας στη σελίδα 86, υπενθυμίζω,

να κοιτάξουμε μέσα και να διαβάσουμε μαζί.

Η «Αιολική γη» μάς μεταφέρει στα Κιμιντένια, βουνά της Μικράς Ασίας,

όπου ζει η οικογένεια του μικρού Πέτρου με αρχηγό τον παππού.

"Ο Πέτρος με την Άρτεμη, την πιο αγαπημένη από τις τέσσερις αδερφές του,

ζουν τα παιδικά τους χρόνια και τα όνειρα στον τόπο όπου γεννήθηκαν.

Σιγά-σιγά ο μαγικός τους κόσμος γκρεμίζεται,

όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον πόλεμο,

και αναγκάζονται να ζήσουν τον ξεριζωμό απ' τον τόπο και τη γη τους".

Αυτή ήταν μια εισαγωγή, τώρα μπαίνουμε στο κείμενο.

"Τα άστρα όλα έχουν βγει.

Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά μας όνειρα.

Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.

Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε,

πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν' ανατείλουν;

Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.

Η γιαγιά μας κουράστηκε.

Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού,

που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα από τη στεριά,

τίποτα απ' τα Κιμιντένια.

Μα πια δε φαίνεται τίποτα.

Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.

Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια...

που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της.

Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία.

Σαν ένας βόλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.

– Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.

Ο παππούς φέρνει το χέρι του.

Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του...

και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.

– Τι είναι;

– Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε.

Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.

– Χώμα!

Ναι, λίγο χώμα απ' τη γη τους.

Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε.

Για να θυμούνται.

Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα.

Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σαν να το χαϊδεύουν.

Tα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.

– Δεν είναι τίποτα λέω.

Λίγο χώμα. Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου".

Είναι ένα υπέροχο κείμενο, δεν ξέρω...

Εγώ συγκινούμαι κάθε φορά που το διαβάζω.

Δεν ξέρω αν το νιώσατε κι εσείς. Σίγουρα θα μας βοηθήσει...

να νιώσουμε την αξία του, αν μπορέσουμε να σκεφτούμε...

κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκε.

Παιδιά, όπως σας είπα πριν για τη ιστορία της Αιολίας και το Αϊβαλί,

ο συγγραφέας μας γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί.

Όμως όταν έφτασε η εποχή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου,

στο Αϊβαλί τους αναγκάσανε να φύγουν,

να φύγουν έτσι ξαφνικά, να ξεριζωθούν απ' την πατρίδα τους...

και να περάσουν απέναντι.

Αυτά είναι έτσι κάποια πολιτικά παιχνίδια που συμβαίνουν...

αρκετές φορές στην ιστορία μας,

και φέρνουν τους πολίτες των χωρών προ τετελεσμένων γεγονότων.

Δεν μπορούν να αποφασίσουν εκείνοι για τη συνέχεια της ζωής τους,

αλλά αναγκάζονται να ακολουθήσουν το ρεύμα,

να ακολουθήσουν αυτό που τους επιτάσσει η πολιτική.

Εδώ λοιπόν όλη η οικογένεια έφυγε αναγκαστικά από το Αϊβαλί...

και έπρεπε να μετακομίσει απέναντι που ήταν η Λέσβος.

Το ταξίδι αυτό λοιπόν, αυτή την περιγραφή του ταξιδιού,

μας την περιγράφει έτσι πάρα πολύ όμορφα,

όπως την θυμάται, ο συγγραφέας.

Πράγματι το κείμενο αυτό είναι αυτοβιογραφικό,

δηλαδή ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.

Και το καταλαβαίνουμε, παιδιά,

από το α' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού που χρησιμοποιεί.

Λέει συνέχεια "τα παιδικά μας όνειρα",

"η γιαγιά μας",

στο τέλος λέει "δεν είναι τίποτα λέω".

Έχει συνεχώς λοιπόν α' πρόσωπο όταν μιλάει και όταν περιγράφει.

Τι βλέπουμε λοιπόν σ' αυτό το κείμενο;

Ποια είναι η ιστορία;

Είμαστε πάνω στο καράβι... Σκεφτείτε κι εσείς,

προσπαθήστε να φανταστείτε ότι βρίσκεστε σ' ένα τέτοιο καράβι.

Είπαμε, σας έχουν διώξει αναγκαστικά,

σας έχουν υποχρεώσει να φύγετε απ' τον τόπο σας.

Και μάλιστα έγινε τόσο βιαστικά,

που πήρες μαζί σου ό,τι μπορούσες, ό,τι προλάβαινες.

Κάποιος μπορεί να πήρε μια φωτογραφία,

άλλοι, οι ιστορίες λένε, ότι πήραν την εικόνα της Παναγίας,

κάποιος πήρε το αγαπημένο του κουκλάκι, αν ήταν παιδάκι,

κάποιοι άλλοι το μαξιλάρι τους.

Ο δικός μας παππούς, εδώ, της ιστορίας τι σκέφτηκε να πάρει μαζί του;

Πήρε λίγο χώμα, ε;

Φοβερό δεν είναι; Χώμα!

Γιατί το χώμα της πατρίδας σου είναι μοναδικό.

Είναι το χώμα του τόπου σου.

Και θα μου πείτε, "Αφού, κυρία, μας είπατε ότι είναι Έλληνες.

Ζούσαν στη Μικρά Ασία και τώρα πήγαιναν πάλι στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα, τόπος τους δεν είναι;".

Μπορείτε όμως να καταλάβετε κι εσείς,

από την κάθε περιοχή που μένετε,

πώς θα νιώθατε αν σας ανάγκαζαν να φύγετε απ' αυτή...

και να πάτε σε μία άλλη περιοχή της Ελλάδας.

Πάλι δεν θα ήταν ξεριζωμός;

Πάλι δεν θα νιώθατε αυτή την αποκοπή;

Αυτή την αλλαγή; Την ζωή δηλαδή που ξεκινάει σε έναν καινούργιο τόπο.

Τι πιο σημαντικό - πάρα πολύ ωραία η ιδέα του παππού του Ηλία Βενέζη -

να έχει μαζί του λίγο χώμα.

Και μάλιστα τι σκέφτηκε;

Με το χώμα αυτό να φυτέψει τον βασιλικό.

Τον βασιλικό στο σπίτι που θα πάρει.

Γιατί πράγματι, παιδιά, όταν θα φτάσει στον νέο τόπο,

θα ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.

Και ευτυχώς η καινούργια ζωή πάντα σε παρασύρει...

και θα ζήσεις όμορφα κι εκεί που θα πας.

Αλλά θες να 'χεις κάτι, κάτι να θυμάσαι αυτό που άφησες πίσω σου, την ιστορία σου.

Κι επειδή οι Έλληνες πάντα νομίζω βάζουμε έναν βασιλικό στον κήπο μας,

στη βεράντα μας, μιας κι είναι συνδεδεμένο με την παράδοσή μας και με τη θρησκεία μας,

ο παππούς είχε αυτή τη σκέψη, να πάρει μαζί του το χώμα του,

για να νιώθει ότι αυτό το φυτό τον συνδέει με όλα όσα έχασε.

Θέλω να κάνουμε μαζί την άσκηση 2, τώρα που συζητήσαμε και λίγο το κείμενο,

η οποία μας ζητάει να εντοπίσουμε κομμάτια,

χωρία, συναισθηματικά φορτισμένα.

Κομμάτια τα οποία μας δείχνουν πώς νιώθει ένας πρόσφυγας.

Γιατί πρόσφυγας είναι αυτός που φεύγει απ' τον τόπο του χωρίς να το θέλει.

Κοιτάμε λοιπόν το κείμενο μέσα.

Δεν θα δούμε την εισαγωγή γιατί εκεί μας εξηγεί απλά την ιστορία.

Και θέλω να πάμε στην πρώτη παράγραφο,

σ' αυτήν την υπέροχη πρόταση, "Κοιμηθείτε, όνειρά μου...".

Τι σας δημιουργεί, παιδιά, αυτή η πρόταση;

Τι συναισθήματα σας βγάζει;

Όλοι έχουμε όνειρα.

Και τα όνειρά μας είναι πάντα ζωντανά μες στο μυαλουδάκι μας και στην καρδιά μας.

Δεν τα βλέπουμε μόνο όταν κοιμόμαστε,

αλλά και την ώρα που ηρεμούμε, την ώρα που ρεμβάζουμε,

την ώρα που σκεφτόμαστε.

Τα όνειρά μας τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν μες στο μυαλό μας και πλέκουν ιστορίες.

Όταν όμως έχει ένα όνειρο το οποίο πρέπει να το ξεχάσεις,

γιατί δεν μπορείς να το πραγματοποιήσεις,

όπως το όνειρο να ξαναδείς τη γειτονιά σου,

να ξαναδείς τους φίλους σου, να παίξεις εκεί που έπαιζες,

να αγναντεύσεις το ίδιο τοπίο μ' αυτό που έβλεπες πριν.

Τότε το μόνο που μπορείς να πεις στα όνειρά σου είναι,

"Κοιμηθείτε, μην κάνετε τόσο θόρυβο στο μυαλουδάκι μου τώρα,

πρέπει να ξεκουραστώ, πρέπει να σας ξεχάσω για λίγο, οπότε ηρεμήστε".

Ποια συναισθήματα νιώθουμε λοιπόν;

Πόνο, θλίψη, γιατί αναγκαζόμαστε κάτι τόσο όμορφο να το διακόψουμε,

να το αφήσουμε για λίγο στην άκρη για να ηρεμήσουμε,

και, όπως εδώ συνέβη στην ιστορία μας, να μπορέσουμε να αποκοιμηθούμε.

"Στην ξένη χώρα που πάμε, πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει,

τι μέρες να είναι ν' ανατείλουν;".

Εδώ φυσικά το συναίσθημα που βγαίνει είναι η αγωνία.

Αγωνία νιώθει κάθε άνθρωπος που ξεκινάει κάτι καινούργιο.

Πάντα υπάρχει αυτή η αγωνία.

Αλλά όταν, είπαμε, έχει προκληθεί με έναν τόσο βίαιο τρόπο, είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Πράγματι, παιδιά, όπως ξέρουμε απ' την ιστορία,

όλοι αυτοί οι Έλληνες πρόσφυγες, που έφυγαν,

και μετά με την ανταλλαγή των πληθυσμών,

από τον Πόντο, απ' την Κωνσταντινούπολη,

και αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στην ελεύθερη ηπειρωτική Ελλάδα,

αλλά και στα νησιά μας, ένιωσαν αυτή την αγωνία,

που νιώθει κι ο συγγραφέας μας εδώ με την οικογένειά του.

Και πράγματι, παιδιά, παρότι όπως είπαμε πήγαιναν στην ίδια χώρα,

στη δική τους χώρα, στη δική τους πατρίδα, ένιωσαν αποκομμένοι.

Και οι άλλοι που τους υποδέχθηκαν τους είδαν με αυτόν τον περίεργο τρόπο,

το συναίσθημα, ότι κάποιος εισβάλλει στην καθημερινότητά σου ξαφνικά,

χωρίς να το θέλεις. Θέλανε να τους βοηθήσουν,

θέλανε να τους σώσουν από το κακό που τους βρήκε και τα δεινά.

Και μάλιστα η συμπεριφορά τους ήταν πάρα πολύ γλυκιά απέναντί τους,

ταυτόχρονα όμως ήταν και για εκείνους ξένοι.

Αυτό θέλω να τονίσω εδώ,

γιατί κάνει έτσι εντύπωση που λέει "η ξένη χώρα που θα πάω".

Γιατί λοιπόν ο συγγραφέας τη λέει ξένη τη χώρα;

Γιατί όντως αυτός που φεύγει και με τον τρόπο αυτό που είπαμε,

μην επαναλαμβάνομαι, νιώθει ξένος και σαν ξένο τον υποδέχονται κι άλλοι,

παρότι κι αυτοί είναι Έλληνες.

Να δούμε λίγο παρακάτω τώρα.

Μας λέει ότι του παππού τα μάτια ήταν καρφωμένα πίσω...

μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ' τη στεριά, τίποτα απ' τα Κιμιντένια.

Νομίζω ότι μπορείτε να αντιληφθείτε όλοι αυτή τη σκηνή.

Όλοι το κάνουμε όταν φεύγουμε από ένα μέρος που θα κάνουμε καιρό να το ξαναδούμε,

ακόμα, ας πούμε, κι από ένα καλοκαιρινό μέρος...

που είχαμε πάει διακοπές - το κοιτάμε έτσι,

να μας αποτυπωθεί στο μυαλό μας,

να έχουμε κάθε μικρή λεπτομέρεια της εικόνας του χαραγμένη στη μνήμη μας.

Τι συναίσθημα λοιπόν νιώθουμε εδώ; Νοσταλγία.

Νοσταλγία για όλα όσα θα μου λείψουν και θα κάνω καιρό να τα ξαναδώ.

Συνεχίζουμε στην από κάτω...

Εγώ σας έχω κατεβάσει κάτω - κάτω - κάτω τώρα στο κείμενο,

για να δούμε λίγο πιο κάτω την πρόταση αυτή που λέει για τον βασιλικό.

Την εξηγήσαμε και αρκετά καλά μαζί πριν.

"Ναι, λίγο χώμα απ' τη γη τους. Για να φυτέψουν έναν βασιλικό",

"Για να τον θυμούνται", για να θυμούνται τον τόπο τους.

Κι εδώ λοιπόν ο νόστος είναι εμφανής.

Θέλουμε να 'χουμε κάτι για να θυμόμαστε τον τόπο μας.

Τέλος, "ψάχνουν κει μέσα και τα δάχτυλα της γιαγιάς και χαϊδεύουν..."

Παιδιά, κι αυτή είναι φοβερή εικόνα, πολύ ζωντανή!

Χαϊδεύεις το χώμα!

Όλοι οι Έλληνες που ζουν μακριά απ' την Ελλάδα...

και όλοι οι άνθρωποι γενικά που ζουν μακριά απ' τον τόπο τους,

είπαμε ότι συνδέονται ακόμα και με τ' απλά πράγματα της φύσης,

όπως ο Ινδιάνος μας έλεγε στην επιστολή εκείνη που είχαμε διαβάσει την άλλη φορά.

Τελικά, τα απλά πράγματα του τόπου μας είναι δικά μας.

Αποτελούν κομμάτια της οικογένειάς μας ίσως, γιατί όχι.

Τι συναίσθημα λοιπόν νιώθουμε εδώ;

Θλίψη. Θλίψη γιατί χαϊδεύω κάτι που είναι...

ένα μέρος αυτού του τόπου που θα 'θελα να έχω να ακουμπάω,

να αναπνέω, να βρίσκομαι.

Και φυσικά η τελευταία πρόταση που επέλεξε εδώ το βιβλίο μας...

να τελειώσει το κείμενο,

με την πρόταση αυτή την πολύ δυνατή,

που γεμίζει τα μάτια μας και την καρδιά μας συγκίνηση.

Δεν είναι τίποτα, είναι λίγο χώμα απ' την αιολική γη, απ' την πατρίδα μου.

Πώς σας φάνηκε, παιδιά, το κείμενο;

Δεν είναι πολύ ωραίο;

Θέλω να κοιτάξουμε τώρα την άσκηση 6,

η οποία μας λέει ότι δυστυχώς η προσφυγιά...

είναι ένα θέμα που απασχολεί πάντα την ανθρωπότητα.

Απ' τα πολύ παλιά χρόνια συνέβαινε και συμβαίνει και σήμερα.

Και θα συμβαίνει, δυστυχώς, μάλλον για πάντα.

Είναι λοιπόν σημαντικό να νιώθουμε, να θυμόμαστε,

τι ζήσαμε κι εμείς οι ίδιοι στη χώρα μας,

για να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε όσο πιο αντικειμενικά μπορούμε αυτά τα θέματα.

Θυμάστε και πριν που σας είπα,

πάντα αυτός που δέχεται τον ξένο νιώθει λίγο περίεργα,

κι είναι φυσιολογικό, όπως πολύ περίεργα νιώθει κι αυτός που πάει στον ξένο τόπο.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν το επέλεξαν.

Έχουν αναγκαστεί ν' ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο.

Το βιβλίο μας λοιπόν έχει δύο εικόνες από την Αφρική,

από πρόσφυγες οι οποίοι προέρχονται από την Αφρική.

Θέλω να κοιτάξουμε τις εικόνες αυτές, να τις παρατηρήσουμε,

και να δούμε με ποιον τρόπο μετακινούνται,

να δούμε τι συναισθήματα μας βγάζουν.

Για να δούμε λίγο...

Στην πρώτη εικόνα βλέπουμε ότι είναι παιδάκια.

Παιδάκια που αντί να παίζουν ξέγνοιαστα ή να 'ναι στο ζεστό τους σπίτι,

όπως είμαστε εμείς τώρα, εκείνα έχουν βγει στον δρόμο,

με ό,τι ρούχα φορούσαν, και κρατάνε κάτι που πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους,

για την μετακίνησή τους αυτή στον νέο τόπο που θα πάνε.

Αυτό το κάτι που κρατάνε μάλιστα τα συγκεκριμένα παιδιά,

αρκετά το κρατάνε και στο κεφάλι τους.

Μην σας κάνει εντύπωση,

είναι ένας τρόπος που μεταφέρουν τα πράγματα οι κάτοικοι της Αφρικής.

Γιατί δεν είναι τόσο εξοικειωμένοι με τις σακούλες και τα μπαγκάζια,

τις βαλίτσες ίσως, που έχουμε εμείς οι Δυτικοί.

Εκείνοι λοιπόν χρησιμοποιούν πολύ το κεφάλι τους για τις μεταφορές πραγμάτων.

Άρα μη σας προκαλεί εντύπωση αυτό.

Πιο πολύ θέλω να μείνετε σε αυτό που σας είπα πριν,

ότι είναι απλά παιδιά που ζουν μια άλλη καθημερινότητα.

Ποιος ξέρει πόσο δρόμο θα κάνουν με τα πόδια...

για να φτάσουν σε μια άλλη πόλη,

που θα τους υποδεχτεί, ή σε ένα άλλο χωριό,

ίσως και αφιλόξενα, τουλάχιστον στην αρχή, μέχρι να τους μάθει!

Η δεύτερη εικόνα με συγκινεί ακόμα περισσότερο.

Γιατί θέλω να προσέξετε ότι η πρώτη κυρία είναι έγκυος.

Το βλέπετε;

Επίσης, για κοιτάξτε λίγο καθαρά,

θυμάμαι ότι αυτό πρώτη φορά το είχε προσέξει ένας μαθητής μου,

ίσως κι εσείς να το 'χετε ήδη δει,

εδώ στην άκρη ξεχωρίζει ένα πατουσάκι.

Η μαμά λοιπόν αυτή η εγκυμονούσα,

εδώ, σ' αυτό το μαντίλι που έχει κρεμασμένο γύρω από τη μέση της,

μάλλον κουβαλάει ένα μωράκι, ένα παιδί, ένα δεύτερο παιδί.

Είναι δηλαδή σαν μάρσιπος, χειροποίητα φτιαγμένος,

για να κουβαλήσει το παιδί.

Δεν είναι η μόνη, και οι Έλληνες όπως είπαμε πριν,

είχαν αναγκαστεί να μετακινηθούν μ' αυτόν τον τρόπο...

όταν ήταν πρόσφυγες, γιατί αν είσαι έγκυος τι θα κάνεις;

Θα φύγεις μ' αυτή τη συνθήκη. Και με ένα μικρό παιδί τι θα κάνεις;

Θα το κουβαλήσεις κι αυτό.

Αυτή λοιπόν η γυναίκα κουβαλούσε το βάρος της κοιλιάς της...

και την αγωνία που αυτό κρύβει,

το βάρος ενός μωρού, ενός βρέφους που δεν μπορεί να περπατήσει,

και γι' αυτό το έχει πάνω της, αλλά και το βάρος των πραγμάτων,

που πρόλαβε και μπόρεσε να πάρει.

Και είναι και τυχερή που πήρε τόσα.

Γιατί είπαμε ότι αρκετοί πρόσφυγες δεν προλαβαίνουν να πάρουν τόσα πολλά πράγματα,

όσα βλέπουμε να κουβαλάνε αυτοί εδώ στην Αφρική.

Αυτοί πρέπει να είχαν λίγο περισσότερο χρόνο...

να προετοιμαστούν γι' αυτή τη μετακίνησή τους.

Τι συναισθήματα λοιπόν νιώθουμε βλέποντας αυτές τις εικόνες;

Νιώθουμε λύπη, νιώθουμε συμπόνοια,

νιώθουμε θυμό, που δυστυχώς παρότι έχουμε φτάσει στον 21ο αιώνα,

ακόμα υπάρχουν πρόσφυγες, ακόμα υπάρχουν λόγοι...

οι άνθρωποι να φύγουν από τον τόπο τους έτσι,

μ' αυτόν τον άσχημο και βίαιο τρόπο.

Νιώθουμε την αδικία.

Δεν θέλω να σας ρίξω άλλο.

Θέλω να σας πάρω τώρα απ' αυτή την πραγματικότητα,

λίγο απότομα, έτσι επίτηδες,

και να σας φέρω στη σχολική μας πραγματικότητα.

Κλείνοντας την ενότητα να δούμε μία άσκηση,

την άσκηση 7 στη σελίδα 88.

Ξέρω είναι λίγο απότομη η εναλλαγή,

σας είχα φορτίσει συναισθηματικά,

αλλά το κάνω ακριβώς γι' αυτό τον λόγο,

για να τελειώσει το μάθημά μας λίγο πιο όμορφα και θετικά.

Τι μας ζητάει η άσκηση 7;

Μας ζητάει να συμπληρώσουμε το κείμενο με τοπικούς προσδιορισμούς.

Θυμόμαστε, παιδιά, ποιοι είναι οι τοπικοί προσδιορισμοί;

Οι τοπικοί προσδιορισμοί είναι οι λέξεις ή οι φράσεις...

που φανερώνουν τόπο.

Τους συναντούμε κυρίως ως τοπικά επιρρήματα ή φράσεις με προθέσεις.

Και τα κείμενα τα περιγραφικά, όπως ήταν τα κείμενα που είχε η ενότητα 6,

συνήθως έχουν πολλούς τοπικούς προσδιορισμούς.

Η άσκηση εδώ μας δίνει κάποιους συγκεκριμένους,

τους οποίους θέλει να βάλουμε εμείς από κάτω, να συμπληρώσουμε τα κενά.

Για να τις διαβάσουμε λοιπόν τις φράσεις!

(Η δασκάλα διαβάζει τους τοπικούς προσδιορισμούς της άσκησης)

Το κομματάκι αυτό της άσκησης που θα συμπληρώσουμε,

αν δείτε, συνεχίζει να είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο "Αιολική Γη" του Βενέζη.

Είναι από ένα άλλο σημείο πιο κάτω στο βιβλίο,

στο οποίο έχουν φτάσει πλέον στην Λέσβο...

και βρίσκονται σ' έναν καταυλισμό.

Για να δούμε λοιπόν τι λέει και να συμπληρώσουμε τις λεξούλες που ταιριάζουν.

Ο ήλιος χαμήλωνε.

Η μέρα μας _ πέρασε φοβερά ανήσυχη.

Πού η μέρα μας;

Η μέρα μας μες στην αυλή.

Στην αυλή που βρισκόντουσαν και μένανε.

Όπως θα δείτε παρακάτω,

δεν μένει μόνη της η μία οικογένεια αλλά πολλές οικογένειες μαζί μες στην αυλή.

Θέλω εδώ να προσέξουμε λίγο το μες, να το θυμηθούμε,

που βλέπετε ότι έχει το ς το τελικό.

Για ποιο λόγο έχουμε το ς το τελικό;

Γιατί η επόμενη λεξούλα ξεκινάει από σύμφωνο, απ' το σ.

Άρα δεν θα βάλουμε το μεσ', με σ και απόστροφο,

αλλά γίνεται μες με ς τελικό.

...μες στην αυλή πέρασε φοβερά ανήσυχη,

Δεν ξεμυτίσαμε _.

Από πού δεν ξεμυτίσαμε;

Απ' τη μεγάλη πόρτα.

Οι ζευγάδες τριγυρίζουν _,

κάνουν παρέες παρέες, κουβεντιάζουν σιγανά.

Οι ζευγάδες πού τριγυρίζουν;

Μέσα στο αγρόκτημα.

Πολύ ωραία!

Σκοτεινό σύννεφο πέφτει _ του παππού.

Πού πέφτει;

Στο πρόσωπο του παππού.

Του φέρνουν τα νέα πότε απ' τα καράβια,

πότε _. Από πού αλλού θα μπορούσαν να του φέρουν τα νέα;

Απ' τις περιπολίες που τους στέλνει να κάνουν.

Πού λέτε να τους στέλνει να κάνουν περιπολίες ο παππούς;

Τους στέλνει να κάνουν περιπολίες...

στα τριγύρω μέρη.

Στέκομαι από μακριά και τον κοιτάζω άφωνος,

προσπαθώντας να διαβάσω...

μες στο πρόσωπό του.

Πολύ ωραία. Βλέπω εδώ πάλι το μες,

που έχει το ς το τελικό.

Εντάξει;

Όλοι αυτοί οι προσδιορισμοί, παιδιά,

ήταν φράσεις με προθέσεις.

Δεν είχαμε κανένα τοπικό επίρρημα στη συγκεκριμένη άσκηση.

Οι φράσεις με προθέσεις, να σας υπενθυμίσω,

είναι φράσεις που ξεκινούν με μία πρόθεση.

Όπως εδώ είναι η πρόθεση από,

η πρόθεση μέσα,

η πρόθεση σε.

Βέβαια η πρόθεση σε μη σας μπερδεύει,

όταν συναντάει τα άρθρα έχουμε πει ότι ενώνονται,

και έτσι έχουμε τις λέξεις στο, στη, στους, στα,

η πρόθεση είναι από πίσω, δεν είναι άρθρο το στις ή το στους.

Είναι πρόθεση, προθετική φράση.

Γιατί είναι πρόθεση μαζί με το άρθρο που ενώνεται και ακολουθεί το ουσιαστικό.

Πολύ ωραία!

Βλέπετε ότι η ζωή στην αρχή στον καταυλισμό που ζούσαν,

στην "Αιολική Γη", ο παππούς και η οικογένειά του, δεν ήταν εύφορη.

Χρειαζόταν να προσέχουν, να 'χουν τον νου τους.

Όποιος θέλει να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες,

είναι μια καλή ευκαιρία να διαβάσει,

τώρα που είμαστε σπίτι. Να διαβάσει λογοτεχνία,

και να διαβάσει και ένα από τα λογοτεχνικά του Ηλία Βενέζη,

και γιατί όχι την "Αιολική Γη",

για να μάθει και τι έγινε στη συνέχεια της ιστορίας μας.

Χάρηκα πολύ που σας είδα! Θα τα ξαναπούμε σ' ένα επόμενο μάθημα.


Γλώσσα | Αιολική Γη | ΣΤ' Δημοτικού Επ. 114

Γεια σας, παιδιά!

Είμαι η Μαριάνα Μυρσιάδη και, μαζί σήμερα,

θα κάνουμε Γλώσσα ΣΤ' τάξης.

Θέλω να πάρετε τα σχολικά σας εγχειρίδια...

και να τα ανοίξουμε στη σελίδα 86.

Είμαστε στην Ενότητα 6 "Η ζωή σε άλλους τόπους".

Για να δούμε πώς λέγεται το σημερινό μας μάθημα.

Ο τίτλος του είναι "Αιολική Γη".

Αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο έργο "Αιολική Γη",

του σπουδαίου λογοτέχνη Ηλία Βενέζη.

Θέλω να δούμε μαζί κάποια βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα,

μιας κι αποτελεί, παιδιά, έναν από τους σημαντικότερους πεζογράφους...

της γενιάς του '30.

Όπως βλέπετε, οι πληροφορίες που κοιτάζουμε μαζί είναι από το Ανθολόγιό μας.

Ο Ηλίας Βενέζης γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904.

Έζησε το δράμα της Μικρασιατικής καταστροφής...

και το 1922 δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο...

για να σωθεί και δυστυχώς αιχμαλωτίστηκε μαζί με 3.000 συντοπίτες του...

και στάλθηκε σε τάγμα εργασίας στα βάθη της Τουρκίας,

σε ηλικία 18 ετών τότε ο συγγραφέας.

Τον σημάδεψε πάρα πολύ αυτή του η εμπειρία, όπως καταλαβαίνετε,

κατάφερε όμως - ήταν τυχερός - να απελευθερωθεί μετά από 14 μήνες,

και το λέω αυτό γιατί ήταν ένας από τους 23 μόνο,

που επιβίωσαν αυτής της εμπειρίας, και να επιστρέψει πίσω.

Πίσω φυσικά όχι στη πατρίδα του,

γιατί πια στη Μικρά Ασία δεν επιτρεπόταν να ζουν οι Έλληνες.

Έτσι πέρασε απέναντι, στη Λέσβο, όπου κατοικούσε η οικογένειά του,

και ξεκίνησε να γράφει ένα από τα πιο σπουδαία έργα του,

το "Νούμερο 31328", που αποτύπωσε ακριβώς αυτή την εμπειρία...

που έζησε στα τάγματα εργασίας.

Αργότερα ο Ηλίας Βενέζης μετακόμισε στην Αθήνα.

Και στην πορεία της ζωής του τιμήθηκε με το Α' κρατικό βραβείο...

λογοτεχνίας για το βιβλίο του "Γαλήνη".

Εκλέχθηκε ακαδημαϊκός το 1957.

Και γενικά η εργογραφία του είναι τόσο μεγάλη...

και γι' αυτό, όπως είπαμε, είναι ένας από τους πιο σπουδαίους μας λογοτέχνες.

Σήμερα το κομμάτι που θα διαβάσουμε είναι, είπαμε,

μέρος από το βιβλίο του "Αιολική Γη".

Η "Αιολική Γη" εκδόθηκε, παιδιά, πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1943,

από τις εκδόσεις "Άλφα" και από τότε έχει μεταφραστεί...

σε πολλές γλώσσες και φυσικά έχει επανεκδοθεί για να το διαβάζουμε.

Είναι ένα σπουδαίο έργο.

Ποια είναι όμως η "Αιολική Γη", παιδιά;

Σας θυμίζει κάτι αυτή η λέξη;

Για να δούμε λίγο... Σας έχω εδώ πέρα,

τον χάρτη από το σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας της Δ' Δημοτικού.

Στο μάθημα για τον πρώτο αποικισμό των Ελλήνων,

βλέπαμε ότι τα αιολικά φύλα, οι Αιολείς δηλαδή,

από τη Θεσσαλία ξεκίνησαν, έπλευσαν στο Αιγαίο...

και έφτασαν στη Λέσβο, την Τένεδο και απέναντι, στα παράλια της Μικράς Ασίας.

Εκείνα λοιπόν τα μέρη από εκείνα τα πρώτα χρόνια,

τα Γεωμετρικά, ονομάζονται περιοχή της Αιολίας,

και οι άποικοι που εγκαταστάθηκαν εκεί, Αιολείς.

Πράγματι, παιδιά, το μέρος αυτό είναι άρτια συνδεδεμένο με την ελληνική ιστορία.

Όπως θα δείτε στις εικόνες αυτές,

οι οποίες είναι από το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ' τάξης,

η περιοχή αυτή συνέχισε να έχει ιστορικό ενδιαφέρον...

και τα επόμενα χρόνια, μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Μία από τις σημαντικότερες πόλεις στην περιοχή της Αιολίας...

είναι το Αϊβαλί ή αλλιώς οι Κυδωνίες.

Η λέξη "Αϊβαλί" σημαίνει κυδώνι στα τούρκικα -

από εκεί προέρχεται, από την τουρκική λέξη που σημαίνει κυδώνι,

γιατί, όντως, όλη εκείνη η περιοχή έβγαζε πολλά κυδώνια.

Το Αϊβαλί, όπως ξεκίνησα να σας λέω, ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις...

του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.

Ίσως και η σημαντικότερη μετά την Σμύρνη.

Από εκείνο το μέρος λοιπόν κατάγεται ο συγγραφέας μας...

και σε εκείνα τα σημεία είναι που διαδραματίζεται...

η ιστορία που θα διαβάσουμε:

εκεί και στα Κιμιντένια βουνά της Μικράς Ασίας.

Πάμε λοιπόν όλοι τώρα στο βιβλίο μας στη σελίδα 86, υπενθυμίζω,

να κοιτάξουμε μέσα και να διαβάσουμε μαζί.

Η «Αιολική γη» μάς μεταφέρει στα Κιμιντένια, βουνά της Μικράς Ασίας,

όπου ζει η οικογένεια του μικρού Πέτρου με αρχηγό τον παππού.

"Ο Πέτρος με την Άρτεμη, την πιο αγαπημένη από τις τέσσερις αδερφές του,

ζουν τα παιδικά τους χρόνια και τα όνειρα στον τόπο όπου γεννήθηκαν.

Σιγά-σιγά ο μαγικός τους κόσμος γκρεμίζεται,

όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον πόλεμο,

και αναγκάζονται να ζήσουν τον ξεριζωμό απ' τον τόπο και τη γη τους".

Αυτή ήταν μια εισαγωγή, τώρα μπαίνουμε στο κείμενο.

"Τα άστρα όλα έχουν βγει.

Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά μας όνειρα.

Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει.

Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε,

πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν' ανατείλουν;

Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρά μας.

Η γιαγιά μας κουράστηκε.

Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού,

που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα από τη στεριά,

τίποτα απ' τα Κιμιντένια.

Μα πια δε φαίνεται τίποτα.

Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.

Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια...

που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της.

Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία.

Σαν ένας βόλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.

– Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.

Ο παππούς φέρνει το χέρι του.

Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του...

και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.

– Τι είναι;

– Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε.

Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.

– Χώμα!

Ναι, λίγο χώμα απ' τη γη τους.

Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε.

Για να θυμούνται.

Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα.

Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σαν να το χαϊδεύουν.

Tα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.

– Δεν είναι τίποτα λέω.

Λίγο χώμα. Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου".

Είναι ένα υπέροχο κείμενο, δεν ξέρω...

Εγώ συγκινούμαι κάθε φορά που το διαβάζω.

Δεν ξέρω αν το νιώσατε κι εσείς. Σίγουρα θα μας βοηθήσει...

να νιώσουμε την αξία του, αν μπορέσουμε να σκεφτούμε...

κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκε.

Παιδιά, όπως σας είπα πριν για τη ιστορία της Αιολίας και το Αϊβαλί,

ο συγγραφέας μας γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί.

Όμως όταν έφτασε η εποχή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου,

στο Αϊβαλί τους αναγκάσανε να φύγουν,

να φύγουν έτσι ξαφνικά, να ξεριζωθούν απ' την πατρίδα τους...

και να περάσουν απέναντι.

Αυτά είναι έτσι κάποια πολιτικά παιχνίδια που συμβαίνουν...

αρκετές φορές στην ιστορία μας,

και φέρνουν τους πολίτες των χωρών προ τετελεσμένων γεγονότων.

Δεν μπορούν να αποφασίσουν εκείνοι για τη συνέχεια της ζωής τους,

αλλά αναγκάζονται να ακολουθήσουν το ρεύμα,

να ακολουθήσουν αυτό που τους επιτάσσει η πολιτική.

Εδώ λοιπόν όλη η οικογένεια έφυγε αναγκαστικά από το Αϊβαλί...

και έπρεπε να μετακομίσει απέναντι που ήταν η Λέσβος.

Το ταξίδι αυτό λοιπόν, αυτή την περιγραφή του ταξιδιού,

μας την περιγράφει έτσι πάρα πολύ όμορφα,

όπως την θυμάται, ο συγγραφέας.

Πράγματι το κείμενο αυτό είναι αυτοβιογραφικό,

δηλαδή ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.

Και το καταλαβαίνουμε, παιδιά,

από το α' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού που χρησιμοποιεί.

Λέει συνέχεια "τα παιδικά μας όνειρα",

"η γιαγιά μας",

στο τέλος λέει "δεν είναι τίποτα λέω".

Έχει συνεχώς λοιπόν α' πρόσωπο όταν μιλάει και όταν περιγράφει.

Τι βλέπουμε λοιπόν σ' αυτό το κείμενο;

Ποια είναι η ιστορία;

Είμαστε πάνω στο καράβι... Σκεφτείτε κι εσείς,

προσπαθήστε να φανταστείτε ότι βρίσκεστε σ' ένα τέτοιο καράβι.

Είπαμε, σας έχουν διώξει αναγκαστικά,

σας έχουν υποχρεώσει να φύγετε απ' τον τόπο σας.

Και μάλιστα έγινε τόσο βιαστικά,

που πήρες μαζί σου ό,τι μπορούσες, ό,τι προλάβαινες.

Κάποιος μπορεί να πήρε μια φωτογραφία,

άλλοι, οι ιστορίες λένε, ότι πήραν την εικόνα της Παναγίας,

κάποιος πήρε το αγαπημένο του κουκλάκι, αν ήταν παιδάκι,

κάποιοι άλλοι το μαξιλάρι τους.

Ο δικός μας παππούς, εδώ, της ιστορίας τι σκέφτηκε να πάρει μαζί του;

Πήρε λίγο χώμα, ε;

Φοβερό δεν είναι; Χώμα!

Γιατί το χώμα της πατρίδας σου είναι μοναδικό.

Είναι το χώμα του τόπου σου.

Και θα μου πείτε, "Αφού, κυρία, μας είπατε ότι είναι Έλληνες.

Ζούσαν στη Μικρά Ασία και τώρα πήγαιναν πάλι στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα, τόπος τους δεν είναι;".

Μπορείτε όμως να καταλάβετε κι εσείς,

από την κάθε περιοχή που μένετε,

πώς θα νιώθατε αν σας ανάγκαζαν να φύγετε απ' αυτή...

και να πάτε σε μία άλλη περιοχή της Ελλάδας.

Πάλι δεν θα ήταν ξεριζωμός;

Πάλι δεν θα νιώθατε αυτή την αποκοπή;

Αυτή την αλλαγή; Την ζωή δηλαδή που ξεκινάει σε έναν καινούργιο τόπο.

Τι πιο σημαντικό - πάρα πολύ ωραία η ιδέα του παππού του Ηλία Βενέζη -

να έχει μαζί του λίγο χώμα.

Και μάλιστα τι σκέφτηκε;

Με το χώμα αυτό να φυτέψει τον βασιλικό.

Τον βασιλικό στο σπίτι που θα πάρει.

Γιατί πράγματι, παιδιά, όταν θα φτάσει στον νέο τόπο,

θα ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.

Και ευτυχώς η καινούργια ζωή πάντα σε παρασύρει...

και θα ζήσεις όμορφα κι εκεί που θα πας.

Αλλά θες να 'χεις κάτι, κάτι να θυμάσαι αυτό που άφησες πίσω σου, την ιστορία σου.

Κι επειδή οι Έλληνες πάντα νομίζω βάζουμε έναν βασιλικό στον κήπο μας,

στη βεράντα μας, μιας κι είναι συνδεδεμένο με την παράδοσή μας και με τη θρησκεία μας,

ο παππούς είχε αυτή τη σκέψη, να πάρει μαζί του το χώμα του,

για να νιώθει ότι αυτό το φυτό τον συνδέει με όλα όσα έχασε.

Θέλω να κάνουμε μαζί την άσκηση 2, τώρα που συζητήσαμε και λίγο το κείμενο,

η οποία μας ζητάει να εντοπίσουμε κομμάτια,

χωρία, συναισθηματικά φορτισμένα.

Κομμάτια τα οποία μας δείχνουν πώς νιώθει ένας πρόσφυγας.

Γιατί πρόσφυγας είναι αυτός που φεύγει απ' τον τόπο του χωρίς να το θέλει.

Κοιτάμε λοιπόν το κείμενο μέσα.

Δεν θα δούμε την εισαγωγή γιατί εκεί μας εξηγεί απλά την ιστορία.

Και θέλω να πάμε στην πρώτη παράγραφο,

σ' αυτήν την υπέροχη πρόταση, "Κοιμηθείτε, όνειρά μου...".

Τι σας δημιουργεί, παιδιά, αυτή η πρόταση;

Τι συναισθήματα σας βγάζει;

Όλοι έχουμε όνειρα.

Και τα όνειρά μας είναι πάντα ζωντανά μες στο μυαλουδάκι μας και στην καρδιά μας.

Δεν τα βλέπουμε μόνο όταν κοιμόμαστε,

αλλά και την ώρα που ηρεμούμε, την ώρα που ρεμβάζουμε,

την ώρα που σκεφτόμαστε.

Τα όνειρά μας τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν μες στο μυαλό μας και πλέκουν ιστορίες.

Όταν όμως έχει ένα όνειρο το οποίο πρέπει να το ξεχάσεις,

γιατί δεν μπορείς να το πραγματοποιήσεις,

όπως το όνειρο να ξαναδείς τη γειτονιά σου,

να ξαναδείς τους φίλους σου, να παίξεις εκεί που έπαιζες,

να αγναντεύσεις το ίδιο τοπίο μ' αυτό που έβλεπες πριν.

Τότε το μόνο που μπορείς να πεις στα όνειρά σου είναι,

"Κοιμηθείτε, μην κάνετε τόσο θόρυβο στο μυαλουδάκι μου τώρα,

πρέπει να ξεκουραστώ, πρέπει να σας ξεχάσω για λίγο, οπότε ηρεμήστε".

Ποια συναισθήματα νιώθουμε λοιπόν;

Πόνο, θλίψη, γιατί αναγκαζόμαστε κάτι τόσο όμορφο να το διακόψουμε,

να το αφήσουμε για λίγο στην άκρη για να ηρεμήσουμε,

και, όπως εδώ συνέβη στην ιστορία μας, να μπορέσουμε να αποκοιμηθούμε.

"Στην ξένη χώρα που πάμε, πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει,

τι μέρες να είναι ν' ανατείλουν;".

Εδώ φυσικά το συναίσθημα που βγαίνει είναι η αγωνία.

Αγωνία νιώθει κάθε άνθρωπος που ξεκινάει κάτι καινούργιο.

Πάντα υπάρχει αυτή η αγωνία.

Αλλά όταν, είπαμε, έχει προκληθεί με έναν τόσο βίαιο τρόπο, είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Πράγματι, παιδιά, όπως ξέρουμε απ' την ιστορία,

όλοι αυτοί οι Έλληνες πρόσφυγες, που έφυγαν,

και μετά με την ανταλλαγή των πληθυσμών,

από τον Πόντο, απ' την Κωνσταντινούπολη,

και αναγκάστηκαν να μεταφερθούν στην ελεύθερη ηπειρωτική Ελλάδα,

αλλά και στα νησιά μας, ένιωσαν αυτή την αγωνία,

που νιώθει κι ο συγγραφέας μας εδώ με την οικογένειά του.

Και πράγματι, παιδιά, παρότι όπως είπαμε πήγαιναν στην ίδια χώρα,

στη δική τους χώρα, στη δική τους πατρίδα, ένιωσαν αποκομμένοι.

Και οι άλλοι που τους υποδέχθηκαν τους είδαν με αυτόν τον περίεργο τρόπο,

το συναίσθημα, ότι κάποιος εισβάλλει στην καθημερινότητά σου ξαφνικά,

χωρίς να το θέλεις. Θέλανε να τους βοηθήσουν,

θέλανε να τους σώσουν από το κακό που τους βρήκε και τα δεινά.

Και μάλιστα η συμπεριφορά τους ήταν πάρα πολύ γλυκιά απέναντί τους,

ταυτόχρονα όμως ήταν και για εκείνους ξένοι.

Αυτό θέλω να τονίσω εδώ,

γιατί κάνει έτσι εντύπωση που λέει "η ξένη χώρα που θα πάω".

Γιατί λοιπόν ο συγγραφέας τη λέει ξένη τη χώρα;

Γιατί όντως αυτός που φεύγει και με τον τρόπο αυτό που είπαμε,

μην επαναλαμβάνομαι, νιώθει ξένος και σαν ξένο τον υποδέχονται κι άλλοι,

παρότι κι αυτοί είναι Έλληνες.

Να δούμε λίγο παρακάτω τώρα.

Μας λέει ότι του παππού τα μάτια ήταν καρφωμένα πίσω...

μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ' τη στεριά, τίποτα απ' τα Κιμιντένια.

Νομίζω ότι μπορείτε να αντιληφθείτε όλοι αυτή τη σκηνή.

Όλοι το κάνουμε όταν φεύγουμε από ένα μέρος που θα κάνουμε καιρό να το ξαναδούμε,

ακόμα, ας πούμε, κι από ένα καλοκαιρινό μέρος...

που είχαμε πάει διακοπές - το κοιτάμε έτσι,

να μας αποτυπωθεί στο μυαλό μας,

να έχουμε κάθε μικρή λεπτομέρεια της εικόνας του χαραγμένη στη μνήμη μας.

Τι συναίσθημα λοιπόν νιώθουμε εδώ; Νοσταλγία.

Νοσταλγία για όλα όσα θα μου λείψουν και θα κάνω καιρό να τα ξαναδώ.

Συνεχίζουμε στην από κάτω...

Εγώ σας έχω κατεβάσει κάτω - κάτω - κάτω τώρα στο κείμενο,

για να δούμε λίγο πιο κάτω την πρόταση αυτή που λέει για τον βασιλικό.

Την εξηγήσαμε και αρκετά καλά μαζί πριν.

"Ναι, λίγο χώμα απ' τη γη τους. Για να φυτέψουν έναν βασιλικό",

"Για να τον θυμούνται", για να θυμούνται τον τόπο τους.

Κι εδώ λοιπόν ο νόστος είναι εμφανής.

Θέλουμε να 'χουμε κάτι για να θυμόμαστε τον τόπο μας.

Τέλος, "ψάχνουν κει μέσα και τα δάχτυλα της γιαγιάς και χαϊδεύουν..."

Παιδιά, κι αυτή είναι φοβερή εικόνα, πολύ ζωντανή!

Χαϊδεύεις το χώμα!

Όλοι οι Έλληνες που ζουν μακριά απ' την Ελλάδα...

και όλοι οι άνθρωποι γενικά που ζουν μακριά απ' τον τόπο τους,

είπαμε ότι συνδέονται ακόμα και με τ' απλά πράγματα της φύσης,

όπως ο Ινδιάνος μας έλεγε στην επιστολή εκείνη που είχαμε διαβάσει την άλλη φορά.

Τελικά, τα απλά πράγματα του τόπου μας είναι δικά μας.

Αποτελούν κομμάτια της οικογένειάς μας ίσως, γιατί όχι.

Τι συναίσθημα λοιπόν νιώθουμε εδώ;

Θλίψη. Θλίψη γιατί χαϊδεύω κάτι που είναι...

ένα μέρος αυτού του τόπου που θα 'θελα να έχω να ακουμπάω,

να αναπνέω, να βρίσκομαι.

Και φυσικά η τελευταία πρόταση που επέλεξε εδώ το βιβλίο μας...

να τελειώσει το κείμενο,

με την πρόταση αυτή την πολύ δυνατή,

που γεμίζει τα μάτια μας και την καρδιά μας συγκίνηση.

Δεν είναι τίποτα, είναι λίγο χώμα απ' την αιολική γη, απ' την πατρίδα μου.

Πώς σας φάνηκε, παιδιά, το κείμενο;

Δεν είναι πολύ ωραίο;

Θέλω να κοιτάξουμε τώρα την άσκηση 6,

η οποία μας λέει ότι δυστυχώς η προσφυγιά...

είναι ένα θέμα που απασχολεί πάντα την ανθρωπότητα.

Απ' τα πολύ παλιά χρόνια συνέβαινε και συμβαίνει και σήμερα.

Και θα συμβαίνει, δυστυχώς, μάλλον για πάντα.

Είναι λοιπόν σημαντικό να νιώθουμε, να θυμόμαστε,

τι ζήσαμε κι εμείς οι ίδιοι στη χώρα μας,

για να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε όσο πιο αντικειμενικά μπορούμε αυτά τα θέματα.

Θυμάστε και πριν που σας είπα,

πάντα αυτός που δέχεται τον ξένο νιώθει λίγο περίεργα,

κι είναι φυσιολογικό, όπως πολύ περίεργα νιώθει κι αυτός που πάει στον ξένο τόπο.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν το επέλεξαν.

Έχουν αναγκαστεί ν' ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο.

Το βιβλίο μας λοιπόν έχει δύο εικόνες από την Αφρική,

από πρόσφυγες οι οποίοι προέρχονται από την Αφρική.

Θέλω να κοιτάξουμε τις εικόνες αυτές, να τις παρατηρήσουμε,

και να δούμε με ποιον τρόπο μετακινούνται,

να δούμε τι συναισθήματα μας βγάζουν.

Για να δούμε λίγο...

Στην πρώτη εικόνα βλέπουμε ότι είναι παιδάκια.

Παιδάκια που αντί να παίζουν ξέγνοιαστα ή να 'ναι στο ζεστό τους σπίτι,

όπως είμαστε εμείς τώρα, εκείνα έχουν βγει στον δρόμο,

με ό,τι ρούχα φορούσαν, και κρατάνε κάτι που πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους,

για την μετακίνησή τους αυτή στον νέο τόπο που θα πάνε.

Αυτό το κάτι που κρατάνε μάλιστα τα συγκεκριμένα παιδιά,

αρκετά το κρατάνε και στο κεφάλι τους.

Μην σας κάνει εντύπωση,

είναι ένας τρόπος που μεταφέρουν τα πράγματα οι κάτοικοι της Αφρικής.

Γιατί δεν είναι τόσο εξοικειωμένοι με τις σακούλες και τα μπαγκάζια,

τις βαλίτσες ίσως, που έχουμε εμείς οι Δυτικοί.

Εκείνοι λοιπόν χρησιμοποιούν πολύ το κεφάλι τους για τις μεταφορές πραγμάτων.

Άρα μη σας προκαλεί εντύπωση αυτό.

Πιο πολύ θέλω να μείνετε σε αυτό που σας είπα πριν,

ότι είναι απλά παιδιά που ζουν μια άλλη καθημερινότητα.

Ποιος ξέρει πόσο δρόμο θα κάνουν με τα πόδια...

για να φτάσουν σε μια άλλη πόλη,

που θα τους υποδεχτεί, ή σε ένα άλλο χωριό,

ίσως και αφιλόξενα, τουλάχιστον στην αρχή, μέχρι να τους μάθει!

Η δεύτερη εικόνα με συγκινεί ακόμα περισσότερο.

Γιατί θέλω να προσέξετε ότι η πρώτη κυρία είναι έγκυος.

Το βλέπετε;

Επίσης, για κοιτάξτε λίγο καθαρά,

θυμάμαι ότι αυτό πρώτη φορά το είχε προσέξει ένας μαθητής μου,

ίσως κι εσείς να το 'χετε ήδη δει,

εδώ στην άκρη ξεχωρίζει ένα πατουσάκι.

Η μαμά λοιπόν αυτή η εγκυμονούσα,

εδώ, σ' αυτό το μαντίλι που έχει κρεμασμένο γύρω από τη μέση της,

μάλλον κουβαλάει ένα μωράκι, ένα παιδί, ένα δεύτερο παιδί.

Είναι δηλαδή σαν μάρσιπος, χειροποίητα φτιαγμένος,

για να κουβαλήσει το παιδί.

Δεν είναι η μόνη, και οι Έλληνες όπως είπαμε πριν,

είχαν αναγκαστεί να μετακινηθούν μ' αυτόν τον τρόπο...

όταν ήταν πρόσφυγες, γιατί αν είσαι έγκυος τι θα κάνεις;

Θα φύγεις μ' αυτή τη συνθήκη. Και με ένα μικρό παιδί τι θα κάνεις;

Θα το κουβαλήσεις κι αυτό.

Αυτή λοιπόν η γυναίκα κουβαλούσε το βάρος της κοιλιάς της...

και την αγωνία που αυτό κρύβει,

το βάρος ενός μωρού, ενός βρέφους που δεν μπορεί να περπατήσει,

και γι' αυτό το έχει πάνω της, αλλά και το βάρος των πραγμάτων,

που πρόλαβε και μπόρεσε να πάρει.

Και είναι και τυχερή που πήρε τόσα.

Γιατί είπαμε ότι αρκετοί πρόσφυγες δεν προλαβαίνουν να πάρουν τόσα πολλά πράγματα,

όσα βλέπουμε να κουβαλάνε αυτοί εδώ στην Αφρική.

Αυτοί πρέπει να είχαν λίγο περισσότερο χρόνο...

να προετοιμαστούν γι' αυτή τη μετακίνησή τους.

Τι συναισθήματα λοιπόν νιώθουμε βλέποντας αυτές τις εικόνες;

Νιώθουμε λύπη, νιώθουμε συμπόνοια,

νιώθουμε θυμό, που δυστυχώς παρότι έχουμε φτάσει στον 21ο αιώνα,

ακόμα υπάρχουν πρόσφυγες, ακόμα υπάρχουν λόγοι...

οι άνθρωποι να φύγουν από τον τόπο τους έτσι,

μ' αυτόν τον άσχημο και βίαιο τρόπο.

Νιώθουμε την αδικία.

Δεν θέλω να σας ρίξω άλλο.

Θέλω να σας πάρω τώρα απ' αυτή την πραγματικότητα,

λίγο απότομα, έτσι επίτηδες,

και να σας φέρω στη σχολική μας πραγματικότητα.

Κλείνοντας την ενότητα να δούμε μία άσκηση,

την άσκηση 7 στη σελίδα 88.

Ξέρω είναι λίγο απότομη η εναλλαγή,

σας είχα φορτίσει συναισθηματικά,

αλλά το κάνω ακριβώς γι' αυτό τον λόγο,

για να τελειώσει το μάθημά μας λίγο πιο όμορφα και θετικά.

Τι μας ζητάει η άσκηση 7;

Μας ζητάει να συμπληρώσουμε το κείμενο με τοπικούς προσδιορισμούς.

Θυμόμαστε, παιδιά, ποιοι είναι οι τοπικοί προσδιορισμοί;

Οι τοπικοί προσδιορισμοί είναι οι λέξεις ή οι φράσεις...

που φανερώνουν τόπο.

Τους συναντούμε κυρίως ως τοπικά επιρρήματα ή φράσεις με προθέσεις.

Και τα κείμενα τα περιγραφικά, όπως ήταν τα κείμενα που είχε η ενότητα 6,

συνήθως έχουν πολλούς τοπικούς προσδιορισμούς.

Η άσκηση εδώ μας δίνει κάποιους συγκεκριμένους,

τους οποίους θέλει να βάλουμε εμείς από κάτω, να συμπληρώσουμε τα κενά.

Για να τις διαβάσουμε λοιπόν τις φράσεις!

(Η δασκάλα διαβάζει τους τοπικούς προσδιορισμούς της άσκησης)

Το κομματάκι αυτό της άσκησης που θα συμπληρώσουμε,

αν δείτε, συνεχίζει να είναι απόσπασμα από το συγγραφικό έργο "Αιολική Γη" του Βενέζη.

Είναι από ένα άλλο σημείο πιο κάτω στο βιβλίο,

στο οποίο έχουν φτάσει πλέον στην Λέσβο...

και βρίσκονται σ' έναν καταυλισμό.

Για να δούμε λοιπόν τι λέει και να συμπληρώσουμε τις λεξούλες που ταιριάζουν.

Ο ήλιος χαμήλωνε.

Η μέρα μας _____ πέρασε φοβερά ανήσυχη.

Πού η μέρα μας;

Η μέρα μας μες στην αυλή.

Στην αυλή που βρισκόντουσαν και μένανε.

Όπως θα δείτε παρακάτω,

δεν μένει μόνη της η μία οικογένεια αλλά πολλές οικογένειες μαζί μες στην αυλή.

Θέλω εδώ να προσέξουμε λίγο το μες, να το θυμηθούμε,

που βλέπετε ότι έχει το ς το τελικό.

Για ποιο λόγο έχουμε το ς το τελικό;

Γιατί η επόμενη λεξούλα ξεκινάει από σύμφωνο, απ' το σ.

Άρα δεν θα βάλουμε το μεσ', με σ και απόστροφο,

αλλά γίνεται μες με ς τελικό.

...μες στην αυλή πέρασε φοβερά ανήσυχη,

Δεν ξεμυτίσαμε _____.

Από πού δεν ξεμυτίσαμε;

Απ' τη μεγάλη πόρτα.

Οι ζευγάδες τριγυρίζουν ___,

κάνουν παρέες παρέες, κουβεντιάζουν σιγανά.

Οι ζευγάδες πού τριγυρίζουν;

Μέσα στο αγρόκτημα.

Πολύ ωραία!

Σκοτεινό σύννεφο πέφτει _____ του παππού.

Πού πέφτει;

Στο πρόσωπο του παππού.

Του φέρνουν τα νέα πότε απ' τα καράβια,

πότε _____. Από πού αλλού θα μπορούσαν να του φέρουν τα νέα;

Απ' τις περιπολίες που τους στέλνει να κάνουν.

Πού λέτε να τους στέλνει να κάνουν περιπολίες ο παππούς;

Τους στέλνει να κάνουν περιπολίες...

στα τριγύρω μέρη.

Στέκομαι από μακριά και τον κοιτάζω άφωνος,

προσπαθώντας να διαβάσω...

μες στο πρόσωπό του.

Πολύ ωραία. Βλέπω εδώ πάλι το μες,

που έχει το ς το τελικό.

Εντάξει;

Όλοι αυτοί οι προσδιορισμοί, παιδιά,

ήταν φράσεις με προθέσεις.

Δεν είχαμε κανένα τοπικό επίρρημα στη συγκεκριμένη άσκηση.

Οι φράσεις με προθέσεις, να σας υπενθυμίσω,

είναι φράσεις που ξεκινούν με μία πρόθεση.

Όπως εδώ είναι η πρόθεση από,

η πρόθεση μέσα,

η πρόθεση σε.

Βέβαια η πρόθεση σε μη σας μπερδεύει,

όταν συναντάει τα άρθρα έχουμε πει ότι ενώνονται,

και έτσι έχουμε τις λέξεις στο, στη, στους, στα,

η πρόθεση είναι από πίσω, δεν είναι άρθρο το στις ή το στους.

Είναι πρόθεση, προθετική φράση.

Γιατί είναι πρόθεση μαζί με το άρθρο που ενώνεται και ακολουθεί το ουσιαστικό.

Πολύ ωραία!

Βλέπετε ότι η ζωή στην αρχή στον καταυλισμό που ζούσαν,

στην "Αιολική Γη", ο παππούς και η οικογένειά του, δεν ήταν εύφορη.

Χρειαζόταν να προσέχουν, να 'χουν τον νου τους.

Όποιος θέλει να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες,

είναι μια καλή ευκαιρία να διαβάσει,

τώρα που είμαστε σπίτι. Να διαβάσει λογοτεχνία,

και να διαβάσει και ένα από τα λογοτεχνικά του Ηλία Βενέζη,

και γιατί όχι την "Αιολική Γη",

για να μάθει και τι έγινε στη συνέχεια της ιστορίας μας.

Χάρηκα πολύ που σας είδα! Θα τα ξαναπούμε σ' ένα επόμενο μάθημα.