×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Coelho - Ο αλχημιστής (AudioBookWorms), 3. Μέρος πρώτο

3. Μέρος πρώτο

ΨΗΛΑ, στη μικρή πόλη της Ταρίφας, υψώνεται ένα παλιό κάστρο, χτισμένο από τους Μαυριτανούς, και όποιος κάθεται στα τείχη του μπορεί να διακρίνει μια πλατεία, ένα μικροπωλητή ποπ κορν κι ένα κομμάτι της Αφρικής. Ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλίμ, κάθισε εκείνο το απόγευμα στο τείχος του κάστρου και αφέθηκε να νιώσει το λεβάντε στο πρόσωπο. Δίπλα του τα πρόβατα σπαρταρούσαν από φόβο για το καινούριο αφεντικό και ήταν αναστατωμένα με όλες αυτές τις αλλαγές. Το μόνο που ήθελαν ήταν τροφή και νερό.

Ο Μελχισεδέκ παρακολουθούσε το μικρό καράβι που απομακρυνόταν απ' το λιμάνι. Δε θα ξανάβλεπε το αγόρι ποτέ πια, όπως δεν ξαναείδε ποτέ πια τον Αβραάμ, από τότε που εκείνος του έδωσε, επίσης, το ένα δέκατο του κοπαδιού του.

Οι θεοί δεν πρέπει να έχουν επιθυμίες, γιατί οι θεοί δεν έχουν Προσωπικό Μύθο. Αλλά ο βασιλιάς της Σαλίμ ευχήθηκε να πετύχει το αγόρι.

«Κρίμα που θα ξεχάσει γρήγορα το όνομά μου», σκέφτηκε. «Έπρεπε να του το είχα επαναλάβει περισσότερο από μια φορά. Ώστε μιλώντας για μένα, να έλεγε ότι είμαι ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλίμ».

Κοίταξε τον ουρανό έχοντας μετανιώσει γι' αυτό που σκέφτηκε: «Ξέρω τι θα πει ματαιότης ματαιοτήτων, όπως Εσύ είπες, Κύριε. Μερικές φορές όμως και ένας γέρος βασιλιάς αισθάνεται την ανάγκη να υπερηφανεύεται».

«Τι παράξενη που είναι η Αφρική», συλλογίστηκε το αγόρι. Καθόταν σ' ένα είδος καπηλειού, παρόμοιου με άλλα καπηλειά που είχε συναντήσει στα στενά σοκάκια της πόλης. Μερικοί άνθρωποι κάπνιζαν από μια τεράστια πίπα, που την περνούσαν από στόμα σε στόμα. Μέσα σε λίγες ώρες είχε δει άντρες πιασμένους χέρι χέρι, γυναίκες με καλυμμένο το πρόσωπο τους και ιερείς που ανέβαιναν σε ψηλούς πύργους κι άρχιζαν την ψαλμωδία - ενώ όλοι τριγύρω γονάτιζαν και ακουμπούσαν τα κεφάλια τους στη γη.

«Συνήθειες απίστων», είπε το αγόρι στον εαυτό του. Όταν ήταν μικρό παιδί, έβλεπε πάντα στην εκκλησία του χωριού ένα άγαλμα του αγίου Ιακώβου Ματαμόουρος, καβάλα στο άσπρο του άλογο, με γυμνό σπαθί, να ποδοπατά ανθρώπους όπως αυτοί. Το αγόρι αισθανόταν άσχημα, ένιωθε τρομερά μόνο. Οι άπιστοι είχαν απειλητικό ύφος.

Εξάλλου, με τη βιασύνη του να ταξιδέψει, είχε ξεχάσει μια λεπτομέρεια, μια μοναδική λεπτομέρεια, που θα μπορούσε να τον κρατήσει για πολύ καιρό μακριά απ' το θησαυρό: σ' εκείνη τη χώρα όλοι μιλούσαν αραβικά. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού πλησίασε και το αγόρι του έδειξε το ποτό που είχαν παραγγείλει σ' ένα διπλανό τραπέζι. Ήταν πικρό τσάι. Το αγόρι θα προτιμούσε να πιει κρασί.

Δεν ήταν όμως η στιγμή για τέτοιου είδους έγνοιες. Έπρεπε να νοιαστεί μόνο για το θησαυρό και για το πώς να τον αποκτήσει. Η πώληση των προβάτων τού είχε αποφέρει ένα σημαντικό ποσό και το αγόρι ήξερε ότι τα χρήματα είναι μαγικά: αν τα έχεις, ποτέ δεν αισθάνεσαι μοναξιά. Σε λίγο, ίσως σε μερικές μέρες, θα βρισκόταν κοντά στις πυραμίδες. Ένας γέρος με τόσο χρυσάφι στο στήθος δεν είχε ανάγκη να πει ψέματα για να κερδίσει έξι πρόβατα.

Ο γέρος τού είχε μιλήσει για σημάδια. Αυτά σκεφτόταν, όταν το καράβι διέσχιζε τη θάλασσα. Ναι, ήξερε τι εννοούσε: όλα αυτά τα χρόνια που είχε ζήσει στους κάμπους της Ανδαλουσίας, είχε συνηθίσει να ερμηνεύει στη γη και στον ουρανό τα γνωρίσματα του δρόμου που θα τραβούσε. Είχε μάθει ότι ένα ορισμένο πουλί σήμαινε ότι εκεί κοντά βρισκόταν ένα φίδι, ότι ένας ορισμένος θάμνος σήμαινε ότι υπήρχε νερό σε λίγα χιλιόμετρα απόστασης. Τα πρόβατα του είχαν μάθει όλα αυτά τα σημάδια.

«Αν ο Θεός οδηγεί τόσο καλά τα πρόβατα, θα οδηγήσει και έναν άνθρωπο», συλλογίστηκε και ηρέμησε κάπως. Το τσάι δεν του φάνηκε και τόσο πικρό.

- Ποιος είσαι; άκουσε μια φωνή στα ισπανικά.

Το αγόρι ανακουφίστηκε αφάνταστα. Σκεφτόταν τα σημάδια και να που εμφανιζόταν κάποιος.

- Πώς και μιλάς ισπανικά; ρώτησε.

Ο νεοφερμένος ήταν ένα αγόρι ντυμένο με ευρωπαϊκά ρούχα, αλλά, από το χρώμα του δέρματός του, κατάλαβε ότι θα πρέπει να ήταν από την πόλη. Είχε περίπου το ύψος και την ηλικία του.

- Εδώ σχεδόν όλοι μιλάνε ισπανικά. Απέχουμε μόνο δυο ώρες από την Ισπανία.

- Κάθισε και παράγγειλε κάτι, κερνάω εγώ, είπε το αγόρι. Και παράγγειλε ένα κρασί για μένα. Αυτό το τσάι είναι απαίσιο.

- Δεν υπάρχει κρασί στη χώρα, είπε ο νεοφερμένος.

Το απαγορεύει η θρησκεία μας.

Τότε το αγόρι τού είπε ότι έπρεπε να πάει στις πυραμίδες. Παραλίγο να του μιλήσει για το θησαυρό, αλλά προτίμησε να σωπάσει, μην τυχόν και απαιτούσε και ο Άραβας μερίδιο για να τον οδηγήσει μέχρι εκεί. Θυμήθηκε τι του είχε πει ο γέρος σχετικά με τις υποσχέσεις.

- Θα ήθελα να με οδηγήσεις μέχρι εκεί, αν μπορείς,

Είμαι σε θέση να σε πληρώσω σαν οδηγό. Ξέρεις με ποιο τρόπο μπορούμε να πάμε μέχρι εκεί;

Το αγόρι πρόσεξε ότι ο ιδιοκτήτης του καπηλειού ήταν κοντά και παρακολουθούσε προσεχτικά τη συζήτηση. Η παρουσία του ήταν ενοχλητική. Είχε όμως βρει οδηγό και δε θα έχανε μια τέτοια ευκαιρία.

- Πρέπει να διασχίσεις όλη την έρημο της Σαχάρας, είπε ο νεοφερμένος. Κι αυτό προϋποθέτει λεφτά. Θέλω να μάθω αν έχεις αρκετά λεφτά.

Το αγόρι παραξενεύτηκε με την ερώτηση. Εμπιστευόταν όμως το γέρο και ο γέρος τού είχε πει κάτι: ότι όταν κανείς θέλει πάρα πολύ κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί για χάρη του.

Έβγαλε τα λεφτά απ' την τσέπη και τα έδειξε στον νεοφερμένο. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού πλησίασε και κοίταξε κι εκείνος. Οι δυο τους αντάλλαξαν μερικά λόγια στα αραβικά. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού έδειχνε θυμωμένος.

- Πάμε να φύγουμε, είπε ο νεοφερμένος. Αυτός δε μας θέλει άλλο εδώ.

Το αγόρι ανακουφίστηκε. Σηκώθηκε για να πληρώσει το λογαριασμό, αλλά ο ιδιοκτήτης τον άρπαξε κι άρχισε να μιλά ασταμάτητα. Το αγόρι ήταν γεροδεμένο, βρισκόταν όμως σε ξένη χώρα. Ο καινούριος του φίλος παραμέρισε τον ιδιοκτήτη και τράβηξε το αγόρι έξω.

- Ήθελε να σου πάρει τα λεφτά, είπε. Η Ταγγέρη δε μοιάζει με την υπόλοιπη Αφρική. Βρισκόμαστε σε λιμάνι και στα λιμάνια αφθονούν πάντα οι κλέφτες.

Μπορούσε να εμπιστευτεί τον καινούριο του φίλο. Του είχε συμπαρασταθεί σε μια κρίσιμη στιγμή. Έβγαλε τα λεφτά απ' την τσέπη του και τα μέτρησε. - Αύριο μπορούμε να φτάσουμε στις πυραμίδες, είπε ο άλλος παίρνοντας τα λεφτά. Πρέπει όμως ν' αγοράσω δυο καμήλες. Βγήκαν και βάδισαν στους στενούς δρόμους της Ταγγέρης. Παντού υπήρχαν πάγκοι με εμπορεύματα. Βρέθηκαν τελικά στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας, όπου ήταν η αγορά. Χιλιάδες άνθρωποι συζητούσαν, πουλούσαν, αγόραζαν. Τα λαχανικά ανακατεύονταν με σπαθιά, με χαλιά και με όλων των ειδών τις πίπες. Το αγόρι όμως δεν άφηνε τον καινούριο του φίλο από τα μάτια του. Στο κάτω κάτω, κρατούσε όλα του τα λεφτά. Σκέφτηκε να του ζητήσει να του τα επιστρέψει, αλλά το θεώρησε αγένεια. Δε γνώριζε τα ήθη και τα έθιμα αυτής της ξένης χώρας.

«Φτάνει να τον παρακολουθήσω», είπε στον εαυτό του. Ήταν πιο δυνατός απ' τον άλλο. Ξαφνικά, μέσα σ' όλη εκείνη την οχλαγωγία, ανακάλυψε το πιο ωραίο σπαθί που είχαν δει ποτέ τα μάτια του. Η θήκη ήταν ασημένια και η λαβή μαύρη, διακοσμημένη με λίθους. Το αγόρι υποσχέθηκε στον εαυτό του να αγοράσει εκείνο το σπαθί μόλις θα επέστρεφε από την Αίγυπτο.

- Για ρώτα τον πωλητή πόσο κάνει, είπε στο φίλο του. Κατάλαβε όμως ότι είχε αφαιρεθεί για δυο δευτερόλεπτα, καθώς περιεργαζόταν το σπαθί.

Η καρδιά του σφίχτηκε, λες και το στήθος του στένεψε ξαφνικά. Φοβήθηκε να στρέψει το βλέμμα του, ξέροντας τι θα έβλεπε. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω στο ωραίο σπαθί λίγα λεπτά ακόμη, ώσπου τελικά το αγόρι πήρε θάρρος και γύρισε.

Γύρω του ήταν η αγορά, οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονταν φωνάζοντας και αγοράζοντας, χαλιά ανακατωμένα με φουντούκια, μαρούλια δίπλα σε χάλκινους δίσκους, άντρες πιασμένοι χέρι χέρι, γυναίκες με πέπλα, η μυρωδιά των παράξενων φαγητών και πουθενά όμως, μα πουθενά, δεν είδε το πρόσωπο του συντρόφου του.

Το αγόρι προσπάθησε για μια στιγμή να πιστέψει ότι είχαν χαθεί τυχαία. Αποφάσισε να μείνει εκεί όπου ήταν, περιμένοντας τον άλλο να γυρίσει. Σε λίγο, ένας άνθρωπος ανέβηκε σ' έναν απ' τους πύργους κι άρχισε να ψάλλει. Όλοι γονάτισαν ακουμπώντας το κεφάλι στο χώμα και άρχισαν να ψάλλουν με τη σειρά τους. Στη συνέχεια, σαν ομάδα πειθαρχημένων μυρμηγκιών, μάζεψαν τους πάγκους τους κι έφυγαν.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Το αγόρι τον κοίταξε πολλή ώρα, μέχρι να κρυφτεί πίσω από τα άσπρα σπίτια που περιστοίχιζαν την πλατεία, θυμήθηκε ότι το πρωί, με την ανατολή του ίδιου ήλιου, αυτός βρισκόταν σε μια άλλη ήπειρο, ήταν βοσκός, είχε εξήντα πρόβατα και είχε προγραμματίσει να συναντήσει μια κοπέλα. Όταν τριγύριζε στους κάμπους, ήξερε απ' το πρωί τι θα του συνέβαινε. Τώρα όμως που ο ήλιος κρυβόταν, αυτός βρισκόταν σε μια άλλη χώρα, ξένος σε ξένα εδάφη, όπου ούτε τη γλώσσα που μιλούσαν δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν ήταν πια βοσκός και δεν είχε πια τίποτε στη ζωή του, ούτε καν λεφτά για να γυρίσει πίσω και να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα.

«Κι όλα αυτά μεταξύ ανατολής και δύσης του ίδιου ήλιου», σκέφτηκε το αγόρι. Λυπήθηκε τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί καμιά φορά στη ζωή τα πράγματα αλλάζουν όσο να πεις κύμινο, προτού οι άνθρωποι εξοικειωθούν μαζί τους.

Ντρεπόταν να κλάψει. Ποτέ δεν είχε κλάψει μπροστά στα πρόβατά του! Κι όμως, η αγορά είχε αδειάσει κι αυτός βρισκόταν μακριά απ' την πατρίδα. Το αγόρι έκλαψε. Έκλαψε γιατί ο Θεός ήταν άδικος και αντάμειβε με αυτό τον τρόπο εκείνους που πίστευαν στα όνειρά τους.

«Όταν ήμουν μαζί με τα πρόβατά μου, αισθανόμουν ευτυχής και ακτινοβολούσα την ευτυχία γύρω μου. Οι άνθρωποι μ' έβλεπαν που ερχόμουν και με καλωσόριζαν... »Τώρα όμως είμαι στενοχωρημένος και δυστυχισμένος. Τι να κάνω; Δε θα έχω πια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, γιατί κάποιος με πρόδωσε. Θα μισώ όσους βρήκαν κρυμμένους θησαυρούς, μόνο και μόνο επειδή εγώ δε βρήκα τον δικό μου. Και θα προσπαθώ να διατηρώ τα λίγα που έχω, γιατί παραείμαι μικρός για ν' αγκαλιάσω τον κόσμο». Άνοιξε το δισάκι του για να δει τι είχε μέσα· μήπως είχε περισσέψει τίποτε από το κολατσιό που είχε φάει στο καράβι. Βρήκε μόνο το χοντρό βιβλίο, την κάπα και τους δυο πολύτιμους λίθους που του είχε χαρίσει ο γέρος.

Βλέποντας τους λίθους, αισθάνθηκε απέραντη ανακούφιση. Είχε ανταλλάξει έξι πρόβατα με δυο πολύτιμους λίθους, βγαλμένους από το χρυσαφένιο κόσμημα.

Θα μπορούσε να τους πουλήσει και ν' αγοράσει το εισιτήριο της επιστροφής. «Τώρα θα φερθώ πιο έξυπνα», σκέφτηκε το αγόρι, βγάζοντας τους λίθους από το δισάκι για να τους κρύψει στην τσέπη. Ήταν λιμάνι εκεί, η μοναδική αλήθεια που του είχε πει εκείνος ο άνθρωπος· ένα λιμάνι είναι πάντα γεμάτο κλέφτες.

Τώρα καταλάβαινε και τη γεμάτη απόγνωση προσπάθεια του ιδιοκτήτη του καπηλειού: ήθελε να τον προειδοποιήσει να μην εμπιστευτεί εκείνο τον άνθρωπο. «Είμαι κι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους: βλέπω τον κόσμο όπως θα ήθελα να είναι και όχι όπως είναι στην πραγματικότητα».

Άρχισε να περιεργάζεται τους λίθους. Άγγιξε προσεχτικά τον καθένα, νιώθοντας τη θερμοκρασία και τη λεία επιφάνεια τους. Ήταν ο θησαυρός του. Και μόνο που τους άγγιξε, αισθάνθηκε πιο ήρεμος. Του θύμισαν το γέρο.

«Όταν θέλεις πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις», του είχε πει ο γέρος.

Ήθελε να πιστέψει πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αληθεύει. Στεκόταν εκεί, στη μέση μιας έρημης αγοράς, χωρίς δεκάρα στην τσέπη και χωρίς πρόβατα για να τα φυλάξει εκείνη τη νύχτα. Οι λίθοι όμως ήταν η απόδειξη ότι είχε συναντήσει ένα βασιλιά που ήξερε την ιστορία του, που γνώριζε για το όπλο του πατέρα του και για την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία.

«Οι λίθοι έχουν μαντικές ιδιότητες. Λέγονται Ουρίμ και Τουμίμ». Το αγόρι ξαναέβαλε τους λίθους μέσα στο δισάκι του και αποφάσισε να δοκιμάσει. Ο γέρος του είχε πει να κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις, γιατί χρησίμευαν μόνο σε όποιον ήξερε τι ήθελε.

Κι έτσι, το αγόρι ρώτησε αν η ευλογία του γέρου εξακολουθούσε να είναι μαζί του.

Έβγαλε τον έναν από τους λίθους. Η απάντηση ήταν «ναι».

- Θα βρω το θησαυρό μου; ρώτησε το αγόρι.

Έχωσε το χέρι στο δισάκι κι εκεί που ετοιμαζόταν να πιάσει το ένα λίθο, του γλίστρησαν και οι δυο από μια τρύπα στο ύφασμα. Το αγόρι δεν είχε προσέξει ποτέ ότι το δισάκι του ήταν τρύπιο. Έσκυψε να πιάσει τον Ουρίμ και τον Τουμίμ, για να τους ξαναβάλει μέσα στο δισάκι. Βλέποντας τους κάτω, όμως, μια άλλη φράση πέρασε απ' το νου του. «Να μάθεις να σέβεσαι και να ακολουθείς τα σημάδια», είχε πει επίσης ο γέρος βασιλιάς.

Ένα σημάδι. Το αγόρι γέλασε με τον εαυτό του. Στη συνέχεια μάζεψε τους δυο λίθους από κάτω και τους ξαναέβαλε στο δισάκι. Δε σκόπευε να μπαλώσει την τρύπα· οι λίθοι θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν από κει όποτε ήθελαν. Είχε καταλάβει ότι υπήρχαν για ορισμένα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δεν πρέπει να ρωτάνε, για να μην ξεφύγουν από τη μοίρα τους.

«Υποσχέθηκα να αποφασίζω μόνος μου», είπε στον εαυτό του.

Οι λίθοι όμως του είχαν πει ότι ο γέρος εξακολουθούσε να είναι μαζί του κι αυτό τον έκανε ν' αναθαρρήσει. Ξανακοίταξε την έρημη αγορά και δεν αισθάνθηκε την ίδια απελπισία όπως πριν. Δεν επρόκειτο πια για έναν παράξενο κόσμο· ήταν ένας καινούριος κόσμος.

Στο κάτω κάτω, αυτό ακριβώς επιθυμούσε: να γνωρίσει καινούριους κόσμους. Ακόμη κι αν δεν έφτανε ποτέ στις πυραμίδες, ήδη είχε προχωρήσει πιο μακριά απ' οποιονδήποτε άλλο βοσκό. «Αχ, να ήξεραν ότι σε απόσταση μόνο δυο ωρών με καράβι υπάρχουν τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα».

Ο καινούριος κόσμος εμφανιζόταν μπροστά με τη μορφή μιας έρημης αγοράς κι όμως, την ίδια αυτή αγορά την είχε ζήσει γεμάτη ζωή, κάτι που δε θα ξεχνούσε ποτέ. Θυμήθηκε το σπαθί· πλήρωσε ακριβά το ότι το κοίταξε για λίγο, δεν είχε όμως ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Αισθάνθηκε ξαφνικά ότι μπορούσε να αντικρίσει τον κόσμο ή σαν το αξιολύπητο θύμα ενός ληστή ή σαν τον τυχοδιώκτη που ψάχνει ένα θησαυρό.

«Είμαι ένας τυχοδιώκτης που ψάχνει ένα θησαυρό», σκέφτηκε, πριν αποκοιμηθεί εξαντλημένος.

ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΝ ΣΚΟΥΝΤΗΣΕ για να ξυπνήσει. Είχε αποκοιμηθεί στη μέση της αγοράς και η πλατεία θα ξαναζωντάνευε σε λίγο.

Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για τα πρόβατα και θυμήθηκε ότι βρισκόταν σε άλλο κόσμο. Δε στενοχωρήθηκε όμως· ίσα ίσα, αισθάνθηκε ευτυχισμένος. Δεν ήταν πια αναγκασμένος να ψάξει για νερό και τροφή· ήταν ελεύθερος να αναζητήσει ένα θησαυρό. Δεν είχε δεκάρα στην τσέπη, είχε όμως πίστη στη ζωή. Την προηγουμένη νύχτα είχε κάνει την επιλογή του, να γίνει τυχοδιώκτης, σαν τα πρόσωπα των βιβλίων που διάβαζε.

Άρχισε να τριγυρίζει στην πλατεία με την ησυχία του. Οι έμποροι έστηναν τους πάγκους τους. Βοήθησε ένα ζαχαροπλάστη να στήσει τον δικό του. Στο πρόσωπο εκείνου του ζαχαροπλάστη υπήρχε ένα χαμόγελο διαφορετικό: ήταν χαρούμενος, όλο ζωντάνια, έτοιμος ν' αρχίσει τη δουλειά του. Ένα χαμόγελο που του θύμιζε κάτι από το γέρο, από εκείνο το γέρο και μυστηριώδη βασιλιά που είχε γνωρίσει. «Αυτός ο ζαχαροπλάστης δε φτιάχνει γλυκά επειδή θέλει να ταξιδέψει ή επειδή θέλει να παντρευτεί την κόρη ενός εμπόρου. Αυτός ο ζαχαροπλάστης φτιάχνει γλυκά γιατί του αρέσει το επάγγελμά του», σκέφτηκε το αγόρι και πρόσεξε ότι μπορούσε να κάνει το ίδιο με το γέρο: να διακρίνει αν κάποιος βρίσκεται κοντά η μακριά από τον Προσωπικό του Μύθο. Φτάνει να τον κοιτάξεις. «Είναι τόσο εύκολο, κι εγώ ποτέ δεν το είχα αντιληφθεί».

Όταν τελείωσαν με το στήσιμο του πάγκου, ο ζαχαροπλάστης του πρόσφερε το πρώτο γλυκό που είχε φτιάξει. Το αγόρι το έφαγε με όρεξη, τον ευχαρίστησε και τράβηξε το δρόμο του. 'Οταν πια είχε απομακρυνθεί, θυμήθηκε ότι ο πάγκος είχε στηθεί από άτομα που το ένα μιλούσε αραβικά και το άλλο ισπανικά. Και είχαν συνεννοηθεί μια χαρά.

«Υπάρχει μια γλώσσα πέρα από τις λέξεις», σκέφτηκε το αγόρι∙ «το έζησα αυτό με τα πρόβατά μου και το ξαναζώ τώρα με τους ανθρώπους».

Μάθαινε λοιπόν διάφορα καινούρια πράγματα. Πράγματα που είχε ξαναζήσει και όμως ήταν καινούρια, γιατί τα είχε προσπεράσει χωρίς να τον αγγίξουν. Και δεν τον είχαν αγγίξει γιατί του είχαν γίνει συνήθεια.

«Αν μάθω να ερμηνεύω αυτή τη χωρίς λέξεις γλώσσα, θα μπορέσω να ερμηνεύσω τον κόσμο».

«Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα», είχε πει ο γέρος.

Αποφάσισε να βαδίσει, χωρίς να βιάζεται, στους στενούς δρόμους της Ταγγέρης: μόνο έτσι θα μπορούσε να διακρίνει τα σημάδια. Αυτό απαιτούσε πολλή υπομονή, αλλά αυτή είναι η πρώτη αρετή που ένας βοσκός αποκτά. Για άλλη μια φορά συνειδητοποίησε ότι εφάρμοζε σ' εκείνο τον ξένο κόσμο τις ίδιες γνώσεις που είχε αποκτήσει απ' τα πρόβατά του. «Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα», είχε πει ο γέρος.

Ο ΕΜΠΟΡΟΣ κρυστάλλων αντίκρισε το ξημέρωμα και αισθάνθηκε την ίδια αγωνία που τον κυρίευε κάθε πρωί. Ήταν εγκατεστημένος σ' εκείνο το μέρος εδώ και τριάντα χρόνια, σ' ένα μαγαζί που βρισκόταν ψηλά σ' έναν ανηφορικό δρόμο, απ' όπου σπάνια περνούσε κάποιος πελάτης. Τώρα ήταν πια αργά για ν' αλλάξει οτιδήποτε: το μόνο που είχε μάθει στη ζωή του ήταν να πουλά κρύσταλλα. Κάποτε πολλοί άνθρωποι γνώριζαν το μαγαζί του: Άραβες έμποροι, Γάλλοι και Άγγλοι γεωλόγοι, Γερμανοί στρατιώτες, πάντα με λεφτά στις τσέπες. Εκείνη την εποχή, το να πουλάς κρύσταλλα ήταν κάτι το σημαντικό κι εκείνος φανταζόταν ότι θα γινόταν πλούσιος και θα είχε ωραίες γυναίκες στα γεράματά του.

Μετά ο χρόνος κύλησε, η πόλη άλλαξε. Η Θέουτα μεγάλωσε πολύ σε σύγκριση με την Ταγγέρη και το εμπόριο πήρε άλλη πορεία. Οι γείτονες μετακόμισαν και μόνο μερικά μαγαζιά παρέμειναν στην ανηφόρα. Κανείς δε θ' ανέβαινε έναν ανηφορικό δρόμο για λίγα μαγαζιά. Ο έμπορος των κρυστάλλων όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Είχε ζήσει τριάντα χρόνια αγοράζοντας και πουλώντας κρυστάλλινα αντικείμενα και ήταν πια πολύ αργά για ν' αλλάξει επάγγελμα. Όλο το πρωί παρακολουθούσε τη λιγοστή κίνηση στο δρόμο. Αυτό κρατούσε εδώ και χρόνια και γνώριζε πια το ωράριο του καθένα.

Λίγα λεπτά πριν από το μεσημέρι, ένα ξένο αγόρι σταμάτησε μπροστά στη βιτρίνα. Ήταν ντυμένο με συνηθισμένα ρούχα, αλλά τα έμπειρα μάτια του εμπόρου κρυστάλλων έβγαλαν το συμπέρασμα ότι δεν είχε λεφτά. Παρ' όλα αυτά, αποφάσισε να μπει μέσα και να περιμένει μέχρι να φύγει το αγόρι. Στην πόρτα, μια πινακίδα έλεγε ότι εκεί μιλούσαν διάφορες γλώσσες. Το αγόρι είδε έναν άντρα να εμφανίζεται πίσω από τον πάγκο.

- Αν θέλετε, μπορώ να ξεσκονίσω αυτά τα βάζα, είπε το αγόρι. Έτσι που τα έχετε, κανείς δε θα τα αγοράσει.

Ο άντρας τον κοίταξε χωρίς να πει λέξη.

- Σε αντάλλαγμα, με πληρώνετε μ' ένα πιάτο φαγητό. Ο άντρας παρέμεινε σιωπηλός και το αγόρι αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Είχε την κάπα του μέσα στο δισάκι. Δε θα τη χρειαζόταν στην έρημο. Έβγαλε την κάπα και βάλθηκε να ξεσκονίζει τα βάζα. Σε μισή ώρα τα είχε ξεσκονίσει όλα. Σ' αυτό το διάστημα μπήκαν δυο πελάτες και αγόρασαν πολλά κρυστάλλινα αντικείμενα. Αφού τα ξεσκόνισε όλα, ζήτησε από τον έμπορο ένα πιάτο φαγητό.

- Πάμε να φάμε, είπε ο έμπορος κρυστάλλων.

Κρέμασε μια πινακίδα στην πόρτα και κατευθύνθηκαν προς ένα μικροσκοπικό καπηλειό, ψηλά στην ανηφόρα. Μόλις κάθισαν στο μοναδικό τραπέζι, ο έμπορος κρυστάλλων χαμογέλασε.

- Δεν ήταν ανάγκη να καθαρίσεις τίποτε, είπε. Ο νόμος του Κορανίου μάς υποχρεώνει να ταΐζουμε τους πεινασμένους.

- Τότε γιατί με άφησες να το κάνω; ρώτησε το αγόρι.

- Γιατί τα κρύσταλλα ήταν βρόμικα. Και τόσο εγώ όσο κι εσύ είχαμε ανάγκη να καθαρίσουμε τα κεφάλια μας από τις κακές σκέψεις.

Όταν τέλειωσαν το γεύμα, ο έμπορος στράφηκε προς το αγόρι:

- Θα ήθελα να δουλέψεις στο μαγαζί μου. Σήμερα μπήκαν δυο πελάτες ενώ ξεσκόνιζες τα βάζα κι αυτό είναι καλό σημάδι.

«Όλος ο κόσμος μιλά για σημάδια», σκέφτηκε ο βοσκός. «Δεν έχει όμως ιδέα τι λέει. Έτσι κι εγώ δεν είχα καταλάβει επίσης ότι τόσα χρόνια μιλούσα με τα πρόβατά μου μια γλώσσα χωρίς λέξεις».

- Θέλεις να δουλέψεις για μένα; επέμεινε ο έμπορος.

- Μπορώ να δουλέψω το υπόλοιπο της μέρας, απάντησε το αγόρι. Θα καθαρίσω μέχρι τις πρωινές ώρες όλα τα κρύσταλλα του μαγαζιού. Σαν αντάλλαγμα χρειάζομαι λεφτά για να βρεθώ αύριο στην Αίγυπτο.

Ο γέρος γέλασε ξανά.

- Ακόμη κι αν καθάριζες τα κρύσταλλα μου έναν ολόκληρο χρόνο, ακόμη κι αν κέρδιζες ένα καλό ποσοστό από την πώληση του καθενός από αυτά, θα αναγκαζόσουν να δανειστείς για να πας στην Αίγυπτο. Μεταξύ της Ταγγέρης και των πυραμίδων υπάρχουν χιλιάδες χιλιόμετρα ερήμου.

Για μια στιγμή, έπεσε βαριά σιωπή, λες και η πόλη είχε αποκοιμηθεί.

Δεν υπήρχαν πια τα παζάρια, οι καβγάδες των πωλητών, οι άντρες που ανέβαιναν στους μιναρέδες και προσεύχονταν, τα ωραία σπαθιά με λαβές διακοσμημένες με λίθους. Δεν υπήρχαν πια η ελπίδα και η περιπέτεια ούτε γέροι βασιλιάδες και Προσωπικοί Μύθοι ούτε θησαυροί και πυραμίδες. Σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος, γιατί η ψυχή του αγοριού είχε βυθιστεί στη σιωπή. Ούτε πόνος υπήρχε ούτε λύπη ούτε απογοήτευση: μόνο ένα κενό βλέμμα που έβλεπε προς τη μικρή πόρτα του καπηλειού και μια ακατανίκητη επιθυμία να πεθάνει, να τελειώσουν όλα εκείνη τη στιγμή.

Ο έμπορος κοίταξε το αγόρι έκπληκτος. Σαν να είχε εξαφανιστεί ξαφνικά όλη η χαρά που είχε νιώσει εκείνο το πρωί.

- Μπορώ να σου δώσω λεφτά για να γυρίσεις πίσω στη χώρα σου, παιδί μου, είπε ο έμπορος κρυστάλλων.

Το αγόρι παρέμεινε σιωπηλό. Μετά σηκώθηκε, έφτιαξε τα ρούχα του και έπιασε το δισάκι του.

- Θα δουλέψω μαζί σας, είπε.

Και ύστερα από άλλη μακριά σιωπή, πρόσθεσε:

- Χρειάζομαι λεφτά για ν' αγοράσω μερικά πρόβατα.


3. Μέρος πρώτο 3. Part One

ΨΗΛΑ, στη μικρή πόλη της Ταρίφας, υψώνεται ένα παλιό κάστρο, χτισμένο από τους Μαυριτανούς, και όποιος κάθεται στα τείχη του μπορεί να διακρίνει μια πλατεία, ένα μικροπωλητή ποπ κορν κι ένα κομμάτι της Αφρικής. HIGH, in the small town of Tarifa, rises an old castle, built by the Moors, and whoever sits on its walls can see a square, a popcorn vendor and a piece of Africa. Ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλίμ, κάθισε εκείνο το απόγευμα στο τείχος του κάστρου και αφέθηκε να νιώσει το λεβάντε στο πρόσωπο. Melchizedek, the king of Salem, sat that afternoon on the castle wall and was left to feel the lavender on his face. Δίπλα του τα πρόβατα σπαρταρούσαν από φόβο για το καινούριο αφεντικό και ήταν αναστατωμένα με όλες αυτές τις αλλαγές. Beside him the sheep were cowering in fear of the new boss and upset with all these changes. Το μόνο που ήθελαν ήταν τροφή και νερό.

Ο Μελχισεδέκ παρακολουθούσε το μικρό καράβι που απομακρυνόταν απ' το λιμάνι. Δε θα ξανάβλεπε το αγόρι ποτέ πια, όπως δεν ξαναείδε ποτέ πια τον Αβραάμ, από τότε που εκείνος του έδωσε, επίσης, το ένα δέκατο του κοπαδιού του. He would never see the boy again, as he had never seen Abraham since he also gave him a tenth of his flock.

Οι θεοί δεν πρέπει να έχουν επιθυμίες, γιατί οι θεοί δεν έχουν Προσωπικό Μύθο. Αλλά ο βασιλιάς της Σαλίμ ευχήθηκε να πετύχει το αγόρι. But the king of Salim wished the boy success.

«Κρίμα που θα ξεχάσει γρήγορα το όνομά μου», σκέφτηκε. "Too bad he'll soon forget my name," she thought. «Έπρεπε να του το είχα επαναλάβει περισσότερο από μια φορά. “I should have repeated that to him more than once. Ώστε μιλώντας για μένα, να έλεγε ότι είμαι ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς της Σαλίμ». So that, speaking of me, he would say that I am Melchizedek, the king of Salem. "

Κοίταξε τον ουρανό έχοντας μετανιώσει γι' αυτό που σκέφτηκε: «Ξέρω τι θα πει ματαιότης ματαιοτήτων, όπως Εσύ είπες, Κύριε. He looked at the sky, regretting what he thought: “I know what vanity of vanities will mean, as You said, Lord. Μερικές φορές όμως και ένας γέρος βασιλιάς αισθάνεται την ανάγκη να υπερηφανεύεται». "But sometimes an old king feels the need to be proud."

«Τι παράξενη που είναι η Αφρική», συλλογίστηκε το αγόρι. "How strange Africa is," mused the boy. Καθόταν σ' ένα είδος καπηλειού, παρόμοιου με άλλα καπηλειά που είχε συναντήσει στα στενά σοκάκια της πόλης. He was sitting in a kind of hut, similar to other huts he had encountered in the narrow alleys of the city. Μερικοί άνθρωποι κάπνιζαν από μια τεράστια πίπα, που την περνούσαν από στόμα σε στόμα. Some people smoked a huge pipe, which they passed from mouth to mouth. Μέσα σε λίγες ώρες είχε δει άντρες πιασμένους χέρι χέρι, γυναίκες με καλυμμένο το πρόσωπο τους και ιερείς που ανέβαιναν σε ψηλούς πύργους κι άρχιζαν την ψαλμωδία - ενώ όλοι τριγύρω γονάτιζαν και ακουμπούσαν τα κεφάλια τους στη γη.

«Συνήθειες απίστων», είπε το αγόρι στον εαυτό του. "Habits of infidels," said the boy to himself. Όταν ήταν μικρό παιδί, έβλεπε πάντα στην εκκλησία του χωριού ένα άγαλμα του αγίου Ιακώβου Ματαμόουρος, καβάλα στο άσπρο του άλογο, με γυμνό σπαθί, να ποδοπατά ανθρώπους όπως αυτοί. When he was a small child, he always saw in the village church a statue of Saint James Matamouros, riding his white horse, with a bare sword, trampling people like them. Το αγόρι αισθανόταν άσχημα, ένιωθε τρομερά μόνο. Οι άπιστοι είχαν απειλητικό ύφος. The infidels had a menacing air.

Εξάλλου, με τη βιασύνη του να ταξιδέψει, είχε ξεχάσει μια λεπτομέρεια, μια μοναδική λεπτομέρεια, που θα μπορούσε να τον κρατήσει για πολύ καιρό μακριά απ' το θησαυρό: σ' εκείνη τη χώρα όλοι μιλούσαν αραβικά. Besides, in his haste to travel, he had forgotten one detail, a single detail, that could keep him away from the treasure for a long time: in that country everyone spoke Arabic. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού πλησίασε και το αγόρι του έδειξε το ποτό που είχαν παραγγείλει σ' ένα διπλανό τραπέζι. The bar owner approached and the boy showed him the drink they had ordered at a nearby table. Ήταν πικρό τσάι. It was bitter tea. Το αγόρι θα προτιμούσε να πιει κρασί. The boy would rather drink wine.

Δεν ήταν όμως η στιγμή για τέτοιου είδους έγνοιες. But this was not the time for such concerns. Έπρεπε να νοιαστεί μόνο για το θησαυρό και για το πώς να τον αποκτήσει. He had only to care about the treasure and how to obtain it. Η πώληση των προβάτων τού είχε αποφέρει ένα σημαντικό ποσό και το αγόρι ήξερε ότι τα χρήματα είναι μαγικά: αν τα έχεις, ποτέ δεν αισθάνεσαι μοναξιά. Selling the sheep had brought him a considerable sum, and the boy knew that money is magic: if you have it, you never feel lonely. Σε λίγο, ίσως σε μερικές μέρες, θα βρισκόταν κοντά στις πυραμίδες. Soon, perhaps in a few days, he would be near the pyramids. Ένας γέρος με τόσο χρυσάφι στο στήθος δεν είχε ανάγκη να πει ψέματα για να κερδίσει έξι πρόβατα. An old man with so much gold in his chest had no need to lie to win six sheep.

Ο γέρος τού είχε μιλήσει για σημάδια. The old man had told him about signs. Αυτά σκεφτόταν, όταν το καράβι διέσχιζε τη θάλασσα. This is what he was thinking when the boat crossed the sea. Ναι, ήξερε τι εννοούσε: όλα αυτά τα χρόνια που είχε ζήσει στους κάμπους της Ανδαλουσίας, είχε συνηθίσει να ερμηνεύει στη γη και στον ουρανό τα γνωρίσματα του δρόμου που θα τραβούσε. Yes, he knew what he meant: all those years he had lived on the plains of Andalusia, he had become accustomed to interpreting on the earth and in the sky the features of the road he would take. Είχε μάθει ότι ένα ορισμένο πουλί σήμαινε ότι εκεί κοντά βρισκόταν ένα φίδι, ότι ένας ορισμένος θάμνος σήμαινε ότι υπήρχε νερό σε λίγα χιλιόμετρα απόστασης. He had learned that a certain bird meant that a snake was nearby, that a certain bush meant that there was water a few kilometers away. Τα πρόβατα του είχαν μάθει όλα αυτά τα σημάδια. His sheep had learned all these signs.

«Αν ο Θεός οδηγεί τόσο καλά τα πρόβατα, θα οδηγήσει και έναν άνθρωπο», συλλογίστηκε και ηρέμησε κάπως. "If God leads the sheep so well, he will lead a man too," he reflected and calmed down somewhat. Το τσάι δεν του φάνηκε και τόσο πικρό. The tea didn't seem that bitter to him.

- Ποιος είσαι; άκουσε μια φωνή στα ισπανικά. - Who you are; he heard a voice in Spanish.

Το αγόρι ανακουφίστηκε αφάνταστα. The boy was incredibly relieved. Σκεφτόταν τα σημάδια και να που εμφανιζόταν κάποιος. He was thinking about the signs and then someone would appear.

- Πώς και μιλάς ισπανικά; ρώτησε. - How do you speak Spanish? asked.

Ο νεοφερμένος ήταν ένα αγόρι ντυμένο με ευρωπαϊκά ρούχα, αλλά, από το χρώμα του δέρματός του, κατάλαβε ότι θα πρέπει να ήταν από την πόλη. The newcomer was a boy dressed in European clothes, but, from the color of his skin, he realized that he must be from the city. Είχε περίπου το ύψος και την ηλικία του. He was about his height and age.

- Εδώ σχεδόν όλοι μιλάνε ισπανικά. - Almost everyone here speaks Spanish. Απέχουμε μόνο δυο ώρες από την Ισπανία. We are only two hours from Spain.

- Κάθισε και παράγγειλε κάτι, κερνάω εγώ, είπε το αγόρι. - Sit down and order something, I'll serve, said the boy. Και παράγγειλε ένα κρασί για μένα. And he ordered a wine for me. Αυτό το τσάι είναι απαίσιο. This tea is awful.

- Δεν υπάρχει κρασί στη χώρα, είπε ο νεοφερμένος. - There is no wine in the country, said the newcomer.

Το απαγορεύει η θρησκεία μας. Our religion forbids it.

Τότε το αγόρι τού είπε ότι έπρεπε να πάει στις πυραμίδες. Then the boy told him he had to go to the pyramids. Παραλίγο να του μιλήσει για το θησαυρό, αλλά προτίμησε να σωπάσει, μην τυχόν και απαιτούσε και ο Άραβας μερίδιο για να τον οδηγήσει μέχρι εκεί. She almost talked to him about the treasure, but he preferred to be silent, lest the Arab demand a share to take him there. Θυμήθηκε τι του είχε πει ο γέρος σχετικά με τις υποσχέσεις. He remembered what the old man had told him about promises.

- Θα ήθελα να με οδηγήσεις μέχρι εκεί, αν μπορείς, - I would like you to drive me there if you can,

Είμαι σε θέση να σε πληρώσω σαν οδηγό. I am able to pay you as a driver. Ξέρεις με ποιο τρόπο μπορούμε να πάμε μέχρι εκεί; Do you know how we can get there?

Το αγόρι πρόσεξε ότι ο ιδιοκτήτης του καπηλειού ήταν κοντά και παρακολουθούσε προσεχτικά τη συζήτηση. The boy noticed that the owner of the tavern was nearby and was watching the conversation carefully. Η παρουσία του ήταν ενοχλητική. His presence was disturbing. Είχε όμως βρει οδηγό και δε θα έχανε μια τέτοια ευκαιρία. But he had found a guide and would not miss such an opportunity.

- Πρέπει να διασχίσεις όλη την έρημο της Σαχάρας, είπε ο νεοφερμένος. - You have to cross the entire Sahara desert, said the newcomer. Κι αυτό προϋποθέτει λεφτά. And that requires money. Θέλω να μάθω αν έχεις αρκετά λεφτά. I want to know if you have enough money.

Το αγόρι παραξενεύτηκε με την ερώτηση. The boy was taken aback by the question. Εμπιστευόταν όμως το γέρο και ο γέρος τού είχε πει κάτι: ότι όταν κανείς θέλει πάρα πολύ κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί για χάρη του. But he trusted the old man, and the old man had told him something: that when one wants something too much, the universe conspires for him.

Έβγαλε τα λεφτά απ' την τσέπη και τα έδειξε στον νεοφερμένο. He took the money out of his pocket and showed it to the newcomer. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού πλησίασε και κοίταξε κι εκείνος. The owner of the tavern came over and looked too. Οι δυο τους αντάλλαξαν μερικά λόγια στα αραβικά. The two exchanged a few words in Arabic. Ο ιδιοκτήτης του καπηλειού έδειχνε θυμωμένος. The tavern owner looked angry.

- Πάμε να φύγουμε, είπε ο νεοφερμένος. - Let's go, said the newcomer. Αυτός δε μας θέλει άλλο εδώ. He doesn't want us here anymore.

Το αγόρι ανακουφίστηκε. The boy was relieved. Σηκώθηκε για να πληρώσει το λογαριασμό, αλλά ο ιδιοκτήτης τον άρπαξε κι άρχισε να μιλά ασταμάτητα. He got up to pay the bill, but the owner grabbed him and started talking non-stop. Το αγόρι ήταν γεροδεμένο, βρισκόταν όμως σε ξένη χώρα. The boy was husky, but he was in a foreign country. Ο καινούριος του φίλος παραμέρισε τον ιδιοκτήτη και τράβηξε το αγόρι έξω. His new friend pushed the owner aside and pulled the boy out.

- Ήθελε να σου πάρει τα λεφτά, είπε. - He wanted to take your money, he said. Η Ταγγέρη δε μοιάζει με την υπόλοιπη Αφρική. Tangier is not like the rest of Africa. Βρισκόμαστε σε λιμάνι και στα λιμάνια αφθονούν πάντα οι κλέφτες. We are in a port and in ports there are always thieves.

Μπορούσε να εμπιστευτεί τον καινούριο του φίλο. He could trust his new friend. Του είχε συμπαρασταθεί σε μια κρίσιμη στιγμή. She had supported him at a critical time. Έβγαλε τα λεφτά απ' την τσέπη του και τα μέτρησε. He took the money out of his pocket and counted it. - Αύριο μπορούμε να φτάσουμε στις πυραμίδες, είπε ο άλλος παίρνοντας τα λεφτά. - Tomorrow we can get to the pyramids, said the other, taking the money. Πρέπει όμως ν' αγοράσω δυο καμήλες. But I have to buy two camels. Βγήκαν και βάδισαν στους στενούς δρόμους της Ταγγέρης. They went out and walked through the narrow streets of Tangier. Παντού υπήρχαν πάγκοι με εμπορεύματα. There were stalls with goods everywhere. Βρέθηκαν τελικά στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας, όπου ήταν η αγορά. They finally found themselves in the center of a large square, where the market was. Χιλιάδες άνθρωποι συζητούσαν, πουλούσαν, αγόραζαν. Thousands of people were talking, selling, buying. Τα λαχανικά ανακατεύονταν με σπαθιά, με χαλιά και με όλων των ειδών τις πίπες. The vegetables were mixed with swords, carpets and all kinds of pipes. Το αγόρι όμως δεν άφηνε τον καινούριο του φίλο από τα μάτια του. But the boy did not let go of his new friend. Στο κάτω κάτω, κρατούσε όλα του τα λεφτά. After all, he kept all his money. Σκέφτηκε να του ζητήσει να του τα επιστρέψει, αλλά το θεώρησε αγένεια. She thought of asking him to return them, but she considered it rude. Δε γνώριζε τα ήθη και τα έθιμα αυτής της ξένης χώρας. He did not know the manners and customs of this foreign country.

«Φτάνει να τον παρακολουθήσω», είπε στον εαυτό του. "Enough to watch him," he said to himself. Ήταν πιο δυνατός απ' τον άλλο. He was stronger than the other. Ξαφνικά, μέσα σ' όλη εκείνη την οχλαγωγία, ανακάλυψε το πιο ωραίο σπαθί που είχαν δει ποτέ τα μάτια του. Suddenly, in all that turmoil, he discovered the most beautiful sword his eyes had ever seen. Η θήκη ήταν ασημένια και η λαβή μαύρη, διακοσμημένη με λίθους. The case was silver and the handle was black, decorated with stones. Το αγόρι υποσχέθηκε στον εαυτό του να αγοράσει εκείνο το σπαθί μόλις θα επέστρεφε από την Αίγυπτο. The boy promised himself to buy that sword as soon as he returned from Egypt.

- Για ρώτα τον πωλητή πόσο κάνει, είπε στο φίλο του. - Ask the seller how much he makes, he told his friend. Κατάλαβε όμως ότι είχε αφαιρεθεί για δυο δευτερόλεπτα, καθώς περιεργαζόταν το σπαθί. But he realized that he had been removed for two seconds, as he was wondering about the sword.

Η καρδιά του σφίχτηκε, λες και το στήθος του στένεψε ξαφνικά. His heart tightened, as if his chest suddenly constricted. Φοβήθηκε να στρέψει το βλέμμα του, ξέροντας τι θα έβλεπε. He was afraid to look up, knowing what he would see. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα πάνω στο ωραίο σπαθί λίγα λεπτά ακόμη, ώσπου τελικά το αγόρι πήρε θάρρος και γύρισε. His eyes remained fixed on the fine sword for a few more minutes, until finally the boy plucked up courage and turned around.

Γύρω του ήταν η αγορά, οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονταν φωνάζοντας και αγοράζοντας, χαλιά ανακατωμένα με φουντούκια, μαρούλια δίπλα σε χάλκινους δίσκους, άντρες πιασμένοι χέρι χέρι, γυναίκες με πέπλα, η μυρωδιά των παράξενων φαγητών και πουθενά όμως, μα πουθενά, δεν είδε το πρόσωπο του συντρόφου του. All around him was the market, people coming and going shouting and buying, carpets mixed with hazelnuts, lettuce beside copper trays, men holding hands, women in veils, the smell of strange foods and nowhere, but nowhere, did he see the face of his partner.

Το αγόρι προσπάθησε για μια στιγμή να πιστέψει ότι είχαν χαθεί τυχαία. The boy tried for a moment to believe that they had been lost by accident. Αποφάσισε να μείνει εκεί όπου ήταν, περιμένοντας τον άλλο να γυρίσει. Σε λίγο, ένας άνθρωπος ανέβηκε σ' έναν απ' τους πύργους κι άρχισε να ψάλλει. After a while, a man climbed one of the towers and started chanting. Όλοι γονάτισαν ακουμπώντας το κεφάλι στο χώμα και άρχισαν να ψάλλουν με τη σειρά τους. Στη συνέχεια, σαν ομάδα πειθαρχημένων μυρμηγκιών, μάζεψαν τους πάγκους τους κι έφυγαν.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Το αγόρι τον κοίταξε πολλή ώρα, μέχρι να κρυφτεί πίσω από τα άσπρα σπίτια που περιστοίχιζαν την πλατεία, θυμήθηκε ότι το πρωί, με την ανατολή του ίδιου ήλιου, αυτός βρισκόταν σε μια άλλη ήπειρο, ήταν βοσκός, είχε εξήντα πρόβατα και είχε προγραμματίσει να συναντήσει μια κοπέλα. Όταν τριγύριζε στους κάμπους, ήξερε απ' το πρωί τι θα του συνέβαινε. When he wandered in the plains, he knew from the morning what would happen to him. Τώρα όμως που ο ήλιος κρυβόταν, αυτός βρισκόταν σε μια άλλη χώρα, ξένος σε ξένα εδάφη, όπου ούτε τη γλώσσα που μιλούσαν δεν μπορούσε να καταλάβει. But now that the sun was setting, he was in another country, a stranger in strange lands, where even the language they spoke he could not understand. Δεν ήταν πια βοσκός και δεν είχε πια τίποτε στη ζωή του, ούτε καν λεφτά για να γυρίσει πίσω και να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα.

«Κι όλα αυτά μεταξύ ανατολής και δύσης του ίδιου ήλιου», σκέφτηκε το αγόρι. Λυπήθηκε τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί καμιά φορά στη ζωή τα πράγματα αλλάζουν όσο να πεις κύμινο, προτού οι άνθρωποι εξοικειωθούν μαζί τους. He felt sorry for himself, because sometimes in life things change as much as you say cumin, before people get acquainted with them.

Ντρεπόταν να κλάψει. Ποτέ δεν είχε κλάψει μπροστά στα πρόβατά του! He had never cried before his sheep! Κι όμως, η αγορά είχε αδειάσει κι αυτός βρισκόταν μακριά απ' την πατρίδα. And yet, the market was empty and he was far from home. Το αγόρι έκλαψε. Έκλαψε γιατί ο Θεός ήταν άδικος και αντάμειβε με αυτό τον τρόπο εκείνους που πίστευαν στα όνειρά τους.

«Όταν ήμουν μαζί με τα πρόβατά μου, αισθανόμουν ευτυχής και ακτινοβολούσα την ευτυχία γύρω μου. “When I was with my sheep, I felt happy and radiated happiness around me. Οι άνθρωποι μ' έβλεπαν που ερχόμουν και με καλωσόριζαν... »Τώρα όμως είμαι στενοχωρημένος και δυστυχισμένος. "But now I am distressed and unhappy. Τι να κάνω; Δε θα έχω πια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, γιατί κάποιος με πρόδωσε. What to do; I will no longer trust people, because someone betrayed me. Θα μισώ όσους βρήκαν κρυμμένους θησαυρούς, μόνο και μόνο επειδή εγώ δε βρήκα τον δικό μου. I will hate those who found hidden treasures, just because I didn't find mine. Και θα προσπαθώ να διατηρώ τα λίγα που έχω, γιατί παραείμαι μικρός για ν' αγκαλιάσω τον κόσμο». And I'll try to keep the little I have, because I'm too young to embrace the world." Άνοιξε το δισάκι του για να δει τι είχε μέσα· μήπως είχε περισσέψει τίποτε από το κολατσιό που είχε φάει στο καράβι. He opened his little bag to see what was in it; perhaps there was nothing left of the cake he had eaten on the ship. Βρήκε μόνο το χοντρό βιβλίο, την κάπα και τους δυο πολύτιμους λίθους που του είχε χαρίσει ο γέρος. He found only the thick book, the cape and the two precious stones that the old man had given him.

Βλέποντας τους λίθους, αισθάνθηκε απέραντη ανακούφιση. Seeing the stones, he felt immense relief. Είχε ανταλλάξει έξι πρόβατα με δυο πολύτιμους λίθους, βγαλμένους από το χρυσαφένιο κόσμημα. He had exchanged six sheep for two precious stones, taken from the golden jewel.

Θα μπορούσε να τους πουλήσει και ν' αγοράσει το εισιτήριο της επιστροφής. He could sell them and buy the return ticket. «Τώρα θα φερθώ πιο έξυπνα», σκέφτηκε το αγόρι, βγάζοντας τους λίθους από το δισάκι για να τους κρύψει στην τσέπη. "Now I'll be smarter," thought the boy, taking the stones out of the pocket to hide them in his pocket. Ήταν λιμάνι εκεί, η μοναδική αλήθεια που του είχε πει εκείνος ο άνθρωπος· ένα λιμάνι είναι πάντα γεμάτο κλέφτες. It was a port there, the only truth that man had told him; a port is always full of thieves.

Τώρα καταλάβαινε και τη γεμάτη απόγνωση προσπάθεια του ιδιοκτήτη του καπηλειού: ήθελε να τον προειδοποιήσει να μην εμπιστευτεί εκείνο τον άνθρωπο. Now he understood the desperate attempt of the owner of the barn: he wanted to warn him not to trust that man. «Είμαι κι εγώ σαν τους άλλους ανθρώπους: βλέπω τον κόσμο όπως θα ήθελα να είναι και όχι όπως είναι στην πραγματικότητα». "I am like other people: I see the world as I would like it to be and not as it actually is."

Άρχισε να περιεργάζεται τους λίθους. He began to explore the stones. Άγγιξε προσεχτικά τον καθένα, νιώθοντας τη θερμοκρασία και τη λεία επιφάνεια τους. He gently touched each one, feeling their temperature and smooth surface. Ήταν ο θησαυρός του. It was his treasure. Και μόνο που τους άγγιξε, αισθάνθηκε πιο ήρεμος. And just by touching them, he felt calmer. Του θύμισαν το γέρο. They reminded him of the old man.

«Όταν θέλεις πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις», του είχε πει ο γέρος. "When you want something badly, the whole universe conspires to get you there," the old man had told him.

Ήθελε να πιστέψει πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αληθεύει. He wanted to believe that such a thing could be true. Στεκόταν εκεί, στη μέση μιας έρημης αγοράς, χωρίς δεκάρα στην τσέπη και χωρίς πρόβατα για να τα φυλάξει εκείνη τη νύχτα. There he stood, in the middle of a deserted market, penniless in his pocket and no sheep to tend that night. Οι λίθοι όμως ήταν η απόδειξη ότι είχε συναντήσει ένα βασιλιά που ήξερε την ιστορία του, που γνώριζε για το όπλο του πατέρα του και για την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία. But the stones were proof that he had met a king who knew his history, who knew about his father's weapon and about his first sexual experience.

«Οι λίθοι έχουν μαντικές ιδιότητες. "Stones have divinatory properties. Λέγονται Ουρίμ και Τουμίμ». They are called Urim and Thummim." Το αγόρι ξαναέβαλε τους λίθους μέσα στο δισάκι του και αποφάσισε να δοκιμάσει. The boy put the stones back into his bag and decided to try. Ο γέρος του είχε πει να κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις, γιατί χρησίμευαν μόνο σε όποιον ήξερε τι ήθελε. The old man had told him to ask specific questions, because they were only useful to someone who knew what he wanted.

Κι έτσι, το αγόρι ρώτησε αν η ευλογία του γέρου εξακολουθούσε να είναι μαζί του. And so, the boy asked if the old man's blessing was still with him.

Έβγαλε τον έναν από τους λίθους. He took out one of the stones. Η απάντηση ήταν «ναι». The answer was "yes".

- Θα βρω το θησαυρό μου; ρώτησε το αγόρι. - Will I find my treasure? asked the boy.

Έχωσε το χέρι στο δισάκι κι εκεί που ετοιμαζόταν να πιάσει το ένα λίθο, του γλίστρησαν και οι δυο από μια τρύπα στο ύφασμα. He put his hand on the tray and where he was about to catch a stone, they both slipped through a hole in the fabric. Το αγόρι δεν είχε προσέξει ποτέ ότι το δισάκι του ήταν τρύπιο. The boy had never noticed that his little one had a hole. Έσκυψε να πιάσει τον Ουρίμ και τον Τουμίμ, για να τους ξαναβάλει μέσα στο δισάκι. He bent down to pick up the Urim and Thummim, to put them back into the bisque. Βλέποντας τους κάτω, όμως, μια άλλη φράση πέρασε απ' το νου του. Looking down at them, however, another phrase crossed his mind. «Να μάθεις να σέβεσαι και να ακολουθείς τα σημάδια», είχε πει επίσης ο γέρος βασιλιάς. "Learn to respect and follow the signs," the old king had also said.

Ένα σημάδι. A spot. Το αγόρι γέλασε με τον εαυτό του. The boy laughed to himself. Στη συνέχεια μάζεψε τους δυο λίθους από κάτω και τους ξαναέβαλε στο δισάκι. Then he picked up the two stones from below and put them back in the table. Δε σκόπευε να μπαλώσει την τρύπα· οι λίθοι θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν από κει όποτε ήθελαν. He didn't intend to patch up the hole; the stones could slide out whenever they wanted. Είχε καταλάβει ότι υπήρχαν για ορισμένα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι δεν πρέπει να ρωτάνε, για να μην ξεφύγουν από τη μοίρα τους. He had understood that there were certain things that people should not ask about, lest they escape their fate.

«Υποσχέθηκα να αποφασίζω μόνος μου», είπε στον εαυτό του. "I promised to make up my own mind," he told himself.

Οι λίθοι όμως του είχαν πει ότι ο γέρος εξακολουθούσε να είναι μαζί του κι αυτό τον έκανε ν' αναθαρρήσει. But the stones had told him that the old man was still with him and this made him take heart. Ξανακοίταξε την έρημη αγορά και δεν αισθάνθηκε την ίδια απελπισία όπως πριν. He looked back at the deserted market and didn't feel the same despair as before. Δεν επρόκειτο πια για έναν παράξενο κόσμο· ήταν ένας καινούριος κόσμος. It was no longer a strange world; it was a new world.

Στο κάτω κάτω, αυτό ακριβώς επιθυμούσε: να γνωρίσει καινούριους κόσμους. After all, that's exactly what he wanted: to get to know new worlds. Ακόμη κι αν δεν έφτανε ποτέ στις πυραμίδες, ήδη είχε προχωρήσει πιο μακριά απ' οποιονδήποτε άλλο βοσκό. Even if he never reached the pyramids, he had already advanced further than any other shepherd. «Αχ, να ήξεραν ότι σε απόσταση μόνο δυο ωρών με καράβι υπάρχουν τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα». "Oh, if only they knew that there are so many different things just two hours away by boat."

Ο καινούριος κόσμος εμφανιζόταν μπροστά με τη μορφή μιας έρημης αγοράς κι όμως, την ίδια αυτή αγορά την είχε ζήσει γεμάτη ζωή, κάτι που δε θα ξεχνούσε ποτέ. The new world loomed ahead in the form of a deserted market and yet, this same market he had lived full of life, something he would never forget. Θυμήθηκε το σπαθί· πλήρωσε ακριβά το ότι το κοίταξε για λίγο, δεν είχε όμως ξαναδεί κάτι παρόμοιο. He remembered the sword; he paid dearly for looking at it for a moment, but he had never seen anything like it before. Αισθάνθηκε ξαφνικά ότι μπορούσε να αντικρίσει τον κόσμο ή σαν το αξιολύπητο θύμα ενός ληστή ή σαν τον τυχοδιώκτη που ψάχνει ένα θησαυρό. He suddenly felt that he could see the world either as the pitiful victim of a robber or as the adventurer looking for a treasure.

«Είμαι ένας τυχοδιώκτης που ψάχνει ένα θησαυρό», σκέφτηκε, πριν αποκοιμηθεί εξαντλημένος. I am an adventurer looking for a treasure, he thought, before falling asleep exhausted.

ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΝ ΣΚΟΥΝΤΗΣΕ για να ξυπνήσει. SOMEONE SHOKED HIM to wake him up. Είχε αποκοιμηθεί στη μέση της αγοράς και η πλατεία θα ξαναζωντάνευε σε λίγο. He had fallen asleep in the middle of the market and the square would be revived soon.

Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για τα πρόβατα και θυμήθηκε ότι βρισκόταν σε άλλο κόσμο. He looked around for the sheep and remembered that he was in another world. Δε στενοχωρήθηκε όμως· ίσα ίσα, αισθάνθηκε ευτυχισμένος. But he wasn't upset; he just felt happy. Δεν ήταν πια αναγκασμένος να ψάξει για νερό και τροφή· ήταν ελεύθερος να αναζητήσει ένα θησαυρό. He was no longer forced to search for water and food; he was free to seek a treasure. Δεν είχε δεκάρα στην τσέπη, είχε όμως πίστη στη ζωή. He didn't have a penny in his pocket, but he had faith in life. Την προηγουμένη νύχτα είχε κάνει την επιλογή του, να γίνει τυχοδιώκτης, σαν τα πρόσωπα των βιβλίων που διάβαζε. The previous night he had made his choice, to become an adventurer, like the characters in the books he read.

Άρχισε να τριγυρίζει στην πλατεία με την ησυχία του. He started walking around the square in peace. Οι έμποροι έστηναν τους πάγκους τους. The merchants set up their stalls. Βοήθησε ένα ζαχαροπλάστη να στήσει τον δικό του. Help a confectioner set up his. Στο πρόσωπο εκείνου του ζαχαροπλάστη υπήρχε ένα χαμόγελο διαφορετικό: ήταν χαρούμενος, όλο ζωντάνια, έτοιμος ν' αρχίσει τη δουλειά του. On the face of that confectioner there was a different smile: he was happy, full of life, ready to start his work. Ένα χαμόγελο που του θύμιζε κάτι από το γέρο, από εκείνο το γέρο και μυστηριώδη βασιλιά που είχε γνωρίσει. A smile that reminded him of something from the old man, from that old and mysterious king he had met. «Αυτός ο ζαχαροπλάστης δε φτιάχνει γλυκά επειδή θέλει να ταξιδέψει ή επειδή θέλει να παντρευτεί την κόρη ενός εμπόρου. "This confectioner does not make sweets because he wants to travel or because he wants to marry a merchant's daughter. Αυτός ο ζαχαροπλάστης φτιάχνει γλυκά γιατί του αρέσει το επάγγελμά του», σκέφτηκε το αγόρι και πρόσεξε ότι μπορούσε να κάνει το ίδιο με το γέρο: να διακρίνει αν κάποιος βρίσκεται κοντά η μακριά από τον Προσωπικό του Μύθο. This confectioner makes sweets because he likes his job,' the boy thought and noticed that he could do the same thing as the old man: distinguish whether someone was near or far from his Personal Myth. Φτάνει να τον κοιτάξεις. Just look at him. «Είναι τόσο εύκολο, κι εγώ ποτέ δεν το είχα αντιληφθεί». "It's so easy, I never realized it either."

Όταν τελείωσαν με το στήσιμο του πάγκου, ο ζαχαροπλάστης του πρόσφερε το πρώτο γλυκό που είχε φτιάξει. When they finished setting up the counter, the confectioner offered him the first sweet he had made. Το αγόρι το έφαγε με όρεξη, τον ευχαρίστησε και τράβηξε το δρόμο του. The boy ate it with gusto, thanked him and went on his way. 'Οταν πια είχε απομακρυνθεί, θυμήθηκε ότι ο πάγκος είχε στηθεί από άτομα που το ένα μιλούσε αραβικά και το άλλο ισπανικά. When he had moved away, he remembered that the counter had been set up by people, one speaking Arabic and the other Spanish. Και είχαν συνεννοηθεί μια χαρά. And they had gotten along just fine.

«Υπάρχει μια γλώσσα πέρα από τις λέξεις», σκέφτηκε το αγόρι∙ «το έζησα αυτό με τα πρόβατά μου και το ξαναζώ τώρα με τους ανθρώπους». "There is a language beyond words," thought the boy; "I experienced this with my sheep, and I experience it again now with men."

Μάθαινε λοιπόν διάφορα καινούρια πράγματα. So learn various new things. Πράγματα που είχε ξαναζήσει και όμως ήταν καινούρια, γιατί τα είχε προσπεράσει χωρίς να τον αγγίξουν. Things that he had experienced again and yet were new, because he had passed them without being touched. Και δεν τον είχαν αγγίξει γιατί του είχαν γίνει συνήθεια. And they hadn't touched him because they had become a habit.

«Αν μάθω να ερμηνεύω αυτή τη χωρίς λέξεις γλώσσα, θα μπορέσω να ερμηνεύσω τον κόσμο». "If I learn to interpret this wordless language, I will be able to interpret the world."

«Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα», είχε πει ο γέρος. "Everything is one and only thing," said the old man.

Αποφάσισε να βαδίσει, χωρίς να βιάζεται, στους στενούς δρόμους της Ταγγέρης: μόνο έτσι θα μπορούσε να διακρίνει τα σημάδια. He decided to walk, without haste, through the narrow streets of Tangier: only in this way would he be able to distinguish the signs. Αυτό απαιτούσε πολλή υπομονή, αλλά αυτή είναι η πρώτη αρετή που ένας βοσκός αποκτά. This required a lot of patience, but this is the first virtue a shepherd acquires. Για άλλη μια φορά συνειδητοποίησε ότι εφάρμοζε σ' εκείνο τον ξένο κόσμο τις ίδιες γνώσεις που είχε αποκτήσει απ' τα πρόβατά του. Once again he realized that he was applying to that foreign world the same knowledge he had gained from his sheep. «Τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα», είχε πει ο γέρος. "Everything is one and only thing," the old man had said.

Ο ΕΜΠΟΡΟΣ κρυστάλλων αντίκρισε το ξημέρωμα και αισθάνθηκε την ίδια αγωνία που τον κυρίευε κάθε πρωί. THE CRYSTAL MERCHANT saw the dawn and felt the same anxiety that gripped him every morning. Ήταν εγκατεστημένος σ' εκείνο το μέρος εδώ και τριάντα χρόνια, σ' ένα μαγαζί που βρισκόταν ψηλά σ' έναν ανηφορικό δρόμο, απ' όπου σπάνια περνούσε κάποιος πελάτης. He had been established in that place for thirty years, in a shop high up on an uphill road, where no customer seldom passed. Τώρα ήταν πια αργά για ν' αλλάξει οτιδήποτε: το μόνο που είχε μάθει στη ζωή του ήταν να πουλά κρύσταλλα. Now it was too late to change anything: all he had learned in life was to sell crystals. Κάποτε πολλοί άνθρωποι γνώριζαν το μαγαζί του: Άραβες έμποροι, Γάλλοι και Άγγλοι γεωλόγοι, Γερμανοί στρατιώτες, πάντα με λεφτά στις τσέπες. Once many people knew his shop: Arab merchants, French and English geologists, German soldiers, always with money in their pockets. Εκείνη την εποχή, το να πουλάς κρύσταλλα ήταν κάτι το σημαντικό κι εκείνος φανταζόταν ότι θα γινόταν πλούσιος και θα είχε ωραίες γυναίκες στα γεράματά του. At that time, selling crystals was a big deal and he imagined that he would become rich and have beautiful women in his old age.

Μετά ο χρόνος κύλησε, η πόλη άλλαξε. Then time passed, the city changed. Η Θέουτα μεγάλωσε πολύ σε σύγκριση με την Ταγγέρη και το εμπόριο πήρε άλλη πορεία. Ceuta grew very large compared to Tangiers and trade took a different course. Οι γείτονες μετακόμισαν και μόνο μερικά μαγαζιά παρέμειναν στην ανηφόρα. The neighbors moved away and only a few shops remained uphill. Κανείς δε θ' ανέβαινε έναν ανηφορικό δρόμο για λίγα μαγαζιά. No one would go up an uphill road for a few shops. Ο έμπορος των κρυστάλλων όμως δεν είχε άλλη επιλογή. But the crystal merchant had no other choice. Είχε ζήσει τριάντα χρόνια αγοράζοντας και πουλώντας κρυστάλλινα αντικείμενα και ήταν πια πολύ αργά για ν' αλλάξει επάγγελμα. He had lived for thirty years buying and selling crystal objects and it was too late to change his profession. Όλο το πρωί παρακολουθούσε τη λιγοστή κίνηση στο δρόμο. All morning he watched the little traffic on the street. Αυτό κρατούσε εδώ και χρόνια και γνώριζε πια το ωράριο του καθένα. He had been doing this for years and now he knew everyone's schedule.

Λίγα λεπτά πριν από το μεσημέρι, ένα ξένο αγόρι σταμάτησε μπροστά στη βιτρίνα. A few minutes before noon, a strange boy stopped in front of the shop window. Ήταν ντυμένο με συνηθισμένα ρούχα, αλλά τα έμπειρα μάτια του εμπόρου κρυστάλλων έβγαλαν το συμπέρασμα ότι δεν είχε λεφτά. He was dressed in ordinary clothes, but the expert eyes of the crystal merchant concluded that he had no money. Παρ' όλα αυτά, αποφάσισε να μπει μέσα και να περιμένει μέχρι να φύγει το αγόρι. Nevertheless, he decided to go inside and wait until the boy left. Στην πόρτα, μια πινακίδα έλεγε ότι εκεί μιλούσαν διάφορες γλώσσες. On the door, a sign said that different languages were spoken there. Το αγόρι είδε έναν άντρα να εμφανίζεται πίσω από τον πάγκο. The boy saw a man appear from behind the counter.

- Αν θέλετε, μπορώ να ξεσκονίσω αυτά τα βάζα, είπε το αγόρι. - If you want, I can dust these jars, said the boy. Έτσι που τα έχετε, κανείς δε θα τα αγοράσει. The way you have them, no one will buy them.

Ο άντρας τον κοίταξε χωρίς να πει λέξη. The man looked at him without saying a word.

- Σε αντάλλαγμα, με πληρώνετε μ' ένα πιάτο φαγητό. - In return, you pay me with a plate of food. Ο άντρας παρέμεινε σιωπηλός και το αγόρι αισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάρει μια απόφαση. The man remained silent and the boy felt he had to make a decision. Είχε την κάπα του μέσα στο δισάκι. He had his cape in the bag. Δε θα τη χρειαζόταν στην έρημο. He wouldn't need her in the desert. Έβγαλε την κάπα και βάλθηκε να ξεσκονίζει τα βάζα. He took off his cape and began to dust the jars. Σε μισή ώρα τα είχε ξεσκονίσει όλα. In half an hour he had dusted it all off. Σ' αυτό το διάστημα μπήκαν δυο πελάτες και αγόρασαν πολλά κρυστάλλινα αντικείμενα. During this time two customers came in and bought a lot of crystal items. Αφού τα ξεσκόνισε όλα, ζήτησε από τον έμπορο ένα πιάτο φαγητό. After dusting them all, he asked the merchant for a plate of food.

- Πάμε να φάμε, είπε ο έμπορος κρυστάλλων. - Let's go eat, said the crystal merchant.

Κρέμασε μια πινακίδα στην πόρτα και κατευθύνθηκαν προς ένα μικροσκοπικό καπηλειό, ψηλά στην ανηφόρα. He hung a sign on the door and they headed for a tiny pub, high up the hill. Μόλις κάθισαν στο μοναδικό τραπέζι, ο έμπορος κρυστάλλων χαμογέλασε. Once they were seated at the unique table, the crystal merchant smiled.

- Δεν ήταν ανάγκη να καθαρίσεις τίποτε, είπε. - There was no need to clean anything, he said. Ο νόμος του Κορανίου μάς υποχρεώνει να ταΐζουμε τους πεινασμένους. The Koranic law compels us to feed the hungry.

- Τότε γιατί με άφησες να το κάνω; ρώτησε το αγόρι. - Then why did you let me do it? asked the boy.

- Γιατί τα κρύσταλλα ήταν βρόμικα. - Because the crystals were dirty. Και τόσο εγώ όσο κι εσύ είχαμε ανάγκη να καθαρίσουμε τα κεφάλια μας από τις κακές σκέψεις. And both you and I needed to clear our heads of bad thoughts.

Όταν τέλειωσαν το γεύμα, ο έμπορος στράφηκε προς το αγόρι: When they had finished their meal, the merchant turned to the boy:

- Θα ήθελα να δουλέψεις στο μαγαζί μου. - I would like you to work in my shop. Σήμερα μπήκαν δυο πελάτες ενώ ξεσκόνιζες τα βάζα κι αυτό είναι καλό σημάδι. Two customers came in today while you were dusting the jars and that's a good sign.

«Όλος ο κόσμος μιλά για σημάδια», σκέφτηκε ο βοσκός. "Everybody talks about signs," thought the shepherd. «Δεν έχει όμως ιδέα τι λέει. "But he has no idea what he's saying. Έτσι κι εγώ δεν είχα καταλάβει επίσης ότι τόσα χρόνια μιλούσα με τα πρόβατά μου μια γλώσσα χωρίς λέξεις». So I also did not understand that for so many years I had been speaking with my sheep a language without words."

- Θέλεις να δουλέψεις για μένα; επέμεινε ο έμπορος. - Do you want to work for me? insisted the merchant.

- Μπορώ να δουλέψω το υπόλοιπο της μέρας, απάντησε το αγόρι. "I can work the rest of the day," the boy replied. Θα καθαρίσω μέχρι τις πρωινές ώρες όλα τα κρύσταλλα του μαγαζιού. I will clean all the crystals of the store until the morning hours. Σαν αντάλλαγμα χρειάζομαι λεφτά για να βρεθώ αύριο στην Αίγυπτο. In return I need money to be in Egypt tomorrow.

Ο γέρος γέλασε ξανά. The old man laughed again.

- Ακόμη κι αν καθάριζες τα κρύσταλλα μου έναν ολόκληρο χρόνο, ακόμη κι αν κέρδιζες ένα καλό ποσοστό από την πώληση του καθενός από αυτά, θα αναγκαζόσουν να δανειστείς για να πας στην Αίγυπτο. - Even if you clean my crystals for a whole year, even if you earn a good percentage from the sale of each of them, they will force you to borrow to go to Egypt. Μεταξύ της Ταγγέρης και των πυραμίδων υπάρχουν χιλιάδες χιλιόμετρα ερήμου. Between Tangier and the pyramids there are thousands of kilometers of desert.

Για μια στιγμή, έπεσε βαριά σιωπή, λες και η πόλη είχε αποκοιμηθεί. For a moment, there was a heavy silence, as if the city had fallen asleep.

Δεν υπήρχαν πια τα παζάρια, οι καβγάδες των πωλητών, οι άντρες που ανέβαιναν στους μιναρέδες και προσεύχονταν, τα ωραία σπαθιά με λαβές διακοσμημένες με λίθους. Gone were the bazaars, the quarreling of the vendors, the men climbing the minarets and praying, the fine swords with hilts decorated with stones. Δεν υπήρχαν πια η ελπίδα και η περιπέτεια ούτε γέροι βασιλιάδες και Προσωπικοί Μύθοι ούτε θησαυροί και πυραμίδες. There was no more hope and adventure nor old kings and Personal Legends nor treasures and pyramids. Σαν να είχε σταματήσει ο κόσμος, γιατί η ψυχή του αγοριού είχε βυθιστεί στη σιωπή. As if the world had stopped, because the boy's soul had sunk into silence. Ούτε πόνος υπήρχε ούτε λύπη ούτε απογοήτευση: μόνο ένα κενό βλέμμα που έβλεπε προς τη μικρή πόρτα του καπηλειού και μια ακατανίκητη επιθυμία να πεθάνει, να τελειώσουν όλα εκείνη τη στιγμή. There was no pain, no sorrow, no disappointment: only a blank stare at the small door of the chapel and an invincible desire to die, to end it all at that moment.

Ο έμπορος κοίταξε το αγόρι έκπληκτος. The merchant looked at the boy in surprise. Σαν να είχε εξαφανιστεί ξαφνικά όλη η χαρά που είχε νιώσει εκείνο το πρωί. As if all the joy he had felt that morning had suddenly disappeared.

- Μπορώ να σου δώσω λεφτά για να γυρίσεις πίσω στη χώρα σου, παιδί μου, είπε ο έμπορος κρυστάλλων. - I can give you money to go back to your country, my child, said the crystal merchant.

Το αγόρι παρέμεινε σιωπηλό. The boy remained silent. Μετά σηκώθηκε, έφτιαξε τα ρούχα του και έπιασε το δισάκι του. Then he got up, fixed his clothes and grabbed his bisque.

- Θα δουλέψω μαζί σας, είπε. - I will work with you, he said.

Και ύστερα από άλλη μακριά σιωπή, πρόσθεσε: And after another long silence, he added:

- Χρειάζομαι λεφτά για ν' αγοράσω μερικά πρόβατα. - I need money to buy some sheep.